Wybierz funkcje eksperymentalne, które chcesz wypróbować

Ten dokument pochodzi ze strony internetowej EUR-Lex

Dokument 61990CJ0345

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 20ής Φεβρουαρίου 1992.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Jack Hanning.
Αναίρεση - Υπάλληλοι - Διαγωνισμοί - Υποψήφιοι στους οποίους κακώς επιτράπηκε να μετάσχουν στο διαγωνισμό - Συνέπειες .
Υπόθεση C-345/90 P.

Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-00949

Identyfikator ECLI: ECLI:EU:C:1992:79

61990J0345

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 20ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1992. - ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΤΑ JACK HANNING. - ΑΝΑΙΡΕΣΗ - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ - ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ - ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΕΠΕΤΡΑΠΗ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΟΥΝ ΣΤΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ - ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-345/90 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-00949


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Υπάλληλοι - Πρόσληψη - Διαγωνισμοί - Εξεταστική επιτροπή - Ανεξαρτησία - Όρια - Λήψη παράνομων αποφάσεων - Πίνακας επιτυχόντων στον οποίο έχουν εγγραφεί υποψήφιοι στους οποίους κακώς επιτράπηκε να μετάσχουν στον διαγωνισμό - Παρατυπία που δικαιολογεί την ακύρωση των εργασιών του διαγωνισμού από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή

2. Αναίρεση - Αναίρεση που κρίνεται βάσιμη - Οριστική επίλυση της διαφοράς από το Δικαστήριο - Απόφαση του Δικαστηρίου περί νομιμότητας της αποφάσεως που έχει ακυρώσει το Πρωτοδικείο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΟΚ, άρθρο 54, πρώτο εδάφιο)

Περίληψη


1. Λόγω της ανεξαρτησίας των εξεταστικών επιτροπών των διαγωνισμών, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν έχει μεν την εξουσία να ακυρώνει ή να τροποποιεί αποφάσεις εξεταστικής επιτροπής, εντούτοις όμως οφείλει, κατά την άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων, να λαμβάνει καθ' όλα νομότυπες αποφάσεις και συνεπώς δεν μπορεί να δεσμεύεται από αποφάσεις εξεταστικής επιτροπής, ο παράνομος χαρακτήρας των οποίων θα μπορούσε, κατά προέκταση, να επηρεάσει τη νομιμότητα των δικών της αποφάσεων.

Όταν στον πίνακα επιτυχόντων έχουν εγγραφεί παράτυπα ορισμένοι υποψήφιοι, στους οποίους επιτράπηκε κακώς να μετάσχουν στον διαγωνισμό και οι οποίοι επομένως δεν μπορούν να διοριστούν, ενώ δεν εγγράφηκε υποψήφιος που συγκέντρωσε τον αναγκαίο κατώτατο αριθμό μονάδων, και όταν συνεπώς περιορίζονται έτσι οι δυνατότητες επιλογής της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, συντρέχει περιορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της αρχής αυτής, η οποία μπορεί στην περίπτωση αυτή να ακυρώσει νομίμως τις εργασίες του διαγωνισμού, αντίθετα απ' ό,τι δέχθηκε το Πρωτοδικείο.

2. Κατ' εφαρμογή του άρθρου 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, το Δικαστήριο επιλύει οριστικά τη διαφορά, όταν η λύση στην οποία καταλήγει κατόπιν της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως οδηγεί κατ' ανάγκη στην απόρριψη των ισχυρισμών που προέβαλε ο προσφεύγων ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο αποφασίζει, αντίθετα απ' ό,τι υποστήριζε ο προσφεύγων και δέχθηκε το Πρωτοδικείο, ότι η λήψη της αποφάσεως του κοινοτικού οργάνου ήταν νόμιμη.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-345/90 Ρ,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους Jorge Campinos, jurisconsultus, και Μanfred Peter, προϊστάμενο τμήματος, επικουρούμενους από τον Alex Bonn, δικηγόρο Λουξεμβούργου, με τόπο επιδόσεων τη Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Kirchberg,

αναιρεσείον,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, στην υπόθεση Τ-37/89, Hanning κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-463),

όπου ο έτερος διάδικος είναι ο:

