EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document L:2007:112:FULL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 112, 30 Απρίλιος 2007


Display all documents published in this Official Journal
 

ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 112

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

50ό έτος
30 Απριλίου 2007


Περιεχόμενα

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Επιτροπή

 

 

2007/253/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Ιανουαρίου 2005, όσον αφορά το σχέδιο Rivesaltes και τα τέλη υπέρ τρίτων CIVDN που εφάρμοσε η Γαλλία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 50]

1

 

 

2007/254/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2006, περί της κρατικής ενίσχυσης C 25/2005 (πρώην NN 21/2005) που χορηγείται από τη Σλοβακική Δημοκρατία υπέρ της Frucona Košice, a.s. [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 2082]  ( 1 )

14

 

 

2007/255/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 5/2006 (πρώην N 230/2005) που προτίθεται να χορηγήσει η Γερμανία υπέρ της Rolandwerft [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 5854]  ( 1 )

32

 

 

2007/256/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία βάσει του άρθρου 39 CA του γενικού κώδικα φορολογίας — Κρατική ενίσχυση C 46/2004 (πρώην NN 65/2004) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 6629]  ( 1 )

41

 

 

2007/257/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την κρατική ενίσχυση C 44/05 (πρώην NN 79/05, πρώην N 439/04) που έθεσε εν μέρει σε εφαρμογή η Πολωνία υπέρ της επιχείρησης Huta Stalowa Wola SA [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 6730]  ( 1 )

67

 

 

2007/258/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για το μέτρο C 24/2004 (πρώην NN 35/2004) που εφάρμοσε η Σουηδία για την εισαγωγή ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 6923]  ( 1 )

77

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Επιτροπή

30.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 112/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 19ης Ιανουαρίου 2005

όσον αφορά το σχέδιο Rivesaltes και τα τέλη υπέρ τρίτων CIVDN που εφάρμοσε η Γαλλία

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 50]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2007/253/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Μετά από καταγγελία, η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας απόφασης, με επιστολές της 19ης Ιουλίου 1999, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, της 24ης Αυγούστου 2000 και της 9ης Δεκεμβρίου 2000. Η Γαλλία απάντησε στην Επιτροπή με επιστολές της 19ης Αυγούστου 1999, της 24ης Φεβρουαρίου 2000 και της 25ης Ιανουαρίου 2001. Στις 26 Ιανουαρίου 2000, εκπρόσωποι των υπηρεσιών της Επιτροπής συναντήθηκαν με εκπροσώπους των γαλλικών αρχών και στις 31 Μαρτίου 2000 με αντιπροσωπεία της Comité interprofessionnel des vins doux naturels (CIVDN) (διεπαγγελματική επιτροπή φυσικών γλυκών οίνων).

(2)

Δεδομένου ότι τα υπό εξέταση μέτρα εφαρμόστηκαν χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, καταχωρίσθηκαν στο μητρώο των μη κοινοποιημένων ενισχύσεων με αριθμό ενίσχυσης NN 139/2002.

(3)

Με επιστολή της 21ης Ιανουαρίου 2003, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γαλλία σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης όσον αφορά την εν λόγω ενίσχυση.

(4)

Η απόφαση της Επιτροπής για την έναρξη της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τα άλλα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συγκεκριμένες ενισχύσεις.

(5)

Οι γαλλικές αρχές απέστειλαν τις παρατηρήσεις τους με επιστολές της 16ης και της 18ης Ιουνίου 2003. Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις του καταγγέλλοντος, οι οποίες εστάλησαν στις γαλλικές αρχές με επιστολή της 6ης Αυγούστου 2004. Οι γαλλικές αρχές απάντησαν με επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 2004.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

1.   ΤΟ ΣΧEΔΙΟ RIVESALTES

(6)

Το 1996, η CIVDN αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μετατροπής ποικιλιών οιναμπέλου με στόχο την αντικατάσταση, μέσω της εκρίζωσης και της φύτευσης νέων ποικιλιών οιναμπέλου υψηλής ποιότητας, ενός μέρους της παραγωγής φυσικών γλυκών οίνων της περιοχής των Ανατολικών Πυρηναίων λόγω της διαρθρωτικής κρίσης που αντιμετώπιζε η παραγωγή αυτή και η οποία είχε ως συνέπεια τη μεγάλη μείωση των πωλήσεων. Η ενίσχυση είχε ως στόχο τη χρηματοδότηση της βελτίωσης της ποιότητας των ποικιλιών αμπέλου στην περιοχή αυτή. Έπαυσε να χορηγείται το αργότερο την 1η Αυγούστου 2000.

(7)

Για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου μετατροπής (γνωστού ως «Σχέδιο Rivesaltes»), οι παραγωγοί της περιοχής είχαν πρόσβαση σε δύο είδη ενίσχυσης:

πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας ανά εκτάριο, η οποία χρηματοδοτήθηκε από μια διεπαγγελματική εισφορά,

ενίσχυση ανά εκτάριο, η οποία χρηματοδοτήθηκε από τον κρατικό προϋπολογισμό και από τον προϋπολογισμό των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης για τη μερική κάλυψη του κόστους μετατροπής.

1.1.   Η ΠΡΙΜΟΔOΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑYΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙEΡΓΕΙΑΣ

(8)

Με την απόφαση 96-1 της 5ης Ιουλίου 1996, η CIVDN ελεγχόμενων ονομασιών προέλευσης (ΕΟΠ) καθιέρωσε μια διεπαγγελματική εισφορά για τη χρηματοδότηση του σχεδίου μετατροπής «Rivesaltes» και «Grand Roussillon».

(9)

Η εισφορά ύψους 50 γαλλικών φράγκων (FRF) (3) ανά εκατόλιτρο, παραγόμενο στην περιοχή των Ανατολικών Πυρηναίων όπου παράγονταν οι σχετικοί φυσικοί γλυκείς οίνοι, είχε ως στόχο να χρηματοδοτήσει τη χορήγηση πριμοδότησης («πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας») για όλα τα αμπελοτεμάχια τα οποία το 1995 παρήγαγαν «Rivesaltes» ή «Grand Roussillon» και από το 1996 μέχρι και το 2000 θα παρήγαγαν επιτραπέζιο οίνο ή τοπικούς οίνους. Το προϊόν της είσπραξης της εισφοράς διατέθηκε σε ειδικό Ταμείο.

10.

Η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας χορηγήθηκε πράγματι στους παραγωγούς οι οποίοι δεσμεύτηκαν να μην διεκδικήσουν την ελεγχόμενη ονομασία προέλευσης (ΕΟΠ) «Rivesaltes» ή «Grand Roussillon» για περίοδο 5 ετών. Η πριμοδότηση αυτή είχε ως στόχο να αντισταθμίσει τις απώλειες εισοδήματος που συνδέονται με τις επιπτώσεις στην τιμή που απορρέουν από την παύση της χρησιμοποίησης των δύο ονομασιών. Η πριμοδότηση δεν συνεπαγόταν παύση της παραγωγής ούτε μείωσή της, αλλά μόνο αντιστάθμιση για τη χρησιμοποίηση της παραγωγής εκτός της ΕΟΠ. Στόχος ήταν επομένως να μειωθεί γρήγορα το δυναμικό διάθεσης προς πώληση οίνων υπό την ΕΟΠ.

(11)

Το ποσό της πριμοδότησης για την παύση της καλλιέργειας ανερχόταν σε 5 000 FRF ετησίως ανά εκτάριο αποσυρόμενο από την παραγωγή. Για κάθε αμπελοτεμάχιο επιλέξιμο για ενίσχυση σταματούσε η χορήγηση της πριμοδότησης το έτος της μετατροπής του.

(12)

Η Επιτροπή δεν έλαβε πληροφορίες όσον αφορά το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο αυτού του μέτρου. Καμία πληροφορία δεν διαβιβάστηκε όσον αφορά το ποσό των εσόδων της διεπαγγελματικής εισφοράς ούτε όσον αφορά τον αριθμό των εκταρίων στα οποία εφαρμόστηκε το μέτρο.

1.2.   ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΜΕΤΑΤΡΟΠHΣ

(13)

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, το σχέδιο μετατροπής των αμπελώνων ΕΟΠ Rivesaltes που εγκρίθηκε το 1996 αφορούσε 3 250 εκτάρια: 1 250 εκτάρια για παραγωγή «Muscat de Rivesaltes»· 1 000 εκτάρια για παραγωγή «Côtes du Roussillon» και «Côtes du Roussillon Villages» (ποικιλίες Syrah, Mourvèdre, Roussanne, Marsanne και Vermentino) και 1 000 εκτάρια για παραγωγή τοπικών οίνων εκλεκτής ποικιλίας (ποικιλίες Chardonnay, Cabernet, Merlot κ.λπ.).

(14)

Με βάση αυτό το σχέδιο οι γαλλικές αρχές συμφώνησαν να παράσχουν χρηματοδοτική στήριξη ύψους 111 εκατ. FRF, κατανεμημένη ως εξής: 85 εκατ. FRF μέσω του Office national interprofessionnel des vins (εθνικός διεπαγγελματικός οργανισμός οίνων) και 26 εκατ. FRF από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης [Languedoc-Roussillon και conseil général des Pyrénées-Orientales (Γενικό Συμβούλιο των Ανατολικών Πυρηναίων)].

(15)

Η στήριξη αυτή προέβλεπε ενίσχυση ύψους 25 000 FRF/εκτάριο για τη μετατροπή σε ΕΟΠ «Muscat de Rivesaltes» και ενίσχυση ύψους 40 000 FRF/εκτάριο για τη μετατροπή σε ΕΟΠ «Côtes du Roussillon Villages» και σε τοπικούς οίνους.

(16)

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, το πραγματικό κόστος μετατροπής στην περιοχή μπορούσε να εκτιμηθεί σε 110 000 FRF/εκτάριο. Οι γαλλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι τα σχέδια μετατροπής είχαν υλοποιηθεί κατά ένα μεγάλο μέρος (2 350 εκτάρια από τα 3 250 εκτάρια που προβλέπονταν).

(17)

Το συνολικό κόστος της πραγματοποιηθείσας μετατροπής ανήλθε, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, σε 258,5 εκατ. FRF (39,4 εκατ. ευρώ). Από την πλευρά τους, οι δημόσιες αρχές συνεισέφεραν 75,250 εκατ. FRF (11,01 εκατ. ευρώ) από τα 111 εκατ. FRF (16,9 εκατ. ευρώ) που είχαν προβλεφθεί αρχικά. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές, το σύνολο των δημόσιων χρηματοδοτήσεων ανήλθε σε 29,11 % των δαπανών μετατροπής που όντως πραγματοποιήθηκε.

(18)

Οι γαλλικές αρχές υπενθύμισαν ότι κάθε χρόνο διαβιβάζουν στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 του Συμβουλίου της 16ης Μαρτίου 1987 για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (4), πίνακα των εκτάσεων που έχουν φυτευθεί με αμπέλους, ταξινομημένων ανά διαμέρισμα και ανά τύπο παραγόμενων σταφυλιών (σταφύλια οινοποιίας, συμπεριλαμβανομένων των οίνων ποιότητας που παράγονται εντός καθορισμένων περιοχών, επιτραπέζια σταφύλια), καθώς και πίνακα των εκριζώσεων και φυτεύσεων αμπέλων που παρουσιάζεται με τον ίδιο τρόπο κατάταξης ανά διαμέρισμα και ανά τύπο παραγόμενων σταφυλιών. Οι γαλλικές αρχές επισύναψαν αντίγραφο των πινάκων που απεστάλησαν για την περίοδο εμπορίας 1997/1998.

2.   ΔΙΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΟΠ

(19)

Με την απόφαση 97-3 της 29ης Δεκεμβρίου 1997, η CIVDN καθιέρωσε από την 1η Ιανουαρίου 1998 διεπαγγελματική εισφορά, η οποία αποσκοπούσε στη χρηματοδότηση δράσεων διαφήμισης και προώθησης καθώς και λειτουργίας υπέρ των ακόλουθων ελεγχόμενων ονομασιών προέλευσης: «Rivesaltes», «Grand Roussillon», «Muscat de Rivesaltes» και «Banyuls».

(20)

Το ποσό εκτός φόρων ανά εκατόλιτρο καθορίστηκε ως εξής: «Banyuls et Banyuls Grand Cru», 25 FRF/εκατόλιτρο· «Grand Roussillon», 30 FRF/εκατόλιτρο· «Muscat de Rivesaltes», 50 FRF/εκατόλιτρο· «Rivesaltes», 30 FRF/εκατόλιτρο.

(21)

Οι εισφορές αυτές κατανεμήθηκαν ως εξής: «Rivesaltes», 25 FRF/εκατόλιτρο για τη διαφήμιση και την προώθηση και 5 FRF/εκατόλιτρο για τη λειτουργία· «Grand Roussillon», 45 FRF/εκατόλιτρο για τη διαφήμιση και την προώθηση και 5 FRF/εκατόλιτρο για τη λειτουργία· «Banyuls», 20 FRF/εκατόλιτρο για τη διαφήμιση και την προώθηση και 5 FRF/εκατόλιτρο για τη λειτουργία.

(22)

Με την απόφαση 98-1 της 10ης Ιουλίου 1997, η CIVDN καθιέρωσε από την 1η Σεπτεμβρίου 1998 διεπαγγελματική εισφορά, η οποία αποσκοπούσε στη χρηματοδότηση δράσεων διαφήμισης και προώθησης καθώς και λειτουργίας υπέρ των ακόλουθων ελεγχόμενων ονομασιών προέλευσης: «Rivesaltes», «Grand Roussillon» και «Maury».

(23)

Τα ποσά της εισφοράς εκτός φόρων ανά εκατόλιτρο καθορίστηκαν ως εξής: «Grand Roussillon», 25 FRF/εκατόλιτρο· «Maury», 5 FRF/εκατόλιτρο· «Rivesaltes», 35 FRF/εκατόλιτρο.

(24)

Οι εισφορές αυτές κατανεμήθηκαν ως εξής: «Rivesaltes», 30 FRF/εκατόλιτρο για τη διαφήμιση και την προώθηση και 5 FRF/εκατόλιτρο για τη λειτουργία· «Grand Roussillon», 20 FRF/εκατόλιτρο για τη διαφήμιση και την προώθηση και 5 FRF/εκατόλιτρο για τη λειτουργία· «Maury», 5 FRF/εκατόλιτρο για τη λειτουργία.

(25)

Οι δύο προηγούμενες εισφορές καταργήθηκαν με την απόφαση 99-1, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, με την οποία η CIVDN καθιέρωσε διεπαγγελματική εισφορά, η οποία αποσκοπούσε στη χρηματοδότηση δράσεων διαφήμισης και προώθησης καθώς και λειτουργίας υπέρ των ακόλουθων ελεγχόμενων ονομασιών προέλευσης: «Banyuls», «Banyuls Grand Cru», «Muscat de Rivesaltes», «Rivesaltes», «Grand Roussillon» και «Maury».

(26)

Τα ποσά εκτός φόρων ανά εκατόλιτρο καθορίστηκαν ως εξής: «Grand Roussillon», 25 FRF/εκατόλιτρο· «Rivesaltes», 35 FRF/εκατόλιτρο· «Banyuls» και «Banyuls Grand Cru», 25 FRF/εκατόλιτρο· «Muscat de Rivesaltes», 55 FRF/εκατόλιτρο· «Maury», 0 FRF/εκατόλιτρο.

(27)

Οι εισφορές αυτές κατανεμήθηκαν ως εξής: «Rivesaltes», 30 FRF/εκατόλιτρο για τη διαφήμιση και την προώθηση και 5 FRF/εκατόλιτρο για τη λειτουργία· «Grand Roussillon», 20 FRF/εκατόλιτρο για τη διαφήμιση και την προώθηση και 5 FRF/εκατόλιτρο για τη λειτουργία· «Muscat de Rivesaltes», 50 FRF/εκατόλιτρο για τη διαφήμιση και την προώθηση και 5 FRF/εκατόλιτρο για τη λειτουργία· «Banyuls et Banyuls Grand Cru», 20 FRF/εκατόλιτρο για τη διαφήμιση και την προώθηση και 5 FRF/εκατόλιτρο για τη λειτουργία.

(28)

Η εισφορά αυτή ανανεώθηκε με μικρές τροποποιήσεις, με την απόφαση 00-1. Η Επιτροπή δεν διέθετε, τη στιγμή της έναρξης της διαδικασίας εξέτασης, πληροφορίες όσον αφορά τη διάρκεια του τελευταίου αυτού καθεστώτος ή την ενδεχόμενη ανανέωσή του.

3.   ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ

(29)

Η Επιτροπή επισήμανε, όσον αφορά καταρχάς τη φύση των εν λόγω εισφορών, ότι αυτές εγκρίθηκαν κατευθείαν από τη γαλλική κυβέρνηση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος αριθ. 200 της 2ας Απριλίου 1943 όσον αφορά τη σύσταση μιας διεπαγγελματικής επιτροπής φυσικών γλυκών οίνων και οίνων λικέρ ελεγχόμενων ονομασιών. Η έγκριση της κυβέρνησης συνιστά επομένως προϋπόθεση για την έγκριση τέτοιου είδους εισφορών. Ο νόμος αριθ. 200 προβλέπει συγκεκριμένα ότι οι εισφορές είναι υποχρεωτικές για όλους τους επαγγελματίες των σχετικών κλάδων από τη στιγμή που θα έχουν εγκριθεί από την κυβέρνηση ή, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τον Επίτροπό της. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι αυτό το είδος των εισφορών προϋποθέτει μια πράξη από δημόσια αρχή ώστε να παράγει πλήρη αποτελέσματα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεώρησε στο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης ότι στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για τέλη υπέρ τρίτων, δηλαδή για δημόσιους πόρους.

(30)

Όσον αφορά την «πριμοδότηση για την παύση της καλλιέργειας» που προβλέπει το γαλλικό καθεστώς ενισχύσεων, τέτοιου είδους πριμοδοτήσεις δεν προβλέπονταν από την κοινή οργάνωση των αγορών (ΚΟΑ) και, πιο συγκεκριμένα, από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 456/80 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 1980, σχετικά με τη χορήγηση επιδοτήσεων για την προσωρινή και οριστική εγκατάλειψη ορισμένων εκτάσεων φυτευμένων με αμπέλους καθώς και πριμοδοτήσεων για παραίτηση από το δικαίωμα αναφύτευσης (5). Ο κανονισμός αυτός προέβλεπε μόνο τη χορήγηση πριμοτοδότησης προσωρινής ή οριστικής εγκατάλειψης της παραγωγής, η οποία καταβαλόταν όταν ένας παραγωγός αποφάσιζε να συμβάλει στη μείωση του κοινοτικού αμπελουργικού δυναμικού μέσω, ιδίως, της εκρίζωσης των αμπέλων. Επειδή όμως δεν έγινε καμία μείωση του δυναμικού και καμία δράση εγκατάλειψης δεν χρηματοδοτήθηκε με την πριμοδότηση, το εν λόγω μέτρο δεν φαινόταν, στο στάδιο της έναρξης της διαδικασίας εξέτασης, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παλαιάς ΚΟΑ για τον αμπελοοινικό τομέα, που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 822/87.

(31)

Η ενίσχυση είχε ως στόχο να ανακουφίσει οικονομικά τους παραγωγούς οι οποίοι αποφάσισαν ελεύθερα ως επιχειρηματίες να συμμετάσχουν σε μια καθαρά εμπορική ενέργεια της οποίας οι δαπάνες φαίνεται να έχουν σχέση με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Επιτροπής και τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (6), οι λειτουργικές ενισχύσεις είναι αυτές οι οποίες έχουν ως στόχο να απαλλάξουν τις επιχειρήσεις από το κόστος το οποίο θα έπρεπε κανονικά να αναλάβουν στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισης ή των κανονικών τους δραστηριοτήτων. Η ιδέα αυτή περιλαμβάνεται στο σημείο 3.5 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (7) (εφεξής «οι κατευθυντήριες γραμμές για τη γεωργία»), όπου γίνεται λόγος για ενισχύσεις οι οποίες, από την ίδια τη φύση τους, ενδέχεται να παρακωλύσουν τη λειτουργία των μηχανισμών που διέπουν τις ΚΟΑ.

(32)

Η Επιτροπή διαπίστωσε σ' αυτό το σημείο ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε ανά εκτάριο και ανά έτος και ότι κατά συνέπεια είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ποσότητα του παραχθέντος οίνου. Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εγκρίνει ενίσχυση η οποία θα ήταν ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις που διέπουν την κοινή οργάνωση των αγορών (ΚΟΑ) ή θα παρεμπόδιζαν την εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω κοινής οργάνωσης των αγορών. Η Επιτροπή θεώρησε, στο στάδιο της κίνησης της διαδικασίας εξέτασης, ότι η «πριμοδότηση για την παύση της καλλιέργειας» φαινόταν να αποτελεί λειτουργική ενίσχυση η οποία ενδέχεται να παρακωλύσει τη λειτουργία των μηχανισμών που διέπουν την αμπελοοινική ΚΟΑ και ότι, για το λόγο αυτό, θα μπορούσε να είναι ασυμβίβαστη προς τους ισχύοντες κανόνες της αγοράς και του ανταγωνισμού.

(33)

Όσον αφορά το κόστος της μετατροπής, το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 προέβλεπε ότι από την 1η Σεπτεμβρίου 1988 απαγορευόταν οποιαδήποτε εθνική ενίσχυση για τη φύτευση αμπελουργικών εκτάσεων, εκτός από εκείνες που ανταποκρίνονται σε κριτήρια που πρέπει, ιδίως, να επιτρέπουν την επίτευξη του στόχου της μείωσης της ποσότητας της παραγωγής ή της ποιοτικής βελτίωσης χωρίς να συνεπάγονται αύξηση της παραγωγής. Επομένως, στην οικεία περιφέρεια θα επιτρεπόταν η φύτευση βελτιωμένων ποικιλιών αμπέλου που δεν θα είχαν υψηλή παραγωγικότητα.

(34)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2741/89 της Επιτροπής, της 11ης Σεπτεμβρίου 1989, για τον καθορισμό των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 του Συμβουλίου όσον αφορά τις εθνικές ενισχύσεις για τη φύτευση αμπελουργικών εκτάσεων (8) καθορίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων εξετάζονται τα σχέδια εθνικών ενισχύσεων για τη φύτευση αμπελουργικών εκτάσεων που γίνονται δεκτές βάσει των άρθρων 87, 88 και 89 της συνθήκης. Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2741/89 προβλέπει ότι τα σχέδια εθνικών ενισχύσεων πρέπει να αποδεικνύουν με τρόπο ικανοποιητικό ότι τηρείται ο στόχος για τη μείωση της ποσότητας παραγωγής ή τη βελτίωση της ποιότητας χωρίς αύξηση της παραγωγής.

(35)

Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2741/89 προέβλεπε ότι το ποσό της ενίσχυσης που χορηγείται ανά εκτάριο φυτευμένης αμπέλου δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 30 % των πραγματικών δαπανών εκρίζωσης και φύτευσης. Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, επειδή το συνολικό κόστος της πραγματοποιηθείσας μετατροπής ανήλθε σε 258 500 000 FRF και οι δημόσιες αρχές συνεισέφεραν το ποσό των 75 250 000 FRF, συμπεραίνουν ότι το σύνολο των δημόσιων χρηματοδοτήσεων ανήλθε στο 29,11 % του κόστους της όντως πραγματοποιηθείσας μετατροπής. Όμως, το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2741/89 προέβλεπε ότι καθοριστικό στοιχείο του υπολογισμού του κόστους μετατροπής ήταν η ενίσχυση που χορηγήθηκε πράγματι ανά εκτάριο φυτευμένης αμπέλου. Στο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης, η λογική αυτή φαινόταν να αποκλείει τους συνολικούς υπολογισμούς στο πλαίσιο της μετατροπής στο σύνολό της και, συνεπώς, τους υπολογισμούς που βασίζονται στο μέσο συνολικό κόστος ανά εκτάριο. Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές υπολόγιζαν αυτό το μέσο όρο στο πλαίσιο διαφορετικών καθεστώτων μετατροπής.

(36)

Η Επιτροπή θεώρησε, στο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης ότι, λαμβανομένου υπόψη του κόστους ανά εκτάριο που κοινοποίησαν οι γαλλικές αρχές (110 000 FRF/εκτάριο), οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έπρεπε να είχαν ως ανώτατο όριο 33 000 FRF/εκτάριο και 30 % αντίστοιχα του πραγματικού κόστους ανά παραγωγό. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε υπέρβαση αυτού του ανώτατου ορίου, δηλαδή οποιαδήποτε υπέρβαση του 30 % του πραγματικού κόστους ανά παραγωγό, θα μπορούσε να συνιστά ενίσχυση ασυμβίβαστη προς τους ισχύοντες κανόνες.

(37)

Η Επιτροπή, κάνοντας χρήση του δικαιώματος που της παρέχει το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, της 22ας Μαρτίου 1999, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (9), ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να της διαβιβάσουν όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες που αφορούν τις δύο πραγματοποιηθείσες μετατροπές. Αυτές έπρεπε να περιλαμβάνουν, ιδίως: τις πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των αμπελοκαλλιεργητών που έλαβαν εθνικές ενισχύσεις για τη φύτευση αμπελώνων· τη σχετική έκταση ανά κατηγορία εδάφους· το ποσοστό των εκτάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο εκρίζωσης και εν συνεχεία φύτευσης· το ποσοστό των εκτάσεων που κρίθηκαν κατάλληλες για την παραγωγή VQPRD· την προτιθέμενη χρήση των φυτευμένων εκτάσεων (οινοποιήσιμα σταφύλια, επιτραπέζια σταφύλια, σταφύλια για την παραγωγή σταφίδας, φυτώρια ή μητρικά φυτά εμβολίων κ.λπ.)· τις χρησιμοποιηθείσες ποικιλίες· την απόδειξη της προηγούμενης έγκρισης των γαλλικών αρχών όσον αφορά τη χρησιμοποίηση αυτών των ποικιλιών· την εξέλιξη του παραγωγικού δυναμικού· οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το ύψος της ενίσχυσης.

(38)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διαφήμιση και την προώθηση που προβλέπονται από ορισμένες ΚΟΑ, οι γαλλικές αρχές επισήμαναν ότι οι κανονιστικές διατάξεις σχετικά με τα τέλη υπέρ τρίτων, που προορίζονται για τη χρηματοδότηση της CIVDN, έχουν αποτελέσει αντικείμενο τακτικών κοινοποιήσεων και είχαν ήδη εξεταστεί και εγκριθεί από την Επιτροπή. Πράγματι, η Επιτροπή είχε εγκρίνει τελευταία, στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης N 184/97 (10) («Ενισχύσεις και τέλος υπέρ τρίτων προς όφελος της CIVDN») τη χορήγηση μέχρι το τέλος του 2002 μιας κρατικής ενίσχυσης που θα χρηματοδοτείται από ένα τέλος υπέρ τρίτων για την κάλυψη, μεταξύ άλλων, των δαπανών διαφήμισης και προώθησης καθώς και των λειτουργικών δαπανών υπέρ της CIVDN. Όμως, με βάση τις ληφθείσες πληροφορίες, οι εν λόγω εισφορές επιβλήθηκαν από τη CIVDN επιπλέον του τέλους υπέρ τρίτων που προορίζεται για τις δράσεις επικοινωνίας και προώθησης που έχει ήδη εγκρίνει η Επιτροπή. Επομένως, η Επιτροπή θεώρησε, στο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης, ότι η έγκριση που είχε χορηγηθεί προηγουμένως δεν αποτελούσε σιωπηρή έγκριση κάθε τροποποίησης ή κάθε άλλου μέτρου που ερχόταν να προστεθεί στην ήδη εγκριθείσα ενίσχυση.

(39)

Η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να της διαβιβάσουν όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω καθεστώτα ενίσχυσης, καθώς και όσον αφορά τα καθεστώτα που δεν έχουν αναφερθεί ούτε κοινοποιηθεί, τα οποία ενδέχεται να ισχύουν επί του παρόντος, για να μπορέσει να εξετάσει κατά πόσον είναι συμβιβάσιμα, ιδίως με τα αρνητικά και τα θετικά κριτήρια που ισχύουν σχετικά με τη διαφήμιση και την προώθηση καθώς και το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσοστό ενίσχυσης. Οι πληροφορίες αυτές θα δώσουν επίσης τη δυνατότητα να μετρηθούν οι επιπτώσεις ενδεχόμενης σώρευσης ενισχύσεων στο πλαίσιο του καθεστώτος που είχε εγκριθεί προηγουμένως και των καθεστώτων που δεν έχουν κοινοποιηθεί και τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

(40)

Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι οι μηχανισμοί των τελών υπέρ τρίτων ήταν παρόμοιοι με αυτούς που έχει ήδη εγκρίνει η Επιτροπή. Από τα έγγραφα για την καθιέρωση των εν λόγω τελών προκύπτει, εξάλλου, ότι τα τέλη αυτά αφορούσαν μόνο την αμπελοοινική παραγωγή μιας καθορισμένης περιφέρειας. Επομένως, στο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης, ήταν δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι κανένα εισαγόμενο προϊόν δεν υπόκειτο, ούτε είχαν επιβληθεί σ' αυτό τα τέλη υπέρ τρίτων που αναφέρονται στην προκειμένη περίπτωση.

III.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ

(41)

Ο καταγγέλλων διαβίβασε τις ακόλουθες παρατηρήσεις ζητώντας να τηρηθεί απόρρητη η ταυτότητά του. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τους λόγους τους οποίους επικαλέστηκε, θεώρησε σκόπιμο να σεβαστεί την επιθυμία του.

(42)

Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας και η ενίσχυση μετατροπής αποτελούν δύο συνιστώσες ενός ενιαίου καθεστώτος ενισχύσεων, το οποίο αποσκοπεί να μειώσει μόνο τη διάθεση μιας συγκεκριμένης παραγωγής στην αγορά. Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν για την παύση της καλλιέργειας των αμπελοτεμαχίων και εκείνες που χορηγήθηκαν για τη μετατροπή πρέπει να είναι σωρευτικές προκειμένου να εκτιμηθεί η συμφωνία τους με το κοινοτικό δίκαιο.

(43)

Ο καταγγέλλων θεωρεί ότι η αυτόνομη χρηματοοικονομική διαχείριση του Σχεδίου Rivesaltes, που προβλέπεται στην απόφαση της CIVDN 96-1 της 5ης Ιουλίου 1996, δεν τηρήθηκε, δεδομένου ότι η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας χρηματοδοτήθηκε από πόρους που δεν προέρχονταν αποκλειστικά από το προϊόν της διεπαγγελματικής εισφοράς η οποία καθιερώθηκε το 1996. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, η πριμοδότηση για την παύση της καλλιέργειας χρηματοδοτήθηκε από ιδίους πόρους της CIVDN για ποσό που υπερβαίνει τα 11 εκατ. FRF. Επιπλέον, ένα μέρος των πόρων από την εισφορά για τη διαφήμιση και την προώθηση χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση του σχεδίου και ειδικότερα της πριμοδότησης για την παύση της καλλιέργειας.

(44)

Σύμφωνα με το καταγγέλλοντα, το γενικό συμβούλιο των Ανατολικών Πυρηναίων κατέβαλε, στις αρχές του οικονομικού έτους 2000, 2 εκατ. FRF στη CIVDN, τα οποία προορίζονταν να χρηματοδοτήσουν την πριμοδότηση για την παύση της καλλιέργειας. Εξάλλου, το εν λόγω γενικό συμβούλιο ανέλαβε την ευθύνη στο περιοδικό του «L'accent Catalan» του μήνα Μαρτίου 2003 για την απευθείας καταβολή στους αμπελοκαλλιεργητές, επιπλέον της ενίχυσης που χορηγήθηκε δυνάμει της πριμοδότησης για την παύση της καλλιέργειας και της ενίχυσης μετατροπής, ενίσχυση ανά εκτάριο ποσού ύψους 761 ευρώ και στη συνέχεια ύψους 1 293 ευρώ στο πλαίσιο του Σχεδίου Rivesaltes. Η ενίσχυση αυτή δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή.

(45)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διαφήμιση και την προώθηση, ο καταγγέλλων θεωρεί ότι το προϊόν των σχετικών τελών υπέρ τρίτων προς όφελος της CIVDN είχε χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση των εκστρατειών προώθησης των δικών τους προϊόντων, δηλαδή ορισμένων επιχειρήσεων, και όχι για τη χρηματοδότηση των εκστρατειών προώθησης διαφόρων κατηγοριών ΕΟΠ εν γένει. Οι πρακτικές αυτές εξακολουθούν να εφαρμόζονται και σήμερα από τη διεπαγγελματική επιτροπή των οίνων Roussillon (CIVR), οντότητα η οποία διαδέχτηκε την CIVDN όταν αυτή τέθηκε υπό εκκαθάριση. Οι ενισχύσεις αυτές αντιβαίνουν στις κοινοτικές διατάξεις, δεδομένου ότι δεν επιδιώκεται στόχος γενικού συμφέροντος.

(46)

Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, κατά τη διάρκεια των ετών 2001 και 2002, η CIVDN συνέχισε να απαιτεί από τους εμπορευόμενους την καταβολή των τελών υπέρ τρίτων, ενώ η οργάνωση που τη διαδέχτηκε, η CIVR, άρχισε επίσης να τιμολογεί εισφορές, γεγονός που συνιστούσε παραβίαση του εθνικού δικαίου.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

(47)

Με επιστολή της 16ης Ιουνίου 2003, οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης κατά της κοινοποιηθείσας ενίσχυσης.

(48)

Καταρχάς, οι γαλλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι τα υπό εξέταση καθεστώτα δεν παρατάθηκαν πέρα από την περίοδο που είχε καθοριστεί αρχικά, δηλαδή πέντε έτη από την περίοδο εμπορίας 1996/1997. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή είχε ενημερωθεί για τη διάλυση της CIVDN με επιστολές της 14ης Δεκεμβρίου 2000 και της 6ης Δεκεμβρίου 2001. Η CIVR, η οποία αντικατέστησε την CIVDN, δεν εφάρμοσε κανένα τέτοιου είδους μέτρο.

1.   ΤΟ ΣΧEΔΙΟ RIVESALTES

1.1.   Η ΠΡΙΜΟΔΟΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑYΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ

(49)

Οι γαλλικές αρχές εξηγούν ότι το μέτρο δεν αποσκοπούσε στη μείωση του αμπελουργικού δυναμικού, δεδομένου ότι η δέσμευση των δικαιούχων συνίστατο στο να αποδεχθούν να διαθέτουν στην αγορά την παραγωγή των αμπελοτεμαχίων που έχουν τεθεί υπό καθεστώς παύσης της καλλιέργειας ως επιτραπέζιο οίνο ή τοπικό οίνο, και όχι ως οίνο ΕΟΠ. Συνεπώς, η πριμοδότηση αυτή δεν θα ήταν δυνατόν να εξομοιωθεί, όπως πράττει η Επιτροπή, με μια απλή ενίσχυση λειτουργίας η οποία, αδικαιολόγητα, θα συνιστούσε ταμειακή διευκόλυνση.

(50)

Πράγματι, η πριμοδότηση είχε ως αντικείμενο να εξασφαλίσει στους δικαιούχους αντάλλαγμα για τη δέσμευσή τους να μην διαθέτουν στην αγορά την παραγωγή των αμπελοτεμαχίων που έχουν τεθεί υπό καθεστώς παύσης της καλλιέργειας ως ΕΟΠ. Επομένως, δεν συνιστούσε για τους δικαιούχους συμπλήρωμα εισοδήματος αλλά αποτελούσε απλώς αντιστάθμιση απώλειας εισοδήματος.

(51)

Έτσι, όταν εφαρμόστηκε το μέτρο, σε ένα εκτάριο αμπέλου ΕΟΠ Rivesaltes, βάσει της ανώτατης επιτρεπόμενης απόδοσης 40 εκατολίτρων, παράγονταν μεταξύ 25 εκατολίτρων φυσικών γλυκών οίνων με 1 140 FRF/εκατόλιτρο και 15 εκατολίτρων επιτραπέζιου οίνου ή τοπικού οίνου με 350 FRF/εκατόλιτρο, με κύκλο εργασιών που κυμαινόταν από 32 250 FRF έως 33 000 /εκτάριο. Μετά τη θέση υπό καθεστώς παύσης της καλλιέργειας, ένα εκτάριο αμπέλου παρήγαγε 50 εκατόλιτρα επιτραπέζιου οίνου ή τοπικού οίνου (μέσος όρος διαμερίσματος), που αντιστοιχούσε σε κύκλο εργασιών μεταξύ 12 500 FRF και 17 500 FRF.

(52)

Η μέση απόκλιση μετά την παύση της καλλιέργειας (απώλεια εισοδήματος για τους παραγωγούς) κυμαινόταν επομένως περίπου σε 15 000 FRF/εκτάριο, ποσό από το οποίο, προκειμένου να σχηματιστεί μια ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης, πρέπει να αφαιρεθεί το κόστος της αλκοόλης που απαιτείται για την παραγωγή των φυσικών γλυκών οίνων, ήτοι 2 000 FRF για 25 εκατόλιτρα, με αποτέλεσμα η καθαρή διαφορά να ανέρχεται σε 13 000 FRF/εκτάριο.

(53)

Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι από το 1999, λόγω της πτώσης της τιμής της παραγωγής των φυσικών γλυκών οίνων (900 FRF/εκατόλιτρο), η διαφορά μειώθηκε, αυτή εξακολουθούσε να ανέρχεται σε κάθε περίπτωση σε 6 500 FRF/εκτάριο [26 000 FRF (κύκλος εργασιών/εκτάριο ΕΟΠ) — 17 500 FRF (κύκλος εργασιών/εκτάριο επιτραπέζιου οίνου ή τοπικού οίνου) — 2 000 FRF (κόστος της αλκοόλης για την παραγωγή των φυσικών γλυκών οίνων)].

(54)

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι η πριμοδότηση για την παύση της καλλιέργειας δεν μπορούσε επουδενί να αποτελεί ενίσχυση λειτουργίας η οποία θα εξαφάλιζε στους δικαιούχους, αδικαιολόγητα, συμπληρωματικό εισόδημα ή ταμειακές διευκολύνσεις.

(55)

Επιπλέον, οι γαλλικές αρχές τονίζουν ότι η πριμοδότηση για την παύση της καλλιέργειας δεν επηρέασε τους μηχανισμούς της ΚΟΑ του αμπελοοινικού τομέα λόγω ενδεχόμενων διαταραχών που θα μπορούσε να προκαλέσει στην αγορά. Έτσι, στο διαμέρισμα των Ανατολικών Πυρηναίων, για τις περιόδους εμπορίας 1996/1997 έως 1999/2000 δεν είχε αποσταχθεί καμία ποσότητα οίνου στο πλαίσιο της υποχρεωτικής απόσταξης. Επιπλέον, οι ποσότητες που απεστάλησαν για προληπτική απόσταξη για τις σχετικές περιόδους εμπορίας καταδεικνύουν μια συνήθη λειτουργία της αγοράς των επιτραπέζιων οίνων και των τοπικών οίνων.

(56)

Επικουρικά, οι γαλλικές αρχές τονίζουν τον αλληλέγγυο χαρακτήρα του εν λόγω μέτρου που δεν χρηματοδοτήθηκε από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά μέσω διεπαγγελματικής εισφοράς που καταβλήθηκε από τους ίδιους τους παραγωγούς.

