EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document L:2007:276:FULL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 276, 19 Οκτώβριος 2007


Display all documents published in this Official Journal
 

ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 276

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

50ό έτος
19 Οκτωβρίου 2007


Περιεχόμενα

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Επιτροπή

 

 

2007/655/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Ιουλίου 2005, σχετικά με την ενίσχυση που προτίθεται να χορηγήσει η Ιταλία υπέρ του ζωοτεχνικού και του ελαιοκομικού κλάδου βάσει των άρθρων 4 και 5 του νόμου αριθ. 290/99, του άρθρου 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88, καθώς και του νόμου αριθ. 252/91 [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2004) 4769]

1

 

 

2007/656/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 12/05 (πρώην N 611/03) την οποία σκοπεύει να χορηγήσει η Γερμανία υπέρ της εταιρείας e-glass AG [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 6587]  ( 1 )

22

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Επιτροπή

19.10.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 276/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 5ης Ιουλίου 2005

σχετικά με την ενίσχυση που προτίθεται να χορηγήσει η Ιταλία υπέρ του ζωοτεχνικού και του ελαιοκομικού κλάδου βάσει των άρθρων 4 και 5 του νόμου αριθ. 290/99, του άρθρου 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88, καθώς και του νόμου αριθ. 252/91

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2004) 4769]

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2007/655/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους βάσει των προαναφερομένων διατάξεων, και αφού έλαβε υπόψη της τις παρατηρήσεις τους (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με την επιστολή της 6ης Αυγούστου 1998, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 12 Αυγούστου 1998, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, σχέδιο νόμου για την παράταση των προθεσμιών στον γεωργικό κλάδο. Ο νόμος αυτός πρωτοκολλήθηκε ως ενίσχυση αριθ. 490/1998.

(2)

Με την επιστολή της 30ής Νοεμβρίου 1998, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1998, οι ιταλικές αρχές απάντησαν στο αίτημα της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 1998, για παροχή πληροφοριών.

(3)

Με την επιστολή της 13ης Σεπτεμβρίου 1999, η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές να της υποβάλουν τα στοιχεία που είχε ζητήσει με την επιστολή της 28ης Ιανουαρίου 1999, τα οποία δεν είχε λάβει ακόμη. Στην ίδια επιστολή η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές να επιβεβαιώσουν την είδηση που είχε δημοσιευθεί στον τύπο, σύμφωνα με την οποία το σχέδιο νόμου είχε εγκριθεί από το Κοινοβούλιο, ως νόμος αριθ. 290 της 17ης Αυγούστου 1999, και είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας αριθ. 195 της 20ής Αυγούστου 1999.

(4)

Με την επιστολή της 25ης Οκτωβρίου 1999, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1999, οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι το νομοσχέδιο είχε υπερψηφιστεί ως νόμος αριθ. 290/99. Στην ίδια επιστολή επισυναπτόταν το κείμενο του εγκριθέντος ιταλικού νόμου και ορισμένα από τα στοιχεία που είχε ζητήσει η Επιτροπή με την επιστολή της 28ης Ιανουαρίου 1999.

(5)

Βάσει των εν λόγω στοιχείων, το καθεστώς ενισχύσεων καταγράφηκε ως μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση στο σχετικό μητρώο, με αριθμό NN 155/99.

(6)

Με την επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου 2000 (2), η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλία για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά τα άρθρα 4 και 5 του νόμου αριθ. 290/99, το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 της 11ης Μαρτίου 1988 (Δημοσιονομικός νόμος του 1988) και το νόμο αριθ. 252/91 της 8ης Αυγούστου 1991. Στην ίδια επιστολή η Επιτροπή ενημέρωνε επίσης την Ιταλία ότι δεν είχε αντιρρήσεις όσον αφορά τα λοιπά άρθρα (άρθρα 1, 2, 3, 6, 7 και 8) του νόμου αριθ. 290/99, δεδομένου ότι δεν συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(7)

Με την ίδια επιστολή, η Επιτροπή καλούσε την Ιταλία να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (3), εντός ενός μηνός από την παραλαβή της εν λόγω επιστολής, όλα τα έγγραφα, τις πληροφορίες και τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα, προκειμένου να εκτιμηθεί το συμβιβάσιμο των εν λόγω μέτρων.

(8)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την ως άνω διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (4). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(9)

Με την επιστολή της 23ης Μαρτίου 2000, οι ιταλικές αρχές ζήτησαν παράταση κατά 30 ημέρες της προθεσμίας την οποία είχε ορίσει η Επιτροπή για την υποβολή των πληροφοριών που είχαν ζητηθεί με την κίνηση της διαδικασίας.

(10)

Με την επιστολή της 18ης Μαΐου 2000, οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την κίνηση της διαδικασίας.

(11)

Με την επιστολή της 13ης Οκτωβρίου 2000, οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν τις πληροφορίες που είχε ζητήσει η Επιτροπή με την επιστολή της 17ης Ιουλίου 2000.

(12)

Με την επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2001, οι ιταλικές αρχές ζήτησαν παράταση της προθεσμίας που είχε ορίσει η Επιτροπή για την υποβολή των πληροφοριών που είχαν ζητηθεί με την επιστολή της 13ης Δεκεμβρίου 2000.

(13)

Με την επιστολή της 12ης Ιουλίου 2001, οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν τα ζητηθέντα στοιχεία.

(14)

Η Επιτροπή έλαβε επίσης παρατηρήσεις εκ μέρους τρίτων με την επιστολή της 30ής Ιουνίου 2000. Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις αυτές στην Ιταλία, η οποία είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τη γνώμη της. Οι ιταλικές αρχές δεν διατύπωσαν συγκεκριμένα σχόλια σε σχέση με αυτήν την επιστολή.

(15)

Στις 12 Μαρτίου 2002, λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των μέτρων και το γεγονός ότι δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ των μέτρων ενίσχυσης που προβλέπονται στο άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99, αφενός, και, αφετέρου, αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 5 του ίδιου νόμου και στο άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 καθώς και στον νόμο αριθ. 252/91, η Επιτροπή αποφάσισε να διαχωρίσει την υπόθεση σε δύο χωριστούς φακέλους, τον C/7Α/2000 και τον C/7Β/2000, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά το άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99 και ο δεύτερος το άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99, το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 και τον νόμο αριθ. 252/91.

(16)

Με την επιστολή της 5ης Απριλίου 2002 (5), η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλία ότι η τελική της απόφαση ήταν αρνητική όσον αφορά τα μέτρα ενίσχυσης που προβλέπονται στο άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99. Με την ίδια επιστολή, η Επιτροπή ενημέρωσε επίσης την Ιταλία ότι η εν λόγω απόφαση δεν αφορούσε ούτε επηρέαζε τα γεωργικά δάνεια λειτουργίας και βελτίωσης που έληγαν στις 31 Μαρτίου 1998, για τα οποία το άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99 προέβλεπε παράταση. Κατ’ αναλογία, η σχετική απόφαση δεν αφορούσε το άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99, ούτε το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 και τον νόμο αριθ. 252/91, δηλαδή τη νομική βάση για τη χορήγηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99, που εξετάζονται στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης αριθ. C/7B/2000.

(17)

Περαιτέρω στοιχεία υποβλήθηκαν από τις ιταλικές αρχές με την επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2003, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2003 και περιείχε τις πληροφορίες που είχε ζητήσει η Επιτροπή με την επιστολή της 8ης Μαΐου 2002.

(18)

Επακόλουθο της συνεδρίασης των υπαλλήλων της Επιτροπής και των ιταλικών αρχών που διεξήχθη στις 24 Μαρτίου 2004, καθώς και διάφορων ανεπίσημων συζητήσεων με το ίδιο θέμα, ήταν να υποβάλουν οι ιταλικές αρχές, με την επιστολή της 20ής Μαΐου 2004 η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004, αίτημα παράτασης της προθεσμίας υποβολής των επιπλέον στοιχείων που ήταν αναγκαία για την εξέταση του φακέλου.

(19)

Με την επιστολή της 29ης Οκτωβρίου 2004 η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2004, οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν περαιτέρω πληροφορίες. Στην ίδια επιστολή οι ιταλικές αρχές ζητούσαν να τηρηθούν εμπιστευτικά τα οικονομικά στοιχεία, οι πραγματοποιηθείσες παρεμβάσεις και οι οικονομικές καταστάσεις των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

(20)

Με την επιστολή της 24ης Νοεμβρίου 2004, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2004, οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν περαιτέρω στοιχεία. Διευκρίνισαν επίσης ότι δεν είχε υποβληθεί έως εκείνη τη χρονική στιγμή κανένα αίτημα τήρησης του απορρήτου.

(21)

Περαιτέρω πληροφορίες διαβιβάστηκαν με την επιστολή της 4ης Απριλίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 7 Απριλίου 2005.

ΙΙ.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

II.1.   Πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης

(22)

Ο νόμος αριθ. 290/99 προβλέπει παράταση των χρονικών ορίων για διάφορες εργασίες στον γεωργικό κλάδο. Ο νόμος αποτελείται από οκτώ άρθρα. Με την απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή είχε αποφασίσει να μην εγείρει αντιρρήσεις ως προς τα άρθρα 1, 2, 3, 6, 7 και 8 του νόμου, δεδομένου ότι δεν συνιστούσαν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Η απόφαση να κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 αφορούσε, αφετέρου, τα άρθρα 4 και 5 του ίδιου νόμου, καθώς και το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 και τον νόμο αριθ. 252/91, που αποτελούσε τη νομική βάση για τη χορήγηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99.

(23)

Στις 5 Απριλίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε τελική αρνητική απόφαση σχετικά με το άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99. Η παρούσα απόφαση αφορά το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88, τον νόμο αριθ. 252/91 καθώς και το άρθρο 4 (μόνο για τα γεωργικά δάνεια λειτουργίας και βελτίωσης που έληγαν στις 31 Μαρτίου 1998) και το άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99.

II.2.   Πλαίσιο

(24)

Με βάση τις υποβληθείσες πληροφορίες, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, ο ζωοτεχνικός κλάδος στην Ιταλία έπασχε από υπερβολικό κατακερματισμό της παραγωγής με αποτέλεσμα να υπάρχουν ξεπερασμένες δομές, ακατάλληλες για την παραγωγή προϊόντων ποιότητας. Με σκοπό να εκσυγχρονιστεί το σύνολο του συστήματος, ο νόμος αριθ. 87/90, ο οποίος κατόπιν τροποποιήθηκε με τον νόμο αριθ. 252/91, προέβλεπε ενισχύσεις στήριξης ολοκληρωμένων έργων, δηλαδή έργων εκτελούμενων από συστάδα επιχειρήσεων. Τα έργα εντάσσονταν σε πρόγραμμα που είχε εγκρίνει η διυπουργική επιτροπή οικονομικού προγραμματισμού (CIPE), θέτοντας ως προϋπόθεση ότι θα χρηματοδοτούνταν μόνο έργα που θα αναλαμβάνονταν από όμιλο επιχειρήσεων, συνδεόμενων μεταξύ τους, οι οποίες θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν την εκτέλεση του έργου στο σύνολό του. Αυτό σήμαινε επίσης ότι κάθε συμμετέχουσα επιχείρηση ήταν υπεύθυνη για την εκτέλεση του συνόλου του έργου εγγυώμενη (με σχετική ρήτρα) την αλληλέγγυα και εξ ολοκλήρου ευθύνη όλων των συνεργαζόμενων επιχειρήσεων. Ζητούνταν επίσης από όλες τις επιχειρήσεις σημαντική οικονομική συμμετοχή στα έργα μέσω νέας κεφαλαιοποίησης ή, στην περίπτωση συνεταιρισμών, ακόμη και με μορφή δεκαετούς δανείου. Οι εγγυήσεις που ζητούσε το κράτος για τη χορήγηση της ενίσχυσης (εγγύηση για το σύνολο του έργου και κεφαλαιοποίηση των επιχειρήσεων) συνιστούσαν σοβαρή οικονομική δέσμευση για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

(25)

Δεδομένου ότι οι διαθέσιμοι πόροι για την εκτέλεση των ολοκληρωμένων έργων δεν επαρκούσαν για να καλυφθεί η συνολική χρηματοδοτική ανάγκη του κλάδου, χρησιμοποιήθηκαν πρόσθετοι πόροι που προβλέπονταν από τον νόμο αριθ. 67/88 για τη χρηματοδότηση των ίδιων ολοκληρωμένων έργων. Οι εν λόγω παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο σφαιρικού προγράμματος εξορθολογισμού και αναδιάρθρωσης του κλάδου του βοείου κρέατος, το οποίο στην Ιταλία, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ξεκίνησε μόλις στην αρχή της δεκαετίας του ‘90. Άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γαλλία, είχαν ξεκινήσει προγράμματα αναδιάρθρωσης και εξορθολογισμού των σφαγείων από τη δεκαετία του ‘70 (6). Ο μεγάλος αριθμός σφαγείων στην Ιταλία και η ακατάλληλη γεωγραφική κατανομή τους επέβαλλαν δραστική αναδιοργάνωση του κλάδου η οποία, σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί μόνο με μεγάλη δημόσια ενίσχυση και βάσει προγράμματος εκσυγχρονισμού όλου του κλάδου. Προκειμένου να επιβιώσουν, οι ιταλικές επιχειρήσεις όφειλαν να επιταχύνουν τη διαδικασία τεχνολογικής ανανέωσης και οργανωτικής αναδιάρθρωσής τους ακολουθώντας δύο κατευθυντήριες γραμμές:

α)

εξορθολογισμό των συστημάτων παραγωγής μέσω της υιοθέτησης μεθόδων τεχνολογικής βελτίωσης με στόχο την επίτευξη τυποποιημένης παραγωγής σε ανταγωνιστικό κόστος·

β)

διαφοροποίηση παραγωγών υψηλού ποιοτικού επιπέδου και εξορθολογισμό προϊόντων σταθερής και ομοιογενούς ποιότητας.

Το καθήκον εφαρμογής του νόμου αριθ. 67/88 ανατέθηκε σε ομάδα ειδικών, η οποία επιφορτίστηκε να συντάξει πρόγραμμα για επείγοντα μέτρα, να καθορίσει τη στρατηγική θέση και να κρίνει την επιλεξιμότητα των υποβαλλόμενων προς χρηματοδότηση έργων.

Λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της κρίσης του κλάδου του βοείου κρέατος, τα μέτρα που προέβλεπε το πρόγραμμα αφορούσαν κυρίως τον κλάδο αυτό και, σε μικρότερο βαθμό, τους κλάδους του χοίρειου και του πρόβειου κρέατος.

II.3.   Μέτρα

(26)

Ο νόμος αριθ. 67/88, ο οποίος προβλέπει τις επιδοτήσεις επιτοκίων που αναφέρονται στο άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99, καθορίζει τους κανόνες για την κατάρτιση του ετήσιου και του πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού και αποτελεί τον δημοσιονομικό νόμο της Ιταλίας του έτους 1988. Το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου προβλέπει ότι οι γεωργικοί συνεταιρισμοί και οι κοινοπραξίες τους μπορούν να συνάπτουν δάνεια ανώτατου ύψους 700 δισεκατ. ιταλικών λιρετών για την κατασκευή, την αναδιάρθρωση και επέκταση των σφαγείων τους (7). Ο νόμος προβλέπει εκτός αυτού ότι, εντός ορίου 100 δισεκατ. λιρών το 1988 και 50 δισεκατ. λιρετών το 1989, τα εν λόγω δάνεια μπορούν να προορίζονται για εργασίες αναδιάρθρωσης υφιστάμενων χρεών που αφορούν τις προαναφερόμενες δομές και εγκαταστάσεις. Για τα δάνεια αυτά χορηγείται επιδότηση επιτοκίου μέγιστου ύψους 10 εκατοστιαίων μονάδων. Οι διατάξεις της ως άνω παραγράφου εφαρμόζονται επίσης για τη χρηματοδότηση έργων εδραίωσης και ανάπτυξης μονάδων γαλακτοπαραγωγής και κρεατοπαραγωγής των γεωργικών συνεταιρισμών και των κοινοπραξιών τους. Ο νόμος αυτός δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στην Επιτροπή κατά την έννοια του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(27)

Το άρθρο 5 του κοινοποιηθέντος νόμου ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες οι επιδοτήσεις επιτοκίων για δάνεια που έχουν συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 παραμένουν σε ισχύ ακόμη και όταν δεν έχουν τηρηθεί ορισμένοι από τους όρους που τέθηκαν αρχικά. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 5 παράγραφος 2 προβλέπει ότι οι επιδοτήσεις επιτοκίων για δάνεια που έχουν συναφθεί βάσει του ως άνω άρθρου 15 παράγραφος 16 για κοινές δράσεις ανάπτυξης και αναδιάρθρωσης χρεών, παραμένουν σε ισχύ ακόμη και σε περίπτωση μερικής εκτέλεσης του ολοκληρωμένου έργου που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου αριθ. 87/90, όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 1 του νόμου αριθ. 252/91, εφόσον έχει περατωθεί το ολοκληρωμένο έργο που έχει αναλάβει ο δικαιούχος του δανείου. Το άρθρο 5 παράγραφος 3 προβλέπει ότι οι επιδοτήσεις επιτοκίων για δάνεια που έχουν συναφθεί μόνο για αναδιάρθρωση χρεών παραμένουν σε ισχύ ακόμη και σε περίπτωση μη εκτέλεσης, μερικής ή ολικής, του ολοκληρωμένου έργου εφόσον ο δικαιούχος του δανείου υποβάλει δικό του επενδυτικό έργο, το οποίο προτίθεται να πραγματοποιήσει με τμήμα του προϊόντος του χορηγηθέντος δανείου. Η παράγραφος 4 προβλέπει επιπλέον ότι οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται για την πραγματοποίηση ολοκληρωμένου αναπτυξιακού έργου εθνικού ενδιαφέροντος στον ζωοτεχνικό κλάδο, οι οποίες έχουν ήδη γίνει δεκτές για χρηματοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου αριθ. 87/90, όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 1 του νόμου αριθ. 252/91, διατηρούν την κυριότητα και τον προορισμό της επιδότησης ακόμη και όταν δεν έχει εκτελεσθεί το αρχικό ολοκληρωμένο έργο, εφόσον έχουν εκτελέσει εμπρόθεσμα το τμήμα του έργου που τους αναλογεί.

(28)

Το άρθρο 4 προβλέπει μέτρα διευκόλυνσης όσον αφορά τα γεωργικά δάνεια. Ειδικότερα, παρατείνει για δώδεκα μήνες την περίοδο αποπληρωμής των γεωργικών δανείων λειτουργίας και βελτίωσης που έληγαν στις 31 Μαρτίου 1998. Δικαιούχοι των μέτρων είναι γεωργικές εκμεταλλεύσεις, επικεντρωμένες κυρίως στην ελαιοπαραγωγή, της Απουλίας, της Καλαβρίας και της Σικελίας τις οποίες διαχειρίζονται γεωργοί πλήρους απασχόλησης και ιδιοκτήτες ή ελαιοκομικοί συνεταιρισμοί και οι οποίες επλήγησαν από τη σοβαρή κρίση της αγοράς ελαιοκάρπων και ελαιολάδου. Γεωργικές εκμεταλλεύσεις και ελαιοκομικοί συνεταιρισμοί σε άλλες περιοχές με ελαιώνες μπορούν επίσης να θεωρηθούν ότι πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής στα εν λόγω μέτρα με βάση τους ίδιους κανόνες και διαδικασίες εάν επλήγησαν παρομοίως από την κρίση της αγοράς ελαιοκάρπων και ελαιολάδου. Το άρθρο θεωρεί ως επικεντρωμένες κυρίως στην ελαιοπαραγωγή τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και τους ελαιοκομικούς συνεταιρισμούς που αποκτούν από την ελαιοκομική παραγωγή τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό της ακαθάριστης εμπορεύσιμης παραγωγής τους.

(29)

Στις 3 Απριλίου 2002 (8), η Επιτροπή εξέδωσε αρνητική τελική απόφαση όσον αφορά τις ενισχύσεις που προέβλεπε το άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99. Η απόφαση, όπως προκύπτει σαφώς από το κείμενό της, δεν αφορούσε ούτε επηρέαζε τα γεωργικά δάνεια λειτουργίας και βελτίωσης που έληγαν στις 31 Μαρτίου 1998, για τα οποία το άρθρο 4 του νόμου 290/99 προέβλεπε παράταση. Η πτυχή αυτή επομένως εναπόμενε προς εξέταση.

(30)

Ο άλλος νόμος που αναφέρεται στο άρθρο 5 ως νομική βάση για τη χορήγηση διαφόρων μορφών ενίσχυσης είναι ο νόμος αριθ. 252/91, ο οποίος τροποποιεί τον νόμο αριθ. 87/90 σχετικά με επείγοντα μέτρα στον κλάδο της ζωοτεχνίας. Ο νόμος αυτός προβλέπει τη λήψη διαφόρων έκτακτων μέτρων στον κλάδο της ζωοτεχνίας, εφαρμοζόμενων υπό μορφή ολοκληρωμένων έργων εθνικού ενδιαφέροντος, και επιτρέπει τις σχετικές επιδοτήσεις. Ο νόμος επιπλέον προάγει τη σύσταση μετοχικής εταιρείας με κεφάλαιο εγγεγραμμένο σε ποσοστό τουλάχιστον 51 % από το Υπουργείο γεωργικής και δασικής πολιτικής, επιφορτισμένης με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

παροχή εγγυήσεων δανείων·

β)

συγκέντρωση κεφαλαίων προοριζόμενων για χορήγηση επενδυτικών πιστώσεων·

γ)

χορήγηση χρηματοδοτήσεων για μέτρα ανάκτησης χρηματοοικονομικής ισορροπίας και εκκαθάρισης εταιρειών·

δ)

απόκτηση μεριδίων συμμετοχής σε εταιρείες που έχουν συσταθεί για την εκτέλεση ειδικών έργων.

II.4.   Δικαιούχοι

(31)

Γεωργοί του ζωοτεχνικού κλάδου που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία του κρέατος.

II.5.   Προϋπολογισμός

(32)

Ο συνολικός επικαιροποιημένος προϋπολογισμός που προορίζεται για την εκτέλεση ολοκληρωμένων έργων ανέρχεται σε:

 

Νόμος αριθ. 252/91: 97 015 515 581 ιταλικές λιρέτες (περίπου 50 εκατ. ευρώ),

 

Νόμος αριθ. 67/88 (αναπτυξιακά δάνεια): 6 349 660 726 ιταλικές λιρέτες (περίπου 3,280 εκατ. ευρώ),

 

Νόμος αριθ. 67/88 (δάνεια αναδιάρθρωσης χρεών): 1 968 222 804 ιταλικές λιρέτες (περίπου 1,016 εκατ. ευρώ).

III.   ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(33)

Το άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99 ορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι επιδοτήσεις επιτοκίων για δάνεια που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ειδικών νομοθετικών πράξεων παραμένουν σε ισχύ ακόμη και όταν ορισμένοι από τους όρους που τέθηκαν αρχικά δεν έχουν τηρηθεί. Όταν η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, δεν υπήρχαν διαθέσιμες πληροφορίες για τους νόμους στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 5 και συνδέονται άμεσα με την αξιολόγηση του εν λόγω άρθρου. Οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν τα κείμενα των δύο νόμων (του 252/91 και του 67/88) στην Επιτροπή κατόπιν δικού της αιτήματος. Ωστόσο, όταν η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, οι ιταλικές αρχές δεν είχαν ακόμη διαβιβάσει άλλα ή συμπληρωματικά στοιχεία όσον αφορά τους εν λόγω νόμους ή τα μέτρα ενίσχυσης που προβλέπουν. Η Επιτροπή δεν ήταν επομένως σε θέση να αποφανθεί εάν το άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99 αναφερόταν στην ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, καθώς οι ιταλικές αρχές δεν είχαν υποβάλει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με αυτό το θέμα. Ωστόσο, επιτρέποντας σε συγκεκριμένες γεωργικές επιχειρήσεις να εξακολουθούν να λαμβάνουν ειδικές ενισχύσεις, ακόμη και όταν αυτές δεν έχουν επιτύχει να εκπληρώσουν όλες τις υποχρεώσεις που είχαν προβλεφθεί αρχικά προκειμένου να είναι επιλέξιμες για τις εν λόγω ενισχύσεις, το μέτρο φαινόταν να ευνοεί αυτές τις επιχειρήσεις, σε σχέση με άλλες οι οποίες, αν και βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση, είχαν αποδείξει ότι ήταν σε θέση να εκπληρώσουν όλες τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει αρχικά. Το προβλεπόμενο από το άρθρο 5 μέτρο επέτρεπε επομένως τουλάχιστον να τεκμαίρεται η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, γεγονός το οποίο, λόγω έλλειψης πληροφοριών εκ μέρους των ιταλικών αρχών, ήταν δυνατόν να διευκρινιστεί μόνο μέσω της κίνησης της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ.

(34)

Επιπλέον, το άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99 δεν ήταν δυνατόν να αξιολογηθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι νομοθετικές πράξεις που αποτελούσαν τη νομική βάση για τη χορήγηση ειδικών πλεονεκτημάτων (επιδοτήσεων επιτοκίου και χρηματοδοτήσεων) στις οποίες παραπέμπει το εν λόγω άρθρο, δηλαδή το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 και ο νόμος αριθ. 252/91. Τα κείμενα των εν λόγω νομοθετημάτων διαβιβάστηκαν από τις ιταλικές αρχές στην Επιτροπή κατόπιν ρητού αιτήματός της. Αμφότερες οι νομοθετικές πράξεις προβλέπουν σαφώς κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 προβλέπει τη χορήγηση επιδοτούμενων δανείων στους γεωργικούς συνεταιρισμούς και τις κοινοπραξίες για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί επιδότηση επιτοκίου έως 10 % κατ’ ανώτατο όριο. Οι διευκολύνσεις αυτές επομένως ελαφρύνουν την επιβάρυνση που θα επωμίζονταν οι δικαιούχοι γεωργικές εκμεταλλεύσεις εάν κατέβαλαν το πλήρες επιτόκιο που ίσχυε στην αγορά τη στιγμή χορήγησης του δανείου και το οποίο, ωστόσο, θα όφειλε να καταβάλει κάθε επιχείρηση που δεν έγινε δεκτή για την ίδια διευκόλυνση. Η εν λόγω διευκόλυνση, στην περίπτωση αυτή, θα ήταν ίση με τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της αγοράς (9), που ίσχυε τη στιγμή της χορήγησης του δανείου και του πραγματικού (χαμηλότερου) επιτοκίου που κατέβαλαν οι δικαιούχοι χάρη στην κρατική συνεισφορά. Ο δε νόμος αριθ. 252/91 επιτρέπει την παροχή δημοσίων πόρων για την εκτέλεση διαφόρων τύπων έργων στον ζωοτεχνικό κλάδο και με τον τρόπο αυτό ευνοεί τους δικαιούχους αυτών των ενισχύσεων σε σχέση με τις άλλες γεωργικές εκμεταλλεύσεις που οφείλουν να πραγματοποιήσουν παρόμοια έργα στηριζόμενες αποκλειστικά στους δικούς τους οικονομικούς πόρους. Εξ ορισμού, τα δύο προαναφερόμενα μέτρα, φαινόταν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(35)

Κατά τη στιγμή της κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποφανθεί ως προς τη νομιμότητα των μέτρων ενίσχυσης. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της (10), οι ιταλικές αρχές δεν είχαν διευκρινίσει στην Επιτροπή κατά πόσον αυτές οι νομοθετικές πράξεις είχαν ήδη κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ και συνεπώς τα μέτρα που περιείχαν αποτελούσαν τμήμα των καθεστώτων ενισχύσεων που ίσχυαν ήδη και είχαν αξιολογηθεί από την Επιτροπή δυνάμει των άρθρων 87, 88 και 89 της συνθήκης ΕΚ ή, αντιθέτως, δεν είχαν ποτέ κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

(36)

Επί της ουσίας, η Επιτροπή αμφέβαλε εάν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά ορισμένες πτυχές των καθεστώτων ενίσχυσης που προβλέπονται από τις εν λόγω νομοθετικές πράξεις. Με βάση τα τότε διαθέσιμα στοιχεία, τα οποία προέκυψαν από την ανάλυση των κειμένων που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή, ορισμένα από τα μέτρα που περιέχει το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 και ο νόμος αριθ. 252/91, ήταν πράγματι δυνατόν να θεωρηθούν λειτουργικές ενισχύσεις. Ελλείψει πιο συγκεκριμένων και αναλυτικών στοιχείων που να θέτουν σε αμφισβήτηση αυτή την αρχική προσέγγιση, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση παρά να λάβει αρνητική θέση όσον αφορά τις εν λόγω ενισχύσεις.

(37)

Όσον αφορά το άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99, στην ανακοίνωση της απόφασής της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης, η Επιτροπή κάλεσε την Ιταλία να παράσχει όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες όσον αφορά τους αρχικούς όρους χορήγησης των δανείων (επιτόκια, τυχόν εγγυήσεις …), για τα οποία το άρθρο 4 του νόμου 290/99 προέβλεπε παράταση, και το συνολικό ύψος των χορηγηθέντων δανείων, καθώς και να αναφέρει κατά πόσον οι εν λόγω ενισχύσεις εντάσσονταν σε προϋπάρχον καθεστώς ενίσχυσης (και στην περίπτωση αυτή να διευκρινίσουν σε ποιο καθεστώς). Δεδομένου ότι η τελική απόφαση σχετικά με το άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99 δεν αφορούσε ούτε επηρέαζε τα γεωργικά δάνεια λειτουργίας και βελτίωσης που έληγαν στις 31 Μαρτίου 1998, για τα οποία το άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99 προέβλεπε παράταση, εναπόμενε να εξεταστούν τα δάνεια αυτά προκειμένου να επαληθευτεί εάν οι εν λόγω ενισχύσεις είχαν χορηγηθεί με τους όρους της αγοράς (οπότε θα έπρεπε να προσδιοριστούν οι όροι αυτοί) ή εάν εντάσσονταν σε προϋπάρχοντα καθεστώτα ενίσχυσης που είχαν ήδη εγκριθεί από την Επιτροπή (οπότε θα έπρεπε να προσδιοριστούν τα εν λόγω καθεστώτα).