Jack Hanning, υπάλληλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, εκπροσωπούμενος από τον Georges Vandersanden, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alex Schmitt, 62, avenue Guillaume, ο οποίος ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Grevisse, πρόεδρο τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των εκπροσώπων των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 8ης Νοεμβρίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Νοεμβρίου 1990, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΟΚ και των αντίστοιχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, στην υπόθεση Τ-37/89, Hanning κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-463), όσον αφορά αφενός την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να αγνοήσει τα αποτελέσματα του διαγωνισμού ΡΕ/41/Α και να προκηρύξει νέο διαγωνισμό, καθώς και της σιωπηρής αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που είχε υποβάλει ο Hanning στις 17 Ιουνίου 1988 κατά της αποφάσεως αυτής, και αφετέρου την καταδίκη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

2 Από τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου που περιέχονται στις σκέψεις 1 έως 12 της αποφάσεώς του προκύπτει ότι στις 5 Δεκεμβρίου 1986 το Κοινοβούλιο δημοσίευσε την προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού ΡΕ/41/Α (ΕΕ C 311, σ. 13) βάσει τίτλων και εξετάσεων, με σκοπό την πλήρωση μιας θέσεως προϊσταμένου τμήματος αγγλικής γλώσσας (βαθμός Α 3), ο οποίος επρόκειτο να διευθύνει το Γραφείο Πληροφοριών του Λονδίνου.

3 Σε δύο υποψηφίους, τον Spence και τον Waters, υπαλλήλους του Κοινοβουλίου, στους οποίους δεν είχε επιτραπεί να μετάσχουν στον διαγωνισμό επειδή δεν είχαν υποβάλει όλα τα αναγκαία κατά την προκήρυξη του διαγωνισμού δικαιολογητικά, επιτράπηκε τελικά, κατόπιν της ενστάσεως που υπέβαλαν, να μετάσχουν στον διαγωνισμό, επειδή τα δικαιολογητικά που έλειπαν περιλαμβάνονταν στους ατομικούς τους φακέλους, τους οποίους τηρεί η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ).

4 Κατόπιν της διεξαγωγής των εξετάσεων, ο Hanning εγγράφηκε πρώτος στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού, με 72 μονάδες. Οι τρεις άλλοι υποψήφιοι που περιελήφθησαν στον πίνακα αυτό ήσαν οι εξής: η Beck (με 69 μονάδες), ο Spence και ο Waters (με 63 μονάδες έκαστος). Σύμφωνα με τον πίνακα αναλυτικής βαθμολογίας, υπήρχε και ένας πέμπτος υποψήφιος, ο Tate, ο οποίος, με 58 μονάδες, είχε συγκεντρώσει τις μονάδες που ήταν αναγκαίες για να περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων, στον οποίο όμως δεν είχε περιληφθεί, επειδή ο πίνακας αυτός δεν έπρεπε να περιλαμβάνει περισσότερους από τέσσερις επιτυχόντες.

5 Αφού του γνωστοποιήθηκε η εγγραφή του στον πίνακα επιτυχόντων και αφού υποβλήθηκε, κατόπιν προσκλήσεως του Κοινοβουλίου, στην ιατρική εξέταση που προηγείται της προσλήψεως, ο Hanning πληροφορήθηκε, με έγγραφο της 6ης Απριλίου 1988, το οποίο έφερε την υπογραφή του προϊσταμένου του Τμήματος Προσωπικού, ότι ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου "είχε διαπιστώσει ορισμένες παρατυπίες κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού" και ότι κατόπιν αυτού "έκρινε καλό να μη προβεί σε κανένα διορισμό, αλλ' αντίθετα να προκηρύξει νέο γενικό διαγωνισμό βάσει τίτλων και εξετάσεων".

6 Στις 17 Ιουνίου 1988 ο Hanning υπέβαλε στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, κατ' εφαρμογή του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής.

7 Στις 30 Μαρτίου 1988 το Κοινοβούλιο δημοσίευσε την προκήρυξη του νέου γενικού διαγωνισμού ΡΕ/41α/Α, με σκοπό την πλήρωση της ίδιας θέσεως (ΕΕ C 82, σ. 17). Ο προσφεύγων μετέσχε στον διαγωνισμό αυτό. Στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού αυτού περιελήφθησαν οι εξής τέσσερις υποψήφιοι: ο Bond με 80,5 μονάδες, ο προσφεύγων με 73 μονάδες, ο Holdsworth με 72 μονάδες και ο Wood με 70,5 μονάδες. Ο Tate, με 66 μονάδες, κατέλαβε και πάλι την πέμπτη θέση. Αποτέλεσμα του διαγωνισμού ήταν να διοριστεί ο Bond.

