Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0340

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991.
    Ειρήνη Βλασσοπούλου κατά Ministerium für Justiz, Bundes- und Europaangelegenheiten Baden-Württemberg.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία.
    Ελευθερία εγκαταστάσεως - Αναγνώριση διπλωμάτων - Δικηγόροι.
    Υπόθεση C-340/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-02357

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:193

    ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-340/89 ( *1 )

    Ι —  Περιστατικά και διαδικασία

    1. Νομικό πλαίσιο και περιστατικά της δια-φοράς της κύριας δίκης

    Η Βλασσοπούλου, ελληνικής ιθαγένειας, ενεγράφη στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών το 1982. Κατά το ίδιο αυτό έτος υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Tübingen. Από τον Ιούλιο του 1983, εργάζεται σε γερμανικό δικηγορικό γραφείο στο Μανχάιμ. Εξάλλου, ασκεί πάντοτε το επάγγελμά της στην Ελλάδα, ουσιαστικά όμως ασκεί τις δραστηριότητές της στο Μανχάιμ.

    Στις 9 Νοεμβρίου 1984, της δόθηκε άδεια ενασχολήσεως με νομικές υποθέσεις τρίτων, καθώς και παροχής νομικών συμβουλών, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, εδάφιο 2, σημείο 5, του Rechtsberatungsgesetz (νόμου περί παροχής νομικών συμβουλών ), όσον αφορά το ελληνικό δίκαιο και το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Στις 13 Μαΐου 1988, η Βλασσοπούλου ζήτησε να εγγραφεί στον δικηγορικό σύλλογο και να της δοθεί άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του Rechtsanwalt (δικηγόρου) στο Amtsgericht (Ειρηνοδικείο) του Μανχάιμ και στα Landgerichte ( Πρωτοδικεία ) του Μανχάιμ και Χαϊδελβέργης. Το Ministerium für Justiz, Bundes- und Europaangelegenheiten Baden-Württemberg (Υπουργείο Δικαιοσύνης και ομοσπονδιακών και ευρωπαϊκών υποθέσεων της Βάδης-Βυρτεμβέργης, στο εξής: Υπουργείο) απέρριψε την αίτηση της με το αιτιολογικό ότι η αιτούσα δεν είχε τα κατά το άρθρο 4 του Bundesrechtsanwaltsordnung ( Ομοσπονδιακή κανονιστική ρύθμιση περί δικηγόρων, 1959, BGBl. Ι, σ. 565, στο εξής: BRAO) αναγκαία προσόντα για να ασκεί δικαστικά καθήκοντα. Τα προσόντα για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων καθορίζονται από τον Richtergesetz (νόμος περί δικαστών). Ουσιαστικά, τα προσόντα αυτά λογίζονται ως κτηθέντα μετά από νομικές σπουδές σε γερμανικό πανεπιστήμιο, την επιτυχία στην πρώτη κρατική εξέταση και πρακτική άσκηση (Vorbereitungsdienst), μετά το πέρας της οποίας ο υποψήφιος υποβάλλεται σε δεύτερη κρατική εξέταση. Τουλάχιστον δύο έτη πανεπιστημιακών σπουδών πρέπει να συμπληρωθούν στο εθνικό έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Εξάλλου, το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ δεν παρείχε στην αιτούσα το δικαίωμα να ασκήσει το επάγγελμα της στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βάσει των επαγγελματικών προσόντων που είχε αποκτήσει στην Ελλάδα.

    Η Βλασσοπούλου προσέβαλε την άρνηση αυτή ενώπιον του Ehrengerichtshof ( Συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου ) ζητώντας την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, η αίτηση της όμως απορρίφθηκε. Κατόπιν αυτού η αιτούσα άσκησε αναίρεση κατά της απορριπτικής αποφάσεως ενώπιον του Bundesgerichtshof το οποίο, στις 18 Σεπτεμβρίου 1989, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Αντιβαίνει προς την ελευθερία εγκαταστάσεως που προβλέπει το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ το γεγονός ότι στον υπήκοο της Κοινότητας — ο οποίος έχει ήδη άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου και εργάζεται ως δικηγόρος στο κράτος καταγωγής, στο δε κράτος υποδοχής έχει από πέντε ήδη έτη άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του Rechtsbeistand ( νομικού συμβούλου και παραστάτη) και εργάζεται επίσης σε δικηγορικό γραφείο του κράτους αυτού — χορηγείται η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου στο κράτος υποδοχής μόνο κατά τη νομοθεσία του κράτους υποδοχής; »

    2. Διαδικασία ενώπιον νου Δικαστηριου

    Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Νοεμβρίου 1989.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις 7 Φεβρουαρίου 1990 η Βλασσοπούλου και το Ministerium für Justiz, Bundes- und Europaangelegenheiten Baden-Württemberg, εκπροσωπούμενο από τον Schmolz, στις 5 Φεβρουαρίου 1990 η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Roder και Horste Teske, στις 22 Φεβρουαρίου 1990 η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Pier Georgio Ferri, avvocato dello Stato, και στις 27 Φεβρουαρίου 1990 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη απο τους Friedrich-Wilhelm Albrecht και Étienne Lasnet, νομικούς συμβούλους.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισεάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Σύνοψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

