Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0310

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 24ης Φεβρουαρίου 1987.
    Deufil GmbH & Co. KG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Κρατικές ενισχύσεις - Συνθετικές ίνες και νήματα.
    Υπόθεση 310/85.

    Συλλογή της Νομολογίας 1987 -00901

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:96

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση 310/85 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    Α — Επί της πολιτικής που ακολουθεί η Επιτροπή στο θέμα των ενισχύσεων προς την υφαντουργία και, κυρίως, προς την παραγωγή συνθετικών ινών και νημάτων

    1.

    Στις 30 Ιουλίου 1971, η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η κατάσταση και οι προοπτικές της υφαντουργίας απασχολούσαν ολοένα και περισσότερο τα κράτη μέλη, ότι η ενίσχυση της τάσεως θεσπίσεως συστημάτων κρατικής ενισχύσεως σ' αυτό τον τομέα δεν αποκλειόταν στα επόμενα έτη και ότι, ελλείψει συντονισμού, οι σχετικές πρωτοβουλίες ήταν ικανές να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των ενισχύσεων, ενώ μπορούσαν να επηρεάσουν το εμπόριο και τον ανταγωνισμό σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον, απεύθυνε στα κράτη μέλη ένα « πλαίσιο, επί του κοινοτικού πεδίου, των ενισχύσεων προς την υφαντουργία». Η Επιτροπή τόνισε ότι αυτή η ανακοίνωση δεν έθιγε τις διατάξεις της Συνθήκης, ιδίως δε τις διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 3, και ότι οι κατευθύνσεις που δίνονταν αφορούσαν απλώς τις ενισχύσεις από απόψεως τομέα. Οι εκτός τομέων απόψεις (περιφερειακών ή κοινωνικών) των ενισχύσεων έπρεπε πάντως να εκτιμώνται σε συνάρτηση επίσης με τα αποτελέσματα των ενισχύσεων στον τομέα από την άποψη του ανταγωνισμού και του ενδοκοινοτικού εμπορίου. Απ' αυτές τις κατευθύνσεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι θα έπρεπε να αναμένονται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ιδίως στις περιπτώσεις ενισχύσεων για εκσυγχρονισμό ή ορθολογιστικής οργανώσεως. Αυτές οι ενισχύσεις δεν μπορούσαν, επομένως, να γίνουν δεκτές, παρά μόνον αν συγκέντρωναν ορισμένες προϋποθέσεις, ιδίως όταν δεν οδηγούσαν σε αύξηση του δυναμικού παραγωγής και ελάμβαναν υπόψη όχι μόνο την εθνική κατάσταση αυτής της βιομηχανίας, αλλά επίσης και την κοινοτική κατάσταση. Τέλος, όσον αφορά τις ενισχύσεις στις υφαντουργικές επενδύσεις, που αποβλέπουν στον εκσυγχρονισμό ή στη μετατροπή στο εσωτερικό του τομέα, η χορήγηση τους έπρεπε να γίνεται κατά πολύ περιορισμένο τρόπο, ως έχουσα ιδιαίτερα αισθητές επιπτώσεις επί της ανταγωνιστικής θέσεως.

    2.

    Το 1977, η Επιτροπή, διαπιστώνοντας πολλαπλασιασμό των εθνικών παρεμβάσεων, διαφορετικών σε όγκο και όχι συντονισμένων, θέσπισε νέο προσανατολισμό που απεύθυνε στα κράτη μέλη υπό τη μορφή « έρευνας της σημερινής καταστάσεως στο θέμα των ενισχύσεων προς την υφαντουργία/παραγωγή ετοίμων ενδυμάτων». Από αυτή την έκθεση προκύπτει κυρίως ότι κάθε ειδική ενίσχυση, που αποβλέπει στη δημιουργία νέου δυναμικού στους κλάδους της υφαντουργίας και της παραγωγής ετοίμων ενδυμάτων στους οποίους υφίσταται ήδη πλεονασματική δομική ικανότητα παραγωγής ή διαρκής στασιμότητα της αγοράς, πρέπει να αποφεύγεται, πλην όμως οι κλάδοι δραστηριότητας υφαντουργίας/παραγωγής ετοίμων ενδυμάτων, στους οποίους το πλεόνασμα του δυναμικού και η στασιμότητα της αγοράς είχαν προκαλέσει καθίζηση των τιμών στο σύνολο της Κοινότητας, οι προβλεπόμενες ενισχύσεις υπέρ των επιχειρήσεων παραγωγής οι οποίες μετατρέπονται παράγουσαι νέα προϊόντα εκτός του κλάδου ή του τομέα, μπορούν να απολαύουν ευνοϊκής μεταχειρίσεως.

    3.

    Με έγγραφο της 19ης Ιουλίου 1977, η Επιτροπή κοινοποίησε στα κράτη μέλη έναν « κώδικα των ενισχύσεων » που αφορούσε τις συνθετικές ίνες και νήματα (που παρατάθηκε το 1979, το 1981 και το 1983). Απ' αυτό το έγγραφο προκύπτει, ιδίως, ότι η βιομηχανία συνθετικών ινών χαρακτηριζόταν στην ΕΟΚ από μεγάλο πλεόνασμα δυναμικού παραγωγής σε σχέση με τις δυνατότητες διαθέσεως των εμπορευμάτων και ότι υφίστατο κίνδυνος αυτή η κατάσταση να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο εξαιτίας των ενισχύσεων που ορισμένα κράτη μέλη είχαν χορηγήσει ή μπορούσαν να χορηγήσουν για την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων και που θα επέφεραν συμπληρωματική αύξηση της παραγωγής. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή έκρινε ότι τα κράτη μέλη έπρεπε να αποφεύγουν τη λήψη νέων αποφάσεων χορηγήσεως ενισχύσεων οποιασδήποτε φύσεως, που θα είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση του υφιστάμενου δυναμικού παραγωγής. Η Επιτροπή πληροφόρησε τα κράτη μέλη ότι τέτοιες ενισχύσεις δεν μπορούσαν να απολαύουν των παρεκκλίσεων που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ ), της Συνθήκης. Για τις ενισχύσεις που αφορούν οι άλλες διατάξεις αυτής της παραγράφου, η Επιτροπή θα τις εξέταζε σε συνάρτηση με τα προσόντα τους και σε σχέση με το κοινό συμφέρον και θα καθόριζε κυρίως αν η έγκριση δεν διακυβεύει τους στόχους της επιδιωκόμενης από την Επιτροπή πολιτικής στον τομέα των συνθετικών ινών.

    4.

    Τέλος, με έγγραφο της 4ης Ιουλίου 1985, η Επιτροπή γνώρισε στα κράτη μέλη ότι έκρινε αναγκαίο να παρατείνει το σύστημα του ελέγχου των ενισχύσεων που εισήγαγε το 1977 μέχρι τον Ιούλιο 1987 και ότι αυτό το σύστημα, που ως τότε είχε εφαρμογή στην παραγωγή ακρυλικού, πολυεστέρα και πολυαμιδίου, έπρεπε να επεκταθεί στις ίνες και τα νήματα πολυπροπυλενίου. Πράγματι, παρόλον ότι οι προοπτικές ήταν ελαφρώς καλύτερες για το πολυπροπυλένιο παρά για τις άλλες συνθετικές ίνες και νήματα, το υφιστάμενο δυναμικό παραγωγής θα υπερέβαινε κατά πολύ τη ζήτηση επί πολλά ακόμα έτη. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή a priori δεν θα ευνοούσε οποιοδήποτε σχέδιο ενισχύσεως των κρατών μελών που θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του καθαρού δυναμικού παραγωγής των εταιριών του τομέα των συνθετικών ινών, περιλαμβανομένων των ινών και νημάτων πολυπροπυλενίου και πολυαμιδίου. Τέλος, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να της κοινοποιούν κάθε σχέδιο ενισχύσεως υπέρ επιχειρήσεων του τομέα των συνθετικών ινών και ότι δεν θα δεχόταν ευνοϊκά τέτοια σχέδια παρά μόνο αν απέβλεπαν στην επίλυση σοβαρών κοινωνικών ή περιφερειακών προβλημάτων επισπεύδοντας ή διευκολύνοντας τη μέθοδο μετατροπής σε παραγωγή νέων προϊόντων εκτός του τομέα των συνθετικών ινών ή αναδιάρθρωση που θα συνέτεινε στη μείωση του δυναμικού παραγωγής.