8 Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Ιουνίου 1988 και διαβιβάστηκε στο Πρωτοδικείο με Διάταξη του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 1989, κατ' εφαρμογή του άρθρου 14 της αποφάσεως του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο Hanning ζήτησε να ακυρωθεί η απόφαση του Προέδρου του Κοινοβουλίου που περιεχόταν στο έγγραφο της 6ης Απριλίου 1988, να αναγνωριστεί το δικαίωμά του να διοριστεί στην επίμαχη θέση κατόπιν του διαγωνισμού ΡΕ/41/Α, καθώς και να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να του καταβάλει ένα βελγικό φράγκο (BFR) ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του και πλήρη αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία του.

9 To Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, προς στήριξη της προσφυγής του, ο Hanning προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως: πρώτον, το Κοινοβούλιο παρέβη το άρθρο 33 του ΚΥΚ δεύτερον, παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τρίτον, δεν τήρησε τις προϋποθέσεις ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων και, τέταρτον, ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας. Τέλος, ο Hanning ισχυριζόταν ότι η αιτιολογία της αποφάσεως είναι ανεπαρκής και εσφαλμένη.

10 Κατόπιν της απορρίψεως της ενστάσεως απαραδέκτου που είχε προτείνει το Κοινοβούλιο κατά της προσφυγής του Hanning (σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), το Πρωτοδικείο ανέλυσε την επιχειρηματολογία των διαδίκων επί των τεσσάρων πρώτων λόγων ακυρώσεως και αποφάσισε να εξετάσει τον λόγο ακυρώσεως σχετικά με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης (σκέψεις 37 και 38).

11 Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η επίδικη απόφαση ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη (σκέψη 40). Κατόπιν τούτου εξέτασε αν οι εξηγήσεις που έδωσε το Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια της δίκης μπορούσαν να θεραπεύσουν την τυπική αυτή πλημμέλεια και να θεμελιώσουν νομικά την προσβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 41 έως 44).

12 Καταρχάς το Πρωτοδικείο απέρριψε τον δικαιολογητικό λόγο που ανέπτυξε το Κοινοβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως και ο οποίος στηριζόταν στον ισχυρισμό ότι η ΑΔΑ ήταν ελεύθερη να θέσει τέρμα στη διαδικασία προσλήψεως: το Πρωτοδικείο τόνισε ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1984, 316/82 και 40/83, Kohler κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1984, σ. 641), η ΑΔΑ δεν είναι μεν υποχρεωμένη να πληρώσει την κενή θέση, εντούτοις όμως μπορεί να θέτει τέρμα στη διαδικασία προσλήψεως μόνο εφόσον υπάρχουν σοβαροί λόγοι, τους οποίους πρέπει να εκθέτει πλήρως και σαφώς (σκέψεις 45 έως 48).

13 Στη συνέχεια το Πρωτοδικείο εξέτασε τους λόγους που αναφέρονταν στη γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Κοινοβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1988, σχετικά με τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί κατά της διαδικασίας του διαγωνισμού ΡΕ/41/Α, τους λόγους δηλαδή στους οποίους στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως ισχυρίστηκε το Κοινοβούλιο με το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

14 Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, πρώτον, ότι ορθώς είχε γίνει δεκτό με τη γνωμοδότηση ότι κακώς είχε επιτραπεί στον Spence και τον Waters να μετάσχουν στον διαγωνισμό, παρόλον ότι δεν είχαν προσκομίσει όλα τα δικαιολογητικά που ήσαν αναγκαία κατά την προκήρυξη του διαγωνισμού (σκέψεις 50 έως 55).

15 Δεύτερον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, αντίθετα απ' ό,τι αναφερόταν στη γνωμοδότηση, καμία από τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί κατά του διαγωνισμού ΡΕ/41/Α δεν μπορούσε να γίνει δεκτή και επομένως να δικαιολογήσει από νομική άποψη την ακύρωση του διαγωνισμού αυτού από το Κοινοβούλιο (σκέψεις 56 έως 67).