IV.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΒΙΒΑΣΕ Η ΙΤΑΛΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(38)

Μετά την ανακοίνωση της απόφασης να κινηθεί η διαδικασία, και σε απάντηση στα συγκεκριμένα αιτήματα της Επιτροπής, οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν λεπτομερή στοιχεία με τις επιστολές της 18ης Μαΐου 2000, της 13ης Οκτωβρίου 2000, της 5ης Ιουλίου 2001, της 27ης Φεβρουαρίου 2003 και της 29ης Οκτωβρίου 2004, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2004. Τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν με τις επιστολές αυτές πρέπει να αναγνωσθούν στο σύνολό τους, στο βαθμό που οι ιταλικές αρχές, κατόπιν εμπεριστατωμένης έρευνας, αναθεώρησαν ορισμένα από τα αρχικά στοιχεία, ιδίως όσον αφορά τα συγκεντρωτικά οικονομικά στοιχεία. Για το λόγο αυτό, τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν συνοψίζονται στο τμήμα ΙΙΙ.3, με παραπομπή στην αντίστοιχη επιστολή.

V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ

(39)

Η Επιτροπή έλαβε μία μόνο επιστολή από τρίτο μέρος. Την επιστολή αυτή, με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2000, απέστειλε η CONAZO (Consorzio Nazionale Zootecnico — Εθνική Κοινοπραξία Ζωοτεχνίας), ως εκπρόσωπος ενός ομίλου επιχειρήσεων στις οποίες χορηγήθηκαν ενισχύσεις από τις ιταλικές αρχές βάσει των νόμων αριθ. 252/91 και αριθ. 67/88, οι οποίοι αποτελούσαν αντικείμενο της διαδικασίας που είχε κινήσει η Επιτροπή.

(40)

Στην επιστολή της η CONAZO εξέφραζε ιδίως κατάπληξη για το γεγονός ότι, στην ανακοίνωση της απόφασής της να κινήσει τη διαδικασία, η Επιτροπή δήλωνε ρητά ότι δεν είχε προηγουμένως ενημερωθεί για την ύπαρξη του νόμου αριθ. 252/91 και του νόμου αριθ. 67/88 και επομένως για το γεγονός ότι οι ιταλικές αρχές είχαν χορηγήσει ενισχύσεις βάσει των εν λόγω νόμων.

(41)

Σύμφωνα με όσα υποστήριζε η CONAZO, δεν ήταν δυνατόν να μην γνωρίζει η Επιτροπή την ύπαρξη του δραστικού προγράμματος αναδιοργάνωσης των τομέων ζωοτεχνίας και σφαγής, το οποίο είχαν δρομολογήσει οι ιταλικές αρχές από το 1986. Στην ίδια επιστολή, η CONAZO αναφέρεται στο ευρύ πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των δύο προαναφερόμενων κλάδων, το οποίο είχε σχεδιαστεί από την ιταλική διυπουργική επιτροπή οικονομικού προγραμματισμού (CIPE) το 1991. Η κοινοπραξία υπενθυμίζει επίσης ότι οι δραστικές πρωτοβουλίες που είχαν αναληφθεί στον τομέα της σφαγής περιόρισαν σημαντικά τον αριθμό των σφαγείων, τα οποία μειώθηκαν από περισσότερες από 8 500 μονάδες που λειτουργούσαν κατά τη δεκαετία του ‘80 σε 3 000 μονάδες σήμερα.

VI.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

(42)

Κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής δεν είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(43)

Τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης εφαρμόζονται στην παραγωγή και το εμπόριο των προϊόντων για τα οποία οι ιταλικές αρχές αποφάσισαν να χορηγήσουν ενίσχυση. Πράγματι, το άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (11) προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, στην παραγωγή και στο εμπόριο των προϊόντων του κλάδου βοείου κρέατος εφαρμόζονται τα άρθρα 87, 88 και 89 της συνθήκης. Ανάλογη διάταξη περιέχει το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2759/75 του Συμβουλίου της 28ης Οκτωβρίου 1975 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του χοιρείου κρέατος (12) και το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2529/2001 του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2001 για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος (13).

VI.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης

(44)

Το άρθρο 5 του νόμου 290/99 ορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι επιδοτήσεις επιτοκίων για δάνεια που έχουν συναφθεί σύμφωνα με τις νομοθετικές αυτές πράξεις παραμένουν σε ισχύ ακόμη και όταν δεν έχουν εκπληρωθεί οι όροι που προβλέπονταν αρχικά. Ωστόσο, επιτρέποντας σε συγκεκριμένες γεωργικές επιχειρήσεις να εξακολουθούν να λαμβάνουν ειδικές ενισχύσεις, ακόμη και όταν αυτές δεν είχαν επιτύχει να εκπληρώσουν όλες τις υποχρεώσεις που είχαν προβλεφθεί αρχικά προκειμένου να είναι επιλέξιμες για τις εν λόγω ενισχύσεις, το μέτρο φαινόταν να ευνοεί αυτές τις επιχειρήσεις, σε σχέση με άλλες οι οποίες, αν και βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση, είχαν αποδείξει ότι ήταν σε θέση να εκπληρώσουν όλες τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει αρχικά.

(45)

Επιπλέον, το άρθρο 5 του νόμου 290/99 δεν μπορούσε να αξιολογηθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι νομοθετικές πράξεις που αποτελούν τη νομική βάση για τη χορήγηση ειδικών πλεονεκτημάτων (επιδοτήσεων επιτοκίου και χρηματοδοτήσεων) και στις οποίες παραπέμπει το εν λόγω άρθρο, δηλαδή το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 και ο νόμος αριθ. 252/91. Όπως περιγράφεται στις παραγράφους 37 έως 39 ανωτέρω, και οι δύο νομοθετικές πράξεις προβλέπουν σαφώς κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΚ. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 15, παράγραφος 16, του νόμου 67/88 προβλέπει τη χορήγηση επιδοτούμενων δανείων στους γεωργικούς συνεταιρισμούς και τις κοινοπραξίες με επιδότηση επιτοκίου έως 10 % κατ’ ανώτατο όριο. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος ελαφρύνει την επιβάρυνση που θα επωμίζονταν οι δικαιούχοι γεωργικές εκμεταλλεύσεις εάν κατέβαλαν το πλήρες επιτόκιο που ίσχυε στην αγορά τη χρονική στιγμή χορήγησης του δανείου και το οποίο, από άλλη σκοπιά, ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει κάθε επιχείρηση που δεν δικαιούτο την ίδια διευκόλυνση. Η διευκόλυνση στην περίπτωση αυτή είναι ίση με τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της αγοράς, που ίσχυε τη στιγμή της χορήγησης του δανείου, και του (χαμηλότερου) επιτοκίου που πράγματι κατέβαλαν οι δικαιούχοι χάρη στην κρατική ενίσχυση.

(46)

Ο νόμος αριθ. 252/91 επιτρέπει τη χορήγηση δημοσίων πόρων για την εκτέλεση διαφόρων τύπων έργων στον ζωοτεχνικό κλάδο και με τον τρόπο αυτό ευνοεί τους δικαιούχους αυτών των ενισχύσεων σε σχέση με άλλες γεωργικές εκμεταλλεύσεις που οφείλουν να πραγματοποιήσουν παρόμοια έργα στηριζόμενες αποκλειστικά σε ίδιους οικονομικούς πόρους. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης μιας επιχείρησης ως αποτέλεσμα κρατικής οικονομικής ενίσχυσης οδηγεί σε πιθανή στρέβλωση του ανταγωνισμού ως προς άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που δεν λαμβάνουν παρόμοια ενίσχυση. Επιπλέον, ο όγκος των ενδοκοινοτικών συναλλαγών στο ζωοτεχνικό κλάδο είναι πολύ μεγάλος (14) και το μέτρο μπορεί συνεπώς να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(47)

Η Επιτροπή συμπεραίνει επομένως ότι το εν λόγω μέτρο εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

VI.1. α)   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης

(48)

Η απαγόρευση του άρθρου 87 παράγραφος 1 ακολουθείται από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3.

(49)

Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 προφανώς δεν εφαρμόζονται λόγω της φύσης της ενίσχυσης και των στόχων της. Εξάλλου η Ιταλία δεν υποστήριξε ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 87 παράγραφος 2.

(50)

Το άρθρο 87 παράγραφος 3 διευκρινίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες μια κρατική ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Το συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά πρέπει να αξιολογηθεί από τη σκοπιά της Κοινότητας και όχι ενός μόνο κράτους μέλους.

(51)

Το άρθρο 87, παράγραφος 3 στοιχείο α) προφανώς δεν έχει εφαρμογή δεδομένου ότι η ενίσχυση δεν προορίζεται να ευνοήσει την οικονομική ανάπτυξη περιοχών όπου το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση.

(52)

Όσον αφορά το άρθρο 87 παράγραφος 3, στοιχείο β), η εξεταζόμενη ενίσχυση δεν προορίζεται να προωθήσει την υλοποίηση σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή να άρει σοβαρή διαταραχή της ιταλικής οικονομίας.

(53)

Η ενίσχυση δεν προορίζεται ούτε είναι κατάλληλη για την προώθηση των στόχων του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ).

(54)

Κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης μπορούν να θεωρούνται συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις που προορίζονται για τη διευκόλυνση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο στο κοινό συμφέρον. Το κοινοποιηθέν καθεστώς ενισχύσεων πρέπει επομένως να αξιολογηθεί βάσει του προαναφερθέντος άρθρου και των ειδικών διατάξεων που ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση.

(55)

Όλα τα ολοκληρωμένα έργα που έχουν λάβει ενισχύσεις βάσει του νόμου αριθ. 67/88 και του νόμου αριθ. 252/91 έχουν εγκριθεί πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1992 (15) Οι σχετικές οικονομικές δεσμεύσεις εγκρίθηκαν πριν την ίδια ημερομηνία. Οι εν λόγω ενισχύσεις δεν κοινοποιήθηκαν ποτέ στην Επιτροπή και είναι επομένως παράνομες κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Σύμφωνα με το σημείο 23.3 που περιλαμβάνεται στις «Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις στον γεωργικό κλάδο» (16), οι παράνομες ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 πρέπει να αξιολογούνται σύμφωνα με τους κανόνες και τους προσανατολισμούς που ίσχυαν κατά την ημερομηνία χορήγησής τους.

(56)

Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, όλες οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν συνδέονταν με επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των πέντε ολοκληρωμένων έργων που εγκρίθηκαν (17). Οι επενδύσεις πραγματοποιήθηκαν είτε σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής (ζωοτεχνία) είτε σε επίπεδο μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων.

(57)

Οι επενδύσεις που θεωρήθηκαν επιλέξιμες για ενίσχυση αφορούσαν κυρίως: τεχνολογικό και υγειονομικό εκσυγχρονισμό, ενίσχυση των σφαγείων, διάθεση και χρήση υποπροϊόντων, γραμμές επεξεργασίας και συσκευασίας κρέατος, προσαρμογή χώρων και εγκαταστάσεων με σκοπό την καλύτερη παρουσίαση των προϊόντων, αγορά παραγωγικών δομών και εγκαταστάσεων επεξεργασίας και εμπορίας με σκοπό τη βελτίωση της τεχνολογίας παραγωγής, αγορά εγκαταστάσεων που ευνοούν την ανάπτυξη ποιοτικών διαδικασιών. Στην αξιολόγηση των συνολικών έργων λήφθηκαν υπόψη και οι επενδύσεις σε άυλες δραστηριότητες όπως η εμπορία και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, αλλά αυτές οι επενδύσεις δεν χρηματοδοτήθηκαν ποτέ.

(58)

Οι ακόλουθοι τύποι δαπανών δεν είχαν θεωρηθεί ως επιλέξιμοι για ενίσχυση:

δραστηριότητες προώθησης και διαφήμισης,

άυλες επενδύσεις όπως είναι τα εμπορικά σήματα,

δαπάνες σχεδιασμού και κατασκευής,

δαπάνες αντιμετώπισης νομικών, διοικητικών και φορολογικών θεμάτων.

VI.1. α) 1.   Επενδύσεις που αφορούν τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων

(59)

Τη χρονική στιγμή κατά την οποία εγκρίθηκαν τα έργα και οι σχετικές δεσμεύσεις, η Επιτροπή θεωρούσε συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά όλες τις επενδύσεις των οποίων η ένταση ενίσχυσης δεν υπερέβαινε τις μέγιστες εντάσεις ενίσχυσης που αποδεχόταν κανονικά η Επιτροπή για τον κλάδο, δηλαδή ποσοστό 55 % (75 % για τις περιφέρειες του στόχου 1) όταν επρόκειτο για έργα σύμφωνα με τα τομεακά προγράμματα ή τα γενικά κριτήρια που καθόρισε ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 (18) και ποσοστό 35 % (50 % για τις περιφέρειες του στόχου 1) για όλα τα άλλα έργα, υπό τον όρο ότι δεν αποκλείονταν από τα κριτήρια επιλογής του παραρτήματος της απόφασης της Επιτροπής της 7ης Ιουνίου 1990 σχετικά με τις επενδύσεις που θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν στο πλαίσιο των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 και (ΕΟΚ) αριθ. 867/90, χρησιμοποιούμενα με τις κατάλληλες προσαρμογές στην εφαρμογή του άρθρου 87 της συνθήκης.

(60)

Είναι επομένως αναγκαίο να διαλευκανθεί εάν για τις επενδύσεις που έτυχαν ενισχύσεων είχαν τηρηθεί πράγματι οι απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 και οι προβλεπόμενοι περιορισμοί για τον κλάδο της απόφασης της Επιτροπής της 7ης Ιουνίου 1990. Το σημείο 2.10 του παραρτήματος της προαναφερόμενης απόφασης, η οποία αφορά ρητά τον κλάδο του κρέατος και των αυγών, καθορίζει τις επενδύσεις προτεραιότητας, δηλαδή τις επενδύσεις που αντιμετωπίζονται ιδιαιτέρως ευνοϊκά από την Επιτροπή, καθώς θεωρείται ότι διευκολύνουν περισσότερο από άλλες την ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου κλάδου.

(61)

Όσον αφορά τις επενδύσεις προτεραιότητας, η Επιτροπή διάκειται ευνοϊκά στη δημιουργία εγκαταστάσεων κοπής συνδεόμενων με τα σφαγεία, ιδίως σε παραγωγικές περιοχές όπου δεν υπάρχουν εγκαταστάσεις αυτού του τύπου. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο σημείο αποκλείει όλες τις επενδύσεις που οδηγούν σε αύξηση της δυναμικότητας σφαγής χοίρων, βοοειδών, αιγοπροβάτων και πουλερικών, εκτός εάν συνοδεύεται από την παύση λειτουργίας μιας μονάδας ισοδύναμης δυναμικότητας της ίδιας ή άλλης επιχείρησης ή, στην περίπτωση χοίρων, βοοειδών, αιγοπροβάτων και πουλερικών εκτός των κοτόπουλων, το επίπεδο παραγωγής της περιοχής υποδεικνύει μείωση του παραγωγικού δυναμικού.

(62)

Όπως ανέφεραν οι ιταλικές αρχές, μόνο ορισμένες από τις επενδύσεις που πραγματοποίησαν αφορούσαν τη δημιουργία εγκαταστάσεων κοπής. Δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσουν το ποσοστό των επενδύσεων που προοριζόταν για τις εγκαταστάσεις κοπής, είναι αναγκαίο να επιβεβαιωθεί εάν οι εν λόγω επενδύσεις αποκλείονται βάσει όσων αναφέρονται ρητά στο σημείο 2.10, δηλαδή εάν αυτές οδήγησαν σε αύξηση της δυναμικότητας σφαγής, εκτός εάν συνοδεύτηκαν από παύση λειτουργίας μιας μονάδας ισοδύναμης δυναμικότητας της ίδιας ή άλλης επιχείρησης (19).

(63)

Στην επιστολή της 12ης Ιουλίου 2001, οι ιταλικές αρχές υπογράμμισαν ότι οι επενδύσεις στον τομέα της σφαγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο επτά έργων. Υπέβαλαν επίσης στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, για κάθε μονάδα που συμμετείχε στο έργο, η δυναμικότητα σφαγής μετά την ολοκλήρωση του έργου είναι συνολικά μικρότερη από την αρχική κατά 30 κεφαλές/ώρα. Συνεπώς τηρήθηκε η απαίτηση του σημείου 2.10 του παραρτήματος της απόφασης 90/342/ΕΟΚ.

(64)

Οι εντάσεις ενίσχυσης, εκφραζόμενες σε ακαθάριστο ισοδύναμο επιδότησης, σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στους προσανατολισμούς σε θέματα κρατικών ενισχύσεων για περιφερειακούς σκοπούς (Orientamenti in materia di aiuti di Stato a finalità regionale) (20) και συμπεριλαμβάνοντας όλες τις μορφές κρατικής ενίσχυσης που έχουν χορηγηθεί βάσει των νόμων αριθ. 252/91 και αριθ. 67/88 (ο νόμος αριθ. 290/1999 δεν τροποποιούσε τις εντάσεις ενίσχυσης, τον όγκο ενίσχυσης, ούτε τους δικαιούχους ενίσχυσης βάσει των νόμων αριθ. 252/91 και 67/88), δεν υπερέβαιναν το ποσοστό ενίσχυσης 75 % (για τις επενδύσεις σε περιφέρειες στόχου Ι) και το ποσοστό ενίσχυσης 55 %, το οποίο επιτρεπόταν τότε για επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων σε περιφέρειες άλλες από αυτές του στόχου 1. Ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης, σε όλες τις εξεταζόμενες επενδύσεις επομένως τηρήθηκαν οι μέγιστες εντάσεις ενίσχυσης που επέτρεπε η ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία εκείνη τη χρονική περίοδο, όπως φαίνεται στον πίνακα 1.

Πίνακας 1

Επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας

 

 

Επιλέξιμες δαπάνες (ITL)

Συνολική συνεισφορά (ITL)

%

CONAZO

Επενδύσεις σε μειονεκτικές περιοχές

4 972 623 097

3 729 467 323

75,00

 

Επενδύσεις σε λοιπές περιοχές

48 753 248 149

26 480 183 539

54,31

FIORUCCI

Επενδύσεις

39 831 488 798

14 170 000 000

35,57

GUARDAMIGLIO

Επενδύσεις

15 296 548 104

5 477 000 000

35,81

INALCA

Επενδύσεις

139 597 581 320

42 502 000 000

30,45

PRUNOTTO

Επενδύσεις

4 243 327 136

1 930 000 000

45,48

CAMALLEVAMENTI

Επενδύσεις

4 667 623 201

2 567 192 000

55,00

C.L.S.M.

Επενδύσεις

6 067 000 000

3 260 533 100

53,74

(65)

Σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 866/90, τα εν λόγω μέτρα αποσκοπούν στην ορθολογική οργάνωση και ανάπτυξη των εργασιών συσκευασίας, διατήρησης, επεξεργασίας και μεταποίησης των γεωργικών προϊόντων ή ανακύκλωσης των υποπροϊόντων ή των καταλοίπων παρασκευής, στη βελτίωση της διάθεσης στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης της διαφάνειας κατά τη διαμόρφωση των τιμών, στην εφαρμογή νέων τεχνικών μεταποίησης, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης νέων προϊόντων, υποπροϊόντων ή αγορών, καθώς και καινοτόμων επενδύσεων και στη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων.

(66)

Οι επιλέξιμες δαπάνες σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 περιορίζονται στις εξής:

αγορά ακινήτων, πλην της αγοράς γης·

αγορά νέων μηχανημάτων και εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων πληροφορικής και λογισμικού·

γενικά έξοδα, ιδίως αμοιβές αρχιτεκτόνων, μηχανικών, συμβούλων, έξοδα μελετών σκοπιμότητας εντός του ορίου 12 % των προαναφερόμενων δαπανών.

(67)

Όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια (βλέπε σημεία 80-98), οι ανάγκες ανάκτησης χρηματοοικονομικής ισορροπίας αποκλείστηκαν από τις επιλέξιμες δαπάνες, οι οποίες επαναϋπολογίστηκαν μόνο βάσει εξόδων συνδεόμενων άμεσα με τις επενδύσεις και με τις επιλέξιμες για ενίσχυση δαπάνες. Επιπλέον, το πρόγραμμα του CIPE απέβλεπε ειδικά στην εξασφάλιση της συνέπειας και της συμμόρφωσης με τα πρότυπα του ΠΟΕ.

(68)

Βάσει των ανωτέρω, οι ενισχύσεις που χορήγησαν οι ιταλικές αρχές, με σκοπό την πραγματοποίηση των επενδύσεων που προβλέπονται στο πλαίσιο των ανωτέρω περιγραφόμενων ολοκληρωμένων έργων, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ. Αυτό ισχύει ωστόσο μόνο για τις ενισχύσεις που χορηγούνται για υλοποίηση των επενδύσεων, αποκλειομένων των ενισχύσεων για ανάκτηση χρηματοοικονομικής ισορροπίας των αντίστοιχων επιχειρήσεων και των ενισχύσεων που συνδέονται με δάνεια αναδιάρθρωσης χρεών, οι οποίες αξιολογούνται στις επόμενες παραγράφους.

VI.1. α) 2.   Επενδύσεις στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις

(69)

Όπως εξηγήθηκε ήδη, το εξεταζόμενο καθεστώς προέβλεπε επίσης ενισχύσεις για επενδύσεις σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής πραγματοποιούμενες από κοινοπραξίες επιχειρήσεων σε συμφωνία με το βασικό προορισμό του συνόλου του έργου.

(70)

Χορηγήθηκε ενίσχυση στις εταιρείες CONAZO, GEA και Val di Cesola (21). Οι επιλέξιμες δαπάνες και η συνολική ενίσχυση που χορηγήθηκε παρουσιάζονται στον πίνακα 2:

Πίνακας 2

Επενδύσεις στον κλάδο της παραγωγής

 

Σύνολο των επιλέξιμων δαπανών ITL

Συνολική συνεισφορά ITL

%

CONAZO

7 652 930 000

2 678 525 500

35,00

G E A

2 368 708 000

558 831 181

23,59

Val di Cesola

553 923 850

278 830 197

50,34

(71)

Κατά την ημερομηνία έγκρισης διάφορων έργων και της επακόλουθης χορήγησης των σχετικών πόρων, οι ενισχύσεις για επενδύσεις στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις αξιολογήθηκαν βάσει των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2328/91 του Συμβουλίου για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των γεωργικών διαρθρώσεων (22). Ο κανονισμός, ο οποίος εισήγαγε σύστημα άμεσης μερικής χρηματοδότησης για τη βελτίωση της αποδοτικότητας των γεωργικών επιχειρήσεων, εφαρμόστηκε σε μεμονωμένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Ο κανονισμός είχε θεσπίσει κοινό πλαίσιο δράσης που επέτρεπε στα κράτη μέλη ή τα υποχρέωνε να εφαρμόσουν ορισμένα καθεστώτα ενισχύσεων, τα οποία λάμβαναν μερική χρηματοδότηση σε κοινοτικό επίπεδο. Συγχρόνως, ο κανονισμός είχε θεσπίσει ένα πλαίσιο για τη χορήγηση συγκεκριμένων τύπων εθνικών ενισχύσεων εκ μέρους των κρατών μελών. Το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2328/91 όριζε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρεπόταν στα κράτη μέλη να χορηγούν κρατικές ενισχύσεις με σκοπό την επίτευξη των στόχων του ίδιου του κανονισμού. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 35 δήλωνε ότι ο κανονισμός «δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να λαμβάνουν, στον τομέα που καλύπτει ο κανονισμός, εξαιρέσει του τομέα που διέπεται από το άρθρο 2, τα άρθρα 6 έως 9, το άρθρο 11, το άρθρο 12 παράγραφοι 2, 3 και 4 και το άρθρο 17, συμπληρωματικά μέτρα ενίσχυσης, οι όροι ή οι τρόποι χορήγησης των οποίων διαφέρουν από τους προβλεπόμενους στον παρόντα κανονισμό ή των οποίων τα ποσά υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα σ’ αυτόν ανώτατα όρια, με την επιφύλαξη ότι τα μέτρα αυτά λαμβάνονται σύμφωνα με τα άρθρα 92, 93 και 94 της συνθήκης». Η παράγραφος 2 του άρθρου 35 προέβλεπε ότι «Με εξαίρεση την παράγραφο 2 του άρθρου 92 της συνθήκης, οι διατάξεις των άρθρων 92, 93 και 94 της συνθήκης, δεν εφαρμόζονται στα μέτρα ενίσχυσης που διέπονται από το άρθρο 2, τα άρθρα 6 έως 9, το άρθρο 11, το άρθρο 12 παράγραφοι 2, 3 και 4 και το άρθρο 17».

(72)

Επομένως οι διατάξεις του άρθρου 35 καθόριζαν σαφώς τους τύπους των ενισχύσεων που είχαν δικαίωμα να χορηγήσουν τα κράτη μέλη, γεγονός που περιόριζε το πεδίο παρέμβασης των κρατών μελών όσον αφορά τις καθαρώς κρατικές ενισχύσεις. Στην πράξη, τα κράτη μέλη είχαν υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε απόφαση χορήγησης ενίσχυσης σε πρωτοβουλίες συμπεριλαμβανόμενες στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, είτε στο πλαίσιο της διαδικασίας που προέβλεπε ο ίδιος ο κανονισμός για τη χορήγηση κοινοτικής συγχρηματοδότησης είτε στο πλαίσιο των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις. Οι ιταλικές αρχές δεν κοινοποίησαν στην Επιτροπή τις εξεταζόμενες ενισχύσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2328/91 προκειμένου να ληφθεί κοινοτική συγχρηματοδότηση ή να χορηγηθούν ενισχύσεις βάσει του άρθρου 12, παράγραφοι 2, 3 και 4 του ίδιου κανονισμού. Οι ενισχύσεις αυτές πρέπει επομένως να αξιολογηθούν σύμφωνα με τα άρθρα 87, 88 και 89 της συνθήκης εντός των ορίων και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός.

(73)

Το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2328/91 προσδιορίζει τους τύπους επενδύσεων που μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τα κράτη μέλη με αποκλειστικά δικούς τους πόρους. Όπως δηλώνεται στο άρθρο 35, τα άρθρα 87, 88 και 89 της συνθήκης δεν έχουν εφαρμογή στις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 12. Οι εν λόγω ενισχύσεις μπορούν επομένως να αξιολογηθούν μόνο με βάση τις παραγράφους 1 και 5 του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2328/91.

(74)

Οι επενδύσεις βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 1 αποτελούν συμπληρωματικές ενισχύσεις τις οποίες μπορούν, υπό αυστηρά καθορισμένες προϋποθέσεις, να χορηγούν τα κράτη μέλη επιπλέον αυτών που χορηγούνται βάσει του συστήματος ενισχύσεων συγχρηματοδοτούμενων από την Κοινότητα, δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2328/91. Αυτές οι συμπληρωματικές ενισχύσεις μπορούν να χορηγηθούν μόνο σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός (άρθρα 5 έως 9) όσον αφορά την επιλεξιμότητα για κοινοτικές ενισχύσεις και μόνο για συμπλήρωση συγχρηματοδοτούμενων ενισχύσεων που έχουν προηγουμένως εγκριθεί. Οι εξεταζόμενες ενισχύσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω παραγράφου, δεδομένου ότι αυτή αφορά μόνο ενισχύσεις προοριζόμενες για συμπλήρωση συγχρηματοδοτούμενων ενισχύσεων που έχουν προηγουμένως εγκριθεί.

(75)

Το άρθρο 12 παράγραφος 5 προσδιόριζε τους τύπους ενισχύσεων για επενδύσεις που δεν υπόκεινται στις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που προβλέπονται από τις άλλες διατάξεις του άρθρου και που μπορούσαν καταρχήν να εγκριθούν:

μέτρα ενίσχυσης για την αγορά γηπέδων,

επιδοτούμενες πιστώσεις διαχείρισης, η διάρκεια των οποίων δεν υπερβαίνει μια γεωργική περίοδο,

μέτρα ενίσχυσης για την αγορά αρσενικών ζώων αναπαραγωγής,

εγγυήσεις για τα συναπτόμενα δάνεια, περιλαμβανομένων των τόκων,

μέτρα ενίσχυσης για επενδύσεις που αφορούν την προστασία και τη βελτίωση του περιβάλλοντος, εφόσον δεν επιφέρουν αύξηση της παραγωγής,

μέτρα για επενδύσεις που στοχεύουν στη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής στα κτηνοτροφεία, καθώς και στην τήρηση των κοινοτικών προτύπων σε θέματα καλής διαβίωσης των ζώων ή των εθνικών προτύπων όταν αυτά είναι αυστηρότερα από τα κοινοτικά, υπό την προϋπόθεση ότι οι επενδύσεις αυτές δεν συνεπάγονται αύξηση της παραγωγής και εφόσον είναι συμβατές με τα άρθρα 87 και 88 (τότε 92 και 93) της συνθήκης.