1.2.   Η ΕΝIΣΧΥΣΗ ΜΕΤΑΤΡΟΠHΣ

(57)

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, το μέτρο αυτό συνιστά εξαιρετικό συμπλήρωμα στην εθνική ενίσχυση για την ανανέωση των αμπελώνων, η οποία καθιερώθηκε κατ' εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2741/89.

(58)

Οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι η ενίσχυση για τη βελτίωση των ποικιλιών αμπέλου κοινοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1993 (ενίσχυση αριθ. 769/93) και ότι συμπεριλήφθηκε στους καταλόγους των εθνικών ενισχύσεων (FR/XXX/05.00/017). Όσον αφορά την ετήσια έκθεση, οι γαλλικές αρχές εξηγούν ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2741/89 μπορούν να αποστέλλονται «στα πλαίσια της ετήσιας ανακοινώσεως από τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87». Όμως, το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 προβλέπει ότι «Κάθε χρόνο, πριν από την 1η Σεπτεμβρίου, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή… ανακοίνωση για την εξέλιξη του αμπελουργικού δυναμικού που περιλαμβάνει πίνακα των εκτάσεων που έχουν φυτευθεί στο έδαφός τους» καθώς και «πριν από την 1η Δεκεμβρίου… έκθεση για την εξέλιξη του αμπελουργικού δυναμικού».

(59)

Οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι κάθε χρόνο διαβιβάζουν στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87, τον πίνακα των εκτάσεων που έχουν φυτευθεί με αμπέλους, ταξινομημένων ανά διαμέρισμα και ανά τύπο παραγόμενων σταφυλιών (σταφύλια οινοποιίας, συμπεριλαμβανομένων των οίνων ποιότητας που παράγονται εντός καθορισμένων περιοχών, επιτραπέζια σταφύλια), καθώς και τον πίνακα των εκριζώσεων και φυτεύσεων αμπέλων που παρουσιάζεται με τον ίδιο τρόπο κατάταξης ανά διαμέρισμα και ανά τύπο παραγόμενων σταφυλιών. Οι γαλλικές αρχές επισύναψαν αντίγραφο των πινάκων που απεστάλησαν για την περίοδο εμπορίας 1997/1998. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι δεν πρέπει να τους προσαφθεί ότι δεν ικανοποίησαν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 822/87.

(60)

Για την ακριβή και διεξοδική αξιολόγηση της ενίσχυσης μετατροπής «Plan Rivesaltes», είναι σκόπιμο, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι εκτάσεις παραγωγής Muscat de Rivesaltes αποκλείονταν από τη συμπληρωματική ενίσχυση για την ανανέωση που προβλέπεται στο σχέδιο. Οι εκτάσεις αυτές έτυχαν μόνο της ενίσχυσης ανανέωσης σε ποσοστά που αντιστοιχούν στα εθνικά επίπεδα. Ωστόσο, στο ποσό των 85 εκατ. FRF, το οποίο ανέφεραν οι γαλλικές αρχές στα προηγούμενα σημειώματά τους, περιλαμβάνονται 31 εκατ. FRF που αντιστοιχούν στην εθνική ενίσχυση για την ανανέωση των αμπελώνων στις εκτάσεις που έχουν φυτευθεί με αμπέλους της ποικιλίας Muscat.

(61)

Τέλος, ο απολογισμός για την ενίσχυση μετατροπής, στο πλαίσιο του Σχεδίου Rivesaltes, για τις εκτάσεις παραγωγής τοπικών οίνων και Côtes du Roussillon villages έχει ως εξής:

α)

Στη γεωγραφική περιοχή που αφορά το σχέδιο Rivesaltes και για εκμεταλλεύσεις με εκτάσεις παραγωγής τοπικών οίνων και Côtes du Roussillon villages, 2 357 εκτάρια (875 παραγωγοί) έτυχαν της εθνικής ενίσχυσης για την ανανέωση των αμπελώνων ύψους 57,280 εκατ. FRF.

β)

Από αυτά τα 2 357 εκτάρια, οι 875 παραγωγοί έλαβαν «έκτακτο» συμπλήρωμα της εθνικής ενίσχυσης που συνδέεται με το σχέδιο Rivesaltes για 1 238 εκτάρια. Το συνολικό ποσό αυτού του συμπληρώματος ανέρχεται σε 8,006 εκατ. FRF και προστίθεται στα 28,613 εκατ. FRF εθνικής ενίσχυσης για τη μετατροπή, η οποία καταβλήθηκε για τα εν λόγω 1 238 εκτάρια.

γ)

Για τους 875 παραγωγούς, το προβλεπόμενο στο σχέδιο συμπλήρωμα καταβλήθηκε ως εξής: 662 έλαβαν 5 000 FRF/εκτάριο για 990 εκτάρια (συνολικό ποσό ύψους 4,950 εκατ. FRF)· 80 έλαβαν 10 000 FRF/εκτάριο για 133 εκτάρια (συνολικό ποσό ύψους 1,330 εκατ. FRF)· και 133 έλαβαν 15 000 FRF/εκτάριο για 115 εκτάρια (συνολικό ποσό ύψους 1,726 εκατ. FRF).

(62)

Συνολικά, στο πλαίσιο του σχεδίου, καταβλήθηκε σε 875 παραγωγούς ποσό ύψους 36,623 εκατ. FRF για την ανανέωση των αμπελώνων όσον αφορά έκταση 1 238 εκταρίων.

(63)

Σε 221 περιπτώσεις καταβλήθηκε ποσό άνω των 33 000 FRF/εκτάριο, για έκταση 166 εκταρίων, που αντιστοιχεί σε ποσό 0,883 εκατ. FRF.

(64)

Οι γαλλικές αρχές απέστειλαν τον κατάλογο των ποικιλιών που χρησιμοποιήθηκαν στη μετατροπή καθώς και τα διάφορα διατάγματα που καθορίζουν ετησίως τα ποσοστά της ενίσχυσης.

2.   ΔΡAΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦHΜΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓIΑ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΕΟΠ

(65)

Οι γαλλικές αρχές διευκρινίζουν καταρχάς ότι οι δράσεις αυτές δεν συνεχίστηκαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2000.

(66)

Οι δράσεις διαφήμισης οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν με έσοδα προερχόμενα από την υποχρεωτική εκούσια εισφορά ήταν της ίδιας φύσης με εκείνες που χρηματοδοτήθηκαν από το προϊόν τέλους υπέρ τρίτων που κοινοποιήθηκε και εγκρίθηκε από την Επιτροπή [ενισχύσεις αριθ. N 230/90 (11) και N 184/97].

(67)

Με τις πιστώσεις που προέκυψαν από την είσπραξη της υποχρεωτικής εκούσιας εισφοράς κατέστη επομένως δυνατό να ενισχυθούν οι δράσεις που χρηματοδοτήθηκαν από το προϊόν του τέλους υπέρ τρίτων. Φάνηκε πράγματι ότι ήταν απολύτως αναγκαίο να ενισχυθεί η προώθηση των οίνων αυτών ώστε να βελτιωθούν οι δυνατότητες διάθεσής τους στην αγορά, δεδομένου ότι η κατάσταση της αγοράς είχε σοβαρές επιπτώσεις στην τοπική αμπελουργική οικονομία.

(68)

Προς το σκοπό αυτό, οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν ότι, δεδομένου ότι πρόκειται για ενισχύσεις προώθησης, η χρηματοδότησή τους επιτρέπεται έως 100 % Όσον αφορά τις ενισχύσεις διαφήμισης, οι γαλλικές αρχές παρατηρούν ότι επρόκειτο για εκστρατείες προώθησης των προϊόντων ΕΟΠ οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν με την είσπραξη τελών υπέρ τρίτων και εκουσίων εισφορών.

(69)

Σε απάντηση στην αίτηση της Επιτροπής, οι γαλλικές αρχές απέστειλαν παραδείγματα του υλικού διαφήμισης και προώθησης που χρησιμοποιήθηκε.

3.   ΣΧOΛΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟYΝ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡHΣΕΙΣ ΤΡIΤΩΝ

(70)

Με επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 2004, οι γαλλικές αρχές απάντησαν στις παρατηρήσεις τρίτων. Εξηγούν ότι στις παρατηρήσεις αυτές εικάζεται ότι οι ενισχύσεις είχαν χρησιμοποιηθεί για σκοπούς άλλους από τον αρχικό, προς όφελος μιας μόνο εταιρείας ανταγωνιστικής προς τους ενδιαφερόμενους τρίτους. Οι γαλλικές αρχές εξέφρασαν την αποδοκιμασία τους έναντι αυτών των ισχυρισμών, οι οποίοι έθεταν άμεσα υπό αμφισβήτηση την ακεραιότητα των εμπλεκόμενων διοικητικών υπηρεσιών και κάλεσαν επομένως την Επιτροπή να μη λάβει υπόψη τα επιχειρήματα αυτά.

V.   ΕΚΤIΜΗΣΗ

1.   ΤΟ AΡΘΡΟ 87 ΠΑΡAΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΥΝΘHΚΗΣ

(71)

Το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ορίζει ότι «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η (παρούσα) συνθήκη ορίζει άλλως».

(72)

Το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87, που ίσχυε όταν χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις προέβλεπε ότι με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, τα άρθρα 92, 93 και 94 της συνθήκης (νυν άρθρα 87, 88 και 89) εφαρμόστηκαν στην παραγωγή και στην εμπορία των αμπελοοινικών προϊόντων.

1.1.   ΥΠΑΡΞΗ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΘΗΚΕ ΑΠO ΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ

(73)

Θεωρούνται ως ενισχύσεις οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, είναι ικανές να ευνοούν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή που πρέπει να θεωρούνται ως οικονομικό πλεονέκτημα που η ωφελούμενη επιχείρηση δεν θα είχε υπό ομαλές συνθήκες αγοράς.

(74)

Όσον αφορά τη φύση των εισφορών στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι αυτές απαιτούν την έγκριση μιας πράξης της δημόσιας αρχής προκειμένου να παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους και ότι οι πόροι οι οποίοι έχουν παραχθεί κατ' αυτόν τον τρόπο χρησίμευσαν ως μέσο για την εφαρμογή μιας πολιτικής στηριζόμεντης από το κράτος. Επιπλέον, δεν έχει αποδειχτεί ότι οι δικαιούχοι των ενισχύσεων είναι πάντοτε οι υπόχρεοι των φόρων στην προκειμένη περίπτωση. Γι' αυτούς τους λόγους, δεν πληρούν τα κριτήρια που προτείνει το Δικαστήριο στη νομολογία του προκειμένου να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης (12). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για τέλη υπέρ τρίτων, δηλαδή για δημόσιους πόρους.

(75)

Επίσης, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, θεωρούνται ως ενισχύσεις οι παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης και οι οποίες κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (13).

(76)

Όσον αφορά την ύπαρξη, αλλά και τη φύση της ενίσχυσης, αυτή πρέπει να προσδιοριστεί στο επίπεδο των πιθανών δικαιούχων του Σχεδίου Rivesaltes καθώς και των διεπαγγελματικών εισφορών για τη διαφήμιση και την προώθηση και για τη λειτουργία ορισμένων ΕΟΠ και στο επίπεδο της χρηματοδότησής τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η στήριξη που χορηγήθηκε ευνόησε ορισμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε μόνο στους παραγωγούς των ΕΟΠ που δραστηριοποιούνται σε ορισμένες καθορισμένες περιφέρειες.

1.2.   Η ΕΠIΔΡΑΣΗ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓEΣ

(77)

Τέλος, για να διαπιστωθεί κατά πόσον η ενίσχυση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, πρέπει να προσδιοριστεί εάν είναι ικανή να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(78)

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όταν με ένα χορηγούμενο από κράτος μέλος πλεονέκτημα ενισχύεται η θέση μιας κατηγορίας επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, οι συναλλαγές αυτές πρέπει να θεωρούνται ότι επηρεάζονται από το πλεονέκτημα αυτό (14).

(79)

Η ύπαρξη συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών στον αμπελοοινικό τομέα φαίνεται να καταδεικνύεται από την ύπαρξη ΚΟΑ στον κλάδο.

(80)

Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει, ενδεικτικά, το επίπεδο των εμπορικών συναλλαγών των αμπελουργικών προϊόντων μεταξύ της Γαλλίας και των άλλων κρατών μελών κατά τα τελευταία δύο έτη των μετατροπών που αναφέρθηκαν στη Γαλλία.

 

Οίνος

1999/2000

Κοινότητα στη σύνθεσή της στις 30/4/2004

Γαλλία

Χρησιμοποιήσιμη παραγωγή

168 076 000 εκατόλιτρα

54 271 000 εκατόλιτρα

Εξαγωγές προς την Κοινότητα στη σύνθεσή της στις 30.4.2004

15 500 000 εκατόλιτρα

Εισαγωγές της Κοινότητας στη σύνθεσή της στις 30.4.2004

5 700 000 εκατόλιτρα

(81)

Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν είναι επομένως ικανές να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσουν ή να απειλήσουν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στο μέτρο που ευνοούν ορισμένες εθνικές αμπελουργικές παραγωγές εις βάρος της παραγωγής των άλλων κρατών μελών. Πράγματι, ο αμπελοοινικός τομέας είναι εξαιρετικά ανοιχτός στον ανταγωνισμό σε κοινοτικό επίπεδο και, συνεπώς, ιδιαίτερα ευαίσθητος σε κάθε μέτρο που ευνοεί την παραγωγή στο ένα ή στο άλλο κράτος μέλος.

1.3.   ΣΥΜΠΕΡAΣΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚA ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤHΡΑ ΤΗΣ «ΕΝIΣΧΥΣΗΣ» ΚΑΤA ΤΗΝ EΝΝΟΙΑ ΤΟΥ AΡΘΡΟΥ 87 ΠΑΡAΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΥΝΘHΚΗΣ

(82)

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω εξηγήσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα υπέρ των παραγωγών οίνων ΕΟΠ που δραστηριοποιούνται σε ορισμένες καθορισμένες περιφέρειες συνιστούν οικονομικό πλεονέκτημα χρηματοδοτούμενο με κρατικούς πόρους, το οποίο τους προσφέρεται και από το οποίο δεν μπορούν να επωφεληθούν άλλοι οικονομικοί φορείς. Το πλεονέκτημα αυτό νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις και ορισμένους κλάδους παραγωγής, κατά το μέτρο που είναι ικανό να επηρεάσει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές. Το μέτρο αποτελεί επομένως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

2.   ΕΞEΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒAΣΙΜΟΥ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧYΣΕΩΝ

(83)

Το άρθρο 87 της συνθήκης προβλέπει, ωστόσο, ορισμένες εξαιρέσεις από τη γενική αρχή του ασυμβίβαστου των κρατικών ενισχύσεων με τη συνθήκη, παρότι ορισμένες από αυτές είναι πρόδηλα ανεφάρμοστες στην προκειμένη περίπτωση, ιδίως οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου. Τις εξαιρέσεις αυτές δεν ανέφεραν οι γαλλικές αρχές.

(84)

Όσον αφορά τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται από το άρθρο 87 παράγραφος 3 της συνθήκης, πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά κατά την εξέταση κάθε ενίσχυσης περιφερειακού ή τομεακού χαρακτήρα ή οποιασδήποτε μεμονωμένης περίπτωσης εφαρμογής γενικών καθεστώτων ενισχύσεων. Μπορούν ειδικότερα να χορηγούνται μόνο στην περίπτωση που η Επιτροπή μπορεί να διαπιστώσει ότι η ενίσχυση είναι αναγκαία για την υλοποίηση ενός από τους επιδιωκόμενους στόχους. Η παροχή του ευεργετήματος των εν λόγω παρεκκλίσεων σε ενισχύσεις που δεν συνεπάγονται τέτοιο αντάλλαγμα θα ισοδυναμούσε με το να επιτραπούν πλήγματα στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στερούμενες δικαιολογίας έναντι του κοινοτικού συμφέροντος και, κατ' ακολουθία, να επιτραπούν αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα για τους επιχειρηματίες ορισμένων κρατών μελών.

(85)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επίμαχες ενισχύσεις δεν αποσκοπούν στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης μιας περιοχής, στην οποία το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στην οποία επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης. Δεν αποσκοπούν επίσης στην προώθηση σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή στην άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης. Οι ενισχύσεις αυτές επίσης δεν προορίζονται ούτε για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της συνθήκης.

(86)

Το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης προβλέπει ότι δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. Για να μπορούν να επωφεληθούν από την παρέκκλιση αυτή, οι ενισχύσεις πρέπει να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα.

2.1.   Ο ΠΑΡAΝΟΜΟΣ ΧΑΡΑΚΤΉΡΑΣ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧYΣΕΩΝ

(87)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι γαλλικές αρχές δεν κοινοποίησαν στην Επιτροπή τη νομοθετική ρύθμιση για τη θέσπιση των σχετικών ενισχύσεων, όπως ορίζει το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης. Το άρθρο 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 ορίζει την παράνομη ενίσχυση ως μια νέα ενίσχυση η οποία εφαρμόζεται κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης. Η υποχρέωση κοινοποίησης των κρατικών ενισχύσεων κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (15).

(88)

Δεδομένου ότι τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή από τη Γαλλία περιέχουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης, προκύπτει ότι πρόκειται για νέες ενισχύσεις, μη κοινοποιηθείσες στην Επιτροπή και, ως εκ τούτου, παράνομες κατά την έννοια της συνθήκης.

2.2.   ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΦΑΡΜΟΣΤEΩΝ ΣΤΑ ΜΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘEΝΤΑ ΜEΤΡΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ

(89)

Σύμφωνα με το σημείο 23.3 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη γεωργία και την ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης (16), κάθε παράνομη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 πρέπει να αξιολογείται σύμφωνα με τους κανόνες και τις κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν κατά τη στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης.

(90)

Οι κατευθυντήριες γραμμές για τη γεωργία ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2000. Επομένως, κάθε ενίσχυση που χορηγείται μετά από την ημερομηνία αυτή θα πρέπει να κρίνεται με βάση αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές. Αντίθετα, κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν από αυτή την ημερομηνία θα πρέπει, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να αξιολογείται με βάση τις διατάξεις και την πρακτική που ίσχυε πριν την 1η Ιανουαρίου 2000.

(91)

Το σημείο 3.2 των κατευθυντήριων γραμμών για τη γεωργία προβλέπει ότι αν και τα άρθρα 87, 88 και 89 της συνθήκης εφαρμόζονται πλήρως στους τομείς που καλύπτονται από τις κοινές οργανώσεις αγοράς, εντούτοις η εφαρμογή τους εξακολουθεί να εξαρτάται από τις διατάξεις που θεσπίζονται με τους σχετικούς κανονισμούς. Με άλλα λόγια, η προσφυγή εκ μέρους ενός κράτους μέλους στις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 της συνθήκης δεν μπορεί να έχει προτεραιότητα έναντι των διατάξεων του κανονισμού για την οργάνωση του τομέα αυτού της αγοράς (17). Η Επιτροπή οφείλει επίσης να εξετάσει αν μια ενίσχυση δεν παρεμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία των σχετικών αγορών και είναι επομένως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

(92)

Οι ενισχύσεις που προβλέπει το σχέδιο Rivesaltes χορηγήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 1997 μέχρι τις 31 Ιουλίου 2000, δηλαδή πριν τεθεί σε εφαρμογή, την 1η Αυγούστου 2000, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999, που αφορά την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς. Επειδή πρόκειται για μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της κοινής οργάνωσης της αμπελοοινικής αγοράς, πρέπει να εξεταστούν με βάση τη νομοθεσία που ίσχυε τότε, δηλαδή με βάση τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 822/87.

(93)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διαφήμιση και την προώθηση που προβλέπονται για ορισμένες ΕΟΠ οι οποίες, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, δεν συνεχίστηκαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2000, η συμβατότητα των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν πρέπει να ελεγχθεί με βάση τις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σχετικά με τη διαφήμιση των προϊόντων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της συνθήκης ΕΚ και ορισμένων προϊόντων που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I (18), οι οποίες προβλέπουν στο σημείο 70 ότι κάθε παράνομη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) του κανονισμού αριθ. 659/1999 αξιολογείται σύμφωνα με τους κανόνες και τις κατευθυντήριες γραμμές που ίσχυαν τη στιγμή της χορήγησης της ενίσχυσης.

(94)

Όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις που χρηματοδοτούνται από τέλη υπέρ τρίτων, οι δράσεις που χρηματοδοτούνται από τις ενισχύσεις καθώς και οι λεπτομέρειες χρηματοδότησης των ιδίων των ενισχύσεων πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης από την Επιτροπή.

2.3.   ΑΝAΛΥΣΗ ΜΕ ΒAΣΗ ΤΙΣ ΙΣΧYΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤAΞΕΙΣ

2.3.1.   Οι ενισχύσεις

2.3.1.1.   Η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας

(95)

Η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας χρηματοδοτήθηκε από μια διεπαγγελματική εισφορά, η οποία κατέστη υποχρεωτική από τις δημόσιες αρχές, για τη μετατροπή του αμπελοοινικού τομέα. Η πριμοδότηση είχε ως στόχο να αποζημιώσει τους παραγωγούς για την απώλεια εισοδήματος που προκάλεσε η δέσμευσή τους να μην διεκδικήσουν την ελεγχόμενη ονομασία προέλευσης (ΕΟΠ) «Rivesaltes» και να αναπροσανατολίσουν την παραγωγή τους προς τους επιτραπέζιους και τους τοπικούς οίνους.

(96)

Όμως, οι πριμοδοτήσεις για παύση της καλλιέργειας που προβλέπει το γαλλικό καθεστώς ενισχύσεων δεν προβλέπονταν από την κοινή οργάνωση των αγορών (ΚΟΑ) και πιο συγκεκριμένα από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 456/80. Ο κανονισμός αυτός προέβλεπε μόνο τη χορήγηση πριμοδότησης για προσωρινή ή οριστική εγκατάλειψη της παραγωγής, η οποία καταβαλλόταν όταν ένας παραγωγός αποφάσιζε να συμβάλει στη μείωση του κοινοτικού αμπελουργικού δυναμικού μέσω, ιδίως, της εκρίζωσης των αμπέλων.

(97)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το γαλλικό μέτρο δεν είχε ως στόχο τη μείωση της παραγωγής οίνου αλλά μόνο τη μη διεκδίκηση της ελεγχόμενης ονομασίας προέλευσης (ΕΟΠ) «Rivesaltes». Επειδή όμως δεν μειώθηκε το αμπελουργικό δυναμικό και καμία δράση εγκατάλειψης δεν χρηματοδοτήθηκε με την πριμοδότηση, το εν λόγω μέτρο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παλαιάς ΚΟΑ για τον αμπελοοινικό τομέα.

(98)

Παρότι η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 456/80 φαίνεται να αποκλείεται λόγω της μη εγκατάλειψης της παραγωγής, το μέτρο πρέπει να εξεταστεί βάσει άλλων οριζόντιων διατάξεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Πράγματι, το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 456/80 όριζε ότι οι διατάξεις του λόγω κανονισμού δεν αντέκειντο στη χορήγηση ενισχύσεων που προβλέπονται από τις εθνικές νομοθεσίες και που αποσκοπούν στην επίτευξη στόχων αναλόγων με αυτούς που επιδιώκονται από τον κανονισμό αυτό, με την επιφύλαξη να εξετασθούν βάσει των άρθρων 92, 93 και 94 της συνθήκης (νυν άρθρα 87, 88 και 89).

(99)

Το υπό εξέταση μέτρο δεν προέβλεπε εγκατάλειψη της παραγωγής. Συνεπώς, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με μέτρο που προορίζεται να επιτύχει στόχους ανάλογους με εκείνους που επιδιώκονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 456/80, δηλαδή τη μείωση του αμπελουργικού δυναμικού.

(100)

Οι ίδιες οι γαλλικές αρχές εξήγησαν ότι το μέτρο δεν αποσκοπούσε στη μείωση του αμπελουργικού δυναμικού, δεδομένου ότι η δέσμευση των δικαιούχων συνίστατο στο να δεχθούν να διαθέτουν στην αγορά την παραγωγή των αμπελοτεμαχίων που έχουν τεθεί υπό καθεστώς παύσης της καλλιέργειας ως επιτραπέζιο οίνο ή τοπικό οίνο και όχι ως οίνο ΕΟΠ.

(101)

Οι γαλλικές αρχές διευκρινίζουν ότι η πριμοδότηση είχε ως στόχο να εξασφαλίσει στους δικαιούχους αντάλλαγμα για τη δέσμευσή τους να μη διαθέτουν στην αγορά την παραγωγή των αμπελοτεμαχίων που τέθηκαν υπό καθεστώς παύσης της καλλιέργειας ως οίνο ΕΟΠ. Επομένως, σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, η πριμοδότηση δεν αποτελούσε για τους δικαιούχους συμπλήρωμα εισοδήματος αλλά απλώς αντιστάθμιση απώλειας εισοδήματος. Συνεπώς, η πριμοδότηση αυτή δεν θα ήταν δυνατόν να εξομοιωθεί με μια απλή ενίσχυση λειτουργίας η οποία θα συνιστούσε, αδικαιολόγητα, ταμειακή διευκόλυνση.

(102)

Όμως, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται οι γαλλικές αρχές, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εθνική ενίσχυση είχε ως στόχο να ανακουφίσει οικονομικά τους παραγωγούς οι οποίοι, ως επιχειρηματίες, είχαν αποφασίσει ελεύθερα να συμμετάσχουν σε μια καθαρά εμπορική ενέργεια, της οποίας οι δαπάνες συνδέονται άμεσα με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Πράγματι, η αντιστάθμιση από το κράτος απώλειας εισοδήματος που οφείλεται σε ενέργεια στην οποία προέβησαν αυτοβούλως οι οικονομικοί φορείς συνιστά δημόσια ενίσχυση η οποία έχει ως συνέπεια να αμβλυθούν οι οικονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας ενέργειας.

(103)

Σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Επιτροπής πριν από την έγκριση των κατευθυντήριων γραμμών για τη γεωργία την 1η Ιανουαρίου 2000 και σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (19), οι λειτουργικές ενισχύσεις είναι αυτές οι οποίες αποσκοπούν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από έξοδα που θα έπρεπε κανονικά να επωμισθεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισής της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της. Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, οι ενισχύσεις λειτουργίας δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης, εφόσον από την ίδια τη φύση τους, ενέχουν κίνδυνο να αλλοιώσουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

(104)

Η ιδέα αυτή περιλαμβάνεται στο σημείο 3.5 των κατευθυντήριων γραμμών για τη γεωργία, το οποίο προβλέπει ότι τα μονομερή μέτρα κρατικών ενισχύσεων που αποσκοπούν απλώς στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των παραγωγών, αλλά που δεν συμβάλλουν κατά κανένα τρόπο στην ανάπτυξη του τομέα, και ειδικότερα οι ενισχύσεις που χορηγούνται αποκλειστικά με βάση την τιμή, την ποσότητα, τη μονάδα παραγωγής ή τη μονάδα μέσων παραγωγής θεωρείται ότι συνιστούν ενισχύσεις λειτουργίας, οι οποίες δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Στο σημείο 3.5 προστίθεται ότι από την ίδια τη φύση τους, οι ενισχύσεις αυτές ενδέχεται να παρακωλύσουν τη λειτουργία των μηχανισμών των κοινών οργανώσεων αγοράς.

(105)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε ανά εκτάριο και ανά έτος βάσει συνέχισης της παραγωγής και ότι, κατά συνέπεια, ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την ποσότητα του παραχθέντος οίνου.

(106)

Η Επιτροπή θεωρεί, επομένως, ότι η πριμοδότηση για την παύση της καλλιέργειας αποτελεί λειτουργική ενίσχυση η οποία ενδέχεται να παρακωλύσει τη λειτουργία των μηχανισμών που διέπουν την αμπελοοινική ΚΟΑ και ότι, για το λόγο, αυτό είναι ασυμβίβαστη με τους ισχύοντες κανόνες της αγοράς και του ανταγωνισμού.

2.3.1.2.   Η ενίσχυση μετατροπής

(107)

Το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 προέβλεπε ότι απαγορευόταν κάθε εθνική ενίσχυση για τη φύτευση αμπελουργικών εκτάσεων από την 1η Σεπτεμβρίου 1988, εκτός από αυτές που ανταποκρίνονται σε κριτήρια που πρέπει, ιδίως, να επιτρέπουν την επίτευξη του στόχου της μείωσης της ποσότητας της παραγωγής ή της ποιοτικής βελτίωσης χωρίς να συνεπάγονται αύξηση της παραγωγής.

(108)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2741/89 καθορίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων εξετάζονται τα σχέδια εθνικών ενισχύσεων για τη φύτευση αμπελουργικών εκτάσεων που γίνονται δεκτά δυνάμει των άρθρων 92, 93 και 94 της συνθήκης (νυν άρθρα 87, 88 και 89).

(109)

Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι τα σχέδια εθνικών ενισχύσεων πρέπει να αποδεικνύουν με τρόπο ικανοποιητικό ότι τηρείται ο στόχος, που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87, για τη μείωση της ποσότητας παραγωγής ή τη βελτίωση της ποιότητας χωρίς αύξηση της παραγωγής.

(110)

Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι η φύτευση πρέπει να γίνεται με ποικιλία η οποία, στην εν λόγω περιοχή, δεν θεωρείται υψηλής παραγωγικότητας, είναι αναγνωρισμένη ως βελτιωτική και είναι ειδικά επιτρεπόμενη από τις εθνικές αρχές στα πλαίσια του εν λόγω σχεδίου ενισχύσεως.

(111)

Οι γαλλικές αρχές υπενθύμισαν ότι κάθε χρόνο διαβιβάζουν στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87, τον πίνακα των αμπελουργικών εκτάσεων που έχουν φυτευθεί, ταξινομημένων ανά διαμέρισμα και ανά τύπο παραγόμενων σταφυλιών (σταφύλια οινοποιίας, συμπεριλαμβανομένων των οίνων ποιότητας που παράγονται εντός καθορισμένων περιοχών, επιτραπέζια σταφύλια) καθώς και τον πίνακα των εκριζώσεων και των φυτεύσεων αμπέλων που παρουσιάζεται κατά τον ίδιο τρόπο κατάταξης ανά διαμέρισμα και ένα τύπο παραγόμενων σταφυλιών. Οι γαλλικές αρχές επισύναψαν αντίγραφο των πινάκων που απεστάλησαν για την περίοδο εμπορίας 1997/1998.

(112)

Η Επιτροπή έχει όντως λάβει εκ μέρους των γαλλικών αρχών πληροφορίες σχετικά με τις ποικιλίες που χρησιμοποιήθηκαν στις μετατροπές διαπιστώνοντας έτσι την τήρηση των όρων που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 107 έως 110. Οι πληροφορίες αυτές επέτρεψαν ήδη στην Επιτροπή κατά το παρελθόν να διαπιστώσει ότι οι εν λόγω ποικιλίες ανταποκρίνονταν στα χαρακτηριστικά που απαιτούνταν από την κοινοτική νομοθεσία η οποία ίσχυε τη στιγμή της χορήγησης των ενισχύσεων.

(113)

Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2741/89 προέβλεπε ότι το ποσό της ενίσχυσης που χορηγείται ανά εκτάριο φυτευμένης αμπέλου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30 % των πραγματικών δαπανών εκρίζωσης και φύτευσης. Οι δαπάνες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την κατανομή της ενίσχυσης μπορούν να καθορίζονται χωριστά για κάθε περιοχή, κυρίως με βάση τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της.

(114)

Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές, το σύνολο των δημόσιων χρηματοδοτήσεων συνέβαλε κατά 29,11 % στο κόστος της μετατροπής που πράγματι υλοποιήθηκε. Έτσι, οι γαλλικές αρχές συμπεραίνουν ότι το συνολικό ποσό της ενίσχυσης δεν υπερέβη το όριο 30 % που προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία.

(115)

Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2741/89 προέβλεπε ότι το καθοριστικό στοιχείο για τον υπολογισμό του κόστους μετατροπής ήταν η ενίσχυση που πράγματι χορηγήθηκε ανά εκτάριο φυτευμένης αμπέλου. Η λογική αυτή αποκλείει τους συνολικούς υπολογισμούς όσον αφορά τη μετατροπή στο σύνολό της και, συνεπώς, τους υπολογισμούς που βασίζονται στο μέσο συνολικό κόστος ανά εκτάριο.

(116)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του κόστους ανά εκτάριο που κοινοποίησαν οι γαλλικές αρχές (110 000 FRF/εκτάριο), οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση έπρεπε να περιορίζονται σε 33 000 FRF/εκτάριο και σε 30 % του πραγματικού κόστους ανά παραγωγό.

(117)

Οι νέες πληροφορίες που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές δείχνουν ότι, συνολικά, στο πλαίσιο του Σχεδίου, καταβλήθηκε ποσό ύψους 36,623 εκατ. FRF για την ανανέωση των αμπελώνων όσον αφορά έκταση 1 238 εκταρίων και 875 παραγωγούς. Ο αριθμός των περιπτώσεων που υπερβαίνουν τις 33 000 FRF/εκτάριο ανέρχεται σε 221 και αφορά έκταση 166 εκταρίων που αντιστοιχεί σε ποσό 883 000 εκατ. FRF.

(118)

Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι κάθε υπέρβαση του 30 % του πραγματικού κόστους και/ή του ορίου των 33 000 FRF/εκτάριο, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη προς τους ισχύοντες κανόνες.

2.3.1.3.   Ενισχύσεις για τη διαφήμιση και την προώθηση και ενισχύσεις για τη λειτουργία των σχετικών ΕΟΠ

(119)

Η Επιτροπή ενέκρινε τελευταία στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης N 184/97 τη χορήγηση, μέχρι το τέλος του 2002, κρατικής ενίσχυσης χρηματοδοτούμενης από τέλος υπέρ τρίτων για την κάλυψη, μεταξύ άλλων, των δαπανών διαφήμισης και προώθησης καθώς και των λειτουργικών δαπανών προς όφελος της CIVDN. Η αρχική ρύθμιση είχε εγκριθεί από την Επιτροπή το 1990, στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης αριθ. N 230/90. Η Επιτροπή είχε επομένως συμπεράνει ότι οι ενισχύσεις συλλογικής προώθησης οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση και στην εδραίωση του κύρους του εμπορικού σήματος των φυσικών γλυκών οίνων στον καταναλωτή καθώς και στην ανάπτυξη των πωλήσεων είχαν χορηγηθεί σύμφωνα με διατάξεις του πλαισίου των εθνικών ενισχύσεων για τη διαφήμιση γεωργικών προϊόντων και ορισμένων προϊόντων που δεν υπάγονται στο παράρτημα II της συνθήκης ΕΟΚ, εκτός όμως από τα προϊόντα αλιείας (20), το οποίο ισχύει γι' αυτό το είδος ενισχύσεων. Εξάλλου, η Επιτροπή θεώρησε ότι τα έξοδα που αφορούν τις διοικητικές δαπάνες της CIVDN δεν έπρεπε να θεωρηθούν ως ενισχύσεις.

(120)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η έγκριση που χορηγήθηκε στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης αριθ. N 184/97 δεν αποτελεί σιωπηρή έγκριση κάθε τροποποίησης ή κάθε άλλου μέτρου, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που θα ερχόταν να προστεθεί στην ήδη εγκριθείσα ενίσχυση.

(121)

Όμως, οι γαλλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι οι δράσεις διαφήμισης και προώθησης οι οποίες αναλήφθηκαν χάρη στα έσοδα που προέρχονται από την υποχρεωτική εκούσια εισφορά ήταν της ίδιας φύσης με εκείνες που χρηματοδοτήθηκαν χάρη στο προϊόν του τέλους υπέρ τρίτων το οποίο κοινοποιήθηκε και εγκρίθηκε από την Επιτροπή. Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, επρόκειτο επομένως αποκλειστικά για αύξηση του συνολικού προϋπολογισμού του μέτρου.

(122)

Δεδομένου ότι κατά τη χορήγηση των εν λόγω ενισχύσεων είχαν εφαρμοστεί οι ίδιοι όροι, η Επιτροπή, αναφερόμενη στην απόφασή της στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης αριθ. N 184/97, είναι επομένως σε θέση να συμπεράνει ότι οι ενισχύσεις για τη διαφήμιση και την προώθηση καθώς και οι ενισχύσεις λειτουργίας των ΕΟΠ που χρηματοδοτήθηκαν από τις νέες εισφορές συμβιβάζονται με τους ισχύοντες κανόνες ανταγωνισμού.

(123)

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις τρίτων σύμφωνα με τις οποίες οι χρηματοδοτηθείσες δράσεις παραβιάζουν τους κανόνες ανταγωνισμού που εφαρμόζονται στις ενισχύσεις για τη διαφήμιση και την προώθηση των γεωργικών προϊόντων, διότι καταβλήθηκαν σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Όμως, τα στοιχεία που υποβλήθηκαν προς επίρρωση αποδεικνύουν ότι οι εν λόγω δράσεις είναι μέτρα προώθησης εξομοιούμενα με δράσεις τεχνικής στήριξης των οποίων οι δικαιούχοι μπορεί να είναι οι αμπελοκαλλιεργητές.

2.3.2.   Η χρηματοδότηση των ενισχύσεων

(124)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (21), η Επιτροπή θεωρεί κατά κανόνα ότι η χρηματοδότηση κρατικής ενίσχυσης με υποχρεωτικές επιβαρύνσεις ενδέχεται να επηρεάσει την ενίσχυση, έχοντας προστατευτικό αποτέλεσμα που υπερβαίνει την ενίσχυση αυτή καθεαυτή. Οι εν λόγω εισφορές συνιστούν πράγματι υποχρεωτική επιβάρυνση. Σύμφωνα με την ίδια νομολογία, η Επιτροπή θεωρεί ότι μια ενίσχυση δεν μπορεί να χρηματοδοτείται από τέλη υπέρ τρίτων που επιβαρύνουν επίσης τα εισαγόμενα από άλλα κράτη μέλη προϊόντα.

(125)

Η Επιτροπή έχει ήδη συμπεράνει, συγκεκριμένα στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης αριθ. N 184/97, ότι το καθεστώς που θεσπίστηκε από τις γαλλικές αρχές δεν έθιγε τα εισαγόμενα προϊόντα.

(126)

Από τα έγγραφα στα οποία προβλέπονται τα εν λόγω τέλη προκύπτει εν προκειμένω ότι τα τέλη αυτά επιβάλλονται μόνο στην παραγωγή των φυσικών γλυκών οίνων ΕΟΠ της περιφέρειας των Ανατολικών Πυρηναίων. Η πριμοδότηση για την παύση καλλιέργειας χρηματοδοτήθηκε από εισφορά η οποία επιβλήθηκε μόνο στην περιφερειακή παραγωγή των οίνων τους οποίους αφορά το μέτρο, και συνεπώς σε κανένα εισαγόμενο προϊόν.

(127)

Μπορεί συνεπώς να συναχθεί το συμπέρασμα ότι κανένα εισαγόμενο προϊόν δεν υπόκειται, ούτε υπόκειτο στα υπό εξέταση τέλη υπέρ τρίτων.