16 Τρίτον, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το Κοινοβούλιο είχε εξετάσει, λαμβάνοντας υπόψη τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στις 23 Οκτωβρίου 1986 αφενός στην υπόθεση 321/85, Schwiering κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1986, σ. 3199), και αφετέρου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 322/85 και 323/85, Hoyer κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1986, σ. 3215), τις επιπτώσεις επί του διαγωνισμού του γεγονότος ότι ο Tate είχε αποκλεισθεί από τον πίνακα επιτυχόντων λόγω του ότι στον πίνακα αυτό είχαν περιληφθεί κακώς δύο υποψήφιοι και ότι κατόπιν αυτού το Κοινοβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να ακυρώσει τον διαγωνισμό (σκέψεις 68 και 69).

17 Στη συνέχεια το Πρωτοδικείο εξέθεσε, με τις σκέψεις 70 επ. της αποφάσεώς του, τα εξής:

"70 Στο σημείο αυτό επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης είναι διαφορετικά από τις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκαν οι προαναφερθείσες αποφάσεις Schwiering και Hoyer. Στις υποθέσεις εκείνες η διαδικασία του διαγωνισμού ήταν παράτυπη για τον λόγο ότι κακώς η εξεταστική επιτροπή είχε αρνηθεί να επιτρέψει σε ορισμένους υποψηφίους να διαγωνιστούν, ενώ στην προκειμένη υπόθεση η παρατυπία της διαδικασίας του διαγωνισμού ΡΕ/41/Α έγκειται στο γεγονός ότι κακώς επετράπη η συμμετοχή στον διαγωνισμό δύο υποψηφίων που θα έπρεπε να αποκλειστούν. Μολονότι δηλαδή η όλη διαδικασία ενός διαγωνισμού καθίσταται κατ' αρχήν οπωσδήποτε πλημμελής λόγω του παρανόμου αποκλεισμού ενός υποψηφίου, δεν συμβαίνει το ίδιο στην περίπτωση κατά την οποία κακώς επετράπη η συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων υποψηφίων. Στην τελευταία περίπτωση η ΑΔΑ αντιμετωπίζει μία διαδικασία διαγωνισμού κι έναν πίνακα επιτυχόντων των οποίων τα παράτυπα τμήματα μπορούν να διαχωριστούν από τα νομότυπα. Εν προκειμένω παράνομο ήταν μόνο το γεγονός ότι οι υποψήφιοι Spence και Waters μετέσχον στον διαγωνισμό και τα ονόματά τους περιελήφθησαν στον πίνακα επιτυχόντων. Οι άλλοι υποψήφιοι καλώς μετέσχον στον διαγωνισμό, η δε τελική κατάταξή τους δεν επηρεάστηκε από την παράνομη συμμετοχή των δύο υποψηφίων στους οποίους κακώς είχε επιτραπεί να διαγωνιστούν.

71 Αν οι λύσεις που επέλεξε το Δικαστήριο με τις προαναφερθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1986 (Schwiering, 321/85, και Hoyer, 322/85 και 323/85) εφαρμοστούν στην προκειμένη υπόθεση, στην οποία μόνο ένα μέρος της διαδικασίας του διαγωνισμού πάσχει πλημμέλειες, θα συναχθεί κατ' ανάγκη το συμπέρασμα ότι η ΑΔΑ δεν δεσμευόταν από τις αποφάσεις της εξεταστικής επιτροπής, κατά το μέρος κατά το οποίο ήσαν παράνομες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ΑΔΑ βρισκόταν για τον λόγο αυτό σε αδυναμία διορισμού οποιουδήποτε υποψηφίου κατόπιν του διαγωνισμού. Η υποχρέωσή της να λαμβάνει καθ' όλα νομότυπες αποφάσεις τής απαγόρευαν απλώς να διορίσει τον Spence ή τον Waters, οι οποίοι, λόγω των παρατυπιών του διαγωνισμού, δεν έπρεπε να έχουν περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων. Αντίθετα, η ΑΔΑ έπρεπε να λάβει υπόψη τη δυνατότητα διορισμού του προσφεύγοντος, ο οποίος καλώς είχε περιληφθεί στον πίνακα αυτό. Εξάλλου, επιβάλλεται να τονιστεί ακόμη ότι η ΑΔΑ έπρεπε να εξετάσει επίσης το ενδεχόμενο διορισμού της Beck, η οποία είχε περιληφθεί νόμιμα στον πίνακα επιτυχόντων.