    Β — Η προσφεύγουσα και οι εγκαταστάσεις παραγωγής της

    1.

    Η προσφεύγουσα, ετερόρρυθμος εταιρία Deufil GmbH & Co. KG, στο Bergkamen, είναι θυγατρική του ιταλικού ομίλου Radici, του οποίου η δραστηριότητα αφορά την παραγωγή συνθετικών ινών. 'Ετσι, η προσφεύγουσα επιδίδεται από το 1972 στην παραγωγή και στην πώληση νημάτων για τάπητες σε συνθετικές ίνες.

    2.

    Το 1981-1982, η προσφεύγουσα εγκατέστησε στο Bergkamen μονάδα παραγωγής για την κατασκευή νημάτων πολυαμιδίου και/ή πολυπροπυλενίου. Αυτή η εγκατάσταση, ετήσιας ικανότητας παραγωγής 5000 τόνων, αντικατέστησε την προηγούμενη εγκατάσταση, ικανότητας παραγωγής 3000 τόνων, που διέθετε η προσφεύγουσα για την κατασκευή νημάτων πολυαμιδίου. Σχετικώς, η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 29 Ιουνίου 1982, αίτηση επενδυτικής επιδοτήσεως προς τις γερμανικές αρχές, κατ' εφαρμογή του «Investitionszulagengesetz » ( νόμου περί επενδυτικών επιδοτήσεων — BGBl. 1982 Ι, σ. 646 ). Όσον αφορά τη χρησιμοποίηση αυτής της εγκατάστασης, όπως προκύπτει απ' αυτή την αίτηση, επρόκειτο περί της « δημιουργίας μονάδας παραγωγής για την κατασκευή βαμμένων νημάτων πολυπροπυλενίου ... » και προβλεπόταν, « χάρις σε νέα τεχνολογία παραγωγής, η μερική αντικατάσταση των νημάτων πολυαμιδίου από νήματα πολυπροπυλενίου ».

    3.

    Κατόπιν αυτής της αιτήσεως, χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα, το 1983, επιδότηση 1721214 DM από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατ' εφαρμογή του προαναφερθέντος Investitionszulagengesetz. Επιπλέον, της χορηγήθηκε ποσό 1223000 DM ως επενδυτική πριμοδότηση από το Land Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, στο πλαίσιο προγράμματος περιφερειακής ενισχύσεως. Είναι δεδομένο ότι αυτές οι επιδοτήσεις, αντιπροσωπεύουσες το 14,97 % του συνολικού κόστους της επένδυσης, ήτοι 19670000 DM χορηγήθηκαν από τις γερμανικές αρχές χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο προηγούμενης κοινοποίησης κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    Γ — Η ένδικη απόφαση

    1.

    Με έγγραφο της 15ης Φεβρουαρίου 1984, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας ενημέρωσε την Επιτροπή για τις επιδοτήσεις που κατέβαλε στην προσφεύγουσα. Μετά από προκαταρκτική εξέταση η Επιτροπή έκρινε ότι η ενίσχυση, που είχε χορηγηθεί το 1983 χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενης κοινοποίησης προς την Επιτροπή, ήταν παράνομη λόγω παραβάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Η Επιτροπή θεώρησε, επίσης, ότι η ενίσχυση αυτή προοριζόταν απλώς για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και μάλιστα είχε ως αποτέλεσμα αύξηση της υφιστάμενης ικανότητας παραγωγής πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, ειδικότερα δε, και σε αντίθεση με το δεδηλωμένο της στόχο όταν ζήτησε την ενίσχυση, η εταιρία χρησιμοποίησε την εν λόγω ενίσχυση για την παραγωγή νημάτων πολυαμιδίου που αντιπροσώπευαν το 72 % της συνολικής της παραγωγής το 1983. Τέλος, δεδομένου ότι η ενίσχυση δεν συμβάλλει στην αναδιάρθρωση των εγκαταστάσεων της προσφεύγουσας κατά την έννοια που επισημαίνεται στον κοινοτικό κώδικα των ενισχύσεων προς τη βιομηχανία συνθετικών ινών και νημάτων, η εν λόγω επένδυση δεν φαίνεται να εμφανίζει κανένα χαρακτηριστικό ικανό να δικαιολογήσει παρέκκλιση των κανόνων του κώδικα ως προς αυτή την ενίσχυση.

    Η Επιτροπή κατέληξε, επομένως, στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση δεν πληρούσε τους όρους που απαιτούνται για την εφαρμογή μιας των παρεκκλίσεων που προβλέπει το άρθρο 92 της Συνθήκης. Κίνησε, συνεπώς, τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης.

    2.

    Τέλος, στις 10 Ιουλίου 1985, η Επιτροπή υιοθέτησε την ένδικη απόφαση, ήτοι την απόφαση 85/471 σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η γερμανική κυβέρνηση σε έναν παραγωγό νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, εγκατεστημένο στο Bergkamen (EE L 278, σ. 26 ). Με το πρώτο άρθρο αυτής της απόφασης διαπιστώνεται ότι η καταβληθείσα στην προσφεύγουσα ενίσχυση είναι παράνομη και ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης και ότι « ο δικαιούχος της ενίσχυσης αυτής οφείλει κατά συνέπεια να την επιστρέψει ». Το άρθρο 2 ορίζει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας οφείλει να ενημερώσει την Επιτροπή εντός δύο μηνών από της ημερομηνίας κοινοποίησης της προαναφερθείσας απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που θα έχει λάβει για να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή.

    3.

    Στις αιτιολογικές σκέψεις της απόφασης, η Επιτροπή τόνισε ιδίως ότι η ενίσχυση που επέτρεψε στην προσφεύγουσα να μειώσει το κόστος επενδύσεως που έπρεπε η ίδια να υποστεί είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών ευνοώντας την εν λόγω επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Η Επιτροπή επισήμανε ότι 66 και 39 % της κοινοτικής παραγωγής αντίστοιχα νημάτων πολυαμιδίου και νημάτων πολυπροπυλενίου αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών στο πλαίσιο της Κοινότητας και ότι η εν λόγω επιχείρηση αντιπροσωπεύει αντίστοιχα 3,2 και 5,6% του συνολικού δυναμικού παραγωγής στην Κοινότητα αυτών των νημάτων, που υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες διαθέσεως τους. Η ίδια η προσφεύγουσα εξάγει 30% της παραγωγής της σε πολυαμίδιο και 70 0/0 της παραγωγής της σε πολυπροπυλένιο προς άλλα κράτη μέλη.

    Επιπλέον η γερμανική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να προσκομίσει ούτε η Επιτροπή να εξεύρει μια οποιαδήποτε δικαιολογία που θα επέτρεπε να συναχθεί ότι η εν λόγω ενίσχυση υπάγεται σε μια από τις κατηγορίες παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Πράγματι, η επίμαχη επένδυση δεν αντιπροσώπευε τίποτε άλλο εκτός από το συνήθη εκσυγχρονισμό εγκαταστάσεως παραγωγής συνθετικών νημάτων που προοριζόταν να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αναδιάρθρωση. Έπρεπε, επομένως, να χρηματοδοτηθεί από τις οικονομικές πηγές της ίδιας της επιχείρησης χωρίς κρατική παρέμβαση. Λαμβάνοντας υπόψη το προηγούμενο δυναμικό παραγωγής, η επένδυση συνετέλεσε στην πολύ αισθητή αύξηση του δυναμικού παραγωγής πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, πράγμα το οποίο, όσον αφορά τα νήματα πολυαμιδίου, είναι αντίθετο προς τον κώδικα των ενισχύσεων που αφορούν τις συνθετικές ίνες και νήματα. Όσον αφορά το πολυπροπυλένιο, παρόλον ότι δεν υπαγόταν τότε στον κώδικα των ενισχύσεων, αυτό το προϊόν ήταν και είναι ακόμα πλεονασματικό στην Κοινότητα, και η Επιτροπή δεν θα δεχόταν ποτέ ότι η μετατροπή στην παραγωγή αυτού του προϊόντος αποτελεί αναδιάρθρωση κατά την έννοια του κώδικα. Απαγόρευσε, συνεπώς, τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως υπέρ αυξήσεως της παραγωγής του πολυπροπυλενίου όταν τέτοιες προτάσεις της υποβλήθηκαν στο παρελθόν.