VI.   ΣΥΜΠEΡΑΣΜΑ

(128)

Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία υπό μορφή «πριμοδότησης για παύση καλλιέργειας» στους γάλλους αμπελοκαλλιεργητές, οι οποίοι δεσμεύτηκαν να μη διεκδικήσουν την ελεγχόμενη ονομασία προέλευσης (ΕΟΠ) «Rivesaltes» ή «Grand Roussillon» από τη συγκομιδή του 1996 έως και τη συγκομιδή του 2000, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

(129)

Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία υπό μορφή σχεδίου μετατροπής των αμπελώνων ΕΟΠ Rivesaltes, από τη συγκομιδή του 1996 έως και τη συγκομιδή του 2000, καθ' υπέρβαση του 30 % του πραγματικού κόστους και/ή του ορίου των 5 030,82 ευρώ/εκτάριο (33 000 FRF/εκτάριο) σε μεμονωμένες περιπτώσεις, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

(130)

Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία, από την 1η Ιανουαρίου 1998 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, υπό μορφή δράσεων διαφήμισης και προώθησης και λειτουργίας υπέρ των ΕΟΠ «Rivesaltes», «Grand Roussillon», «Muscat de Rivesaltes» και «Banyuls», συμβιβάζεται με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης.

(131)

Τα υπό εξέταση μέτρα δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης και συνιστούν επομένως παράνομες ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

(132)

Η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για το ότι η Γαλλία εφάρμοσε τα εν λόγω μέτρα ενισχύσεων κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(133)

Δεδομένου ότι πρόκειται για μέτρα ενισχύσεων που τέθηκαν σε εφαρμογή χωρίς αναμονή της τελικής απόφασης της Επιτροπής, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι, λόγω του δεσμευτικού χαρακτήρα των προβλεπόμενων από το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης διαδικαστικών κανόνων, των οποίων το άμεσο αποτέλεσμα αναγνώρισε το ΔΕΚ στις αποφάσεις του της 19ης Ιουνίου 1973 στην υπόθεση 77/72, Carmine Capolongo κατά Azienda Agricola Maya (22), της 11ης Δεκεμβρίου 1973 στην υπόθεση 120/73, Gebrueder Lorenz GmbH κατά Γερμανίας (23) και της 22ας Μαρτίου 1977 στην υπόθεση 78/76, Steinicke και Weinlig κατά Γερμανίας (24), δεν είναι δυνατή η εκ των υστέρων άρση του παράνομου χαρακτήρα της εξεταζόμενης ενίσχυσης [απόφαση εκδοθείσα στις 21 Νοεμβρίου 1991 στην υπόθεση C-354/90, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και λοιποί κατά Γαλλίας] (25).

(134)

Το ΔΕΚ υπενθύμισε ότι στην περίπτωση που ένα μέτρο ενισχύσεως, ο τρόπος χρηματοδότησης του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του, εφαρμόστηκε κατά παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, καταρχήν, να διατάξουν την επιστροφή των φόρων ή εισφορών που εισπράχθηκαν ειδικά για τη χρηματοδότηση της ενίσχυσης αυτής. Υπενθυμίζει επίσης ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια η διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών έναντι τυχόν παραβιάσεως, εκ μέρους εθνικών αρχών, της απαγορεύσεως χορηγήσεως ενισχύσεων, που αναφέρεται στο άρθρο 88 παράγραφος 3 τελευταία πρόταση της συνθήκης και έχει άμεσο αποτέλεσμα. Εφόσον μια τέτοια παραβίαση, την οποία επικαλούνται οι δικαιούμενοι προς τούτο αιτούντες έννομη προστασία, διαπιστωθεί από τα εθνικά δικαστήρια, τα τελευταία πρέπει να αντλήσουν όλες τις συνέπειες, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων που συνεπάγονται τη θέση σε εφαρμογή των οικείων μέτρων ενισχύσεως όσο και την αναζήτηση των χορηγηθεισών οικονομικών στηρίξεων (26).

(135)

Σε περίπτωση ασυμβίβαστου των παράνομων ενισχύσεων με την κοινή αγορά, το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 προβλέπει ότι η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο. Η επιστροφή αυτή είναι αναγκαία ενόψει αποκατάστασης της προηγούμενης κατάστασης, με την κατάργηση κάθε οικονομικού πλεονεκτήματος από το οποίο ενδεχομένως επωφελήθηκε αχρεωστήτως ο δικαιούχος της παρανόμως χορηγηθείσας ενίσχυσης, και τούτο από την ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης αυτής.

(136)

Το άρθρο 14 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 προβλέπει ότι το ποσό της ανάκτησης περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους, υπολογιζόμενους με το δέον επιτόκιο που ορίζει η Επιτροπή. Οι τόκοι αυτοί αρχίζουν να τρέχουν από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου.

(137)

Οι ενισχύσεις πρέπει να επιστραφούν σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τη γαλλική νομοθεσία διαδικασίες. Στα σχετικά ποσά περιλαμβάνονται οι τόκοι από την ημερομηνία κατά την οποία καταβλήθηκε η ενίσχυση μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησής της. Υπολογίζονται βάσει του επιτοκίου αναφοράς της Επιτροπής, που προβλέπεται από τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (27).

(138)

Η Επιτροπή δεν διαθέτει πληροφορίες όσον αφορά το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο της πριμοδότησης για την παύση της καλλιέργειας, δεδομένου ότι δεν γνωρίζει τα ποσά των εσόδων καθώς και τον αριθμό εκταρίων για τα οποία χορηγήθηκαν ενισχύσεις. Διευκρινίζοντας ότι οι παρατηρήσεις τρίτων δεν τροποποιούν τα συμπεράσματά της, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την παρατήρηση σύμφωνα με την οποία η πριμοδότηση για την παύση καλλιέργειας χρηματοδοτήθηκε από τις γαλλικές αρχές από συμπληρωματικές μη δηλωθείσες κρατικές ενισχύσεις. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, το ποσό των κρατικών ενισχύσεων που προορίζεται να χρηματοδοτήσει την «ενίσχυση μετατροπής» ανερχόταν σε 11,01 εκατ. ευρώ.

(139)

Η παρούσα απόφαση δεν προδικάζει τα μέτρα που θα λάβει ενδεχομένως η Επιτροπή όσον αφορά τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία υπό μορφή «πριμοδότησης για παύση καλλιέργειας» στους γάλλους αμπελοκαλλιεργητές οι οποίοι δεσμεύτηκαν να μην διεκδικήσουν την ελεγχόμενη ονομασία προέλευσης (ΕΟΠ) «Rivesaltes» ή «Grand Roussillon» από τη συγκομιδή του 1996 έως και τη συγκομιδή του 2000 είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

2.   Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία υπό μορφή σχεδίου μετατροπής των αμπελώνων ΕΟΠ Rivesaltes, από τη συγκομιδή του 1996 έως και τη συγκομιδή του 2000, καθ' υπέρβαση του 30 % του πραγματικού κόστους και/ή του ορίου των 5 030,82 ευρώ/εκτάριο (33 000 FRF/εκτάριο), σε μεμονωμένες περιπτώσεις, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

3.   Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία, από την 1η Ιανουαρίου 1998 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, υπό μορφή δράσεων διαφήμισης και προώθησης και λειτουργίας υπέρ των ΕΟΠ «Rivesaltes», «Grand Roussillon», «Muscat de Rivesaltes» και «Banyuls», συμβιβάζεται με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης.

Άρθρο 2

1.   Η Γαλλία λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ανακτήσει από τους δικαιούχους τους τις ενισχύσεις που είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2.

Η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, εφόσον επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Οι ανακτώμενες ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους από τον χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης. Οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται βάσει του επιτοκίου αναφοράς της Επιτροπής, που προβλέπεται από τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης.

2.   Για τους σκοπούς της ανάκτησης των ενισχύσεων που είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά. οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή για το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που χορηγήθηκε στο πλαίσιο του εν λόγω μέτρου καθώς και για τη χρηματοδότησή του, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού ποσού των εσόδων της διεπαγγελματικές εισφοράς που δημιουργήθηκε προς το σκοπό αυτό, και του αριθμού εκταρίων για τα οποία χορηγήθηκε η πριμοδότηση για την παύση καλλιέργειας.

Άρθρο 3

Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με αυτήν.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 19 Ιανουαρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 82 της 5.4.2003, σ. 2.

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  1 FRF = 0,15 ευρώ περίπου.

(4)  ΕΕ L 84 της 27.3.1987, σ. 1. Κανονισμός που καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 (ΕΕ L 179 της 14.7.1999, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 57 της 29.2.1980, σ. 16. Κανονισμός που καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1493/1999.

(6)  Απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουνίου 1995, υπόθεση T-459/93, Siemens SA κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. II-01675.

(7)  ΕΕ C 28 της 1.2.2000, σ. 2.

(8)  ΕΕ L 264 της 12.9.1989, σ. 5. Κανονισμός που καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1227/2000 (ΕΕ L 143 της 16.6.2000, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με την πράξη προσχώρησης του 2003.

(10)  Επιστολή της Επιτροπής αριθ. SG(97) D/3741 της 16.5.1997.

(11)  Επιστολή της Επιτροπής αριθ. SG(D)(90) 25148 της 22.8.1990.

(12)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2004, υπόθεση C-345/02, Pearle, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή.

(13)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2003, υπόθεση C-355/00, Freskot, Συλλογή, σ. I-5263.

(14)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, υπόθεση 730/79, Philip Morris, Συλλογή, σ. 2671, σκέψη 11.

(15)  Ως «νέα ενίσχυση» νοείται κάθε ενίσχυση, δηλαδή κάθε καθεστώς ενισχύσεων ή κάθε μεμονωμένη ενίσχυση, η οποία δεν αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση, συμπεριλαμβανομένων των μεταβολών υφιστάμενων ενισχύσεων.

(16)  ΕΕ C 119 της 22.5.2002, σ. 22.

(17)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 1979, υπόθεση 177/78, Pigs and Bacon Commission κατά McCarren, Συλλογή, σ. 2161.

(18)  ΕΕ C 252 της 12.9.2001, σ. 5.

(19)  Απόφαση του Πρωτοδικείου στην προαναφερόμενη υπόθεση Siemens.

(20)  ΕΕ C 302 της 12.11.1987, σ. 6.

(21)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 1970, υπόθεση 47/69, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή, σ. 487.

(22)  Συλλογή, σ. 611.

(23)  Συλλογή, σ. 1471.

(24)  Συλλογή, σ. 595.

(25)  Συλλογή, σ. I-5505.

(26)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2003, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-261/01 και C-262/01, Van Calster και λοιποί, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή.

(27)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 273 της 9.9.1997, σ. 3).


30.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 112/14


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 7ης Ιουνίου 2006

περί της κρατικής ενίσχυσης C 25/2005 (πρώην NN 21/2005) που χορηγείται από τη Σλοβακική Δημοκρατία υπέρ της Frucona Košice, a.s.

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 2082]

(Το κείμενο στη σλοβακική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/254/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2,

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω (1) και λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις τους,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με την από 15 Οκτωβρίου 2004 επιστολή, η οποία περιήλθε την 25 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή έλαβε καταγγελία η οποία αφορούσε κατ’ ισχυρισμόν έκνομη κρατική βοήθεια υπέρ της εταιρείας Frucona Košice, a.s. Ο καταγγέλλων απέστειλε συμπληρωματικές πληροφορίες στις 3 Φεβρουαρίου 2005. Συνάντηση μαζί του πραγματοποιήθηκε στις 24 Μαΐου 2005.

(2)

Η Επιτροπή με βάση τις πληροφορίες που παρείχε ο καταγγέλλων, ζήτησε από τη Σλοβακική Δημοκρατία με την από 6 Δεκεμβρίου 2004 επιστολή να την ενημερώσει για το επίμαχο μέτρο. Η Σλοβακία απάντησε με την από 4 Ιανουαρίου 2005 επιστολή, η οποία παραλήφθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2005, με την οποία ενημέρωνε την Επιτροπή ότι η επίμαχη παροχή βοήθειας προς την εταιρεία Frucona Košice, a.s. είναι πιθανώς έκνομη, και αιτήθηκε από τη Επιτροπή όπως εγκρίνει την εν λόγω παροχή ως παροχή με σκοπό τη διάσωση εταιρείας που βρίσκεται σε χρεοκοπία. Η Σλοβακία παράθεσε συμπληρωματικές πληροφορίες με την από 24 Ιανουαρίου 2005 επιστολή της, η οποία παραλήφθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2005. Η Επιτροπή αιτήθηκε συμπληρωματικές πληροφορίες με την από 9 Φεβρουαρίου 2005 της, για την οποία δέχθηκε απάντηση με την από 4 Μαρτίου 2005 επιστολή, που παραλήφθηκε στις 10 Μαρτίου 2005. Η συνάντηση με τους σλοβάκους αξιωματούχους πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαΐου 2005.

(3)

Με την από 5 Ιουλίου 2005 επιστολή της η Επιτροπή ενημέρωσε την Σλοβακία ότι με βάση το άρθρο 88 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αποφάσισε να κινήσει διαδικασία ενδελεχούς έρευνας επί της επίμαχης παροχής.

(4)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία ενδελεχούς έρευνας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τις δύο πλευρές να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους επί της διαδικασίας.

(5)

Οι σλοβακικές αρχές κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους με την επιστολή τους από την 10 Οκτωβρίου 2005, η οποία περιήλθε 17 Οκτωβρίου 2005. Η Επιτροπή δέχθηκε τις παρατηρήσεις από τον αποδέκτη με την από 24 Οκτωβρίου 2005 επιστολή, η οποία παραλήφθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2005. Τις κοινοποίησε στη Σλοβακική Δημοκρατία, της οποίας δόθηκε η ευκαιρία να ανταπαντήσει. Οι παρατηρήσεις της Σλοβακίας απεστάλησαν με την από 16 Δεκεμβρίου 2005 επιστολή της, που παραλήφθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2005. Η ακρόαση με την αποδέκτη, κατά την οποία είχε την ευκαιρία να εκφέρει τις απόψεις του πραγματοποιήθηκε στις 28 Μαρτίου 2006. Η Σλοβακία παρέθεσε συμπληρωματικές πληροφορίες με την από 5 Μαΐου 2006 επιστολή της, που παραλήφθηκε στις 8 Μαΐου 2006.

II.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

1.   Η εταιρεία

(6)

Αποδέκτης της οικονομικής βοήθειας είναι η εταιρεία Frucona Košice, a.s. (εφεξής «αποδέκτης»), η οποία κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα δραστηριοποιούταν με την παραγωγή οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών, μη αλκοολούχων ποτών, κονσερβοποίηση φρούτων λαχανικών και ξιδιού. Ο αποδέκτης επί της παρούσης δεν παράγει πλέον οινόπνευμα και οινοπνευματώδες. Δραστηριοποιείται όμως στο εμπόριο χονδρικής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών. Η εταιρεία βρίσκεται σε περιοχή θεμιτή ως προς την παροχή περιφερειακής βοήθειας σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού περί ΕΚ.

(7)

Ο αποδέκτης κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα απασχολούσε περίπου 200 άτομα προσωπικό. Ο αποδέκτης στις παρατηρήσεις του επί της αποφάσεως κινήσεως διαδικασίας, παρέθεσε στοιχεία επί του κύκλου εργασιών του (συμπεριλαμβανομένου των καταναλωτικών φόρων και του ΦΠΑ), όπως αναφέρονται στον ακόλουθο πίνακα.

Πίνακας 1:

Κύκλος εργασιών σε διάφορους τομείς της παραγωγής, συμπεριλαμβανομένου του φόρου κατανάλωσης και του ΦΠΑ [SKK]

 

2002

2003

2004

Ξίδι

[…] (3)

[…]

[…]

Παραγωγή φρούτων και οπωροκηπευτικών

[…]

[…]

[…]

Λάχανο

[…]

[…]

[…]

Ανθρακούχα μη αλκοολούχα ποτά

[…]

[…]

[…]

Μη ανθρακούχα μη αλκοολούχα ποτά

[…]

[…]

[…]

Χυμοί — 100 %

[…]

[…]

[…]

Οινοπνευματώδη

[…]

[…]

[…]

Μηλίτης οίνος

[…]

[…]

[…]

Σιρόπι

[…]

[…]

[…]

Άλλα προϊόντα/υπηρεσίες

[…]

[…]

[…]

Σύνολο

895 019 980

978 343 230

880 314 960  (4)

(8)

Τα στοιχεία αυτά εμφανώς διαφέρουν από τα στοιχεία, τα οποία η Επιτροπή έλαβε από τις σλοβακικές αρχές και αναφέρθηκαν στην απόφαση κινήσεως διαδικασίας έρευνας (5). Οι σλοβακικές αρχές σε απάντηση των παρατηρήσεων του αποδέκτη μετά την κίνηση διαδικασίας δεν εξέφρασε αντίρρηση όσον αφορά την ακρίβεια των ανωτέρω στοιχείων. Σύμφωνα με τις σλοβακικές αρχές ο αποδέκτης πληροί τα κριτήρια μεσαίας επιχείρησης.

2.   Εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας

(9)

Αμφιλεγόμενο μέτρο είναι η παραγραφή φορολογικού χρέους από τη δημόσια οικονομική υπηρεσία Košice IV (εφεξής «Δ.Ο.Υ.») στα πλαίσια της λεγόμενης εκκαθάρισης με τους οφειλέτες. Το μέτρο αυτό βασίζεται στο Ν.328/91 περί πτώχευσης και εκκαθάρισης (εφεξής «νόμος περί πτώχευσης»).

(10)

Εκκαθάριση με τους οφειλέτες (εφεξής «εκκαθάριση», «διαδικασία εκκαθάρισης») είναι διαδικασία υπό την επιτήρηση δικαστηρίου, του οποίο σκοπός είναι, όπως και στη διαδικασία πτωχεύσεων, να διαχειριστεί τα οικονομικά της εταιρείας που είναι υπό πτώχευση (6). Κατά τη διαδικασία πτώχευσης, υπάρχει και παύση των δραστηριοτήτων της, και, ή μεταβιβάζονται σε νέο ιδιοκτήτη ή η εταιρεία διαλύεται. Σε αντίθεση, κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης, η χρεωμένη εταιρεία συνεχίζει χωρίς αλλαγή ιδιοκτήτη.

(11)

Η διαδικασία εκκαθάρισης εξωθεί την εταιρεία σε χρεοκοπία. Σκοπός της είναι να επιφέρει συμφωνία με τους πιστωτές (εφεξής «εκκαθάριση») υπό τη λογική ότι η εταιρεία σε χρεοκοπία θα εξοφλήσει ένα μέρος του χρέους και το άλλο θα παραγραφεί. Τη συμφωνία αυτή πρέπει να την επικυρώσει το δικαστήριο που επιτηρεί τη διαδικασία.

(12)

Οι πιστωτές των οποίων οι εισπρακτέες απαιτήσεις διασφαλίζονται, π.χ. μέσω υποθήκης, διαχωρίζονται από τους υπόλοιπους πιστωτές. Για να γίνει αποδεκτή η πρόταση για εκκαθάριση, θα πρέπει να συμφωνήσουν υπέρ της, όλοι οι διαχωρισμένοι πιστωτές, ενώ στη περίπτωση των υπολοίπων αρκεί εξειδικευμένη πλειοψηφία. Οι διαχωρισμένοι πιστωτές ψηφίζουν ξεχωριστά και έχουν το δικαίωμα προτάσεως αρνησικυρίας.

(13)

Οι διαχωρισμένοι πιστωτές έχουν προνομιούχα θέση και κατά τη διαδικασία πτώχευσης. Τα κέρδη από την πώληση των αποθεματικών δραστηριοτήτων κατά τη διαδικασία πτώχευσης χρησιμοποιούνται αποκλειστική για την αποπληρωμή χρεών των διαχωρισμένων πιστωτών. Αν από την πώληση αυτή δεν καλυφθούν όλα τα χρέη αυτών, τα υπόλοιπα μέρη περνούν στη δεύτερη ομάδα για την εξόφληση των χρεών των υπολοίπων πιστωτών. Στη δεύτερη ομάδα οι πιστωτές ικανοποιούνται με ανάλογο — σύμμετρο — τρόπο.

(14)

Σύμφωνα με το νόμο περί πτώχευσης εταιρείας, η οποία ζητά να γίνει εκκαθάριση με τους πιστωτές, θα πρέπει να καταθέσει στο δικαστήριο πίνακα μέτρων που αφορούν την αναδιοργάνωση της εταιρείας και ταυτόχρονες οικονομικές δραστηριότητες της εταιρείας μετά την εκκαθάριση.

(15)

Σύμφωνα με το νόμο 511/92 περί διαχείρισης φόρων και καταβολών και περί αλλαγών στη χωροταξία των οικονομικών οργάνων (εφεξής «νόμος περί διαχείρισης φόρων») έχει το δικαίωμα η εταιρεία να αιτηθεί τις φορολογικές υπηρεσίες, την αναβολή καταβολής των φόρων. Επί του ποσού που δίδεται αναβολή στην καταβολή του καταβάλλεται τόκος, καθώς επίσης, για χρέος θα πρέπει να υπάρξει εγγύηση.

(16)

Ο νόμος περί διαχείρισης φόρων προβλέπει και φορολογική κατάσχεση, σκοπός της οποίας είναι να ικανοποιήσει φορολογικές απαιτήσεις του κράτους με πώληση ακίνητης περιουσίας, κινητής περιουσίας ή της εταιρείας επί του συνόλου.

3.   Επίμαχα μέτρα

(17)

Ο αποδέκτης έκανε χρήση του δικαιώματος, κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο 2002 έως τον Νοέμβριο 2003, της δυνατότητας παράτασης της υποχρεώσεως καταβολής φόρου κατανάλωσης οινοπνεύματος, το οποίο προβλέπει ο νόμος περί διαχείρισης φόρων (7). Το ποσό σε σύνολο ανερχόταν σε 477 015 759 SKK (12,6 εκατ. ευρώ). Προ της εγκρίσεως της παράτασης καταβολής, οι δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες ασφάλισαν τις πιστώσεις τους με περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Οι σλοβακικές αρχές αναφέρουν ότι η αξία των εγγυήσεων σύμφωνα με τις λογιστικές εκτιμήσεις του αποδέκτη ανέρχονται σε 397 476 726 SKK (10,5 εκατ. ευρώ). Ο αποδέκτης όμως ισχυριζόταν ότι η αξία των εγγυήσεων σύμφωνα με τις εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων από τα τέλη του έτους 2003 ανέρχονται σε 193 940 000 SKK (5 εκατ. ευρώ). Αυτή είναι, σύμφωνα με τον αποδέκτη, η αξία των περιουσιακών στοιχείων που προβάλλονται ως εγγύηση (κινητής, ακίνητης περιουσία και εισφορών) όπως αναγράφονται στις λεγόμενες τιμές των εμπειρογνωμόνων.

(18)

Ο από την 1η Ιανουαρίου 2004 νέος νόμος περί διαχείρισης των φόρων περιόρισε τη δυνατότητα παράτασης καταβολής των φόρων σε μία φορά ετησίως. Ο αποδέκτης έκανε χρήση του δικαιώματος παράτασης τον Δεκέμβριο 2003, με ημερομηνία καταβολής τον Ιανουάριο 2004. Δεν είχε δε τη δυνατότητα να καταβάλει ή να ζητήσει παράταση για τον Ιανουάριο 2004, με ημερομηνία καταβολής 25 Φεβρουαρίου 2004. Συνέπεια αυτών ήταν η εταιρεία να βρεθεί σε κατάσταση χρεοκοπίας σύμφωνα με το νόμο περί πτωχεύσεως. Επίσης της αφαιρέθηκε η άδεια παραγωγής και εκμετάλλευσης οινοπνεύματος.

(19)

Στις 8 Μαρτίου 2004 ο αποδέκτης υπέβαλε στο αρμόδιο περιφερειακό δικαστήριο αίτημα εκκαθάρισης. Το περιφερειακό δικαστήριο επέτρεψε τη διαδικασία εκκαθάρισης με την από 29 Απριλίου 2004 απόφασή του, αφού αναγνώρισε ότι πληρούνται όλες οι από το νόμο προϋποθέσεις γι’ αυτή τη διαδικασία. Στην ακρόαση της 9ης Ιουλίου 2004 οι πιστωτές ψήφισαν υπέρ του αιτήματος εκκαθάρισης του αποδέκτη. Η εκκαθάριση επικυρώθηκε στις 14 Ιουλίου 2004 με την απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου που εκτελεί την επιτήρηση.

(20)

Τον Αύγουστο 2004 η Δ.Ο.Υ. κατέθεσε έφεση επί της επικυρωτικής αποφάσεως του δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την από 25 Οκτωβρίου 2004 απόφασή του, δεν έκανε δεκτή την έφεση, και ανακήρυξε την απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου, με την οποία επικύρωσε την εκκαθάριση, ως βάσιμη, αρχομένης της ισχύος της από 23 Ιουλίου 2004. Κατά της αποφάσεως του περιφερειακού δικαστηρίου κατέθεσε αργότερα ο γενικός εισαγγελέας αίτημα έκτακτης διαδικασίας. Η εν λόγω έκτακτη διαδικασία βρίσκεται επί του παρόντος στο Ανώτατο Δικαστήριο.

(21)

Οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένης και της Δ.Ο.Υ. συμφώνησαν με τον αποδέκτη στα εξής: το 35 % του χρέους θα καταβάλει ο αποδέκτης εντός ενός μήνα από την ημερομηνία που επήλθε επίσημα συμφωνία με τους πιστωτές και το υπόλοιπο 65 % του χρέους οι πιστωτές θα το παραγράψουν. Έτσι όλοι οι πιστωτές ικανοποιήθηκαν ισότιμα. Τα συγκεκριμένα ποσά για κάθε πιστωτή αναγράφονται στο κάτωθι πίνακα.

Πίνακας 2:

Κατάσταση χρεών αποδέκτη προ της διαδικασίας εκκαθάρισης και μετά από αυτή [SKK]

Πιστωτής

Χρέος προ της εκκαθαρίσεως

Χρέος μετά την εκκαθάριση (8)

Ποσό απόσβεσης

Δημόσιος

Εφορία

640 793 831

224 277 841

416 515 990

Ιδιωτικός

Tetra Pak, a.s.

[…]

[…]

[…]

MTM-obaly, s.r.o.

[…]

[…]

[…]

Merkant, συνεταιρισμός

[…]

[…]

[…]

Vetropack, s.r.o.

[…]

[…]

[…]

Σύνολο

 

644 591 439  (9)

225 607 029

418 984 410

(22)

Οι αξιώσεις της Δ.Ο.Υ., που συμπεριλαμβάνονται στη διαδικασία εκκαθάρισης, ανέρχονται σε 640 793 831 SKK (16,86 εκατ. ευρώ) οι οποίες προέρχονταν από τη μη καταβολή φόρου κατανάλωσης κατά την περίοδο από τον Μάιο 2003 έως τον Μάρτιο 2004, ΦΠΑ για την περίοδο από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο 2004 όπως και τα πρόστιμα και οι τόκοι. Οι αξιώσεις που έχουν διαγραφεί από τη Δ.Ο.Υ. ανέρχονται σε 416 515 990 SKK (11 εκατ. ευρώ). Η εκκαθάριση απέφερε στη Δ.Ο.Υ. 224 277 841 SKK (5,86 εκατ. ευρώ).

(23)

Η Δ.Ο.Υ. παρουσιαζόταν μετά την εκκαθάριση ως διαχωρισμένος πιστωτής και με την ιδιότητα αυτή ψήφισε χωριστά υπέρ της εκκαθάρισης. Η προνομιούχος θέση της Δ.Ο.Υ. επήλθε διότι ορισμένες αξιώσεις, οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο της διαδικασίας εκκαθάρισης, ήταν ασφαλισμένες με την παράταση καταβολής φόρων του αποδέκτη κατά τα έτη 2002 και 2003 (βλέπε σημείο 17). Όλοι οι υπόλοιποι πιστωτές υπέρ του αιτήματος εκκαθάρισης. Οι αξιώσεις τους αποτελούσαν κοινές, χωρίς εγγύηση, εμπορικές αξιώσεις.

(24)

Ο αποδέκτης στη πρότασή του για εκκαθάριση περιέγραψε, όπως ορίζει ο νόμος περί εκκαθαρίσεως, μέτρα αναδιάρθρωσης που αφορούν την παραγωγή, τη διανομή και το εργατικό δυναμικό (συμπεριλαμβανομένου και την απόλυση του επιπλέον προσωπικού).

(25)

Στα οργανωτικά και στα θέματα εργατικού δυναμικού ο αποδέκτης σχεδίασε τα εξής: δημιουργία ομάδας γενικής παραγωγής για όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες, αναδιοργάνωση των μέσων μεταφοράς του με την απόσυρση οχημάτων μικρότερης αξίας και αναδιοργάνωση των εμπορικών δραστηριοτήτων. Στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνεται και η σταδιακή απόλυση 50 ατόμων κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Μάιο 2004. Άλλα 50 άτομα προσωπικό εργάσθηκε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με το 60 % των αποδοχών του.

(26)

Όσον αφορά τον παραγωγικό και τεχνικό τομέα, ο αποδέκτης ανέφερε ότι, εφόσον αφαιρέθηκε στην εταιρεία η άδεια παραγωγής οινοπνεύματος, από τον Απρίλιο 2004 θα ενοικίαζε τη μονάδα παραγωγής του. Ο αποδέκτης σχεδίαζε και την παύση παραγωγής ορισμένων μη επικερδών μη αλκοολούχων ποτών, και ανέφερε ότι κάθε νέο προϊόν, πριν παραχθεί, θα περάσει από έρευνα αγοράς σε σχέση με το αν είναι επικερδές.

(27)

Ο αποδέκτης στη συνέχεια αναφέρει τα εξής μέτρα: αναδιάρθρωση εξόδων, ως αποτέλεσμα της μείωσης των εξόδων παραγωγής, αφού έχει παύσει η παραγωγή οινοπνεύματος, και μειώθηκε ο στόλος ιδιόκτητων οχημάτων, και υπήρξε πώληση παλαιών συσκευών στα παλαιοπωλεία.

(28)

Ο αποδέκτης σχεδίαζε και την πώληση διοικητικού κτηρίου, καταστημάτων και εξοχικών κτηρίων και ανέφερε και την πιθανότητα πώλησης η ενοικίασης της μονάδας παραγωγής ξυδιού. Οι σλοβακικές αρχές στις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως να κινηθεί διαδικασία, επιβεβαιώνει ότι η πώληση διοικητικού κτηρίου, καταστημάτων και εξοχικών κτηρίων δεν πραγματοποιήθηκε.

(29)

Ο αποδέκτης σχεδίαζε εντατική πώληση των αποθηκευμένων προϊόντων του (10).

(30)

30. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό ο αποδέκτης θα χρηματοδοτούσε την εκκαθάριση από τα δικά του έσοδα (πώληση εφοδίων) ύψους [λιγότερο από 150] εκατ. SKK και μέσω εξωτερικής χρηματοδότησης υπό τη μορφή δανείου από εμπορική τράπεζα ύψους 100 εκατ. SKK. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει παραθέσει ο αποδέκτης στην απάντησή του επί της αποφάσεως της Επιτροπής να γίνει επίσημη αποτίμηση, η εξόφληση του χρέους καλύφθηκε από τις εκροές νέων μετοχών (21 εκατ. SKK· 0,56 εκατ. ευρώ), έσοδα από την πώληση εφοδίων ([λιγότερο από 150] εκατ. SKK· [λιγότερο από 3,9] εκατ. ευρώ) και με το υπό όρους δάνειο από την εταιρεία Old Herold, s.r.o. (ΕΠΕ) ([70-130] εκατ. SKK· [1,8-3,4] εκατ. ευρώ). Η προθεσμία στα τιμολόγια της Old Herold, s.r.o., ήταν 40 ημέρες, μεγάλο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τον αποδέκτη σε σχέση με την κακή οικονομική κατάσταση της εταιρείας. Το μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα, έδωσε τη δυνατότητα στον αποδέκτη να συλλέξει το απαραίτητο ρευστό.

(31)

Οι σλοβακικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή μετά την κίνηση διαδικασίας ότι το υπόλοιπο του χρέους του αποδέκτη προς τη Δ.Ο.Υ. ύψους 224 277 841 SKK καταβλήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2004. Οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι έως το πέρας της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχουν σταματήσει να παραγράφουν χρέη τα οποία αναφέρονται στη διαδικασία εκκαθάρισης.

III.   ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 88 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ)

(32)

Η Επιτροπή στην απόφασή της να κινήσει διαδικασία ενδελεχούς έρευνας εξέφρασε αμφιβολίες στο γεγονός ότι οι επίμαχες διαγραφές χρεών δεν χαρακτηρίζονται ως κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή κατέληξε στο σκεπτικό ότι η ενέργειες της Δ.Ο.Υ. κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης δεν ανταποκρίνεται σε στάση πιστωτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς. Η Επιτροπή έκρινε ότι η Δ.Ο.Υ. σε σχέση με τους υπόλοιπους πιστωτές βρισκόταν νομικά σε διαφορετική κατάσταση, εφόσον είχε στη κατοχή της διασφαλισμένες αξιώσεις, και θα μπορούσε να προβεί σε κατάσχεση. Η επιτροπή εξέφρασε τις αμφιβολίες της, στο ότι η διαδικασία εκκαθάρισης, σε σχέση με τη διαδικασία πτωχεύσεως ή τη φορολογική κατάσχεση, επέφερε τα καλύτερα αποτελέσματα για το κράτος.

(33)

Η Επιτροπή στη συνέχεια εξέφρασε τις αμφιβολίες περί της συνδέσεως της επίμαχης ενισχύσεως με την ενιαία αγορά. Κατ’ αρχάς εξέφρασε τις αμφιβολίες της για το αν η ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί ως βοήθεια διάσωσης, όπως ισχυρίζονται οι σλοβακικές αρχές. Ενίσχυση για διάσωση μπορεί να θεωρηθεί μόνο η ενίσχυση ρευστότητας με τη μορφή εγγυητικών δανείων ή δανείων. Επίμαχο μέτρο είναι η παραγραφή χρεών, το οποίο θεωρείται παροχή άνευ επιστροφής. Επιπλέον το μέτρο αυτό πραγματοποιήθηκε χωρίς εγγύηση ότι εντός έξι μηνών από την παροχή διάσωσης θα παραθέσει ο αποδέκτης σχέδιο αναδιάρθρωσης ή σχέδιο πτώχευσης ή θα επιστρέψει την κρατική ενίσχυση στο σύνολό της.

(34)

Η Επιτροπή επίσης εξέτασε τη σχετικότητα του επίμαχου μέτρου ως βοήθεια αναδιοργάνωσης και εξέφρασε την αμφιβολία σε σχέση με την τήρηση δύο βασικών προϋποθέσεων: την ύπαρξη σχεδίου αναδιάρθρωσης, το οποίο εξασφαλίζει σε εύλογο χρονικό διάστημα επιστροφή στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, και τον περιορισμό της βοήθειας στα απαραιτήτως αναγκαία.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(35)

Ο αποδέκτης εκτός των πληροφοριών για την κατάσταση όπως αναφέρονται στο ΙΙ μέρος παράθεσε και τις εξής παρατηρήσεις.

(36)

Ο αποδέκτης ισχυρίζεται ότι την ευθύνη για την άσχημη οικονομική κατάσταση στις αρχές του 2004 έχει η αλλαγή του νόμου περί διαχείρισης φόρων, ο οποίος περιόρισε τη δυνατότητα παράτασης καταβολής φόρων σε μία φορά ετησίως. Αυτό για τον αποδέκτη αποτέλεσε σημαντική αλλαγή, εφόσον τα προηγούμενα έτη υπολόγιζε πάντα με βάση τη δυνατότητα αυτή.

(37)

Σε σχέση με το περιστατικό, ο αποδέκτης στην αρχή ισχυριζόταν ότι η Επιτροπή δεν έχει δικαιοδοσία να διερευνήσει τα επίμαχα μέτρα, αφού τα μέτρα πάρθηκαν προ της εντάξεως και δεν επιβλήθηκαν μετά από αυτήν. Τα μέτρα ίσχυσαν κατ’ ισχυρισμόν πριν την ένταξη, διότι η διαδικασία εκκαθάρισης άρχισε στις 8 Μαρτίου 2004, και όπως ισχυρίζεται ο αποδέκτης, επικυρώθηκαν δικαστικά στις 29 Απριλίου 2004, δηλαδή προ της εντάξεως της Σλοβακίας στην Ε.Ε. Επίσης η Δ.Ο.Υ. στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων προ της διαδικασίας εκκαθάρισης συμφώνησαν με την πρόταση εκκαθάρισης. Το Δεκέμβριο 2003 πραγματοποιήθηκε συνάντηση με τον Διευθυντή των Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών της Σλοβακικής Δημοκρατίας και η Δ.Ο.Υ. απέστειλε στις 3 Φεβρουαρίου 2004 στον αποδέκτη επιστολή, στη οποία επέτρεπε, κατ’ ισχυρισμόν, τη δυνατότητα να προβεί σε εκκαθάριση.

(38)

Ο αποδέκτης στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι στη περίπτωση που η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι έχει δικαιοδοσία να παρέμβει, δεν συνιστάται επίμαχο μέτρο η κρατική ενίσχυση, διότι πληροί το ρόλο του πιστωτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς.

(39)

Πρώτον, ο αποδέκτης ισχυρίζεται ότι η σύγκριση της διαδικασίας εκκαθάρισης με τη φορολογική κατάσχεση είναι παραπλανητική, αφού η εκκίνηση της μιας διαδικασίας αποκλείει την άλλη. Για το λόγο αυτό η Δ.Ο.Υ δεν θα μπορούσε να επιλέξει τη φορολογική κατάσχεση. Ο αποδέκτης επίσης ισχυρίζεται ότι εάν δεν πρότεινε εθελοντικά τη διαδικασία εκκαθάρισης, θα είχε μετά από μερικές εβδομάδες ή μήνες πλέον την από τον νόμο υποχρέωση να αρχίσει διαδικασία πτώχευσης ή διαδικασία εκκαθάρισης σε κατάσταση αδυναμίας καταβολής.

(40)

Δεύτερον, ο αποδέκτης ισχυρίζεται ότι η απόφαση του κράτους να αποφύγει την πτώχευση και αντ’ αυτού να βρει λύση διά μέσω της διαδικασίας εκκαθάρισης αποτέλεσε κρίση πιστωτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς. Ο αποδέκτης παραθέτει ως απόδειξη τις βεβαιώσεις δύο οικονομικών ελεγκτών και ενός πτωχευτικού διαχειριστή ότι στη Δ.Ο.Υ. θα καταβληθούν περισσότερα και γρηγορότερα μέσω της διαδικασίας εκκαθάρισης παρά της πτωχευτικής. Ο αποδέκτης παραθέτει και άλλο υλικό και μελέτες, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι η πτωχευτική διαδικασία στη Σλοβακία λαμβάνει 3 έως 7 χρόνια και επιφέρει πολύ λίγα από την πώληση των δραστηριοτήτων (11).