72 Εν όψει της καταστάσεως αυτής η ΑΔΑ ήταν υποχρεωμένη να σεβαστεί τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1984, Kohler (316/82 και 40/83). Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, η ΑΔΑ έπρεπε να εξετάσει, πριν αποφασίσει να αγνοήσει τα αποτελέσματα του διαγωνισμού, τη δυνατότητα πληρώσεως της κενής θέσεως με τον διορισμό ενός από τους επιτυχόντες που είχαν περιληφθεί νομότυπα στον σχετικό πίνακα. Κατ' αρχάς, έπρεπε επομένως να εξετάσει τη δυνατότητα διορισμού του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε καταλάβει την πρώτη θέση του πίνακα επιτυχόντων (βλ. τις αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1966, Serio κατά Επιτροπής της ΕΚΑΕ, 62/65, Rec. σ. 813, 826 επ., της 18ης Δεκεμβρίου 1986, Κοτσώνης κατά Συμβουλίου, 246/84, Συλλογή σ. 3989, 4005 επ.). Μολονότι οι αποφάσεις αυτές αναγνωρίζουν στην ΑΔΑ το δικαίωμα να μην τηρεί την ακριβή σειρά που προέκυψε από τον διαγωνισμό, εφόσον συντρέχουν λόγοι που σ' αυτήν εναπόκειται να εκτιμά και να αιτιολογεί ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να τονιστεί ότι η ΑΔΑ πρέπει να προβάλει λόγους υπηρεσιακού συμφέροντος για να διορίσει άλλο υποψήφιο και όχι αυτόν που έχει καταλάβει την πρώτη θέση του πίνακα επιτυχόντων. Ακόμη και αν η ΑΔΑ είχε διαπιστώσει ότι λόγοι υπηρεσιακού συμφέροντος, πέραν των παρατυπιών του διαγωνισμού, της υπαγόρευαν να μη διορίσει τον προσφεύγοντα, έπρεπε στη συνέχεια, κατά την ίδια νομολογία, να εξετάσει τη δυνατότητα διορισμού της Beck.

73 Κατά την εξέταση της δυνατότητας διορισμού του προσφεύγοντος ή της Beck, το Κοινοβούλιο έπρεπε να αξιολογήσει και τα προσόντα του Tate, o οποίος κακώς και λόγω των παρατυπιών και μόνο του διαγωνισμού δεν είχε περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων. Προς το άρθρο 30 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, το οποίο επιτρέπει μόνο τον διορισμό υποψηφίων που περιλαμβάνονται σε πίνακα επιτυχόντων, θα αντέβαινε μόνον ο διορισμός του Tate κατόπιν της ανωτέρω εξετάσεως. Η ΑΔΑ επομένως μπορούσε νομίμως να συγκρίνει τον Tate - τον πέμπτο υποψήφιο που είχε συγκεντρώσει τον ελάχιστο αριθμό μονάδων - προς τον προσφεύγοντα και την Beck κατά την εξέταση των λόγων υπηρεσιακού συμφέροντος για τους οποίους δεν θα έπρεπε ενδεχομένως να γίνει ο διορισμός των δύο υποψηφίων που είχαν καταλάβει τις πρώτες θέσεις του πίνακα. Δεδομένου ότι η ΑΔΑ δεν προέβη στην εξέταση αυτή, δεν άσκησε νόμιμα την εξουσία της εκτιμήσεως.

74 Η απόφαση αυτή θα αντέβαινε προς το άρθρο 30 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως μόνον στην περίπτωση κατά την οποία το Κοινοβούλιο αποφάσιζε εγκύρως ότι λόγοι υπηρεσιακού συμφέροντος δικαιολογούσαν τον διορισμό του Tate. Αν το Κοινοβούλιο, έχοντας αποκλείσει με προσηκόντως αιτιολογημένη απόφαση τους διορισμούς του προσφεύγοντος και της Beck, ήθελε να διορίσει τον Tate, θα εμποδιζόταν να προβεί στον διορισμό αυτό λόγω των παρατυπιών της διαδικασίας του διαγωνισμού. Στην περίπτωση αυτή επομένως θα υπήρχαν σοβαροί λόγοι δικαιολογούντες την απόφαση να αγνοηθούν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση εμπεριέχει νομική πλάνη, επειδή της αποφάσεως αυτής δεν προηγήθηκε κανείς έλεγχος της δυνατότητας διορισμού του προσφεύγοντος ή της Beck."