    Η Βλασσοπούλου θεωρεί ότι το Δικαστήριο πρέπει να δώσει καταφατική απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα. Κατ' αυτήν, από την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1984, στην υπόθεση 107/83, Klopp (Συλλογή 1984, σ. 2971), προκύπτει ότι ο κανόνας της εθνικής μεταχειρίσεως, που καθιερώνει το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν πρέπει να οδηγεί στο να εμποδίζει υπήκοο άλλου κράτους μέλους να ασκεί πράγματι το δικαίωμα ελεύθερης εγκαταστάσεως. Αυτός ο περιορισμός του κανόνα εθνικής μεταχειρίσεως, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 1988, στην υπόθεση 427/85, Επιτροπή κατά Γερμανίας ( Συλλογή 1988, σ. 1123). Το γεγονός ότι για την εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο απαιτείται όπως ο δικηγόρος κράτους μέλους πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις με τις απαιτούμενες από τους γερμανούς δικηγόρους συνιστά, επομένως, περιορισμό ασυμβίβαστο με την ελευθερία εγκαταστάσεως. Παρόμοιες προϋποθέσεις πρέπει να δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος και δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες σε σχέση με τον σκοπό τους. Η άρνηση εγγραφής της Βλασσοπούλου στον δικηγορικό σύλλογο δεν δικαιολογείται από λόγους προστασίας των καταναλωτών διότι με την απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988 το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να αντιτάσσεται ένα τέτοιο επιχείρημα σε δικηγόρο ο οποίος παρέχει υπηρεσίες.

    Κατά τη Βλασσοπούλου, από το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν τις κατάλληλες διαδικασίες για να διευκολύνουν την εγγραφή στους δικηγορικούς συλλόγους των δικηγόρων των άλλων κρατών μελών. Σχετικώς, παραθέτει την ευνοϊκή γνώμη που διατύπωσε η γερμανική αντιπροσωπεία επί προτάσεως που έγινε στα πλαίσια της συμβουλευτικής επιτροπής των δικηγορικών συλλόγων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (CCBE) με σκοπό να παρέχεται η δυνατότητα σε δικηγόρο κράτους μέλους ο οποίος εργάστηκε επί πέντε έτη με γερμανό δικηγόρο να ασκεί τα καθήκοντα του νομικού συμβούλου όσον αφορά το εθνικό δίκαιο, αλλά και να παρίσταται ενώπιον των δικαστηρίων. Επιπλέον, άλλο κράτος μέλος, η Γαλλία, έλαβε ήδη μέτρα (με το διάταγμα 85-1123, της 22ας Οκτωβρίου 1985, και την υπουργική απόφαση της 24ης Δεκεμβρίου 1985 ), που παρέχουν τη δυνατότητα σε κάθε δικηγόρο υπήκοο κράτους μέλους να ασκεί στο έδαφός της με τα ίδια δικαιώματα όπως και οι υπήκοοι της. Η Βλασσοπούλου δηλώνει ότι είναι διατεθειμένη να παρακαθήσει σε εξετάσεις όπως αυτές που προβλέπει η γαλλική κανονιστική ρύθμιση ως προς τα προσόντα.

    Η Βλασσοπούλου αμφισβητεί το ότι η πραγματική άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως των δικηγόρων εξαρτάται από την έκδοση των οδηγιών που προβλέπει το άρθρο 57 της Συνθήκης. Από την απόφαση της 21ης Ιουνίου 1974, στην υπόθεση 2/74, Reyners ( Rec. 1974, σ. 631 ), προκύπτει ότι η απευθείας εφαρμογή του άρθρου 52 δεν εξαρτάται από την έκδοση οδηγιών σχετικά με την αναγνώριση διπλωμάτων. Εξάλλου, ούτε η οδηγία 89/48/ΕΟΚ, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών ( ΕΕ 1989, L 19, σ. 16), ούτε ο γερμανικός νόμος με τον οποίο η οδηγία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο δεν έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης. Κατά τη γνώμη της Βλασσοπούλου η οδηγία αυτή αφορά μόνον το ζήτημα της εγγραφής ενός δικηγόρου, υπηκόου της Κοινότητας, ο οποίος αρχίζει να ασκεί το επάγγελμά του στο κράτος μέλος υποδοχής και ο οποίος, επομένως, οφείλει να αποδείξει ότι γνωρίζει επαρκώς την έννομη τάξη του εν λόγω κράτους. Η περίπτωση της Βλασσοπούλου είναι εντελώς διαφορετική καθόσον οι γνώσεις της όσον αφορά το γερμανικό δίκαιο είναι ήδη σημαντικές. Καταρχάς, σε πολλούς τομείς το ελληνικό δίκαιο βασίστηκε στο γερμανικό δίκαιο, ειδικότερα στο αστικό και το ποινικό δίκαιο. Εν συνεχεία, η διατριβή που υποστήριξε η Βλασσοπούλου για την ανακήρυξη της σε διδάκτορα νομικής αφορά αποκλειστικά το γερμανικό δίκαιο. Οι γνώσεις της όσον αφορά το γερμανικό δίκαιο επιβεβαιώνονται επίσης από τις δημοσιεύσεις σε γερμανικές νομικές επιθεωρήσεις. Τέλος, η Βλασσοπούλου χειρίζεται μόνη της υποθέσεις που κατά κύριο λόγο αναφέρονται στο αστικό δίκαιο και στο δίκαιο των αλλοδαπών, έστω και αν το πράττει υπό την ευθύνη γερμανού δικηγόρου. Η δραστηριότητα αυτή της επέτρεψε να εμβαθύνει τις γνώσεις της, ειδικότερα σε πρακτικά ζητήματα και ζητήματα δεοντολογίας.