(41)

Ο αποδέκτης στηρίζει τους ισχυρισμούς του στην έκθεση της εταιρείας οικονομικού ελέγχου EKORDA από 7 Ιουλίου 2004, η οποία κοινοποιήθηκε κατ’ ισχυρισμόν στην Δ.Ο.Υ. προ της ψηφοφορίας των πιστωτών στις 9 Ιουλίου 2004. Δεν καταθέτει όμως καμία απόδειξη που να επιβεβαιώνει αυτόν τον ισχυρισμό.

(42)

Σύμφωνα με την έκθεση της εταιρείας Ekorda τα έσοδα από την πώληση περιουσιακών στοιχείων θα ανέρχονταν το πολύ σε 204 εκατ. SKK (5,3 εκατ. ευρώ) και μετά την αφαίρεση των προμηθειών ύψους 45 εκατ. SKK μόνο σε 159 εκατ. SKK (4,2 εκατ. ευρώ). Ο αποδέκτης διόρθωσε από μόνος του τα ποσά των προμηθειών, τα οποία θα έπρεπε να αφαιρεθούν (36 εκατ. SKK) και κατέληξε στο ποσό των 168 εκατ. SKK (4,4 εκατ. ευρώ). Εάν η Δ.Ο.Υ. ήταν ο μοναδικός διαχωρισμένος πιστωτής και ο μεγαλύτερος πιστωτής ελάμβανε την πλειοψηφία αυτών των ποσών, και πάλι θα ήταν λιγότερο από αυτό, που η Δ.Ο.Υ. έλαβε μετά την εκκαθάριση.

(43)

Η εταιρεία Ekorda χρησιμοποίησε ως βάση τη λογιστική αξία — κατά στις 31 Μαρτίου 2004 — της βασικής περιουσίας, τα αποθέματα, ρευστό και μετατρεπόμενες βραχυπρόθεσμες αξιώσεις που δεν έχουν εισπραχθεί και έχουν χαμηλή αξιοπιστία. Η εταιρεία Ekorda διόρθωσε την ονομαστική αξία της περιουσίας του αποδέκτη με τη μέθοδο της λεγόμενης συντελεστικής ρευστοποίησης για κάθε τμήμα της περιουσίας σε περίπτωση πώλησης στα πλαίσια διαδικασίας πτώχευσης (45 % για τη βασική περιουσία, 20 % για τα αποθέματα και τις βραχυπρόθεσμες αξιώσεις και 100 % για το ρευστό).

(44)

Η εταιρεία Ekorda παρουσιάζει τις μελλοντικές φορολογικές εισφορές από τις δραστηριότητες του αποδέκτη (12), όπως και την εξέλιξη του δείκτη ανεργίας της περιφέρειας και την ανάπτυξη της βιομηχανίας τροφίμων στη Σλοβακία ως πολύ σημαντικούς συντελεστές που επηρεάζουν την απόφαση να διατηρηθεί η ύπαρξη του αποδέκτη.

(45)

Ο αποδέκτης παρουσιάζει ακόμη δύο πληροφορίες. Η οικονομική ελεγκτής Marta Kochová κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ανώτατες εισφορές από την πώληση περιουσίας, που όμως δεν αξιολογήθηκε, θα ήταν 100 εκατ. SKK (2,6 εκατ. ευρώ), και μετά την αφαίρεση των προμηθειών ύψους 22 εκατ. SKK μόνο 78 εκατ. SKK (2 εκατ. ευρώ). Καμία άλλη πληροφόρηση επ’ αυτού δεν υπήρξε. Η πτωχευτική διαχειρίστρια κυρία Holovačová κατ’ ισχυρισμόν ανέφερε ότι κατά τη γνώμη της η διαδικασία εκκαθάρισης είναι για τους πιστωτές κατά γενική ομολογία προτιμότερη από την πτώχευση. Μία άλλη διάσταση είναι το γεγονός ότι ο πιστωτής ενδιαφέρεται όπως ο οφειλέτης συνεχίσει την οικονομική του δραστηριότητα (μελλοντικές εισφορές από τις πωλήσεις και τους φόρους).

(46)

Τρίτον, ο αποδέκτης ισχυρίζεται ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι μακροπρόθεσμες διαστάσεις, όπως για παράδειγμα οι μελλοντικές φορολογικές εισφορές. Η δικαιοσύνη αποκλείοντας τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις από τη θέση του πιστωτή σε κλίμα οικονομίας της αγοράς (13) δήθεν δεν ισχύει, εάν το δημόσιο όργανο καλύπτει τους υπολογισμούς των μελλοντικών φορολογικών εισφορών. Σύμφωνα με τον αποδέκτη είναι η κατάσταση του δημοσίου οργάνου ανάλογη με την κατάσταση του πιστωτή στην οικονομία της αγοράς, ο οποίος είναι προμηθευτής, και ενδιαφέρεται για την επιβίωση του πελάτη. Ο αποδέκτης μετά αναφέρεται στη δικαιοσύνη η οποία αφορά τους κανονισμούς για τον επενδυτή στην οικονομία της αγοράς.

(47)

Ο αποδέκτης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ρόλος του πιστωτή εκπληρώθηκε και τα επίμαχα μέτρα δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση.

(48)

Εάν όμως η Επιτροπή κατέληγε σε άλλο συμπέρασμα, ο αποδέκτης ισχυρίζεται ότι τα επίμαχα μέτρα ήταν αποκλειστικά ενίσχυση για αναδιάρθρωση. Ισχυρίζεται ότι η Δ.Ο.Υ. προ της συμφωνίας για εκκαθάριση, έκανε έλεγχο εάν τα εμπορικά σχέδια του αποδέκτη είναι πραγματοποιήσιμα υπό το πρίσμα της επαναφοράς της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας. Η απουσία τυπικού σχεδίου αναδιάρθρωσης είναι κατά τους ισχυρισμούς του αποδέκτη σε κατάσταση που η Επιτροπή κρίνει ex post άσχετη, εφόσον η Επιτροπή μπορεί να κρίνει εάν ο αποδέκτης κατέστη πράγματι βιώσιμος. Ο αποδέκτης επίσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σε κατάσταση που κρίνεις ex ante είναι η παρουσία αναλυτικού σχεδίου αναδιοργάνωσης απαραίτητη. Ο αποδέκτης μετά αναλύει περιληπτικά τα μέτρα αναδιάρθρωσης που έχουν ληφθεί: αύξηση κεφαλαίου, απόλυση προσωπικού, πώληση αποθεμάτων. Ο αποδέκτης έχει την άποψη ότι η παύση της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών και η ενοικίαση των παραγωγικών μονάδων στην εταιρεία Old Herold, s.r.o., θεωρούνται ως μέτρα αναδιάρθρωσης. Αν και αρχικά η παύση της παραγωγής επήλθε λόγω της αφαίρεσης αδείας, ο αποδέκτης δεν αιτήθηκε νέα άδεια μετά την εκκαθάριση.

(49)

Σύμφωνα με το αποδέκτη ικανοποιήθηκε επίσης το αίτημα διατίμησης της συνεισφοράς του στην αναδιάρθρωση.

(50)

Τέλος ο αποδέκτης ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι δραστηριοποιείται σε περιφέρεια που δέχεται ενισχύσεις και είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες της περιοχής, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την υποβολή της διορθωτικής ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση.

V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΛΟΒΑΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

(51)

Η Σλοβακική Δημοκρατία απαντώντας στην απόφαση κίνησης διαδικασίας ενδελεχούς έρευνας παρουσίασε ορισμένες παρατηρήσεις επί της καταστάσεως, που ήδη έχει αναφερθεί στο μέρος II.

(52)

Οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η Δ.Ο.Υ. κατά την ψηφοφορία για διαδικασία εκκαθάρισης δεν έλαβε υπόψη τη διάσταση κρατικής ενίσχυσης. Η Δ.Ο.Υ. δεν απαίτησε εξομοίωση υπό τη μορφή κρατικής ενίσχυσης, για αυτό και δεν ζήτησε από τον αποδέκτη να παραθέσει σχέδιο αναδιάρθρωσης, το οποίο διαφοροποιείται από το εμπορικό σχέδιο που κατέθεσε στο δικαστήριο όπως ορίζουν οι κανονισμοί που καλύπτουν την αδυναμία καταβολής.

(53)

Απαντώντας στις παρατηρήσεις του, αναφέρουν τα σλοβακικά όργανα τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

(54)

Οι σλοβακικές αρχές, τις παρατηρήσεις του αποδέκτη περί απλής διάστασης της πτωχευτικής διαδικασίας και των κοινών αποδοχών από την πώληση περιουσίας μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, δεν θεωρούν ότι σχετίζονται με την περίπτωση. Σύμφωνα με αυτούς, λαμβάνοντας υπόψη τον μικρό αριθμό των πιστωτών και την ύπαρξη περιουσίας με θετική αξία πώλησης, η οποία υπερβαίνει το ποσό καταβολής στο κράτος μετά την εκκαθάριση, η διαδικασία πτώχευσης θα αποπερατωνόταν σε μικρότερη από ό,τι τη συνήθη περίοδο, και οι εισφορές της Δ.Ο.Υ. θα ήταν μεγαλύτερες από ό,τι στην περίπτωση της εκκαθάρισης. Οι σλοβακικές φορολογικές υπηρεσίες πραγματοποίησαν επιτόπιο έλεγχο στις 21 Ιουνίου 2004 και διαπίστωσαν ότι στις 17 Ιουνίου 2004 είχε ο αποδέκτης ρευστό 161,3 εκατ. SKK, αξιώσεις ύψους 62,8 εκατ. SKK, αποθέματα οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών αξίας 84 εκατ. SKK και αμετάβλητη περιουσία αξίας 200 εκατ. SKK.

(55)

Οι σλοβακικές αρχές έχουν την άποψη ότι η φορολογική κατάσχεση θα ήταν η εναλλακτική λύση για την εφορία. Βεβαιώνουν ότι η Δ.Ο.Υ. είχε τη δυνατότητα να προτείνει τέτοια λύση προ της εκκινήσεως της εκκαθάρισης, όπως και στην περίπτωση, που το δικαστήριο θα απέρριπτε την εξομοίωση (διότι η Δ.Ο.Υ. ως διαχωρισμένος πιστωτές θα ψήφιζε υπέρ του).

(56)

Οι σλοβακικές αρχές δεν συμφωνούν με τον ισχυρισμό του αποδέκτη ότι οι οικονομικές του δυσχέρειες ήταν αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης του νόμου περί διαχείρισης των φόρων. Σύμφωνα με τις σλοβακικές αρχές οι οικονομικές δυσχέρειες του αποδέκτη ήταν αποτέλεσμα της στρατηγικής τους να κάνει χρήση έμμεσων φόρων για την υλοποίηση των εμπορικών του δραστηριοτήτων. Ο αποδέκτης αντί αυτού, θα έπρεπε να εισπράττει τους φόρους από τους πελάτες τους και να τους καταβάλει στο κράτος.

(57)

Οι σλοβακικές αρχές δεν συμφωνούν με τον ισχυρισμό ότι η συνάντηση με τον φορολογικό Διευθυντή της Σλοβακίας τον Δεκέμβριο 2003 είναι απόδειξη προσωρινής έγκρισης της Δ.Ο.Υ. για εκκαθάριση. Κατέθεσαν επιστολή στις 6 Ιουλίου 2004 της Διεύθυνσης φορολογίας της Σλοβακικής Δημοκρατίας προς υφιστάμενη Δ.Ο.Υ., όπου η Διεύθυνση φορολογίας της Σλοβακικής Δημοκρατίας δίνει στη Δ.Ο.Υ. εντολή, να μην συμφωνήσει με την εκκαθάριση που προτείνει ο αποδέκτης, διότι δεν είναι συμφέρουσα για το κράτος. Η επιστολή αυτή αποτελεί συνέχεια γενικής εγκυκλίου του Υπουργού Οικονομίας από 15 Ιανουαρίου 2004 προς την υφιστάμενη Διεύθυνση φορολογίας της Σλοβακικής Δημοκρατίας, όπου δίνει εντολή, να μη συμφωνεί με τέτοιου είδους προτάσεις εκκαθάρισης με τους πιστωτές, που θα επέφεραν διαγραφές αξιώσεων από τις Δ.Ο.Υ. Οι σλοβακικές αρχές στη συνέχεια ερμήνευσαν επιστολή από τις 3 Φεβρουαρίου 2004, όπου παρουσίασε ο αποδέκτης (βλέπε σημείο 37), όπου κατηγορηματικά δεν συμφωνεί με την εκκαθάριση σε ύψος 35 %.

(58)

Οι σλοβακικές αρχές ισχυρίζονται ότι ο αποδέκτης δεν κατέλαβε καταναλωτικούς φόρους κατά την προβλεπόμενη περίοδο από τον Ιανουάριο 2001 έως τον Μάρτιο 2004 και στις φορολογικές του υποχρεώσεις πάντα ζητούσε αναβολή.

(59)

Σύμφωνα με τις σλοβακικές αρχές οι οφθαλμοφανείς διαφορές στις εκθέσεις των δύο εταιρειών οικονομικού ελέγχου (βλέπε σημεία 41 και 45) δημιουργούν υποψίες για την αξιοπιστία αυτών. Οι αρχές έχουν αμφιβολίες ιδιαίτερα για τον συντελεστή ρευστοποίησης που επήλθε με τις μεταβλητές δραστηριότητες της εταιρείας Ekorda. Αυτός ο συντελεστής θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερος του 20 %.

(60)

Και, τέλος, σύμφωνα με τις σλοβακικές αρχές ο αποδέκτης δεν επεξεργάστηκε υλοποιήσιμο σχέδιο αναδιάρθρωσης και τα μέτρα που προτάθηκαν σε σχέση με τη διαδικασία εκκαθάρισης δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μέτρα αναδιάρθρωσης.

VI.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

1.   Δικαιοδοσία της Επιτροπής

(61)

Καθώς γεγονότα σχετικά με την περίπτωση μας διαδραματίστηκαν προ της εντάξεως της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, η Επιτροπή έπρεπε καταρχήν να ορίσει, αν έχει δικαιοδοσία να ενεργήσει σε σχέση με το επίμαχο μέτρο.

(62)

Τα μέτρα, που είχαν ισχύ εφαρμογής πριν την ένταξη και δεν είναι εφαρμόσιμα μετά την ένταξη η Επιτροπή δεν μπορεί να τα διερευνήσει ούτε με βάση τον λεγόμενο προσωρινό μηχανισμό, τον οποίο ορίζει το σημείο 3 του παραρτήματος IV του κανονισμού περί εντάξεως ούτε με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 88 της συνθήκης ΕΚ Ούτε ο κανονισμός περί εντάξεως ούτε η συνθήκη ΕΚ εξουσιοδοτούν ή απαιτούν από την Επιτροπή να διερευνήσει τα εν λόγω μέτρα.

(63)

Αφετέρου δε, τα μέτρα που εφαρμόστηκαν με ισχύ μετά την ένταξη υπάγονται προφανώς σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) στη δικαιοδοσία της Επιτροπής. Για τον ορισμό του χρόνου, πότε κάθε μέτρο έχει ισχύ εφαρμογής, ως σχετικό κριτήριο λαμβάνεται υπόψη η νομικά δεσμευτική πράξη, με την οποίο το αρμόδιο εθνικό όργανο παρέχει αρωγή (14).

(64)

Ο αποδέκτης στην περίπτωση αυτή ισχυρίζεται ότι τα επίμαχα μέτρα είχαν ισχύ εφαρμογής προ της εντάξεως και μετά την ένταξη δεν ήταν εφαρμόσιμα (βλέπε σημείο 37).

(65)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τα επιχειρήματα του αποδέκτη. Το αίτημα για κίνηση διαδικασίας εκκαθάρισης δεν είναι πράξη οργάνου που παρέχει ενίσχυση, αλλά πράξη του αποδέκτη. Επίσης η απόφαση του δικαστηρίου να επιτρέψει την εκκαθάριση δεν είναι πράξη οργάνου που παρέχει ενίσχυση. Η απόφαση αυτή επέτρεψε μόνο στον αποδέκτη και τους πιστωτές του να συνεχίσουν στις διαπραγματεύσεις τους για εκκαθάριση, αλλά εμφανώς δεν αντιπροσώπευε παροχή ενίσχυσης. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι η Διεύθυνση φορολογίας της Σλοβακικής Δημοκρατίας εξέφρασε τη συγκατάθεσή της με το επίμαχο μέτρο κατά τη συνάντηση του Δεκεμβρίου 2003. Αντιθέτως, οι σλοβακικές αρχές αρνήθηκαν οποιαδήποτε παρόμοια προσωρινή συγκατάθεση. Με την από 3 Φεβρουαρίου 2004 επιστολή τους καθαρά εκφράζει την άρνηση να δεχθεί το αίτημα εκκαθάρισης στο επίπεδο του 35 %.

(66)

Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου να διαγράψει μέρος των αξιώσεων ελήφθη στις 9 Ιουλίου 2004, όταν η Δ.Ο.Υ. συμφώνησε με την από τον αποδέκτη προτεινόμενη εκκαθάριση.

(67)

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός αυτό, δημιουργείται το ερώτημα, εάν τα μέτρα που εφαρμόσθηκαν μετά την ένταξη, είναι άσκοπα.

(68)

Η Επιτροπή για τους λόγους αυτούς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έχει δικαιοδοσία να κρίνει τα επίμαχα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 88 της συνθήκης ΕΚ.

2.   Η κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ

(69)

Το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ προβλέπει ότι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(70)

Διαγραφή χρέους από δημόσιο όργανο, όπως είναι η Δ.Ο.Υ., θεωρείται ως μορφή χρήσης κρατικών πόρων. Τα μέτρα, που δίνουν πλεονέκτημα σε μεμονωμένη εταιρεία, είναι επιλεκτικά.

(71)

Έως τα γεγονότα, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την κίνηση διαδικασίας στη περίπτωση αδυναμίας καταβολής, ο αποδέκτης ήταν δραστηριοποιημένος στην αγορά οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών, μη οινοπνευματωδών ποτών και κονσερβοποίησης φρούτων και λαχανικών. Το 2003 ο αποδέκτης ήταν ο τρίτος σε παραγωγή οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών στην Σλοβακία. Από την περίοδο αφαίρεσης της άδειας παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών τον Μάρτιο 2004 ο αποδέκτης δραστηριοποιείται με τη χονδρική πώληση οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών που παράγει άλλη εταιρεία — Old Herold, s.r.o. — στις παραγωγικές μονάδες του αποδέκτη, απ’ τον οποίο η εταιρεία Old Herold, s.r.o. νοικιάζει. Όλοι οι τομείς στους οποίους ο αποδέκτης ασκούσε δραστηριότητα προ της διαδικασίας εκκαθάρισης και στους οποίους δραστηριοποιείται επί του παρόντος, ανήκουν στους τομείς εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

(72)

Στην απόφαση να κινηθεί διαδικασία ενδελεχούς έρευνας η Επιτροπή εξέφρασε τις αμφιβολίες της, αν τα επίμαχα μέτρα δεν διατάραξαν ή δεν απειλούσαν με διαταραχή τον ανταγωνισμό της αγοράς με το να δοθεί στον αποδέκτη πλεονέκτημα, το οποίο κατά τους συνήθεις όρους της αγοράς δεν θα είχε. Με άλλα λόγια, η Επιτροπή έχει αμφιβολίες, εάν συμπεριφέρθηκε το κράτος απέναντι στον αποδέκτη ως πιστωτής στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς.

(73)

Εξακριβώθηκε ότι η εκκαθάριση είχε τους ίδιους όρους εξομοίωσης του χρέους τόσο για τους ιδιώτες πιστωτές, όσο και για την Δ.Ο.Υ. Στου πιστωτές καταβλήθηκε το 35 % του χρέους στον χρόνο που ορίσθηκε, πράγμα που ο αποδέκτης πράγματι εκπλήρωσε. Το υπόλοιπο 65 % του χρέους διαγράφηκε.

(74)

Εντούτοις, η νομική και οικονομική θέση της Δ.Ο.Υ., ήταν πριν την εκκαθάριση πλεονεκτικότερη, σε σχέση με τους ιδιώτες πιστωτές. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να διερευνηθεί, εάν η Δ.Ο.Υ. έκανε χρήση όλων των προσιτών μέσων προς απόκτηση του όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ποσού για κάλυψη των αξιώσεών της, ως αν ενεργούσε ως πιστωτής στην ελεύθερη οικονομία της αγοράς.

(75)

Για να εξακριβωθεί, εάν πληρούνται τα κριτήρια πιστωτή στην ελεύθερη οικονομία της αγοράς, πρέπει η Επιτροπή να διαπιστώσει, εάν η Δ.Ο.Υ. εισέπραξε περισσότερα, αποδεχόμενη τους όρους διαδικασίας εκκαθάρισης που πρότεινε ο αποδέκτης, σε σύγκριση με τα πιθανά αποτελέσματα μιας διαδικασίας πτώχευσης ή φορολογικής κατάσχεσης.

(76)

Εν ολίγοις, η Σλοβακική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι κατά τη γνώμη της τα εν λόγω μέτρα αποτελούν κρατική ενίσχυση. Παραδέχεται ότι κατά την περίοδο της εκκαθάρισης το θέμα της κρατικής ενίσχυσης απλά δεν ελήφθη υπόψη. Ο αποδέκτης αντιθέτως ισχυρίζεται, το μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση και παραθέτει στοιχεία, και ιδιαίτερα τις εκθέσεις των δύο οικονομικών ελεγκτών.

(77)

Η Επιτροπή διαπίστωσε με βάση τις πληροφορίες που παρέθεσε ο αποδέκτης, όπως και στις σλοβακικές αρχές τα κάτωθι στοιχεία για την οικονομική κατάσταση του αποδέκτη το συγκεκριμένο έτος, σε έκταση σχετική με την εφαρμογή ενέργειας πιστωτή στη στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς. Η Επιτροπή δεν δύναται από τα λογιστικά βιβλία του που παράθεσε ο αποδέκτης, να διαπιστώσει στοιχεία έως στις 31 Μαρτίου 2004, ούτε στοιχεία κατά την 17η Ιουνίου 2004 που παράθεσαν οι σλοβακικές αρχές. Η Επιτροπή βέβαια δεν έχει κανένα λόγω να αμφιβάλει για την ακρίβεια αυτών των στοιχείων.

Πίνακας 3:

Οικονομική κατάσταση αποδέκτη κατά τα έτη 2003-2004 [εκατ. SKK]

 

31.12.2003 (15)

31.3.2004 (16)

28.4.2004 (17)

17.6.2004 (18)

31.12.2004 (19)

Αμετάβλητη περιουσία (20)

208

205

204

200

200

Αποθέματα

119

209

176

84

52

Ρευστό

3

50

94

161

27

Βραχυπρόθεσμες εμπορικές αξιώσεις.

128

98 (21)

80

63 (22)

97

(78)

Η Επιτροπή κατ’ αρχήν θα ελέγξει τα στοιχεία που κατέθεσε ο αποδέκτης προς υπεράσπιση της θέσεώς του ότι η Δ.Ο.Υ. θα εισέπραττε λιγότερα διά της πτωχευτικής διαδικασίας παρά από την εκκαθάριση. Εφόσον ούτε οι σλοβακικές αρχές ούτε ο αποδέκτης παρέθεσαν υπολογισμούς σε σχέση με τη φορολογική κατάσχεση, η Επιτροπή θα εξετάσει πόσα θα ελάμβανε η Δ.Ο.Υ. σε περίπτωση κατάσχεσης. Η Επιτροπή ταυτόχρονα θα ερευνήσει έμμεσα στοιχεία τόσο των σλοβακικών αρχών όσο και του αποδέκτη.

2.1.   Σύγκριση αντιστάθμισης των πιστωτών με τη διαδικασία εκκαθάρισης

(79)

Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η έκθεση της εταιρείας Ekorda δεν αποτελεί αξιόπιστη βάση για σύγκριση της προτεινόμενης εκκαθάρισης με την πιθανή πτωχευτική διαδικασία. Οι σλοβακικές αρχές με τις αμφιβολίες αυτές συμφωνούν.

(80)

Κατ’ αρχήν η Επιτροπή παρατηρεί ότι η εταιρεία Ekorda στην έκθεσή της από 7ης Ιουλίου 2004 (μόνο δύο ημέρες πριν τη συνάντηση με τον πιστωτή) έκανε χρήση για τους υπολογισμούς της την κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων του αποδέκτη κατά στις 31 Μαρτίου 2004. Από τον πίνακα 3 φαίνεται καθαρά ότι το επίπεδο διάφορων περιουσιακών στοιχείων κατά στις 31 Μαρτίου 2004 εμφανώς μετατράπηκε. Κατ’ αρχήν είχε πωληθεί αξιόλογο μέρος των αποθεμάτων, το οποίο επέφερε αύξηση του ρευστού. Αυτές οι αλλαγές κατά την εφαρμογή του συντελεστή ρευστοποίησης της εταιρείας Ekorda σε έκταση από 20 % για αποθέματα και βραχυπρόθεσμες αξιώσεις και 100 % για το ρευστό, αποτελούν μεγάλη αξία. Υπό την προϋπόθεση ότι ο συντελεστής ρευστοποίησης που όρισε η εταιρεία Ekordaείναι σωστός και κάνοντας χρήση τη μέθοδο που χρησιμοποιεί η εταιρεία Ekorda, ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει, σε ποιο βαθμό θα ήταν τα αποτελέσματα των υπολογισμών της εταιρείας Ekorda διαφορετικά, από το εάν στηρίζονταν στα στοιχεία κατά την 28η Απριλίου 2004 και κατά την 17η Ιουνίου 2004, δηλαδή ακόμη πριν από τη συνάντηση με τους πιστωτές της 9ης Ιουλίου 2004. Από τα στοιχεία αυτά επίσης αποδεικνύεται ότι ο συντελεστής ρευστοποίησης που προτάθηκε από την εταιρεία Ekorda δεν είναι ρεαλιστικός.

Πίνακας 4:

Σύγκριση πιθανού κέρδους από την πώληση περιουσία του αποδέκτη διά της πτωχευτικής διαδικασίας [εκατ. SKK]

 

Κατάσταση στις:

 

31.3.2004

28.4.2004

17.6.2004

 

Συντελεστής ρευστοποίησης [ %]

Λογιστική αξία

Κέρδος

Λογιστική αξία

Κέρδος

Λογιστική αξία

Κέρδος

Αμετάβλητη περιουσία

45

205

92

204

92

200

90

Αποθέματα

20

209

42

176

35

84

17

Βραχυπρόθεσμες Αξιώσεις

20

98 (23)

20

86 (24)

17

37 (25)

7

Ρευστό

100

50

50

94

94

161

161

Σύνολο

 

 

204

 

238

 

275

(81)

Είναι απαραίτητο να προσκομιστεί ότι στον εμπορικό σχεδιασμό, τον οποίο ο αποδέκτης παρουσίασε στο δικαστήριο, υπήρχε σχεδιασμός πώλησης αποθεμάτων [λιγότερο από 150] εκατ. SKK κατά την περίοδο Μάρτιος-Μάιος 2004. Η εταιρεία Ekorda θα πρέπει λοιπόν να ήταν ενήμερη ότι στη περιουσία του αποδέκτη θα επέλθει μετά τις 31 Μαρτίου 2004 σημαντική αλλαγή. Το γεγονός αυτό δεν το έλαβε υπόψη.

(82)

Εάν η εταιρεία Ekorda ελάμβανε υπόψη τη λογιστική αξία της περιουσίας του αποδέκτη κατά την 28η Απριλίου 2004, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η απόδοση προερχόμενη από την πτώχευση θα ήταν μεγαλύτερη (238 εκατ. SKK· 6,3 εκατ. ευρώ) παρά το ποσό, που ο αποδέκτης πρότεινε με την εκκαθάριση (225 εκατ. SKK· 5,93 εκατ. ευρώ (26). Αυτό το συμπέρασμα θα ήταν σαφέστερο, εάν πραγματοποιούσαν τη μελέτη τον Ιούνιο 2004 (275 εκατ. SKK· 7,2 εκατ. ευρώ) στα πλαίσια ακόμη των προθεσμιών, που να μπορεί η Δ.Ο.Υ. να κάνει χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας και να απορρίψει την πρόταση, που θα σήμανε τη λήξη της διαδικασίας εκκαθάρισης. Εκ νέου παρατηρούμε, οι υπολογισμοί αυτοί είναι αποτέλεσμα εκτιμήσεων χρήσης μεθόδων, που χρησιμοποίησε η εταιρεία Ekorda.

(83)

Η Επιτροπή βέβαια δεν μπορεί να δεχθεί τη χρήση μεθόδου, που χρησιμοποίησε η εταιρεία Ekorda, και τις προϋποθέσεις της ανάλυσής της δεν μπορεί να τις θεωρήσει ως αξιόπιστες. Την κατάληξη αυτή ενισχύουν και οι αμφιβολίες που εξέφρασαν οι σλοβακικές αρχές όπως αναφέρονται στα σημεία 55 και 60.

(84)

Η εταιρεία Ekorda καταρχήν στην έκθεσή της δεν εξηγεί, με ποιο τρόπο όρισε τους τρεις συντελεστές ρευστοποίησης. Οι σλοβακικές αρχές ανέφεραν ότι ο συντελεστής ρευστοποίησης για τα αποθέματα θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος από 20 %.

(85)

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο αποδέκτης είχε τη δυνατότητα να κερδίσει το 2004 [λιγότερο από 150] εκατ. SKK από την πώληση αποθεμάτων (βλέπε σημείο 30). Περισσότερο από [40-50] % της λογιστικής αξίας των αποθεμάτων, που η εταιρεία Ekorda χρησιμοποίησε ως βάση για την αξιολόγησή της. Αυτό απτά ενισχύει τον ισχυρισμό ότι το 20 % ως συντελεστής ρευστοποίησης ήταν πολύ χαμηλός. Η εξέλιξη των μελετών το 2004, όσον αφορά τα αποθέματα, ενισχύει αυτή την κατάληξη. Εκτός αυτού, από μόνος του ο αποδέκτης στα επιχειρηματικά του σχέδια εκτίμησε τα έσοδα από την πώληση αποθεμάτων κατά την περίοδο Μάρτιος-Μάιος 2004 σε [λιγότερο από 110] εκατ. SKK (βλέπε σημείο 30). Η εταιρεία Ekorda αυτή την εκτίμηση την αγνόησε. Τέλος, από τον χαρακτήρα των δραστηριοτήτων του αποδέκτη δύναται να θεωρηθεί ότι τα αποθέματα αποτελούσαν έτοιμα προϊόντα, που εύκολα θα πωλούνται απευθείας μέσω του διακινητή του καταναλωτή, και όχι ακατέργαστα, τα οποία θα χρειάζονταν περαιτέρω επεξεργασία.

(86)

Η εταιρεία EKORDA στη συνέχεια εφάρμοσε διπλή διόρθωση σε σχέση με τις βραχυπρόθεσμες εμπορικές αξιώσεις. Καταρχήν διόρθωσε τη λογιστική τους αξία κατά 40 % (η λογιστική τους αξία ήταν 166 εκατ. SKK και η αξία, που η εταιρεία Ekorda χρησιμοποίησε στους υπολογισμούς της, 98 εκατ. SKK) και στη συνέχεια επιπλέον χρησιμοποίησε χαμηλό συντελεστή ρευστοποίησης 20 %. Αυτή η μέθοδος είναι αμφισβητούμενη. Μπορούμε να δεχθούμε τη διόρθωση της λογιστικής αξίας των αξιώσεων ως έκφραση της πραγματικής αξίας το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η εταιρεία EKORDA αλλά δεν παρέχει καμία εξήγηση, γιατί τα έσοδα κατά την πτώχευση/εκκαθάριση αντιπροσώπευαν μόνο το ένα πέμπτο (20 εκατ. SKK) του ποσού, για το οποίο ο ίδιος ο αποδέκτης υπολόγιζε ότι είναι ικανός να εισπράξει από τους πιστωτές του (98 εκατ. SKK).

(87)

Ο συντελεστής ρευστοποίησης 45 % για την αμετάβλητη περιουσία φαίνεται να είναι επίσης πολύ χαμηλός. Σύμφωνα με τον αποδέκτη η αξία των περιουσιακών στοιχείων υποθηκευμένη υπέρ της Δ.Ο.Υ. ήταν 194 εκατ. SKK (27). Αυτή η αξία εκφράζεται σύμφωνα με τον αποδέκτη σε τιμές που εκτιμήθηκαν από ανεξάρτητους εκτιμητές στην αλλαγή των ετών 2003 και 2004. Σύμφωνα με την άποψη της Επιτροπής τέτοια «εκτίμηση των τιμών» θα έπρεπε να εκφράζει τη γενική αξία της περιουσίας, η οποία εκφράζει σε ποια τιμή δύναται το περιουσιακό στοιχείο να πωληθεί το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η εταιρεία Ekorda δεν παρέχει καμία εξήγηση, γιατί τα έσοδα από την πώληση της αμετάβλητης περιουσίας στα πλαίσια της πτώχευσης ανήλθε μόνο σε 45 % της λογιστικής τους αξίας των 205 εκατ. SKK (28), ενώ ο ίδιος ο αποδέκτης εκτίμησε τα περιουσιακά αυτά στοιχεία πολύ ακριβότερα.

(88)

Στον ισχυρισμό του αποδέκτη ότι θα ήταν δύσκολο να βρεθεί αγοραστής, καθώς η πλειοψηφία των μηχανών και μηχανισμών χρησιμοποιείται μόνο για την παραγωγή οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών, μη αλκοολούχων ποτών ή κονσερβοποιημένων προϊόντων, η Επιτροπή κάνει τις εξής δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, πρέπει να γνωστοποιηθεί ότι η «εκτίμηση των τιμών» των υποθηκευμένων ακινήτων ήταν 105 εκατ. SKK, η οποία είναι από μόνο του μεγαλύτερο από τα συνολικά έσοδα που υπολόγιζε η εταιρεία Ekorda (92 εκατ. SKK). Δεύτερον, από την εξέλιξη της εταιρείας συμπεραίνεται ότι μερικές παραγωγικές μονάδες του βρήκαν γρήγορα ενοικιαστή, μετά την αφαίρεση αδείας παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών από τον αποδέκτη — Old Herold, s.r.o. Για τους λόγους αυτούς διαφαίνεται ότι υπήρξε άμεσο ενδιαφέρον του ανταγωνιστή για τις παραγωγικές μονάδες.

(89)

Την αξιοπιστία της έκθεσης της εταιρείας Ekorda στη συνέχεια επηρεάζει και ο τρόπος υπολογισμού διαφόρων καταβολών που έχουν σχέση με τη διαδικασία εκκαθάρισης, τα οποία θα αφαιρούνταν από τα συνολικά έσοδα από την πώληση περιουσίας. Ενώ η εταιρεία Ekorda αφαίρεσε για καταβολές 45 εκατ. SKK, ο αποδέκτης στα στοιχεία που έχει παρουσιάσει αναφέρει ποσό 36 εκατ. SKK και η εκτίμηση του οικονομικού ελεγκτή κυρίας Kochova είναι το ανώτερο 22 εκατ. SKK. Αυτές οι διαφορές δημιουργούν αμφιβολίες για την ακρίβεια των υπολογισμών της εταιρείας Ekorda, σε σχέση με το ύψος των καταβολών, και όσον αφορά το ύψος των εσόδων, που θα μπορούσαν να εισπραχθούν στην περίπτωση της εκκαθάρισης. Είναι αναγκαίο να παρατηρήσουμε ότι όσον αφορά την κατάσταση του αποδέκτη κατά την 17 Ιουνίου 2004 και με καταβολές 36 εκατ. SKK τα έσοδα από την πτώχευση ήταν μεγαλύτερα σε σχέση με την προτεινόμενη εκκαθάριση.

(90)

Τέλος η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι σλοβακικές αρχές δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό του αποδέκτη ότι η Δ.Ο.Υ. είχε έκθεση της εταιρείας Ekorda στη διάθεσή της πριν τη συνάντηση των πιστωτών την 9η Ιουλίου 2004.

(91)

Σχετικά με την έκθεση της κυρίας Kochova, η Επιτροπή δεν δύναται να την κρίνει, διότι δεν την έχει στη διάθεσή της. Από τις πληροφορίες που έχουν παραθέσει δεν είναι ευδιάκριτο, πότε και για ποιο σκοπό συντάχθηκε αυτή η έκθεση και σε ποιες εκτιμήσεις και στοιχεία στηρίζεται. Η Επιτροπή βέβαια παρατήρησε ότι οι εκτιμήσεις αυτού του ελεγκτή εμφανώς διαφοροποιούνται από αυτές της εταιρείας Ekorda. Η έκθεση της πτωχευτικής διαχειρίστριας κυρίας Holovačova, γενικά μόνο σχολιάζει ότι η διαδικασία εκκαθάρισης είναι για τους πιστωτές προτιμότερη από ότι η πτώχευση. Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί καμία από αυτές τις δύο εκθέσεις ως τεκμήρια στήριξης ή απόρριψης των ισχυρισμών του αποδέκτη ότι εκπληρώθηκε ο ρόλος του πιστωτή σε περιβάλλον οικονομίας της αγοράς.

(92)

Με βάση των στοιχείων που υπάρχουν η Επιτροπή καταλήγει, η πώληση περιουσίας μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας κατά πάσα πιθανότητα θα έφερνε μεγαλύτερα έσοδα για τους πιστωτές του αποδέκτη. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Δ.Ο.Υ. θα μπορούσε να ικανοποιηθεί στην πρώτη ομάδα ως διαχωρισμένος πιστωτής και επιπλέον θα λάμβανε την πλειοψηφία των εσόδων διαχωρισμένα στη δεύτερη ομάδα (συνέπεια των μεγάλων αξιώσεων σε σχέση με τους άλλους πιστωτές), η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι σχεδόν το σύνολο των εσόδων που θα αποκομιζόταν από την πτώχευση θα πήγαινε υπέρ της Δ.Ο.Υ.

2.2.   Σύγκριση της εκκαθάρισης πιστωτών και της φορολογικής κατάσχεσης

(93)

Η Δ.Ο.Υ. σε αντίθεση με τους ιδιώτες πιστωτές ήταν εξουσιοδοτημένη να κινήσει με δική του πρωτοβουλία φορολογική κατάσχεση πουλώντας ακίνητα, μηχανές και εξαρτήματα ή την εταιρεία ως σύνολο. Η Επιτροπή θεωρεί το επιχείρημα του αποδέκτη ότι η διαδικασία εκκαθάρισης προστατεύει την εταιρεία από τη φορολογική κατάσχεση, ως μη σχετικό. Όπως επιβεβαίωσαν οι σλοβακικές αρχές, η φορολογική κατάσχεση ήταν πραγματική λύση για την Δ.Ο.Υ., είτε πριν την κίνηση της διαδικασίας εκκαθάρισης ή μετά από βέτο στην προτεινόμενη εκκαθάριση από την Δ.Ο.Υ. Είναι λοιπόν απαραίτητο να διερευνηθεί αυτή η πιθανότητα κατά την εφαρμογή του ρόλου του πιστωτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς. Ο αποδέκτης δεν συγκρίνει την προτεινόμενη εκκαθάριση με τα πιθανά αποτελέσματα της φορολογικής κατάσχεσης.