18 Κατόπιν των ανωτέρω το Πρωτοδικείο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι, αφού το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να προβάλει κανένα σοβαρό λόγο για να δικαιολογήσει την περάτωση της διαδικασίας του διαγωνισμού, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηριζόταν σε βάσιμη αιτιολογία και κατά συνέπεια έπρεπε να ακυρωθεί (σκέψη 75).

19 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, το Κοινοβούλιο προβάλλει ένα μόνο λόγο αναιρέσεως: ότι το Πρωτοδικείο παρερμήνευσε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ΑΔΑ σε σχέση με τους διαγωνισμούς. Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο αγνόησε την αρχή ότι η ΑΔΑ δεν μπορεί να προβαίνει σε διορισμούς βάσει πίνακα επιτυχόντων που έχει καταρτιστεί παράτυπα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, ο πίνακας επιτυχόντων, στον οποίο περιλαμβάνονταν δύο υποψήφιοι στους οποίους κακώς είχε επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό, ενείχε σοβαρές πλημμέλειες και ο διορισμός του Hanning δεν μπορούσε να στηριχθεί στον πίνακα αυτό. Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, δεύτερον, ότι το Πρωτοδικείο, επιβάλλοντας στην ΑΔΑ, ενόψει των παρατυπιών που ενείχε ο πίνακας επιτυχόντων, την υποχρέωση να προβεί στην επιλογή υποψηφίου βάσει πίνακα που περιελάμβανε λιγότερους υποψηφίους απ' ό,τι είχε εγγράψει η εξεταστική επιτροπή, αγνόησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η ΑΔΑ σχετικά με την επιλογή του υποψηφίου που θα διορίσει και υποκατέστησε πλήρως την κρίση του στην κρίση της ΑΔΑ.

20 Ο Hanning, ο οποίος τονίζει ότι πρόθεση του Πρωτοδικείου ήταν να επιβληθεί εμμέσως κύρωση για την κατάχρηση εξουσίας που ενέχει η επίδικη απόφαση, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως σύμφωνη με τον ΚΥΚ και τη νομολογία του Δικαστηρίου. Ο Hanning ισχυρίζεται, πρώτον, ότι οι διαπιστωθείσες παρατυπίες δεν συνιστούσαν τόσο βαριά πλημμέλεια του πίνακα επιτυχόντων, ώστε να πρέπει να ακυρωθεί ο διαγωνισμός. Ο Hanning ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι το Πρωτοδικείο, αναφέροντας ότι το Κοινοβούλιο, πριν αγνοήσει τα αποτελέσματα του διαγωνισμού, όφειλε να εξετάσει διαδοχικά τη δυνατότητα διορισμού των υποψηφίων που είχαν περιληφθεί νομότυπα στον πίνακα επιτυχόντων και στη συνέχεια τα προσόντα του πρώτου υποψηφίου που δεν είχε περιληφθεί στον πίνακα αυτό, υπέδειξε απλώς στο Κοινοβούλιο τους κανόνες που έπρεπε να εφαρμόσει, προκειμένου να συναγάγει όλες τις συνέπειες της αποφάσεως του Πρωτοδικείου χωρίς να αντιποιηθεί την εξουσία εκτιμήσεως που έχει το Πρωτοδικείο.

21 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

22 Με τις προαναφερθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1986, Schwiering κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (σκέψεις 11 και 12) και Hoyer κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (σκέψεις 12 και 13), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ΑΔΑ δεν έχει μεν την εξουσία να ακυρώνει ή να τροποποιεί αποφάσεις εξεταστικής επιτροπής, εντούτοις όμως οφείλει, κατά την άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων, να λαμβάνει καθ' όλα νομότυπες αποφάσεις. Κατά συνέπεια, η ΑΔΑ δεν μπορεί να δεσμεύεται από αποφάσεις εξεταστικής επιτροπής, ο παράνομος χαρακτήρας των οποίων θα μπορούσε, κατά προέκταση, να επηρεάσει τη νομιμότητα των δικών της αποφάσεων.