    Το Υπουργείο θεωρεί ότι το υποβληθέν ερώτημα συνεπάγεται αρνητική απάντηση. Παρατηρεί ότι βάσει του άρθρου 206 του BRAO, όπως τροποποιήθηκε με τον Gesetz zur Änderung des Berufsrechts der Rechtsanwälte und der Patentanwälte ( νόμος περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας σχετικά με το επάγγελμα του δικηγόρου και του ειδικού επί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, 1989, BGBl. Ι, σ. 2135), η Βλασσοπούλου δικαιούται να εγκατασταθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με τον ελληνικό της τίτλο. Επιπλέον, εφόσον έλαβε άδεια να αναλαμβάνει επαγγελματικά νομικές υποθέσεις, μπορεί να ασκεί το επάγγελμα του νομικού συμβούλου όσον αφορά το ελληνικό δίκαιο και το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Αντίθετα, ο τίτλος του Rechtsanwalt και η άσκηση της δραστηριότητας που αντιστοιχεί στον τίτλο αυτό προϋποθέτει ότι συντρέχουν τα προσόντα που καθορίζει ο γερμανικός νόμος, προσόντα τα οποία δεν πληροί η Βλασσοπούλου. Κατά το Υπουργείο, καμιά διάταξη δεν επιτρέπει να θεωρηθεί το ελληνικό της δίπλωμα ως ισότιμο των γερμανικών. Εξάλλου, οι ελληνικές και γερμανικές σπουδές δεν συγκρίνονται από την άποψη του περιεχομένου τους. Η εξέταση στην οποία πέτυχε η Βλασσοπούλου στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής είναι πανεπιστημιακή εξέταση η οποία δείχνει μόνον την ικανότητα της να χειρίζεται κατά τρόπο επιστημονικό ένα περιορισμένο νομικό ζήτημα. Η εξέταση αυτή δεν παρέχει πρόσβαση στο επάγγελμα του Rechtsanwalt.

    Το Υπουργείο είναι της γνώμης, ότι η άδεια που έχει από πενταετίας η Βλασσοπούλου να χειρίζεται επαγγελματικά νομικές υποθέσεις, δεν ασκεί επιρροή. Οι αναγκαίες γνώσεις για την άδεια αυτή δεν συγκρίνονται με τις γνώσεις που απαιτείται από τον γερμανό Rechtsanwalt.

    Το Υπουργείο παρατηρεί ότι, κατά το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, η ελευθερία εγκαταστάσεως συνεπάγεται την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων « σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από την νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους ». Το Υπουργείο συνάγει από αυτό ότι, ελλείψει ειδικών κοινοτικών κανόνων στον τομέα αυτόν, κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο να ρυθμίσει την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων στο έδαφός του. Το συμπέρασμα αυτό δεν φαίνεται να αναιρείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Με την απόφαση Klopp το Δικαστήριο περιορίστηκε στο να καταδικάσει έναν εθνικό κανόνα που απαγόρευε τη δευτερεύουσα εγκατάσταση-θεώρησε ότι συμβιβάζονται με τα άρθρα 52, δεύτερο εδάφιο, άλλοι εθνικοί κανόνες σχετικά με τους όρους προσβάσεως στο επάγγελμα του δικηγόρου και την άσκηση του επαγγέλματος αυτού. Η απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας, αφορά μόνον την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και όχι την ελευθερία εγκαταστάσεως. Η απόφαση της 28ης Απριλίου 1977, 71/76, Tieffry ( Rec. 1977, σ. 765 ), αφορά ειδική περίπτωση όπου το πτυχίο το οποίο έλαβε ο ενδιαφερόμενος στη χώρα καταγωγής είχε ήδη αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές της χώρας υποδοχής. Αυτό δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση.

    Τέλος, το Υπουργείο παρατηρεί ότι το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ επιφορτίζει το Συμβούλιο να εκδώσει τις οδηγίες οι οποίες αφορούν, αφενός, την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, και, αφετέρου, τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων. Οι οδηγίες αυτές θα ήταν περιττές αν το άρθρο 52 συνεπαγόταν το έννομο αποτέλεσμα που επικαλείται η Βλασσοπούλου. Κατά το Υπουργείο, η οδηγία 89/48 του Συμβουλίου εκκινεί από την αρχή ότι τα διάφορα εθνικά διπλώματα που είναι αναγκαία για την άσκηση επαγγέλματος το οποίο ρυθμίζεται νομοθετικά στα κράτη μέλη είναι καταρχήν ισότιμα. Ωστόσο, η οδηγία δέχεται ότι τα κράτη μέλη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορούν να εξαρτούν την αναγνώριση ενός διπλώματος από πρόσθετες προϋποθέσεις, ήτοι την πραγματοποίηση πρακτικής ασκήσεως προσαρμογής ή την επιτυχία σε δοκιμασία επάρκειας. Κατά το άρθρο 12 της οδηγίας, τα κράτη μέλη έχουν προθεσμία έως τις 4 Ιανουαρίου 1991 για τη μεταφορά της οδηγίας 89/48 στο εθνικό δίκαιο. Το Υπουργείο αναφέρει ότι το σχετικό σχέδιο νόμου που κατέθεσε η Γερμανική Κυβέρνηση θα προσφέρει στη Βλασσοπούλου τη δυνατότητα, μόλις ο νόμος τεθεί σε ισχύ, να λάβει άδεια ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    Η Γερμανική και Ιταλική Κυβέρνηση θεωρούν επίσης ότι το Δικαστήριο πρέπει να δώσει αρνητική απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα.