(94)

Η Επιτροπή στην ανάλυσή της στηρίζεται στα στοιχεία που έχει παραθέσει ο αποδέκτης, όπως και σε αυτά των σλοβακικών αρχών. Σε σχέση με τα ανωτέρω είναι απαραίτητο να αναφερθεί ότι οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η εγγύηση υπέρ της Δ.Ο.Υ. ανέρχονταν σε 397 εκατ. SKK, όπως διαφαίνεται στην απόφαση για κίνηση διαδικασίας ενδελεχούς έρευνας. Αυτή η αξία απορρέει κατ’ ισχυρισμόν από τα λογιστικά βιβλία του αποδέκτη. Ο αποδέκτης από την άλλη μεριά ισχυρίζεται ότι η αξία της υποθηκευμένης περιουσίας όπως αναφέρεται «εκτίμηση των τιμών» είναι 194 εκατ. SKK (βλέπε σημείο 17). Αν και η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ερευνήσει, ποιο στοιχείο είναι το ακριβές, μπορεί να βγάλει συμπεράσματα.

(95)

Καταρχήν, η εγγύηση ήταν το αντάλλαγμα για την παράταση καταβολής των φόρων από τον αποδέκτη, όπως ορίζει ο αρμόδιος νόμος. Αν η αξία της περιουσίας του αποδέκτη ήταν στην πραγματικότητα μόνο το μισό της αξίας της εγγυήσεως, όπως αναφέρεται στην έκθεση του εμπειρογνώμονα που παρουσίασε ο αποδέκτης, σημαίνει ότι, οι εγγυήσεις που ζητά το κράτος σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι ικανοποιητικές. Υπό αυτές τις συνθήκες οι αναβολές καταβολής φόρων που επέτρεψε το κράτος κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 2002 - Νοεμβρίου 2003 συνολικού ύψους 477 εκατ. SKK με μεγάλη πιθανότητα δεν ανταποκρίνονταν με την εφαρμογή του ρόλου του πιστωτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς. Εφόσον οι εν λόγω αναβολές είχαν ισχύ εφαρμογής πριν την ένταξη δεν ισχύουν μετά από αυτήν, η Επιτροπή δεν έχει δικαιοδοσία να κρίνει τη συμβατότητα αυτών των μέτρων με την κοινή αγορά. Σε σχέση με την περίπτωση, επίσης δεν είναι αναγκαίο, η Επιτροπή να διερευνήσει, εάν τα μέτρα αυτά αποτελούν κρατική ενίσχυση. Εάν όμως οι ανωτέρω αναβολές καταβολής φόρων αποτελούν κρατική ενίσχυση, δεν μπορούμε να αναφερθούμε στη αρχή του πιστωτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς, εφόσον υπό αυτούς τους όρους μη καταβληθείς φόρος αργότερα (εν μέρει) παραγράφηκε.

(96)

Δεύτερον, και κατά τον υπολογισμό των εσόδων από τη φορολογική κατάσχεση γινόταν χρήση της, από τον αποδέκτη, παρουσιαζόμενης χαμηλότερης αξίας, ο πιστωτής στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς, εάν είχε αυτή τη δυνατότητα, θα προτιμούσε την κατάσχεση παρά τη διαδικασία εκκαθάρισης.

(97)

Κατά τη φορολογική κατάσχεση μπορεί η Δ.Ο.Υ. να πωλήσει απευθείας περιουσιακά στοιχεία (αξιώσεις και άλλα αμετάβλητα περιουσιακά στοιχεία, κινητή περιουσία, ακίνητα) του οφειλέτη. Κατά το χρονικό διάστημα, που η Δ.Ο.Υ. ψήφιζε υπέρ της εκκαθάρισης, ο αποδέκτης είχε αποθέματα αξίας 84 εκατ. SKK, εκτελεστέες αξιώσεις ύψους 63 εκατ. SKK και ρευστό 161 εκατ. SKK (βλέπε σημείο 54). Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η αξία μόνο της αμετάβλητης περιουσίας (308 εκατ. SKK· 8,1 εκατ. ευρώ) θα ξεπερνούσε τα έσοδα από την εκκαθάριση (225 εκατ. SKK· 5,93 εκατ. ευρώ). Και στην περίπτωση που αφαιρούσαμε τις αξιώσεις (29), από μόνη της η αξία των υπόλοιπων αμετάβλητων περιουσιακών στοιχείων (245 εκατ. SKK· 6,4 εκατ. ευρώ) και πάλι θα ξεπερνούσε τα έσοδα από την εκκαθάριση. Εκτός αυτού ο αποδέκτης είχε και άλλη, αμετάβλητη περιουσία, της οποίας η αξία θα ήταν το λιγότερο 194 εκατ. SKK.

(98)

Η φορολογική κατάσχεση δεν θα επέφερε τέλη, που καταβάλλονται κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης. Είναι διαδικασία, που κινεί και διαχειρίζεται μόνη της η Δ.Ο.Υ., μπορεί για αυτό να θεωρηθεί ότι θα πραγματοποιούταν γρήγορα.

(99)

Η Επιτροπή για αυτούς τους λόγους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φορολογική κατάσχεση της περιουσίας του αποδέκτη θα επέφερε μεγαλύτερα έσοδα από ότι η εκκαθάριση.

2.3.   Άλλες αποδείξεις

(100)

Η Επιτροπή λαμβάνει ειδικά υπόψη της την επιστολή των σλοβακικών αρχών, που απέστειλε ο Διευθυντής της Φορολογικής Διεύθυνσης της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον, σε αυτόν υφιστάμενο, Διευθυντή της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. (βλέπε σημείο 57). Αυτή η επιστολή αποτελεί καθαρή απόδειξη ότι ο Διευθυντής της Φορολογικής Διεύθυνσης της Σλοβακικής Δημοκρατίας (ο οποίος είχε απευθείας συναντήσεις με τον αποδέκτη) ήταν κατά της πρότασης εκκαθάρισης και έδωσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. καθαρή εντολή, να μη ψηφίσει υπέρ αυτής της πρότασης. Ως επιχείρημα στην επιστολή αναφερόταν ότι η προτεινόμενη εκκαθάριση «δεν είναι συμφέρουσα» για το κράτος.

(101)

Ο σλοβακικές αρχές επίσης απέδειξαν ότι υπήρχε καθαρή εντολή για τις Δ.Ο.Υ. από τις αρχές του έτους 2004 από το υπουργείο Οικονομίας, να μη αποδέχονται εκκαθαριστικές διαδικασίες σε περιπτώσεις προτάσεων για παραγραφή φόρων από τις Δ.Ο.Υ. (30). Αυτή η εγκύκλιος εκδόθηκε με αφορμή τη μεταρρύθμιση του αρμόδιου νόμου περί φορολόγησης την 1η Ιανουαρίου 2004 στα πλαίσια της προσπάθειας να αυξηθεί η πειθαρχία σε σχέση με τις καταβολές των φόρων.

(102)

Η Επιτροπή επίσης αναφέρει ότι η ίδια η Δ.Ο.Υ. ήδη από τις 2 Αυγούστου 2004, δηλαδή ούτε ένα μήνα μετά την αποδοχή της εκκαθάρισης, κατά αυτής της απόφασης κατέθεσε έφεση.

(103)

Ο αποδέκτης ανέφερε ότι η Δ.Ο.Υ. συμφώνησε με την εκκαθάριση ακόμη πριν ο αποδέκτης κινήσει τη διαδικασία. Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι τα στοιχεία που παρέθεσε ο αποδέκτης αποδεικνύουν το αντίθετο. Ο διευθυντής της Φορολογικής Διεύθυνσης στην από 3 Φεβρουαρίου 2004 επιστολή του προς τον αποδέκτη αναφέρει ότι, αν και διαδικαστικά δεν είναι κατά της διαδικασίας εκκαθάρισης, δεν συμφωνεί με την πρόταση του αποδέκτη με την εξομοίωση αποπληρωμής των φόρων στο ποσοστό του 35 %.

(104)

Με βάση αυτό το πειστήριο μπορεί η Επιτροπή να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα ότι οι σλοβακικές αρχές ήταν κατά της διαδικασίας εκκαθάρισης, που πρότεινε ο αποδέκτης, και ήταν κατά ακόμη και προ της κινήσεως της διαδικασίας εκκαθάρισης στις 8 Μαρτίου 2004, προ της ψηφοφορίας των πιστωτών στις 9 Ιουλίου 2004 όπως και μετά τη δικαστική συγκατάθεση.

(105)

Ο αποδέκτης ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι μακροπρόθεσμες διαστάσεις, όπως η συνέχιση των φορολογικών εσόδων υπέρ του κράτους (βλέπε σημείο 46).

(106)

Κατ’ αρχήν, είναι απαραίτητο να αναφερθεί ότι ρόλος του πιστωτή στα πλαίσια της οικονομία της αγοράς διαφοροποιείται από τον ρόλο του επενδυτή στα πλαίσια της οικονομία της αγοράς. Ενώ ο επενδυτής στα πλαίσια της οικονομία της αγοράς είναι σε θέση να αποφασίσει, αν θα συνεργαστεί με μία εταιρεία και θα κατευθύνεται από μακροπρόθεσμη στρατηγική με προοπτική να κερδίσει φυσιολογικά κέρδη από την επένδυσή του (31), ο «πιστωτής στα πλαίσια της οικονομία της αγοράς», ο οποίος ήδη είναι σε εμπορική ή δημόσια σχέση με την εταιρεία που αδυνατεί να καταβάλει τις πληρωμές της, θα προσπαθήσει να καταφέρει να του επιστραφούν τα οφειλόμενα ποσά (32) με όσο καλύτερες προϋποθέσεις γίνεται από την άποψη τόσο τη χρονική όσο και την ποσοτική. Τα κίνητρα του υποτιθέμενου επενδυτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς και του επενδυτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς είναι λοιπόν διαφορετικά. Το δίκαιο για το λόγο αυτό έχει διαφοροποιήσει τους ρόλους ξεχωριστά για τις δύο αυτές περιπτώσεις.

(107)

Δεύτερον, σε σχέση με την αναλογία πιστωτής - προμηθευτής, είναι σημαντικό να αναφερθεί, ο χαρακτήρας τέτοιων αξιώσεων του πιστωτή και κρατικών αξιώσεων είναι στη βάση τους διαφορετικές. Καθώς οι σχέσεις προμηθευτή με εταιρεία που αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της είναι αποκλειστικά σχέσεις που πηγάζουν από συμβάσεις, ο προμηθευτής από την απώλεια του εμπορικού συνεταίρου πραγματικά θα ζημιωθεί. Εάν η χρεωμένη εταιρεία πτωχεύσει ή πωληθεί, ο προμηθευτής θα πρέπει να βρει νέο πελάτη ή να υπογράψει συμφωνία με τον νέο ιδιοκτήτη. Το ρίσκο είναι μεγάλο εάν η εξάρτησή του από τη χρεοκοπημένη εταιρεία είναι μεγάλης έκτασης. Ένας τέτοιος πιστωτής θα είναι πραγματικά προσεκτικότερος στο μέλλον. Παρ’ όλα αυτά οι σχέσεις κράτους και χρεοκοπημένης εταιρείας βασίζονται στο δημόσιο δίκαιο, για αυτό δεν είναι εξαρτημένες από τις επιθυμίες τους. Κάθε νέος ιδιοκτήτης, που αναλαμβάνει την περιουσία εταιρείας που τελεί σε πτώχευση, αυτομάτως υποχρεούται να καταβάλει φόρους. Εκτός αυτού το κράτος δεν είναι ποτέ εξαρτημένο από έναν φορολογούμενο. Τέλος, το σημαντικότερο επιχείρημα είναι ότι το κράτος κατά την είσπραξη των φόρων ποτέ δεν το κάνει υπό το πρίσμα του κέρδους και δεν συμπεριφέρεται εμπορικά και με επιχειρηματικά κίνητρα. Η αναφερόμενη αναλογία λοιπόν δεν είναι έγκυρη.

(108)

Η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι η θέση του κράτους υπό αυτές τις συνθήκες δεν συγκρίνεται με τη θέση υποτιθέμενου επενδυτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς ή υποτιθέμενου εξαρτημένου πιστωτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς. Για αυτό η απώλεια μελλοντικών φόρων δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή της αρχής του πιστωτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς.

(109)

Από τους φόρους που έχει καταβάλει ο αποδέκτης συμπεραίνεται ότι η πλειοψηφία των φόρων που κατέβαλε από το έτος 1995 ήταν έμμεσοι φόροι (φόροι κατανάλωσης και ΦΠΑ). Εφόσον λοιπόν τους φόρους αυτούς τους καταβάλουν οι καταναλωτές, η πτώχευση του αποδέκτη δεν θα επηρέαζε την είσπραξή τους, αφού οι καταναλωτές θα συνέχιζαν να αγοράζουν φορολογημένα προϊόντα (στην περίπτωσή μας οινοπνευματώδη και οινόπνευμα) από άλλους παραγωγούς. Το επιχείρημα του αποδέκτη που αφορά τη μελλοντική μεγάλη σε έκταση απώλεια φόρων δεν είναι αξιόπιστο.

2.4.   Συμπέρασμα

(110)

Με βάση τις ανωτέρω αποδείξεις η Επιτροπή συμπεραίνει ότι στην περίπτωση αυτή δεν εκπληρώθηκε ο ρόλος του πιστωτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς και το κράτος παραχώρησε στον αποδέκτη πλεονέκτημα, που δεν θα είχε τη δυνατότητα να λάβει υπό συνθήκες της ελεύθερης αγοράς.

(111)

Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το επίμαχο μέτρο αντιπροσωπεύει κρατική ενίσχυση με βάση το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(112)

Η κρατική ενίσχυση που έλαβε ο αποδέκτης είναι ίση με το οφειλόμενο ποσό που παραγράφηκε από την Δ.Ο.Υ. στα πλαίσια της διαδικασίας εκκαθάρισης, δηλαδή 416 515 990 SKK.

3.   Συμβατότητα της ενίσχυσης: εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 της συνθήκης ίδρυσης ΕΚ

(113)

Πρωταρχικός σκοπός του μέτρου είναι να ενισχύσει την εταιρεία που βρίσκεται σε δυσχέρεια. Σ' αυτές τις περιπτώσεις δύναται να εφαρμοστεί η εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, που επιτρέπει την κρατική ενίσχυση προς στήριξη της ανάπτυξης μερικών οικονομικών τομέων, εφόσον η ενίσχυση αυτή δεν επηρεάζει αρνητικά τις συνθήκες εμπορίου σε τέτοια έκταση, που θα την έθετε σε αντίθεση με τα κοινά συμφέροντα, και εφόσον τηρούνται οι αρμόδιοι όροι.

(114)

Υπό το πρίσμα του παραγωγικού χαρτοφυλακίου του αποδέκτη η Επιτροπή εξέτασε, εάν στη περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι ειδικά όροι για το τομέα της γεωργίας. Η Επιτροπή με βάση στοιχεία για τον κύκλο εργασιών του αποδέκτη που παρουσίασαν οι σλοβακικές αρχές μέσω της διαδικασίας ενδελεχούς έρευνας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πλειοψηφία των προϊόντων του αποδέκτη δεν είναι προϊόντα που προσδιορίζονται στο παράρτημα I της συνθήκης ΕΚ, και για αυτό σε αυτά εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες περί κρατικής ενίσχυσης.

(115)

Ο αποδέκτης στις παρατηρήσεις του επί της αποφάσεως να κινηθεί διαδικασία ενδελεχούς έρευνας εξέφρασε αντιρρήσεις κατά των στοιχείων για τον κύκλο εργασιών του που παρουσίασαν πριν οι σλοβακικές αρχές (βλέπε πίνακα 1), αλλά δεν εξέφρασε αντιρρήσεις κατά της απόφασης της Επιτροπής να στηρίξει την αξιολόγησή της στους γενικούς κανονισμούς περί κρατικής ενισχύσεως. Χωρίς προσπάθεια να αποδείξει, εάν τα στοιχεία που παρουσίασε ο αποδέκτης είναι επακριβή (33), η Επιτροπή έλεγξε, εάν το αναφερόμενο συμπέρασμα θα στεκόταν κατά την εξέταση νέων στοιχείων. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κύκλο εργασιών του αποδέκτη αποτελούν προϊόντα, που δεν ανήκουν μεταξύ των προϊόντων που προσδιορίζονται στο παράρτημα I της συνθήκης ΕΚ. Γι’ αυτό και σε αυτά εφαρμόζοντα οι γενικοί, και όχι οι ειδικοί κανονισμοί περί κρατικής ενισχύσεως.

(116)

Η ενίσχυση για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση εταιρείας που βρίσκεται σε δυσχέρεια καθορίζεται από εγκυκλίους της Κοινότητας περί κρατικής ενισχύσεως για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (34) (εφεξής «νέες οδηγίες»), που αντικαθιστούν τη φρασεολογία που χρησιμοποιείται από το 1999 (35) (εφεξής «οδηγίες από το 1999»).

(117)

Στους προσωρινούς κανονισμούς των νέων οδηγιών καθορίζεται ότι οι νέες οδηγίες εφαρμόζονται για την αξιολόγηση οποιασδήποτε ενισχύσεως για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων την οποία παρέχουν χωρίς την έγκριση της Επιτροπής (μη νόμιμη ενίσχυση), εάν μέρος ή το σύνολο της ενίσχυσης έχει δοθεί μετά την 1η Οκτωβρίου 2004, δηλαδή μετά τη δημοσίευση των νέων οδηγιών στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σημείο 104). Εάν η ενίσχυση είχε μη νομίμως παρασχεθεί πριν την 1η Οκτωβρίου 2004, η έρευνα θα κατευθύνεται με βάση τις εν ισχύ οδηγίες αυτής της περιόδου, που εφαρμόσθηκε το μέτρο της ενίσχυσης (σημείο 104).

(118)

Η Επιτροπή αναφέρει ότι η έγκριση εκκαθάρισης από τη Δ.Ο.Υ. εκδόθηκε στις 9 Ιουλίου 2004 και είχε ισχύ εφαρμογής την 23η Ιουλίου 2004. Άρα η ενίσχυση είχε μη νομίμως παρασχεθεί πριν την 1η Οκτωβρίου 2004. Εφαρμόζονται έτσι οι οδηγίες από το 1999, εν ισχύ την περίοδο, που εφαρμόσθηκε το μέτρο της ενίσχυσης.

(119)

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αποδέκτης είναι μεσαία επιχείρηση σύμφωνα με τους Κανονισμούς της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 70/2001 και την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ περί κρατικής ενισχύσεως μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (36).

3.1.   Αρμοδιότητες της επιχείρησης

(120)

Η επιχείρηση σύμφωνα με το σημείο 5 στοιχείο γ) της οδηγίας από το 1999 θεωρείται χρεοκοπημένη, εάν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία πληροί τα κριτήρια, για να τεθεί σε διαδικασία συλλογικής χρεοκοπίας.

(121)

Ο αποδέκτης ήταν συμμέτοχος διαδικασίας εκκαθάρισης, η οποία στα πλαίσια του προσδιορισμού του νόμου περί πτώχευσης μπορεί να εφαρμοστεί σε χρεοκοπημένες επιχειρήσει. Για αυτό νομιμοποιείται να δεχθεί ενίσχυση για διάσωση και αναδιάρθρωση.

3.2.   Ενίσχυση για διάσωση της επιχείρησης

(122)

Τα επίμαχα μέτρα αρχικά παρουσίαζαν οι σλοβακικές αρχές ως μέτρα για τη διάσωση της επιχείρησης. Σύμφωνα με την οδηγία από το 1999 η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για τη συμβατότητα της ενίσχυσης ως ενίσχυσης για διάσωση για τους λόγους που αναφέρονται στο μέρος III.

(123)

Ούτε οι σλοβακικές αρχές ούτε ο αποδέκτης εξέφρασαν αμφιβολίες επ’ αυτού. Στην Επιτροπή δεν κατατέθηκαν νέα στοιχεία για αυτό το σημείο.

(124)

Εφόσον οι ανωτέρω αμφιβολίες δεν απομακρύνθηκαν, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση δεν είναι συμβατή ως ενίσχυση σύμφωνα με την οδηγία από το έτος 1999.

3.3.   Ενίσχυση για αναδιάρθρωση της επιχείρησης

(125)

Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες, αμφιβολίες για τη συμβατότητα της ενίσχυσης ως ενίσχυσης για αναδιάρθρωση σύμφωνα με την οδηγία από το έτος 1999 για τους λόγους που αναφέρονται στο μέρος III.

(126)

Η Επιτροπή γνωστοποιεί ότι οι σλοβακικές αρχές, οι οποίες έχουν την υποχρέωση να αποδείξουν ότι η κρατική ενίσχυση είναι σε εναρμόνιση με την κοινή αγορά, δεν παρέθεσαν νέα στοιχεία προς ενίσχυση αυτής. Η Επιτροπή εξέτασε λεπτομερώς τις παρατηρήσεις που παρουσίασε ο αποδέκτης.

3.3.1.   Επιστροφή της επιχείρησης στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα

(127)

Σύμφωνα με την οδηγία του 1999 θα πρέπει η παρασχόμενη ενίσχυση για αναδιάρθρωση να σχετίζεται και να προϋποθέτεται από την εφαρμογή υλοποιήσιμου σχεδίου αναδιάρθρωσης για την επαναφορά μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της εταιρείας. Το Κ.Μ. δεσμεύεται επί του σχεδίου αυτού, το οποίο θα πρέπει να εγκριθεί από την Επιτροπή. Η αδυναμία της εταιρείας να καταρτίσει σχέδιο θεωρείται ως κατάχρηση της ενίσχυσης.

(128)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα πρέπει θα πρέπει να επαναφέρει στην αποδέκτη τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα σε εύλογο χρονικό διάστημα στα πλαίσια και βάση ρεαλιστικών προϋποθέσεων όσον αφορά τους όρους της μελλοντικής λειτουργίας. Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να περιγράφει τις συνθήκες που δημιούργησαν τις συνθήκες πτώχευσης της επιχείρησης, και να προτείνει επαρκή μέτρα προς επίλυση της καταστάσεως. Τα μέτρα αναδιάρθρωσης δεν θα πρέπει να στηρίζονται στην ενίσχυση που δίδεται ως παραγραφή των χρεών και των ζημιών χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι που δημιούργησαν την κατάσταση αυτή.

(129)

Για τις επιχειρήσεις, που εδρεύουν σε περιφέρειες όπου παρέχεται ενίσχυση, και για τις μικρές και μεσαίες εταιρείες, οι οδηγίες από το 1999 καθορίζουν ότι οι προϋποθέσεις για να τους εγκριθεί ενίσχυση μπορεί να είναι λιγότερο αυστηρές, εφόσον αφορά την εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων και περιέχουν διαχείριση παρακολούθησης. Οι συνθήκες αυτές όμως δεν αποσυνδέουν τις επιχειρήσεις αυτές από την υποχρέωση να καταστρώσουν σχέδιο αναδιάρθρωσης και τα ΚΜ από την υποχρέωση να παρέχουν ενίσχυση για αναδιάρθρωση υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής αντισταθμιστικών μέτρων.

(130)

Μετά την εκκίνηση της διαδικασίας ενδελεχούς έρευνας οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι το επιχειρηματικό σχέδιο, που έχει ως υποχρέωση ο αποδέκτης να καταστρώσει ως προϋπόθεση για να κινηθεί η διαδικασία εκκαθάρισης, ελέγχτηκε μόνο από το αρμόδιο δικαστήριο, δηλαδή όχι από το όργανο που παρέχει την ενίσχυση, και ότι ούτε το δικαστήριο, ούτε η Δ.Ο.Υ. παρακολούθησαν την εφαρμογή του σχεδίου.

(131)

Ο αποδέκτης σε αντίκρουση με αυτά, δήλωσε ότι η Δ.Ο.Υ. μελέτησε την ικανότητα του επιχειρηματικού σχεδίου να επαναφέρει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα πριν εγκριθεί η εκκαθάριση, στους ισχυρισμούς τους όμως δεν παράθεσαν στοιχεία.

(132)

Ο αποδέκτης στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι η απουσία σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν είναι σε κατάσταση ex post αξιολόγηση της ενίσχυσης για την Επιτροπή σχετική, αφού η Επιτροπή μπορεί πλέον να πεισθεί, εάν ο αποδέκτης είναι πλέον βιώσιμος. Σύμφωνα με τον αποδέκτη, τυπικό σχέδιο αναδιάρθρωσης μπορεί να ζητηθεί μόνο σε περίπτωση αξιολόγησης ex ante και μόνο σε αξιολογήσεις που εφαρμόζονται σύμφωνα με τις οδηγίες από το 1999.

(133)

Αυτή η επιχειρηματολογία δεν είναι σωστή. Οι οδηγίες από το έτος 1999 εφαρμόζονται σε αξιολογήσεις συμβατές, όπως και σε μη νόμιμες ενισχύσεις. Κατά την αξιολόγηση ισχύει πάντα η προϋπόθεση ότι η ενίσχυση αναδιάρθρωσης συνδέεται με ικανό σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η Επιτροπή πρέπει να αξιολογεί με βάση στοιχεία γνωστά την περίοδο παροχής της ενίσχυσης.

(134)

Τέλος μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Δ.Ο.Υ. ως όργανο που παρέχει την ενίσχυση δεν είχε τη δυνατότητα αξιολόγησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης και να συσχετίσει την παραγραφή των οφελών με την εφαρμογή του, η οποία θα τελούσε υπό αυστηρή παρακολούθηση. Από αυτό συμπεράνουμε ότι δεν εκπληρώθηκε η πρώτη, τυπική, προϋπόθεση, η οποία εφαρμόζεται σε όλη της την έκταση και κατά την ex post αξιολόγηση.

(135)

Σε σχέση με το περιεχόμενο του επιχειρηματικού σχεδίου, οι σλοβακικές αρχές δεν παρουσίασαν κανένα στοιχείο, που να απομάκρυνε τις αμφιβολίες της Επιτροπής με το εάν το σχέδιο είναι πράγματι αντιαρθριτικό όπως ορίζεται από τις οδηγίες του 1999.

(136)

Η Επιτροπή θα πρέπει να στηρίξει το συμπέρασμά της, που την οδήγησε στην απόφαση να κινήσει διαδικασία ενδελεχούς έρευνας. Το επιχειρηματικό σχέδιο που παρουσιάστηκε είναι σχέδιο που εξετάζει μόνο τα επείγοντα προβλήματα του αποδέκτη, που αφορούσαν την αύξηση του δημόσιου χρέους. Το σχέδιο αυτό δεν αναλύει καθόλου τις συγκυρίες, που επέφεραν χρεοκοπία στον αποδέκτη, ούτε την οικονομική κατάσταση της εταιρείας την περίοδο αυτή και τα οικονομικά μέσα. Καθώς τέτοια μελέτη απουσίαζε, ο αποδέκτης πρότεινε συγκεκριμένα βήματα επίλυσης συγκεκριμένων αιτιών, που επέφεραν τη χρεοκοπία. Το μοναδικό μέτρο, που παρουσιάζεται αναλυτικά, είναι η προτεινόμενη οικονομική αναδιάρθρωση μέσω της εκκαθάρισης με τους πιστωτές.

(137)

Στο σχέδιο δεν αναφέρεται καθόλου η αύξηση του προσωπικού κεφαλαίου του αποδέκτη, το οποίο ο αποδέκτης παρουσίασε ως ένα από τα μέτρα αναδιάρθρωσης. Κανένα από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδεικνύουν ότι η αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας Hydree Slovakia μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο που θα εξασφάλιζε ότι ο αποδέκτης για ένα μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα δεν θα επαναλάβει τη στρατηγική του της χρηματοδότησης της λειτουργίας του να στηρίζει στη μη καταβολή ΦΠΑ και καταναλωτικών φόρων, η οποία στο τέλος επέφερε και την πτώχευση. Οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η αύξηση κεφαλαίου δεν μείωσε τον κίνδυνο επανάληψης των οικονομικών δυσχερειών. Οι αμφιβολίες αυτές είναι ισχυρότερες, εάν ληφθεί υπόψη ότι η αύξηση του κεφαλαίου ήταν της τάξης των 21 εκατ. SKK και το αναδιαρθρωτικό χρέος 644 εκατ. SKK.

(138)

Από μόνης της, η αύξηση κεφαλαίου, δεν είναι απόδειξη εμπιστοσύνης της αγοράς κατά την επαναφορά της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του αποδέκτη. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο αποδέκτης, παρά τη μεγάλη προσπάθειά του, δεν κατάφερε να λάβει δάνειο από ιδιωτική τράπεζα.

(139)

Η Επιτροπή στη συνέχεια αναφέρει ότι η ενοικίαση της μονάδος παραγωγής στον ανταγωνιστή του αποδέκτη, την εταιρεία Old Herold s.r.o., ήταν καθαρό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο αποδέκτης έχασε τη άδεια παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών, και όχι του ότι αυτή θα ήταν επιζήμια και άρα απαιτούσε αναδιάρθρωση. Είναι επίσης γεγονός ότι ο αποδέκτης θα μπορούσε να αιτηθεί νέα άδεια μετά το πέρας της εκκαθάρισης, αλλά δεν κατέθεσε αίτηση. Η Επιτροπή βέβαια παρατηρεί ότι ο αποδέκτης συνεχίζει να πουλά προϊόντα που παράγει η εταιρεία Old Herold στις μονάδες του αποδέκτη με τα διακριτικά του αποδέκτη, πώληση την οποία σχεδιάζει να αυξήσει, όπως αναφέρει στην ετήσια έκθεση για την περίοδο από 29 Απριλίου 2004 έως 30 Δεκεμβρίου 2004. Την ενοικίαση της παραγωγικής μονάδας δεν μπορούμε λοιπόν να τη θεωρήσουμε ως μέτρο αναδιάρθρωσης, εφόσον με βάση τα γνωστά στοιχεία δεν υπήρξε η ανάγκη η μονάδα αυτή της παραγωγής να αναδιαρθρωθεί.

(140)

Όσον αφορά τα προτεινόμενα μέτρα στο επιχειρηματικό σχέδιο, οι αμφιβολίες της Επιτροπής παραμένουν. Τα μέτρα αυτά είναι απλές δραστηριότητες στα πλαίσια της κοινής εμπορικής δραστηριότητας, και όχι ριζοσπαστικά μέτρα (πώληση παλαιών μονάδων ή οχημάτων). Τα δύο βασικά προτεινόμενα μέτρα (παύση παραγωγής μη επικερδών αναψυκτικών και η πώληση μερικών ακινήτων) παρουσιάστηκαν με ακαθόριστο τρόπο, χωρίς την αναφορά συγκεκριμένων προϊόντων και χρονικού ορίζοντα. Οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι τα ακίνητα που ήταν προς πώληση (διοικητικό κτήριο, καταστήματα και χώροι αναψυχής) δεν πωλήθηκαν κατά την 10η Οκτωβρίου 2005, δηλ. ότι το σχεδιαζόμενο μέτρο δεν εφαρμόσθηκε όπως παρουσιάσθηκε.

(141)

Με βάση την απουσία τυπικού σχεδίου αναδιάρθρωσης σε συνάρτηση με την απουσία έκθεσης χρεοκοπίας, μέτρα απαραίτητα για την επίλυση τέτοιων προβλημάτων όπως και την απουσία προϋποθέσεων αγοράς και προοπτικής η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επιχειρηματικό σχέδιο που παρουσίασε ο αποδέκτης δεν είναι πραγματικό σχέδιο αναδιάρθρωσης όπως ορίζεται από τις οδηγίες από το 1999 (37). Οι αμφιβολίες της Επιτροπής ότι ο αποδέκτης θα επαναφέρει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συνεχίζουν να υπάρχουν.

3.3.2.   Ενίσχυση περιορισμένη στο απολύτως ελάχιστο

(142)

Το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι υπό το πρίσμα της απουσίας του σχεδίου αναδιάρθρωσης οι αμφιβολίες της για επιστροφή μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της εταιρείας παραμένουν, αποτελούν από μόνες τους απόδειξη ότι η ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την ενιαία αγορά. Παρ’ όλα αυτά η Επιτροπή θα εκτιμήσει και άλλα ουσιώδη κριτήρια που περιέχοντα στις οδηγίες του 1999, το γεγονός δηλαδή ότι η ενίσχυση πρέπει να είναι περιορισμένη στο απολύτως ελάχιστο.

(143)

Σύμφωνα με το σημείο 40 της οδηγίας του 1999 θα πρέπει το ύψος και η αναλογία της ενίσχυσης να περιορίζεται στο απολύτως ελάχιστο, η οποία θα επιτρέπει την αναδιάρθρωση με βάση την υπάρχουσα δυνατότητα χρηματοδότησης του αποδέκτη. Ο αποδέκτης θα πρέπει να παρέχει σημαντική χορηγία για την αναδιάρθρωση από δικά του αποθέματα.

(144)

Η δαπάνη για την αναδιάρθρωση ανήλθε σε 644 591 440 SKK (16,96 εκατ. ευρώ), που αντιπροσωπεύει το σύνολο του αναδιαρθρωτικού χρέους στα πλαίσια της εκκαθάρισης. Ο αποδέκτης κατέβαλε το 35 % του συνολικού ποσού, δηλαδή 225 607 028 SKK (5,93 εκατ. ευρώ).

(145)

Οι σλοβακικές αρχές δεν έδωσαν εξηγήσεις επί των αμφιβολιών που εξέφρασε επ' αυτού η Επιτροπή. Ο αποδέκτης εξήγησε τον τρόπο χρηματοδότησης αποπληρωμής του χρέους, υπόλοιπο από την εκκαθάριση (βλέπε σημείο 30). Κατ’ ισχυρισμόν του αποδέκτη αυτός κατέβαλε [λιγότερο από 300] εκατ. SKK ([λιγότερο από 7,9] εκατ. ευρώ).

(146)

Κατ’ αρχήν, η Επιτροπή παρουσιάζει ότι τα οικονομικά του αποδέκτη, ήταν μεγαλύτερα της οφειλής που υπήρξε μετά το κλείσιμο της εκκαθάρισης. Αυτό αποδεικνύει ότι η ενίσχυση δεν περιορίστηκε στο απολύτως ελάχιστο.

(147)

Το σημαντικότερο όμως, είναι ότι η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δάνειο που δόθηκε στην εταιρεία Old Herold δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαρκτής παροχής σύμφωνα με την οδηγία του 1999. Οι δεσμεύσεις αντιπροσωπεύουν μόνιμη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Είναι βραχυπρόθεσμα δάνεια, που θα πρέπει όμως να επιστραφούν. Η επιχείρηση έχει στη διάθεσή της συμπληρωματικές πηγές για αναδιάρθρωση μόνο όταν οι προμηθευτές δεσμεύονται να δώσουν παράταση στις πληρωμές, από ότι συνηθίζεται. Τέτοια παράταση, είναι ένδειξη ότι η αγορά έχει εμπιστοσύνη στο ότι επιστρέφει η βιωσιμότητα της εταιρείας.

(148)

Ο αποδέκτης δεν απέδειξε ότι η αναβολή των πληρωμών της εταιρείας Old Herold σημαντικά διαφοροποιήθηκε από την κοινή πρακτική της αγοράς μεταξύ των αποδεκτών και των προμηθευτών του. Το χρονικό όριο 40 ημερών για πληρωμή μπορεί να θεωρηθεί ως κοινή πρακτική, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η παράτασή αυτή δόθηκε στον αποδέκτη μετά το πέρας της εκκαθάρισης. Για τον λόγο αυτό ο αποδέκτης δεν βρισκόταν σε οικονομική δυσχέρεια. Κύριος σκοπός της εκκαθάρισης ήταν να βοηθηθεί ο αποδέκτης στην οικονομική του δυσχέρεια.

(149)

Για του λόγους αυτούς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναβολή αυτή στην καταβολή των πληρωμών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως χορηγία για την αναδιάρθρωση, προερχόμενη από ξένες πηγές.

(150)

Χωρίς την αναβολή αυτή στην καταβολή των πληρωμών, η παροχή του αποδέκτη στα πλαίσια της οδηγίας του 1999 ανέρχεται σε [λιγότερο από 170] εκατ. SKK [λιγότερο από 4,5] εκατ. ευρώ, δηλαδή ανταποκρίνεται σε [λιγότερο από 27] % της δαπάνης αναδιάρθρωσης.

(151)

Η οδηγία του 1999 δεν αναφερόταν σε όρια αξιών, που να ορίζουν πότε η παροχή του αποδέκτη μπορεί να θεωρηθεί ως σημαντική.

(152)

Λαμβάνοντας υπόψη την πρακτική της Επιτροπής κατά την εφαρμογή της οδηγίας του 1999 όπως και την εξέλιξη του τρόπου σκέψης της Επιτροπής σε συνάρτηση με το κριτήριο αυτό, με την εφαρμογή ορίων αξιών στις νέες οδηγίες (38), Η Επιτροπή θεωρεί την παροχή του αποδέκτη ύψους [λιγότερο από 27] % ως αρκετά χαμηλή. Τέτοια παροχή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ικανοποιητική σύμφωνα με την οδηγία του 1999 μόνο στην περίπτωση που, όλες οι υπόλοιπες προϋποθέσεις για παροχή ενίσχυσης είχαν εκπληρωθεί. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη της και το γεγονός εάν ο αποδέκτης δραστηριοποιείται στη περιφέρεια που δέχεται ενίσχυση, σε ποιο βαθμό οι πηγές χρηματοδότησης της εταιρείας αντικατοπτρίζουν την εμπιστοσύνη της αγοράς, εκτός του αποδέκτη και των μετόχων, σε σχέση με τη βιωσιμότητα της εταιρείας ή άλλες ιδιαιτερότητες της περιπτώσεώς μας.

(153)

Σε σχέση με τα ανωτέρω, η Επιτροπή στη περίπτωση αυτή δεν δύναται να συμφωνήσει ότι η παροχή του αποδέκτη ήταν σημαντική. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αμφιβολίες της, με το αν η παροχή το αποδέκτη ήταν σημαντική και αν η ενίσχυση περιορίστηκε στο απολύτως ελάχιστο, παραμένουν.

3.4.   Συμβατότητα της ενίσχυσης — Συμπέρασμα

(154)

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση δεν είναι σε εναρμόνιση με την ενιαία αγορά ως ενίσχυση για τη διάσωση της επιχείρησης ούτε ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Εκτός αυτού στη περίπτωση αυτή δεν ισχύει καμία από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στη συνθήκη ΕΚ.

VII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(155)

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Σλοβακική Δημοκρατία έκνομα προχώρησε σε παραγραφή φορολογικού χρέους από την εταιρεία Frucona Košice, a.s., και παραβίασε το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης EΚ. Η ενίσχυση αυτή δεν είναι συμβατή με την κοινή αγορά με βάση εξαιρέσεων που ορίζονται στη συνθήκη ΕΚ.

(156)

Παρόλο που η εφαρμογή της παραγραφής φορολογικού χρέους διακόπτεται μέχρι τη λήξη της παρούσας διαδικασίας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πλεονέκτημα για τον αποδέκτη επήλθε όταν η Δ.Ο.Υ. αποφάσισε να παραιτηθεί από ένα μέρος των αξιώσεών της, και έτσι να παρασχεθεί ενίσχυση στον αποδέκτη. Αυτό αποτέλεσε το σημείο εφαρμογής ισχύος της συμφωνίας με τους πιστωτές από την 23η Ιουλίου 2004. Το πλεονέκτημα του αποδέκτη έναντι των ανταγωνιστών του βρίσκεται στο γεγονός ότι από αυτό η Δ.Ο.Υ. δεν εισέπραξε τα χρέη της.