(76)

Οι ιταλικές αρχές, δήλωσαν, με την επιστολή της 13ης Οκτωβρίου 2000, ότι μόνο για τρία έργα χορηγήθηκαν ενισχύσεις, βάσει του νόμου αριθ. 252/91, για επενδύσεις στην πρωτογενή παραγωγή. Οι εν λόγω επενδύσεις αποσκοπούσαν στην αναδιάρθρωση και τη βελτίωση κέντρων αναπαραγωγής με σκοπό τη μείωση του κόστους παραγωγής, τη βελτίωση της ποιότητας και τη βελτίωση της υγιεινής και των συνθηκών διαβίωσης των ζώων. Συνολικά οι επενδύσεις επέτρεψαν τη βελτίωση του εξαερισμού των χώρων, τη μείωση της πυκνότητας των ζώων, τη βελτίωση του φωτισμού, της υδροδότησης κ.λπ. Οι ιταλικές αρχές βεβαίωσαν ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε για την εκτέλεση των επενδύσεων που υπερέβαιναν τα κοινοτικά πρότυπα σε θέματα υγιεινής και καλής διαβίωσης των ζώων που καθορίζονται στην οδηγία 91/629/ΕΟΚ (23) και στην οδηγία 91/630/ΕΟΚ (24). Στην επιστολή της 24ης Νοεμβρίου 2004, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2004, οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν κατάλογο των επενδύσεων για να αποδείξουν ότι οι επενδύσεις αυτές είχαν στόχο τη βελτίωση της υγιεινής και της καλής διαβίωσης των ζώων και υπερέβαιναν τα ισχύοντα εκείνη την εποχή πρότυπα σε θέματα υγιεινής και καλής διαβίωσης των ζώων. Κάθε χρηματοδοτούμενο έργο αποτέλεσε αντικείμενο ελέγχων από επιτροπή επιθεώρησης του Υπουργείου και της αρμόδιας περιφέρειας με σκοπό να επαληθευθεί ότι επιτεύχθηκαν οι στόχοι των έργων.

(77)

Δεν σημειώθηκε υπέρβαση της μέγιστης έντασης ενίσχυσης που προέβλεπε ο κανονισμός (35 % και 75 % στις μειονεκτικές περιφέρειες), συμπεριλαμβανόμενων όλων των δημόσιων πόρων ενίσχυσης που μεταφέρθηκαν στις εν λόγω επενδύσεις.

(78)

Επιπλέον, οι αρχές βεβαίωσαν ότι ο συνολικός αριθμός ζώων δεν αυξήθηκε μετά την εκτέλεση των επενδύσεων και ότι όλες οι επενδύσεις πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2328/91.

(79)

Όπως θα προσδιοριστεί στο τμήμα VI.1 α)3, οι επιλέξιμες δαπάνες δεν περιλαμβάνουν τις λεγόμενες απαιτήσεις ανάκτησης χρηματοοικονομικής ισορροπίας, ούτε τα δάνεια αναδιάρθρωσης των χρεών.

(80)

Με βάση τα προαναφερόμενα, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από τις ιταλικές αρχές και προορίζονταν για επενδύσεις στην πρωτογενή παραγωγή που προαναφέρθηκαν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ.

VI.1. α) 3.   Ενισχύσεις για την ανάκτηση χρηματοοικονομικής ισορροπίας των επιχειρήσεων και την αναδιάρθρωση των χρεών

(81)

Όπως αναφέρθηκε ήδη στο προηγούμενο τμήμα, το άρθρο 5 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 290/99 ορίζει ότι οι επιδοτήσεις επιτοκίων για δάνεια που έχουν συναφθεί βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 για κοινές δράσεις ανάπτυξης και αναδιάρθρωσης χρεών, παραμένουν σε ισχύ ακόμη και σε περίπτωση μερικής εκτέλεσης του ολοκληρωμένου έργου που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου αριθ. 87/90, όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 1 του νόμου αριθ. 252/91, εφόσον το ολοκληρωμένο έργο του δικαιούχου του δανείου έχει ολοκληρωθεί. Το άρθρο 5 παράγραφος 3 προβλέπει ότι οι επιδοτήσεις επιτοκίων για δάνεια που έχουν συναφθεί βάσει του ως άνω νόμου μόνο για αναδιάρθρωση χρεών παραμένουν σε ισχύ ακόμη και εάν δεν έχει εκτελεστεί, εν μέρει ή πλήρως, το ολοκληρωμένο έργο εφόσον ο δικαιούχος του δανείου υποβάλει δικό του επενδυτικό έργο το οποίο προτίθεται να πραγματοποιήσει με τμήμα του προϊόντος του χορηγηθέντος δανείου.

(82)

Οι επιδοτήσεις δανείων σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99 που αποτέλεσαν αντικείμενο της αρχικής αξιολόγησης της Επιτροπής, προβλέπονται από τον νόμο αριθ. 67/88. Στο άρθρο 15 παράγραφος 16 του ως άνω νόμου, για το οποίο η Επιτροπή είχε αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία, προβλέπεται ότι οι συνεταιρισμοί και οι κοινοπραξίες τους μπορούν να συνάψουν δάνεια συνολικού ανωτάτου ορίου 700 δισεκατ. ιταλικών λιρετών για κατασκευή, αναδιάρθρωση και επέκταση σφαγείων. Στο άρθρο προβλέπεται ακόμη ότι τα εν λόγω δάνεια μπορούν επίσης να προορίζονται, εντός ορίου 100 δισεκατ. ιταλικών λιρετών για το έτος 1998 και 50 δισεκατ. ιταλικών λιρετών για το έτος 1989, για αναδιάρθρωση υφιστάμενων χρεών σχετικών με τις ως άνω δομές και εγκαταστάσεις.

(83)

Το άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99 και το άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 προσφέρουν επομένως τη δυνατότητα χρησιμοποίησης των προβλεπόμενων πιστώσεων για σκοπούς, μεταξύ άλλων, αναδιάρθρωσης χρεών.

(84)

Επιπλέον, βάσει των στοιχείων που διαβιβάστηκαν από τις ιταλικές αρχές στην απαντητική επιστολή τους σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας από την Επιτροπή (25), στο πλαίσιο του νόμου αριθ. 252/91, το ιταλικό κράτος έλαβε επίσης υπόψη τις ονομαζόμενες «ανάγκες ανάκτησης χρηματοοικονομικής ισορροπίας». Σύμφωνα με τις ίδιες αρχές, η εκτέλεση του έργου απαιτούσε υψηλή οικονομική δέσμευση τόσο για την υλοποίηση του «αναπτυξιακού έργου» όσο και για την ανάκτηση χρηματοοικονομικής ισορροπίας λόγω της οικονομικής δέσμευσης που επέφερε (26). Οι απαιτήσεις «ανάκτησης χρηματοοικονομικής ισορροπίας» θεωρήθηκαν πρόσθετο στοιχείο σε σχέση με τις επενδύσεις καθώς συνδέονταν στενά με τα χρηματικά ποσά που δημιουργούσαν αυτές οι επενδύσεις.

(85)

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι τμήμα των πιστώσεων που χορήγησαν οι ιταλικές αρχές στις επιχειρήσεις για τα σχετικά έργα είχαν στην πραγματικότητα στόχο να επιτρέψουν στις εν λόγω επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν το οικονομικό βάρος που συνεπάγονται οι εν λόγω επενδύσεις, δεν είναι όμως στενά συνδεδεμένο με αυτές.

(86)

Η Επιτροπή εξαρχής εξέφραζε αμφιβολίες όσον αφορά το συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά των ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση χρεών που προέβλεπε ο νόμος αριθ. 67/88 και αυτών που προορίζονταν για την ανάκτηση χρηματοοικονομικής ισορροπίας, οι οποίες χορηγήθηκαν βάσει του νόμου αριθ. 252/91. Στην απαντητική επιστολή τους σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας, της 18ης Μαΐου 2000, οι ιταλικές αρχές υποστήριξαν ότι και τα δύο μέτρα ενίσχυσης είχαν χορηγηθεί για επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των προβλεπόμενων ολοκληρωμένων έργων. Πράγματι οι ιταλικές αρχές δήλωσαν ότι ο νόμος αριθ. 67/88 είχε συνδέσει την αναγνώριση της αναδιάρθρωσης των χρεών με την υλοποίηση των επενδυτικών έργων. Κατά τη γνώμη τους, το δάνειο αναδιάρθρωσης των χρεών είχε στόχο μόνο να επανακτήσουν οι συνεταιρισμοί ρευστότητα και από την άποψη αυτή λειτουργούσε ως επιδότηση. Το δάνειο αναδιάρθρωσης ήταν οικονομική πράξη συνδεόμενη πάντοτε με ένα επενδυτικό έργο.

(87)

Παρά τις διαβεβαιώσεις αυτές, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με τις προαναφερόμενες ενισχύσεις δηλώνοντας ότι, σε αντίθεση με όσα υποστήριζαν οι ιταλικές αρχές, από τη δοθείσα περιγραφή και από τα κείμενα των νόμων, οι ενισχύσεις φαίνονταν να έχουν στόχο την ελάφρυνση των δικαιούχων από τις οικονομικές τους δυσχέρειες χωρίς καμία σύνδεση με την υλοποίηση των επενδύσεων. Στην ίδια επιστολή στην οποία εξέφραζε τις επιφυλάξεις της, η Επιτροπή καλούσε επιπλέον τις ιταλικές αρχές να διευκρινίσουν εάν οι εν λόγω ενισχύσεις ήταν σύμφωνες με τυχόν διατάξεις που ίσχυαν κατά τη χρονική στιγμή χορήγησης των ενισχύσεων.

(88)

Στην απάντησή τους στην ως άνω επιστολή (27), οι ιταλικές αρχές δήλωσαν ότι, όσον αφορά την ανάκτηση χρηματοοικονομικής ισορροπίας, οι προβλεπόμενες οικονομικές πρωτοβουλίες λάμβαναν υπόψη τις συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες κάθε ολοκληρωμένου έργου. Αυτές οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες συνίσταντο στις επενδύσεις αυτές καθαυτές και στην ανάκτησης χρηματοοικονομικής ισορροπίας που δεν μπορούσε να υπερβεί ποσοστό 50 % της συνολικής χρηματοδοτικής ανάγκης. Η ανάκτηση χρηματοοικονομικής ισορροπίας επομένως εγγυώταν την πληρωμή των χρηματοδοτικών εξόδων που συνδέονταν με τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις.

(89)

Μετά τις παρατηρήσεις της Επιτροπής σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο, οι ιταλικές αρχές στην επιστολή τους της 29ης Οκτωβρίου 2004, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2004, προέβλεψαν την αποσύνδεση των απαιτήσεων ανάκτησης χρηματοοικονομικής ισορροπίας από τις επιλέξιμες δαπάνες. Έτσι αφαιρέθηκαν οι απαιτήσεις ανάκτησης χρηματοοικονομικής ισορροπίας των επιχειρήσεων, οι οποίες αρχικά περιλαμβάνονταν στις επιλέξιμες δαπάνες που συνδέονταν με τις επενδύσεις. Αυτό σημαίνει ότι για την καταβολή των ποσών λήφθηκαν υπόψη μόνο οι επιλέξιμες δαπάνες που συνδέονταν άμεσα με την εκτέλεση των επενδύσεων που έλαβαν χρηματοδότηση υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Η ανάκτηση χρηματοοικονομικής ισορροπίας δεν μεταφράστηκε ποτέ σε πρόσθετη μεταφορά οικονομικών πόρων από το κράτος στις επιχειρήσεις που δρομολόγησαν ολοκληρωμένα έργα, αλλά προστέθηκε εξαρχής στις επιλέξιμες δαπάνες.

(90)

Σύμφωνα με τον νέο υπολογισμό (που δεν συμπεριλαμβάνει τις απαιτήσεις ανάκτησης χρηματοοικονομικής ισορροπίας στις επιλέξιμες δαπάνες), η ένταση της ενίσχυσης προς τους δύο συνεταιρισμούς που την έλαβαν (CONAZO και Consorzio latterie sociali mantovane) δεν υπερέβη ποτέ το 35 % για την πρωτογενή παραγωγή και ήταν κατώτερη του 55 % για τον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας στις μη μειονεκτικές περιοχές, περιορίστηκε δε στο 75 % στις μειονεκτικές περιοχές, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 3

Ανάκτηση χρηματοοικονομικής ισορροπίας

 

Επιλέξιμες δαπάνες σε ITL

Κρατική συνεισφορά (Νόμος αριθ. 252/91)

%

CONAZO

Παραγωγή

7 652 930 000

2 678 525 500

35,00

Μεταποίηση στις μειονεκτικές περιοχές

4 972 623 097

3 729 467 323

75,00

Μεταποίηση

48 753 248 149

20 700 797 658

42,46

Σύνολο CONAZO

61 378 801 246

27 108 790 481

44,16

Consorzio Latterie Sociali Mantovane

Μεταποίηση στις μη μειονεκτικές περιοχές

6 067 000 000

3 260 533 100

53,74

(91)

Όσον αφορά την αναδιάρθρωση των χρεών, οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι οι «χρηματοδοτήσεις αναδιάρθρωσης των χρεών» προορίζονταν για τη χρηματοδότηση των «αναπτυξιακών δανείων», δηλαδή των χρεών που συνδέονταν με την εκτέλεση των ολοκληρωμένων έργων, για τα οποία είχαν αποδειχθεί ανεπαρκείς οι πόροι που έθετε στη διάθεσή τους ο νόμος αριθ. 252/91, και των «δανείων αναδιάρθρωσης», τα οποία προορίζονταν για τη χρηματοδότηση προηγούμενων επενδύσεων.

(92)

Τα «αναπτυξιακά δάνεια» χορηγήθηκαν στο πλαίσιο ολοκληρωμένων έργων που χρηματοδοτήθηκαν από τον νόμο αριθ. 252/91 και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις. Τα εν λόγω δάνεια χορηγήθηκαν στις CONAZO, GEA και Val di Cesola. Το ακαθάριστο ισοδύναμο επιδότησης αυτών των δανείων συμπεριλήφθηκε στη συνολική ένταση ενίσχυσης ενώ η ισοδύναμη μέγιστη ενίσχυση είναι αυτή που προκύπτει από τη σώρευση των ενισχύσεων υπό μορφή επιδοτήσεων βάσει του νόμου αριθ. 252/91 και υπό μορφή αναπτυξιακών δανείων βάσει του νόμου αριθ. 67/88. Οι συνολικές εντάσεις ενίσχυσης ήταν σύμφωνες με τις εντάσεις που επέτρεπε τότε η Επιτροπή (όπως αναφέρεται στον πίνακα 2 ανωτέρω).

(93)

Τα «δάνεια αναδιάρθρωσης», που αφορούν μόνο την CONAZO, αντιθέτως, συνδέονται με επενδύσεις που πραγματοποιούνται κατά προτεραιότητα και προορίζονται να μειώσουν το κόστος των δανείων χρηματοδότησης που συνήφθηκαν σε σχέση με προηγούμενες επενδύσεις. Αυτές χορηγούνται υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην επιστολή της Επιτροπής της 7ης Μαρτίου 1989 (28), που είναι:

οι ενισχύσεις (για παράδειγμα οι αναλήψεις υποχρεώσεων για τους καταβλητέους τόκους) πρέπει να προορίζονται για την ελάφρυνση του οικονομικού βάρους προϋπαρχόντων δανείων που είχαν συναφθεί για τη χρηματοδότηση επενδύσεων·

το αθροιστικό ισοδύναμο επιδότησης των ενδεχόμενων προϋπαρχόντων ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί κατά τη σύναψη των δανείων και της νέας ενίσχυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα γενικώς αποδεκτά από την Επιτροπή ποσοστά για ενισχύσεις σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής: 35 % ή 75 % στις μειονεκτικές περιοχές σύμφωνα με την οδηγία 75/268/ΕΟΚ· για τις επενδύσεις στο επίπεδο της μεταποίησης και εμπορίας: 55 % (75 % στις περιοχές στόχου 1)·

οι νέες ενισχύσεις πρέπει να χορηγούνται κατόπιν προσαρμογής των επιτοκίων στα νέα δάνεια που συνάπτονται λόγω διακυμάνσεων στο κόστος του χρήματος —το ύψος των ενισχύσεων πρέπει να είναι κατώτερο ή ίσο με τη μεταβολή των επιτοκίων στα νέα δάνεια— ή να χορηγούνται σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις που παρουσιάζουν εγγυήσεις βιωσιμότητας, ιδίως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι οικονομικές επιβαρύνσεις που προκύπτουν από προϋπάρχοντα δάνεια είναι τέτοιες ώστε να διακυβεύουν την επιβίωση της γεωργικής εκμετάλλευσης, με κίνδυνο πιθανής πτώχευσης.

(94)

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, με την επιστολή της 12ης Ιουλίου 2001 και με την επιστολή της 29ης Οκτωβρίου 2004 που πρωτοκολλήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2004, οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι τα δάνεια για την αναδιάρθρωση των χρεών χορηγήθηκαν σε μία μόνο επιχείρηση, την CONAZO, η οποία δεν βρισκόταν σε οικονομική δυσχέρεια. Η χορηγηθείσα ενίσχυση για αναδιάρθρωση χρεών προοριζόταν για την ανακούφισή της από χρέη που είχε συνάψει για να έχει τη δυνατότητα να υλοποιήσει προγενέστερες επενδύσεις, ώστε να είναι σε θέση ο συνεταιρισμός να πραγματοποιήσει τις νέες επενδύσεις εκσυγχρονισμού στο ζωοτεχνικό τομέα. Τα δάνεια ανάκτησης χρηματοοικονομικής ισορροπίας χορηγήθηκαν για τη χρηματοδότηση έργων που αναλήφθηκαν μεταξύ 1986 και 1993, τα οποία αφορούσαν την κατασκευή σφαγείων, την ανέγερση κτιρίων, την αγορά εξοπλισμού και ενός κέντρου αναπαραγωγής, συνολικού κόστους 12 396 406 733 ιταλικών λιρετών (περίπου 6 εκατ. ευρώ). Το ακαθάριστο ισοδύναμο επιδότησης αυτής της συνεισφοράς σε σχέση με τις συνολικές επιλέξιμες δαπάνες ανέρχεται σε 9 % περίπου (1 198 351 597 ιταλικές λιρέτες), χωρίς να υπερβαίνει επομένως την ένταση ενίσχυσης που είναι αποδεκτή από την Επιτροπή, όπως προαναφέρεται.

(95)

Η ενίσχυση χορηγήθηκε προκειμένου να βοηθηθεί ο συνεταιρισμός να αντιμετωπίσει τις δυσχέρειες από τα εξαιρετικά υψηλά επιτόκια, που ανέρχονταν σε 17,80 % το 1986 και σε 14,75 % το 1993. Παρόλο που η οικονομική θέση του εν λόγω συνεταιρισμού ήταν παγιωμένη, τα υψηλά επιτόκια που ζητούσαν οι τράπεζες επιδείνωναν σοβαρά την οικονομική του κατάσταση. Επιπλέον, ο συνεταιρισμός είχε αναλάβει νέες επενδύσεις στο πλαίσιο των ολοκληρωμένων έργων που χρηματοδοτήθηκαν βάσει του νόμου αριθ. 252/91. Για να επιτραπεί η συμμετοχή του σε έργα αυτού του είδους, ο συνεταιρισμός όφειλε να πληροί τον απαράβατο όρο ότι το τμήμα της συνολικής χρηματοδοτικής ανάγκης που δεν καλύπτει η κρατική ενίσχυση θα εξασφαλιστεί από τις δικαιούχους επιχειρήσεις με δύο τρόπους:

α)

με αύξηση του κεφαλαίου με πόρους των μελών της επιχείρησης ή με σύναψη δεκαετούς δανείου με το επιτόκιο της αγοράς για την κάλυψη ποσοστού ίσου με 20 % τουλάχιστον·

β)

με εγγύηση που να καλύπτει το σύνολο του έργου. Η εγγύηση έπρεπε εξάλλου να συνοδεύεται από ρήτρα αλληλέγγυας και εξ ολοκλήρου ευθύνης, βάσει της οποίας κάθε συμμετέχων στο ολοκληρωμένο έργο ήταν υπεύθυνος ως προς τους άλλους εταίρους σε περίπτωση μη υλοποίησης τμήματος ή ολοκλήρου του έργου.

(96)

Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, η σώρευση των νέων οικονομικών δεσμεύσεων με τις παλιές (που προκύπτουν από τα υψηλά επιτόκια για την εκτέλεση προηγούμενων επενδύσεων) θα έπρεπε να έχει σοβαρές επιπτώσεις και στις υγιείς οικονομικά επιχειρήσεις όπως αυτή που αφορούσε το μέτρο. Επίσης, τα «δάνεια για την αναδιάρθρωση χρεών» συνδέονταν πάντοτε με ένα αναπτυξιακό σχέδιο της επιχείρησης, το οποίο να πιστοποιεί την οικονομική της κατάσταση, τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις και αυτές που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν, καθώς και την τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 94.

(97)

Οι επενδύσεις για τις οποίες χορηγήθηκαν δάνεια αναδιάρθρωσης των χρεών είναι διαφορετικές και τελείως ανεξάρτητες από αυτές που χρηματοδοτήθηκαν βάσει του νόμου αριθ. 252/91 και η κρατική συνεισφορά όσον αφορά την αναδιάρθρωση των χρεών (υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις) δεν έχει επίπτωση στις εντάσεις των ενισχύσεων για επενδύσεις χρηματοδοτούμενες βάσει του νόμου αριθ. 252/91.

(98)

Επιπλέον, οι ιταλικές αρχές υπογράμμισαν ότι δεν εφαρμόστηκε ποτέ η παράγραφος 3 του άρθρου 5 του νόμου αριθ. 290/99 (η οποία προβλέπει ότι οι επιδοτήσεις επιτοκίων για δάνεια που έχουν συναφθεί βάσει του νόμου αριθ. 67/88 μόνο για αναδιάρθρωση χρεών παραμένουν σε ισχύ ακόμη και εάν δεν εκτελεστεί, εν μέρει ή πλήρως, το ολοκληρωμένο έργο, εφόσον ο δικαιούχος του δανείου υποβάλει δικό του επενδυτικό έργο, το οποίο προτίθεται να πραγματοποιήσει με τμήμα του προϊόντος του χορηγηθέντος δανείου). Δεν χορηγήθηκε ποτέ καμία ενίσχυση (υπό μορφή δανείων για αναδιάρθρωση χρεών) για επενδύσεις που δεν πραγματοποιήθηκαν εξ ολοκλήρου.

(99)

Βάσει των στοιχείων που παρείχαν οι ιταλικές αρχές, η Επιτροπή είναι επομένως σε θέση να συναγάγει ότι:

τα δάνεια για αναδιάρθρωση χρεών που χορηγήθηκαν βάσει του νόμου αριθ. 67/88 είναι συμβιβάσιμα με τα πρότυπα για τις κρατικές ενισχύσεις που ίσχυαν κατά τη στιγμή κατά την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση·

οι χρηματοδοτικοί πόροι που χορηγήθηκαν βάσει του νόμου αριθ. 67/88 ως αναπτυξιακά δάνεια περιλήφθηκαν στον συνολικό οικονομικό προϋπολογισμό κάθε έργου και εκτιμήθηκαν βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις που ισχύουν για τις επενδύσεις στην πρωτογενή παραγωγή ή στον τομέα της μεταποίησης και της εμπορίας [βλέπε κεφάλαια VI.1 α) 1 και VI.1 α) 2]·

οι απαιτήσεις ανάκτησης χρηματοοικονομικής ισορροπίας δεν επέτρεψαν ποτέ τη μεταφορά δημοσίων πόρων και το ύψος τους αφαιρέθηκε από τις επιλέξιμες δαπάνες.

VI.2. δ)   Όσον αφορά τα δάνεια που προβλέπονται στο άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99

(100)

Οι ιταλικές αρχές ανέφεραν σαφώς στην επιστολή τους της 27ης Φεβρουαρίου 2003 ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99 μέτρο δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καθώς δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστούν οι πιστωτικές πράξεις που ήταν επιτρεπτό να χρηματοδοτηθούν βάσει του νόμου (δηλαδή τα γεωργικά δάνεια λειτουργίας και βελτίωσης που έληγαν στις 31 Μαρτίου 1998). Αυτές οι πιστωτικές πράξεις στην πραγματικότητα ήταν ανύπαρκτες και επομένως δεν χορηγήθηκε καμία κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης στο πλαίσιο του άρθρου 4 του νόμου αριθ. 290/99 και των μέτρων που συνδέονταν με το άρθρο αυτό.

VI.3.   FINAGRA

VI.3.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης

(101)

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο νόμος αριθ. 252/91 προβλέπει επιπλέον τη σύσταση εταιρείας χαρτοφυλακίου ιδιωτικού δικαίου με εγγεγραμμένο και καταβεβληθέν κεφάλαιο ύψους 70,114 εκατ. ιταλικών λιρετών. Κύριος μέτοχος είναι το Υπουργείο γεωργικής πολιτικής που κατέχει ποσοστό 92,79 % της εταιρείας. Το υπόλοιπο 7,21 % ανήκει σε 13 διαφορετικά πιστωτικά ιδρύματα.

(102)

Τα θεσμικά καθήκοντα των εταιρειών είναι τα ακόλουθα: συμμετοχή στην εκπόνηση χρηματοοικονομικών προγραμμάτων αναδιάρθρωσης και ανάπτυξης, χορήγηση εγγυήσεων δανείων, συγκέντρωση κεφαλαίων από την αγορά, αγοραπωλησία μεριδίων συμμετοχής σε εταιρείες, συνεταιρισμούς, κοινοπραξίες, οργανισμούς και ενώσεις και παροχή χρηματοδοτήσεων.

(103)

Με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 1 της 9ης Ιανουαρίου 1999«Riordino degli enti e delle società di promozione e istituzione della società Sviluppo Italia S.p.A», η FINAGRA ενσωματώθηκε στον όμιλο Sviluppo Italia S.p.A (29).

(104)

Οι ιταλικές αρχές συχνά διαβεβαίωσαν ότι οι δραστηριότητες της FINAGRA ποτέ δεν περιείχαν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης και ότι η FINAGRA λειτούργησε πάντοτε υπό τις κανονικές συνθήκες της οικονομίας της αγοράς σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 (βλέπε παραγράφους 87-89) της συνθήκης ΕΚ στις δημόσιες επιχειρήσεις (30).

(105)

Οι ιταλικές αρχές, για να αποδείξουν ότι η Finagra λειτούργησε πάντοτε υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς, κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής, υπέβαλαν λεπτομερή στοιχεία και για τα 12 δάνεια που είχε εγκρίνει η εταιρεία (σε επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 5) έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998 (31).

(106)

Από την ανάλυση των παρεμβάσεων της Finagra προκύπτει ότι η εταιρεία ανέπτυξε δραστηριότητα σε τρία επίπεδα:

απόκτηση συμμετοχών,

χορήγηση δανείων,

χορήγηση εγγυήσεων.

(107)

Στην επιστολή τους της 13ης Οκτωβρίου 2000, οι ιταλικές αρχές υπογράμμισαν ότι, ακόμη και αν το καταστατικό της εταιρείας προβλέπει ενέργειες διάσωσης και αναδιάρθρωσης, η FINAGRA δεν προέβη ποτέ σε εγχειρήματα αυτού του τύπου.

VI.3.1. α)   Απόκτηση συμμετοχών

(108)

Η θέση της Επιτροπής σχετικά με την απόκτηση συμμετοχών εκ μέρους του δημοσίου σε ιδιωτικές εταιρείες εκτίθεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΚ στις αποκτήσεις συμμετοχής εκ μέρους των δημόσιων αρχών. Σύμφωνα με την ως άνω ανακοίνωση, ως «απόκτηση συμμετοχής εκ μέρους των δημοσίων αρχών» νοείται η άμεση συμμετοχή της κεντρικής, περιφερειακής ή τοπικής διοίκησης ή η άμεση συμμετοχή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή άλλων εθνικών, περιφερειακών ή βιομηχανικών οργανισμών που χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ή στους οποίους η κεντρική, περιφερειακή ή τοπική διοίκηση ασκεί αποφασιστική επιρροή.

(109)

Η Ιταλία, μέσω του Υπουργείου γεωργικής πολιτικής, κατέχει ποσοστό περίπου 92 % της Finagra· επομένως αυτή η συμμετοχή μπορεί να θεωρηθεί «δημόσια» κατά την έννοια της προαναφερόμενης ανακοίνωσης.

(110)

Η συνθήκη επιβεβαιώνει την αρχή της αμεροληψίας όσον αφορά το καθεστώς της ιδιωτικής ιδιοκτησίας (πρώην άρθρο 222) και την αρχή της ισότητας μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει ότι η δράση της Επιτροπής δεν μπορεί να είναι ούτε ευνοϊκή ούτε δυσμενής έναντι των δημοσίων αρχών που συνεισφέρουν κεφάλαια σε εταιρείες. Ούτε αποτελεί αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκφέρει γνώμη όσον αφορά τη μέθοδο χρηματοδότησης που επιλέγουν οι εταιρείες —δάνειο ή ίδιο κεφάλαιο— ανεξαρτήτως εάν τα κεφάλαια είναι κρατικής ή ιδιωτικής προέλευσης. Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή οφείλει να πιστοποιήσει εάν οι συμμετοχές που απέκτησε η Finagra σε διάφορες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον γεωργικό κλάδο συνιστούσαν στην πραγματικότητα κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος l της συνθήκης ΕΚ και πρέπει επομένως να αξιολογηθούν βάσει των άρθρων 87, 88 και 89 της συνθήκης ΕΚ ή εάν, όπως υποστηρίζουν οι ιταλικές αρχές, οι παρεμβάσεις αυτές δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια της προαναφερόμενης ανακοίνωσης.