    Προβάλλουν ότι, από την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1988, 292/86, Gullung (Συλλογή 1988, σ. 131), προκύπτει ότι, όταν υπήκοος κράτους μέλους επιθυμεί να εγκατασταθεί ως δικηγόρος σε χώρα υποδοχής υπό την ονομασία που προβλέπεται για το επάγγελμα αυτό στην εν λόγω χώρα, το εν λόγω κράτος μπορεί να εξαρτήσει την εγγραφή του δικηγόρου στον δικηγορικό σύλλογο από την πλήρωση προϋποθέσεων που δεν εισάγουν διακρίσεις και οι οποίες θεσπίζονται από το εθνικό δίκαιο. Η εφαρμογή της γερμανικής νομοθεσίας η οποία εφαρμόζεται τόσο στους γερμανούς υπηκόους, όσο και στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών, συνάδει προς την απόφαση αυτή.

    Η Γερμανική Κυβέρνηση παρατηρεί, εξάλλου, ότι η Βλασσοπούλου δεν πληροί τις προϋποθέσεις προσβάσεως στο επάγγελμα του Rechtsanwalt. Η άδεια για την άσκηση του επαγγέλματος του νομικού συμβούλου προϋποθέτει μόνο γνώσεις ελληνικού και κοινοτικού δικαίου. Ο νομικός σύμβουλος στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει νομική επαγγελματική κατάσταση διαφορετική από εκείνη του δικηγόρου και το πεδίο δραστηριότητάς του είναι σημαντικά μικρότερο. Τέλος, η Γερμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η οδηγία 89/48 έχει ως σημείο εκκινήσεως τη νομική κατάσταση που εκτίθεται στην απόφαση Gullung. Υπογραμμίζει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β, της οδηγίας ορίζει ειδικές διατάξεις για την αναγνώριση διπλωμάτων που παρέχουν πρόσβαση στα νομικά επαγγέλματα: προσφέρει στη χώρα υποδοχής τη δυνατότητα να απαιτήσει από τον μετανάστη είτε πρακτική άσκηση προσαρμογής είτε δοκιμασία επάρκειας.

    Η Επιτροπή διαπιστώνει, προκαταρκτικά, ότι το ερώτημα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof αφορά αποκλειστικά το δικαίωμα εγκαταστάσεως το οποίο, διαφορετικά από ό,τι συμβαίνει για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, βασίζεται στην αρχή κατά την οποία ο μετανάστης υπόκειται θεωρητικά, στη χώρα υποδοχής, σε όλες τις υποχρεώσεις των υπηκόων της χώρας αυτής.

    Η Επιτροπή εκκινεί επίσης από την αρχή ότι, ελλείψει ειδικών κοινοτικών κανόνων στον τομέα αυτόν, κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο να ρυθμίζει την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο έδαφός του, εφόσον η εν λόγω κανονιστική ρύθμιοη δεν είναι ικανή να αναπτύξει αποτελέσματα που συνεπάγονται διακρίσεις. Απ' αυτό η Επιτροπή συνάγει ότι κράτος μέλος μπορεί να εξαρτά την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα από προϋποθέσεις επάρκειας, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών έχει ασκήσει ήδη το δικηγορικό επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος ή έλαβε άδεια να ασκεί το επάγγελμα του νομικού συμβούλου στο κράτος μέλος για το οποίο πρόκειται.

    Ωστόσο, η Επιτροπή έχει ορισμένες αμφιβολίες σχετικά με το ζήτημα αν συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο το ότι δικηγόρος ο οποίος ασκεί σε άλλο κράτος μέλος υπόκειται χωρίς κανένα περιορισμό στις προϋποθέσεις προσβάσεως στο επάγγελμα στις οποίες υπόκεινται οι υποψήφιοι οι οποίοι περάτωσαν την κατάρτιση τους στο κράτος μέλος υποδοχής. Διερωτάται αν δεν εναπόκειται στα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, να διευκολύνουν την ελευθερία εγκαταστάσεως. Σχετικώς, η Επιτροπή παρατηρεί, πρώτον, ότι ο οδηγία 77/249/ΕΟΚ, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 249), επιβάλλει την αμοιβαία αναγνώριση της ιδιότητας του δικηγόρου, πράγμα που δείχνει ότι τα προσόντα για το επάγγελμα αυτό μπορεί να θεωρηθούν ως συγκρίσιμα σε όλα τα κράτη μέλη. Δεύτερον, η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/48 αναφέρει ότι, ελλείψει κοινοτικών μέτρων συντονισμού, « κάθε κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο είναι κατοχυρωμένο νομοθετικά ένα επάγγελμα είναι υποχρεωμένο να λαμβάνει υπόψη του τα προσόντα που αποκτώνται σε άλλο κράτος μέλος και να εκτιμά αν αυτά αντιστοιχούν στα προσόντα που απαιτεί ».