    Ειδικότερα όσον αφορά τις παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τις ενισχύσεις που προορίζονται να διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων περιοχών, η Επιτροπή τόνισε ότι το βιοτικό επίπεδο στην περιοχή του Bergkamen δεν ήταν ασυνήθως χαμηλό και ότι δεν επικρατούσε σοβαρή υποαπασχόληση κατά την έννοια του στοιχείου α ) της εν λόγω παραγράφου. Δεδομένης της καταστάσεως στην οποία βρισκόταν ο εν λόγω τομέας και της ελλείψεως αναδιαρθρώσεως της εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας, η εν λόγω ενίσχυση δεν θα συνεπαγόταν γι' αυτή την περιοχή διαρκή αύξηση των εισοδημάτων ούτε μείωση της ανεργίας. Δεν θα προωθούσε, επομένως, την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής κατά την έννοια του στοιχείου γ ) της ίδιας παραγράφου. Αντιθέτως, η χορηγηθείσα ενίσχυση είναι ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στο ενδοκοινοτικό εμπόριο χωρίς να συμβάλλει σε αντάλλαγμα στην περιφερειακή ανάπτυξη.

    Δ — Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

    1.

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Οκτωβρίου 1985, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, με την οποία ζητείται η ακύρωση της απόφασης 85/471 της Επιτροπής.

    2.

    Εξάλλου, με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Ιανουαρίου 1986, η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 185 της Συνθήκης και του άρθρου 83, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας, αίτηση αναστολής εκτελέσεως της ένδικης απόφασης. Με Διάταξη του προέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Φεβρουαρίου 1986 η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων απερρίφθη.

    3.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Κάλεσε, ωστόσο, την προσφεύγουσα και την Επιτροπή να προσκομίσουν ορισμένες πληροφορίες όπως αναφέρεται στο κατωτέρω σημείο IV.

    4.

    Με απόφαση της 29ης Απριλίου 1986, το Δικαστήριο ανέθεσε την υπόθεση στο έκτο τμήμα.

    II — Αιτήματα των διαδίκων

    1.

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να ακυρωθεί η απόφαση 85/471 της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου 1985, σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η γερμανική κυβέρνηση σε έναν παραγωγό νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, εγκατεστημένο στο Bergkamen,

    να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    2.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορριφθεί η προσφυγή,

    να καταδικαστεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    Κατά την προσφεύγουσα, η απόφαση της Επιτροπής πρέπει να ακυρωθεί για τους εξής λόγους:

    Α —

    Η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένα ότι η επιδοτηθείσα επένδυση δεν είναι αναδιάρθρωση συμβιβαζόμενη με την πολιτική της Κοινότητας.

    Β —

    Το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή στις χορηγηθείσες επιδότηση και επενδυτική πριμοδότηση, διότι:

    1)

    δεν εμφανίζουν το χαρακτήρα ενισχύσεως κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως,

    2)

    δεν έχουν ως αποτέλεσμα να επηρεάζουν το εμπόριο ή τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών,

    3)

    η αιτιολογία της οποίας έγινε επίκληση για να στηριχθεί το ασυμβίβαστο τους προς την κοινή αγορά είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά.

    Γ —

    Οι χορηγηθείσες επιδότηση και επενδυτική πριμοδότηση συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχεία α) και γ), της Συνθήκης διότι η επιδοτηθείσα επένδυση αντιπροσωπεύει ουσιαστική συμβολή στη δομική βελτίωση της περιοχής απασχολήσεως του Bergkamen.

    Δ —

    Η εντολή προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να διατάξει την επιστροφή της επιδοτήσεως και της επενδυτικής πριμοδοτήσεως που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα είναι ασυμβίβαστη προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    Α — Επί του αν η επένδυση της προσφεύγουσας αποτελεί αναδιάρθρωση

    1.

    Η προσφεύγουσα τονίζει ότι οι εγκαταστάσεις της, για τις οποίες χορηγήθηκαν η επιδότηση και η επενδυτική πριμοδότηση αποσκοπούν στο να μειώσουν και, τελικά, να καταργήσουν την παραγωγή των νημάτων πολυαμιδίου υπέρ της παραγωγής των νημάτων πολυπροπυλενίου. Πρόκειται, επομένως, περί αναδιαρθρώσεως την οποία επιθυμεί η Επιτροπή για να μειώσει την παραγωγή των συνθετικών νημάτων που υπάγονται στον κώδικα των ενισχύσεων, υπέρ των νημάτων πολυπροπυλενίου των οποίων η κατασκευή δεν υπήγετο σε κώδικα της Επιτροπής ούτε κατά την υποβολή της αιτήσεως ούτε κατά τη στιγμή της χορηγήσεως της επιδοτήσεως και της επενδυτικής πριμοδοτήσεως.

    Παρόλον ότι η προσφεύγουσα, για λόγους οικονομικής επιβιώσεως, κατασκεύασε ακόμα το 1984 1700 τόνους νημάτων πολυαμιδίου, οι 1200 τόνοι ( ήτοι το 70 ο/ο ) πωλήθηκαν σε χώρες εκτός της Κοινότητας. Επομένως, μόνο 500 τόνοι παρέμειναν στο έδαφος της Κοινότητας, από τους οποίους 400 διατέθηκαν σε εταιρία του ομίλου Radici στο πλαίσιο ανταλλαγής εντός των κόλπων του ομίλου. Σχετικώς, η προσφεύγουσα τονίζει, στην απάντηση της, ότι η ολική διακοπή της παραγωγής του αντίστοιχου δυναμικού του ομίλου Radici, στην Ιταλία, συνέπεσε με τη μεταφορά της παραγωγής των νημάτων πολυαμιδίου στη νέα εγκατάσταση της προσφεύγουσας στο Bergkamen και, συνεπώς, καμιά αύξηση δυναμικού δεν πραγματοποιήθηκε σε σχέση με την ευρωπαϊκή αγορά. Μόνον περίπου 100 τόνοι νημάτων πολυαμιδίου κατέληξαν, επομένως, στην ελεύθερη αγορά της Κοινότητας, πράγμα που αντιπροσωπεύει αμελητέο μερίδιο 0,18 % σε σχέση με τη συνολική παραγωγή νημάτων πολυαμιδίου το 1984 στην Κοινότητα. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα, ξεκινώντας με παραγωγή περίπου 528 τόνων νημάτων πολυπροπυλενίου το 1983, πέτυχε, ήδη από το 1984, παραγωγή και πώληση περίπου 2320 τόνων από τους οποίους πώλησε εντός της Κοινότητας περίπου 1625 τόνους ( περίπου 70 ο/ο ). Επομένως, σαφώς προκύπτει ότι οι εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας, όσον αφορά το έδαφος της Κοινότητας, χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικώς για την κατασκευή νημάτων πολυπροπυλενίου.

    2.

    Κατά την Επιτροπή, οι επενδύσεις της προσφεύγουσας που έτυχαν επιδοτήσεως δεν αποτελούν καθόλου επιδιωκόμενη από την Επιτροπή αναδιάρθρωση, αλλά εκσυγχρονισμό που συνδέεται με επέκταση, μη επιθυμητή, του δυναμικού παραγωγής από 3000 σε 5000 τόνους.

    Σχετικώς, η Επιτροπή τονίζει, πρώτον, ότι είναι ανακριβές ότι οι επιδοτηθείσες εγκαταστάσεις παραγωγής χρησιμοποιούνται για να μειωθεί το μερίδιο των νημάτων πολυαμιδίου στην αγορά και για να τα αντικαταστήσουν με νήματα πολυπροπυλενίου. Πράγματι, το μερίδιο του πολυαμιδίου στη συνολική παραγωγή της προσφεύγουσας για τους 9 πρώτους μήνες του 1984 ανήλθε σε 37 ο/ο, έναντι 42 ο/ο για το σύνολο αυτού του ίδιου έτους. Το μερίδιο πολυαμιδίου έτεινε, επομένως, να αυξηθεί.