23 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, διαπίστωσε, πρώτον, ότι κακώς είχε επιτραπεί στον Spence και στον Waters να μετάσχουν στον διαγωνισμό και συνεπώς κακώς οι υποψήφιοι αυτοί είχαν περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων και, δεύτερον, ότι ο Tate, υποψήφιος που είχε συγκεντρώσει το ελάχιστο όριο των κατά την προκήρυξη του διαγωνισμού αναγκαίων μονάδων, δεν κατέστη δυνατό να περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων, ο οποίος περιελάμβανε ήδη τέσσερα ονόματα, τον ανώτατο δηλαδή αριθμό που προέβλεπε η προκήρυξη του διαγωνισμού, από τα τέσσερα δε αυτά ονόματα τα δύο είχαν περιληφθεί παράτυπα. Το Πρωτοδικείο ενούτοις έκρινε ότι το Κοινοβούλιο, πριν ακυρώσει τον διαγωνισμό, έπρεπε να εξετάσει αν μπορούσε να επιλέξει έναν από τους δύο υποψηφίους που είχαν περιληφθεί νομότυπα στον πίνακα επιτυχόντων και να συγκρίνει τα προσόντα του Tate με τα προσόντα των δύο αυτών επιτυχόντων.

24 Το Κοινοβούλιο βασίμως υποστηρίζει ότι η αιτιολογία αυτή που παρέθεσε το Πρωτοδικείο δεν αποτελεί επαρκή νομική αιτιολογία της αποφάσεώς του.

25 Πρώτον, το γεγονός ότι στον πίνακα επιτυχόντων, στον οποίο θα εγγράφονταν τέσσερα ονόματα κατ' ανώτατο όριο, περιελήφθησαν δύο υποψήφιοι στους οποίους κακώς είχε επιτραπεί η συμμετοχή στον διαγωνισμό και οι οποίοι επομένως δεν έπρεπε να περιληφθούν στον πίνακα αυτό στέρησε παρανόμως από τον Tate, ο οποίος είχε συγκεντρώσει τον αναγκαίο προς τούτο αριθμό μονάδων, τη δυνατότητα να εγγραφεί από την εξεταστική επιτροπή στον πίνακα αυτό και στη συνέχεια τη δυνατότητα να επιλεγεί από το Κοινοβούλιο για να καταλάβει την οικεία κενή θέση.

26 Αντίθετα απ' ό,τι δέχθηκε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 73 της αποφάσεώς του, το Κοινοβούλιο δεν είχε ούτε την υποχρέωση ούτε τη δυνατότητα να εξετάσει την υποψηφιότητα του Tate, χωρίς να υποκαταστήσει παράνομα την αρμοδιότητά του στην αρμοδιότητα της εξεταστικής επιτροπής, αφού ο Tate δεν είχε περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων και συνεπώς δεν μπορούσε να διοριστεί.

27 Δεύτερον, από τα άρθρα 27 έως 30 του ΚΥΚ προκύπτει ότι σκοπός του πίνακα επιτυχόντων που καταρτίζει η εξεταστική επιτροπή είναι να δοθεί στην ΑΔΑ η δυνατότητα να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο για την άσκηση των καθηκόντων της προς πλήρωση θέσεως.

28 Προς τούτο η ΑΔΑ μπορεί να αποκλίνει από τη σειρά επιτυχίας των υποψηφίων, η οποία προκύπτει από τον πίνακα επιτυχόντων που καταρτίζει η εξεταστική επιτροπή, για λόγους που σ' αυτήν εναπόκειται να εκτιμά και να αιτιολογεί ενδεχομένως ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι δεν εκμηδενίζει την ίδια την έννοια του διαγωνισμού απομακρυνόμενη ουσιωδώς από τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτόν χωρίς σοβαρούς λόγους (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1986, 246/84, Κοτσώνης κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 3989).

29 Η διευκόλυνση δε της ΑΔΑ κατά τη λήψη της αποφάσεώς της αποτελεί και τον λόγο για τον οποίο το άρθρο 5, παράγραφος 5, του Παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ προβλέπει ότι η εξεταστική επιτροπή πρέπει να καταρτίζει, κατά το μέτρο του δυνατού, πίνακα επιτυχόντων που να περιλαμβάνει τουλάχιστον διπλάσιο αριθμό επιτυχόντων από τον αριθμό των θέσεων που αφορά ο διαγωνισμός. Στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να τονιστεί ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού πρόβλεπε, ρητά μάλιστα, ότι ο πίνακας επιτυχόντων θα μπορούσε να περιλαμβάνει μέχρι τέσσερις υποψηφίους.

30 Όταν ορισμένοι υποψήφιοι έχουν εγγραφεί παράτυπα στον πίνακα επιτυχόντων, και συγκεκριμένα επειδή κακώς τους επιτράπηκε να μετάσχουν στον διαγωνισμό, η ΑΔΑ δεν μπορεί να τους διορίσει και περιορίζονται ανάλογα οι δυνατότητές της επιλογής. Έτσι, συντρέχει παράτυπος περιορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της ΑΔΑ.