    Η Επιτροπή παραθέτει εξάλλου δύο αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της αναγνωρίσεως διπλωμάτων ελλείψει οδηγίας, κατά την έννοια του άρθρου 57. Με την απόφαση Tieffry το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, όταν η ελευθερία εγκαταστάσεως μπορεί να εξασφαλίζεται σε κράτος μέλος χάρη στην εθνική νομοθεσία ή την εθνική πρακτική, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να εξασφαλίζουν εφαρμογή αυτών των νομοθεσιών ή πρακτικών η οποία να συνάδει με τον στόχο που καθορίζουν οι διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης εγκαταστάσεως.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι με την απόφαση που εξέδωσε στις 15 Οκτωβρίου 1987, 222/86, Heylens (Συλλογή 1987, σ. 4097), το Δικαστήριο έκρινε ότι απόφαση με την οποία δεν αναγνωρίζεται η ισοτιμία διπλώματος που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να αιτιολογείται και να μπορεί να προσβάλλεται δικαστικώς. Διευκρίνισε ότι η εκτίμηση της ισοτιμίας στο πλαίσιο διαδικασίας αναγνωρίσεως βάσει του εθνικού δικαίου « πρέπει να γίνεται έχοντας αποκλειστικώς υπόψη τον βαθμό των γνώσεων και των προσόντων που [το αλλοδαπό δίπλωμα], ενόψει της φύσεως και της διάρκειας των σπουδών και των πρακτικών ασκήσεων των οποίων πιστοποιεί την πραγματοποίηση, καθιστά δυνατή την κατά τεκμήριο ύπαρξη τους στο πρόσωπο του κατόχου του ».

    Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, από την απόφαση Heylens επιβάλλεται να συναχθεί ότι τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να λαμβάνουν υπόψη τα προσόντα που απέκτησε ο αιτών σε άλλο κράτος μέλος ακόμη και όταν για συγκεκριμένο επάγγελμα το εθνικό τους δίκαιο δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για την αναγνώριση των διπλωμάτων. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνήσουν για την κατάλληλη διαδικασία που θα τους παρέχει τη δυνατότητα να συγκρίνουν τα προσόντα του αιτούντος με τα προσόντα τα οποία αντιστοιχούν στις εθνικές απαιτήσεις. Κατά την Επιτροπή, το αποτέλεσμα της εξετάσεως αυτής θα επιτρέψει να προσδιοριστεί αν υπάρχει ισοδυναμία προσόντων και, συνεπώς, αν τα προσόντα αυτά μπορούν να αναγνωριστούν. Ελλείψει απόλυτης ισοτιμίας, επιβάλλεται ωστόσο να εξακριβώνεται κατά πόσον η εφαρμογή των εθνικών διατάξεων μπορεί να είναι ελαστικότερη: η επανεξέταση των υφισταμένων και αποδεδειγμένων προσόντων πρέπει να αποφεύγεται.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσέγγιση αυτή του προβλήματος μπορεί να προσαρμοστεί στο δικηγορικό επάγγελμα. Σχετικώς, αναφέρεται στο άρθρο 112 του Richtergesetz το οποίο, σε συνδυασμό με το άρθρο 92, παράγραφος 2, του γερμανικού νόμου περί μετακινηθέντων προσώπων και προσφύγων (1971, BGBl. Ι, σ. 1565 και 1807), προβλέπει τη δυνατότητα ισοτιμίας για τα διπλώματα που απέκτησαν ορισμένα μετακινηθέντα πρόσωπα και ορισμένοι πρόσφυγες. Παρατηρεί επίσης ότι η γαλλική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει ειδική και απλοποιημένη διαδικασία προσβάσεως στο δικηγορικό επάγγελμα στη Γαλλία για τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών.

    Για την Επιτροπή, αυτή η ερμηνεία των άρθρων 5 και 52 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν καθιστά περιττή την έκδοση οδηγιών βάσει του άρθρου 57. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την εξέταση της οδηγίας 89/48η οποία θα ρυθμίζει καταστάσεις ανάλογες με εκείνην που αποτέλεσε αφορμή για το προδικαστικό ερώτημα από τη στιγμή μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο. Η οδηγία αυτή εκκινεί από την αρχή ότι τα διπλώματα ανωτέρας εκπαιδεύσεως τα οποία παρέχουν πρόσβαση στα ρυθμιζόμενα επαγγέλματα είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοια. Επομένως, το άρθρο 3 επιβάλλει την αναγνώριση τέτοιων διπλωμάτων. Κατά την Επιτροπή, ωστόσο, με την οδηγία λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές, τόσο από την άποψη της διάρκειας της καταρτίσεως, όσο και από το περιεχόμενο της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το άρθρο 4 παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος μέλος υποδοχής να απαιτεί από τον αιτούντα κάποιον συμψηφισμό είτε υπό μορφή επαγγελματικής πείρας στις περιπτώσεις ουσιαστικής διαφοράς στη διάρκεια καταρτίσεως, είτε υπό μορφή πρακτικής ασκήσεως προσαρμογής ή δοκιμασίας επάρκειας στις περιπτώσεις ουσιαστικής διαφοράς ως προς το περιεχόμενο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η οδηγία συνιστά πρόοδο στην πραγματοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως σε σχέση με το παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου διότι συμβάλλει στην ασφάλεια των εννόμων σχέσεων και ρυθμίζει επακριβώς τις δυνατότητες που διαθέτει το κράτος μέλος υποδοχής όταν τα προσόντα του αιτούντος δεν ανταποκρίνονται στις εθνικές απαιτήσεις.

    Η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

    «1)

    Το άρθρο 52 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι, ελλείψει σχετικών κοινοτικών κανόνων, το κράτος μέλος, του οποίου η νομοθεσία εξαρτά την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα από την ύπαρξη προσόντων για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, μπορεί επίσης να επιβάλλει καταρχήν την απαίτηση αυτή στους δικηγόρους άλλων κρατών μελών οι οποίοι επικαλούνται το διασφαλιζόμενο από τη Συνθήκη δικαίωμα εγκαταστάσεως για να εγκατασταθούν ως δικηγόροι στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους.

