Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0054

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 13ης Μαρτίου 1986.
Εισαγγελική Αρχή κατά Xavier Mirepoix.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de police de Dijon - Γαλλία.
Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει τη χρήση φυτοφαρμάκου - Άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης.
Υπόθεση 54/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -01067

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:123

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( τρίτο τμήμα )

της 13ης Μαρτίου 1986 ( *1 )

Στην υπόθεση 54/85,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal de police της Dijon προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

Ministère public

και

Xavier Mirepoix

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, προκειμένου να κριθεί αν συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο η εθνική νομοθεσία που απαγορεύει τη χρήση φυτοφαρμάκου,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους U. Everling, πρόεδρο τμήματος, Y. Galmot και Κ. Κακούρη, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. F. Mancini

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. C Séché,

η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον Gilbert Guillaume,

η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους Martin Seidel και Ernst Roder,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Φεβρουαρίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται )

Σκεπτικό

1

Με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1985, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Φεβρουαρίου 1985, το Tribunal de police (Πταισματοδικείο) της Dijon υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ, που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας.

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά του Mirepoix, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι εισήγαγε, για να τα πωλήσει στη γαλλική αγορά, κρεμμύδια προελεύσεως Κάτω Χωρών, τα οποία είχαν υποβληθεί σε επεξεργασία με μια ουσία που ονομάζεται μηλεϊνικό υδροξείδιο, η χρήση της οποίας δεν επιτρέπεται στη Γαλλία.

3

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η ουσία αυτή αποτελεί σύνθετο χημικό προϊόν που συγκαταλέγεται μεταξύ των φυτοφαρμάκων που ρυθμίζουν την ανάπτυξη. Όταν η χρήση του γίνεται επί των φύλλων του φυτού, το μηλεϊνικό υδροξείδιο διεισδύει στους ιστούς, τα δε κατάλοιπα του παραμένουν για αρκετό χρόνο ώστε να εμποδίζουν τη βλάστηση για αρκετό χρονικό διάστημα. Είναι δεδομένο ότι τα κρεμμύδια που υποβάλλονται στην επεξεργασία αυτή και διατίθενται νωπά στην αγορά δεν μπορούν να έχουν περιεκτικότητα σε κατάλοιπα της εν λόγω ουσίας ίση προς μηδέν, κατά τη διάρκεια του συνήθους χρονικού διαστήματος εντός του οποίου διατίθενται στην αγορά.

4

Κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 της απόφασης της 20ής Ιουλίου 1956, περί της εμπορίας των οπωροκηπευτικών ( JORF της 9ης Αυγούστου 1956, σ. 7627 ), σε συνδυασμό με τα άρθρα R 5149 και R 5158 του code de la santé publique ( Κώδικα Δημόσιας Υγείας) και την υπουργική απόφαση της 31ης Ιουλίου 1968, η χρήση του μηλεϊνικού υδροξειδίου απαγορεύεται σε όλες τις καλλιέργειες και τα προϊόντα συγκομιδής, για τα οποία η χρήση του δεν έχει επιτραπεί ρητά με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας.

5

Ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος αμφισβήτησε το κύρος, εν σχέσει προς το κοινοτικό δίκαιο, των διατάξεων αυτών, βάσει των οποίων ασκήθηκε κατ' αυτού η δίωξη. Κρίνοντας ότι η απόφαση του εξαρτιόταν από το ζήτημα αν οι διατάξεις αυτές συμβιβάζονται ή όχι προς τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ, το Tribunal de police της Dijon ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

« Το άρθρο 6 της απόφασης της 20ής Ιουλίου 1956, που απαγορεύει την πώληση οπωροκηπευτικών που έχουν υποβληθεί, είτε πριν είτε μετά τη συγκομιδή, σε μη επιτρεπόμενη αντιπαρασιτική ή χημική επεξεργασία και που έχει ως αποτέλεσμα να απαγορεύει την εισαγωγή στη Γαλλία κρεμμυδιών που προέρχονται ιδίως από την Ολλανδία και που έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία με ουσίες που έχει διαπιστωθεί ότι διευκολύνουν τη διατήρηση των εν λόγω κρεμμυδιών, ουσίες στις οποίες συγκαταλέγεται το μηλεϊνικό υδροξείδιο, η χρήση του οποίου ως ουσίας που παρεμποδίζει τη βλάστηση επιτρέπεται, όπως φαίνεται, στις άλλες χώρες της ΕΟΚ, συνιστά ή όχι μέτρο που έχει αποτέλεσμα ισοδύναμο με μέτρο περιορισμού επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης της Ρώμης; »