(157)

Για να επανέλθουμε στη κατάσταση ex ante, η κρατική ενίσχυση θα πρέπει να επιστραφεί.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση, που η Σλοβακική Δημοκρατία χορήγησε υπέρ της εταιρείας Frucona Košice, a.s., ύψους 416 515 990 SKK, δεν είναι συμβατή με την ενιαία αγορά.

Άρθρο 2

1.   Η Σλοβακική Δημοκρατία να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα αναγκαία για την επιστροφή της εκνόμως χορηγηθείσας ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 από τον αποδέκτη.

2.   Η επιστροφή να πραγματοποιηθεί χωρίς αναβολή και σε εναρμόνιση με τη διαδικασία που ορίζει η εθνική νομοθεσία, εφόσον αυτή επιτρέπει την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσης απόφασης.

3.   Στο ποσό που θα επιστραφεί θα πρέπει να υπολογιστούν οι τόκοι για όλη την περίοδο από την ημερομηνία, που αυτή δόθηκε στη διάθεση της εταιρείας Frucona Košice, a.s., έως την ημερομηνία της πραγματικής επιστροφής.

4.   Οι τόκοι υπολογίζονται σε εναρμόνιση με αυτά που ορίζοντα στο κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου που καθορίζει λεπτομερώς όρους για την εφαρμογή του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (39). Το ποσοστό των τόκων θα εφαρμοσθεί ως σύνθετος τόκος καθ’ όλη τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στο σημείο 3.

Άρθρο 3

Η Σλοβακική Δημοκρατία πρέπει μέσα σε δύο μήνες από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης να ενημερώσει την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε σε συνάρτηση με την παρούσα απόφαση. Οι πληροφορίες αυτές να δοθούν με τη χρήση του ερωτηματολογίου της παραγράφου I της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Σλοβακική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 7 Ιουνίου 2006.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 233 της 22.9.2005, σ. 47.

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  Εμπιστευτική πληροφορία.

(4)  Ο κύκλος εργασιών σε ευρώ υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε 23,6 εκατ. ευρώ το 2002, 25,7 εκατ. ευρώ το 2003 και 23 εκατ. ευρώ το 2004. Νομισματική αναλογία που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση ήταν 1 EUR = 38 SKK.

(5)  Ο κύκλος εργασιών υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε 334 εκατ. SKK (8,8 εκατ. ευρώ) το 2002, 360 εκατ. SKK (9,5 εκατ. ευρώ) το 2003 και 720 εκατ. SKK (19 εκατ. ευρώ) το 2004.

(6)  Η εταιρεία θεωρείται χρεωμένη όταν έχει διάφορους πιστωτές και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην εξόφληση των υποχρεώσεών της σε διάστημα 30 ημερών από την ημερομηνία καταβολής αυτών.

(7)  Ο φόρος κατανάλωσης καταβάλλεται μηνιαίως.

(8)  Ποσά τα οποία είναι υποχρεωμένος ο αποδέκτης να καταβάλει στους πιστωτές.

(9)  Σύνολο χρεών προ της εκκαθαρίσεως σε ευρώ ανήρχετο σε 16,96 εκατ. ευρώ και το υπόλοιπο του συνολικού χρέους μετά την εκκαθάριση σε 5,93 εκατ. ευρώ.

(10)  Σε σχέση με την αφαίρεση της άδειας παραγωγής οινοπνεύματος και των παραγώγων του, σύμφωνα με πληροφορίες που έδωσε ο καταγγέλλων, αυτή η πώληση αφορούσε πιθανόν στο σύνολό του αλκοολούχα ποτά.

(11)  Ο αποδέκτης φέρει ως παράδειγμα εταιρεία, η οποία έχει παρόμοια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριοποιείται στον ίδιο τομέα, και μερικά άλλα γενικότερα στατιστικά στοιχεία σε σχέση με τη διαδικασία πτώχευσης στη Σλοβακία.

(12)  Από τα στοιχεία για το 2004, που χρησιμοποίησε η εταιρεία Ekorda στη μελέτη της, ως επακόλουθο ότι το 98 % είναι ΦΠΑ και φόρος κατανάλωσης.

(13)  Ο αποδέκτης παραπέμπει στην απόφαση C-278 έως C- 280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-4103.

(14)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2004 στην υπόθεση T-109/01, Fleuren Compostt κατά Επιτροπής, σημείο 74.

(15)  Πηγή: ισοσκέλιση για την περίοδο 1 Ιανουαρίου - 31 Δεκεμβρίου 2003 που παρουσίασε ο αποδέκτης. Όλες οι αξίες είναι λογιστικές αξίες.

(16)  Πηγή: Δεδομένα εταιρείας Ekorda από 7 Ιουλίου 2004 που εκφράζουν λογιστικές αξίες, εκτός των αξιώσεων, που υπολογίζονται με την πτωχευτική τους αξία.

(17)  Πηγή: Ισοσκέλιση για την περίοδο 1 Ιανουαρίου - 28 Απριλίου 2004 που παρουσίασε ο αποδέκτης. Όλες οι αξίες είναι λογιστικές αξίες.

(18)  Πληροφορίες των σλοβακικών αρχών βασισμένες στον επιτόπιο έλεγχο της εφορίας στους χώρους του αποδέκτη στις 21 Ιουνίου 2004 (βλέπε σημείο 54).

(19)  Πηγή: Ετήσια έκθεση έτους 2004 που παρουσίασε ο αποδέκτης. Όλες οι αξίες είναι λογιστικές αξίες.

(20)  Οικόπεδα, κτήρια, μηχανές και μέρη τους, μη υλική περιουσία, οικονομική περιουσία.

(21)  Σύμφωνα με την εταιρεία Ekorda η λογιστική αξία βραχυπρόθεσμων αξιώσεων ύψους 166 εκατ. SKK πρέπει να διορθωθεί σε πτωχευτική αξία ύψους 98 εκατ. SKK (βλέπε σημείο 86).

(22)  Δεν είναι ξεκάθαρο, εάν αυτή η αξία αντιπροσωπεύει λογιστική ή πτωχευτική αξία βραχυπρόθεσμων αξιών. Για σιγουριά η Επιτροπή την υπολογίζει ως λογιστική αξία.

(23)  Αυτό είναι λογιστική αξία (166 εκατ. SKK) διορθωμένη από την εταιρεία Ekorda έτσι ώστε να καλύπτει την πτωχευτική αξία των αξιώσεων.

(24)  Αυτό είναι κατά προσέγγιση η πτωχευτική αξία, την οποία η Επιτροπή έλαβε διορθώνοντας τη λογιστική αξία των βραχυπρόθεσμων αξιώσεων (147εκατ. SKK) με τον ίδιο τρόπο, που στην έκθεσή της χρησιμοποίησε η εταιρεία Ekorda (βλέπε παρατήρηση 19).

(25)  Αυτό είναι κατά προσέγγιση η πτωχευτική αξία, την οποία η Επιτροπή έλαβε διορθώνοντας τη λογιστική αξία των βραχυπρόθεσμων αξιώσεων (63 εκατ. SKK) με τον ίδιο τρόπο, που στην έκθεσή της χρησιμοποίησε η εταιρεία Ekorda (βλέπε παρατήρηση 19). H Επιτροπή παρατηρεί ότι σύμφωνα με τις πληροφορίες των σλοβακικών αρχών οι αξιώσεις ύψους 63 εκατ. SKK ήταν αξιόπιστες. Είναι για αυτό αμφίβολο, εάν θα πρέπει η λογιστική τους αξία να διορθωθεί. Στη περίπτωση που η αξία των 63 εκατ. SKK αντιπροσώπευε πτωχευτική αξία αυτών των αξιώσεων, το συνολικό όφελος από την πτωχευτική αξία κατά την 17η Ιουνίου 2004 θα ήταν 331 εκατ. SKK (8,7 εκατ. ευρώ).

(26)  Συμπεριλαμβανομένου της Δ.Ο.Υ., όπως και των ιδιωτών πιστωτών.

(27)  Αυτό το στοιχείο αμφισβητείται από τις σλοβακικές αρχές, όπως εξηγεί στη συνέχεια το κείμενο.

(28)  Συμπεριλαμβανομένης της πιστωμένης και μη πιστωμένης αμετάβλητης περιουσίας.

(29)  Δεν είναι απολύτως σαφές εάν η αξία των 63 εκατ. SKK αποτελεί λογιστική αξία ή πτωχευτική αξία βραχυπρόθεσμων αξιώσεων κατά την 17η Ιουνίου 2004 (βλέπε παρατηρήσεις 20 και 23). Επίσης δεν είναι ξεκάθαρο, στη πραγματικότητα η λογιστική αξία των αξιώσεων είναι ίση με την πτωχευτική αξία.

(30)  Από την επιστολή δύναται να συμπεράνουμε ότι το υπουργείο συμφώνησε με την εκκαθάριση υπό τη μορφή αναβολής της καταβολής του ΦΠΑ και των καταναλωτικών φόρων το πολύ για ένα δίμηνο και για τους υπόλοιπους φόρους για ένα εξάμηνο.

(31)  Απόφαση T-152/99, Hamsa, σ. 126.

(32)  Ως παράδειγμα βλέπε απόφαση C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής («Tubacex»), σ. 46.

(33)  Τα στοιχεία αυτά δεν παρουσιάζονται σε συνάρτηση με τους ετήσιους λογιστικούς υπολογισμούς, που κατέθεσε ο αποδέκτης.

(34)  EΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(35)  ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.

(36)  ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33. Η οδηγία της Επιτροπής 70/2001 αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε από την οδηγία της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 364/2004 της 25ης Φεβρουαρίου 2004, που αντικαθιστά και συμπληρώνει την οδηγία (ΕΚ) αριθ. 70/2001 προς διεύρυνση της εφαρμογής της ενίσχυσης για την έρευνα και την ανάπτυξη, ΕΕ L 63 της 28.2.2004, σ. 22.

(37)  Βλέπε επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2001, υπόθεση C-17/1999, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής.

(38)  Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες το όριο αξίας για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι τουλάχιστον 40 %.

(39)  EΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Πληροφορίες που αφορούν την εφαρμογή της απόφασης της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση

C 25/2005 (ex NN 21/2005) που χορηγείται από τη Σλοβακική Δημοκρατία στην εταιρεία Frucona Košice a.s.

1.   Υπολογισμός ποσού, που θα πρέπει να επιστραφεί

1.1.

Αναφέρετε, παρακαλώ, τις ακόλουθες λεπτομέρειες που αφορούν το ύψος της μη νόμιμης κρατικής ενίσχυσης, που χορηγήθηκε στον αποδέκτη:

Ημερομηνία(-ες) (1)

Ύψος ενίσχυσης (2)

Νόμισμα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παρατηρήσεις:

1.2.

Αναφέρετε, παρακαλώ, λεπτομερώς τον τρόπο υπολογισμού των τόκων που συνυπολογίζονται στο ποσό της ενίσχυσης, που θα πρέπει να επιστραφεί.

2.   Σχεδιαζόμενα και ληφθέντα μέτρα για τη διευθέτηση επιστροφής της ενίσχυσης

2.1.

Αναφέρετε λεπτομερώς ποια μέτρα έχουν σχεδιαστεί, και ποια έχουν ήδη ληφθεί με σκοπό την άμεση και αποτελεσματική επιστροφή της ενίσχυσης. Εν ανάγκη αναφέρεται τη νομική υπόσταση των ληφθέντων/σχεδιαζόμενων μέτρων.

2.2.

Ποιες είναι οι ημερομηνίες καταβολής των δόσεων στα πλαίσια της διαδικασίας επιστροφής της ενίσχυσης; Πότε θα επιστραφεί η ενίσχυση στο σύνολό της;

3.   Ποσά της ενίσχυσης που έχουν επιστραφεί

3.1.

Αναφέρετε τις ακόλουθες λεπτομέρειες που αφορούν το ύψος της ενίσχυσης, που έχει επιστραφεί από τον αποδέκτη:

Ημερομηνία(-ες) (3)

Ύψος της ενίσχυσης που επιστράφηκε

Νόμισμα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3.2.

Παραθέσατε, παρακαλώ, έγγραφο που αφορά το ύψος της ενίσχυσης που έχει επιστραφεί που αναγράφεται στον πίνακα του σημείου 3.1.


(1)  

(o)

Ημερομηνία(-ες), που η κρατική ενίσχυση (μεμονωμένες καταβολές) χορηγήθηκε(-αν) στον αποδέκτη.

(2)  Ύψος ενίσχυσης, που χορηγήθηκε στον αποδέκτη (χονδρική ισοτιμία ενίσχυσης).

(3)  

(o)

Ημερομηνία(-ες) επιστροφής της ενίσχυσης.


30.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 112/32


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Δεκεμβρίου 2006

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 5/2006 (πρώην N 230/2005) που προτίθεται να χορηγήσει η Γερμανία υπέρ της Rolandwerft

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 5854]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/255/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα και έλαβε υπόψη της τις εν λόγω παρατηρήσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ και το πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία (1) (στο εξής «πλαίσιο») η Γερμανία, με επιστολή της 19ης Οκτωβρίου 2005 (ίδια ημερομηνία καταχώρησης από την Επιτροπή) κοινοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεσή της να χορηγήσει ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα στην εταιρεία Detlef Hegemann Rolandwerft GmbH & Co. KG («Rolandwerft») Με επιστολή της 16ης Νοεμβρίου 2005 η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες, τις οποίες η Γερμανία απέστειλε με επιστολή της 23ης Δεκεμβρίου 2005 (ίδια ημερομηνία καταχώρησης). Με επιστολή της 18ης Ιανουαρίου 2006 (ίδια ημερομηνία καταχώρησης) η Γερμανία τροποποίησε την κοινοποιηθείσα ενίσχυση.

(2)

Με επιστολή της 22ας Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γερμανία σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση. Η απόφαση της Επιτροπής όσον αφορά την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή κάλεσε τη Γερμανία και τους άλλους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η ένωση Verband für Schiffbau und Meerestechnik απέστειλε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 28ης Ιουνίου 2006 (ίδια ημερομηνία καταχώρησης). Η αποδέκτρια εταιρεία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 30ής Ιουνίου 2006 (ημερομηνία καταχώρησης 7 Ιουλίου 2006).

(3)

Οι παρατηρήσεις διαβιβάστηκαν στη Γερμανία με επιστολή της 17ης Ιουλίου 2006. Η Επιτροπή έλαβε την απάντηση της Γερμανίας με επιστολή της 11ης Αυγούστου 2006 (ίδια ημερομηνία καταχώρησης).

(4)

Η Γερμανία απάντησε όσον αφορά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας με επιστολή της 6ης Απριλίου 2006 (ίδια ημερομηνία καταχώρησης). Επακολούθησαν παραρτήματα που διαβιβάσθηκαν με επιστολή της 11ης Απριλίου 2006 (ημερομηνία καταχώρησης 12 Απριλίου 2006). Στις 17 Αυγούστου 2006 η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες, τις οποίες η Γερμανία διεβίβασε με επιστολή της 14ης Σεπτεμβρίου 2006 (ημερομηνία καταχώρησης 15 Σεπτεμβρίου 2006. Η Γερμανία διεβίβασε στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολή της 20ής Νοεμβρίου 2006 (ίδια ημερομηνία καταχώρησης). Στις 22 Νοεμβρίου 2006 πραγματοποιήθηκε συνάντηση με εκπροσώπους της Γερμανίας και του ναυπηγείου. Μετά την εν λόγω συνάντηση η Γερμανία διεβίβασε στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολή της 24ης Νοεμβρίου 2006 (ίδια ημερομηνία καταχώρησης).

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

1.   Η αποδέκτρια επιχείρηση

(5)

Αποδέκτης της ενίσχυσης είναι η Rolandwerft, επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη στη Βέρνη της Κάτω Σαξονίας στην περιφέρεια Wesermarsch (Γερμανία), ενισχυόμενη περιοχή σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ. Το ναυπηγείο βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Weser, που εκβάλλει στη Βόρεια Θάλασσα. Η Rolandwerft ανήκει στον όμιλο Hegemann και αποτελεί μεγάλη επιχείρηση, η οποία σύμφωνα με τη σύσταση της Επιτροπής σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (2) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μικρή ή μεσαία επιχείρηση.

(6)

Η Rolandwerft κατασκευάζει ποντοπόρα πλοία. Επιπλέον, οι κύριες δραστηριότητές της επικεντρώνονται στη ναυπήγηση πλοίων τροφοδοσίας, τη μικρότερη κατηγορία μεγέθους πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Εκτός αυτού το ναυπηγείο κατασκευάζει πλοία ειδικών χρήσεων όπως πλοία RoRo/LoLo και οχηματαγωγά. Το 1999, αντιδρώντας στην αλλαγή της ζήτησης στην αγορά, η Rolandwerft άρχισε να κατασκευάζει μεγαλύτερα πλοία μήκους […] (3) m, βάρους μέχρι […] t και χωρητικότητας μέχρι 850 TEU. Για τη ναυπήγηση των εν λόγω μεγαλύτερων πλοίων, η εταιρεία έπρεπε να εφαρμόσει επενδυτικό πρόγραμμα για την προσαρμογή του ναυπηγείου, το οποίο, μεταξύ άλλων προέβλεπε αναβάθμιση του ανυψωτήρα πλοίων «shiplift». Το πρόγραμμα προέβλεπε επίσης προέκταση της προβλήτας εξοπλισμού, που όμως, για οικονομικούς λόγους αναβλήθηκε. Στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της Rolandwerft ανήκει επίσης η επισκευή πλοίων. Οι εργασίες επισκευής λαμβάνουν χώρα τόσο στην ξηρά όσο και στο νερό.

(7)

Τα πλοία καταρχήν προκατασκευάζονται στο υπόστεγο 3 σε τμήματα και στον εξωτερικό χώρο ναυπήγησης σε μεγαλύτερες ενότητες. Τα προκατασκευασμένα μέρη των πλοίων μεταφέρονται με γερανό από τον εξωτερικό χώρο ναυπήγησης στο υπόστεγο ναυπήγησης 1, όπου συναρμολογούνται σε πλοία. Τα έτοιμα νέα πλοία μεταφέρονται στον ανυψωτήρα και εκεί καθελκύονται. Ο περαιτέρω εξοπλισμός των πλοίων πραγματοποιείται σε προβλήτα εξοπλισμού, που είναι κατάλληλη για πλοία μήκους μέχρι 140 μέτρων. Για την ανύψωση των κατασκευαστικών στοιχείων του εξοπλισμού χρησιμοποιείται γερανός προβλήτας 50 τόνων και γερανός 8 τόνων, που κινούνται στη σιδηροτροχιά της προβλήτας.

(8)

Από τις αρχές της δεκαετίας του 90 η Rolandwerft έχει τη δυνατότητα ταυτόχρονου εξοπλισμού δύο πλοίων (εκτός από περιόδους μειωμένης ζήτησης). Στην αρχική προβλήτα τα εν λόγω δύο (τότε μικρότερα) πλοία μπορούσαν να προσδεθούν άμεσα σε αυτήν. Όταν το 1999 η Rolandwerft άρχισε να κατασκευάζει μεγαλύτερα πλοία, το μήκος της προβλήτας έπαψε να επαρκεί. Για οικονομικούς λόγους η Rolandwerft δεν προεξέτεινε αμέσως την προβλήτα, αλλά ως μεταβατική λύση προσέδεε το δεύτερο πλοίο παράλληλα προς το πλοίο που ήταν αγκυροβολημένο απευθείας στην προβλήτα («παράλληλη θέση αγκυροβολίας»). Για κάθε πλοίο, το οποίο η Rolandwerft εξόπλιζε στην παράλληλη θέση αγκυροβολίας, η εταιρεία έπρεπε να ενοικιάσει περίπου […] φορές για τη διάρκεια […] πρόσθετο αυτοκινούμενο γερανό και […] για […] ένα μικρότερο πλωτό γερανό.

(9)

Ο εξοπλισμός και η επισκευή πλοίων στην παράλληλη θέση αγκυροβολίας αποδείχθηκε, ωστόσο, διαδικασία περίπλοκη, πολυδάπανη και μη αποδοτική, που επιπλέον ενείχε και υψηλό κίνδυνο ατυχήματος.

2.   Το επενδυτικό σχέδιο

(10)

Στόχος της ενίσχυσης είναι η υποστήριξη επενδύσεων σε πέντε διαφορετικούς τομείς του ναυπηγείου, και συγκεκριμένα στα υπόστεγα 1 και 3, στην προβλήτα 1, στα αυτόματα μηχανήματα συγκόλλησης και στην κατασκευή συμπληρωματικής προβλήτας. Οι περισσότερες επενδύσεις έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Η ενίσχυση ζητήθηκε πριν την έναρξη των επενδύσεων.

(11)

Σύμφωνα με τις δηλώσεις της Γερμανίας, οι επενδύσεις θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία 35 θέσεων εργασίας στην Rolandwerft. Μέρος των κατασκευαστικών εργασιών εκτελούσε προηγουμένως χαλυβουργείο στο […], που κατασκεύαζε τμήματα πλώρης για την Rolandwerft. Οι επενδύσεις θα επιτρέψουν στην Rolandwerft να επανεντάξει την κατασκευή των τμημάτων πλώρης στη δική της παραγωγική διαδικασία.

(12)

Με τις επενδύσεις θα προεκταθεί το υπόστεγο κατά 55 μέτρα. Όπως ανακοινώθηκε στην Επιτροπή, μεγάλο μέρος των ναυπηγικών εργασιών πραγματοποιείται υπαίθρια. Μετά την ολοκλήρωση του επενδυτικού σχεδίου θα εκτελούνται σχεδόν όλες οι εργασίες μέσα στο υπόστεγο.

(13)

Στο υπόστεγο 3 υπάρχουν οι εγκαταστάσεις για την κατασκευή των τμημάτων. Η πόρτα της εισόδου αρχικά είχε πλάτος μόνο 17,4 μέτρα, ενώ τα πλοία που ναυπηγεί η Rolandwerft κανονικά έχουν πλάτος 22,2 μέτρα. Ως αποτέλεσμα, τα τμήματα δεν ήταν δυνατόν να κατασκευαστούν στη διάταξη συναρμολόγησης, αλλά έπρεπε να κατασκευαστούν εγκάρσια στο υπόστεγο, ώστε να είναι δυνατή στη συνέχεια η μεταφορά τους διαμέσου της πόρτας. Η διαδικασία αυτή ήταν χρονοβόρα και πολυδάπανη. Η στενότητα της πόρτας του υπόστεγου περιόριζε επίσης το μήκος των τμημάτων, με αποτέλεσμα η Rolandwerft να πρέπει να κατασκευάζει περισσότερα τμήματα από όσα πραγματικά χρειαζόταν. Για να λυθεί το πρόβλημα, έπρεπε να διαπλατυνθεί η πόρτα του υπόστεγου. Αυτό το μέρος του σχεδίου πραγματοποιήθηκε το 2004.

(14)

Ένα άλλο μέρος του επενδυτικού σχεδίου, το οποίο υλοποιήθηκε το 2004, συνίστατο στην προέκταση του υπόστεγου στα βορειοδυτικά. Στο μέρος αυτό του υπόστεγου συγκολλούνται τα τμήματα πλοίων σε ενότητες. Λόγω της προέκτασης οι εργασίες συγκόλλησης θα εκτελούνται πλέον μέσα στο υπόστεγο, δηλαδή ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών. Οι σιδηροτροχιές των γερανών προεκτάθηκαν στον νέο χώρο του υπόστεγου κατασκευής τμημάτων πλοίων.

(15)

Τα επιμέρους τμήματα κατασκευάζονται σε στηρίγματα τρόπιδος, με τα οποία επίσης και μεταφέρονται. Δεδομένου ότι η Rolandwerft μετά τις επενδύσεις του 1999 κατασκευάζει μεγαλύτερα πλοία, το παλαιό σύστημα στηριγμάτων τρόπιδος, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Γερμανίας, δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτήσεις. Επιπλέον, τα τμήματα πρέπει πριν τη συγκόλληση να τοποθετηθούν με ακρίβεια. Πριν την επένδυση για το σκοπό αυτό η εταιρεία χρησιμοποιούσε αυτοκινούμενο γερανό, που είχε υψηλό κόστος από άποψη χρόνου και χρήματος. Για το λόγο αυτό το ναυπηγείο επένδυσε το 2004 σε σύγχρονα υδραυλικά στηρίγματα τρόπιδος, γεγονός που διευκόλυνε σημαντικά την τοποθέτηση των τμημάτων.

(16)

Ένα περαιτέρω επενδυτικό σχέδιο, το οποίο άρχισε τον Αύγουστο του 2005, αφορά την προέκταση του υπόστεγου 3 στα νοτιοανατολικά, που έχει επίσης ως στόχο να μην πρέπει πλέον οι εργασίες να εκτελούνται υπαίθρια.

(17)

Το επενδυτικό σχέδιο προβλέπει επίσης την προέκταση της σιδηροτροχιάς του γερανού στην αρχική προβλήτα κατά 96 μέτρα. Η εν λόγω προβλήτα έχει μήκος 200 μέτρων. Πριν την προέκταση ήταν δυνατός ο εξοπλισμός περίπου του μισού πλοίου με τον γερανό. Για το άλλο μισό η Rolandwerft έπρεπε να χρησιμοποιήσει […] αυτοκινούμενους γερανούς. Η σιδηροτροχιά γερανού επεκτάθηκε τόσο ώστε τα πλοία να μπορούν να εξυπηρετούνται σε όλο τους το μήκος από τον γερανό. Η εν λόγω επένδυση πραγματοποιήθηκε επίσης το 2004.

(18)

Το 2004 πραγματοποιήθηκαν επίσης επενδύσεις σε σύγχρονα αυτόματα μηχανήματα συγκόλλησης, με τα οποία είναι δυνατή η αυτόματη και ταχύτερη εκτέλεση των σχετικών εργασιών συγκόλλησης.

(19)

Το επενδυτικό πρόγραμμα για το 2005 και το 2006 περιλαμβάνει την κατασκευή πρόσθετης προβλήτας εξοπλισμού· επιπλέον η αρχική προβλήτα θα επεκταθεί κατά 180 μέτρα περίπου. Για την κατασκευή της προβλήτας εξοπλισμού απαιτούνται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα μέτρα: βυθοκόρηση του εδάφους στην όχθη του ποταμού, επιχωμάτωση του χώρου από την πλευρά της ξηράς και σύνδεση με το οδικό δίκτυο. Επιπλέον, πρέπει να προεκταθεί η σιδηροτροχιά του γερανού κατά 150 μέτρα ακόμα, να αγοραστεί και να εγκατασταθεί πρόσθετος γερανός 35 τόνων και να εξασφαλιστεί η εξυπηρέτηση των μέσων. Οι σχετικές εργασίες άρχισαν τον Αύγουστο του 2005.

(20)

Η απόφαση για τη ναυπήγηση μεγαλύτερων πλοίων από το 1999 υπήρξε η αφορμή για το εν λόγω επενδυτικό σχέδιο. Το ναυπηγείο ήδη τότε επένδυσε στην αναβάθμιση του ανυψωτήρα πλοίων προκειμένου να προσαρμόσει ανάλογα τις εγκαταστάσεις του. Σύμφωνα με δηλώσεις του αποδέκτη οι επενδύσεις στην προβλήτα αναβλήθηκαν κυρίως για δύο λόγους: πρώτον, τα διαθέσιμα χρηματοοικονομικά μέσα χρειάστηκαν επειγόντως για το ναυπηγείο Peene, που ανήκει επίσης στον όμιλο Hegemann και που την ίδια εποχή υποβλήθηκε σε γενική αναδιάρθρωση. Λόγω ύφεσης της αγοράς, που κράτησε μερικά χρόνια, δεν υπήρχαν διαθέσιμα άλλα μέσα προκειμένου να ολοκληρωθούν τα επενδυτικά μέτρα στην Rolandwerft. Δεύτερον, ήταν ευκολότερο να αναβληθούν οι εν λόγω επενδύσεις, δεδομένου ότι ο εξοπλισμός και η επισκευή παράλληλα τοποθετημένων πλοίων ήταν απόλυτα εφικτή από τεχνική άποψη (αν και όχι ιδιαίτερα συμφέρουσα από οικονομική).

(21)

Ένα άλλο πλεονέκτημα του επενδυτικού σχεδίου είναι, ότι η νέα προβλήτα θα επιτρέψει μελλοντικά στο ναυπηγείο να συμμετέχει σε διαγωνισμούς για τη ναυπήγηση και την επισκευή πλοίων του πολεμικού ναυτικού. Λόγω των κινδύνων, που συνδέονταν με τις ταυτόχρονες εργασίες σε δύο παράλληλα τοποθετημένα πλοία, η Rolandwerft δεν μπορούσε να αναλάβει εργασίες ναυπήγησης και επισκευής πλοίων για το γερμανικό πολεμικό ναυτικό. Λόγω των κινδύνων το γερμανικό πολεμικό ναυτικό ηρνείτο να αναθέσει έργα στην Rolandwerft, μολονότι η Rolandwerft ανήκε στον κύκλο των ναυπηγείων, τα οποία βασικά θα μπορούσαν να διεκδικήσουν ανάλογα έργα.

(22)

Τα έξοδα για το σχέδιο ανέρχονται συνολικά σε 13 εκατ. ευρώ. Τα εν λόγω έξοδα κατανέμονται ως εξής — Πίνακας:

(ΕΥΡΩ)

1

Προέκταση υπόστεγου 1

[…]

 

Υπόστεγο 3

 

2

Προέκταση στα βορειοδυτικά, προέκταση της σιδηροτροχιάς γερανού, διαπλάτυνση της πόρτας εισόδου

[…]

3

Εκσυγχρονισμός των στηριγμάτων τρόπιδος στο υπόστεγο 3

[…]

4

Προέκταση του υπόστεγου 3 στα νοτιανατολικά

[…]

5

Προέκταση της σιδηροτροχιάς γερανού

[…]

6

Αγορά αυτόματων μηχανημάτων συγκόλλησης

[…]

 

Κατασκευή πρόσθετης προβλήτας και αγορά νέου γερανού

 

7

Κατασκευή πρόσθετης εγκατάστασης προβλήτας

[…]

8

Αγορά νέου γερανού

[…]

 

Σύνολο

13 000 000

3.   Η προβλεπόμενη ενίσχυση

(23)

Η Γερμανία έχει την πρόθεση να χορηγήσει στην Rolandwerft κρατική ενίσχυση ύψους 1,56 εκατ. ευρώ. Οι επιλέξιμες δαπάνες αντιστοιχούν στις συνολικές δαπάνες ύψους 13 εκατ. ευρώ για το σχέδιο· η ένταση ενίσχυσης ανέρχεται, ως εκ τούτου, σε 12 %. Η ενίσχυση θα χορηγηθεί βάσει εγκεκριμένου καθεστώτος περιφερειακής ενίσχυσης (4). Η ενίσχυση ζητήθηκε πριν την έναρξη του επενδυτικού σχεδίου.

(24)

Η ενίσχυση θα χορηγηθεί από το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας μέσω της τράπεζας NBank Hannover.

III.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(25)

Η επίσημη διαδικασία έρευνας κινήθηκε διότι η Επιτροπή έχει αμφιβολίες όσον αφορά το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με τις διατάξεις του πλαισίου. Η Επιτροπή αμφέβαλε εάν οι επενδύσεις στη νέα προβλήτα εξοπλισμού μπορούν να θεωρηθούν ως επενδύσεις σε υπάρχουσες εγκαταστάσεις.

(26)

Εκτός αυτού, η Επιτροπή, θεώρησε ότι οι επενδύσεις της Rolandwerft θα οδηγούσαν ενδεχομένως σε αύξηση της παραγωγικής ικανότητας του ναυπηγείου ασυμβίβαστη με τις διατάξεις του πλαισίου και την κοινή αγορά.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(27)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τον αποδέκτη, την εταιρεία Rolandwerft, καθώς και την ένωση Verband für Schiffbau und Meerestechnik.

1.   Παρατηρήσεις της Rolandwerft

(28)

Σύμφωνα με δηλώσεις του αποδέκτη, η ικανότητα ναυπήγησης πλοίων του ναυπηγείου δεν πρόκειται να αυξηθεί χάρη στο επενδυτικό σχέδιο. Η εταιρεία επεσήμανε ότι κάθε αύξηση της παραγωγικότητας συνεπάγεται και αύξηση της ικανότητας των σχετικών διαθέσιμων εγκαταστάσεων. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η ικανότητα του ναυπηγείου θα αυξηθεί συνολικά. Στην περίπτωση της Rolandwerft, ναι μεν οι επενδύσεις οδήγησαν σε αύξηση της παραγωγικότητας, δεν επέφεραν όμως και αύξηση της συνολικής ικανότητας του ναυπηγείου. Αντίθετα, η αύξηση της παραγωγικότητας θα απορροφηθεί από μία αύξηση της εσωτερικής παραγωγικής δραστηριότητας, που προηγουμένως ανατίθετο εξωτερικά. Για τον λόγο αυτόν, ο όγκος παραγωγής σε CGT (compensated gross tonnes) δεν πρόκειται να αυξηθεί.

(29)

Η εταιρεία υπέβαλε πίνακα των πλοίων που κατασκεύασε κατά τα τελευταία έτη, καθώς και τα βιβλία παραγγελιών του ναυπηγείου. Το 2004 η Rolandwerft ναυπήγησε […] πλοία, που αντιστοιχούν σε περίπου […] CGT. Για το 2006 προβλέπεται η κατασκευή […] πλοίων χωρητικότητας […] CGT. Για το 2007 και το 2008 η εταιρεία έχει ως στόχο ετήσιο όγκο παραγωγής […] CGT.

(30)

Η εταιρεία αναφέρει ότι κατά το παρελθόν αγόραζε ευκαιριακά τμήματα ή ολόκληρα κύτη πλοίων από τρίτες επιχειρήσεις. Ωστόσο, ο όγκος παραγωγής της Rolandwerft δεν θα αυξηθεί ακόμη και με την αγορά κυτών και τμημάτων πλοίων από προμηθευτές, διότι ο εξοπλισμός των πλοίων απαιτεί πάντα ένα συγκεκριμένο χώρο και οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις δεν επιτρέπουν τον αποτελεσματικό εξοπλισμό μεγαλύτερου αριθμού πλοίων. Για παράδειγμα, στα υφιστάμενα υπόστεγα ναυπήγησης είναι δυνατή η κατασκευή μόνο ενός πλοίου. Για τη συναρμολόγηση των πλοίων στο υπόστεγο 1 απαιτούνται περίπου […] εβδομάδες ανά πλοίο.

(31)

Η εταιρεία υπέβαλε στοιχεία σχετικά με τη ροή της παραγωγής στο ναυπηγείο. Σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία, το ναυπηγείο χρησιμοποιείται ήδη πλήρως και δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να κατασκευάζει περισσότερα πλοία μετά την υλοποίηση του επενδυτικού σχεδίου. Η συνολική ικανότητα του ναυπηγείου κυμαίνεται από περίπου […] μέχρι […] CGT, όριο το οποίο επιτεύχθηκε και πριν την εφαρμογή του επενδυτικού σχεδίου χάρη στην υπεργολαβική ανάθεση μέρους των εργασιών.

(32)

Η εταιρεία εξηγεί ότι, χάρη στο επενδυτικό σχέδιο, το ναυπηγείο θα είναι σε θέση να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς για τη ναυπήγηση, επισκευή και μετατροπή πλοίων του πολεμικού ναυτικού. Μέχρι στιγμής το ναυπηγείο δεν είχε αυτή τη δυνατότητα, διότι οι εργασίες έπρεπε να πραγματοποιηθούν στην παράλληλη θέση αγκυροβολίας. Ως εκ τούτου, ο όγκος παραγωγής σε CGT θα μειωθεί σε σύγκριση με το παρόν επίπεδο, δεδομένου ότι τα πλοία του πολεμικού ναυτικού δεν θεωρούνται ως εμπορικά. Τέλος, η εταιρεία ισχυρίζεται ότι ακόμη και αν η Επιτροπή δεν συμφωνεί με την άποψη της Γερμανίας, ότι δηλαδή το πλαίσιο δεν απαγορεύει τη χορήγηση επενδυτικών ενισχύσεων για σχέδια τα οποία συνδέονται με αύξηση της παραγωγής, αυτό δεν επηρεάζει την εκτίμηση όσον αφορά το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης υπέρ της Rolandwerft με την κοινή αγορά, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται αύξηση της ικανότητας.

(33)

Η εταιρεία επισημαίνει περαιτέρω ότι οι επενδύσεις αφορούν αποκλειστικά υπάρχουσες εγκαταστάσεις. Αυτό ισχύει ιδίως για τις επενδύσεις στην προέκταση της προβλήτας που θα επιτρέψουν τον εξοπλισμό δύο πλοίων άμεσα από την προβλήτα και οι οποίες δεν προορίζονται για την κατασκευή νέας εγκατάστασης. Ήδη τώρα το ναυπηγείο διαθέτει δύο παράλληλες θέσεις αγκυροβολίας για τον εξοπλισμό των πλοίων. Η εταιρεία τονίζει ότι η παράλληλη θέση αγκυροβολίας είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και ότι για το λόγο αυτό το πολεμικό ναυτικό δεν ανέθετε συμβάσεις στην Rolandwerft. Η σχεδιαζόμενη επένδυση συνίσταται σε μετατροπή της υπάρχουσας προβλήτας, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητά της. Η εταιρεία υπέβαλε στοιχεία σχετικά με τον αριθμό εβδομάδων που χρησιμοποιείται η παράλληλη θέση αγκυροβολίας και τον τρόπο που αυτή θα χρησιμοποιείται στο μέλλον.

(34)

Η εταιρεία εξήγησε περαιτέρω ότι η προέκταση της σιδηροτροχιάς γερανού και η εγκατάσταση γερανού σε σχέση με την προέκταση της προβλήτας έχει ως στόχο να σταματήσει την αναποτελεσματική και πολυέξοδη χρήση αυτοκινούμενων και πλωτών γερανών, που χρησιμοποιούνται επί του παρόντος για τον εξοπλισμό των πλοίων στην παράλληλη θέση αγκυροβολίας. Ο εξοπλισμός του δεύτερου πλοίου άμεσα από την αποβάθρα, που θα καταστεί δυνατός χάρη στο επενδυτικό σχέδιο, θα οδηγήσει σε αύξηση της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας.

2.   Παρατηρήσεις της γερμανικής ένωσης Verband für Schiffbau und Meerestechnik

(35)

Η γερμανική ένωση Verband für Schiffbau und Meerestechnik (στο εξής: η ένωση) είναι της γνώμης ότι οι επιφυλάξεις της Επιτροπής όσον αφορά την πιθανή προέκταση της ικανότητας δεν απορρέουν από τις διατάξεις του πλαισίου. Οι επιφυλάξεις της δεν δικαιολογούνται επίσης και από την παρούσα κατάσταση της αγοράς, ιδίως δεδομένου ότι η σχεδιαζόμενη ενίσχυση δεν θα οδηγήσει σε νόθευση του ανταγωνισμού.