    2)

    Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης, κατά την εφαρμογή των διατάξεων τους για τη χορήγηση αδείας, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τα προσόντα τα οποία απέκτησε ο αιτών σε άλλο κράτος μέλος κατά το μέτρο που τα προσόντα αυτά αντιστοιχούν στα προσόντα που απαιτούνται κατά το εθνικό δίκαιο. »

    Gordon Slynn

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 7ης Μαΐου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-340/89,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesgerichtshof προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Ειρήνης Βλασσοπούλου

    και

    Ministerium für Justiz, Bundes- und Europaangelegenheiten Baden-Württemberg,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 52 της Συνθήκης ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. C. Rodríquez Iglesias και Μ. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. Gré-visse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: W. Van Ger ven

    γραμματέας: D. Louterman, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Βλασσοπούλου, δικηγόρος Αθηνών,

    το Ministerium für Justiz, Bundes- und Europaangelegenheiten Baden-Württemberg, εκπροσωπούμενο από τον Schmolz,

    η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Roder, Regierungsdirektor στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και τον Horst Teske, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Pier Georgio Ferri, avvocato dello Stato,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Friedrich-Wilhelm Albrecht και Étienne Lasnet, νομικούς συμβούλους,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις που ανέπτυξαν η Βλασσοπούλου, εκπροσωπούμενη από τον Wolfgang Oehler, το Ministerium für Justiz, Bundes- und Europaangelegenheiten Baden-Württemberg, εκπροσωπούμενο από τους Schmolz και Storz, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ivo Μ. Braguglia, avvocato dello Stato, και η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Etienne Lasnet, νομικό σύμβουλο, και τον Bernd Langeheine, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, κατά τη συνεδρίαση της 10ης Οκτωβρίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Νοεμβρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 18ης Σεπτεμβρίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Νοεμβρίου 1989, το Bundesgerichtshof υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 52 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκοψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Ειρήνης Βλασσοπούλου, Ελληνίδας υπηκόου, δικηγόρου, εγγεγραμμένης στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, και του Ministerium für Justiz, Bundes- und Europangelegenheiten Baden-Württemberg (Υπουργείο Δικαιοσύνης, ομοσπονδιακών και ευρωπαϊκών υποθέσεων της Βάδης-Βυρτεμβέργης) (στο εξής: Υπουργείο), το οποίο αρνήθηκε να της χορηγήσει άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του Rechtsanwalt ( δικηγόρου ) ενώπιον του Amstgericht ( Ειρηνοδικείο ) του Μανχάιμ, καθώς και των Landgerichten ( Πρωτοδικείο ) του Μαν-χάιμ και της Χαϊδελβέργης.

    3

    Εκτός από τα ελληνικά διπλώματα, η Βλασσοπούλου έχει διδακτορικό δίπλωμα νομικής του Πανεπιστημίου του Tübingen ( Γερμανία). Από τον Ιούλιο του 1983 εργάζεται σε γραφείο Γερμανών δικηγόρων στο Μανχάιμ και τον Νοέμβριο του 1984 της δόθηκε άδεια να χειρίζεται νομικές υποθέσεις τρίτων σχετικές με ζητήματα ελληνικού και κοινοτικού δικαίου, σύμφωνα με τον Rechtsberatungsgesetz ( νόμου περί παροχής νομικών συμβουλών, 1939, BGBl. ΙΙΙ,303 ). Όσον αφορά το γερμανικό δίκαιο, η Βλασσοπούλου χειρίζεται υποθέσεις υπό την ευθύνη ενός των Γερμανών συναδέλφων της του δικηγορικού γραφείου.

    4

    Στις 13 Μαΐου 1988, η Βλασσοπούλου υπέβαλε στο Υπουργείο αίτηση διορισμού της ως δικηγόρου. Η επίδικη απόφαση ελήφθη από το Υπουργείο με την αιτιολογία ότι η Βλασσοπούλου δεν είχε τα προσόντα για να ασκεί δικαστικά καθήκοντα, προσόντα απαραίτητα για την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα. Τα προσόντα αυτά ορίζονται στο άρθρο 4 του Bundesrechtsanwaltsordnung (Ομοσπονδιακή κανονιστική ρύθμιση περί δικηγόρων, 1959, BGBl. Ι, σ. 565, στο εξής: BRAO ). Από άποψη ουσίας, τα προσόντα αυτά λογίζονται ως κτηθέντα μετά από παρακολούθηση νομικών σπουδών σε γερμανικό πανεπιστήμιο, επιτυχία στην πρώτη κρατική εξέταση και πρακτική άσκηση, μετά το πέρας της οποίας ο υποψήφιος υποβάλλεται σε δεύτερη κρατική εξέταση. Το Υπουργείο διευκρίνισε εξάλλου ότι το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν παρέχει στην ενδιαφερόμενη το δικαίωμα να ασκήσει το επάγγελμα της στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βάσει των επαγγελματικών προσόντων που είχε αποκτήσει στην Ελλάδα.