6

Πρέπει καταρχάς να υπομνηστεί ότι, όταν το Δικαστήριο αποφαίνεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει αν εθνικοί κανόνες συμβιβάζονται ή όχι προς το κοινοτικό δίκαιο. Μπορεί μόνο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου. Υπ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει να κριθεί ότι, με το υποβαλλόμενο ερώτημα, ο εθνικός δικαστής ερωτά κατ' ουσία αν, ενόψει των άρθρων 30 και 36, η κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους που απαγορεύει την εμπορία οπωροκηπευτικών που έχουν υποβληθεί σε μη επιτρεπόμενη αντιπαρασιτική ή χημική επεξεργασία με μηλεϊνικό υδροξείδιο και που έχει ως αποτέλεσμα να απαγορεύει την εισαγωγή προϊόντων που έχουν υποβληθεί σε τέτοια επεξεργασία από άλλο κράτος μέλος, παρίσταται ή όχι δικαιολογημένη ως μέτρο αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας.

7

Κατά τον Mirepoix, κατηγορούμενο στην κύρια δίκη, η επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση αντιβαίνει προς το άρθρο 30 της Συνθήκης και δεν μπορεί να υπαχθεί στις εξαιρέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 36. Πράγματι, δεν υπάρχει πλέον ουσιαστικά αβεβαιότητα ως προς τον επιβλαβή χαρακτήρα του επίδικου προϊόντος· εξάλλου, η γαλλική ρύθμιση δεν περιορίζεται αυστηρά στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου της προστασίας της υγείας, με την απαγόρευση δε που επιβάλλει, παραλείπει να συμβιβάσει τη μέριμνα της προστασίας της υγείας με την υποχρέωση εφαρμογής αποτελεσματικών μεθόδων παραγωγής και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων.

8

Η γαλλική κυβέρνηση προέβαλε ότι, εφόσον η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση δεν περιέχει καμία διάταξη σχετικά με τη χρήση του μηλεϊνικοό υδροξειδίου, τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα να ρυθμίζουν την ύπαρξη καταλοίπων του φυτοφαρμάκου αυτού στα τρόφιμα. Η απαγόρευση που επιβάλλεται από την επίδικη ρύθμιση δικαιολογείται, διότι η ύπαρξη τοξικών καταλοίπων είναι αναγκαία συνέπεια της επεξεργασίας των κρεμμυδιών με μηλεϊνικό υδροξείδιο. Επομένως, το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε ο εθνικός δικαστής πρέπει να οδηγήσει σε λύση όμοια με εκείνη που δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1984 ( Albert Heijn, υπόθεση 94/83, Συλλογή 1984, σ. 3263 ).

9

Κατά την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το επίδικο μέτρο συνιστά μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών, κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης, ασφαλώς όμως δικαιολογείται για λόγους προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης. Πράγματι, πρέπει να ληφθεί υπόψη αφενός μεν η αβεβαιότητα των επιστημονικών γνώσεων επί των ενεργειών των εν λόγω φυτοφαρμάκων, αφετέρου δε οι διαιτητικές συνήθειες των καταναλωτών, οι κλιματολογικές συνθήκες και οι άλλες χρήσεις του μηλεϊνικού υδροξειδίου που διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Εφόσον δηλαδή αυτό που έχει καθοριστική σημασία είναι η συνολική ποσότητα αυτού του φυτοφαρμάκου και άλλων ουσιών με παραπλήσιες ενέργειες, που απορροφάται από τον οργανισμό του καταναλωτή, δικαιολογημένα τα κράτη μέλη ρυθμίζουν τη χρήση τους διαφορετικά, έστω και αν συμφωνούν ως προς την ανώτατη επιτρεπόμενη ημερήσια δόση.