(36)

Η ένωση ισχυρίζεται ότι ο προσανατολισμός της κοινοτικής πολιτικής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων για τις ναυπηγικές εργασίες έχει αλλάξει κατά τα τελευταία έτη. Το πλαίσιο δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη που να απαγορεύει τη χορήγηση επενδυτικών ενισχύσεων για την αύξηση της ικανότητας. Η ένωση θεωρεί ότι μία τέτοια διάταξη δεν θεωρείται πλέον σκόπιμη. Επιπλέον, η ένωση επισημαίνει ότι τομεακά καθεστώτα που παλαιότερα περιλαμβάνονταν στο πλαίσιο εγκαταλείπονται στο μέτρο του δυνατού. Το θέμα της παραγωγικής ικανότητας αναφέρεται μόνο σε σχέση με ενισχύσεις για το κλείσιμο εγκαταστάσεων. Άλλα είδη ενισχύσεων, όπως οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των γενικών διατάξεων για τις κρατικές ενισχύσεις.

(37)

Η ένωση ισχυρίζεται περαιτέρω ότι μία στενή ερμηνεία των διατάξεων θα ήταν αντίθετη προς την πρωτοβουλία LeaderSHIP 2015, που εντάσσεται στην εφαρμογή της στρατηγικής της Λισσαβόνας. Η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας θα πρέπει να ενισχυθεί με επενδύσεις στην έρευνα, στην ανάπτυξη και στην καινοτομία, γεγονός που καθιστά απαραίτητες τις επενδύσεις σε σύγχρονες παραγωγικές εγκαταστάσεις. Εάν οι κρατικές επενδυτικές ενισχύσεις δεν συνοδεύονται με αυξήσεις της παραγωγικής ικανότητας, αντιστρατεύονται το στόχο της πρωτοβουλίας LeaderSHIP 2015, ιδίως αυτόν που συνίσταται στην εξασφάλιση και ενίσχυση της θέσης σε συγκεκριμένα τμήματα της αγοράς. Ένα από τα εν λόγω τμήματα αγοράς είναι η αγορά για μικρά και μεσαία πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, στα οποία η Ευρώπη κατέχει πάντα εξαίρετη θέση έναντι της Κορέας και της Κίνας.

(38)

Η ένωση είναι της γνώμης ότι οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις δεν θα νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Στην παρούσα φάση δεν υφίσταται πλεονάζουσα ικανότητα, διότι η παγκόσμια αγορά κατασκευής πλοίων διέρχεται περίοδο άνθησης. Η ζήτηση παραμένει ευνοϊκή, μολονότι το 2008 και το 2009 αναμένεται ελαφρά υποχώρηση. Λόγω της συνεχούς ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου αυξάνεται και η ναυσιπλοΐα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη μεταφορά βιομηχανικών προϊόντων με πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Η ζήτηση για μεγαλύτερα πλοία από 5 000 έως 8 000 TEU, που δεν μπορούν να ελλιμενιστούν σε μικρότερους λιμένες, αυξάνεται συνεχώς. Αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για μικρότερα πλοία τροφοδοσίας για την περαιτέρω κατανομή των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Η Rolandwerft μπορεί να κατασκευάσει πλοία μεγέθους μέχρι 900 TEU.

(39)

Σύμφωνα με την ένωση, τα πλοία τροφοδοσίας αποτελούν σημαντικό μέρος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των γερμανικών ναυπηγείων. Ωστόσο, οι κύριοι ανταγωνιστές είναι τα κινεζικά ναυπηγεία, τα οποία με 42,5 % των διεθνώς ανατιθέμενων συμβάσεων ηγούνται σαφώς της αγοράς. Η Γερμανία, με 26,8 % των συμβάσεων, κατέχει τη δεύτερη θέση.

(40)

Στην κατηγορία των πλοίων μέχρι 900 TEU, υπάρχουν, σύμφωνα με τα στοιχεία του συνδέσμου, μόνο ελάχιστοι ευρωπαίοι ανταγωνιστές, που είναι κυρίως εγκατεστημένοι στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες. Η ένωση θεωρεί ότι η εν λόγω κατηγορία πλοίων παρουσιάζει μεγάλο δυναμικό ανάπτυξης. Δεδομένου ότι τα κινεζικά ναυπηγεία διαθέτουν τα πλοία τους σε χαμηλές τιμές, τα γερμανικά και ευρωπαϊκά ναυπηγεία μπορούν να διατηρήσουν τη θέση τους στην αγορά μόνο εάν εγγυώνται υψηλή ποιότητα και αυξάνουν σταθερά την παραγωγικότητά τους.

(41)

Η ένωση επισημαίνει περαιτέρω ότι η Κίνα και το Βιετνάμ θα βελτιώσουν περαιτέρω τις ναυπηγικές ικανότητες τους και καταυτόν τον τρόπο τα μερίδια τους στην αγορά. Αυτό δείχνει ότι ο ανταγωνισμός όσον αφορά τις ναυπηγικές εργασίες λαμβάνει χώρα όχι σε ευρωπαϊκό αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.

V.   ΠΑΡΑΤΗΡHΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝIΑΣ

(42)

Στις παρατηρήσεις της σχετικά με την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Γερμανία επισημαίνει ότι η παράγραφος 26 του πλαισίου δεν περιέχει διατάξεις όσον αφορά την ικανότητα. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 26 δεν υπάρχουν κανόνες που να καθιστούν ανεπίτρεπτες τις επενδυτικές ενισχύσεις για σχέδια που μετά από αύξηση της παραγωγικότητας θα οδηγούσαν σε επέκταση της ικανότητας. Επιπλέον, η Γερμανία υπογραμμίζει ότι η αύξηση της παραγωγικότητας της ναυπηγικής βιομηχανίας αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους της κοινοτικής πολιτικής στο συγκεκριμένο οικονομικό τομέα. Η πρωτοβουλία LeaderSHIP 2015 έχει ως στόχο να βελτιώσει τη θέση των ευρωπαϊκών ναυπηγείων στον ανταγωνισμό καθώς και να εξαλείψει τα μειονεκτήματα τα οποία αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή ναυπηγική βιομηχανία λόγω της επιδότησης των ναυπηγικών εργασιών στην Ασία. Κατά την άποψη της Γερμανίας, ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αύξηση της παραγωγικότητας.

(43)

Η Γερμανία υποστηρίζει επιπλέον ότι από την παράγραφο 3 του πλαισίου δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι επιπτώσεις ενός επενδυτικού σχεδίου στις ικανότητες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του συμβιβάσιμου με την κοινή αγορά. Επιπλέον, ο ναυπηγικός τομέας δεν καθορίζεται πλέον από τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του πλαισίου, αλλά χαρακτηρίζεται κυρίως από καλή κατάσταση όσον αφορά τις συμβάσεις, υψηλές τιμές και ελλείμματα ικανότητας.

(44)

Επιπλέον, η Γερμανία τονίζει ότι το μερίδιο αγοράς της ευρωπαϊκής ναυπηγικής βιομηχανίας έχει μειωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες και ότι η Ιαπωνία, η Κορέα και η Κίνα έχουν αυξήσει τα μερίδια τους με τη βοήθεια κρατικών επιδοτήσεων. Οι εν λόγω επιδοτήσεις αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο γ) του πλαισίου ως ένας από τους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ως εκ τούτου τα ευρωπαϊκά ναυπηγεία πρέπει να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους.

(45)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, κάθε αύξηση της παραγωγικότητας οδηγεί αυτόματα και σε αύξηση της παραγωγής της εγκατάστασης. Ως εκ τούτου, μία αύξηση της παραγωγικότητας σύμφωνα με το πλαίσιο δεν σημαίνει ότι η ίδια ποσότητα παράγεται με μικρότερη εισροή, δηλαδή με χαμηλότερη δαπάνη. Τέλος, η Γερμανία επισημαίνει ότι στόχος των περιφερειακών ενισχύσεων είναι να συμβάλλουν στην περιφερειακή ανάπτυξη και στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Από την άποψη αυτή, μία αύξηση της παραγωγικότητας δεν επιτρέπεται να έχει ως επακόλουθο τη μείωση των θέσεων εργασίας.

(46)

Όσον αφορά την κατάσταση της αγοράς, η Γερμανία αναφέρει ότι οι εμπορευματικές μεταφορές αυξάνονται, ενώ στην κατηγορία των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων παρατηρείται τάση για μεγαλύτερα πλοία. Υπάρχουν ήδη πλοία με μεταφορική ικανότητα 5 000 TEU και στις τελευταίες προγνώσεις αναφέρονται ήδη πλοία με μεταφορική ικανότητα 8 000 TEU. Δεδομένου ότι τα εν λόγω μεγαλύτερα πλοία μπορούν να ελλιμενιστούν μόνο σε ορισμένους λιμένες, θα χρειάζονται πάντα μικρότερα πλοία για την περαιτέρω κατανομή του φορτίου. Για τον λόγο αυτόν, δεν θα μειωθεί η μεγάλη ζήτηση για πλοία τροφοδοσίας με 850 TEU, όπως αυτά που κατασκευάζει η Rolandwerft.

(47)

Η Γερμανία αναλύει διεξοδικότερα το επενδυτικό σχέδιο και επισυνάπτει πίνακες που παρέχουν σαφή εικόνα των μέτρων και της κατάστασης του ναυπηγείου.

(48)

Η προέκταση του υπόστεγου 1 θα επιτρέψει στο ναυπηγείο να κατασκευάζει πλήρως ένα πλοίο στον σχετικό χώρο, πράγμα το οποίο επί του παρόντος δεν είναι δυνατόν. Χάρη στη στέγαση των ήδη υφιστάμενων χώρων κατασκευής, οι εργασίες θα εκτελούνται κατά τρόπο παραγωγικότερο και αποτελεσματικότερο.

(49)

Η Γερμανία εξηγεί περαιτέρω ότι ένα πλοίο στην προβλήτα 1 καταλαμβάνει προς το παρόν μόνον τα δύο τρίτα αυτής. Το νότιο τμήμα της μη χρησιμοποιούμενης προβλήτας θα προεκταθεί. Αυτό δεν συνιστά κατασκευή «νέας εγκατάστασης» κατά την έννοια του πλαισίου. Μόλις προεκταθεί η προβλήτα, θα εξοπλιστεί με γερανό, που θα αντικαταστήσει τον αυτοκινούμενο γερανό που χρησιμοποιείται επί του παρόντος.

(50)

Η Γερμανία επισημαίνει ότι η παράλληλη θέση αγκυροβολίας χρησιμοποιήθηκε από το 2003 μέχρι το 2005 […] κατ' έτος (συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων). Η Γερμανία επιβεβαιώνει ακόμη μία φορά ότι η παράλληλη θέση αγκυροβολίας θα μεταφερθεί στη νέα προβλήτα. Η νέα προβλήτα θα χρησιμοποιείται στη διάρκεια του έτους περίπου για το ίδιο χρονικό διάστημα όπως και η παράλληλη θέση αγκυροβολίας κατά τα τελευταία έτη. Η Γερμανία εξηγεί περαιτέρω ότι ο εξοπλισμός πλοίου στη δεύτερη θέση αγκυροβολίας συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο, διότι ο απαιτούμενος πλωτός γερανός πρέπει να τοποθετείται στο μέσο του ποταμού Weser. Ως εκ τούτου, στο μέλλον δεν θα εξοπλίζονται πλέον πλοία στη δεύτερη θέση αγκυροβολίας της προβλήτας 1.

(51)

Σύμφωνα με τις δηλώσεις της Γερμανίας, η προέκταση της προβλήτας εξοπλισμού, χάρη στην οποία θα καταστεί δυνατός ο εξοπλισμός δύο πλοίων από την προβλήτα, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την κατασκευή νέας εγκατάστασης. Πρόκειται απλώς για μικρή προέκταση της διαθέσιμης προβλήτας. Ακόμη και χωρίς το επενδυτικό σχέδιο, το μήκος της προβλήτας είναι μεγαλύτερο από αυτό ενός πλοίου τροφοδοσίας, με αποτέλεσμα το ναυπηγείο να έχει ούτως ή άλλως τη δυνατότητα ταυτόχρονου εξοπλισμού δύο μικρότερων πλοίων.

(52)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Rolandwerft διαθέτει ήδη δύο θέσεις εξοπλισμού, μολονότι μία από αυτές είναι κατά κάποιο τρόπο σε δεύτερη «σειρά». Δεδομένου ότι το δεύτερο πλοίο δεν είναι σε απόσταση χειρισμού από το γερανό της προβλήτας, καθίσταται υποχρεωτική η χρήση αυτοκινούμενων ή/και πλωτών γερανών. Μετά την προέκταση της προβλήτας οι εργασίες θα εκτελούνται κατά τρόπο πολύ αποτελεσματικότερο, διότι ο εξοπλισμός του πλοίου θα είναι δυνατός άμεσα από την προβλήτα. Η Γερμανία αναφέρει επίσης ότι το γερμανικό πολεμικό ναυτικό δεν αναθέτει στη Rolandwerft παραγγελίες λόγω αυτής της πρακτικής εξοπλισμού σε δεύτερη σειρά.

(53)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η μετατόπιση της δεύτερης θέσης αγκυροβολίας στην ήδη υπάρχουσα προέκταση της προβλήτας δεν αποτελεί κατασκευή νέου αγκυροβολίου, αλλά μέτρο για την αύξηση της παραγωγικότητας και των δύο θέσεων πρόσδεσης, οι οποίες πλέον δεν θα είναι η μία παράλληλη με την άλλη αλλά η μία πίσω από την άλλη. Ο νέος γερανός, ο οποίος θα εγκατασταθεί στη νέα προβλήτα, θα αντικαταστήσει τους αυτοκινούμενους και πλωτούς γερανούς που χρησιμοποιούνται προς το παρόν. Χάρη στη χρήση του νέου γερανού η παραγωγικότητα θα αυξηθεί.

(54)

Η Γερμανία τονίζει ότι το μέτρο είναι απαραίτητο διότι ο εξοπλισμός πλοίου σε δεύτερη σειρά είναι χρονοβόρος και αναποτελεσματικός. Επιπλέον, το σχέδιο θα επιτρέψει στην Rolandwerft να συμμετέχει σε διαγωνισμούς για επισκευές και μετατροπές πλοίων του γερμανικού πολεμικού ναυτικού.

(55)

Η Γερμανία εξηγεί περαιτέρω ότι αρχικά η Rolandwerft κατασκεύαζε μικρότερα πλοία τροφοδοσίας, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η πρόσδεση δύο πλοίων ταυτόχρονα στην προβλήτα. Ωστόσο, η ζήτηση στην αγορά επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στα πλοία τροφοδοσίας μεγαλύτερου μήκους και πλάτους, με αποτέλεσμα ο χώρος στην προβλήτα να μην επαρκεί πλέον για την ταυτόχρονη τοποθέτηση δύο τέτοιων πλοίων το ένα πίσω από το άλλο. Για τον λόγο αυτόν το ναυπηγείο για τον εξοπλισμό και την επισκευή πλοίων άρχισε να τοποθετεί ένα δεύτερο πλοίο παράλληλα με αυτό που είναι προσδεδεμένο απευθείας στην προβλήτα. Ως εκ τούτου, η προέκταση της προβλήτας αποτελεί μόνο προσαρμογή της εγκατάστασης εξοπλισμού στα μεγαλύτερα πλοία.

(56)

Η Γερμανία εξηγεί ότι στο παρελθόν η Rolandwerft είχε συνεργαστεί ευκαιριακά με την Peene-Werft και είχε εξοπλίσει προκατασκευασμένα κύτη πλοίων του εν λόγω ναυπηγείου. Ωστόσο, κατά τα τελευταία έτη η Rolandwerft παράγει μόνο πλοία τα οποία έχουν κατασκευαστεί πλήρως στο ναυπηγείο της. Η Γερμανία εξηγεί ότι οι δραστηριότητες επισκευής δεν είναι δυνατόν να επεκταθούν, εφόσον ο παρών αριθμός των κατασκευαζόμενων νέων πλοίων παραμένει σταθερός. Μέρος των εργασιών επισκευής θα εκτελείται στην ξηρά. Προς τούτο απαιτείται ο εξωτερικός χώρος, ο οποίος ήδη χρησιμοποιείται για την κατασκευή νέων πλοίων.

(57)

Η Γερμανία ισχυρίζεται επίσης ότι ο νέος γερανός δεν θα χρησιμοποιείται μόνο στη νέα προβλήτα, αλλά θα βελτιστοποιήσει και την ανύψωση φορτίων στην αρχική προβλήτα, αυξάνοντας την ανώτατη ανυψωτική ικανότητα σε αυτήν.

(58)

Η Γερμανία επισημαίνει ότι η ένωση υποστηρίζει τη θέση της. Η Γερμανία είναι της άποψης ότι η τοποθέτηση της ένωσης έχει μεγάλη σημασία, διότι η εν λόγω ένωση εκπροσωπεί τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της γερμανικής ναυτιλίας, των γερμανικών ναυπηγείων καθώς και των προμηθευτών τους. Επιπλέον, η ένωση, ως εκπρόσωπος διαφορετικών ομάδων συμφερόντων, διαθέτει τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για την αγορά. Εάν η ένωση καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η σχεδιαζόμενη ενίσχυση προς την Rolandwerft δεν θα αποβεί σε βάρος της ναυπηγικής βιομηχανίας στη Γερμανία, η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη της το εν λόγω συμπέρασμα. Η Γερμανία αναφέρει επίσης ότι η Επιτροπή δεν έχει λάβει καμία αρνητική παρατήρηση κατά της ενίσχυσης.

(59)

Όσον αφορά τις παρατηρήσεις του ίδιου του αποδέκτη, η Γερμανία τονίζει ότι η Rolandwerft εξηγεί ότι το επενδυτικό σχέδιο δεν θα οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικής ικανότητας. Η Γερμανία βεβαιώνει ότι δεν θεωρεί το θέμα αυτό σχετικό με την αξιολόγηση του συμβατού της ενίσχυσης.

VI.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

1.   Κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ

(60)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 της συνθήκης ΕΚ, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το κριτήριο για να αποφασιστεί εάν επηρεάζονται οι συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, είναι εάν η αποδέκτρια επιχείρηση αναπτύσσει οικονομική δραστηριότητα που αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών.

(61)

Η ενίσχυση θα χορηγηθεί από το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας και, ως εκ τούτου, συνιστά κρατική ενίσχυση. Χάρη σε αυτήν η Rolandwerft εξασφαλίζει πλεονέκτημα, το οποίο δεν θα επετύγχανε στην αγορά. Η Rolandwerft κατασκευάζει ποντοπόρα πλοία. Δεδομένου ότι τα εν λόγω πλοία αποτελούν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών, το μέτρο απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η επιχορήγηση συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και θα πρέπει να εκτιμηθεί ανάλογα.

2.   Εξαιρέσεις σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης ΕΚ

(62)

Το άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης ΕΚ προβλέπει εξαιρέσεις από τη γενική απαγόρευση ενισχύσεων στην παράγραφο 1.

(63)

Για την αξιολόγηση των ενισχύσεων στις ναυπηγικές εργασίες η Επιτροπή έχει εκδώσει το πλαίσιο. Το πλαίσιο περιέχει ειδικές διατάξεις για τις ενισχύσεις υπέρ της ναυπηγικής βιομηχανίας, όταν και στο βαθμό που οι ιδιαιτερότητες του τομέα απαιτούν ειδική μεταχείριση. Για τους σκοπούς του εν λόγω πλαισίου ως «ναυπήγηση» νοείται η κατασκευή στην Κοινότητα, αυτοπροωθούμενων ποντοπόρων εμπορικών πλοίων, ως «επισκευή πλοίου» νοείται η επισκευή ή ανακαίνιση, στην Κοινότητα, αυτοπροωθούμενων ποντοπόρων εμπορικών πλοίων. Οι δραστηριότητες της Rolandwerft εμπίπτουν στους εν λόγω ορισμούς, και ως εκ τούτου η ενίσχυση θα πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του εν λόγω πλαισίου. Η Rolandwerft δεν κατασκευάζει αλιευτικά πλοία για την Κοινότητα. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αλιείας και υδατοκαλλιέργειας (5) η ενίσχυση ναυπηγείων για τη ναυπήγηση κοινοτικών αλιευτικών σκαφών απαγορεύεται.

(64)

Η παράγραφος 26 του πλαισίου ορίζει ότι «οι περιφερειακές ενισχύσεις για τη ναυπήγηση, επισκευή ή τη μετατροπή πλοίων μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά μόνον εφόσον... χορηγούνται για επενδύσεις αναβάθμισης ή εκσυγχρονισμού υφιστάμενων ναυπηγείων που δεν συνδέονται με τη χρηματοοικονομική αναδιάρθρωση των υπόψη ναυπηγείων, με στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας των υφιστάμενων εγκαταστάσεων».

(65)

Η ένταση ενίσχυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει το 12,5 %, ή το ισχύον μέγιστο όριο περιφερειακής ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, αναλόγως του ποίου εκ των ποσών αυτών είναι χαμηλότερο. Επιπλέον, η ενίσχυση πρέπει να περιορίζεται στην υποστήριξη επιλέξιμων δαπανών, όπως αυτές ορίζονται στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές που εφαρμόζονται στις περιφερειακές ενισχύσεις (6).

(66)

Τα εν λόγω επενδυτικά μέτρα αποσκοπούν στον εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας της Rolandwerft με την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων και τη στέγαση του χώρου εργασιών, που προηγουμένως ήταν υπαίθριος. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω μέτρα μπορούν να θεωρηθούν ως επενδύσεις αναβάθμισης ή εκσυγχρονισμού υφιστάμενου ναυπηγείου.

(67)

Μέρος του σχεδίου αφορά την προέκταση του υπόστεγου 1, καθώς και του υπόστεγου 3 στα βορειοδυτικά και νοτιοανατολικά. Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι οι εν λόγω προεκτάσεις αφορούν υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Το σχέδιο δεν οδηγεί de facto στην κατασκευή πρόσθετου υπόστεγου για πλοία. Η προέκταση έχει μόνο ως στόχο να εκτελούνται σε υπόστεγο ναυπηγικές εργασίες που μέχρι τώρα ήταν υπαίθριες.

(68)

Οι υπόλοιπες επενδύσεις στο υπόστεγο 3 για την προέκταση της σιδηροτροχιάς γερανού και τη διαπλάτυνση της πόρτας του υπόστεγου, καθώς και ο εκσυγχρονισμός των στηριγμάτων τρόπιδος θα πρέπει επίσης να θεωρηθούν ως επενδύσεις σε υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Η Επιτροπή είναι επίσης της άποψης ότι και η προέκταση της σιδηροτροχιάς γερανού στην προβλήτα 1 και οι επενδύσεις σε σύγχρονα αυτόματα μηχανήματα συγκόλλησης αποτελούν επίσης επενδύσεις σε υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Αυτή τη θέση υποστηρίζει η Επιτροπή και στην απόφαση της όσον αφορά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(69)

Η Επιτροπή θεωρεί ως δεδομένο ότι οι επενδύσεις έχουν ως στόχο να αυξήσουν την παραγωγικότητα υφιστάμενων καταστάσεων. Η προέκταση των υπόστεγων θα οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας, δεδομένου ότι οι εργασίες μπορούν να εκτελούνται ανεξαρτήτως καιρού. Η διαπλάτυνση της πόρτας του υπόστεγου 3 θα οδηγήσει σε αισθητή μείωση του κόστους, δεδομένου ότι δεν θα απαιτείται πλέον η περιστροφή των τμημάτων και θα είναι δυνατή η κατασκευή τμημάτων μεγαλύτερου βάθους. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την προέκταση της σιδηροτροχιάς γερανού στο υπόστεγο 3 και στην προβλήτα 1, χάρη στην οποία θα μειωθεί η χρήση αυτοκινούμενων γερανών κατά […], όσον αφορά την αγορά υδραυλικών στηριγμάτων πρόπιδος, που θα καταστήσει περιττή τη μετακίνηση των τμημάτων πλοίων με τη βοήθεια αυτοκινούμενων γερανών, και όσον αφορά την αγορά αυτόματων μηχανημάτων συγκόλλησης, χάρη στα οποία θα μειωθεί ο χρόνος και το κόστος που συνεπάγεται η χειρωνακτική συγκόλληση.

(70)

Μολονότι το επενδυτικό σχέδιο θα επηρεάσει σαφώς την παραγωγικότητα, οι επιπτώσεις του στην παραγωγική ικανότητα θα είναι, αντίθετα, περιορισμένες, διότι δεν πρόκειται να δημιουργηθούν νέες εγκαταστάσεις και διότι κάθε βελτίωση της παραγωγικής ικανότητας θα αποτελεί μόνο συνέπεια της αύξησης της παραγωγικότητας των ήδη υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Ο αποδέκτης επισήμανε επίσης ότι η αύξηση της παραγωγικότητας δεν συνεπάγεται βελτίωση της ικανότητας του ναυπηγείου σε CGT, δεδομένου ότι η αύξηση της παραγωγικότητας στις εγκαταστάσεις θα απορροφηθεί από αύξηση της ικανότητας ίδιας παραγωγής, δεδομένου ότι θα ενταχθούν στις δραστηριότητες του ναυπηγείου εργασίες που μέχρι τώρα ανατίθεντο εξωτερικά. Η Επιτροπή είναι ως εκ τούτου της άποψης ότι δεν υφίσταται δυσανάλογη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας.

(71)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα 1 έως 6 του πίνακα στην αιτιολογική σκέψη 22 μπορούν να θεωρηθούν ως επενδύσεις εκσυγχρονισμού ή αναβάθμισης υπάρχοντος ναυπηγείου για την αύξηση της παραγωγικότητας υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Το σχετικό κόστος ύψους 8 360 000 ευρώ θα πρέπει ως εκ τούτου να θεωρηθεί ως επιλέξιμη δαπάνη.

(72)

Τα μέτρα 7 και 8 του πίνακα στην αιτιολογική σκέψη 22 αφορούν την κατασκευή πρόσθετης προβλήτας και την αγορά νέου γερανού. Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι οι εν λόγω επενδύσεις θα πρέπει να θεωρηθούν ως μέτρα αναβάθμισης ή εκσυγχρονισμού για δύο λόγους. Πρώτον, ήδη πριν το επενδυτικό σχέδιο η Rolandwerft είχε τη δυνατότητα ταυτόχρονου εξοπλισμού και επισκευής δύο πλοίων, τοποθετώντας ένα πλοίο παράλληλα στο πλοίο που ήταν αγκυροβολημένο άμεσα στην προβλήτα. Αυτός ο τρόπος εργασίας ήταν αναποτελεσματικός και πολυέξοδος. Με τις επενδύσεις η Rolandwerft μπορεί να τοποθετεί δύο πλοία άμεσα στην προβλήτα και ο εξοπλισμός και των δύο πλοίων να πραγματοποιείται υπό καλύτερες συνθήκες. Δεύτερον, οι εν λόγω επενδύσεις αποτελούν τις τελευταίες μιας σειράς επενδύσεων που άρχισαν το 1991 προκειμένου να μεταστραφεί το ναυπηγείο στην κατασκευή μεγαλύτερων πλοίων. Το ναυπηγείο τροποποίησε την παραγωγή του, δεδομένου ότι η ζήτηση μετατοπίστηκε από τα πολύ μικρότερα πλοία τροφοδοσίας στα πλοία τροφοδοσίας που κατασκευάζει σήμερα η Rolandwerft. Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι μία προσαρμογή της παραγωγής στη ζήτηση της αγοράς μπορεί να θεωρηθεί ως εκσυγχρονισμός.

(73)

Στόχος των επενδύσεων είναι επίσης να αυξηθεί η παραγωγικότητα των υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Ο εξοπλισμός πλοίων στην αρχική προβλήτα θα καταστεί οικονομικότερος, δεδομένου ότι τα πλοία δεν θα τοποθετούνται πλέον το ένα δίπλα στο άλλο και για την πρόσβαση στο δεύτερο πλοίο δεν απαιτείται η διέλευση από το πλοίο που είναι τοποθετημένο στην αποβάθρα. Μολονότι μπορεί να θεωρηθεί ότι η νέα προβλήτα δεν αποτελεί μετατόπιση ήδη υφιστάμενης εγκατάστασης, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η κατασκευή της νέας προβλήτας εξοπλισμού θα οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας στην αρχική προβλήτα.

(74)

Και ο δεύτερος γερανός, που θα εγκατασταθεί στην προέκταση της προβλήτας, θα αυξήσει την παραγωγικότητα στην αρχική προβλήτα. Η ανυψωτική ικανότητα και των δύο γερανών ανέρχεται συνολικά σε 85 τόνους, σε σύγκριση με την προηγούμενη ανώτατη ανυψωτική ικανότητα των 50 τόνων. Κατ' αυτόν τον τρόπο μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι γερανοί προβλήτας για την ανύψωση φορτίων, για τα οποία προηγουμένως ήταν απαραίτητος ένας πλωτός γερανός. Μετά τις επενδύσεις θα χρειάζεται πλωτός γερανός μόνο για την τοποθέτηση της μηχανής του πλοίου. Όλες οι άλλες δραστηριότητες ανύψωσης μπορούν να εκτελεστούν με τους δύο γερανούς στην προέκταση της προβλήτας. Δεύτερο, ο αρχικός γερανός χρησιμοποιείται συχνά για εργασίες σε έναν μικρότερο εξωτερικό χώρο εργασιών που βρίσκεται ακριβώς πίσω από την προβλήτα. Μετά τις επενδύσεις ο δεύτερος γερανός θα μπορεί να χρησιμοποιείται σε περίπτωση που ο πρώτος χρειάζεται για εργασίες στον εν λόγω εξωτερικό χώρο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι εργασίες εξοπλισμού δεν θα πρέπει να διακόπτονται σε ανάλογες φάσεις.

(75)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός των επενδύσεων είναι η αύξηση της παραγωγικότητας στις υφιστάμενες εγκαταστάσεις του ναυπηγείου.

(76)

Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι οι επενδύσεις δεν θα οδηγήσουν σε δυσανάλογη επέκταση της παραγωγικής ικανότητας.

(77)

Καταρχήν η Επιτροπή παρατηρεί ότι επί περισσότερο από μία δεκαπενταετία στο ναυπηγείο της Rolandwerft εξοπλίζονται ταυτόχρονα δύο πλοία. Ο εξοπλισμός πλοίων σε δεύτερη σειρά αποτελούσε μεταβατική λύση μέχρι την υλοποίηση των επενδύσεων στην προβλήτα. Με βάση τα στοιχεία της Γερμανίας, το γεγονός ότι η εν λόγω μεταβατική λύση εφαρμόστηκε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα οφείλεται στην ιδιαίτερη κατάσταση της αγοράς και στις ιδιαίτερες συνθήκες στο ναυπηγείο. Ο όμιλος Hegemann, ως ιδιοκτήτης του ναυπηγείου, είχε αποφασίσει να επενδύσει τους διαθέσιμους πόρους κατά προτεραιότητα στο ναυπηγείο Peene. Μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης του ναυπηγείου Peene το 2005 και λόγω της ανάκαμψης της αγοράς, ο όμιλος Hegemann ήταν πλέον σε θέση να ολοκληρώσει το σχέδιο εκσυγχρονισμού για το ναυπηγείο Rolandwerft. Δεδομένου ότι την τελευταία δεκαπενταετία (με διακοπές σε εποχές χαμηλότερης ζήτησης) το ναυπηγείο εξοπλίζει τακτικά δύο πλοία ταυτοχρόνως, η Επιτροπή δεν έχει λόγο να θεωρήσει ότι η Rolandwerft πριν από τις επενδύσεις είχε την ικανότητα εξοπλισμού μόνο ενός πλοίου.

(78)

Από τεχνική άποψη, η Rolandwerft δεν θα μπορέσει να αυξήσει το παραγωγικό της αποτέλεσμα όσον αφορά τα νέα πλοία και τις δραστηριότητες επισκευής λόγω περιορισμών στα προγενέστερα στάδια των εργασιών. Τα υπόστεγα και ο εξωτερικός χώρος εργασιών χρησιμοποιούνται ήδη στο μέγιστο, γεγονός που παρεμποδίζει μία δυνητική αύξηση της παραγωγής. Όσον αφορά τις δραστηριότητες επισκευής, η Γερμανία εξήγησε ότι περίπου 50 % κάθε επισκευής πρέπει να πραγματοποιείται στην ξηρά, δηλαδή στον εξωτερικό χώρο εργασιών, του οποίου όμως η ικανότητα χρησιμοποιείται ήδη πλήρως για τις νέες κατασκευές. Για τον λόγο αυτόν, οι πρόσθετες εργασίες επισκευής είναι δυνατές μόνο αντί των εργασιών ναυπήγησης νέων πλοίων και όχι ταυτόχρονα με αυτές. Τα ίδια επιχειρήματα ισχύουν και για τη μετατροπή πλοίων. Δεδομένου ότι οι επενδύσεις δεν αφορούν τους εν λόγω περιορισμούς, η ικανότητα ναυπήγησης νέων πλοίων καθώς και επισκευών και μετατροπών δεν μπορεί να αυξηθεί. Επιπλέον, πρέπει να τονισθεί ότι οι εν λόγω πολύ συγκεκριμένοι περιορισμοί δεν θα ήταν δυνατόν να εξαλειφθούν χωρίς μεγαλύτερες δαπάνες, δεδομένου ότι για τον σκοπό αυτόν θα έπρεπε να διπλασιαστεί η όλη παραγωγική διαδικασία.

(79)

Η Επιτροπή εξέτασε επίσης εάν η νέα προβλήτα θα οδηγούσε σε επέκταση της παραγωγικής ικανότητας του ναυπηγείου στον τομέα του εξοπλισμού έτοιμων κυτών. Και στον τομέα αυτόν όμως ο περιορισμός εντοπίζεται στα υπόστεγα ναυπήγησης. Ενώ τα νέα πλοία που κατασκευάζει η Rolandwerft εξοπλίζονται στα υπόστεγα ναυπήγησης του ναυπηγείου, τα κατασκευασμένα με εξωτερική ανάθεση κύτη είναι κατά κανόνα σε μεγάλο βαθμό άδεια και απαιτούν εκτεταμένες εργασίες εξοπλισμού. Ο εξοπλισμός των κυτών θα απαιτούσε τεχνικές εγκαταστάσεις στην προβλήτα, που κανονικά χρησιμοποιούνται στα υπόστεγα ναυπήγησης νέων πλοίων. Εφόσον τα υπόστεγα ναυπήγησης και οι σχετικές εγκαταστάσεις χρησιμοποιούνται στο πλήρες δυναμικό τους, οι εγκαταστάσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα για τον εξοπλισμό των κυτών. Κατά συνέπεια, η Rolandwerft δεν έχει τη δυνατότητα να διευρύνει τις δραστηριότητες της στον τομέα του εξοπλισμού κατασκευασμένων με εξωτερική ανάθεση κυτών και ταυτόχρονα να διατηρήσει την παραγωγή νέων πλοίων και τις επισκευαστικές δραστηριότητες στο παρόν υψηλό επίπεδο.

(80)

Επιπλέον, η Γερμανία διευκρίνισε ότι ο εξοπλισμός κυτών δεν αποτελεί ούτε τρέχουσα ούτε προβλεπόμενη δραστηριότητα. Σε περιόδους υψηλής ζήτησης μία τέτοια δραστηριότητα είναι εξαιρετικά απίθανη, διότι οι δυνητικοί προμηθευτές κυτών είναι πλήρως κλεισμένοι για σειρά ετών και ως εκ τούτου η Rolandwerft δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει στην αγορά προκατασκευασμένα κύτη της απαιτούμενης υψηλής ποιότητας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την πραγματική επιχειρηματική δραστηριότητα της Rolandwerft κατά τα τελευταία έτη, δεδομένου ότι στο διάστημα αυτό το ναυπηγείο δεν εξόπλισε κανένα πρόσθετο προκατασκευασμένο κύτος, μολονότι αυτό θεωρητικά θα ήταν δυνατό στην παράλληλη θέση αγκυροβολίας. Επιπλέον, η Γερμανία ανέφερε ότι σε περίπτωση ύφεσης της αγοράς, που θα είχε ως αποτέλεσμα να απελευθερωθούν οι ικανότητες των προμηθευτών και ως εκ τούτου να υπάρχουν διαθέσιμα κύτη στην αγορά, θα υποβαθμιζόταν πιθανόν και η κατάσταση των παραγγελιών στη Rolandwerft. Σε τέτοια περίπτωση, η Rolandwerft για λόγους οικονομίας θα προτιμήσει να χρησιμοποιήσει το δικό της παραγωγικό δυναμικό για την κατασκευή κυτών πλοίων παρά να εξοπλίσει προκατασκευασμένα κύτη. Ακόμη και αν το ναυπηγείο εξόπλιζε προκατασκευασμένα κύτη, η δραστηριότητα αυτή θα αντικαθιστούσε την κατασκευή νέων πλοίων και δεν θα προστίθετο σε αυτήν.

(81)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, ακόμη και σε περίπτωση που οι επενδύσεις υποθετικά θα οδηγούσαν σε ελαφριά επέκταση της ικανότητας στον τομέα του εξοπλισμού κατασκευασμένων με εξωτερική ανάθεση κυτών, μία τέτοια επέκταση, για τους προαναφερθέντες τεχνικούς λόγους θα ήταν ελάχιστη. Δεδομένου ότι η επιτευχθείσα αύξηση της παραγωγικότητας, ως αποτέλεσμα κυρίως της μείωσης των εξόδων λόγω της κατάργησης της μίσθωσης γερανών, μία ελάχιστη επέκταση της ικανότητας λόγω ενδεχόμενου εξοπλισμού κυτών μπορεί να θεωρηθεί ως μη δυσανάλογη.

(82)

Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι η Rolandwerft, για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι δεν επιδιώκει ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητάς της, πρότεινε να αναλάβει την υποχρέωση να μην επεκτείνει τη χρήση της νέας προβλήτας για χρονικό διάστημα 5 ετών. Η εν λόγω δέσμευση, την οποία πρότεινε η Γερμανία, προβλέπει ότι το ναυπηγείο θα περιορίσει τις δραστηριότητες του στη νέα προβλήτα στον τομέα της κατασκευής νέων πλοίων, του εξοπλισμού προκατασκευασμένων κυτών καθώς και επισκευής και μετατροπής σε […] κατ' έτος, για χρονικό διάστημα πέντε ετών μετά το τέλος των επενδύσεων στη νέα προβλήτα. Η χρησιμοποίηση της νέας προβλήτας για μόνο […] ανταποκρίνεται στον προγραμματισμό δραστηριοτήτων του ναυπηγείου για τα επόμενα έτη, όπως αυτός υποβλήθηκε στην Επιτροπή. Επιπλέον, η Rolandwerft ανέλαβε την υποχρέωση να μην κατασκευάζει πλοία σε δεύτερη σειρά για το ίδιο χρονικό διάστημα. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι εν λόγω δεσμεύσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απόδειξη ότι οι επενδύσεις δεν θα οδηγήσουν σε αύξηση της ικανότητας. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι η οικειοθελής δέσμευση του ναυπηγείου μπορεί να θεωρηθεί ως περαιτέρω απόδειξη ότι οι τεχνικοί, πρακτικοί και οικονομικοί λόγοι που προέβαλε η εταιρεία είναι βάσιμοι και ότι σκοπός των επενδύσεων δεν είναι η επέκταση της παραγωγικής ικανότητας αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας.