    Επιπλέον, είναι απολύτως ανακριβές να υποστηρίζεται ότι η μετατροπή της παραγωγής πολυαμιδίου σε παραγωγή πολυπροπυλενίου αποτελεί επιθυμητή από την Επιτροπή αναδιάρθρωση. Πράγματι, αφενός, στη συγκεκριμένη περίπτωση τη μετατροπή συνόδευσε επέκταση του δυναμικού παραγωγής πολυαμιδίου, αντιθέτως προς τον κώδικα των ενισχύσεων 1977 και προς τις κατευθύνσεις του 1971 και 1977, αφετέρου δε, η Επιτροπή πάντοτε απαγόρευσε τις ενισχύσεις υπέρ αυξήσεως της παραγωγής πολυπροπυλενίου, προϊόντος για το οποίο υφίσταται ήδη από ετών σημαντικό πλεόνασμα δυναμικού παραγωγής. Το ότι μέχρι της παρατάσεως του κώδικα των ενισχύσεων το 1985, το πολυπροπυλένιο δεν θεωρούνταν ως συνθετικό νήμα ή ίνα στο πλαίσιο αυτού του κώδικα, αυτό οφειλόταν αποκλειστικώς στο γεγονός ότι το εν λόγω προϊόν κατείχε όλως διόλου ασήμαντη θέση στην οικεία αγορά. Εντούτοις, δεν μπορεί από αυτό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι ενισχύσεις σε τέτοια μετατροπή καταρχήν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

    Τέλος, στερείται ενδιαφέροντος η διαπίστωση ότι το 70 % της παραγωγής των νημάτων πολυαμιδίου της προσφεύγουσας το 1984 πωλήθηκε σε τρίτες χώρες, δεδομένου ότι το πλεονασματικό δυναμικό παραγωγής στην αγορά των ινών και νημάτων είναι διεθνές φαινόμενο. Οι εξαγωγές, που πραγματοποιούνται από επιδοτούμενες παραγωγές, μετακυλίονται, επομένως, στις εγχώριες αγορές. Επίσης, για τα εναπομένοντα 30 ο/ο της παραγωγής της προσφεύγουσας στερείται βάσεως η διάκριση μεταξύ των παραδόσεων του ομίλου Radici στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Πράγματι, η αύξηση του δυναμικού παραγωγής της προσφεύγουσας δεν αντισταθμίστηκε με παράλληλες μειώσεις σε άλλα εργοστάσια του ομίλου στο εσωτερικό της Κοινότητας, ακόμα και αν, στην απάντηση της η προσφεύγουσα, καθυστερημένα και αναπόδεικτα, ισχυρίζεται το αντίθετο. Κατά συνέπεια, οι παραδοθείσες στο εσωτερικό του ομίλου ποσότητες θα είχαν αγοραστεί επιπλέον στην αγορά αν δεν είχαν προσφερθεί από την προσφεύγουσα. Το μερίδιο της προσφεύγουσας στην αγορά πολυαμιδίου στο εσωτερικό της Κοινότητας πρέπει, επομένως, να καθοριστεί με βάση τη συνολική της παραγωγή νημάτων πολυαμιδίου ( 1700 τόνους ) και ανέρχεται, επομένως, σε 3,06 %.Το μερίδιο της προσφεύγουσας στο συνολικό δυναμικό παραγωγής της Κοινότητας για την κατασκευή νημάτων πολυαμιδίου είναι εξάλλου 2,92 ο/ο βάσει των διορθωθέντων αριθμών για το έτος 1984.

    Β — Επί της εφαρμογής τον άρθρον 92, παράγραφος Ι, της Συνθήκης

    1.

    Κατά την προσφευγονσα, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη νομική εκτίμηση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    α)

    Η προσφεύγουσα τονίζει ότι η επιδότηση και η επενδυτική πριμοδότηση που χορηγήθηκαν συμβάλλουν στη γενική οικονομική ανάπτυξη και στη βελτίωση των δομών και όχι στην ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων. Ως μέτρα πολιτικής συγκυρίας κατά την έννοια του άρθρου 103 της Συνθήκης, δεν συνιστούν, επομένως, ενισχύσεις κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1.

    β)

    Ακόμα και αν οι χορηγηθείσες στην προσφεύγουσα επιδότηση και επενδυτική πριμοδότηση εμπίπτουν στο πλαίσιο του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η χορήγηση τους συμβιβάζεται, ωστόσο, με την κοινή αγορά γιατί δεν έχουν ως αποτέλεσμα να επηρεάζουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και διότι δεν έχουν επιπλέον τέτοια έκταση ώστε να μπορέσει να γίνει πιστευτό ότι νοθεύουν ή απειλούν απλώς να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.

    Πράγματι, ούτε η προσωρινή χρησιμοποίηση του δυναμικού παραγωγής στον τομέα των νημάτων πολυαμιδίου ( μέχρι 0,18 % της παραγωγής της Κοινότητας ) ούτε η παραγωγή ινών πολυπροπυλενίου του έτους 1984 ( 0,65 ο/ο της συνολικής παραγωγής συνεχών συνθετικών νημάτων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ήτοι 355000 τόνων ) μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά τον ανταγωνισμό ή το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τέλος, αν συσχετισθεί η συνολική παραγωγή συνθετικών ινών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, που ανέρχεται σε 925000 τόνους, με τη συνολική παραγωγή στη Δυτική Ευρώπη, που ανέρχεται σε 3420000 τόνους, το μερίδιο της προσφεύγουσας στη συνολική παραγωγή αποτελεί στην πραγματικότητα αμελητέο μερίδιο.

    γ)

    Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η αιτιολογία που επικαλέστηκε η Επιτροπή για να στηρίξει το ασυμβίβαστο των ενισχύσεων με τους σκοπούς της κοινής αγοράς ενόψει του άρθρου 92 της Συνθήκης δεν είναι βάσιμη και στηρίζεται σε ανακριβή προγματικά περιστατικά.

    Πρώτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται, κακώς, στην απόφαση της ότι η προσφεύγουσα χρησιμοποίησε τις χορηγηθείσες ενισχύσεις, αντιθέτως προς τον αναφερόμενο στην αίτηση της σκοπό, για την κατασκευή σημαντικών ποσοτήτων νημάτων πολυαμιδίου. Στην αίτηση της η προσφεύγουσα κατέδειξε πράγματι ότι επρόκειτο περί εγκαταστάσεως τεχνικώς εμφανίζουσας δύο όψεις, της οποίας η χρησιμοποίηση αποσκοπούσε στην προοδευτική μείωση της παραγωγής νημάτων πολυαμιδίου υπέρ της παραγωγής νημάτων πολυπροπυλενίου. Επιπλέον, η παραγωγή νημάτων πολυαμιδίου της προσφεύγουσας που ήταν αναγκαία για να είναι αποδοτική η εκμετάλλευση των εγκαταστάσεων της δεν παρουσίασε το 1984 παρά αύξηση 400 τόνων σε σχέση με την παραγωγή του 1983.

    Δεύτερον, αντιθέτως προς τη βεβαίωση της Επιτροπής, η εκμετάλλευση των μονάδων παραγωγής νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου παρουσιάζει σταθερή βελτίωση στην Κοινότητα, ώστε δεν παρατηρείται στην πραγματικότητα ούτε πλεονασματικό δυναμικό παραγωγής ούτε έλλειψη χρησιμοποιήσεως των εγκαταστάσεων που να συνεπάγονται πτώση των τιμών οφειλόμενη στις συνθήκες ανταγωνισμού. Έτσι, η κατανάλωση νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου δεν εμφάνισε πτώση ούτε στο επίπεδο της κοινής αγοράς ούτε στο διεθνές επίπεδο και μάλιστα οι τιμές, από το 1983, και ειδικότερα το 1984, είχαν σταθερή τάση προς τα άνω.

    2.

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι χορηγηθείσες στην προσφεύγουσα ενισχύσεις είναι ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης που νοθεύουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν το εμπόριο. Τέλος, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η αιτιολογία της ένδικης απόφασης είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά.