(111)

Στην ανακοίνωση γίνεται διάκριση μεταξύ τεσσάρων καταστάσεων στις οποίες οι δημόσιες αρχές μπορούν να έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιρειών:

α)

σύσταση επιχείρησης·

β)

μερική ή ολική μεταφορά ιδιοκτησίας από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα·

γ)

σε προϋπάρχουσα δημόσια επιχείρηση, εισφορά νέου κεφαλαίου ή μετατροπή προικώων κεφαλαίων σε κεφάλαιο·

δ)

σε προϋπάρχουσα ιδιωτική επιχείρηση, συμμετοχή στην αύξηση του κεφαλαίου.

(112)

Η άμεση απόκτηση, μερική ή ολική, συμμετοχής στο κεφάλαιο προϋπάρχουσας εταιρείας, χωρίς καμία συνεισφορά νέου κεφαλαίου, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση στην εν λόγω εταιρεία.

(113)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι ιταλικές αρχές, οι παρεμβάσεις της Finagra σε προϋπάρχουσες εταιρείες του ιδιωτικού τομέα έλαβαν τη μορφή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ενδιαφερόμενης εταιρείας και ωστόσο δεν μπορεί αμέσως να αποκλειστεί ότι αποτελούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(114)

Η συνεισφορά νέου κεφαλαίου σε μια ιδιωτική εταιρεία δεν μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί προφανής κρατική ενίσχυση όταν το κεφάλαιο τίθεται στη διάθεση του κράτους σε συνθήκες οι οποίες θα ήταν αποδεκτές για έναν ιδιώτη επενδυτή που θα λειτουργούσε σε κανονικές συνθήκες αγοράς. Αντιθέτως έχουμε κρατική ενίσχυση όταν η αρχή του «ιδιώτη επενδυτή» δεν τηρείται και η συνεισφορά νέου κεφαλαίου συμβαίνει σε συνθήκες που δεν θα ήταν αποδεκτές για ένα ιδιώτη επενδυτή ο οποίος θα λειτουργούσε σε κανονικές συνθήκες της αγοράς (32). Η παράγραφος 3.2 της ανακοίνωσης αναφέρει έξι περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να ισχύει αυτό.

(115)

Στην επιστολή τους της 13ης Οκτωβρίου 2000, οι ιταλικές αρχές δηλώνουν ότι οι συμμετοχές αποκτήθηκαν πάντοτε σε προσωρινή βάση για μέγιστο διάστημα πέντε ετών. Βάσει επομένως μιας προκαταρκτικής ανάλυσης, οι συμμετοχές θα μπορούσαν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 3.3 iii) της ανακοίνωσης όπου δηλώνεται ότι υπάρχει κρατική ενίσχυση όταν η συμμετοχή είναι βραχυπρόθεσμη, η διάρκεια και η τιμή πώλησης έχουν καθοριστεί προκαταβολικά, ώστε το αποτέλεσμα για τον επενδυτή να είναι αισθητά κατώτερο από αυτό που θα μπορούσε να αναμένει από μια επένδυση στην αγορά κεφαλαίων που θα είχε πραγματοποιήσει την ίδια περίοδο. Οι πληροφορίες που κοινοποίησαν οι ιταλικές αρχές ωστόσο απέδειξαν ότι οι ομοιότητες με την υπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο 3.3 iii), σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, περιορίζονται σε αυτή την πτυχή. Πράγματι, μια απόκτηση χρονικά περιορισμένη δεν είχε προβλεφθεί ποτέ σε κανένα νομικό έγγραφο και η απόφαση ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του διοικητικού συμβουλίου, στο οποίο αντιπροσωπεύονταν επίσης και τα λοιπά 13 μέλη. Η Finagra, όπως εξηγείται στη συνέχεια (βλέπε παράγραφο 120), απέκτησε συμμετοχή στους συνεταιρισμούς με την ιδιότητα του χρηματοδοτούντος μέλους (socio sovventore), πετυχαίνοντας υψηλότερα κέρδη σε σχέση με έναν κανονικό επενδυτή. Η υποχρέωση κάθε χρηματοδοτούντος μέλους ήταν να διατηρήσει τα μερίδιά του για μια ελάχιστη χρονική περίοδο αλλά χωρίς καμία υποχρέωση να τα διαθέσει μετά τη λήξη της. Όπως προαναφέρθηκε, η Finagra ήταν ένα από τα πολλά χρηματοδοτούντα μέλη (στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και πιστωτικά ιδρύματα) και υπόκειτο στους ίδιους κανόνες και υποχρεώσεις όπως κάθε άλλος ιδιώτης επενδυτής. Στην περίπτωση άλλων εταιρειών, η μέση περίοδος συμμετοχής της Finagra κυμαινόταν από 3 σε 3,5 έτη και η πώληση γινόταν στην αξία που ίσχυε στην αγορά. Οι ιταλικές αρχές υποστήριξαν πολλές φορές ότι η τιμή πώλησης των μεριδίων δεν προκαθορίστηκε ποτέ, αλλά ορίστηκε σύμφωνα με την τιμή της αγοράς. Αυτές αρνήθηκαν την ύπαρξη οποιουδήποτε στοιχείου (νομικού εγγράφου, γραπτής ή προφορικής συμφωνίας οποιουδήποτε τύπου) που θα μπορούσε να υποδεικνύει ότι υπήρξε προκαθορισμός της τιμής πώλησης της συμμετοχής, αντιθέτως αυτή καθορίστηκε βάσει της τιμής αγοράς κατά τη στιγμή της πώλησης (βλέπε επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2003).

(116)

Το γεγονός αυτό όντως αποδεικνύεται, σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, από το γεγονός ότι σε όλες τις περιπτώσεις, πλην μιας, η Finagra επέτυχε όφελος από την πώληση των μεριδίων. Μοναδική εξαίρεση υπήρξε η απόκτηση μεριδίων ενός συνεταιρισμού (του ARA), ο οποίος υπήχθη σε καθεστώς έκτακτης διαχείρισης, με ζημιές 500 000 000 ιταλικές λιρέτες (περίπου 250 000 ευρώ). Η ζημιά την οποία υπέστη σε μία περίπτωση απόκτησης μεριδίων δεν μπορεί να θεωρηθεί από μόνη της ως ένδειξη ότι η Finagra δεν ενήργησε ως οιοσδήποτε ιδιώτης επενδυτής, όταν η απόφαση απόκτησης μεριδίων στην εταιρεία ήταν ορθή και βασιζόταν σε στέρεες χρηματοοικονομικές προοπτικές και είχαν χρησιμοποιηθεί όλα τα μέσα για την ανάκτηση του επενδυθέντος κεφαλαίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη στιγμή κατά την οποία αποφασίστηκε η απόκτηση, ο συνεταιρισμός ξεκινούσε διαδικασία αναδιάρθρωσης και εκσυγχρονισμού με σκοπό την αύξηση της παραγωγής και τον εξορθολογισμό των βιομηχανικών διαδικασιών. Ο συνεταιρισμός παρουσίαζε υψηλό δυναμικό ανάπτυξης, καθώς ήταν καλά εδραιωμένος στην πραγματικότητα της γεωγραφικής περιοχής στην οποία ανάπτυσσε τις δραστηριότητές του. Είχε σημειώσει σταθερή αύξηση εσόδων από το 1990 έως το 1994 και σημείωνε βελτίωση των οικονομικών του επιδόσεων. Ο συνεταιρισμός ωστόσο αντιμετώπισε δυσχέρειες όταν υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τις υψηλές δαπάνες εκσυγχρονισμού και τη μείωση της τιμής του κρέατος. Έτσι, το 1996, ο συνεταιρισμός υπήχθη σε καθεστώς έκτακτης διαχείρισης. Ο συνεταιρισμός, ο οποίος συμμετείχε επιπλέον σε ένα ολοκληρωμένο έργο χρηματοδοτούμενο βάσει του νόμου αριθ. 252/92, ολοκλήρωσε το τμήμα του έργου που είχε αναλάβει. Κατά τη λήξη του καθεστώτος έκτακτης διαχείρισης, το κράτος ανάκτησε το συνολικό ποσό που είχε χορηγήσει για τις χρηματοδοτηθείσες επενδύσεις. Η συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της Finagra, ωστόσο, έχασε την αξία της μετά την υπαγωγή της εταιρείας σε καθεστώς έκτακτης διαχείρισης, παρόλο που ενεργοποιήθηκαν όλες οι διαδικασίες ανάκτησης. Οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν, στην επιστολή τους της 24ης Νοεμβρίου 2004, ότι κατέπεσε η εγγύηση συνολικού ύψους 125 000 000 ιταλικών λιρετών και επομένως το εναπομένον ποσό των 375 000 000 ιταλικών λιρετών αποτελεί πίστωση υπέρ της Finagra. Προς το παρόν η διαδικασία ανάκρισης ακόμη εκκρεμεί και η Finagra θα μπορέσει να ανακτήσει (ως αποτέλεσμα των κανονικών διαδικασιών ανάκτησης) τουλάχιστον 40 % της εν λόγω πίστωσης.

(117)

Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η βραχύχρονη συμμετοχή της Finagra στο μετοχικό κεφάλαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί από μόνη της ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1.

(118)

Είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη και άλλα στοιχεία της συμμετοχής αυτής. Ειδικότερα, οι ιταλικές αρχές, στην επιστολή τους της 12ης Ιουλίου 2001, παρουσίασαν εμπεριστατωμένη μελέτη για να αποδείξουν ότι οι παρεμβάσεις τους υπό μορφή απόκτησης μεριδίου συμμετοχής πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις αρχές της αγοράς, κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας και ιδίως της δομής και του όγκου του χρέους της. Δεν πραγματοποιήθηκε καμία επένδυση όταν η οικονομική κατάσταση της εταιρείας ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε να προβλεφθεί κανονική απόδοση του επενδεδυμένου κεφαλαίου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Όπως δήλωσαν ρητά οι ιταλικές αρχές, σε όλες τις εν λόγω περιπτώσεις, οι παρεμβάσεις της Finagra βασίστηκαν σε εμπεριστατωμένη ανάλυση της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας (αξιολόγηση των οικονομικών καταστάσεων τη στιγμή της δράσης) προσανατολισμένης στη δυνατότητα να ληφθούν κανονικές αποδόσεις από τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις. Η οικονομική θέση της εταιρείας υπήρξε πάντοτε εύρωστη. Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνταν για την αξιολόγηση της οικονομικής αποδοτικότητας μιας εταιρείας πριν να αποφασιστεί η απόκτηση μεριδίων ήταν τα ακόλουθα:

η θέση της εταιρείας στην αγορά (γεωγραφικό πλαίσιο, επίπεδο διαφοροποίησης, ποσοστό πωλήσεων στη διεθνή και τοπική αγορά)·

η τάση της εταιρείας όσον αφορά τα κέρδη/έσοδα και μια κριτική ανάλυση των λόγων που καθορίζουν τα κέρδη αυτά·

το μεικτό κέρδος εκμετάλλευσης, το οριακό κέρδος και το καθαρό ενεργητικό·

η αποδοτικότητα της οικονομικής διαχείρισης στη χρήση των συνολικών πόρων.

Τα κριτήρια αυτά αναλύθηκαν και κωδικοποιήθηκαν στον εσωτερικό κανονισμό της Finagra.

Οι ιταλικές αρχές παρείχαν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την απόκτηση μεριδίων σε πέντε εταιρείες/συνεταιρισμούς, διευκρινίζοντας την κατάσταση των εν λόγω εταιρειών σε σχέση με κάθε μία από τις προαναφερόμενες παραμέτρους (βλέπε επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 2001 και επιστολή της 26ης Νοεμβρίου 2004).

(119)

Η συμμετοχή της FINAGRA στο μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας, κατά γενικό κανόνα, δεν υπερέβαινε το 30 % του καθαρού κεφαλαίου της εταιρείας που αποτέλεσε αντικείμενο της απόκτησης και δεν υπερέβη ποτέ το 10 % του κεφαλαίου που διέθετε η FINAGRA τη στιγμή λήψης της απόφασης για αγορά της συμμετοχής, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 4

Ποσοστά συμμετοχής της Finagra στο συνολικό καθαρό κεφάλαιο των εταιρειών (33)

Εταιρεία

 

 

 

MCLC

Καθαρό κεφάλαιο

FINAGRA

%

1994

28 412 481 648

1 240 200 000

4,36

1995

28 458 138 741

2 479 800 000

8,71

1996

30 546 834 954

2 479 800 000

8,12

1997

32 191 589 226

2 479 800 000

7,70

1998

33 957 143 898

2 479 800 000

7,30

1999

32 090 948 834

1 239 600 000

3,86

2000

34 682 267 274

1 239 600 000

3,57

Unicarni

Καθαρό κεφάλαιο

FINAGRA

%

1994

12 669 243 845

2 000 000 000

15,79

1995

13 416 526 526

2 000 000 000

14,91

1996

14 558 518 843

2 060 000 000

14,15

1997

51 844 215 895

1 060 000 000

2,04

1998

51 918 316 470

1 075 000 000

2,07

1999

57 568 500 113

765 899 344

1,33

2000

60 804 913 354

795 580 426

1,31

2001

63 879 483 570

778 153 996

1,22

2002

64 931 137 640

799 164 462

1,23

Ultrocchi

Καθαρό κεφάλαιο

FINAGRA

%

1995

46 033 965 272

1 805 200 000

3,92

1996

46 202 537 881

1 805 200 000

3,91

1997

46 376 056 268

1 805 200 000

3,89

Guardamiglio

Καθαρό κεφάλαιο

FINAGRA

%

1995

9 807 056 542

0

0,00

1996

17 688 327 264

3 000 000 000

16,96

1997

17 457 904 625

3 000 000 000

17,18

1998

17 703 648 203

3 000 000 000

16,95

(120)

Οι εταιρείες παρουσίασαν πάντοτε κανονικές επενδυτικές προοπτικές και επαρκές περιθώριο αυτοχρηματοδότησης. Στις οικονομικές πράξεις που πραγματοποίησε, η FINAGRA καθόρισε τα κριτήρια για την εκχώρηση των επενδύσεων που πραγματοποίησε και επέτυχε εγγυήσεις από τους εταίρους σύμφωνες με τις αρχές που έθεσε η προαναφερόμενη ανακοίνωση. Όπως προβλέπει το καταστατικό της FINAGRA, το Διοικητικό Συμβούλιο είχε πέντε μέλη που αντιπροσώπευαν και τα μειοψηφούντα μέλη (τράπεζες, πιστωτικά ιδρύματα και ιδιωτικές επιχειρήσεις). Όλες οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου ελήφθησαν με πλειοψηφία και με πλήρη αυτονομία από την κυβέρνηση. Οι αποφάσεις δεν υπόκειντο σε επικύρωση ή έλεγχο εκ μέρους της δημόσιας διοίκησης. Όλες οι παρεμβάσεις αξιολογούνταν με πλήρη αυτονομία από το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο ασκούσε τη δραστηριότητά του σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν για τις εμπορικές τράπεζες (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 385/93). Το Διοικητικό Συμβούλιο ανέπτυξε τις οικονομικές και πιστωτικές δραστηριότητες της FINAGRA με πλήρη αυτονομία από το κράτος, βασίζοντας τις αποφάσεις του σε τρία στοιχεία: τον κίνδυνο, την αναμενόμενη απόδοση και την οικονομική αποδοτικότητα της επιχείρησης. Αυτές οι διαδικασίες ορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό της FINAGRA.

(121)

Επιπλέον, όταν η συμμετοχή αφορούσε συνεταιρισμούς, η Finagra συμμετείχε με την ιδιότητα του χρηματοδοτούντος μέλους. Αυτό σημαίνει ότι, σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, αυτή κατείχε ειδική θέση σε σχέση με τα τακτικά μέλη των συνεταιρισμών και επομένως:

επετύγχανε υψηλότερο κέρδος σε σχέση με τα τακτικά μέλη (κατά μέσο όρο 2 % περισσότερο)·

μπορούσε να διορίσει ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και ένα μέλος του σώματος ελεγκτών·

αποκτώντας συμμετοχή σε συνεταιρισμό με την ιδιότητα του χρηματοδοτούντος μέλους, η Finagra λάμβανε εγγυήσεις για ποσοστό 50 % του επενδεδυμένου κεφαλαίου, ως ασφάλεια. Οι άλλοι εταίροι δεν ζητούσαν την εγγύηση αυτή, η οποία αποτελούσε έκτακτη εγγύηση εξαρτώμενη από τη συμμετοχή της Finagra.

(122)

Η Finagra, με τον τρόπο αυτό, αποκτώντας συμμετοχή σε συνεταιρισμούς με την ιδιότητα του χρηματοδοτούντος μέλους, δρούσε όπως κάθε άλλος μέλος από τον ιδιωτικό τομέα, κυρίως τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα, υπό τους ίδιους όρους. Οι ιταλικές αρχές παρείχαν τη σχετική απόδειξη, υποβάλλοντας τον κατάλογο όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ιδιωτών και εταιρειών που συμμετείχαν με την ιδιότητα του χρηματοδοτούντος μέλους, στους συνεταιρισμούς στους οποίους συμμετείχε η Finagra (34) (βλέπε πίνακα 5 παράγραφος 136). Αυτές παρείχαν επίσης τα έγγραφα σχετικά με την παρέμβαση μιας τράπεζας σε έναν από αυτούς τους συνεταιρισμούς, τον MCLC, για να αποδείξουν ότι η Finagra ενήργησε υπό τους ίδιους όρους με τα άλλα χρηματοδοτούντα μέλη από τον ιδιωτικό τομέα, με μόνη διαφορά ότι η Finagra ζητούσε μεγαλύτερες εγγυήσεις πριν αποφασίσει εάν θα χρηματοδοτήσει ένα συνεταιρισμό με την ιδιότητα του χρηματοδοτούντος μέλους. Επιπλέον, οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν τις αποφάσεις έκδοσης μεριδίων προοριζόμενων για χρηματοδοτούντα μέλη του Unicarni καθώς και τις αιτήσεις (και τις εγκρίσεις που ακολούθησαν) πολλών ιδιωτικών πιστωτικών ιδρυμάτων που επιθυμούσαν να γίνουν χρηματοδοτούντα μέλη.

(123)

Η συμπληρωματική εγγύηση που ζητούσε η Finagra, συνίστατο σε ασφάλεια υπέρ της Finagra για το 50 % των μεριδίων. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του MCLC, η ασφάλεια σε τίτλους του δημοσίου ανερχόταν σε 1 240 000 000 ιταλικές λιρέτες (σε συνολική αξία μεριδίων κατεχόμενων από την Finagra 2 479 800 000 ιταλικές λιρέτες) και στην περίπτωση του Unicarni ανερχόταν σε 674 000 000 ιταλικές λιρέτες (σε συνολική αξία μεριδίων κατεχόμενων από την Finagra 2 825 900 000 ιταλικές λιρέτες). Οι ιταλικές αρχές υπογράμμισαν ότι τα άλλα χρηματοδοτούντα μέλη που προέρχονταν από τον ιδιωτικό τομέα δεν ζητούσαν τη συμπληρωματική αυτή εγγύηση (η οποία είναι σημαντική σε σχέση με τα μερίδια των εταιρειών που κατείχε η Finagra) και αποτελεί επομένως, σύμφωνα πάντα με τις ιταλικές αρχές, περαιτέρω απόδειξη ότι η Finagra εφάρμοζε τα ίδια (ή και αυστηρότερα) κριτήρια σε σύγκριση με τους ιδιώτες επενδυτές.

(124)

Ως τελευταίο στοιχείο, οι ιταλικές αρχές παρατήρησαν επίσης ότι ο τελικός συγκεφαλαιωτικός ισολογισμός της FINAGRA σημείωνε πάντοτε θετική απόδοση επί του κεφαλαίου.

(125)

Βάσει των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, η Επιτροπή μπορεί να συναγάγει ότι, όσον αφορά την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής, η Finagra ενήργησε όπως κάθε άλλος ιδιώτης επενδυτής, σύμφωνα με τους όρους της αγοράς. Η εξεταζόμενη απόκτηση, δεν παρουσίαζε επομένως στοιχεία κρατικής ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1 της συνθήκης.

VI.3.1. β)   Χορήγηση δανείων

(126)

Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 106 προηγουμένως, οι δραστηριότητες της Finagra περιλάμβαναν και τη χορήγηση δανείων σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της γεωργίας. Με βάση τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι ιταλικές αρχές, η Finagra χορήγησε δάνεια συνολικού ύψους 17 800 000 000 ιταλικών λιρετών.

(127)

Στην επιστολή της 13ης Οκτωβρίου 2000, οι ιταλικές αρχές δήλωσαν ότι τα δάνεια χορηγήθηκαν πάντοτε με τους όρους της αγοράς, με επιτόκιο το οποίο αντανακλούσε τον κίνδυνο από το χορηγούμενο δάνειο και το οποίο δεν ήταν ποτέ κατώτερο από αυτό που ίσχυε τη στιγμή της χορήγησης των δανείων.

(128)

Τα δάνεια χορηγούνταν με επιτόκιο ισοδύναμο με αυτό που εφαρμοζόταν στους τίτλους του δημοσίου (Rendistato-απόδοση των τίτλων του δημοσίου) για συναλλαγές διάρκειας μεγαλύτερης των 18 μηνών, ελαττωμένο κατά 5 μονάδες. Το ελάχιστο επιτόκιο ωστόσο ήταν 3 %. Γενικά το επιτόκιο των κρατικών τίτλων θεωρείται ως σημείο αναφοράς για τον καθορισμό της οικονομικής απόδοσης των χρηματοοικονομικών επενδύσεων. Μια επένδυση θεωρείται αποδοτική όταν η προβλεπόμενη απόδοσή της εκτιμάται ως τουλάχιστον ίση με αυτήν που μπορεί να επιτευχθεί επενδύοντας το ίδιο ποσό σε κρατικούς τίτλους. Ωστόσο, η μείωση κατά 5 μονάδες σε σχέση με το επιτόκιο των τίτλων του δημοσίου (Rendistato), αποτελεί ένδειξη ότι η Finagra ενδεχομένως αποδέχτηκε επιτόκια κατώτερα από αυτά της αγοράς κατά τη χορήγηση των δανείων.

(129)

Από την άποψη αυτή, οι ιταλικές αρχές παρατήρησαν ότι η επιλογή των εταιρειών στις οποίες χορηγήθηκαν τα δάνεια πραγματοποιήθηκε με εξαιρετική προσοχή με σκοπό να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος αφερεγγυότητας. Όντως κατά τη χορήγηση των δανείων, η Finagra ενήργησε όπως κάθε χρηματοοικονομικό ίδρυμα που συναλλάσσεται υπό τους όρους της αγοράς, εξετάζοντας τη δυνατότητα χορήγησης δανείων στους ανωτέρω δικαιούχους. Τα δάνεια χορηγούνταν βάσει των επενδύσεων που παρουσίαζαν οι αιτούντες και οι συμβάσεις προέβλεπαν πάντοτε όρους χορήγησης και αποπληρωμής των δανείων συμβατούς με τις δεσμεύσεις των εταιρειών που αιτούνταν το δάνειο. Οι συμβάσεις προέβλεπαν πάντοτε αποπληρωμή των δανείων εντός 48 μηνών ή άμεση σε περίπτωση μη εκτέλεσης της σύμβασης ή καθυστέρησης στην καταβολή των δόσεων. Τα δάνεια χορηγούνταν πάντοτε με σκοπό την υποστήριξη έργων βιώσιμων από οικονομική άποψη και για να διευκολύνουν τη συγκέντρωση διαφόρων παραγόντων στη διαχείριση έργων βασισμένων σε συγκεκριμένα βιομηχανικά προγράμματα με ρεαλιστικές προοπτικές ανάπτυξης. Η ικανότητα αποπληρωμής αξιολογούνταν από την FINAGRA βάσει των εγγράφων που είχε στη διάθεσή της (οικονομικές καταστάσεις, επενδυτικά έργα, τριετή προγράμματα) και διαδοχικών εμπεριστατωμένων αναλύσεων που συμφωνούσαν με τις έρευνες που εκτελούσαν για τον ίδιο σκοπό τα πιστωτικά ιδρύματα. Επιπλέον, όλες οι ενδιαφερόμενες εταιρείες κατέβαλλαν τακτικά και εμπρόθεσμα τις οφειλές τους, γεγονός που αποδεικνύει, σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, ότι η επιλογή των εταιρειών βασιζόταν σε κριτήρια αυστηρώς οικονομικά, που απέβλεπαν στην ελαχιστοποίηση του κινδύνου αφερεγγυότητας.

(130)

Το ελάχιστο επιτόκιο που επέβαλλε η Finagra ήταν 3 % έως τον Μάιο 1999 και 2 % μετά την περίοδο αυτή (έως τον Ιούνιο 2000, όταν η Finagra συγχωνεύτηκε στην Sviluppo Italia). Πρόκειται σαφώς για επιτόκια χαμηλότερα από τα επιτόκια αναφοράς της Επιτροπής που ίσχυαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

(131)

Ωστόσο, είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ συνεταιρισμών και ιδιωτικών επιχειρήσεων που δανειοδοτήθηκαν. Δύο μόνο συνεταιρισμοί έλαβαν δάνειο από την Finagra (MCLC και Unicarni) συνολικού ύψους 8,3 δισεκατ. ιταλικών λιρετών.

(132)

Στην περίπτωση των συνεταιρισμών, τα δάνεια χορηγήθηκαν από την Finagra υπό τους όρους που καθορίστηκαν για τα χρηματοδοτούντα μέλη, ένα ιδιαίτερο είδος μέλους συνεταιρισμού που προβλέπει συγκεκριμένα ο νόμος αριθ. 59/92 (βλέπε τη σχετική περιγραφή στην παράγραφο 120). Την απόφαση χορήγησης δανείων ελάμβανε η Finagra βάσει της απόδοσης των δανείων, αναλόγως των ποσοστών που προέβλεπαν τα καταστατικά των συνεταιρισμών. Οι αποφάσεις αυτές έγιναν δεκτές από το Διοικητικό Συμβούλιο της Finagra, στο οποίο αντιπροσωπεύονται όλα τα χρηματοδοτούντα μέλη και τα λοιπά μέλη (μεταξύ των οποίων, όπως εξηγείται ανωτέρω, διάφορες τράπεζες, πιστωτικά ιδρύματα και ιδιώτες επενδυτές).

(133)

Τα επιτόκια που εφαρμόστηκαν αποτελούσαν τμήμα της αναμενόμενης απόδοσης των κεφαλαιουχικών επενδύσεων, από τις οποίες η Finagra, με την ιδιότητα του χρηματοδοτούντος μέλους, λάμβανε υψηλότερη απόδοση σε σύγκριση με τα κανονικά μέλη και επομένως εντάσσονταν στη συνολική επενδυτική στρατηγική της Finagra. Η Finagra πράγματι, όχι μόνο μπορούσε να ελέγξει απευθείας τη διαχείριση των εταιρειών που λάμβαναν τα δάνεια (35) και να πετύχει υψηλότερες αποδόσεις, αλλά μπορούσε επίσης να μειώσει το κόστος διαχείρισης, έχοντας ως εταίρους μεγάλες τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα. Οι ιταλικές αρχές δήλωσαν ότι τα άλλα χρηματοδοτούντα μέλη από τον ιδιωτικό τομέα, όταν δάνειζαν χρήματα σε συνεταιρισμούς στους οποίους συμμετείχαν, εφάρμοζαν τα ίδια επιτόκια, καθώς τα επιτόκια αυτά καθορίζονταν στον κανονισμό για τη συλλογή δανείων των μελών, ο οποίος είχε εγκριθεί από τους συνεταιρισμούς.

(134)

Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, επομένως, τα επιτόκια δανείων που εφάρμοζε η Finagra θα έπρεπε να αξιολογηθούν λαμβανομένων υπόψη των υπόλοιπων όρων χορήγησης των δανείων, δηλαδή:

τη σύνδεση μεταξύ του καθεστώτος του χρηματοδοτούντος μέλους συνεταιρισμών και του καθεστώτος του δανειστή·

το γεγονός ότι τα εφαρμοζόμενα επιτόκια ήταν τα ίδια για όλους τα χρηματοδοτούντα μέλη·

την άμεση συμμετοχή της Finagra στη διαχείριση των δανειοληπτών συνεταιρισμών, μέσω της συμμετοχής της στα διοικητικά τους συμβούλια·

την απόδοση κεφαλαίου 2 %, ανώτερη από αυτήν οποιουδήποτε άλλου «κανονικού μέλους» των συνεταιρισμών·

το γεγονός ότι η Finagra χορηγούσε δάνεια μόνο σε συνεταιρισμούς που παρείχαν επαρκείς εγγυήσεις εξόφλησης, εφαρμόζοντας αυστηρότερους κανόνες χορήγησης των δανείων·

το χαμηλό κόστος διαχείρισης της Finagra, χάρη στη συμμετοχή σε αυτήν τραπεζών από τις οποίες ελάμβανε χαμηλότοκα δάνεια·

τον εσωτερικό κανονισμό για τη συλλογή κεφαλαίων, ο οποίος προέβλεπε ελάχιστο επιτόκιο 3 % έως τον Μάιο 1999, ακόμη και όταν η εφαρμογή του επιτοκίου των κρατικών τίτλων (Rendistato) ελαττωμένου κατά 5 μονάδες θα κατέληγε σε μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια σε ορισμένες περιπτώσεις.