31 Στην προκειμένη περίπτωση οι δυνατότητες επιλογής της ΑΔΑ περιορίστηκαν στο μισό, αφού δύο από τους τέσσερις υποψηφίους που περιέλαβε η εξεταστική επιτροπή στον πίνακα επιτυχόντων δεν μπορούσαν να διοριστούν.

32 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι εργασίες του διαγωνισμού βαρύνονταν με παρατυπίες και ότι νομίμως το Κοινοβούλιο τις ακύρωσε.

33 Επομένως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη, καθόσον αποφάνθηκε, για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω στη σκέψη 17 και συνοψίζονται στη σκέψη 23, ότι η απόφαση του Κοινοβουλίου δεν ήταν νομίμως αιτιολογημένη.

34 Κατά συνέπεια, το σημείο 1 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να ακυρωθεί.

35 Το άρθρο 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΟΚ του Δικαστηρίου ορίζει τα εξής: "Αν η αναίρεση είναι βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει".

36 Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 32, οι εργασίες του επίμαχου διαγωνισμού ήσαν παράτυπες στο σύνολό τους και νομίμως το Κοινοβούλιο τις ακύρωσε.

37 Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο καλώς αποφάσισε να ακυρώσει τον διαγωνισμό, το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής, το οποίο υπέβαλε ο Hanning ενώπιον του Πρωτοδικείου, πρέπει να απορριφθεί.

38 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο επιλύει οριστικά τη διαφορά, κατ' εφαρμογή του άρθρου 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΟΚ του Δικαστηρίου, και απορρίπτει τα αιτήματα του Hanning σχετικά με την ακύρωση, πρώτον, της αποφάσεως του Προέδρου του Κοινοβουλίου της 19ης Φεβρουαρίου 1988 να αγνοήσει τα αποτελέσματα του διαγωνισμού ΡΕ/41/Α και να προκηρύξει νέο διαγωνισμό και, δεύτερον, της σιωπηρής αποφάσεως του Κοινοβουλίου με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που είχε υποβάλει ο Hanning στις 17 Ιουνίου 1988 κατά της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

39 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

40 Επ' αυτού επιβάλλονται οι εξής δύο διαπιστώσεις: πρώτον, τα ακυρωτικά αιτήματα που υπέβαλε ο Hanning στο Πρωτοδικείο πρέπει να απορριφθούν, όπως εκτίθεται ανωτέρω στη σκέψη 38, και, δεύτερον, δεν υποβλήθηκε αίτηση αναιρέσεως του δευτέρου σημείου του διατακτικού της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, με το οποίο απορρίφθηκαν κατά τα λοιπά τα αιτήματα της προσφυγής του Hanning. Κατά συνέπεια πρέπει να θεωρηθεί ότι ο Hanning ηττήθηκε.

41 Όπως όμως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 122 και 70 του ίδιου κανονισμού, τα κοινοτικά όργανα φέρουν τα έξοδά τους, εφόσον έχουν ασκήσει τα ίδια την αναίρεση.

42 Kατά συνέπεια, κάθε διάδικος υποχρεούται να φέρει τα έξοδα στα οποίο υποβλήθηκε τόσο κατά την παρούσα διαδικασία όσο και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, πρέπει δε να αναιρεθεί το σημείο 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Αναιρεί τα σημεία 1 και 3 του διατακτικού της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο στις 20 Σεπτεμβρίου 1990 επί της υποθέσεως Τ-37/89, Hanning κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-463).

2) Απορρίπτει τα αιτήματα που υπέβαλε με την προσφυγή του ο Hanning σχετικά με την ακύρωση, πρώτον, της αποφάσεως του Προέδρου του Κοινοβουλίου της 19ης Φεβρουαρίου 1988 να αγνοήσει τα αποτελέσματα του διαγωνισμού ΡΕ/41/Α και να προκηρύξει νέο διαγωνισμό και, δεύτερον, της σιωπηρής αποφάσεως του Κοινοβουλίου με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που είχε υποβάλει ο Hanning στις 17 Ιουνίου 1988 κατά της αποφάσεως αυτής.

3) Κάθε διάδικος θα φέρει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε τόσο κατά την παρούσα διαδικασία όσο και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Góra