    α)

    Η Επιτροπή τονίζει ότι τέτοιες ενισχύσεις δεν συνιστούν γενικά μέτρα προς όφελος του συνόλου της οικονομίας, αλλά ατομικές ενισχύσεις που χορηγούνται σε καθορισμένες επιχειρήσεις. Είναι, επομένως, ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    β)

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται περαιτέρω ότι τα χορηγηθέντα στην προσφεύγουσα ποσά, τα οποία η τελευταία χρησιμοποίησε για να εκσυγχρονίσει τον παραγωγικό της εξοπλισμό και για να αυξήσει το δυναμικό παραγωγής, νοθεύουν τον ανταγωνισμό τόσο επί του πεδίου της εγκαταστάσεως, επηρεάζοντας την απόφαση επενδύσεως της ευνοηθείσας επιχειρήσεως εις βάρος εγκαταστάσεων που πραγματοποιούνται αλλαχού στην Κοινότητα, όσο και επί του πεδίου των προϊόντων, αυξάνοντας το περιθώριο ελιγμών της προσφεύγουσας έναντι ανταγωνιστών που δεν λαμβάνουν τέτοια ποσά.

    Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, το ασυμβίβαστο των ενισχύσεων προς την κοινή αγορά δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση της νοθεύσεως του ανταγωνισμού κατά αισθητό τρόπο ή του αισθητού επηρεασμού του εμπορίου. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εφιστά την προσοχή επί του σημαντικού ποσοστού (πλέον των 15 %) που αντιπροσωπεύει η ενίσχυση ως προς τη συνολική επένδυση της προσφεύγουσας και επί της σημαντικής σημασίας της αυξήσεως του δυναμικού παραγωγής (από 3000 σε 5000 τόνους ) αυτής της επιχειρήσεως για την εν λόγω αγορά, αυξήσεως η οποία είχε ως συνέπεια το μερίδιο της προσφεύγουσας στο συνολικό δυναμικό παραγωγής της Κοινότητας για το έτος 1984 να ανέλθει από 1,75 σε 2,92 ο/ο για τα νήματα πολυαμιδίου και από 3,2 και 5,32 ο/ο για τα νήματα πολυπροπυλενίου. Σ' αυτή τη συγκυρία, η Επιτροπή απορρίπτει το συλλογισμό της προσφεύγουσας η οποία, κατά τον υπολογισμό του μεριδίου της στην αγορά, λαμβάνει υπόψη το σύνολο της παραγωγής των συνθετικών ινών, που περιλαμβάνει επίσης τα ακρυλικά νήματα, τα νήματα πολυεστέρα και λοιπά.

    γ)

    Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι δεν στηρίζεται επί νόμιμης βάσης ούτε ανταποκρίνεται στα πράγματα ο ισχυρισμός ότι οι χορηγούμενες ενισχύσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με την αίτηση που υποβλήθηκε στις εθνικές αρχές. Πράγματι, μια αντίθετη προς το συμφέρον της Κοινότητας ενίσχυση δεν καθίσταται σύμφωνη προς την κοινή αγορά από το γεγονός ότι η δικαιούχος της ενίσχυσης επιχείρηση αναφέρει στις εθνικές αρχές όλα τα πραγματικά περιστατικά που μπορούν να έχουν σημασία σχετικώς ούτε από το γεγονός ότι η επιχείρηση χρησιμοποιεί την ενίσχυση σύμφωνα με αυτή την αίτηση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν ανέφερε στην αίτησή της το διπλό χαρακτήρα της προβλεπόμενης εγκατάστασης.

    Εξάλλου, η Επιτροπή αμφισβητεί τις δηλώσεις της προσφεύγουσας ως προς τη σχέση ισορροπίας μεταξύ της προσφοράς και της καταναλώσεως νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου και ως προς την τάση εξελίξεως των τιμών σταθερώς προς τα άνω. Ασφαλώς, η κατανάλωση νημάτων πολυπροπυλενίου, αντιθέτως προς την κατανάλωση των νημάτων πολυαμιδίου, αυξάνει στην Κοινότητα, αλλά ταυτόχρονα διαπιστώνεται ότι η προσφορά των νημάτων πολυπροπυλενίου αυξάνει κατά τρόπο περισσότερο παρά αναλογικό, έτσι ώστε υφίσταται πάντοτε πλεονασματικό δυναμικό παραγωγής. Η εξέλιξη των τιμών των βασικών υλών και των τιμών πωλήσεως των κατασκευαστών καταδεικνύει εξάλλου ότι οι κατασκευαστές νημάτων πολυπροπυλενίου δεν κατόρθωσαν να μετακυλίσουν στο σύνολό της την αύξηση του 40 ο/ο των τιμών των πρώτων υλών που παρουσιάστηκε μεταξύ 1981 και 1984 (οι οποίες αντιπροσωπεύουν πλέον του 50 0/0 της τιμής του τελικού προϊόντος). Παρόλον ότι, για τα νήματα πολυαμιδίου, η κατάσταση αντιστρόφως βελτιώθηκε λόγω σημαντικών μειώσεων του δυναμικού παραγωγής, εξακολουθεί ωστόσο να υφίσταται ακόμα πλεονασματικό δυναμικό παραγωγής.

    Γ — Επί της εφαρμογής των διατάξεων τον άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχεία α) και γ), της Συνθήκης

    1.

    Κατά την προσφεύγουσα, η επιδότηση και η επενδυτική πριμοδότηση συμβιβάζονται με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχεία α ) και γ ), της Συνθήκης, διότι συμβάλλουν στην προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως της ζώνης του Bergkamen, περιοχής στην οποία το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό και στην οποία επικρατεί επιπροσθέτως σοβαρή υποαπασχόληση. 'Ετσι, σ' αυτή τη ζώνη, η επιδότηση και η επενδυτική πριμοδότηση επέτρεψαν όχι μόνο να διασφαλιστεί η δημιουργία περίπου 70 θέσεων, αλλά επίσης να αντληθεί αντίστοιχο φορολογικό εισόδημα προς όφελος επίσης των προγραμμάτων της περιοχής, στην οποία η αγοραστική δύναμη συνεχώς παρουσιάζει πτώση, από το 1968, σε σχέση με το ακαθάριστο εσωτερικό εισόδημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, και όπου το ποσοστό ανεργίας (1983: 11,5 % και 1984: 12,3 %) είναι κατά πολύ ανώτερο από το ποσοστό του Land της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας ( 1983: 9,5 % και 1984: 10,7 % ) και του μέσου εθνικού ποσοστού ανεργίας (1983: 7,9 % και 1984: 9,1 %). Σχετικώς, η προσφεύγουσα τονίζει ότι η νομιμότητα της ενίσχυσης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί λόγω του ότι εντός της Κοινότητας υφίστανται περιοχές ακόμα λιγότερο ανεπτυγμένες από την περιοχή του Bergkamen. Τέλος, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής, κατά τον οποίο η επένδυση και η δημιουργία νέων θέσεων στο Bergkamen μπορούν να είναι η αιτία πραγματικής καταργήσεως θέσεων σε οποιοδήποτε μέρος της Κοινότητας.

    2.

    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η περιοχή του Bergkamen παρουσιάζει ορισμένες δομικές αδυναμίες, ότι το εκεί βιοτικό επίπεδο είναι χαμηλό και ότι παρατηρείται το φαινόμενο της υποαπασχόλησης. Εντούτοις, το Bergkamen βρίσκεται άνω του μέσου κοινοτικού όρου ενδεικτικών παραγόντων και δεν μπορεί επομένως να τεθεί ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α ), της Συνθήκης που έχει εφαρμογή αποκλειστικά ενώπιον ειδικών μειονεκτημάτων σε δεδομένη περιοχή.

    Όσον αφορά την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ), της Συνθήκης, η Επιτροπή καταλήγει στο αυτό συμπέρασμα. Πράγματι, αν υποτεθεί ότι η επένδυση επέτρεψε τη δημιουργία 70 θέσεων όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η σημασία αυτής της επεκτάσεως έπρεπε να εκτιμηθεί από την Επιτροπή από απόψεως κοινοτικού συμφέροντος, το οποίο απαιτεί την απαγόρευση των ενισχύσεων υπέρ εκσυγχρονισμού ή και αυξήσεως του δυναμικού παραγωγής των εγκαταστάσεων που κατασκευάζουν νήματα πολυαμιδίου ή πολυπροπυλενίου. Επιπλέον, το καταβλητέο τίμημα για τη δημιουργία θέσεων στο Bergkamen συνίσταται στην κατάργηση θέσεων σε άλλες περιοχές της Κοινότητας.