(135)

Προκειμένου να αποδείξει ότι η Finagra ήταν ένα από τα πολλά χρηματοδοτούντα μέλη αυτών των κοινοπραξιών, οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν τα έγγραφα των αιτήσεων (και της έγκρισης που ακολούθησε) πολλών ιδιωτικών πιστωτικών ιδρυμάτων που επιθυμούσαν να γίνουν χρηματοδοτούντα μέλη του MCLC και του Unicarni, με τους ίδιους όρους που ίσχυαν για την Finagra.

(136)

Ο αριθμός χρηματοδοτούντων μελών των MCLC και Unicarni φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 5

Χρηματοδοτούντα μέλη των MCLC και Unicarni

 

Χρηματοδοτούντα μέλη των MCLC και Unicarni

1994

23

1995

35

1996

39

1997

52

1998

55

1999

58

2000

61

2001

79

2002

93

2003

103

Το 2004, ο Unicarni είχε 10 χρηματοδοτούντα μέλη με μερίδια συνολικής αξίας 5 918 000 ευρώ και ο MCLC είχε 64 χρηματοδοτούντα μέλη με μερίδια συνολικής αξίας 1 559 286 ευρώ.

(137)

Όλα τα χρηματοδοτούντα μέλη, κατά τη χορήγηση των δανείων, δεσμεύονταν από τους κανόνες δανειοληψίας που είχαν εγκρίνει τα διοικητικά συμβούλια των συνεταιρισμών. Οι κανόνες αυτοί προέβλεπαν επιτόκιο ισοδύναμο με αυτό που εφαρμοζόταν στους τίτλους του δημοσίου (Rendistato) για συναλλαγές διάρκειας μεγαλύτερης των 18 μηνών, ελαττωμένο κατά 5 μονάδες. Το ελάχιστο επιτόκιο είχε καθοριστεί σε 3 % έως τον Μάιο 1999. Η Finagra, επομένως, ενεργούσε όπως όλα τα άλλα χρηματοδοτούντα μέλη (από τον ιδιωτικό τομέα) κατά τη χορήγηση δανείων στους συνεταιρισμούς.

(138)

Τα χρηματοδοτούντα μέλη παρείχαν σημαντικό τμήμα των κεφαλαίων που δανείστηκαν οι δύο συνεταιρισμοί. Όπως φαίνεται από τον ακόλουθο πίνακα, κατά την περίοδο μεταξύ 1996 και 2003, οι MCLC και Unicorni έλαβαν δάνεια από την Finagra και από άλλους ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι ήταν όλοι χρηματοδοτούντα μέλη.

Πίνακας 6

Δάνεια που χορηγήθηκαν στους συνεταιρισμούς MCLC και Unicarni από όλα τα χρηματοδοτούντα μέλη κατά την περίοδο 1996-2003

Έτος

Σύνολο των δανείων που έλαβαν τα χρηματοδοτούντα μέλη (σε ιταλικές λιρέτες)

Αριθμός χρηματοδοτούντων μελών

Αξία των δανείων που χορήγησε η FINAGRA

(σε ιταλικές λιρέτες)

1996

6 390 361 001

39

3 500 000 000 (36)

1997

6 727 572 001

48

 

1998

10 366 345 007

51

33 000 000 000 (37)

1999

10 274 854 007

53

 

2000

8 342 949 006

53

 

2001

8 520 314 006

54

 

2002

6 603 670 715

91

 

2003

7 491 842 237

98

 

(139)

Το γεγονός ότι αυτά τα δάνεια χορηγήθηκαν υπό τους ίδιους όρους που ίσχυαν για τους υπόλοιπους ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι επένδυαν σε σημαντικό βαθμό στους ίδιους συνεταιρισμούς στους οποίους η Finagra εισήλθε με την ιδιότητα του χρηματοδοτούντος μέλους, αποδεικνύει την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

(140)

Βάσει όσων προαναφέρθηκαν, η Επιτροπή είναι σε θέση να συμπεράνει ότι, κατά τη χορήγηση δανείων στους συνεταιρισμούς, η Finagra συμπεριφέρθηκε όπως κάθε άλλος ιδιώτης επενδυτής που συναλλάσσεται στην αγορά υπό τους ίδιους όρους. Η προτίμηση που έδωσε η Finagra σε συγκεκριμένους δανειολήπτες του γεωργικού κλάδου προέρχεται από τη θέληση και το καταστατικό καθήκον της να παρεμβαίνει στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Από την άποψη αυτή, τα δάνεια που χορήγησε η Finagra στους συνεταιρισμούς δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

(141)

Στην περίπτωση άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων ενίσχυσης που εφαρμόστηκαν στη χορήγηση των δανείων και των επιτοκίων αναφοράς της Επιτροπής, ακόμη και υπό τους όρους που προαναφέρθηκαν στις παραγράφους 125 έως 129. Πράγματι, η διαφορά μεταξύ της απόδοσης των δανείων που χορηγήθηκαν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτής των δανείων που χορηγήθηκαν σε συνεταιρισμούς στους οποίους η Finagra συμμετείχε με την ιδιότητα του χρηματοδοτούντος μέλους είναι αδιαμφισβήτητη και συνοψίζεται στα σημεία 131-133 ανωτέρω. Στην περίπτωση των συνεταιρισμών, η FINAGRA, ακόμη και όταν εφάρμοζε επιτόκια κατώτερα από τα επιτόκια αναφοράς της Επιτροπής, ενεργούσε όπως θα είχε ενεργήσει κάθε άλλος ιδιώτης επενδυτής στην ίδια κατάσταση αναμένοντας υψηλότερη απόδοση από τις κεφαλαιουχικές συναλλαγές με τις οποίες συνδέονταν τα δάνεια. Η πρόσθετη αυτή απόδοση και η συμπεριφορά της FINAGRA στην αγορά, ανάλογη με αυτήν οποιουδήποτε άλλου ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό τις ίδιες συνθήκες, σαφώς δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση δανείων χορηγούμενων σε άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις.

(142)

Οι ιταλικές αρχές δήλωσαν ότι η FINAGRA χορήγησε δάνεια μόνο σε δύο ιδιωτικές επιχειρήσεις (Guardamiglio και Ultrocchi) και ότι η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων που ίσχυαν για τα δάνεια αυτά και του επιτοκίου αναφοράς της Επιτροπής που ίσχυε τη στιγμή εκείνη κυμαινόταν από -3,18 έως -5,20 εκατοστιαίες μονάδες. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, η διαφορά αυτή μπορεί να θεωρηθεί ενίσχυση για την εκτέλεση επενδύσεων σχετικών με τα ολοκληρωμένα έργα που προβλέπονται στον νόμο αριθ. 252/91, διακρίνονται όμως σαφώς από αυτά που χρηματοδοτήθηκαν από τον εν λόγω νόμο. Οι επενδύσεις, επομένως, παρόλο που πληρούσαν όλα τα κριτήρια για χορήγηση χρηματοδότησης στο πλαίσιο του νόμου αριθ. 252/91, δεν έλαβαν καμία χρηματοδότηση στο πλαίσιο αυτού του νόμου ούτε άλλη κρατική χρηματοδότηση. Τα έργα αυτά, αν και αφορούσαν ολοκληρωμένα έργα, ήταν λειτουργικά ανεξάρτητα από αυτά. Τα δάνεια επομένως εντάσσονταν σε μια στρατηγική με στόχο την εκτέλεση των ολοκληρωμένων έργων, με χρήση διάφορων μέσων χρηματοδότησης (αν και όχι σωρευμένα, όπως στην περίπτωση αυτή). Το ακαθάριστο ισοδύναμο επιδότησης της έντασης ενίσχυσης των δύο δανείων που χορηγήθηκαν για την εκτέλεση επενδύσεων στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας είναι 0,96 % και 4,51 %, όπως εμφαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 7

Δάνεια της Finagra σε ιδιωτικές επιχειρήσεις

Δικαιούχος

Επιλέξιμες δαπάνες (μη καλυπτόμενες από τον νόμο αριθ. 252/91)(σε ιταλικές λιρέτες)

Διαφορά επιτοκίων (σε ιταλικές λιρέτες)

% ενίσχυσης

1

2

3

4 = 3/2

Guardamiglio

9 162 000 000

413 508 030

4,51 %

Ultrocchi

42 940 033 423

415 954 000

0,96 %

(143)

Θεωρώντας ότι όλες οι επιδοτούμενες επενδύσεις είναι σύμφωνες με τους κανόνες που ισχύουν για τις επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης και της εμπορίας που αναφέρονται στο κεφάλαιο VI.1 α) 1 και ότι η ένταση της ενίσχυσης (υπολογιζόμενη ως ακαθάριστο ισοδύναμο επιδότησης της διαφοράς μεταξύ του επιτοκίου που εφαρμόστηκε στα εξεταζόμενα δάνεια και του επιτοκίου αναφοράς της Επιτροπής τη στιγμή εκείνη) δεν υπερβαίνουν τη μέγιστη ένταση ενίσχυσης που ισχύει για αυτόν τον τύπο επένδυσης, η Επιτροπή είναι σε θέση να συμπεράνει ότι τα δάνεια που χορήγησε η Finagra σε ιδιωτικές επιχειρήσεις συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ.

VI.3.1. γ)   Παροχή εγγυήσεων

(144)

Στην επιστολή της 29ης Οκτωβρίου 2004 που πρωτοκολλήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2004 και στην επιστολή της 23ης Νοεμβρίου 2004, οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι η Finagra παρείχε μία μόνο εγγύηση σχετικά με τραπεζικά δάνεια, υπέρ της Guardamiglio.

(145)

Η εγγύηση υπέρ της Guardamiglio, αξίας 2 δισεκατ. ιταλικών λιρετών, χορηγήθηκε για δάνειο 17 δισεκατ. ιταλικών λιρετών, το οποίο η Guardamiglio εξόφλησε πλήρως χωρίς να εκπέσει η εγγύηση.

(146)

Κατά τη χρονική στιγμή σύστασης της εγγύησης, οι παροχές κρατικών εγγυήσεων εξετάστηκαν σύμφωνα με τις αρχές που περιέχονται στην επιστολή της Επιτροπής SG(89) D/4328 της 5ης Απριλίου 1989, στην επιστολή της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη SG(89) D/12772 της 12ης Οκτωβρίου 1989 και στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη — Εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 5 της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής επί των δημοσίων επιχειρήσεων στον τομέα της μεταποίησης (38). Βάσει των ανωτέρω εγγράφων, η Επιτροπή δεχόταν τις εγγυήσεις μόνο εάν η υλοποίησή τους εξαρτώταν, συμβατικά, από ειδικούς όρους που μπορούσαν να φθάσουν έως την υποχρεωτική δήλωση αφερεγγυότητας της δικαιούχου επιχείρησης ή άλλης ανάλογης διαδικασίας. Η αξιολόγηση του στοιχείου ενίσχυσης των εγγυήσεων περιλάμβανε ανάλυση της οικονομικής κατάστασης του δανειολήπτη. Το στοιχείο ενίσχυσης των εγγυήσεων αυτών αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου με το οποίο θα επιβαρυνόταν ο δανειστής στην ελεύθερη αγορά και του επιτοκίου που επιτυγχάνεται στην πράξη λόγω της εγγύησης, χωρίς επιβάρυνση για την εγγύηση.

(147)

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, η εγγύηση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης για τους ακόλουθους λόγους:

ο δικαιούχος δεν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες·

ο δανειολήπτης επέτυχε δάνειο ύψους 17 δισεκατ. ιταλικών λιρετών στη χρηματοπιστωτική αγορά, γεγονός που αποδεικνύει ότι η εταιρεία θεωρείται αξιόπιστη και η επένδυση επικερδής·

η εγγύηση αφορά συγκεκριμένη χρηματοοικονομική συναλλαγή, για καθορισμένο ποσό και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η εγγύηση καλύπτει μόνο το 11 % περίπου του συνόλου του δανείου·

ο δανειστής δεν έλαβε το δάνειο υπό όρους ευνοϊκότερους από το κανονικό επιτόκιο της αγοράς, λόγω της παρέμβασης της εγγύησης της FINAGRA·

η εγγύηση διέπεται από συγκεκριμένους όρους για την ανάκτηση της πίστωσης, είτε μέσω εξωδικαστικού διακανονισμού ή, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο ιταλικός αστικός κώδικας, μέσω της αναγκαστικής εκτέλεσης της πίστωσης στις δραστηριότητες του οφειλέτη που φέρει την εγγύηση.

η FINAGRA επέβαλλε επιβάρυνση 0,40 % ετησίως, η οποία αντιπροσώπευε, κατά τις ιταλικές αρχές, την τιμή που ίσχυε τη στιγμή εκείνη στην αγορά για τις συμπληρωματικές ενισχύσεις (39), λαμβάνοντας υπόψη την ισχυρή οικονομική κατάσταση του δικαιούχου, τις οικονομικές προοπτικές του και τις επενδύσεις που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν. Η τιμή που ίσχυε στην αγορά τη στιγμή εκείνη ήταν, σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, 0,70 %. Σε περίπτωση συμπληρωματικής εγγύησης, το επιτόκιο αγοράς κυμαινόταν από 0,40 % έως 0,70 % σύμφωνα με την οικονομική κατάσταση του δικαιούχου. Σε περίπτωση δανείου χορηγούμενου σε εταιρεία, η οποία είχε κριθεί θετικά από ένα σύνολο τραπεζών και είχε καλές οικονομικές προοπτικές και η οποία βρισκόταν σε ευρεία διαδικασία εκσυγχρονισμού, το ετήσιο επιτόκιο 0,40 % αντιπροσώπευε, όπως δήλωσαν οι ιταλικές αρχές, το επιτόκιο που ίσχυε στην αγορά για αυτόν τον τύπο συναλλαγής. Η εγγύηση συνδέεται με μια υποκείμενη διαδικασία (πραγματοποίηση επενδύσεων) χρηματοδοτούμενων εν μέρει με δημόσιους πόρους, μέσω του νόμου αριθ. 252/91, και επομένως σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

(148)

Βάσει των στοιχείων που αναφέρονται ανωτέρω, η Επιτροπή μπορεί να συμπεράνει ότι η εγγύηση που χορήγησε η FINAGRA δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

VII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(149)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ιταλία εφάρμοσε την εξεταζόμενη ενίσχυση παρανόμως, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης. Ωστόσο, από τα προαναφερόμενα στοιχεία προκύπτει ότι:

τα μέτρα ενίσχυσης που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88 του άρθρου 5 του νόμου αριθ. 290/99 και του νόμου αριθ. 252/91 (ολοκληρωμένα έργα) είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης·

τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99 (δηλαδή αυτά που αφορούσαν τα γεωργικά δάνεια λειτουργίας και βελτίωσης που έληγαν στις 31 Μαρτίου 1998) δεν ενεργοποιήθηκαν ποτέ και επομένως δεν οδήγησαν σε χορήγηση κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης·

οι παρεμβάσεις της FINAGRA, βάσει του νόμου αριθ. 252/91, οι οποίες αφορούν την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής, τη χορήγηση δανείων σε συνεταιρισμούς και την παροχή εγγυήσεων, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης·

οι παρεμβάσεις της FINAGRA, βάσει του νόμου αριθ. 252/91, οι οποίες αφορούν τη χορήγηση δανείων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Τα μέτρα ενίσχυσης που εφάρμοσε η Ιταλία υπέρ του ζωοτεχνικού κλάδου, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 16 του νόμου αριθ. 67/88, στο άρθρο 5 του νόμου αριθ. 290/99 και στο νόμο αριθ. 252/91 (ολοκληρωμένα έργα) και οι παρεμβάσεις της FINAGRA κατά την έννοια του νόμου αριθ. 252/91 σχετικά με τη χορήγηση δανείων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης.

2.   Τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 4 του νόμου αριθ. 290/99 και τα οποία αφορούν τα γεωργικά δάνεια λειτουργίας και βελτίωσης που έληγαν στις 31 Μαρτίου 1998 δεν ενεργοποιήθηκαν ποτέ και επομένως δεν οδήγησαν σε χορήγηση κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

3.   Οι παρεμβάσεις της FINAGRA, κατά την έννοια του νόμου αριθ. 252/91, οι οποίες αφορούν την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής, τη χορήγηση δανείων σε συνεταιρισμούς και την παροχή εγγυήσεων δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 5 Ιουλίου 2005.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 148 της 27.5.2000, σ. 2.

(2)  SG(2000) D/101808

(3)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(4)  ΕΕ C 148 της 27.5.2000, σ. 2.

(5)  Απόφαση της Επιτροπής SG (2002) D/229239 της 5ης Απριλίου 2002.

(6)  Πράγματι, κατά την περίοδο 1970-1990, η Γαλλία επέτυχε να μειώσει τον αριθμό των σφαγείων της από 1738 σε 357. Στην Ιταλία, αντιθέτως, στην αρχή της δεκαετίας του ‘90, λειτουργούσαν ακόμη 8 500 σφαγεία, ενώ η Γαλλία, όπως προαναφέρθηκε, διέθετε 357, η Γερμανία 270 και οι Κάτω Χώρες 30 σφαγεία.

(7)  Το ποσό των 700 δισεκατ. ιταλικών λιρετών αποτελείται από 400 δισεκατ. ITL για το 1988 και 300 δισεκατ. ITL για το 1989.

(8)  Επιστολή SG (2002) D/229239).

(9)  Για τους σκοπούς της αξιολόγησης εκ μέρους της Επιτροπής, το επιτόκιο αναφοράς της Επιτροπής για την Ιταλία κατά τη στιγμή χορήγησης του δανείου.

(10)  Βλέπε επιστολή της Επιτροπής της 28ης Ιανουαρίου 1999.

(11)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 21.

(12)  ΕΕ L 282 της 1.11.1975, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 341 της 22.12.2001, σ. 3.

(14)  Το έτος 2000, στην Ιταλία εσφάγησαν βοοειδή για 1 154 000 τόνους. Κατά την ίδια περίοδο, στην ΕΕ, τα σφαγέντα ζώα ανέρχονταν σε 7 401 000 τόνους.

(15)  Βλέπε επιστολή των ιταλικών αρχών της 18.5.2000.

(16)  ΕΕ C 232 της 22.12.2001, σ. 17.

(17)  Από τα 13 έργα που υποβλήθηκαν αρχικά, μόνο 8 εγκρίθηκαν και μόνο 5 ολοκληρώθηκαν.

(18)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 του Συμβουλίου της 29ης Μαρτίου 1990 για τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 91 της 6.4.1990, σ. 1).

(19)  Προκειμένου να αποδείξουν τη συμμόρφωση με την προαναφερόμενη απαίτηση, αρχικά οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν μελέτη που εκπονήθηκε από το ISMEA (Ινστιτούτο μελετών, ερευνών και ενημέρωσης σε θέματα γεωργικής αγοράς), τον Σεπτέμβριο 2000, η οποία περιείχε μια γενική επισκόπηση των αλλαγών που χαρακτήρισαν την κλάδο των σφαγείων στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε η μελέτη ήταν ότι, κατά την περίοδο 1989-1998, η δυναμικότητα σφαγής στην Ιταλία είχε μειωθεί κατά 3 %. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, αυτή η μείωση αποδείκνυε ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν βάσει των εξεταζόμενων νόμων τηρούσαν τους προαναφερόμενους κλαδικούς περιορισμούς. Η Επιτροπή αντέταξε ωστόσο ότι η συρρίκνωση της δυναμικότητας σφαγής που περιγράφεται στη μελέτη του ISMEA ήταν επακόλουθο της πορείας του κλάδου του κρέατος κατά τη διάρκεια αυτών των ετών σε όλη την Ευρώπη. Πράγματι, η μείωση του αριθμού των εγκαταστάσεων και της δυναμικότητας σφαγής που είχε χαρακτήρισε τον κλάδο στην Ιταλία στη δεκαετία του ‘90 (αποτέλεσμα κυρίως της αναγκαιότητας για προσαρμογή στους νέους υγειονομικούς κανόνες) είχε ήδη χαρακτηρίσει τον κλάδο των σφαγείων άλλων χωρών κατά τη δεκαετία του ‘70 (για παράδειγμα τη Γαλλία). Όπως φαίνεται από το ίδιο το έγγραφο, η Ιταλία δρομολόγησε την αναδιοργάνωση του κλάδου αργότερα, κατά τη δεκαετία του ‘80 και του ‘90. Η μείωση κατά 3 %, την οποία διακήρυξαν οι ιταλικές αρχές, δεν αποδείκνυε ωστόσο την τήρηση της απόφασης 90/342/ΕΟΚ. Οι ιταλικές αρχές κλήθηκαν επομένως να παρουσιάσουν συγκεκριμένα στοιχεία για τη μεταβολή της δυναμικότητας σφαγής ως επακόλουθο των επενδύσεων που εκτελέστηκαν σε καθεμία από τις εγκαταστάσεις που συμμετείχαν στα ολοκληρωμένα έργα.

(20)  ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9, όπως τροποποιήθηκε (ΕΕ C 258 της 9.9.2000, σ. 5).

(21)  Η Gea και η Val di Cesola συμμετείχαν στο αρχικό έργο «Centro Carni Sud», που δεν ολοκληρώθηκε και επομένως δεν έγινε δεκτή η χρηματοδότησή του. Αντιθέτως, τα δύο έργα που είχαν αναλάβει η Gea και η Val di Cesola ολοκληρώθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν.

(22)  ΕΕ L 218 της 6.8.1991, σ. 1.

(23)  Οδηγία 91/629/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 1991 για τη θέσπιση στοιχειωδών κανόνων για την προστασία των μόσχων (ΕΕ L 340 της 11.12.1991, σ. 28).

(24)  Οδηγία 91/630/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 1991 για τη θέσπιση στοιχειωδών κανόνων για την προστασία των μόσχων (ΕΕ L 340 της 11.12.1991, σ. 33).

(25)  Επιστολή των ιταλικών αρχών της 18ης Μαΐου 2000.

(26)  Βλέπε σελ 5 της προαναφερόμενης επιστολής.

(27)  Επιστολή των ιταλικών αρχών της 13ης Οκτωβρίου 2000.

(28)  SEC(89) 343/2 της 7.3.1989.

(29)  Νομοθετικό διάταγμα αριθ. 1 της 9ης Ιανουαρίου 1999«Riordino degli enti e delle società di promozione e istituzione della società Sviluppo Italia S.p.A».

(30)  Δελτίο ΕΚ 9-1984.

(31)  Συνολικού ύψους 33 458 εκατ. ιταλικών λιρετών.

(32)  Ibidem, παράγραφος 3.3.

(33)  Στοιχεία της 31ης Δεκεμβρίου κάθε έτους.

(34)  Εταιρείες και ιδιώτες: CoopFons Spa, Agricola Sabbadina srl, CCFR Scarl. Πιστωτικά ιδρύματα: Banca Agricola Mantovana, Em. Ro., Popolare Spa, Bipop Carire Spa, Banca popolare Verona — Banca S. Geminiano S. Prospero, Banca di Roma, Finec merchant Spa, Agrisviluppo spa.

(35)  Η Finagra, με την ιδιότητα του χρηματοδοτούντος μέλους συνεταιρισμών μπορούσε να διορίσει ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και ένα μέλος του σώματος ελεγκτών.

(36)  Το ποσό αυτό περιλαμβάνει το τετραετές δάνειο ύψους 500 000 000 ιταλικών λιρετών στον Unicarni και το τετραετές δάνειο ύψους 3 000 000 000 ιταλικών λιρετών στον MCLC τα οποία χορηγήθηκαν το 1996. Ο MCLC έλαβε επίσης δάνεια το 1994 ύψους 1 500 000 000 ιταλικών λιρετών (επιστολή των ιταλικών αρχών της 5.7.2001).

(37)  Δάνειο που χορηγήθηκε στον Unicarni.

(38)  ΕΕ C 307 της 13.11.1993, σ. 3.

(39)  Όντως η εγγύηση που χορηγούσε η Finagra ήταν μια συμπληρωματική εγγύηση, δεδομένου ότι το δάνειο καλυπτόταν ήδη από βασική εγγύηση.


19.10.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 276/22


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Δεκεμβρίου 2006

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 12/05 (πρώην N 611/03) την οποία σκοπεύει να χορηγήσει η Γερμανία υπέρ της εταιρείας e-glass AG

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 6587]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/656/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 9,

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις (2) και έλαβε υπόψη τις εν λόγω παρατηρήσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 2003 που καταχωρήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2003, η Γερμανία, συμμορφούμενη με την υποχρέωση κοινοποίησης που καθορίζεται στο πολυτομεακό πλαίσιο για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια του 1998 (3) (στο εξής «MSR 1998»), κοινοποίησε στην Επιτροπή μία προγραμματισμένη επενδυτική ενίσχυση (N 611/03) υπέρ της εταιρείας e-glass AG, Osterweddingen. Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες στις 23 Ιανουαρίου και στις 27 Φεβρουαρίου 2004. Η Γερμανία διαβίβασε τις πληροφορίες που της ζητήθηκαν με επιστολή της 13ης Φεβρουαρίου 2004, που καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα, και της 4ης Μαρτίου 2004, που καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα.

(2)

Στις 20 Απριλίου 2004, η Επιτροπή ενέκρινε, με αριθμό πρωτοκόλλου C(2004) 1350 τελικό, την ένταση ενίσχυσης υπέρ της εταιρείας e-glass AG που κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το MSR 1998.

(3)

Με επιστολή της 25ης Οκτωβρίου 2004 που καταχωρήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2004, η Γερμανία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι ένα μέρος των σχετικών με τους ιδιοκτήτες της εταιρείας e-glass AG πληροφοριών στην αρχική κοινοποίηση ήταν εσφαλμένες και ζήτησαν από την Επιτροπή την τροποποίηση της απόφασης της 20ής Απριλίου 2004.

(4)

Η Γερμανία διαβίβασε συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2005 που καταχωρήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2005.

(5)

Με την επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου 2005, με αριθμό πρωτοκόλλου D/51447, η Επιτροπή έδωσε στη Γερμανία την ευκαιρία να διατυπώσει τις απόψεις της σχετικά με την πρόθεση της Επιτροπής να ανακαλέσει την απόφαση της 20ής Απριλίου 2004 και να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας. Η Γερμανία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 4ης Μαρτίου 2005 που καταχωρήθηκε στις 8 Μαρτίου 2005.

(6)

Με επιστολή της 20ής Απριλίου 2005, με αριθμό πρωτοκόλλου C(2005) 1114 τελικό, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γερμανία σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ για την ενίσχυση υπέρ της εταιρείας e-glass AG. Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(7)

Η Γερμανία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 7ης Ιουνίου 2005 που καταχωρήθηκε στις 9 Ιουνίου 2005.

(8)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων με επιστολές της 3ης Οκτωβρίου 2005 που καταχωρήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2005, της 7ης Οκτωβρίου 2005 που καταχωρήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2005 και της 10ης Οκτωβρίου 2005 που καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα. Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις στη Γερμανία και της έδωσε την ευκαιρία να διατυπώσει τις απόψεις της. Η Γερμανία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 22ας Νοεμβρίου 2005 που καταχωρήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2005.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(9)

Η Γερμανία σκοπεύει να χορηγήσει στην ανώνυμη εταιρεία e-glass AG (στο εξής «e-glass») περιφερειακή επενδυτική ενίσχυση για την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων παραγωγής ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης στο ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας- Άνχαλτ.

2.1.   Δικαιούχοι και μεταβολή της ιδιοκτησιακής διάρθρωσης

(10)

Βάσει του καταστατικού της εταιρείας e-glass, σκοπός της εταιρείας είναι η παραγωγή, η τελειοποίηση και η εμπορία επίπεδης υάλου κάθε είδους.

(11)

Στις 15 Δεκεμβρίου 2003 κοινοποιήθηκε η εξής μετοχική διάρθρωση:

Luxfinpart SA, Λουξεμβούργο, με ποσοστό [...] (5) %,

Semco Glaskooperation GmbH («Semco»), Γερμανία, με ποσοστό [...] %,

δικηγόρος Heckmann με ποσοστό [...] % ως διαχειριστής για λογαριασμό γερμανικής επιχείρησης («καταπιστευτική εκχωρήτρια»), με ποσοστό [...] %.

Η εταιρεία Luxfinpart SA, που ιδρύθηκε το 1997, είναι μία εταιρεία συμμετοχών, για την οποία η κοινοποιηθείσα ενίσχυση κατά τη στιγμή της κοινοποίησης φαίνεται ότι αποτελούσε απλώς και μόνο οικονομική επένδυση.

Η εταιρεία Semco που ιδρύθηκε το 1997, είναι ένας μεταποιητής υαλοπινάκων επίπλευσης. Μέτοχοι είναι οι εταιρείες Sawatzki GmbH & Co. Vermögensanlage KG και Hermann Schüler GmbH & Co. KG με ποσοστό [...] % έκαστη.

Η καταπιστευτική εκχωρήτρια είναι [...] η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της περαιτέρω επεξεργασίας και της διαύγασης της υάλου και των υαλοπινάκων επίπλευσης. Τα μερίδια εταιρείας της καταπιστευτικής εκχωρήτριας κατέχουν [...] και [...] (διεσπαρμένη ιδιοκτησία).

(12)

Με επιστολή της της 25ης Οκτωβρίου 2004, η Γερμανία επεσήμανε στην Επιτροπή ότι η κοινοποίηση περιλάμβανε εσφαλμένα στοιχεία σχετικά με έναν εκ των ιδιοκτητών της εταιρείας e-glass και τη δραστηριότητά του στην αγορά των υαλοπινάκων επίπλευσης (6).