10

Και η Επιτροπή επέμεινε στην ομοιότητα της υπό κρίση υποθέσεως προς την προαναφερθείσα υπόθεση Heijn, τονίζοντας ωστόσο ότι, ενώ στην υπόθεση εκείνη η εθνική ρύθμιση καθόριζε την ανώτατη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα του φυτοφαρμάκου, η εθνική ρύθμιση που είναι υπό κρίση εν προκειμένω απαγορεύει κάθε επεξεργασία των κρεμμυδιών με μηλεϊνικό υδροξείδιο. Κατά την Επιτροπή, « τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης δεν επιτρέπουν σε ένα κράτος μέλος να απαγορεύει την εισαγωγή οπωροκηπευτικών προελεύσεως άλλου κράτους μέλους για το μόνο λόγο ότι έχουν υποβληθεί στο δεύτερο κράτος σε επεξεργασία που δεν επιτρέπεται από την κανονιστική ρύθμιση του πρώτου κράτους. Ένα κράτος μέλος μπορεί, αντιθέτως, να απαγορεύει την εν λόγω εισαγωγή, αν η υπό κρίση επεξεργασία υπερβαίνει αυτές που κρίνονται αποδεκτές ( 1 ) από το ίδιο κράτος μέλος για ανάλογες επεξεργασίες που πραγματοποιούνται στο έδαφος του στο πλαίσιο της πολιτικής του σχετικά με τα φυτοφάρμακα στα τρόφιμα. Για το σκοπό αυτό, οι αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής υποχρεούνται να αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να συλλέγουν τις αναγκαίες πληροφορίες, ζητώντας από τον εισαγωγέα να προσκομίσει τα στοιχεία που διαθέτει, ερχόμενες σε επαφή με τις αρχές του κράτους μέλους που επέτρεψε την επεξεργασία και λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες επιστημονικές πληροφορίες ». Μια εθνική κανονιστική ρύθμιση που δεν επιτρέπει την πραγματοποίηση μιας τέτοιας εξέτασης, όπως συμβαίνει με την επίδικη κανονιστική ρύθμιση, αντιβαίνει στα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης.

11

Πρέπει προεισαγωγικά να σημειωθεί ότι η χρήση του φυτοφαρμάκου, περί του οποίου πρόκειται εν προκειμένω, δεν ρυθμίζεται ούτε από την οδηγία 76/895 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1976, περί του καθορισμού της μεγίστης περιεκτικότητος για τα κατάλοιπα των φυτοφαρμάκων επί και εντός των οπωροκηπευτικών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/016, σ. 179), ούτε από την οδηγία 79/117 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1978, περί απαγορεύσεως της θέσεως σε κυκλοφορία και της χρησιμοποιήσεως φυτοφαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν ορισμένες δραστικές ουσίες ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 46).

12

Η απαγόρευση που επιβάλλει ένα κράτος μέλος για κάθε χρήση του μηλεϊνικού υδροξειδίου για το σύνολο των καλλιεργειών και των προϊόντων συγκομιδής και η συνακόλουθη απαγόρευση εισαγωγής κάθε προϊόντος που έχει υποβληθεί σε επεξεργασία με αυτή την ουσία μπορούν να επηρεάσουν τις εισαγωγές από άλλα κράτη μέλη, όπου η επεξεργασία με την ουσία αυτή επιτρέπεται ολικώς ή μερικώς. Μια τέτοια ρύθμιση συνιστά, ως εκ τούτου, μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό.

13

Πάντως, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση του της 19ης Σεπτεμβρίου 1984, στην υπόθεση Heijn, τα φυτοφάρμακα ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων και για το περιβάλλον, πράγμα που έχει αναγνωριστεί σε κοινοτικό επίπεδο, ιδίως στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της προαναφερθείσας οδηγίας 76/895 του Συμβουλίου, κατά την οποία «τα φυτοφάρμακα αυτά δεν έχουν μόνο ευνοϊκές επιπτώσεις στη φυτική παραγωγή, δεδομένου ότι, κατά γενικό κανόνα, πρόκειται για τοξικές ουσίες ή για παρασκευάσματα με επικίνδυνα αποτελέσματα ». Επομένως, εναπόκειται στα κράτη μέλη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 36 και ελλείψει εναρμονίσεως στο σχετικό θέμα, να αποφασίζουν σε ποιο επίπεδο θέλουν να εξασφαλίζουν την προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων, λαμβάνοντας πάντως υπόψη τις επιταγές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, όπως ορίζονται από τη Συνθήκη και ιδίως από το τελευταίο εδάφιο του εν λόγω άρθρου.