    Δ — Επί της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

    1.

    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει επικουρικώς ότι η δοθείσα από την Επιτροπή προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εντολή να διατάξει την επιστροφή της επιδοτήσεως και της επενδυτικής πριμοδοτήσεως που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα είναι ασυμβίβαστη προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Πράγματι, η προσφεύγουσα έλαβε την επιδότηση και την επενδυτική πριμοδότηση βάσει οριστικών αποφάσεων και ορθών ενδείξεων και χρησιμοποίησε τις ενισχύσεις σε επενδύσεις σε υλικό επί των οποίων δεν είναι δυνατό να επανέλθει. Η επιστροφή της επιδοτήσεως και της επενδυτικής πριμοδοτήσεως θα έθετε εκ νέου ζήτημα επιβιώσεως της επιχειρήσεως και διατηρήσεως του συνόλου των θέσεων.

    2.

    Η Επιτροπή παρατηρεί καταρχάς ότι το βάσιμο του δικαιώματος επί της επιστροφής δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, δεδομένου ότι η απευθυνθείσα προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρόσκληση δεν έκανε τίποτε άλλο από το να συγκεκριμενοποιήσει την υποχρέωση που υπέχει η τελευταία να καταργήσει ενίσχυση' ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά.

    Επικουρικώς, η Επιτροπή εφιστά την προσοχή επί των πραγματικών συνθηκών εξαιτίας των οποίων η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. 'Ετσι, αφενός, η προσφεύγουσα ζήτησε τις ενισχύσεις για τη δημιουργία μονάδας παραγωγής νημάτων πολυπροπυλενίου χωρίς να επισημάνει ότι η νέα εγκατάσταση θα χρησιμοποιούνταν εν μέρει και για την παραγωγή νημάτων πολυαμιδίου. Η χορήγηση των ενισχύσεων πραγματοποιήθηκε, επομένως, βάσει εσφαλμένων ενδείξεων. Αφετέρου, η προσφεύγουσα, όπως όλες οι επιχειρήσεις του οικείου τομέα γνώριζε ότι η ενίσχυση υπέρ του εκσυγχρονισμού και της ορθολογιστικής οργανώσεως της παραγωγής νημάτων πολυαμιδίου απαγορεύεται όπως και οι ενισχύσεις που συνεπάγονται αύξηση των ικανοτήτων παραγωγής αυτού του προϊόντος και ότι αυτές οι ενισχύσεις πρέπει να κοινοποιούνται προηγουμένως στην Επιτροπή και δεν μπορούν, επομένως, να καταβληθούν χωρίς την έγκριση της τελευταίας.

    IV — Τεθέντα στους διαδίκους ερωτήματα

    Το Δικαστήριο κάλεσε την προσφεύγουσα να προσκομίσει συνοπτικό πίνακα του μεγέθους της ετήσιας παραγωγής της αντιστοίχως για τα νήματα πολυαμιδίου και για τα νήματα πολυπροπυλενίου κατά την περίοδο 1981 μέχρι 1985.

    Η Επιτροπή παρακλήθηκε να προσκομίσει συνοπτικό πίνακα, για καθένα από τα έτη 1981 μέχρι 1985, σχετικό με:

    α)

    το μέγεθος της παραγωγής αντιστοίχως για τα νήματα πολυαμιδίου και για τα νήματα πολυπροπυλενίου εντός της Κοινότητας, αφενός, και στις τρίτες χώρες, αφετέρου,

    β)

    το μέγεθος του δυναμικού παραγωγής αντιστοίχως για τα νήματα πολυαμιδίου και για τα νήματα πολυπροπυλενίου εντός της Κοινότητας, αφενός, και στις τρίτες χώρες, αφετέρου,

    γ)

    τη σχέση παραγωγής/δυναμικού παραγωγής αντιστοίχως για τα νήματα πολυαμιδίου και για τα νήματα πολυπροπυλενίου εντός της Κοινότητας, αφενός, και στις τρίτες χώρες, αφετέρου.

    Επιπλέον, η Επιτροπή κλήθηκε να προσκομίσει, εφόσον είναι δυνατό, πίνακα εμφανίζοντα αντίστοιχα μερίδια των αγορών πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου που κατέχουν οι ανταγωνιζόμενες την προσφεύγουσα επιχειρήσεις στην κοινή αγορά για καθένα από τα έτη 1981 έως 1985.

    V — Απαντήσεις των διαδίκων

    Με επιστολή της 30ής Μαΐου 1986, η προσφεύγουσα, απαντώντας στο πρώτο ερώτημα του Δικαστηρίου, ανέφερε ότι η ετήσια παραγωγή της νημάτων πολυαμιδίου και νημάτων πολυπροπυλενίου για την περίοδο 1981 μέχρι 1985 ανέρχεται αντιστοίχως σε (τόνους):

     

    1981

    1982

    1983

    1984

    1985

    Πολυαμίδιο

    2 821

    2 934

    1 950

    2 000

    4 191

    Πολυπροπυλένιο

    450

    578

    529

    2 320

    1 546

    Η Επιτροπή, απαντώντας στο δεύτερο ερώτημα, προσκόμισε στο Δικαστήριο με έγγραφο της 29ης Μαΐου 1986 τους αιτηθέντες συνοπτικούς πίνακες, από τους οποίους προκύπτει, κυρίως, ότι κατά την περίοδο 1981 μέχρι 1985 τα αντίστοιχα ποσοστά εκμεταλλεύσεως των νημάτων πολυαμιδίου και των νημάτων πολυπροπυλενίου ήταν τα ακόλουθα (σε ο/ο):

     

    1981

    1982

    1983

    1984

    1985

    Πολυαμίδο

    ΕΟΚ

     

    63

    52

    72

    82

    82

     

    Τρίτες χώρες

     

    78

    62

    80

    85

    86

    Πολυπροπυλένιο

    ΕΟΚ

     

    60

    56

    64

    79

    86

     

    Τρίτες χώρες

     

    66

    62

    82

    74

    71

    Ως προς το τρίτο ερώτημα, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να δώσει παρά μόνο για το έτος 1984 κατάσταση των μεριδίων της αγοράς πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου που κατείχαν οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας.

    Ο. Due

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 24ης Φεβρουαρίου 1987 ( *1 )

    Στην υπόθεση 310/85,

    Deufil GmbH & Co. KG, ετερόρρυθμη εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Bergkamen-Rünthe, εκπροσωπούμενη από την ομόρρυθμο εταίρο της, εταιρία Deutil GmbH με την ίδια έδρα, η οποία εκπροσωπείται από τον Κ. G. Beisken, δικηγόρο Düsseldorf με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Ε. Vogt, διευθυντή της Compagnie financière de crédit et de gestion, 40, boulevard Joseph-II,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της σύμβουλο Ν. Koch, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γ. Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, Kirchberg,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 85/471 της Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 1985, σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η γερμανική κυβέρνηση σε έναν παραγωγό νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, εγκατεστημένο στο Bergkamen ( EE L 278, σ. 26 ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    συγκείμενο από τους Κ. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. O'Higgins, Τ. Koopmans, Ο. Due και Κ. Bahlmann, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

    γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 24ης Σεπτεμβρίου 1986,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με προσφυγή που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Οκτωβρίου 1985, η εταιρία Deufíl GmbH & Co. KG, με έδρα το Bergkamen-Rünthe ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως 85/471 της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου 1985 ( ΕΕ L 278, σ. 26 ), με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι η ενίσχυση ποσού 2945000 γερμανικών μάρκων (DM) που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα το 1983, κατ' εφαρμογή του γερμανικού νόμου περί επενδυτικών επιχορηγήσεων και του προγράμματος για την από κοινού χορήγηση περιφερειακών ενισχύσεων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των Lander, είναι παράνομη, ως μη κοινοποιηθείσα προηγουμένως στην Επιτροπή, και ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΟΚ και ότι ο δικαιούχος της ενίσχυσης αυτής οφείλει να την επιστρέψει.