(13)

Με επιστολή της της 8ης Φεβρουαρίου, η Γερμανία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με μία μεταβολή της ιδιοκτησιακής διάρθρωσης της εταιρείας e-glass, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 21 Δεκεμβρίου 2004. Στην Επιτροπή ανακοινώθηκε ότι η εταιρεία Luxfinpart SA προέβη σε πώληση των μεριδίων της τής e-glass στην εταιρεία Trösch Holding GmbH, Bad Krozingen, Γερμανία («Trösch»). Η εταιρεία Trösch αγόρασε επιπλέον το [...] με αποτέλεσμα τα μερίδια της εταιρείας Trösch στην e-glass να ανέρχονται στο [...] %.

(14)

Η εταιρεία Trösch είναι η γερμανική εταιρεία χαρτοφυλακίου του ομίλου Trösch με έδρα τη Βέρνη της Ελβετίας. Η εταιρεία Trösch είναι ελέγχων εταίρος των εταιρειών Euroglas SA, Hombourg (Γαλλία) και Euroglas GmbH, Haldensleben (Γερμανία). Ο όμιλος Trösch παράγει υαλοπίνακες επίπλευσης, δραστηριοποιείται δε επίσης στον τομέα της επεξεργασίας των υαλοπινάκων επίπλευσης.

(15)

Ο δικηγόρος Heckmann, ενεργώντας ως διαχειριστής γερμανικής επιχείρησης, μεταβίβασε τα μερίδιά του στην εταιρεία AD Augento GmbH της Στουτγάρδης (Γερμανία) («AD-GmbH») με ισχύ από την 21η Δεκεμβρίου 2004 [...] (7).

(16)

Μετά τη συναλλαγή της 21ης Δεκεμβρίου 2004, η ιδιοκτησιακή διάρθρωση της εταιρείας e-glass διαμορφώνεται ως εξής:

Trösch

[...] %

[...]

[...] %

τρίτος ιδιοκτήτης (μερίδια στο πλαίσιο σχέσης διαχείρισης της εταιρείας AD-GmbH)

[...] %

2.2.   Το σχέδιο

(17)

Η ενίσχυση πρόκειται να επενδυθεί στο Sülzetal-Osterweddingen, σε μία ενισχυόμενη περιοχή σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ. Η περιφερειακή μέγιστη ένταση ενίσχυσης ανέρχεται σε ακαθάριστο ποσοστό 28 % ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις σε ακαθάριστο ποσοστό 35 % για μεγάλες επιχειρήσεις (8). Ως ημερομηνία έναρξης των εργασιών του επενδυτικού σχεδίου ορίσθηκε η 15η Απριλίου 2003, ενώ ως προβλεπόμενη ημερομηνία λήξης ορίσθηκε η 31η Δεκεμβρίου 2005. Η αίτηση χορήγησης της ενίσχυσης υποβλήθηκε πριν από την έναρξη του σχεδίου.

(18)

Το εν λόγω σχέδιο αφορά στην κατασκευή ενός νέου εργοστασίου για την παραγωγή ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης. Οι υαλοπίνακες επίπλευσης αποτελούν με διαφορά το πλέον σύνηθες είδος επίπεδης υάλου· άλλες κατηγορίες επίπεδης υάλου είναι π.χ. χυτή ύαλος, αντανακλαστική ύαλος και υαλοπίνακες («sheet glass»). Στους υαλοπίνακες επίπλευσης αναλογεί παγκοσμίως μερίδιο άνω του 80 % της συνολικής παραγωγής επίπεδης υάλου (9). Στον ΕΟΧ, το ποσοστό των υαλοπινάκων επίπλευσης μπορεί κάλλιστα να υπερβαίνει το 80 %. Η αγορά υαλοπινάκων επίπλευσης διακρίνεται γενικά σε δύο τομείς, αυτόν την παραγωγής ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 1) και εκείνων της επεξεργασίας των υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 2).

(19)

Για την παραγωγή ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης παράγεται κατ’ αρχάς μία συνεχής υαλοταινία, για την παραγωγή της οποίας η τετηγμένη ύαλος χύνεται συνεχώς σε λουτρό τετηγμένου κασσιτέρου (μέθοδος επίπλευσης). Κατ’ αυτόν τον τρόπο παράγονται απόλυτα επίπεδες επιφάνειες υάλου. Αφού ψυχθεί, η ύαλος κόβεται και είναι έτοιμη προς διάθεση. Οι ακατέργαστοι υαλοπίνακες επίπλευσης υποβάλλονται κατά κανόνα σε περαιτέρω επεξεργασία (τελειοποιούνται) και στη συνέχεια χρησιμοποιούνται παντού όπου απαιτείται επίπεδη ύαλος, κυρίως στον κατασκευαστικό κλάδο και στην αυτοκινητοβιομηχανία.

(20)

Το νέο εργοστάσιο θα αποτελέσει την πρώτη μονάδα παραγωγής της εταιρείας e-glass. Η παραγωγή προβλέπεται να αρχίσει [...] και το εργοστάσιο πρέπει να λειτουργήσει πλήρως [...]. Μετά το πέρας της φάσης εκκίνησης [...], η ετήσια παραγωγή (ακαθάριστη) προβλέπεται να ανέλθει σε περίπου [...] τόνους ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης.

(21)

Οι επιλέξιμες δαπάνες του σχεδίου ανέρχονται σε 121 εκατομμύρια ευρώ και αναλύονται ως εξής:

Θέση

Επιλέξιμες δαπάνες σε ευρώ

Ακίνητο

[...]

Κτιριακές εγκαταστάσεις

[...]

Εξωτερικές εγκαταστάσεις

[...]

Εγκαταστάσεις και μηχανήματα

[...]

Μη εμπράγματα περιουσιακά στοιχεία (λογισμικό)

[...]

Σύνολο

121 000 000

(22)

Σύμφωνα με την κοινοποίηση, το σχέδιο θα συμβάλει στη δημιουργία 186 θέσεων εργασίας, συμπεριλαμβανομένων 10 θέσεων εκπαίδευσης. Εκτός αυτού αναμένεται ότι θα δημιουργηθούν εμμέσως 358 θέσεις εργασίας (σε επίπεδο NUTS II) στην ίδια περιφέρεια ενίσχυσης καθώς και σε γειτονικές ενισχυόμενες περιοχές.

2.3.   Ένταση ενίσχυσης

(23)

Η Γερμανία αιτείται της έγκρισης της προγραμματισμένης ενίσχυσης με ένταση ακαθάριστου ποσοστού έως 35 % του συνολικού επιλέξιμου κόστους των 121 εκατ. ευρώ.

2.4.   Μέτρα ενίσχυσης

(24)

Η ενίσχυση υπέρ της εταιρείας e-glass περιλαμβάνει:

επενδυτική επιχορήγηση στο πλαίσιο του προγράμματος κοινού ενδιαφέροντος «Βελτίωση της περιφερειακής οικονομικής διάρθρωσης» σε συνδυασμό με το 32ο πρόγραμμα πλαίσιο του προγράμματος κοινού ενδιαφέροντος. Οι σχετικές διατάξεις του 32ου προγράμματος πλαισίου είναι πανομοιότυπες με εκείνες του προηγούμενου 31ου προγράμματος πλαισίου που εγκρίθηκε από την Επιτροπή μέχρι τα τέλη του 2006 (10),

επενδυτικό κίνητρο βάσει του νόμου περί επενδυτικών κινήτρων του 1999 που εγκρίθηκε από την Επιτροπή για την παραγωγή ή την απόκτηση οικονομικών αγαθών. Αμφότερες οι διαδικασίες ολοκληρώθηκαν πριν από το 2005 και συνδέονται με ένα σχέδιο αρχικής επένδυσης (11). Η Γερμανία διατήρησε το δικαίωμα χρήσης μιας ενδεχόμενης ρύθμισης του νόμου περί επενδυτικών κινήτρων του 1999,

εγγύηση σχετική με ένα τραπεζικό δάνειο βάσει καθεστώτος ενίσχυσης που εγκρίθηκε το 1991 (12).

(25)

Η Γερμανία επιβεβαίωσε ότι πληρούνται οι όροι του εγκεκριμένου χάρτη περιφερειακών ενισχύσεων και των προαναφερόμενων εγκεκριμένων καθεστώτων ενίσχυσης (13).

3.   ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

3.1.   Τα εσφαλμένα στοιχεία

(26)

Με επιστολή τους της 25ης Οκτωβρίου 2004, η Γερμανία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι ένα μέρος των σχετικών με τους ιδιοκτήτες της εταιρείας e-glass AG πληροφοριών στην αρχική κοινοποίηση ήταν εσφαλμένες. Η Γερμανία και η διεύθυνση της εταιρείας e-glass ισχυρίζονται ότι είχαν γνώση του γεγονότος αυτού πριν από την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής.

(27)

Οι νέες πληροφορίες αφορούν σε έναν από τους ιδιοκτήτες της εταιρείας e-glass (Luxfinpart SA) και τη δραστηριότητά του στην αγορά επεξεργασίας (επίπεδο 2). Στην αρχική κοινοποίηση αναφέρονταν τρεις ιδιοκτήτες, δύο εκ των οποίων δραστηριοποιούνταν ήδη στην αγορά επεξεργασίας (επίπεδο 2), ενώ ο τρίτος ιδιοκτήτης αναφερόταν απλώς ως επενδυτής ((Luxfinpart SA), ο οποίος δεν δραστηριοποιούταν ούτε στην αγορά παραγωγής των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 1) ούτε στην αγορά επεξεργασίας (επίπεδο 2). Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τις γερμανικές αρχές με επιστολή τους της 25ης Οκτωβρίου 2004, και οι τρεις ιδιοκτήτες της εταιρείας e-glass δραστηριοποιούνταν στην αγορά επεξεργασίας (επίπεδο 2) κατά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης.

(28)

Η εταιρεία Luxfinpart SA διατηρούσε επιχειρηματική σχέση με την εταιρεία [...] από το Μάρτιο του 2003. Η εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα της επεξεργασίας υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 2). Η [...] ανέλαβε τον οικονομικό κίνδυνο των μεριδίων της εταιρείας Luxfinpart an e-glass. Ταυτόχρονα, η εταιρεία [...] είχε αναλάβει συμβατικά την υποχρέωση να απορροφά το [...] % της παραγωγής της εταιρείας e-glass.

3.2.   Συνέπειες των εσφαλμένων πληροφοριών για την αξιολόγηση

(29)

Στην αρχική απόφαση της 20ής Απριλίου 2004 οριζόταν ως συναφής η αγορά των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 1). Παρόλο που δύο εκ των τριών ιδιοκτητών της εταιρείας e-glass δραστηριοποιούνταν στην αγορά επεξεργασίας (επίπεδο 2), η Γερμανία διαβίβασε αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανάλυση μπορούσε να περιορισθεί στην αγορά του επιπέδου 1.

(30)

Στην Επιτροπή υποβλήθηκαν αντίγραφα των σχεδίων σύμβασης μεταξύ της εταιρείας e-glass και ενός ανεξάρτητου πελάτη. Από τη σύμβαση με τον ανεξάρτητο πελάτη προέκυπτε ότι για αυτόν ίσχυαν οι ίδιοι όροι και κανόνες εφαρμογής όπως και για τους πελάτες των ιδιοκτητών. Για το λόγο αυτό εξήχθη το συμπέρασμα ότι οι πελάτες των ιδιοκτητών και άλλοι πελάτες που δραστηριοποιούνταν στην κατάντη αγορά αντιμετωπίζονταν κατά τον ίδιο τρόπο, έτσι ώστε η ενίσχυση να μην έχει καμία επίπτωση στην αγορά επεξεργασίας και η Επιτροπή να μην είναι υποχρεωμένη να συμπεριλάβει την αγορά επεξεργασίας (επίπεδο 2) στο ορισμό της συναφούς αγοράς. Επίσης, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι οι αγορές της παραγωγής (επίπεδο 1) και της επεξεργασίας (επίπεδο 2) είχαν την ίδια ανάπτυξη, επειδή οι ακατέργαστοι υαλοπίνακες επίπλευσης αποτελούν τη σημαντικότερη χονδρική υπηρεσία για την αγορά επεξεργασίας.

(31)

Από τις πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τη Γερμανία στις 25 Οκτωβρίου 2004 προέκυψε ωστόσο ότι η προαναφερόμενη σύμβαση δεν συνάφθηκε με έναν ανεξάρτητο πελάτη παρά την αντίθετη αναφορά στην κοινοποίηση, αλλά με έναν έμμεσο ιδιοκτήτη της εταιρείας e-glass, δηλαδή την [...], ο οποίος, κατά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης, δραστηριοποιούταν στην αγορά επεξεργασίας υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 2).

Ως εκ τούτου δεν ευσταθούσε πλέον το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση δεν θα είχε επιπτώσεις στρέβλωσης στην αγορά επεξεργασίας (επίπεδο 2) ούτε ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να παραβλέψει τις εξελίξεις στην αγορά επεξεργασίας. Από τις νέες πληροφορίες προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη την αγορά επεξεργασίας (επίπεδο 2) κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των μέτρων ενίσχυσης.

(32)

Επειδή οι εσφαλμένες πληροφορίες επηρέασαν τα κίνητρα για την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς ή των σχετικών αγορών και ως εκ τούτου είχαν επιπτώσεις όσον αφορά στον παράγοντα ανταγωνιστικότητας και, συνεπώς, στην επιτρεπόμενη ένταση ενίσχυσης σύμφωνα με το MSR 1998, οι εν λόγω πληροφορίες οφείλουν να θεωρηθούν ως καθοριστικές για την απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

(33)

Σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 «η Επιτροπή μπορεί να ανακαλέσει μια απόφαση που έλαβε […], αφού δώσει πρώτα στο οικείο κράτος μέλος την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, εφόσον η απόφαση βασίστηκε σε εσφαλμένες πληροφορίες παρασχεθείσες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και οι οποίες ήσαν καθοριστικές για την απόφαση. Πριν ανακαλέσει μια απόφαση και λάβει νέα απόφαση, η Επιτροπή κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 4 […]».

(34)

Πριν από την ανάκληση της αρχικής απόφασης που στηρίχθηκε σε εσφαλμένες πληροφορίες, οι οποίες ήταν καθοριστικές για την απόφαση και την έκδοση νέας απόφασης, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, στις 20 Απριλίου 2005.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(35)

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους τριών ανταγωνιστών.

(36)

Ο πρώτος ενδιαφερόμενος, η εταιρεία Saint-Gobain, έχει την άποψη ότι η Επιτροπή δεν επιτρέπεται να παραβλέψει εξελίξεις της αγοράς, οι οποίες ήταν γνωστές κατά τη χρονική στιγμή της έκδοσης της απόφασης σχετικά με το ασυμβίβαστο των κρατικών ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 87 της συνθήκης ΕΚ και του MSR 1998. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν πρέπει να στηρίξει την αξιολόγησή της απλώς στο μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της φαινομενικής κατανάλωσης κατά την περίοδο 1997-2002 στο πλαίσιο αυτής της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Κατά την άποψη της εταιρείας Saint-Gobain, λαμβανομένων υπόψη των εσφαλμένων πληροφοριών της κοινοποίησης, η Επιτροπή πρέπει πλέον να επιλέξει το χρονικό διάστημα από το 1999 έως τα 2004 ως καθοριστική περίοδο για τον προσδιορισμό της έντασης της ενίσχυσης.

(37)

Σύμφωνα με την εταιρεία Saint-Gobain, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της φαινομενικής κατανάλωσης ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης ήταν αρνητικός κατά την τελευταία πενταετία (1999-2004: -0,62 %) και για το λόγο αυτό, η αγορά οφείλει να ορισθεί ότι «βρίσκεται σε πλήρη παρακμή» κατά την έννοια της παραγράφου 7.8 του MSR 1998.

(38)

Η εταιρεία Saint-Gobain θεωρεί επίσης ότι η Επιτροπή -ήδη κατά την έκδοση της απόφασης του Απριλίου του 2004- όφειλε να λάβει υπόψη της τις προγνώσεις ανάπτυξης, ιδίως δε όταν αυτές καταδεικνύουν σημαντική μεταβολή του μέσου ετήσιου ρυθμού αύξησης της φαινομενικής κατανάλωσης. Η εταιρεία Saint-Gobain υπενθυμίζει ότι η ίδια Επιτροπή απαιτεί από το κοινοποιούν κράτος μέλος εκτιμήσεις και προγνώσεις σχετικές με την εξέλιξη της φαινομενικής κατανάλωσης του συγκεκριμένου προϊόντος για τα τρία οικονομικά έτη μετά την κοινοποίηση (βλέπε παράγραφο 5.4.2, μέρος 5 του παραρτήματος του MSR 1998).

(39)

Σύμφωνα με την εταιρεία Saint-Gobain, η σχετική αγορά θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει την αγορά της επεξεργασμένης υάλου (επίπεδο 2). Ωστόσο, στη συγκριμένη υπόθεση, σχετική αγορά αποτελεί μόνο ένα τμήμα της συνολικής αγοράς επεξεργασμένης υάλου. Η εταιρεία Saint-Gobain προβαίνει κατ’ αρχάς σε διάκριση της αγοράς υαλοπινάκων αυτοκινήτων και της γενικής αγοράς υαλοπινάκων (υαλοπίνακες για οικοδομές), επειδή κατά την άποψή της η τεχνολογία παραγωγής υαλοπινάκων αυτοκινήτων, η βάση πελατών και η μέθοδος εμπορίας των υαλοπινάκων αυτοκινήτων διαφέρουν εντελώς από εκείνες του τομέα των κατασκευών. Στη συνέχεια η επιχείρηση διαιρεί τον τομέα των υαλοπινάκων για οικοδομές σε τέσσερις διακριτές αγορές: i) διπλοί υαλοπίνακες Thermopan (διπλοί και πολλαπλοί υαλοπίνακες), ii) σκληρυμένοι υαλοπίνακες (υαλοπίνακες ασφαλείας) iii) σύνθετοι υαλοπίνακες (υαλοπίνακες ασφαλείας) και iv) υαλοπίνακες με επίστρωση αργύρου (καθρέφτες). Επειδή με βάση την ποσότητα στην ύαλο για υαλοπίνακες Thermopan (διπλοί υαλοπίνακες) αναλογεί περίπου το 80 % της κατανάλωσης υαλοπινάκων επίπλευσης στον τομέα του γενικού εμπορίου (εφαρμογές εκτός της αυτοκινητοβιομηχανίας), η Saint-Gobain έχει την άποψη ότι η αγορά των υαλοπινάκων Thermopan αποτελεί την κύρια σχετική αγορά στη συγκεκριμένη υπόθεση.

(40)

Όσον αφορά στη γεωγραφική έκταση των προαναφερόμενων αγορών, η Saint-Gobain προβάλει το επιχείρημα ότι οι αγορές για υαλοπίνακες με επίστρωση αργύρου (καθρέφτες) και για σύνθετους υαλοπίνακες οφείλουν να θεωρηθούν ως αγορές που εκτείνονται σε ολόκληρη την κοινοτική επικράτεια. Για τις αγορές των άλλων προϊόντων, ιδίως εκείνες των σκληρυμένων υαλοπινάκων και των υαλοπινάκων Thermopan, δεν φαίνεται να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για μία αγορά που εκτείνεται σε ολόκληρη την Κοινότητα. Κατά τα φαινόμενα, οι συγκεκριμένες αγορές θεωρούνται μάλλον ως εθνικές ακόμη δε και τοπικές αγορές, γεγονός που πρέπει να αποδοθεί κυρίως στο αυξημένο μεταφορικό κόστος. Με τις τρέχουσες τιμές των διπλών υαλοπινάκων, το υψηλό κόστος καθιστά πλέον απαγορευτική τη μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις και -στο βαθμό που η εταιρεία Saint-Gobain είναι σε θέση να γνωρίζει- όλοι οι κατασκευαστές υαλοπινάκων παραδίδουν υαλοπίνακες Thermopan σε πελάτες σε απόσταση περίπου 250 έως 300 χιλιομέτρων από το εργοστάσιο. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με την εταιρεία Saint-Gobain, οι αγορές των υαλοπινάκων Thermopan θα πρέπει να θεωρούνται ως εθνικές ή ακόμη και τοπικές.

(41)

Η Saint-Gobain υπέβαλε επίσης παρατηρήσεις σχετικές με την αξιολόγηση του εκτιμώμενου αριθμού νέων θέσεων εργασίας, οι οποίες πρόκειται να δημιουργηθούν χάρη στις επενδύσεις. Η εταιρεία Saint-Gobain επισημαίνει ότι το προγραμματισμένο εργοστάσιο υαλοπινάκων επίπλευσης στο Osterweddingen θα βρίσκεται σε απόσταση 40 χιλιομέτρων από ένα ήδη υφιστάμενο εργοστάσιο υαλοπινάκων επίπλευσης της εταιρείας Euroglas. Ένας από τους τρεις μετόχους της εταιρείας Euroglas είναι η εταιρεία Trösch. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της εταιρείας Saint-Gobain, η εταιρεία e-glass χρειάζεται κατά πάσα πιθανότητα λιγότερους από 120 εργαζόμενους (συμπεριλαμβανομένων καταρτιζόμενων) για το εργοστάσιο, λόγω των ενδεχόμενων συνεργιών μεταξύ των δύο αυτών εργοστασίων και δεδομένου ότι το νέο εργοστάσιο της εταιρείας e-glass πρόκειται να εξοπλισθεί με την πλέον σύγχρονη τεχνολογία.

(42)

Ο δεύτερος ενδιαφερόμενος […] (14), διαβίβασε ενημερωμένα αριθμητικά στοιχεία για τις πληροφορίες σχετικά με την αγορά ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (Κοινότητα, όγκος και αξία), τις οποίες χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην απόφασή της της 20ής Απριλίου 2004. Επίσης, προβλήθηκε το επιχείρημα ότι η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη την κατάσταση της αγοράς στη Γερμανία. Για το λόγο αυτό διαβίβασε στοιχεία σχετικά με τις ποσότητες και την αξία της συνολικής κατανάλωσης ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης στη Γερμανία (2001-2004).

(43)

Ο δεύτερος ενδιαφερόμενος επισημαίνει επίσης τη δυσκολία συγκέντρωσης ενημερωμένων αριθμητικών στοιχείων σχετικά με τις ποσότητες και την αξία της συνολικής κατανάλωσης ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης στην Κοινότητα, όπως επίσης και το γεγονός ότι τα εν λόγω στοιχεία αντανακλούν τις τάσεις που επικρατούν στον τομέα των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης. Τονίζει ότι η τάση που αντανακλούν τα σχετικά με τον τομέα των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης στοιχεία, θα μπορούσε να είναι αντίστοιχη με εκείνη της αγοράς επεξεργασμένων υαλοπινάκων, επειδή όλοι ανεξαιρέτως οι ακατέργαστοι υαλοπίνακες επίπλευσης υποβάλλονται σε επεξεργασία και μπορεί να μη ληφθεί υπόψη η διακύμανση των εισαγωγών και εξαγωγών επεξεργασμένων υαλοπινάκων από, και προς την Κοινότητα.

(44)

Ο δεύτερος ενδιαφερόμενος υπέβαλε επίσης παρατηρήσεις σχετικές με την αξιολόγηση του παράγοντα «αναλογία κεφάλαιο/εργασία» εκ μέρους της Επιτροπής. Πρώτον, ισχυρίζεται ότι χάρη στην κατασκευή ενός αντίστοιχου εργοστασίου ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης από την εταιρεία Trösch στη γαλλική πόλη Hombourg, δημιουργήθηκαν 168 νέες θέσεις εργασίας. Δεύτερον, παρατηρεί ότι η εταιρεία Trösch είναι σε θέση να παράσχει στην εταιρεία e-glass διοικητικές, τεχνικές, επιχειρηματικές και άλλες υπηρεσίες, να παράσχει υποστήριξη στη διεύθυνση της εταιρείας και να προσφέρει κατάρτιση. Για το λόγο αυτό, ο αριθμός νέων θέσεων εργασίας στο πλαίσιο του σχεδίου της εταιρείας e-glass θα υπολείπεται ακόμη και των 168 θέσεων.

(45)

Ο τρίτος ενδιαφερόμενος, η εταιρεία Pilkington, έλαβε θέση σχετικά με το χρονικό διάστημα αναφοράς που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του παράγοντα ανταγωνιστικότητας. Κατά την άποψή του η Επιτροπή δεν συνεχίζει την αρχική έρευνα, αλλά διεξάγει πλέον νέα έρευνα. Ταυτόχρονα, η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία. Συνεπώς, ως περίοδος πενταετίας θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2004.

(46)

Η εταιρεία Pilkington ισχυρίζεται επίσης ότι η σχετική αγορά προϊόντων είναι η αγορά επεξεργασμένων υαλοπινάκων για γενική εμπορία και όχι για εφαρμογές της αυτοκινητοβιομηχανίας. Στη συγκεκριμένη αγορά, το με διαφορά μεγαλύτερο ποσοστό αναλογεί στους υαλοπίνακες μόνωσης. Σύμφωνα με την εταιρεία Pilkington, η σχετική γεωγραφική αγορά για επεξεργασμένους υαλοπίνακες (επίπεδο 2) στην παρούσα υπόθεση δεν εκτείνεται σε ολόκληρη την Κοινότητα, αλλά μόνο στη Γερμανία (ή το πολύ στη Γερμανία και στις όμορες περιοχές).

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

(47)

Η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας με επιστολή της 7ης Ιουνίου 2005 που καταχωρήθηκε στις 9 Ιουνίου 2005.

(48)

Όσον αφορά στο χρονικό διάστημα της ανάλυσης, η Γερμανία συμμερίζεται την άποψη που εκφράζει η Επιτροπή στην απόφαση της 20ής Απριλίου 2005, ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία της περιόδου 1997-2002, επειδή είναι τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία κατά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης.

(49)

Η Γερμανία πρότεινε το διαχωρισμό της αγοράς του επιπέδου 2 για υαλοπίνακες ασφαλείας (απλοί και σύνθετοι υαλοπίνακες ασφαλείας), πολλαπλούς υαλοπίνακες και τεχνητής υάλου. Οι υαλοπίνακες ασφαλείας (απλοί και σύνθετοι υαλοπίνακες ασφαλείας) χρησιμοποιούνται στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και των κατασκευών, ενώ οι πολλαπλοί υαλοπίνακες χρησιμοποιούνται κυρίως στον τομέα των κατασκευών. Επειδή και οι τρεις μέτοχοι της εταιρείας e-glass παράγουν υαλοπίνακες ασφαλείας (απλούς και σύνθετους υαλοπίνακες ασφαλείας) και πολλαπλούς υαλοπίνακες για τον τομέα των κατασκευών, μόνο αυτές οι επιμέρους αγορές πρέπει να θεωρηθούν ως σχετικές. Επίσης, η Γερμανία υπέβαλε πληροφορίες σχετικές με τη δυνατότητα υποκατάστασης των εν λόγω προϊόντων από την άποψη της προσφοράς.

(50)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, η αγορά του επιπέδου 2 για υαλοπίνακες ασφαλείας (απλούς και σύνθετους υαλοπίνακες ασφαλείας) και πολλαπλούς υαλοπίνακες εκτείνεται σε ολόκληρο τον ΕΟΧ. Επιπλέον, υπέβαλε πληροφορίες σχετικές με τη θετική εξέλιξη αυτής της αγοράς για την περίοδο 1997-2002.

(51)

Με επιστολή της 22ας Νοεμβρίου 2005 που καταχωρήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2005, η Γερμανία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της σχετικά με τις αντιδράσεις των ανταγωνιστών της εταιρείας e-glass. Τονίζει ότι το χρονικό διάστημα αναφοράς 1997-2002 πρέπει να διατηρηθεί επειδή οφείλουν να ληφθούν υπόψη μόνο οι πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες κατά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης. Με την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Επιτροπή συνεχίζει την αξιολόγηση που δρομολογήθηκε μετά την κοινοποίηση, το Δεκέμβριο του 2003.

(52)

Η Γερμανία διαβίβασε συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικές με την ανάπτυξη της αγοράς ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης κατά τα έτη 2003 και 2004, από τις οποίες προκύπτει η θετική ανάπτυξη της εν λόγω αγοράς. Καταδεικνύεται επίσης ότι οι σημαντικότεροι κατασκευαστές υαλοπινάκων επίπλευσης προγραμματίζουν αύξηση της παραγωγικής τους ικανότητας, γεγονός που αποτελεί απόδειξη για ευοίωνες προοπτικές της αγοράς.

(53)

Όσον αφορά στην αγορά επεξεργασμένων υαλοπινάκων (επίπεδο 2), η Γερμανία εξακολουθεί να πρεσβεύει την άποψη ότι η εν λόγω αγορά δεν πρέπει να συμπεριληφθεί στην ανάλυση. Ισχυρίζεται ότι οι ακατέργαστοι υαλοπίνακες επίπλευσης διατίθενται απευθείας στην αγορά σε μεγάλο ποσοστό και ότι οι μέτοχοι της εταιρείας e-glass προσφέρουν ακατέργαστους υαλοπίνακες επίπλευσης σε συνήθεις τιμές της αγοράς. Για το λόγο αυτό, η ενίσχυση δεν έχει σε καμία περίπτωση επιπτώσεις στην αγορά του επιπέδου 2.