    5

    Η προσφυγή που άσκησε η Βλασσοπούλου κατά της αρνήσεως αυτής απορρίφθηκε από το Ehrengerichtshof ( Συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου ). Κατόπιν αυτού, η ενδιαφερομενη άσκησε αναίρεση κατά της απορριπτικής αποφάσεως ενώπιον του Bundesgerichtshof το οποίο, θεωρώντας ότι η διαφορά έθετε ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 52 της Συνθήκης, υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

    « Αντιβαίνει προς την ελευθερία εγκαταστάσεως που προβλέπει το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ το γεγονός ότι στον υπήκοο της Κοινότητας — ο οποίος έχει ήδη άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου και εργάζεται ως δικηγόρος στο κράτος καταγωγής, στο δε κράτος υποδοχής έχει από πέντε ήδη έτη άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του Rechtsbeistand ( νομικού συμβούλου και παραστάτη ) και εργάζεται επίσης σε δικηγορικό γραφείο του κράτους αυτού — χορηγείται η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου στο κράτος υποδοχής μόνο κατά τη νομοθεσία του κράτους υποδοχής; »

    6

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    7

    Επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι κατά το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης «η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων (... ) σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από την νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους (... ) ».

    8

    Κατά την Ιταλική και τη Γερμανική Κυβέρνηση, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, ελλείψει τόσο κοινοτικών κανόνων οι οποίοι να συντονίζουν τις προϋποθέσεις προσβάσεως στις μη μισθωτές δραστηριότητες του δικηγόρου και την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών, όσο και οδηγιών για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, τα κράτη μέλη δικαιούνται να εξαρτούν την εγγραφή σε δικηγορικό σύλλογο από την πλήρωση προϋποθέσεων, υπαγορευόμενων από το εθνικό δίκαιο, οι οποίες δεν εισάγουν διακρίσεις.

    9

    Σχετικώς, επιβάλλεται πρώτον να παρατηρηθεί ότι, ελλείψει εναρμονίσεως των όρων ασκήσεως ενός επαγγέλματος, τα κράτη μέλη δικαιούνται να καθορίζουν τις γνώσεις και τα προσόντα που είναι αναγκαία για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος και να απαιτούν την προσκόμιση διπλώματος με το οποίο να επιβεβαιώνεται η ύπαρξη αυτών των γνώσεων και προσόντων ( βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1987, 22/86, Unectef, Συλλογή 1987, σ. 4097, σκέψη 10 ).

    10

    Δεν αμφισβητείται ότι δεν έχει θεσπιστεί ακόμη κανένα μέτρο δυνάμει του άρθρου 57, παράγραφος 2, της Συνθήκης σχετικά με την εναρμόνιση των προϋποθέσεων προσβάσεως στις δραστηριότητες του δικηγόρου.

    11

    Εξάλλου, κατά την υποβολή της αιτήσεως της Βλασσοπούλου στις 13 Μαΐου 1988 δεν είχε εκδοθεί καμιά οδηγία, δυνάμει του άρθρου 57, παράγραφος 1, της Συνθήκης, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων που παρέχουν πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου.

    12

    Η οδηγία 89/48/ΕΟΚ, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών ( ΕΕ 1989, L 19, σ. 16 ), την οποία εξέδωσε το Συμβούλιο στις 21 Δεκεμβρίου 1988 και τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θέσουν σε εφαρμογή πριν από τις 4 Ιανουαρίου 1991, δεν έχει εφαρμογή στα εν προκειμένω περιστατικά.

    13

    Δεύτερον, επιβάλλεται ωστόσο να υπομνηστεί ότι το άρθρο 52, ορίζοντας ότι η πραγματοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως συντελείται στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, επιβάλλει συγκεκριμένη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, η εκτέλεση της οποίας πρέπει να διευκολύνεται, αλλά να μην εξαρτάται, από την εφαρμογή προγράμματος προοδευτικών μέτρων ( βλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 1977, 11/77, Patrick, Rec. 1977, σ. 1199, σκέψη 10).

    14

    Εξάλλου, από την απόφαση της 28ης Απριλίου 1977, 71/76, Tieffry ( Rec. 1977, σ. 765, σκέψη 16), προκύπτει ότι, καθόσον ελλείπουν σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, η επίτευξη των στόχων της Συνθήκης, και ειδικότερα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, μπορεί να γίνει με μέτρα θεσπιζόμενα από τα κράτη μέλη τα οποία, κατά το άρθρο 5 της Συνθήκης, υποχρεούνται « να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα συνθήκη ή προκύπτουν από πράξεις των οργάνων της Κοινότητος » και να απέχουν « από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσης Συνθήκης ».

    15

    Σχετικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εθνικές προϋποθέσεις ως προς τα απαιτούμενα προσόντα, ακόμη και αν εφαρμόζονται χωρίς διάκριση λόγω ιθαγενείας, είναι δυνατό να έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ασκήσεως, από τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών, του δικαιώματος της εγκαταστάσεως που τους εξασφαλίζει το άρθρο 52 της Συνθήκης. Αυτό μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση που οι σχετικοί εθνικοί κανόνες δεν λαμβάνουν υπόψη τις γνώσεις και τα προσόντα που ο ενδιαφερόμενος έχει ήδη αποκτήσει σε άλλο κράτος μέλος.

    16

    Απ' αυτό έπεται ότι το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση προς χορήγηση αδείας για την άσκηση επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή την επαγγελματική κατάρτιση οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλους τίτλους που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος με σκοπό την άσκηση του ιδίου επαγγέλματος, σε άλλο κράτος μέλος και να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τα διπλώματα αυτά και των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από τις εθνικές διατάξεις.