    2

    Είναι δεδομένο ότι το επίδικο ποσό χορηγήθηκε από τις γερμανικές αρχές κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλε η εταιρία Deufíl για να επιτύχει επενδυτική επιχορήγηση επ' ευκαιρία της αντικαταστάσεως μιας εγκαταστάσεως που επέτρεπε την ετήσια παραγωγη 3000 τόνων νημάτων πολυαμιδίου με νέα εγκατάσταση ετήσιας ικανότητας παραγωγης 5000 τόνων νημάτων πολυαμιδίου ή πολυπροπυλενίου. Σύμφωνα με την εν λόγω αίτηση προβλεπόταν, χάρις σε νέα τεχνολογία παραγωγής, μερική αντικατάσταση των νημάτων πολυαμιδίου από νήματα πολυπροπυλενίου.

    3

    Όπως, ωστόσο, προκύπτει από πληροφορίες που προσκόμισε η προσφεύγουσα σε απάντηση ερωτημάτων που έθεσε το Δικαστήριο, η ικανότητα παραγωγής της νέας εγκαταστάσεως είναι 6000 τόνων και η προβλεπόμενη μετατροπή δεν είχε ακόμα πραγματοποιηθεί το 1985, η δε παραγωγή αυτού του έτους ήταν 4191 τόνων νημάτων πολυαμιδίου και 1546 τόνων νημάτων πολυπροπυλενίου.

    4

    Εξάλλου, προκύπτει από τη δικογραφία:

    ότι, αντιθέτως με ό,τι συμβαίνει με τα νήματα πολυαμιδίου, τα νήματα πολυπροπυλενίου, σχετικώς προσφάτου προϊόντος, δεν έχουν περιληφθεί στον « κώδικα των ενισχύσεων », ήτοι στους ενδεικτικούς κανόνες που κοινοποιήθηκαν στα κράτη μέλη από την Επιτροπή για τις ενισχύσεις στον τομέα των συνθετικών ινών και νημάτων, παρά μόνο από το 1985,

    ότι η κοινοτική αγορά των νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου κατανέμεται μεταξύ μεγάλου αριθμού μικρών ή μεσαίων επιχειρήσεων, ώστε η προσφεύγουσα, ακόμα και με μερίδιο της κοινοτικής παραγωγής 2 έως 3 ο/ο μόνο, συγκαταλέγεται στον αριθμό των μεγάλων παραγωγών, και

    ότι ο βαθμός χρησιμοποιήσεως των ικανοτήτων παραγωγής στην Κοινότητα το 1983 ήταν 72 ο/ο για τα νήματα πολυαμιδίου και 64 ο/ο για τα νήματα πολυπροπυλενίου.

    5

    Προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, στην ουσία, τους ακόλουθους τρεις λόγους ακυρώσεως:

    παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, καθόσον το ένδικο ποσό δεν αποτελεί ενίσχυση κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως και δεν επηρεάζει τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών,

    παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 3, καθόσον το εν λόγω ποσό συγκεντρώνει τους όρους παρεκκλίσεως που προβλέπουν τα στοιχεία α ) και γ ) αυτής της παραγράφου,

    προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της προσφεύγουσας, καθόσον η απόφαση της Επιτροπής υποχρεώνει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να ζητήσει την επιστροφή του ποσού.

    6

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η πολιτική της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις στον τομέα της υφαντουργίας και η επιχειρηματολογία των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

    Επί της εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1

    7

    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ένδικο ποσό χορηγήθηκε σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες που προβλέπουν μέτρα της πολιτικής τους συγκυρίας κατά την έννοια του άρθρου 103 της Συνθήκης που συμβάλλουν στη γενική οικονομική ανάπτυξη και στη βελτίωση των δομών. Τέτοια μέτρα δεν αποτελούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1.

    8

    Αυτό το επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Όπως το Δικαστήριο τόνισε με την απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974 ( Ιταλία κατά Επιτροπής, 173/73, Rec. σ. 709 ), το άρθρο 92 έχει ως προληπτικό σκοπό το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο να μην επηρεάζεται από οφέλη χορηγούμενα από τις δημόσιες αρχές τα οποία, υπό διάφορες μορφές, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές. Αυτό το άρθρο δεν κάνει, επομένως, διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των στόχων των επεμβάσεων που αφορά, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα τους. Στην προκειμένη περίπτωση, το χορηγηθέν ποσό μείωσε το κόστος επενδύσεως που έπρεπε να υποστεί η προσφεύγουσα, ευνοώντας την σε σχέση με άλλους παραγωγούς αυτού του τομέα. Οι γενικοί στόχοι τους οποίους επιδιώκουν οι εθνικές ρυθμίσεις που παρέχουν τη νόμιμη βάση γι' αυτή τη χορήγηση δεν επαρκούν για να την εξαιρέσουν από τον κανόνα του άρθρου 92.

    9

    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι πρόκειται περί ενισχύσεως, αυτή η ενίσχυση δεν μπόρεσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ούτε να επηρεάσει το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Σχετικώς, η προσφεύγουσα τονίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της σε νήματα πολυαμιδίου πωλείται στο εξωτερικό της Κοινότητας. Το υπόλοιπο αυτής της παραγωγής παραδίδεται κυρίως σε άλλες επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων και οι οποίες, ταυτόχρονα, μείωσαν τη δική τους παραγωγή, έτσι ώστε η ποσότητα αυτών των νημάτων που διατέθηκε στην ελεύθερη αγορά της Κοινότητας δεν αντιπροσώπευε παρά αμελητέο μερίδιο αυτής της αγοράς. Εξάλλου, η αγορά των νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου χαρακτηρίζεται από σταθερή βελτίωση του βαθμού χρησιμοποιήσεως και τιμών.

    10

    Στις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αιτιολόγησε την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 1, κυρίως με την ύπαρξη ζωηρού ανταγωνισμού μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου και σημαντικού όγκου εμπορικών ανταλλαγών αυτών των προϊόντων. Αν ο βαθμός χρησιμοποιήσεωςτων νημάτων πολυαμιδίου πράγματι βελτιώθηκε μετά τη χορήγηση της εν λόγω ενισχύσεως, αυτή η εξέλιξη εξηγείται κυρίως από τη μείωση των ικανοτήτων παραγωγής της Κοινότητας, ενώ το επίπεδο παραγωγής δεν μεταβλήθηκε. Επίσης για τα νήματα πολυπροπυλενίου, ο βαθμός χρησιμοποιήσεως βελτιώθηκε, πλην όμως, κατά την Επιτροπή, οι υφιστάμενες ικανότητες παραγωγής θα παραμείνουν, για τα δύο προϊόντα, τελείως δυσανάλογες σε σχέση με τη ζήτηση επί πολλά έτη και πολλοί κοινοτικοί παραγωγοί εξακολουθούν να χάνουν χρήματα λόγω του χαμηλού επιπέδου των τιμών, που δεν είναι πάντοτε ανώτερο του επιπέδου στο οποίο ανήλθαν οι τιμές το 1974.

    11

    Όσον αφορά ειδικότερα την κατάσταση της προσφεύγουσας, η Επιτροπή διαπιστώνει, πάντοτε στις αιτιολογικές σκέψεις της ένδικης απόφασης, ότι η ικανότητα παραγωγής της προσφεύγουσας αντιπροσωπεύει αντίστοιχα 3,2 και 5,6 ο/ο της ολικής ικανότητας παραγωγής πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου στην Κοινότητα και ότι εξάγει το 30 ο/ο της παραγωγής της σε πολυαμίδιο και 70 ο/ο της παραγωγής της σε πολυπροπυλένιο προς'άλλα κράτη μέλη.

    12

    Αυτές οι αιτιολογικές σκέψεις, τις οποίες η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να ανασκευάσει, δικαιολογούν πλήρως το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή στην απόφαση της και κατά το οποίο η επίμαχη ενίσχυση είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον μεταξύ των κρατών μελών ανταγωνισμό.