(54)

Σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς, η Γερμανία εγείρει ενστάσεις κατά της προσέγγισης, σύμφωνα με την οποία μόνο η αγορά πολλαπλών υαλοπινάκων είναι σχετική, τονίζει δε ότι η σχετική αγορά εκτείνεται σε ολόκληρο τον ΕΟΧ και θα πρέπει να συμπεριλάβει τόσο την αγορά των υαλοπινάκων ασφαλείας (απλοί και σύνθετοι υαλοπίνακες ασφαλείας) όσο και εκείνη των πολλαπλών υαλοπινάκων.

(55)

Εκτός αυτού, η Γερμανία υπέβαλε πληροφορίες σχετικές με το κόστος μεταφοράς των ακατέργαστων και των επεξεργασμένων υαλοπινάκων επίπλευσης. Το ποσοστό των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης στο κόστος μεταφοράς είναι μεγαλύτερο από εκείνο των επεξεργασμένων υαλοπινάκων, επειδή οι τελευταίοι είναι ακριβότεροι. Το γεγονός αυτό αιτιολογεί τον προσδιορισμό μιας αγοράς που εκτείνεται σε ολόκληρο τον ΕΟΧ. Εκτός αυτού, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι οι περιοχές διάθεσης των εργοστασίων επεξεργασμένων υαλοπινάκων στον ΕΟΧ επικαλύπτονται, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αγορά εκτείνεται σε ολόκληρο τον ΕΟΧ.

(56)

Η Γερμανία υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικές με τους ισχυρισμούς του ανταγωνιστή ότι ο παράγοντας «αναλογία κεφάλαιο/εργασία» χρήζει προσαρμογής, επειδή η εταιρεία Trösch μπορεί να εκμεταλλευθεί συνέργειες μεταξύ του εργοστασίου της εταιρείας e-glass και άλλων εργοστασίων του ομίλου επιχειρήσεων στην περιοχή. Η Γερμανία προβάλλει το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν οι εν λόγω συνέργειες, επειδή η εταιρεία Trösch είναι ένας μόνο εκ των τριών μετόχων που δραστηριοποιούνται στην αγορά επεξεργασμένων υαλοπινάκων και εμφανίζονται ως ανταγωνιστές. Επιπλέον διαβιβάζει τις σωστές κατ’ εκτίμηση τιμές του αριθμού συνεργατών και τονίζει ότι συγκρίσεις μεταξύ των επιμέρους εργοστασίων, όπως εκείνες στις οποίες προβαίνουν οι ανταγωνιστές, δεν είναι σκόπιμες και οδηγούν στην εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων.

6.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

6.1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(57)

Στις 20 Απριλίου 2004 η Επιτροπή ενέκρινε την ενίσχυση υπέρ της εταιρείας e-glass στο ύψος που κοινοποιήθηκε από τη Γερμανία στις 15 Δεκεμβρίου 2003. Επειδή η Γερμανία πληροφόρησε την Επιτροπή μετά την έκδοση της απόφασης ότι ορισμένες πληροφορίες της αρχικής κοινοποίησης ήταν εσφαλμένες και επειδή οι εν λόγω πληροφορίες ήταν καθοριστικές για την απόφαση, η Επιτροπή αποφάσισε στις 20 Απριλίου 2005 να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας με σκοπό την ανάκληση της αρχικής απόφασης της 20ής Απριλίου 2004 και την έκδοση νέας απόφασης.

(58)

Η απόφαση της 20ής Απριλίου 2004 περιλαμβάνει την πλήρη αξιολόγηση της κοινοποίησης. Αυτή η αξιολόγηση παραλαμβάνεται στην παρούσα απόφαση με εξαίρεση τα μέρη που χρήζουν αναθεώρησης λόγω των πληροφοριών που διαβιβάσθηκαν από τη Γερμανία στις 25 Οκτωβρίου 2004 και αποτέλεσαν αντικείμενο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας της 20ής Απριλίου 2005.

(59)

Η Γερμανία κοινοποίησε την ενίσχυση υπέρ της εταιρείας e-glass στις 15 Δεκεμβρίου 2003 και η κοινοποίηση αυτή καταχωρήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2003. Σύμφωνα με την παράγραφο 40 του πολυτομεακού πλαισίου για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια του 2002 (15) (MSR 2002), τα σχέδια εξετάζονται σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά τη στιγμή της κοινοποίησης κριτήρια: «…, οι διατάξεις του πλαισίου θα αρχίσουν να εφαρμόζονται από 1ης Ιανουαρίου 2004. Το προηγούμενο πολυτομεακό πλαίσιο θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003. Ωστόσο, οι κοινοποιήσεις που καταχωρήθηκαν από την Επιτροπή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2004 θα εξετάζονται σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά τη στιγμή της κοινοποίησης κριτήρια.» Για το λόγο αυτό, η ενίσχυση υπέρ της εταιρείας e-glass αξιολογείται σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στο MSR 1998.

(60)

Στο πλαίσιο της εν λόγω αξιολόγησης εξετάζονται τα πραγματικά περιστατικά, τα αριθμητικά στοιχεία και οι καταστάσεις που ίσχυαν κατά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης στις 15 Δεκεμβρίου 2003.

(61)

Η Επιτροπή πρέπει να εκδώσει μία εκ των προτέρων απόφαση βάσει προγνώσεων και κατ’ εκτίμηση στοιχείων για την αγορά. Όσον αφορά τη σχετική με την ενίσχυση απόφαση ούτε το κράτος μέλος δεν έχει στη διάθεσή του άλλες πληροφορίες πλην των πραγματικών περιστατικών, των αριθμητικών στοιχείων και των καταστάσεων κατά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης. Τα επίπεδα ενίσχυσης δεν αναπροσαρμόζονται σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν από εκ των υστέρων στοιχεία προκύπτει ύστερα από ορισμένα έτη ότι π.χ. η εξέλιξη της αγοράς υπήρξε διαφορετική. Στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή οφείλει μεν να εκδώσει απόφαση δυόμιση έτη μετά την αρχική κοινοποίηση, βασίζοντας ωστόσο την αξιολόγησή της στα πραγματικά περιστατικά και στις καταστάσεις που ίσχυαν κατά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης.

(62)

Χρονικό διάστημα αναφοράς στην απόφαση της 20ής Απριλίου 2004 ήταν η περίοδος 1997-2002. Οι ανταγωνιστές της εταιρείας e-glass ισχυρίσθηκαν ότι η ανάλυση πρέπει να βασισθεί σε διαφορετικό χρονικό διάστημα αναφοράς ώστε να ληφθούν υπόψη νεότερα στοιχεία που έγιναν γνωστά στο μεταξύ. Επειδή από την αρχική κοινοποίηση έως την παρούσα απόφαση έχει παρέλθει σημαντικό χρονικό διάστημα, οι καταστάσεις θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει, οι αγορές να έχουν εξελιχθεί και τα σχετικά πραγματικά περιστατικά να παρουσιάζονται κατά τρόπο διαφορετικό από τον αρχικά αναμενόμενο. Για τους προαναφερόμενους λόγους, η Επιτροπή δεν δύναται να λάβει υπόψη αυτό το γεγονός κατά την αξιολόγησή της.

6.2.   Ύπαρξη ενίσχυσης δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ

(63)

Το υπό εξέταση σχέδιο αφορά σε κρατική ενίσχυση ή ενίσχυση που χορηγείται με κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ (βλέπε παράγραφο 2.4 της παρούσας απόφασης). Η ενίσχυση παρέχει στην εταιρεία e-glass ένα πλεονέκτημα καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, η επιχείρηση θα επιβαρυνόταν τις συνολικές επενδύσεις. Επειδή σημαντικές ποσότητες υαλοπινάκων επίπλευσης διακινούνται διασυνοριακά, το εμπόριο στην αγορά των υαλοπινάκων επίπλευσης διεξάγεται σε διασυνοριακό επίπεδο. Συνεπώς, τα οικονομικά πλεονεκτήματα που χορηγούνται στην εν λόγω επιχείρηση στρεβλώνουν υπό ορισμένες συνθήκες τον ανταγωνισμό κατά τρόπον που μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει, στην παρούσα αξιολόγηση, στο συμπέρασμα ότι το κοινοποιηθέν μέτρο αποτελεί κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην εταιρεία e-glass κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

6.3.   Υποχρέωση κοινοποίησης

(64)

Επειδή πληρούνται οι σωρευτικοί όροι της παραγράφου 2.1 σημείο i) του MSR 1998, υφίσταται υποχρέωση κοινοποίησης της πρότασης ενίσχυσης, ενώ η επιτρεπόμενη ένταση ενίσχυσης οφείλει να προσδιορισθεί σύμφωνα με το MSR 1998. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ενίσχυση βασίζεται σε τρία καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων που έχουν ήδη εγκριθεί από την Επιτροπή. Δεν πρόκειται επομένως για τη λεγόμενη ad hoc ενίσχυση κατά την έννοια της παραγράφου 2 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (16), το συμβιβάσιμο των οποίων με την κοινή αγορά χρήζει περαιτέρω εξέτασης. Η υποχρέωση εξέτασης της Επιτροπής περιορίζεται περισσότερο στο θέμα του συμβιβάσιμου της αιτηθείσας έντασης ενίσχυσης σε ακαθάριστο ποσοστό 35 % σύμφωνα με τα κριτήρια του MSR 1998.

6.4.   Αξιολόγηση βάσει του MSR 1998

(65)

Η επιτρεπόμενη ένταση ενίσχυσης σύμφωνα με το MSR 1998 για το σχέδιο προσδιορίζεται βάσει της επιτρεπόμενης περιφερειακής μέγιστης έντασης ενίσχυσης που ισχύει για τις περιφερειακές ενισχύσεις κατά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης της ενίσχυσης στη σχετική ενισχυόμενη περιοχή.

(66)

Για το Sülzetal-Osterweddingen, την έδρα της εταιρείας e-glass, η μέγιστη ένταση ενίσχυσης για τις περιφερειακές ενισχύσεις ανέρχεται σε ακαθάριστο ποσοστό 28 % για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, όταν πληρούνται ορισμένοι σωρευτικοί όροι, η μέγιστη ένταση ενίσχυσης μπορεί να αυξηθεί σε ακαθάριστο ποσοστό 35 %. Κατόπιν αιτήματος ενός ομοσπονδιακού κρατιδίου, μπορεί να χορηγηθεί υψηλότερο ποσοστό ενίσχυσης σε τεκμηριωμένα εξαιρετικές περιπτώσεις, για διαρθρωτικά ιδιαίτερα αποτελεσματικά μέτρα υπέρ εγκαταστάσεων επιχειρήσεων, με την έγκριση της υποεπιτροπής του προγράμματος κοινού ενδιαφέροντος «βελτίωση της περιφερειακής οικονομικής διάρθρωσης» («υποεπιτροπή ΚΕ»). Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασε η Γερμανία, αυτοί οι όροι πληρούνται επειδή η υποεπιτροπή του προγράμματος κοινού ενδιαφέροντος ενέκρινε την αίτηση του κρατιδίου Sachsen-Anhalt στις 23 Ιουλίου 2003 (17).

(67)

Ως εκ τούτου, στην παρούσα υπόθεση η περιφερειακή μέγιστη ένταση ενίσχυσης ανέρχεται σε ακαθάριστο ποσοστό 35 %. Για τον υπολογισμό τής για το συγκεκριμένο σχέδιο επιτρεπόμενης έντασης ενίσχυσης, αυτή η μέγιστη ένταση ενίσχυσης οφείλει να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του MSR 1998 βάσει διαφόρων τιμών που προκύπτουν από την εφαρμογή τριών παραγόντων αξιολόγησης, δηλαδή του παράγοντα ανταγωνιστικότητας (T), ο οποίος λαμβάνει υπόψη την κατάσταση στη σχετική αγορά προϊόντων, του παράγοντα «αναλογία κεφάλαιο/εργασία» (I) και του παράγοντα «περιφερειακή επίπτωση» (M).

6.4.1.   Ο παράγοντας ανταγωνιστικότητας

(68)

Η έγκριση ενισχύσεων υπέρ επιχειρήσεων σε κλάδους της οικονομίας με διαρθρωτική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους στρέβλωσης του ανταγωνισμού. Κάθε επέκταση της παραγωγικής ικανότητας που δεν αντισταθμίζεται με περιορισμό της σε άλλο σημείο, εντείνει το πρόβλημα της διαρθρωτικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας. Ως εκ τούτου, για τον προσδιορισμό του παράγοντα ανταγωνιστικότητας η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει αν το προγραμματισμένο σχέδιο πρόκειται να υλοποιηθεί σε έναν κλάδο ή υποκλάδο της οικονομίας, στον οποίο υφίσταται διαρθρωτική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα.

(69)

Σύμφωνα με την παράγραφο 7.6 του MSR 1998, η σχετική αγορά προϊόντος περιλαμβάνει τα προϊόντα του επενδυτικού σχεδίου καθώς και τα προϊόντα που θεωρούνται ως υποκατάστατα προϊόντα και/ή υποκατάστατες υπηρεσίες από τον καταναλωτή (λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των προϊόντων, των τιμών τους και της προβλεπόμενης χρήσης τους) ή από τον κατασκευαστή (χάρη στην ευελιξία των εγκαταστάσεων παραγωγής).

(70)

Οι υαλοπίνακες επίπλευσης αποτελούν με διαφορά την πλέον διαδεδομένη μορφή επίπεδης υάλου. Επειδή οι υαλοπίνακες επίπλευσης, λόγω της ειδικής διαδικασίας παραγωγής τους και των ιδιοτήτων του προϊόντος δεν είναι δυνατό να υποκατασταθούν ούτε από την άποψη της προσφοράς ούτε από εκείνη της ζήτησης από άλλα είδη επίπεδης υάλου (π.χ. υαλοπίνακες, ύαλος με σχέδια, αντανακλαστική ύαλος), η αγορά των υαλοπινάκων επίπλευσης θεωρείται ως ανεξάρτητη αγορά προϊόντος (18). Η εν λόγω αγορά προϊόντος διαιρείται σε δύο ανεξάρτητα αξιολογούμενα επίπεδα· αφενός εκείνο της παραγωγής ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 1) και αφετέρου εκείνο της περαιτέρω επεξεργασίας των υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 2) (19).

(71)

Η ανάλυση της Επιτροπής στην απόφαση της 20ής Απριλίου 2004 οδήγησε στο συμπέρασμα ότι στην παρούσα ιδιαίτερη περίπτωση πρέπει να αξιολογηθεί μόνο η αγορά των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 1) (20). Λόγω των εσφαλμένων πληροφοριών σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς δεν ευσταθεί πλέον αυτό το συμπέρασμα με αποτέλεσμα η αγορά επεξεργασίας (επίπεδο 2) να πρέπει να συμπεριληφθεί στον ορισμό των συναφών αγορών, επειδή η ενίσχυση θα μπορούσε να προκαλέσει επίσης στρέβλωση του ανταγωνισμού στο συγκεκριμένο επίπεδο.

(72)

Ακολούθως εξετάζεται κατ’ αρχάς η αγορά των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 1) και στη συνέχεια η αγορά των επεξεργασμένων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 2).

(73)

Η αναφερόμενη στην αρχική απόφαση της 20ής Απριλίου 2004 εξέταση της αγοράς των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 1) δεν αμφισβητήθηκε ούτε αποτέλεσε αντικείμενο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας της 20ής Απριλίου 2005. Ως εκ τούτου, ακολούθως παρατίθεται η αξιολόγηση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο απόφασης της 20ής Απριλίου 2004 και αναφέρεται σε αυτήν.

(74)

Σύμφωνα με την παράγραφο 7.6 του MSR 1998, η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τον ΕΟΧ ή σημαντικό τμήμα αυτού, εφόσον οι συνθήκες ανταγωνισμού στην εν λόγω περιοχή διαφέρουν σε επαρκή βαθμό από εκείνες άλλων περιοχών του ΕΟΧ. Κατά περίπτωση μπορεί επίσης εξετασθεί η διεθνής αγορά ως σχετική γεωγραφική αγορά.

(75)

Λόγω του συγκριτικά υψηλού κόστους μεταφοράς των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (21), οι αγορές διάθεσης των επιμέρους εργοστασίων παραγωγής δεν εκτείνονται σε ολόκληρη την επικράτεια του ΕΟΧ. Αντίθετα, οι αγορές διάθεσης διαμορφώνονται ως ομόκεντροι κύκλοι γύρω από την εκάστοτε παραγωγική μονάδα, η ακτίνα των οποίων καθορίζεται από την σκόπιμη, από οικονομική άποψη, διαδρομή μεταφοράς η οποία κατά κανόνα δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 500 έως το πολύ 1 000 χιλιόμετρα για την πλέον διαδεδομένη χερσαία μεταφορά. Ωστόσο, επειδή στο μεταξύ σε ολόκληρο τον ΕΟΧ κατανέμονται περισσότερα από 50 εργοστάσια παραγωγής ευρωπαίων κατασκευαστών υαλοπινάκων επίπλευσης και, ως εκ τούτου, οι αγορές διάθεσης των προϊόντων τους επικαλύπτονται, οι εν λόγω εγκαταστάσεις καλύπτουν ολόκληρο τον ΕΟΧ.

(76)

Προκειμένου να διαπιστώσει αν λόγω αυτής της γεωγραφικής επικάλυψης των επιμέρους αγορών επικρατούν παρόμοιες συνθήκες ανταγωνισμού στις διάφορες περιοχές του ΕΟΧ, η Επιτροπή εξέτασε αν υφίστανται διακριτές αγορές στις οποίες θα μπορούσαν να διαμορφωθούν ειδικές τιμές ανεξάρτητα από τις άλλες αγορές διάθεσης ή αν οι τιμές στον ΕΟΧ διαμορφώνονται βάσει ενιαίου προτύπου. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή συνέκρινε βάσει υφιστάμενων στατιστικών της Eurostat την εξέλιξη των τιμών ανά τόνο στα σημαντικότερα από την άποψη της παραγωγής υαλοπινάκων επίπλευσης κράτη μέλη, δηλαδή στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ισπανία κατά την περίοδο 1997-2002, καθώς και στο Βέλγιο –λόγω έλλειψης στοιχείων- για την περίοδο 1999-2002. Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η εξέλιξη της αξίας των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης στα επιμέρους κράτη μέλη κατά την περίοδο 1997-2002 παρουσιάζει σημαντική αλληλεξάρτηση. Από αυτή την παράλληλη εξέλιξη προκύπτει ότι στους αγοραστές ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης παρέχονται επαρκείς δυνατότητες να επιλέγουν κατασκευαστές σε άλλα κράτη μέλη –μία σαφής ένδειξη για την ενιαία γεωγραφική αγορά.

(77)

Συμπέρασμα: Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γεωγραφική αγορά των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης περιλαμβάνει ολόκληρο τον ΕΟΧ (22).

(78)

Το κατώτατο επίπεδο της ταξινόμησης NACE που αντιστοιχεί στην παραγωγή ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης, είναι η κατηγορία NACE 26.11 «Παραγωγή επίπεδης υάλου». Στους ακατέργαστους υαλοπίνακες επίπλευσης αναλογεί ποσοστό που υπερβαίνει σαφώς το 80 % της συνολικής παραγωγής επίπεδης υάλου στον ΕΟΧ, με αποτέλεσμα αυτό το προϊόν να μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτικό για την κατηγορία NACE 26.11. Ωστόσο, στον τομέα της επίπεδης υάλου, η παραγωγική ικανότητα προσδιορίζεται βάσει της εκμεταλλεύσιμης (διαθέσιμης) παραγωγικής ικανότητας (23). Αυτή η μέθοδος προσδιορισμού δεν είναι συγκρίσιμη με τον προσδιορισμό της παραγωγικής ικανότητας του συνόλου της βιομηχανίας επεξεργασίας.

(79)

Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή εξέφρασε την άποψη ότι η κατάσταση όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα στην αγορά ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση του παράγοντα ανταγωνιστικότητας (24).

(80)

Όταν τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας δεν είναι επαρκή, η Επιτροπή στηρίζεται στα σχετικά με την φαινομενική κατανάλωση στοιχεία σύμφωνα με την παράγραφο 3.4 του MSR 1998, προκειμένου να προσδιορίσει αν η επένδυση πραγματοποιείται σε αγορά που βρίσκεται σε παρακμή. Μία αγορά προϊόντος θεωρείται ότι βρίσκεται σε παρακμή όταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της φαινομενικής κατανάλωσης του συγκεκριμένου προϊόντος κατά τα τελευταία πέντε έτη υπολείπεται σε ποσοστό άνω του 10 % του ετήσιου μέσου όρου του συνολικού κλάδου επεξεργασίας στον ΕΟΧ, εκτός και αν παρατηρείται έντονη ανοδική τάση του σχετικού ποσοστού αύξησης της ζήτησης του προϊόντος. Μία αγορά που βρίσκεται σε πλήρη παρακμή είναι μία αγορά στην οποία ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της φαινομενικής κατανάλωσης είναι αρνητικός κατά την τελευταία πενταετία.

(81)

Σχετικά με την φαινομενική κατανάλωση ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης κατά την περίοδο 1997-2002, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της τα εξής στοιχεία:

Αγορά ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης στην Κοινότητα

1997

1998

1999

2000

2001

2002

Μέσος ρυθμός ετήσιας αύξησης

Συνολική κατανάλωση (σε εκατ. τόνων) στην Κοινότητα (25)

6,937

7,334

7,716

7,677

7,509

7,599

1,84 %

Μέση τιμή ανά τόνο (σε ευρώ) στην Κοινότητα (26)

293,87

285,20

291,79

333,26

349,15

346,92

 

Αξία της συνολικής κατανάλωσης (σε εκατ. ευρώ)

2 038,6

2 091,7

2 251,5

2 558,4

2 621,8

2 636,2

5,28 %

(82)

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης σε αξία του συνολικού κλάδου επεξεργασίας στον ΕΟΧ κατά την περίοδο 1997-2002 ανήλθε στο 4,8 %. Η ανώτατη αξία, σε περίπτωση μη επίτευξης της οποίας η αγορά θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε παρακμή σύμφωνα με την παράγραφο 7.8 του MSR 1998, ανέρχεται συνεπώς σε ποσοστό 4,4 %. Η ευρωπαϊκή αγορά ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης επέτυχε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης σε αξία της τάξης του 5,28 % και συνεπώς υπερβαίνει σαφώς το μέσο όρο του ΕΟΧ (27). Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του Eurostat/COMEXT σχετικά με τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, η Επιτροπή εξέτασε επίσης αν η ανάπτυξη σε αξία της φαινομενικής κατανάλωσης ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης στα επιμέρους κράτη μέλη της Κοινότητας επιβεβαιώνει αυτό το αποτέλεσμα και κατέληξε ότι πράγματι αυτό συμβαίνει.

(83)

Η θετική ανάπτυξη της αγοράς των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης αντανακλάται στη συμπεριφορά των παραγωγών, επειδή στην ευρωπαϊκή αγορά, η οποία επικεντρώνεται γύρω από λίγους μεγάλους κατασκευαστές υαλοπινάκων επίπλευσης (28), επενδύσεις σε νέες εγκαταστάσεις παραγωγής πραγματοποιήθηκαν κατά τα τελευταία έτη στη Γαλλία (2001 — Pilkington/Interpane), στο Βέλγιο (2001 — Glaverbel/Scheuten) και στην Ιταλία (2002 — Sangalli) (29).

(84)

Συμπέρασμα: Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αγορά των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης δεν βρίσκεται σε παρακμή και ότι ο παράγοντας ανταγωνιστικότητας σύμφωνα με την παράγραφο 3.10.1 σημείο iv) του MSR 1998 ανέρχεται σε 1,0.

(85)

Σύμφωνα με την παράγραφο 7.6 του MSR 1998, η σχετική αγορά προϊόντος περιλαμβάνει τα προϊόντα του επενδυτικού σχεδίου και κατά περίπτωση τα προϊόντα που θεωρούνται ως υποκατάστατα προϊόντα και/ή υποκατάστατες υπηρεσίες από τον καταναλωτή (λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των προϊόντων, των τιμών τους και της προβλεπόμενης χρήσης τους) ή από τον κατασκευαστή (χάρη στην ευελιξία των εγκαταστάσεων παραγωγής).

(86)

Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, η αγορά επεξεργασμένης υάλου (επίπεδο 2) πρέπει να διαιρεθεί περαιτέρω προς το σκοπό του προσδιορισμού των συναφών προϊόντων και της οριοθέτησης της συναφούς αγοράς. Σαφώς διακρίνονται δύο γενικές κατηγορίες, οι οποίες δεν μπορούν να υποκατασταθούν ούτε από την άποψη του καταναλωτή ούτε από εκείνη του κατασκευαστή: υαλοπίνακες αυτοκινήτων και υαλοπίνακες για οικοδομές (30). Τα δύο αυτά προϊόντα σχηματίζουν δύο διακριτές αγορές προϊόντων επειδή η τεχνολογία παραγωγής, η βάση πελατών και η μέθοδος εμπορίας των υαλοπινάκων αυτοκινήτων διαφέρουν εντελώς μεταξύ τους. Η αγορά των υαλοπινάκων για οικοδομές μπορεί με τη σειρά της να διαιρεθεί στις ακόλουθες επιμέρους αγορές: i) πολλαπλοί υαλοπίνακες (υαλοπίνακες Thermopan), ii) σκληρυμένοι υαλοπίνακες (απλοί υαλοπίνακες ασφαλείας), iii) σύνθετοι υαλοπίνακες (σύνθετοι υαλοπίνακες ασφαλείας) και iv) υαλοπίνακες με επίστρωση αργύρου (καθρέφτες).

(87)

Οι υαλοπίνακες ασφαλείας (απλοί και σύνθετοι) και οι πολλαπλοί υαλοπίνακες μπορούν να υποκαθίστανται από την άποψη του κατασκευαστή, επειδή οι κατασκευαστές είναι σε θέση να προσαρμόζουν την παραγωγή στα διάφορα προϊόντα βραχυπρόθεσμα και χωρίς σημαντικό πρόσθετο κόστος. Σύμφωνα με τη Γερμανία, περίπου το 70 % έως 80 % της επεξεργασμένης υάλου παράγονται για τον τομέα των κατασκευών από κατασκευαστές οι οποίοι παρέχουν ταυτόχρονα υαλοπίνακες ασφαλείας και πολλαπλούς υαλοπίνακες. Εκτός αυτού, επισημαίνεται ότι οι υαλοπίνακες ασφαλείας μπορούν να πωλούνται τόσο ως τελικό προϊόν όσο και ως χονδρική υπηρεσία για την παραγωγή πολλαπλών υαλοπινάκων. Επίσης, η πώληση και η διάθεση των υαλοπινάκων ασφαλείας και των πολλαπλών υαλοπινάκων για τον τομέα των κατασκευών πραγματοποιούνται συχνά ταυτόχρονα.

(88)

Για το λόγο αυτό θα ήταν σφάλμα να θεωρηθεί ότι η σχετική αγορά προϊόντων πρέπει να περιορισθεί αποκλειστικά στην αγορά των υαλοπινάκων Thermopan, συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι ανταγωνιστές στις παρατηρήσεις τους.

(89)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι και οι τρεις μέτοχοι της εταιρείας e-glass παράγουν υαλοπίνακες ασφαλείας (απλούς και σύνθετους) και πολλαπλούς υαλοπίνακες για τον τομέα των κατασκευών, όχι όμως και υαλοπίνακες τεχνητής υάλου ούτε υαλοπίνακες αυτοκινήτων.

(90)

Συμπέρασμα: Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η σχετική αγορά προϊόντων αποτελεί τμήμα της αγοράς του επιπέδου 2 και, μάλιστα, την αγορά υαλοπινάκων ασφαλείας (απλών και σύνθετων) και πολλαπλών υαλοπινάκων για τον κλάδο των κατασκευών με τους ακόλουθους κωδικούς PRODCOM: 26121230 (σκληρυμένοι υαλοπίνακες ασφαλείας, δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού), 26121270 (σύνθετοι υαλοπίνακες ασφαλείας, δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού) και 26121330 (μονωτικές πλάκες από γυαλί με πολλαπλές επιφάνειες).

(91)

Σύμφωνα με την παράγραφο 7.6 του MSR 1998, η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τον ΕΟΧ ή σημαντικό τμήμα αυτού, εφόσον οι συνθήκες ανταγωνισμού στην εν λόγω περιοχή διαφέρουν σε επαρκή βαθμό από εκείνες άλλων περιοχών του ΕΟΧ. Κατά περίπτωση μπορεί, επίσης, να εξετασθεί η διεθνής αγορά ως σχετική γεωγραφική αγορά.

(92)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, πρέπει να θεωρείται ότι όπως και η αγορά των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 1), έτσι και η αγορά των επεξεργασμένων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 2) εκτείνεται σε ολόκληρο τον ΕΟΧ.

(93)

Οι ανταγωνιστές της εταιρείας e-glass προέβαλλαν στις παρατηρήσεις τους τον ισχυρισμό ότι οι αγορές των επεξεργασμένων υαλοπινάκων (επίπεδο 2) πρέπει να θεωρούνται ως εθνικές ή, ακόμη, και τοπικές επειδή το υψηλό κόστος μεταφοράς καθιστά αδύνατη τη διάθεση σε μεγαλύτερες αποστάσεις.

(94)

Σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που διαβίβασε η Γερμανία, η βάση πελατών των μετόχων της εταιρείας e-glass στη σχετική αγορά που ορίζεται στις παραγράφους 85-90 υπερβαίνει τα όρια της εθνικής ή της τοπικής αγοράς και καλύπτει διάφορες περιοχές του ΕΟΧ (31).