14

Πρέπει, επομένως, να υπομνηστεί, όπως έχει δεχτεί το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Heijn, ότι, θεσπίζοντας μέτρα περί της χρήσεως των παρασιτοκτόνων, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι τα φυτοφάρμακα αποτελούν ουσίες που είναι ταυτόχρονα απαραίτητες για τη γεωργία και βλαβερές για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων. Το γεγονός ότι οι ποσότητες που απορροφώνται από τον καταναλωτή, ιδίως με τη μορφή καταλοίπων πάνω στα τρόφιμα, δεν είναι δυνατό να προβλέπονται και να ελέγχονται δικαιολογεί την ανάγκη λήψεως αυστηρών μέτρων, προκειμένου να περιορισθούν οι κίνδυνοι, τους οποίους διατρέχει ο καταναλωτής, όπως ορθώς υποστήριξε η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

15

Έτσι, τα κράτη μέλη μπορούν, στο βαθμό που η κοινοτική ρύθμιση δεν καλύπτει ορισμένα φυτοφάρμακα, να ρυθμίζουν την ύπαρξη των καταλοίπων αυτών των φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα κατά τρόπο που είναι δυνατό να διαφέρει από χώρα σε χώρα ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες, τη σύνθεση της συνήθους διατροφής του πληθυσμού, καθώς και την κατάσταση της υγείας του τελευταίου.

16

Οι αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής υποχρεούνται εντούτοις να επανεξετάζουν την απαγόρευση χρήσεως ενός φυτοφαρμάκου ή την προβλεπόμενη μέγιστη περιεκτικότητα, εφόσον νομίζουν ότι οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση τέτοιων μέτρων έχουν μεταβληθεί, παραδείγματος χάρη κατόπιν της ανακαλύψεως νέας χρήσεως για το ένα ή το άλλο φυτοφάρμακο ή της εξελίξεως των διαθέσιμων δεδομένων που προκύπτουν από την επιστημονική έρευνα.

17

Οφείλουν επίσης να επιτρέπουν, μέσω μιας διαδικασίας ευχερώς προσιτής στους επιχειρηματίες, τη χορήγηση εξαιρέσεων από την κείμενη ρύθμιση, όταν φαίνεται ότι ορισμένη χρήση του συγκεκριμένου φυτοφαρμάκου δεν ενέχει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

18

Στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει, επομένως, η απάντηση ότι, στο παρόν στάδιο της εξέλιξης της κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης σχετικά με τα προϊόντα διατροφής που υποβάλλονται σε επεξεργασία με φυτοφάρμακα, τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης, αλλά και καμιά άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου, δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να εφαρμόζει στα οπωροκηπευτικά που εισάγονται από άλλο κράτος μέλος την εθνική του κανονιστική ρύθμιση, με την οποία απαγορεύει την εμπορία των προϊόντων αυτών, όταν έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία με μηλε'ίνικό υδροξείδιο.

Επί των δικαστικών εξόδων

19

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1985, το Tribunal de police της Dijon, αποφαίνεται:

 

Στο παρόν στάδιο της εξέλιξης της κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης σχετικά με τα προϊόντα διατροφής που υποβάλλονται σε επεξεργασία με φυτοφάρμακα, τα άρθρα 30 και 36, αλλά και καμιά άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου, δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να εφαρμόζει στα οπωροκηπευτικά που εισάγονται από άλλο κράτος μέλος την εθνική του κανονιστική ρύθμιση, με την οποία απαγορεύει την εμπορία των προϊόντων αυτών, όταν έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία με μηλεϊνικό υδροξείδιο.

 

Everling

Galmot

Κακούρης

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαρτίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

U. Everling


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

( 1 ) Σ.τ.μ: εννοείται: αν οι κίνδυνοι από την υπό κρίση επεξεργασία υπερβαίνουν το όριο που κρίνεται αποδεκτό.

Top