    13

    Όσον αφορά, εξάλλου, την υποτιθέμενη μείωση της παραγωγής άλλων επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με την προσφεύγουσα, αρκεί να τονιστεί ότι αυτή η δήλωση, που δεν έγινε παρά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν στηρίχθηκε σε καμιά απόδειξη. Κατά τις στατιστικές που προσκόμισε η Επιτροπή, οι άλλες επιχειρήσεις αυτού του ομίλου κατείχαν πάντοτε το 1984 9,2 ο/ο της αγοράς των νημάτων πολυαμιδίου.

    14

    Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας.

    Επί της μη εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3

    15

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ένδικη ενίσχυση συμβάλλει στο να ευνοηθεί η οικονομική ανάπτυξη της ζώνης του Bergkamen, περιοχής όπου το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό και όπου επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση. Δεδομένου ότι η επένδυση απέβλεπε στη μείωση και, τελικά, στην κατάργηση της παραγωγής νημάτων πολυαμιδίου υπέρ της παραγωγής νημάτων πολυπροπυλενίου, των οποίων η κατασκευή δεν υπαγόταν τότε στον κώδικα των ενισχύσεων, πρόκειται περί αναδιαρθρώσεως εξυπηρετούσας το κοινό συμφέρον. Η ενίσχυση συγκεντρώνει, επομένως, τις προϋποθέσεις παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχεία α ) και γ ).

    16

    Στις αιτιολογικές σκέψεις της απόφασης της, η Επιτροπή τόνισε ότι τα μηχανήματα που εγκαταστάθηκαν χάρις στην ενίσχυση εμφανίζουν σημαντικά οικονομικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις παραδοσιακές μονάδες παραγωγής. Αυτά τα μηχανήματα βρίσκονταν στην αγορά από πολλών ετών, έτσι ώστε η επίμαχη επένδυση δεν αποτελεί παρά φυσικό εκσυγχρονισμό προοριζόμενο να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα και πρέπει, επομένως, να χρηματοδοτηθεί από τους ίδιους πόρους της επιχείρησης. Λαμβάνοντας υπόψη το πλεόνασμα του δυναμικού παραγωγής τόσο για τα νήματα πολυπροπυλενίου όσο και για τα νήματα πολυαμιδίου, κάθε τεχνική ελάφρυνση κόστους επενδύσεως παραγωγού αυτών των προϊόντων θα εξασθενούσε την ανταγωνιστική θέση των άλλων παραγωγών και θα είχε ως αποτέλεσμα, αν οδηγεί σε αύξηση των ικανοτήτων παραγωγής, να μειώσει το βαθμό χρησιμοποιήσεως αυτών των ικανοτήτων και να επιφέρει πτώση των τιμών. Η εν λόγω ενίσχυση επηρεάζει, επομένως, αναντίρρητα τις εμπορικές ανταλλαγές σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό' συμφέρον κατά την έννοια του στοιχείου γ ) του άρθρου 92, παράγραφος 3.

    17

    'Οσον αφορά ειδικότερα το στοιχείο α) αυτής της διάταξης, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι το βιοτικό επίπεδο στην περιοχή του Bergkamen είναι ασυνήθως χαμηλό και ότι επικρατεί εκεί σοβαρή υποαπασχόληση. Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα και θα βρίσκεται ακόμη στο εγγύς μέλον ο τομέας των νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, η εν λόγω ενίσχυση δεν θα επέφερε, εν πάση περιπτώσει, σ' αυτή την περιοχή διαρκή αύξηση των εισοδημάτων ούτε μείωση της ανεργίας και, επομένως, δεν είναι ικανή να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής κατά την έννοια του στοιχείου α ).

    18

    Όπως το Δικαστήριο υπέμνησε με την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 ( Philip Morris κατά Επιτροπής, 730/79, Rec. σ. 2671 ), το άρθρο 92, παράγραφος 3, απονέμει στην Επιτροπή διακριτική εξουσία της οποίας η άσκηση συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να γίνονται σε κοινοτικό πλαίσιο. Κρίνοντας ότι η χορήγηση μιας επενδυτικής ενίσχυσης η οποία αυξάνει τις ικανότητες παράγωγης σε έναν τομέα ήδη πλεονασματικό είναι αντίθετη προς το κοινό συμφέρον και ότι μια τέτοια ενίσχυση δεν είναι ικανή να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη της οικείας περιοχής, η Επιτροπή δεν υπερέβη, με κανένα τρόπο, τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως της.

    19

    Από τα ανωτέρω έπεται ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος

    Επί της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

    20

    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, επικουρικώς, ότι η δοθείσα από την Επιτροπή προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εντολή να διατάξει την επιστροφή της ενισχύσεως είναι ασυμβίβαστη προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η προσφεύγουσα έλαβε αυτή την ενίσχυση βάσει οριστικών αποφάσεων και ορθών ενδείξεων και τη χρησιμοποίησε για τη μετατροπή της παραγωγής της σε προϊόν μη υπαγόμενο ακόμα στον κώδικα των ενισχύσεων.

    21

    Στην ουσία, ο λόγος αυτός θέτει το ερώτημα αν το ότι τα νήματα πολυπροπυλενίου δεν περιλαμβάνονταν στον κώδικα των ενισχύσεων μπορεί ενδεχομένως να δημιουργήσει, στις επιχειρήσεις που προέβησαν σε μετατροπή της παραγωγής τους σ' αυτό το προϊόν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που μπορεί να αντιταχθεί σε εντολή της Επιτροπής προς τις εθνικές αρχές να διατάξουν την επιστροφή ενισχύσεως που χορηγήθηκε γι' αυτό το σκοπό.

    22

    Εντούτοις αυτό δεν συμβαίνει. Ο κώδικας των ενισχύσεων αποτελεί ενδεικτικούς κανόνες που ορίζουν τις γραμμές που η Επιτροπή προτίθεται να ακολουθήσει και που ζητεί από τα κράτη μέλη να τηρήσουν ως προς τις ενισχύσεις στον τομέα των συνθετικών ινών και νημάτων. Δεν παρεξέκλινε των διατάξεων των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης και δεν μπορούσε να το πράξει.

    23

    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη δικογραφία η κατάσταση της αγοράς δεν δικαιολογούσε μεταχείριση των νημάτων πολυπροπυλενίου διαφορετική της μεταχειρίσεως των νημάτων πολυαμιδίου και ο μόνος λόγος για τον οποίο τα νήματα πολυπροπυλενίου δεν περιελήφθησαν στον κώδικα των ενισχύσεων παρά από το 1985 ήταν η ιδιότητα τους ως νέου προϊόντος.

    24

    Δεδομένου ότι το ένδικο ποσό αποτελούσε αναμφισβήτητα ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, η πρόθεση χορηγήσεώς του έπρεπε να κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3, και η ενίσχυση δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί πριν από το τέλος της διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή. Κατά το άρθρο 93, παράγραφος 2, η Επιτροπή αποφασίζει αν το ενδιαφερόμενο κράτος πρέπει να καταργήσει ή να τροποποιήσει την ενίσχυση, αν διαπιστώσει ότι αυτή δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Όταν, αντιθέτως προς τις διατάξεις της παραγράφου 3, η μελετώμενη επιδότηση έχει ήδη καταβληθεί, η εν λόγω απόφαση μπορεί να λάβει τη μορφή εντολής προς τις εθνικές αρχές να διατάξουν την επιστροφή της.

    25

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ότι τα νήματα πολυπροπυλενίου δεν είχαν περιληφθεί στον κώδικα των ενισχύσεων δεν μπόρεσε να δημιουργήσει, στην προσφεύγουσα, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ικανή να εμποδίσει την Επιτροπή, στην απόφαση όπου διαπιστώνει το ασυμβίβαστο της ενίσχυσης προς την κοινή αγορά, να δώσει εντολή στις γερμανικές αρχές να διατάξουν την επιστροφή της.

    26

    Επομένως, η προσφυγή στο σύνολο της είναι απορριπτέα.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    27

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττώμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθη πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

     

    Κακούρης

    O'Higgins

    Koopmans

    Due

    Bahlmann

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Φεβρουαρίου 1987

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος

    Κ. Κακούρης


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top