(95)

Οι αγορές διάθεσης διαμορφώνονται ως ομόκεντροι κύκλοι γύρω από την εκάστοτε παραγωγική μονάδα και, παρά το σχετικά υψηλό κόστος μεταφοράς, οι επεξεργασμένοι υαλοπίνακες μεταφέρονται σε μεγάλες αποστάσεις (32). Αυτοί οι ομόκεντροι κύκλοι αλληλεπικαλύπτονται και εκτείνονται σε ολόκληρο τον ΕΟΧ. Εκτός αυτού, στην επικράτεια του ΕΟΧ δεν εφαρμόζονται διαφορετικά τεχνικά πρότυπα ούτε υφίστανται νομικοί περιορισμοί του εμπορίου για τους επεξεργασμένους υαλοπίνακες (επίπεδο 2), ενώ εισάγεται περίπου το 20 % της γερμανικής παραγωγής.

(96)

Όπως και στην περίπτωση παλαιότερων αποφάσεων για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων και για ενισχύσεις, η Επιτροπή υποθέτει ότι η αγορά των επεξεργασμένων υαλοπινάκων (επίπεδο 2) πρέπει να αντιμετωπίζεται κατ’ αντιστοιχία με την αγορά των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 1) ως αγορά που καλύπτει ολόκληρη την επικράτεια του ΕΟΧ.

(97)

Στην υπόθεση της ενίσχυσης Pilkington/Interpane (N 291/2000), SG(2000) D/106264 της 17ης Αυγούστου 2000, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αγορά των απλών υαλοπινάκων ασφαλείας και των υαλοπινάκων με επίστρωση, συμπεριλαμβανομένων των υαλοπινάκων μόνωσης, εκτείνεται σε ολόκληρο τον ΕΟΧ.

(98)

Στην αιτιολογική σκέψη 16 της απόφασης στην υπόθεση για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων IV/M/1230 Glaverbel/PPG αναφέρεται: Όσον αφορά στο γενικό εμπόριο στην υπόθεση Pilkington-Techint/SIV, η Επιτροπή άφησε ανοικτό το ζήτημα του ακριβούς προσδιορισμού της γεωγραφικής αγοράς. Η Επιτροπή επεσήμανε ότι ιδίως οι υαλοπίνακες με επίστρωση αργύρου και οι σύνθετοι υαλοπίνακες μεταφέρονταν από τους μεγάλους κατασκευαστές σε μεγάλες αποστάσεις. Για το λόγο αυτόν, κατά την άποψη των ενδιαφερομένων αιτιολογείται απόλυτα ο προσδιορισμός αυτών των αγορών ως αγορές που εκτείνονται σε ολόκληρη την ΕΕ. Οι ενδιαφερόμενοι ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα αυτό ευσταθεί επίσης στην περίπτωση των σκληρυμένων υαλοπινάκων και των υαλοπινάκων Thermopan, επειδή όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την ΕΕ και οι συνθήκες της αγοράς στα διάφορα κράτη μέλη είναι επαρκώς ομοιογενείς. Τα αποτελέσματα της έρευνας της Επιτροπής στη συγκεκριμένη υπόθεση επιβεβαίωσαν ότι οι αγορές των υαλοπινάκων με επίστρωση αργύρου (καθρέφτες) και των σύνθετων υαλοπινάκων, εκτείνονται σε ολόκληρη την επικράτεια της ΕΕ. Τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο σαφή για τις λοιπές αγορές προϊόντων στον τομέα του γενικού εμπορίου.

(99)

Συνεπώς, η οριοθέτηση της γεωγραφικής αγοράς σε εθνικό επίπεδο για το επίπεδο 2, όπως προτείνεται από την εταιρεία Pilkington στις παρατηρήσεις της, θα αντίκειτο στη δήλωση που υπέβαλε η επιχείρηση στο πλαίσιο της εξέτασης για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων.

(100)

Συμπέρασμα: Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η γεωγραφική αγορά των επεξεργασμένων υαλοπινάκων (επίπεδο 2) υπό μορφή υαλοπινάκων ασφαλείας και πολλαπλών υαλοπινάκων για τον κλάδο των κατασκευών, εκτείνεται σε ολόκληρη την επικράτεια του ΕΟΧ. Η Επιτροπή δεν έχει κανένα λόγο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αγορά των επεξεργασμένων υαλοπινάκων θα πρέπει να προσδιορισθεί γεωγραφικά διαφορετικά από εκείνη των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης.

(101)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα ή δεν υφίστανται στοιχεία σχετικά με την αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας στην αγορά του επιπέδου 2. Οι απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με τον (ετήσιο) όγκο παραγωγής και την (ετήσια) μέγιστη παραγωγική ικανότητα των εργοστασίων του ΕΟΧ που επεξεργάζονται ακατέργαστους υαλοπίνακες επίπλευσης για την παραγωγή υαλοπινάκων ασφαλείας και πολλαπλών υαλοπινάκων για τον τομέα των κατασκευών, δεν είναι διαθέσιμες ούτε από την Eurostat ούτε από ερευνητικά ιδρύματα, ούτε από τις συνομοσπονδίες του τομέα.

(102)

Συνεπώς, κατά την άποψη της Επιτροπής, η κατάσταση όσον αφορά στην παραγωγική ικανότητα επεξεργασμένων υαλοπινάκων υπό μορφή υαλοπινάκων ασφαλείας και πολλαπλών υαλοπινάκων για τον τομέα των κατασκευών, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του παράγοντα ανταγωνιστικότητας.

(103)

Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 80, όταν τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας δεν είναι επαρκή, η Επιτροπή στηρίζεται στα σχετικά με την φαινομενική κατανάλωση στοιχεία σύμφωνα με την παράγραφο 3.4 του MSR 1998, προκειμένου να προσδιορίσει αν η επένδυση πραγματοποιείται σε αγορά που βρίσκεται σε παρακμή. Σύμφωνα με την παράγραφο 7.8 του MSR 1998, μία αγορά προϊόντος θεωρείται ότι βρίσκεται σε παρακμή όταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της φαινομενικής κατανάλωσης του συγκεκριμένου προϊόντος κατά τα τελευταία πέντε έτη υπολείπεται σε ποσοστό άνω του 10 % του ετήσιου μέσου όρου του συνολικού κλάδου επεξεργασίας στον ΕΟΧ, εκτός και αν παρατηρείται έντονη ανοδική τάση του σχετικού ποσοστού αύξησης της ζήτησης του προϊόντος. Μία αγορά που βρίσκεται σε πλήρη παρακμή, είναι μία αγορά στην οποία ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της φαινομενικής κατανάλωσης είναι αρνητικός κατά την τελευταία πενταετία.

(104)

Σχετικά με την φαινομενική κατανάλωση ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης κατά την περίοδο αναφοράς 1997-2002, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της τα εξής στοιχεία (πηγή: COMEXT/Eurostat):

Αγορά επεξεργασμένων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο 2) σε ευρώ

PRODCOM

1997

2002

Μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης (1997-2002)

26121230 (σκληρυμένοι υαλοπίνακες ασφαλείας, δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού)

807 949 414

1 272 280 870

9,51 %

26121270 (σύνθετοι υαλοπίνακες ασφαλείας, δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού)

717 692 284

1 085 038 665

8,62 %

26121330 (μονωτικές πλάκες από γυαλί με πολλαπλές επιφάνειες)

2 171 614 199

3 090 852 791

7,31 % (33)

(105)

Η Γερμανία διαβίβασε στοιχεία σχετικά με τις ποσότητες παραγωγής της βιομηχανικής ένωσης CPIV (34), σύμφωνα με τα οποία η αγορά των υαλοπινάκων ασφαλείας (απλών και σύνθετων) και των πολλαπλών υαλοπινάκων κατά το χρονικό διάστημα αναφοράς 1997-2002 σημείωσε ρυθμό αύξησης της τάξης του 5,54 %. Αυτά τα σχετικά με τις ποσότητες παραγωγής στοιχεία, μετατράπηκαν σε κύκλους εργασιών με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες για τις τιμές του δικαιούχου και εκτιμήσεων των τιμών. Ο υπολογιζόμενος μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης σε αξία ανέρχεται στο 7,6 % για το χρονικό διάστημα αναφοράς 1997-2002. Αυτός ο αριθμός συνάδει με τα προαναφερόμενα στοιχεία του COMEXT/Eurostat.

(106)

Ο εκάστοτε μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης σε αξία της φαινομενικής κατανάλωσης όλων των συναφών προϊόντων (απλοί και σύνθετοι υαλοπίνακες ασφαλείας, καθώς και πολλαπλοί υαλοπίνακες) κάθε επιμέρους χώρας όπως επίσης και όλων των χωρών συνολικά (βλέπε προηγούμενο πίνακα) υπερβαίνει (35) το μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης σε αξία ολόκληρου του κλάδου επεξεργασίας στον ΕΟΧ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα που ανερχόταν στο 4,8 %.

(107)

Συμπέρασμα: Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αγορά των επεξεργασμένων υαλοπινάκων επίπλευσης δεν βρίσκεται σε παρακμή κατά την έννοια του προαναφερόμενου ορισμού και ότι ο παράγοντας ανταγωνιστικότητας σύμφωνα με την παράγραφο 3.10.1 σημείο iv) του MSR 1998 ανέρχεται σε 1,0.

(108)

Τόσο η αξιολόγηση της αγοράς επεξεργασίας (επίπεδο 2) όσο και η ανάλυση της αγοράς ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης (επίπεδο1) καταδεικνύουν ότι οι εν λόγω αγορές κατά το χρονικό διάστημα αναφοράς 1997-2002 αναπτύχθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση με ρυθμό ανάπτυξης που υπερβαίνει το μέσο ρυθμό ανάπτυξης του κλάδου της επεξεργασίας. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο παράγοντας ανταγωνιστικότητας και των δύο αγορών (επίπεδο 1 και επίπεδο 2) προσδιορίζεται στην τιμή 1,0, γεγονός που συνεπάγεται ότι ο παράγοντας ανταγωνιστικότητας για το συνολικό σχέδιο προσδιορίζεται επίσης στην τιμή 1,0 (36).

6.4.2.   Παράγοντας «αναλογία κεφάλαιο/εργασία»

(109)

Η αναφερόμενη στην αρχική απόφαση της 20ής Απριλίου 2004 εξέταση του παράγοντα «αναλογία κεφάλαιο/εργασία» δεν αμφισβητήθηκε ούτε αποτέλεσε αντικείμενο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας της 20ής Απριλίου 2005. Ως εκ τούτου, ακολούθως παρατίθεται η αξιολόγηση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο απόφασης της 20ής Απριλίου 2004 και αναφέρεται σε αυτήν.

(110)

Σύμφωνα με το MSR 1998, με τον παράγοντα «αναλογία κεφάλαιο/εργασία» επιδιώκεται η προσαρμογή της επιτρεπόμενης μέγιστης έντασης ενίσχυσης υπέρ σχεδίων τα οποία συμβάλλουν αποτελεσματικά και αποδοτικότερα στον περιορισμό της ανεργίας μέσω της δημιουργίας σχετικά υψηλού αριθμού νέων θέσεων εργασίας ή μέσω της διατήρησης υφιστάμενων θέσεων εργασίας.

(111)

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, στο πλαίσιο του σχεδίου πρόκειται να δημιουργηθούν 186 μόνιμες θέσεις εργασίας, οι οποίες αναλύονται ως εξής:

Τομέας εργασίας

Άμεσες θέσεις εργασίας

Διοίκηση

3

Πωλήσεις

4

Παραγωγή — Διεύθυνση

8

Παραγωγή — Μείγματα/Θραύσματα

11

Παραγωγή — Τομέας υψηλής θερμοκρασίας (Hot end)

27

Παραγωγή — Λουτρό/Θάλαμος ψύξης/Τομέας χαμηλής θερμοκρασίας

31

Παραγωγή — Μονάδα κοπής

1

Παραγωγή — Αποθήκη/Αποστολή

44

Παραγωγή — Ποιότητα/Εργαστήριο

9

Τεχνικές υπηρεσίες

38

Θέσεις κατάρτισης

10

Σύνολο

186

(112)

Αυτές οι εκτιμήσεις βασίζονται στη σύγκριση με μία άλλη εγκατάσταση η οποία, κατά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης, υφίστατο ήδη για τουλάχιστον έξι έτη στο κρατίδιο Sachsen-Anhalt και στον τομέα παραγωγής υαλοπινάκων επίπλευσης της οποίας απασχολούνται 187 άτομα (χωρίς να συνυπολογίζονται καταρτιζόμενοι) με ικανότητα ακαθάριστης παραγωγής [...] τόνων ημερησίως. Με ικανότητα ακαθάριστης παραγωγής [...] τόνων ημερησίως, η εταιρεία e-glass θα διαθέτει έναν κατά τι μικρότερο αριθμό θέσεων εργασίας σε σύγκριση με την εγκατάσταση αναφοράς, επειδή η εταιρεία e-glass πρόκειται να αναθέσει συγκεκριμένους τομείς (ασφάλεια εργοστασίου) σε τρίτους, επιπλέον το ότι θα χρησιμοποιηθούν οι πλέον σύγχρονες τεχνολογίες. Η Επιτροπή θεωρεί αυτά τα στοιχεία ως εύλογα.

(113)

Το επιλέξιμο κόστος επένδυσης ύψους 121 εκατομμυρίων ευρώ και η δημιουργία 186 θέσεων εργασίας αντιστοιχούν σε αξία της τάξης των 650 538 ευρώ ανά θέση εργασίας. Σύμφωνα με την παράγραφο 3.10.2 του MSR 1998, ο παράγοντας «αναλογία κεφάλαιο/εργασία» πρέπει συνεπώς να ορισθεί στην τιμή 0,8.

6.4.3.   Παράγοντας «περιφερειακή επίπτωση»

(114)

Η αναφερόμενη στην αρχική απόφαση της 20ής Απριλίου 2004 εξέταση του παράγοντα «περιφερειακή επίπτωση» δεν αμφισβητήθηκε ούτε αποτέλεσε αντικείμενο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας της 20ής Απριλίου 2005. Ως εκ τούτου, ακολούθως παρατίθεται η αξιολόγηση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο απόφασης της 20ής Απριλίου 2004 και αναφέρεται σε αυτήν.

(115)

Με τον παράγοντα «περιφερειακή επίπτωση» λαμβάνεται υπόψη το οικονομικό όφελος μιας νέας επένδυσης για την ενισχυόμενη περιοχή. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η δημιουργία θέσεων εργασίας μπορεί να ισχύσει ως δείκτης για τη συμβολή ενός επενδυτικού σχεδίου στην περιφερειακή ανάπτυξη. Οι επενδύσεις μεγάλης έντασης κεφαλαίου μπορούν να συμβάλλουν έμμεσα στη δημιουργία θέσεων εργασίας στην καθαυτή ενισχυόμενη περιοχή ή σε μία όμορη ενισχυόμενη περιοχή, ενώ αξιολογούνται μόνο οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στο πλαίσιο του σχεδίου ή στους άμεσους προμηθευτές και αγοραστές.

(116)

Το σχέδιο θα συμβάλλει έμμεσα στη δημιουργία θέσεων εργασίας στους ακόλουθους τομείς εργασίας:

Τομέας εργασίας

Προβλεπόμενες έμμεσα δημιουργούμενες θέσεις εργασίας

Πράξη (37)

Αποδεκτές

Παραγωγή πρώτων υλών — σόδα

24

24

24

Παραγωγή πρώτων υλών — άμμος

10

8

8

Παραγωγή πρώτων υλών — δολομίτης

2

2

2

Παραγωγή πρώτων υλών — άσβεστος

2

2

2

Παραγωγή πρώτων υλών — θραύσματα υάλου

20

15

15

Μεταφορά πρώτων υλών — άμμος, άσβεστος και σόδα

29

29

29

Μεταφορά πρώτων υλών — λοιπές ύλες

8

8

8

Μεταφορά ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης

81

81

81

Περαιτέρω επεξεργασία (μικρές επιχειρήσεις)

30

6

6

Λειτουργία και συντήρηση των εγκαταστάσεων τροφοδοσίας — άζωτο, υδρογόνο

5

5

Λειτουργία και συντήρηση των εγκαταστάσεων τροφοδοσίας — ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο (δημοτικές επιχειρήσεις)

3

3

Διάθεση αποβλήτων

12

12

12

Κατασκευαστές υλικών συσκευασίας

28

28

28

Περιοδική συντήρηση, ανταλλακτικά, συντήρηση, επισκευή (μηχανήματα, εγκαταστάσεις παραγωγής, γερανοί, αντλίες, εγκαταστάσεις θέρμανσης, εξαερισμού, αποχέτευσης, ηλεκτρονικά συστήματα, συστήματα κλιματισμού, κλίνες μεταφοράς, οχήματα)

60

60

60

Μόνιμες εργασίες ελαιοχρωματισμού

1

1

Συντήρηση/Περιοδική συντήρηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των συστημάτων επικοινωνίας και των βιομηχανικών κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης

8

8

8

Υπηρεσίες καθαρισμού

5

5

Καθαρισμός/Φροντίδα εξωτερικών εγκαταστάσεων, υπηρεσίες εκχιονισμού

6

5

5

Υπηρεσίες ασφαλείας/Ασφάλεια εργοστασίου

12

7

7

Κυλικείο

2

2

2

Προμηθευτές ανταλλακτικών και αναλωσίμων

10

0

Σύνολο

358

297

311

(117)

Για τους τομείς για τους οποίους έχουν υποβληθεί δηλώσεις πρόθεσης των επιχειρήσεων, με τις οποίες υπήρξαν επαφές, η Επιτροπή αποδέχεται τα αριθμητικά στοιχεία αυτών των δηλώσεων (συνολικά 297 θέσεις εργασίας).

(118)

Για 24 περαιτέρω θέσεις εργασίας δεν έχουν υποβληθεί δηλώσεις πρόθεσης. Ωστόσο, οι δηλώσεις και τα αριθμητικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από τη Γερμανία για τις συγκεκριμένες θέσεις εργασίας φαίνονται να ευσταθούν. Αμφιβολίες εκφράζονται μόνο για τον τομέα «Προμηθευτές ανταλλακτικών και αναλωσίμων»: οι προς το σκοπό αυτό 10 θέσεις εργασίας που επικαλείται η Γερμανία θεωρούνται από την Επιτροπή ως υπερβολικές, επειδή η προμήθεια ανταλλακτικών φαίνεται να καλύπτεται ήδη σε μεγάλο βαθμό από τις 60 θέσεις εργασίας του τομέα «Περιοδική συντήρηση, ανταλλακτικά, συντήρηση, επισκευή…». Για το λόγο αυτόν, η Επιτροπή εξετάζει μόνο 14 από τις συνολικά 24 θέσεις εργασίας που δεν τεκμηριώνονται με δηλώσεις πρόθεσης, με αποτέλεσμα έναν συνολικό αριθμό 311 αναγνωρίσιμων έμμεσων θέσεων εργασίας.

(119)

Με βάση αυτά τα δεδομένα, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε σύγκριση με τις 186 άμεσα δημιουργούμενες θέσεις εργασίας, παρατηρείται σημαντική αύξηση των έμμεσα δημιουργούμενων θέσεων εργασίας (σε ποσοστό άνω του 100 %). Συνεπώς, σύμφωνα με την παράγραφο 3.10.3 σημείο i) του MSR 1998, ο παράγοντας «περιφερειακή επίπτωση» είναι 1,5.

6.4.4.   Επιτρεπόμενη ένταση ενίσχυσης

(120)

Λαμβανομένων υπόψη των προηγούμενων παρατηρήσεων και βάσει των στοιχείων που διαβιβάσθηκαν από τη Γερμανία, ο τύπος για τον υπολογισμό της έντασης ενίσχυσης για το παρόν σχέδιο σύμφωνα με το MSR 1998 έχει ως εξής: 35 % ακαθάριστο × 1,0 × 0,8 × 1,5 = 42 % ακαθάριστο, περιοριζόμενο από την περιφερειακή μέγιστη ένταση ενίσχυσης σε ακαθάριστο ποσοστό 35 %.

(121)

Η ένταση ενίσχυσης σε ακαθάριστο ποσοστό έως 35 % του επιλέξιμου κόστους της επένδυσης που σκοπεύει να χορηγήσει η Γερμανία στην εταιρεία e-glass είναι συνεπώς συμβιβάσιμη με την επιτρεπόμενη μέγιστη ένταση ενίσχυσης που υπολογίσθηκε βάσει του MSR 1998.

7.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(122)

Η κοινοποιημένη ένταση ενίσχυσης σε ακαθάριστο ποσοστό έως 35 %, την οποία σκοπεύει να χορηγήσει η Γερμανία υπέρ της εταιρείας e-glass AG, πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί ως συμβιβάσιμη με το πολυτομεακό πλαίσιο για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια (1998),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η απόφαση που εκδόθηκε στις 20 Απριλίου 2004 στην υπόθεση N 611/2003, ανακαλείται.

Άρθρο 2

Η κρατική ενίσχυση σε ακαθάριστο ποσοστό έως και 35 % των επιλέξιμων δαπανών υπέρ της εταιρείας e-glass, την οποία κοινοποίησε η Γερμανία στις 15 Δεκεμβρίου 2003 στην Επιτροπή, είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(2)  ΕΕ C 220 της 8.9.2005, σ. 3.

(3)  ΕΕ C 107 της 7.4.1998, σ. 7.

(4)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(5)  Επαγγελματικό απόρρητο.

(6)  Αναλυτικά στοιχεία παρέχονται στο κεφάλαιο 3.1.

(7)  [...]

(8)  Απόφαση της Επιτροπής της 2ας Απριλίου 2003 στην υπόθεση της ενίσχυσης Ν 641/2002 σχετικά με τον γερμανικό χάρτη περιφερειακών ενισχύσεων (ΕΕ C 186 της 6.8.2003, σ. 18).

(9)  Σύμφωνα με τη μελέτη «Pilkington and the flat glass industry 2003» που δημοσιεύθηκε από την εταιρεία Pilkington plc, έναν από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές υαλοπινάκων επίπλευσης, η παραγωγή επίπεδης υάλου κατά το έτος 2002 ανήλθε παγκοσμίως σε περίπου 35 εκατομμύρια τόνους εκ των οποίων περίπου 29 εκατομμύρια τόνοι ήταν υαλοπίνακες επίπλευσης.

(10)  Απόφαση της Επιτροπής της 1.10.2003 στην υπόθεση της ενίσχυσης Ν 642/2002 [SG (2000) D/232040 της 2.10.2003].

(11)  Απόφαση της Επιτροπής της 9.12.1998 στην υπόθεση της ενίσχυσης Ν 702/1997 [SG (1998) D/12428 της 31.12.1998], της 28.2.2001 στην υπόθεση της ενίσχυσης αριθ. C 72/1998 [SG (2001) D/286551 της 2.3.2001] και της 10.12.2003 στην υπόθεση της ενίσχυσης αριθ. Ν 336/2003 [SG (2003) D/233359 της 11.12.2003].

(12)  Programm für unmittelbare Bürgschaften des Bundes und der Länder in den neuen Bundesländern und Berlin Ost, N 297/1991, SG (91) D/1344 της 15.7.1991, E 24/1995, SG (96) D/5500 της 18.6.1996 και SG (98) D/54570 της 11.11.1998.

(13)  Όλα τα εγκριθέντα από την Επιτροπή γερμανικά καθεστώτα ενίσχυσης περιλαμβάνουν όρο σύμφωνα με τον οποίο τουλάχιστον το 25 % των συνολικών επιλέξιμων δαπανών δεν πρέπει να περιλαμβάνουν ποσά ενίσχυσης.

(14)  Ο συγκεκριμένος ανταγωνιστής ζήτησε κατά την υποβολή των παρατηρήσεών του να παραμείνει ανώνυμος.

(15)  ΕΕ C 70 της 19.3.2002, σ. 8.

(16)  ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9.

(17)  Βλέπε πρωτόκολλο της 255ης συνεδρίασης της υποεπιτροπής ΚΕ.

(18)  Βλέπε σχετικά την απόφαση 94/359/ΕΚ στην υπόθεση για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων Pilkington-Techint/SIV, αιτιολογική σκέψη 11 (ΕΕ L 158 της 25.6.1994, σ. 24), και την απόφαση της 7.8.1998 στη διαδικασία για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων Glaverbel/PPG, αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 12 (ΕΕ C 282 της 11.9.1998, σ. 2).

(19)  Βλέπε υποσημείωση 18: απόφαση 94/359/ΕΚ, αιτιολογική σκέψη 13, και απόφαση στην υπόθεση για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων Glaverbel/PPG, αιτιολογική σκέψη 7.

(20)  Η σχετική αιτιολογία αναφέρεται στην παράγραφο 3.2.

(21)  Σύμφωνα με τη μελέτη «Pilkington and the flat glass industry 2003», στο κόστος μεταφοράς αναλογεί κατά κανόνα το 10 % του συνολικού κόστους.

(22)  Η Επιτροπή κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα, στις εξής αποφάσεις: υπόθεση για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων Pilkington-Techint/SIV (βλέπε υποσημείωση 18), αιτιολογική σκέψη 16· υπόθεση ενίσχυσης Sangalli Manefredonia Vetro (απόφαση της Επιτροπής της 26ης Ιουλίου 1999, ΕΕ L 137/1, της 8.6.2000, σ. 1), αιτιολογική σκέψη 32 και επόμενες· υπόθεση ενίσχυσης Pilkington/Interpane (απόφαση της 26.7.2000 στην N 291/2000) SG(2000) D/106264 της 17.8. 2000), παράγραφος 4.4.2· υπόθεση ενίσχυσης Glaverbel Kavala (αριθ. N 553/1999 της 26ης Ιουλίου 2000, SG(2000) D/106281 της 17.8.2000), αιτιολογική σκέψη 58.

(23)  Ο ευρωπαϊκός σύνδεσμος κατασκευαστών επίπεδης υάλου GEP-VP (Groupement Européen des Producteurs de Verre Plat) εκτιμά μία πραγματική μέγιστη παραγωγική ικανότητα της τάξης του 90 % της μέγιστης ικανότητας τήξης.

(24)  Στην παράγραφο 4.4.3 της απόφασής της στην υπόθεση της ενίσχυσης Pilkington/Interpane και στην αιτιολογική σκέψη 51 της απόφασής της στην υπόθεση ενίσχυσης Glaverbel Kavala η Επιτροπή κατέληξε σε ανάλογο συμπέρασμα (βλέπε υποσημείωση 21).

(25)  Πηγή: CPIV (Comité Permanent des Industries du Verre de l’Union Européenne).

(26)  Πηγή: Στοιχεία συναλλαγών εντός της ΕΕ της Eurostat/COMEXT.

(27)  Η Επιτροπή χρησιμοποιεί για τη σύγκριση το μέσο ρυθμό ανάπτυξης σε αξία της αγοράς των ακατέργαστων υαλοπινάκων επίπλευσης, επειδή το συγκριτικό μέγεθος (η συνολική ανάπτυξη της βιομηχανίας επεξεργασίας) προσδιορίζεται κατ’ όγκο, ο οποίος αξιολογείται με τις ανάλογες τιμές των επιμέρους προϊόντων, δηλαδή, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης βασίζεται εννοιολογικά σε αριθμούς που έχουν σχέση με την αξία.

(28)  Σύμφωνα με τις μελέτες «Pilkington and the flat glass industry» του 2002 και του 2003, το ποσοστό της ευρωπαϊκής συνολικής παραγωγικής ικανότητας κατά το 2002 ή το 2003 που αναλογεί σε πέντε επιχειρήσεις [Saint-Gobain, Pilkington, Asahi (Glaverbel), Guardian και Sisecam] ανήλθε σε 90 % ή 91 %.

(29)  Μελέτες «Pilkington and the flat glass industry» του 2002 και του 2003. Για προηγούμενα έτη δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.

(30)  Αυτή η διάκριση αντιστοιχεί στον ορισμό της συναφούς αγοράς στην απόφαση για ενίσχυση της 17ης Αυγούστου 2000 στην υπόθεση Pilkington/Interpane (N 291/2000).

(31)  Στην Επιτροπή υποβλήθηκαν αντίγραφα τιμολογίων στα οποία αναφέρονταν διευθύνσεις παράδοσης των επεξεργασμένων υαλοπινάκων στον ΕΟΧ.

(32)  Οι ανταγωνιστές της εταιρείας e-glass ανέφεραν στις παρατηρήσεις τους αποστάσεις μεταφοράς της τάξης των 250 έως 300 χιλιομέτρων.

(33)  Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Αυστρία, το Λουξεμβούργο, την Ισλανδία και τη Νορβηγία.

(34)  CPIV (Comité Permanent des Industries du Verre de l’Union Européenne).

(35)  Η θετική εξέλιξη της αγοράς υαλοπινάκων ασφαλείας (απλών και σύνθετων) και των πολλαπλών υαλοπινάκων για τον τομέα των κατασκευών μπορεί να αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες. Καθοριστική υπήρξε π.χ. η επίδραση ιδίως των νέων αρχιτεκτονικών μορφών (π.χ. προσόψεις από ύαλο), όπως επίσης και των προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας.

(36)  Η Γερμανία επιβεβαίωσε ότι το μερίδιο αγοράς της εταιρείας e-glass και των μετόχων της δεν υπερβαίνει το 40 % σε καμία από τις συναφείς αγορές. Για το λόγο αυτό η παράγραφος 3.6 του MSF 1998 δεν έχει εφαρμογή.

(37)  Έχουν υποβληθεί δηλώσεις πρόθεσης (Letter of intent) επιχειρήσεων στις οποίες αναφέρονται οι αναμενόμενες μόνιμες θέσεις εργασίας.


Top