    17

    Αυτή η διαδικασία εξετάσεως παρέχει τη δυνατότητα στις εθνικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να ελέγχουν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ότι με το αλλοδαπό δίπλωμα βεβαιώνονται, όσον αφορά τον κάτοχο του, γνώσεις και προσόντα, αν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα με το εθνικό δίπλωμα. Η εκτίμηση αυτή της ισοτιμίας του αλλοδαπού διπλώματος πρέπει να γίνεται έχοντας αποκλειστικώς υπόψη τον βαθμό των γνώσεων και των προσόντων που το δίπλωμα αυτό, ενόψει της φύσεως και της διάρκειας των σπουδών και των πρακτικών ασκήσεων που αναφέρονται σ' αυτές, καθιστά δυνατή την κατά τεκμήριο ύπαρξη τους στο πρόσωπο του κατόχου του ( βλ. προαναφερθείσα απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86, σκέψη 13 ).

    18

    Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, ωστόσο, το κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις αντικειμενικές διαφορές που αφορούν τόσο το νομικό πλαίσιο του επαγγέλματος για το οποίο πρόκειται στο κράτος μέλος προελεύσεως, όσο και το πεδίο δραστηριότητας του. Στην περίπτωση του επαγγέλματος του δικηγόρου, το κράτος μέλος δικαιούται, επομένως, να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των διπλωμάτων λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των εθνικών εννόμων τάξεων για τις οποίες πρόκειται.

    19

    Αν η συγκριτική αυτή εξέταση των διπλωμάτων καταλήγει στη διαπίστωση ότι οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με το αλλοδαπό δίπλωμα αντιστοιχούν στα απαιτούμενα από τις εθνικές διατάξεις, το κράτος μέλος υποχρεούται να δεχθεί ότι το δίπλωμα αυτό πληροί τις προϋποθέσεις που θέτουν οι εθνικές διατάξεις. Αντιθέτως, αν από τη συγκριτική εξέταση προκύπτει μερική μόνον αντιστοιχία μεταξύ αυτών των γνώσεων και προσόντων, το κράτος μέλος υποδοχής δικαιούται να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν.

    20

    Σχετικώς, εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να εκτιμούν αν μπορεί να γίνει επίκληση των γνώσεων που αποκτήθηκαν στο κράτος μέλος υποδοχής, στο πλαίσιο είτε ενός κύκλου σπουδών είτε πρακτικής πείρας, προκειμένου να αποδείξει ο ενδιαφερόμενος ότι απέκτησε τις γνώσεις που του έλειπαν.

    21

    Αν η κανονιστική ρύθμιση του κράτους μέλους υποδοχής απαιτεί την ολοκλήρωση πρακτικής ασκήσεως ή επαγγελματικής πρακτικής, εναπόκειται στις ίδιες αυτές εθνικές αρχές να κρίνουν αν η επαγγελματική πείρα, αποκτηθείσα είτε στο κράτος μέλος καταγωγής είτε στο κράτος μέλος υποδοχής, μπορεί να θεωρηθεί ως πληρούσα, εν όλω ή εν μέρει, την απαίτηση αυτή.

    22

    Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η εξέταση της αντιστοιχίας μεταξύ των γνώσεων και των προσόντων που πιστοποιούνται με το αλλοδαπό δίπλωμα και των απαιτουμένων από τη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής πρέπει να γίνεται από τις εθνικές αρχές σύμφωνα με διαδικασία η οποία συνάδει προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την πραγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που η Συνθήκη παρέχει στους κοινοτικούς υπηκόους. Απ' αυτό έπεται ότι κάθε απόφαση πρέπει να υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητας της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, ο δε ενδιαφερόμενος πρέπει να μπορεί να λαμβάνει γνώση της αιτιολογίας της αποφάσεως που ελήφθη έναντι του (βλ. προαναφερθείσα απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86, σκέψη 17).

    23

    Κατά συνέπεια, στο ερώτημα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι οι εθνικές αρχές κράτους μέλους, στις οποίες έχει υποβάλει αίτηση αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου υπήκοος χώρας της Κοινότητας στον οποίο έχει ήδη δοθεί άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος αυτού στη χώρα καταγωγής του και ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα νομικού συμβούλου σε αυτό το κράτος μέλος, υποχρεούνται να εξετάζουν κατά πόσον οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με το δίπλωμα που έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος στη χώρα καταγωγής του είναι αντίστοιχα των απαιτουμένων από τη νομοθεσία του κράτους υποδοχής. Σε περίπτωση μερικής μόνον αντιστοιχίας των διπλωμάτων, οι εν λόγω εθνικές αρχές μπορούν να απαιτήσουν από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    24

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται ν' αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με Διάταξη της 18ης Σεπτεμβρίου 1989 το Bundesgerichtshof, αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ έχεν την έννοια ότι οι εθνικές αρχές κράτους μέλους, στις οποίες έχει υποβάλει αίτηση αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου υπήκοος χώρας της Κοινότητας στον οποίο έχει ήδη δοθεί άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος αυτού στη χώρα καταγωγής του και ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα νομικού συμβούλου σε αυτό το κράτος μέλος, υποχρεούνται να εξετάζουν κατά πόσον οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με το δίπλωμα που έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος στη χώρα καταγωγής του είναι αντίστοιχα των απαιτουμένων κατά τη νομοθεσία του κράτους υποδοχής. Σε περίπτωση μερικής μόνον αντιστοιχίας των διπλωμάτων, οι εν λόγω εθνικές αρχές μπορούν να απαιτήσουν από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν.

     

    Due

    Rodríguez Iglesias

    Diez de Velasco

    Slynn

    Κακούρης

    Joliét

    Grévisse

    Zuleeg

    Kapteyn

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαΐου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος

    Ο. Due


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top