(83)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επενδύσεις στη νέα προβλήτα και η αγορά νέου γερανού αποτελούν αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό υπάρχοντος ναυπηγείου με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας των υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Η επένδυση δεν οδηγεί σε δυσανάλογη επέκταση της παραγωγικής ικανότητας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατασκευή νέας προβλήτας και η αγορά του νέου γερανού πληροί τους όρους του πλαισίου για τις περιφερειακές επενδυτικές ενισχύσεις. Ως εκ τούτου, οι επενδύσεις ύψους 4 640 000 ευρώ είναι επιλέξιμες.

VII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(84)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η σχεδιαζόμενη περιφερειακή ενίσχυση προς την Rolandwerft, ύψους 12 % επί ποσού 13 000 000 ευρώ, ήτοι 1 560 000 ευρώ, πληροί τους όρους που θεσπίζονται στο πλαίσιο για τις περιφερειακές ενισχύσεις. Ως εκ τούτου, η σχεδιαζόμενη ενίσχυση πληροί όλους τους όρους για να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση που η Γερμανία προτίθεται να χορηγήσει υπέρ της Rolandwerft, ύψους 12 % επί ποσού 13 000 000 ευρώ, ήτοι 1 560 000 ευρώ, συμβιβάζεται με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 317 της 30.12.2003, σ. 11.

(2)  ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.

(3)  Επιχειρηματικό απόρρητο.

(4)  Gemeinschaftsaufgabe «Verbesserung der regionalen Wirtschaftsstruktur» — 34ο πρόγραμμα-πλαίσιο (Υπόθεση αριθ. N641/2002, απόφαση της Επιτροπής της 2ας Απριλίου 2003).

(5)  ΕΕ C 229 της 14.9.2004, σ. 5.

(6)  ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 74.


30.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 112/41


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Δεκεμβρίου 2006

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία βάσει του άρθρου 39 CA του γενικού κώδικα φορολογίας — Κρατική ενίσχυση C 46/2004 (πρώην NN 65/2004)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 6629]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/256/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα (1), και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με την επιστολή της 19ης Φεβρουαρίου (D/51178), η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να της διαβιβάσουν πληροφορίες σχετικά με το μηχανισμό χρηματοδοτικής μίσθωσης με φοροαπαλλαγή υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων που ενέκρινε ο υπουργός Οικονομικών κατ' εφαρμογή του άρθρου 77 του νόμου αριθ. 98-546 της 2ας Ιουλίου 1998, που αφορά διάφορες διατάξεις οικονομικής και δημοσιονομικής τάξης (2). Με επιστολή της 18ης Μαρτίου 2004, οι γαλλικές αρχές ζήτησαν παράταση της προθεσμίας που τους είχε ταχθεί για να διαβιβάσουν τις ζητηθείσες πληροφορίες. Με επιστολή της 3ης Μαΐου 2004 (A/33117), η Επιτροπή έλαβε τις πληροφορίες από τις γαλλικές αρχές. Με επιστολή της 6ης Ιουλίου 2004 (D/54933), η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να προσκομίσουν συμπληρωματικές πληροφορίες, οι οποίες της διαβιβάστηκαν στις 2 Αυγούστου 2004 (A/36007).

(2)

Με επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2004 (D/205909), η Επιτροπή κοινοποίησε στις γαλλικές αρχές την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης κατ' εφαρμογή του άρθρου 88, παράγραφος 2, της συνθήκης. Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Στην εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή κάλεσε τη Γαλλία και τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός καθορισμένης προθεσμίας.

(3)

Με επιστολή της 6ης Ιανουαρίου 2005 (A/30266), κι έπειτα της 4ης Φεβρουαρίου 2005, οι γαλλικές αρχές ζήτησαν παράταση της προθεσμίας, αιτήματα τα οποία η Επιτροπή αποδέχτηκε με επιστολές, αντίστοιχα, της 11ης Ιανουαρίου 2005 (D/50220) και της 16ης Φεβρουαρίου 2005 (D/51190).

(4)

Η Επιτροπή έλαβε, στις 15 Μαρτίου 2005 (A/32251), τις παρατηρήσεις των γαλλικών αρχών. Έλαβε επίσης, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις παρατηρήσεις δεκαέξι ενδιαφερομένων μερών, τις οποίες διαβίβασε στις γαλλικές αρχές στις 9 Ιουνίου 2005 (D/54454).

(5)

Με επιστολή της 7ης Ιουλίου 2005 (A/35587), οι γαλλικές αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή παράταση της ταχθείσας προθεσμίας προκειμένου να σχολιάσουν τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών. Η Επιτροπή αποδέχτηκε το σχετικό αίτημα και οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν τελικά τις παρατηρήσεις τους με επιστολή της 20ής Ιουλίου 2005 (A/35981).

(6)

Στις 2 Μαρτίου 2006 (A/31655), οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν ταχυδρομικώς, στην Επιτροπή συμπληρωματικές παρατηρήσεις σχετικά με το εν λόγω καθεστώς.

II.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

(7)

Βάσει του άρθρου 39 C, πρώτο εδάφιο, του γενικού κώδικα φορολογίας (CGI), η απόσβεση αγαθών που τίθενται προς μίσθωση ή προς διάθεση με οποιαδήποτε άλλη μορφή κατανέμεται καθ' όλη τη συνήθη διάρκεια χρήσης.

(8)

Το άρθρο 77 του νόμου αριθ. 98-546 εισάγει δύο διατάξεις στον CGI με σκοπό την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής στις πράξεις χρηματοδότησης κινητών αγαθών από προσωπικές εταιρείες και ομίλους οικονομικού ενδιαφέροντος (GIE) (4).

(9)

Το άρθρο 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI προβλέπει ότι η απόσβεση που εκπίπτει φορολογικά από ένα αγαθό που τίθεται προς μίσθωση από έναν CGI δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της μισθώματος που εισπράττει ο GIE, μειούμενο κατά τις άλλες σχετικές επιβαρύνσεις του εν λόγω αγαθού.

(10)

Πράγματι, λόγω των φθινουσών αποσβέσεων και του χρηματοδοτικού κόστους που, εξ ορισμού, συγκεντρώνονται τα πρώτα έτη χρήσης του αγαθού, τα αποτελέσματα του GIE είναι σε μεγάλο βαθμό ζημιογόνα στη διάρκεια αυτών των ετών και καθίστανται κερδοφόρα κατά τη δεύτερη περίοδο, όταν το ποσό των εισπραχθέντων μισθωμάτων υπερβαίνει το σύνολο των διαπιστωμένων επιβαρύνσεων (συμπεριλαμβανομένων των αποσβέσεων και του χρηματοδοτικού κόστους). Εάν ο GIE υπάγεται στο καθεστώς των προσωπικών εταιρειών, οι ζημίες που καταγράφει τα πρώτα έτη δραστηριότητας αφαιρούνται συνεπώς από τα φορολογητέα κέρδη που πραγματοποιούν τα μέλη του βάσει των τρεχουσών δραστηριοτήτων τους. Το ανώτατο όριο της απόσβεσης που προβλέπει το άρθρο 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI αποσκοπεί συνεπώς στην καταπολέμηση της καταχρηστικής προσφυγής στο συγκεκριμένο τρόπο χρηματοδότησης για σκοπούς φορολογικής βελτιστοποίησης.

(11)

Ωστόσο, έχει εισαχθεί στον CGI παρέκκλιση από αυτό τον περιορισμό, η οποία θεσπίζει ένα σύστημα ευνοϊκής απόσβεσης προς όφελος ορισμένων επιχειρήσεων. Έτσι, το άρθρο 39 CA του CGI ορίζει ότι το ανώτατο όριο που προβλέπει το άρθρο 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI δεν εφαρμόζεται για τη χρηματοδότηση, από τους GIE, κινητών αγαθών αποσβεστέων με φθίνοντα τρόπο για περίοδο τουλάχιστον 8 ετών (5), εφόσον η συγκεκριμένη πράξη έχει προηγουμένως εγκριθεί από τον υπουργό Οικονομικών.

(12)

Η εν λόγω έγκριση υπόκειται σε πολλούς όρους, δηλαδή, κατ' ουσία, ότι:

η τιμή απόκτησης του αγαθού αντιστοιχεί στην τιμή αγοράς·

η επένδυση παρουσιάζει σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό ενδιαφέρον, ιδίως όσον αφορά την απασχόληση·

ο χρήστης του αγαθού αποδεικνύει ότι το αγαθό είναι αναγκαίο για την εκμετάλλευσή του και ότι οι εφαρμοζόμενοι κανόνες χρηματοδότησης δεν είναι μόνο φορολογικοί·

και τα δύο τρίτα τουλάχιστον του φορολογικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από την έγκριση επανεκχωρούνται στο χρήστη του αγαθού.

(13)

Εν γένει, ο GIE — που αποτελείται, καταρχήν, από χρηματοδοτικούς οργανισμούς — αποκτά το προς χρηματοδότηση αγαθό στην τιμή αγοράς και το διαθέτει με χρηματοδοτική μίσθωση στο χρήστη του. Τα μισθώματα που καταβάλλει ο χρήστης και η τιμή άσκησης του δικαιώματος αγοράς στο τέλος της σύμβασης επιτρέπουν στον GIE να καλύψει την ίδια χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων τόκων και κεφαλαίου.

(14)

Πέραν της κατάργησης του ανώτατου ορίου της απόσβεσης (6), η υπουργική έγκριση επιτρέπει την προσαύξηση κατά μία μονάδα του συντελεστή φθίνουσας απόσβεσης που εφαρμόζεται συνήθως στο υπό εξέταση αγαθό. Επιπλέον, η μεταπώληση του αγαθού από τον GIE στο χρήστη του όταν, ιδίως, έχουν παρέλθει τα δύο τρία της συνήθους διάρκειας χρήσης του αγαθού, αποτελεί αντικείμενο απαλλαγής από την υπεραξία εκχώρησης.

(15)

Όσον αφορά τον όρο που συνδέεται με την ύπαρξη σημαντικού οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος (7), οι γαλλικές αρχές κατέδειξαν ότι δεν υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση του εν λόγω ενδιαφέροντος και ότι η εξέταση, ιδίως, πραγματοποιείται, αφενός, υπό το πρίσμα των έμμεσων επιπτώσεων της επένδυσης στην περιοχή απασχόλησης, των όρων του ανταγωνισμού και της ανάπτυξης της δραστηριότητας στη συγκεκριμένη οικονομική ζώνη, μεταξύ των οποίων ιδίως η συνεισφορά στην ανάπτυξη ή στη δημιουργία κέντρου παραγωγής, διαχείρισης ή λήψης αποφάσεων και, αφετέρου, λαμβανομένης υπόψη της συμβολής της επένδυσης στη βελτίωση της ασφάλειας και της προστασίας του περιβάλλοντος.

(16)

Όσον αφορά την επανεκχώρηση στο χρήστη του αγαθού τουλάχιστον των δύο τρίτων του φορολογικού πλεονεκτήματος που παρέχει στον GIE η έγκριση (8), προκύπτει από το άρθρο 39 CA του CGI ότι το εν λόγω πλεονέκτημα επέρχεται υπό μορφή μείωσης του ποσού του μισθώματος ή ελάττωσης του ποσού του δικαιώματος αγοράς. Επιπλέον, το ακριβές ποσό του πλεονεκτήματος που οφείλει να επανεκχωρήσει ο GIE στο χρήστη πρέπει να καθορίζεται κατά τη χορήγηση της έγκρισης.

(17)

Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, οι γαλλικές αρχές προσκόμισαν κατανομή, ανά τομέα δραστηριότητας, όλων των αιτήσεων έγκρισης καθώς και των πραγματικών δικαιούχων του εν λόγω καθεστώτος:

Τομέας δραστηριότητας

Υποβληθείσες αιτήσεις έγκρισης

Χορηγηθείσες αποφάσεις έγκρισης

Ναυτιλιακές επενδύσεις

142

110

Αεροπορικές επενδύσεις

32

18

Σιδηροδρομικές επενδύσεις

5

2

Βιομηχανικές επενδύσεις

7

3

Διαστημικές επενδύσεις

3

0

(18)

Στο πλαίσιο αυτό, οι γαλλικές αρχές κατέδειξαν ότι μεταξύ των 56 αιτήσεων που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο απόφασης αίτησης έγκρισης, 21 αιτήσεις αποσύρθηκαν, 13 αιτήσεις τέθηκαν στο αρχείο και 22 αιτήσεις απορρίφθηκαν. Όσον αφορά τις 22 αιτήσεις που απορρίφθηκαν, οι γαλλικές αρχές ανέφεραν ότι 15 από αυτές αφορούσαν πράξη χρηματοδότησης αγαθού για το ναυτιλιακό τομέα και ότι οι υπόλοιπες 7 αφορούσαν τη χρηματοδότηση αγαθού για τον τομέα των αεροπορικών μεταφορών.

(19)

Οι γαλλικές αρχές κατέδειξαν επίσης ότι οι διαδικασίες έγκρισης βάσει του άρθρου 39 CA του CGI αναστάλθηκαν από τις 14 Δεκεμβρίου 2004, ημερομηνία κατά την οποία τους κοινοποιήθηκε η απόφαση για κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης.

III.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ

(20)

Στην απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή εκτιμά ότι φαίνεται να έχει χορηγηθεί, κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI, πλεονέκτημα στους επενδυτές, μέλη φορολογικών GIE, και στους χρήστες των αγαθών που χρηματοδοτούν οι GIE. Όσον αφορά την επιλεκτικότητα του εν λόγω μέτρου, η Επιτροπή επισήμανε, αφενός, ότι ο υπουργός Οικονομικών φαίνεται να διαθέτει διακριτική εξουσία για την εκτίμηση των όρων χορήγησης της έγκρισης, κάτι που του επιτρέπει να επιλέγει, με υποκειμενικά κριτήρια, τους δικαιούχους του εν λόγω καθεστώτος. Αφετέρου, φαίνεται ότι το φορολογικό καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI συνιστά μέτρο ενίσχυσης προς όφελος, κυρίως, του τομέα των μεταφορών. Η Επιτροπή εκτιμά, στο πλαίσιο αυτό, ότι το εν λόγω μέτρο δεν φαίνεται να αιτιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του γαλλικού φορολογικού συστήματος. Κατά τη γνώμη της, τα εν λόγω πλεονεκτήματα συνεπάγονται επίσης χρησιμοποίηση των κρατικών πόρων, καθώς και στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεασμό των ενδοκοινοτικών συναλλαγών.

(21)

Εξάλλου, όσον αφορά την εξέταση του συμβιβάσιμου του εν λόγω καθεστώτος με την κοινή αγορά, η Επιτροπή εκτιμά, στο παρόν στάδιο, ότι καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, της συνθήκης δεν ισχύει στο παρόν πλαίσιο. Το εν λόγω φορολογικό καθεστώς δεν φαίνεται να ικανοποιεί τους όρους των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών, πλαισίων και προσανατολισμών που έχουν υιοθετηθεί στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, θεωρείται ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.

(22)

Συνεπώς, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης προκειμένου να διαλυθούν οι αμφιβολίες της σχετικά με το χαρακτηρισμό του εν λόγω καθεστώτος ως κρατικής ενίσχυσης και το συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(23)

Στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους, οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν, καταρχήν, ότι το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Στην πραγματικότητα, πρόκειται απλά για ένα τεχνικό κανόνα εφαρμογής του κοινού δικαίου που επιτρέπει τη θέση του συγκεκριμένου τρόπου χρηματοδότησης υπό την εποπτεία των δημόσιων αρχών και όχι για παρέκκλιση του κοινού δικαίου. Ο περιορισμός της εκπίπτουσας απόσβεσης του άρθρου 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI αποσκοπεί, θεσπίζοντας εικαζόμενη φοροδιαφυγή, να αποτρέψει την προσφυγή σε αυτό το μηχανισμό χρηματοδότησης για σκοπούς φορολογικής βελτιστοποίησης. Το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI αποσκοπεί επίσης στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Εφόσον τα βαρέα αγαθά εξοπλισμού που αφορά η παρούσα διάταξη παρουσιάζουν εντούτοις απόδοση σε σχετικά μακροχρόνια επένδυση, η προσφυγή στη χρηματοδοτική μίσθωση αντιστοιχεί, σε αυτή την υπόθεση, όχι μόνο σε επιδίωξη φορολογικής βελτιστοποίησης, αλλά και σε οικονομική αναγκαιότητα.

(24)

Στο πλαίσιο αυτό, οι γαλλικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι όλοι οι όροι που πρέπει να πληρούνται για τους σκοπούς της χορήγησης της έγκρισης επιτρέπουν τον έλεγχο, a priori, των πράξεων χρηματοδότησης αγαθών εξοπλισμού μέσω μίσθωσης με δικαίωμα αγοράς και την εξαίρεση από το ευεργέτημα του εν λόγω φορολογικού καθεστώτος όλων των χρηματοδοτήσεων που έχουν κυρίως ως κίνητρο λόγους φορολογικής βελτιστοποίησης.

(25)

Ειδικότερα, αυτό ισχύει για τον όρο σύμφωνα με τον οποίον η επένδυση πρέπει να παρουσιάζει σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό ενδιαφέρον, ιδίως όσον αφορά θέσεις απασχόλησης, η τήρηση του οποίου προϋποθέτει ότι η αίτηση έγκρισης συνοδεύεται από δεσμεύσεις σχετικά με προσλήψεις. Εν προκειμένω, οι γαλλικές αρχές διευκρινίζουν ότι οι δημιουργούμενες θέσεις απασχόλησης πρέπει να διατηρούνται κατά την ελάχιστη περίοδο εκμετάλλευσης του αγαθού, δηλαδή τη διάρκεια της σύμβασης μίσθωσης ή διάθεσης, ήτοι 8 έτη κατ' ελάχιστο. Κατά τη γνώμη τους, οι δημιουργούμενες θέσεις απασχόλησης πρέπει να επιτρέπουν καθαρή αύξηση του αριθμού των μισθωτών υπαλλήλων της εταιρείας που ζητά την έγκριση και πρέπει να συνδέονται άμεσα με την επένδυση.

(26)

Οι γαλλικές αρχές διευκρινίζουν, εν προκειμένω, ότι ορισμένες αιτήσεις έγκρισης αποτέλεσαν αντικείμενο απόρριψης λόγω έλλειψης σημαντικού οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος του υποβληθέντος σχεδίου χρηματοδότησης. Δύο τύποι καταστάσεων χαρακτηρίζουν την έλλειψη τέτοιου ενδιαφέροντος. Πρώτον, η έλλειψη αποτελεσματικής διαδικασίας επιλογής ή πρόσληψης, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, ικανής να ενισχύσει ή να επιτρέψει τη σύσταση κέντρου λήψης αποφάσεων και διαχείρισης. Δεύτερον, η περίπτωση στην οποία η χρηματοδοτική κατάσταση του αιτούντος θα του επέτρεπε να προσφύγει σε άλλα μέσα χρηματοδότησης που δεν παρουσιάζουν ενδεικτικό χαρακτήρα.

(27)

Ο όρος που συνδέεται με την επανεκχώρηση στο χρήστη του μεγαλύτερου μέρους του φορολογικού πλεονεκτήματος από το οποίο επωφελούνται τα μέλη του GIE κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI επιτρέπει επίσης την καταπολέμηση της φορολογικής βελτιστοποίησης, εξαιρώντας από το ευεργέτημα αυτού του μηχανισμού τις πράξεις που προορίζονται αποκλειστικά για τη δημιουργία ταμειακών κερδών.

(28)

Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι ο μηχανισμός ελέγχου που εφαρμόζεται τοιουτοτρόπως δεν συνιστά διακρίσεις. Παραπέμπουν, εν προκειμένω, στη νομολογία του γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου δυνάμει της οποίας μια έγκριση, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 39 CA του CGI, δεν συνιστά διακρίσεις, αλλά αναθέτει αποκλειστικά στον υπουργό Οικονομικών την εξουσία να διασφαλίζει ότι η εν λόγω πράξη πληροί τους όρους που θέτει ο νόμος (9).

(29)

Εν πάση περιπτώσει, το φορολογικό πλεονέκτημα που συνδέεται με την έκπτωση του ποσού της απόσβεσης δεν ομοιάζει με απώλεια φορολογικών εσόδων, αλλά με διαφορετική διαχρονική κατανομή της φορολογητέας βάσης. Επιπλέον, ο προσδιορισμός του επακριβούς μέρους του πλεονεκτήματος που διατηρούν οι επενδυτές, μέλη του GIE, ομοιάζει με αμοιβή της οποίας το ποσό προκύπτει από τις συνθήκες της αγοράς και μια κλασική εμπορική διαπραγμάτευση.

(30)

Όσον αφορά, στη συνέχεια, την επιλεκτικότητα του εν λόγω φορολογικού καθεστώτος που προβάλλει η Επιτροπή, οι γαλλικές αρχές επικαλούνται πολλά επιχειρήματα.

(31)

Πρώτον, το εν λόγω καθεστώς συνιστά μέτρο γενικής τάξης που μπορεί να αφορά ταυτόχρονα το βιομηχανικό τομέα και τον τομέα των μεταφορών. Ενδεικτικά, οι γαλλικές αρχές αναφέρονται στο υλικό μετασχηματισμού του χαρτοπολτού, στις δεξαμενές αποθήκευσης υδρογονανθράκων, στα τυπογραφικά πιεστήρια και στις ψυκτικές μονάδες που αποτελούν βιομηχανικά αγαθά τα οποία μπορούν να αποσβεστούν με φθίνοντα τρόπο σε διάρκεια τουλάχιστον ίση με 8 έτη. Επιπλέον, οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν ότι ορισμένα μέσα μεταφοράς, όπως τα φορτηγά και τα λεωφορεία, αποκλείονται από το πεδίο του μηχανισμού, λόγω της μικρότερης διάρκειας απόσβεσής τους. Η εν λόγω διάρκεια απόσβεσης εφαρμόζεται συνεπώς σε όλα τα αγαθά των οποίων η απόδοση επένδυσης απαιτεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.

(32)

Δεύτερον, η συγκέντρωση του ευεργετήματος του εν λόγω καθεστώτος προς όφελος του εξοπλισμού μεταφορών προκύπτει, στην πραγματικότητα, από εξελίξεις ανεξάρτητες από τη βούληση των γαλλικών δημόσιων αρχών δηλαδή, αφενός, από την εξέλιξη της χρηματοδοτικής κατάστασης των βιομηχανικών εταιρειών και, αφετέρου, από την έλξη των επενδυτών για τον εξοπλισμό μεταφορών. Πράγματι, το τελευταίο περιλαμβάνει ιδιαίτερα ελκυστικά περιουσιακά στοιχεία για τους επενδυτές οι οποίοι, για να περιορίσουν τους κινδύνους τους, επιλέγουν εύκολα διαπραγματεύσιμα αγαθά στην περίπτωση που ο φορέας εκμετάλλευσης θα αντιμετώπιζε δυσκολίες.

(33)

Τρίτον, το εν λόγω καθεστώς δεν ευνοεί τις γαλλικές επιχειρήσεις στο βαθμό που η εθνικότητα δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την προσχώρηση στον GIE. Ένας αλλοδαπός επενδυτής, ειδικότερα ένας χρηματοδοτικός οργανισμός, μπορεί να επωφεληθεί τοιουτοτρόπως από το εν λόγω καθεστώς και από το προκύπτον ταμειακό κέρδος, ανεξάρτητα από τον τόπο της φορολογικής κατοικίας του.

(34)

Εν πάση περιπτώσει, αν υποθέσουμε ότι το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI συνιστά παρέκκλιση του κοινού δικαίου, αυτό έχει μη περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, απεριόριστη διάρκεια εφαρμογής και βασίζεται σε αντικειμενικά και οριζόντια κριτήρια για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Συνεπώς, εκφεύγει από το χαρακτηρισμό της κρατικής ενίσχυσης, όπως ακριβώς το φορολογικό καθεστώς που εξετάζεται στην απόφαση 96/369/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1996, όσον αφορά τη χορήγηση φορολογικών ενισχύσεων υπό μορφή αποσβέσεων υπέρ γερμανικών αεροπορικών εταιρειών (10).

(35)

Εξάλλου, όσον αφορά την απαλλαγή από την υπεραξία εκχώρησης του αγαθού, οι γαλλικές αρχές καταδεικνύουν ότι το πλεονέκτημα που αποκομίζουν τα μέλη του GIE από τη συγκεκριμένη απαλλαγή πρέπει επίσης να επανεκχωρείται κατά τα δύο τρίτα τουλάχιστον στον τελικό χρήστη του αγαθού. Υποστηρίζουν ότι αυτή η απαλλαγή, που υπόκειται σε όρους, αιτιολογείται από τη φύση και την οικονομία του γαλλικού φορολογικού συστήματος. Καθίσταται αναγκαία, σε περίπτωση προκαταβολικής εκχώρησης, προκειμένου να διασφαλίζεται η διατήρηση του φορολογικού καθεστώτος που προκύπτει από την έκπτωση της απόσβεσης υπό όρους κοινού δικαίου. Επιπλέον, οι γαλλικές αρχές προβάλλουν ότι η απαλλαγή αυτή είναι σύμφωνη με το κοινό δίκαιο, από την 1η Ιανουαρίου 2007. Πράγματι, έκτοτε, οι υπεραξίες εκχώρησης τίτλων συμμετοχής που διακρατούνται για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών απαλλάσσονται, με την επιφύλαξη ποσοστού εξόδων και επιβαρύνσεων ίσου με το 5 % του καθαρού αποτελέσματος των υπεραξιών εκχώρησης που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του φορολογητέου αποτελέσματος. Λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας σύναψης των συμβάσεων διάθεσης αγαθών που έχουν συναφθεί μεταξύ των GIE και των χρηστών, η ημερομηνία κατά την οποία θα καταστεί εφικτή η προβλεπόμενη εκχώρηση αυτών των αγαθών θα είναι μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2007, εφόσον η συγκεκριμένη εκχώρηση μπορεί να επέλθει μετά την παρέλευση των 2/3 της εκτέλεσης των εν λόγω συμβάσεων. Ως εκ τούτου, τα μέλη του GIE επωφελούνται από τη συγκεκριμένη απαλλαγή κατ' εφαρμογή του κοινού δικαίου.

(36)

Οι γαλλικές αρχές υπογραμμίζουν επίσης ότι η απαλλαγή από την υπεραξία εκχώρησης δεν είναι αυτόματη. Ένας από τους όρους της απαλλαγής είναι ότι ο πραγματικός χρήστης του αγαθού καταδεικνύει ότι, λαμβανομένου υπόψη του κόστους του, δεν είναι σε θέση να το αποκτήσει άμεσα χωρίς να διακυβεύσει τη χρηματοδοτική ισορροπία του. Σύμφωνα με την έκθεση του εισηγητή της Επιτροπής Οικονομικών της Εθνοσυνέλευσης της 25ης Μαρτίου 1998, ο συγκεκριμένος όρος εντάσσεται, ιδίως, στην προοπτική της εφαρμογής εναλλακτικών μηχανισμών φορολογικής έκπτωσης για εγγραφή μεριδίων συμπλοιοκτητών, που καταργήθηκε με το νόμο περί οικονομικών του 1998 (στο εξής «το καθεστώς της συμπλοιοκτησίας»).

(37)

Όσον αφορά το συμβιβάσιμο του εν λόγω φορολογικού καθεστώτος με την κοινή αγορά, οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν ότι, υποθέτοντας ότι το εν λόγω καθεστώς συνιστά κρατική ενίσχυση, είναι σύμφωνο με το άρθρο 87, παράγραφος 3, της συνθήκης εφόσον διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων, χωρίς ωστόσο οι όροι των συναλλαγών να μεταβάλλονται σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Πράγματι, ο μηχανισμός του άρθρου 39 CA του CGI δεν ευνοεί τους εθνικούς οικονομικούς φορείς εις βάρος φορέων άλλων κρατών μελών και δεν είναι περισσότερο ευνοϊκός από καθεστώτα που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη.

(38)

Αναφέρονται, εν προκειμένω, στην ιδιαίτερη κατάσταση της ναυτιλίας, της οποίας οι φορείς εκμετάλλευσης είναι οι βασικοί χρήστες του εν λόγω καθεστώτος. Διαπιστώνουν, εν προκειμένω, ότι το εν λόγω καθεστώς συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με το καθεστώς της συμπλοιοκτησίας — καθεστώς σχετικό με τη χρηματοδότηση πλοίων νηολογημένων στη Γαλλία — το οποίο έχει ήδη κοινοποιηθεί και εγκριθεί από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης (11). Το καθεστώς της συμπλοιοκτησίας καταργήθηκε το 1998 λόγω του υπερβολικού δημοσιονομικού κόστους του. Καταδεικνύουν επίσης ότι ο νομοθέτης αποφάσισε να προσαρμόσει τη χρηματοδοτική μίσθωση με φοροαπαλλαγή εντός ενός πλαισίου που χαρακτηρίζεται από τη στασιμότητα του αριθμού των εμπορικών πλοίων που νηολογούνται στη Γαλλία και από τη βούληση μείωσης της φορολογικής δαπάνης. Η έναρξη ισχύος του άρθρου 39 CA του CGI δεν συνεπάγεται επέκταση της γαλλικής ναυτιλίας, αλλά ενοποίηση και ανανέωση του στόλου υπό γαλλική σημαία. Την ίδια περίοδο, οι στόλοι άλλων κρατών μελών αυξήθηκαν, τόσο σε αριθμό μονάδων όσο και σε χωρητικότητα. Συνεπώς, η έναρξη ισχύος του εν λόγω καθεστώτος δεν είναι εις βάρος την ανάπτυξης της ναυτιλίας άλλων κρατών μελών.

(39)

Επιπλέον, το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυτιλία (στο εξής «οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές του 1997») και της ανακοίνωσης C (2004) 43 της Επιτροπής — Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυτιλία (στο εξής «οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές του 2004») (12). Ειδικότερα, συμβάλλει στην προώθηση της ανταγωνιστικότητας των κοινοτικών στόλων στην παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά, στη διασφάλιση της κοινοτικής απασχόλησης τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά, στην προστασία της κοινοτικής ναυτικής τεχνογνωσίας και στην ανάπτυξη των επαγγελματικών ικανοτήτων των ναυτικών (σημείο 2.2 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών). Επιπλέον, συνέβαλε αποτελεσματικά στη βελτίωση της ασφάλειας και της προστασίας του περιβάλλοντος επιτρέποντας την ανανέωση του στόλου. Όσον αφορά, ειδικότερα τη διατήρηση της απασχόλησης του ναυτιλλόμενου προσωπικού και θέσεων απασχόλησης υψηλού επιπέδου στην ξηρά, οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι, μεταξύ των αντισταθμίσεων που απαιτούνται για τους σκοπούς της χορήγησης της έγκρισης, είναι η ανάγκη διάθεσης, στο έδαφος της Ένωσης, κέντρου λήψης στρατηγικών αποφάσεων σχετικά με τη διαχείριση των ναυτικών δραστηριοτήτων και τη διαχείριση των πλοίων. Οι θέσεις απασχόλησης που συνδέονται με την άμεση διαχείριση της ναυτιλίας, αλλά και αυτές που συνδέονται με τις συναφείς δραστηριότητες, όπως η ασφάλιση, η μεσιτεία και οι χρηματοδοτήσεις, ωφελήθηκαν έτσι έμμεσα από το εν λόγω φορολογικό καθεστώς.

(40)

Επισημαίνουν ωστόσο ότι, ούτε οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές του 1997 (13) ούτε εκείνες του 2004 (14), εδραιώνουν αυστηρή σχέση μεταξύ των ενισχύσεων που απαιτούνται για τη διατήρηση και ανάπτυξη των θαλάσσιων μεταφορών και του επιπέδου των δημιουργούμενων θέσεων απασχόλησης. Επιπλέον, από τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές του 2004 συνάγεται ότι «σε αυτή τη φάση, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι υπάρχουν προγράμματα ενισχύσεων που προκαλούν στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον», και ότι «όπως έχει αποδειχθεί, με τα μέτρα αυτά διασφαλίζεται η απασχόληση υψηλού επιπέδου […]» (σημείο 3.1).

(41)

Τέλος, όσον αφορά την εφαρμογή εν προκειμένω της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι γαλλικές αρχές παραπέμπουν στην απόφαση 2002/15/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Μαΐου 2001, σχετικά με τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων εκ μέρους της Γαλλίας υπέρ της εταιρείας «Bretagne Angleterre Irlande» («BAI» ή «Brittany Ferries») (15), στην οποία εξετάστηκε το εν λόγω καθεστώς.

(42)

Οι γαλλικές αρχές παραπέμπουν επίσης στην επιστολή τους προς την Επιτροπή της 17ης Μαρτίου 1998 (A/32232) αναφέροντας την εισαγωγή των άρθρων 39 C, δεύτερο εδάφιο, και 39 CA του CGI. Εκτιμούν ότι, παρά την επιστολή αυτή, καθώς και τις διάφορες υποθέσεις που έχει εξετάσει η Επιτροπή (16) στο πλαίσιο των οποίων γινόταν αναφορά του άρθρου 39 του CGI, δεν κινήθηκε καμία διαδικασία σχετικά με το εν λόγω καθεστώς για περίοδο 6 ετών από την έναρξη ισχύος του.

(43)

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η σιωπή της Επιτροπής δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά το συμβιβάσιμο του άρθρου 39 CA του CGI με την κοινή αγορά, κάτι που είναι αντίθετο προς κάθε ενδεχόμενη αξίωση ανάκτησης από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΩΝ

(44)

Δεκαέξι ενδιαφερόμενα μέρη διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 88, παράγραφος 2, της συνθήκης, εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Ο κατάλογος των ενδιαφερομένων μερών επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.

(45)

Όσον αφορά, πρώτον, την απόφαση για το χαρακτηρισμό του εν λόγω καθεστώτος ως ενίσχυση, τα περισσότερα ενδιαφερόμενα μέρη αντιτάσσονται στη θέση της Επιτροπής εν προκειμένω.

(46)

Έτσι, σύμφωνα, ιδίως, με το Εθνικό Ταμείο Ταμιευτηρίου και Πρόνοιας (CNCE), την Calyon Corporate and Investement Bank (στο εξής «Calyon») και την BNP Paribas (στο εξής «BNP»), ο μηχανισμός του άρθρου 39 CA του CGI δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, αλλά δημιουργεί ένα καθεστώς ελέγχου της εφαρμογής του κοινού δικαίου σχετικά με τις αποσβέσεις ορισμένων περιουσιακών στοιχείων. Ο συνδυασμός των άρθρων 39 C, δεύτερο εδάφιο, και 39 CA του CGI είχε ως στόχο την καταπολέμηση των υπερβολικών απωλειών φορολογικών εσόδων, όπως αποδεικνύουν οι κοινοβουλευτικές εργασίες πριν από την έγκριση του νόμου αριθ. 98-546 (έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών στην Εθνοσυνέλευση της 25ης Μαρτίου 1998).

(47)

Η Société Générale (SG), η BNP και η Brittany Ferries προβάλλουν το επιχείρημα ότι το άρθρο 39 CA του CGI δεν δημιουργεί φορολογική περίμετρο παρέκκλισης του κοινού δικαίου, αλλά συνιστά επάνοδο στο κοινό δίκαιο περί αποσβέσεων. Πρόκειται για καθεστώς γενικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με την SG, το οικονομικό πλεονέκτημα που προκύπτει από τον ετεροχρονισμό της φορολόγησης κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI πρέπει να συγκριθεί με το κοινό δίκαιο περί αποσβέσεων και όχι με το περιοριστικό καθεστώς παρέκκλισης του άρθρου 39 C, δεύτερο εδάφιο του CGI. Επιπλέον, το εν λόγω καθεστώς είναι ανοικτό σε όλους τους οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στο γαλλικό έδαφος και το άρθρο 39 CA του CGI δεν αναφερόταν, εξάλλου, σε κανένα ιδιαίτερο αγαθό ή οικονομικό τομέα. Έτσι, η χορήγηση των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου δεν προορίζονταν ούτε για το γαλλικό εμπορικό θαλάσσιο στόλο ούτε για γαλλικούς τραπεζικούς οργανισμούς.

(48)

Εξάλλου, η ταυτότητα των μελών του GIE δεν συνιστά κριτήριο χορήγησης έγκρισης και το εν λόγω καθεστώς δεν περιλαμβάνει κανένα περιορισμό όσον αφορά τα μέλη του GIE, τα οποία συνεισφέρουν στη φορολογική ικανότητα. Σύμφωνα με τα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί λογικά ότι τα άρθρα 39 C και 39 CA του CGI απονέμουν επιλεκτικό φορολογικό πλεονέκτημα στα μέλη των GIE.

(49)

Εξάλλου, η έγκριση που προβλέπεται στο άρθρο 39 CA του CGI δεν χορηγείται με διακριτική ευχέρεια. Αντιθέτως, σύμφωνα με την Gaz de France και την BNP, η χορήγηση της υπουργικής έγκρισης υπόκειται σε αντικειμενικούς και αμερόληπτους όρους. Η BNP υπενθυμίζει, εν προκειμένω, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (17), εμπίπτει στην Επιτροπή να καταδείξει τη διακριτική μεταχείριση των οικονομικών φορέων στο πλαίσιο μεμονωμένων μέτρων. Πράγματι, η ύπαρξη περιθωρίου εκτίμησης που παρέχεται στη διοίκηση μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση της επιλεκτικής φύσης ενός μέτρου μόνον όταν αμφισβητείται μεμονωμένο μέτρο και όχι το γενικό καθεστώς στο οποίο βασίζεται το συγκεκριμένο μέτρο. Εν προκειμένω, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η φορολογική διοίκηση δεν μπορεί να επιβάλει όρους που δεν προβλέπει ο νόμος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο νόμος προέβλεπε ρητώς τα κριτήρια που εφαρμόζονται για την εκτίμηση της ύπαρξης «σημαντικού οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος». Η BNP, η CNCE και η Calyon παραπέμπουν, στο πλαίσιο αυτό, στην απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου (18) που επικαλούνται οι γαλλικές αρχές. Εν πάση περιπτώσει, όλες οι αποφάσεις άρνησης έγκρισης μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής για κατάχρηση εξουσίας ενώπιον του διοικητικού δικαστή, ο οποίος αποφαίνεται για το αιτιολογικό της άρνησης.

(50)

Σύμφωνα, ιδίως, με την Calyon και την BNP, η επιλεκτικότητα του εν λόγω καθεστώτος προκύπτει από την πρακτική της αγοράς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιουσιακών στοιχείων στον τομέα μεταφορών (ορισμένες μακροπρόθεσμες εγγυήσεις αξιοποίησης και ρευστότητας) και όχι από το περιεχόμενο του άρθρου 39 CA του CGI. Πράγματι, τα αγαθά στον τομέα των μεταφορών παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες που επιτρέπουν την εφαρμογή μακροπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων. Εξάλλου, αν υποθέσουμε ότι το άρθρο 39 CA του CGI δεν απαιτεί προηγούμενη έγκριση του υπουργού Οικονομικών, οι δικαιούχοι του μηχανισμού θα ήταν οι ίδιοι.

(51)

Επιπλέον, σύμφωνα με την BNP, οι όροι εφαρμογής του μηχανισμού του άρθρου 39 CA του CGI δικαιολογούνται από τη φύση και την οικονομία του γαλλικού φορολογικού συστήματος, εφόσον ορισμένοι τομείς δραστηριοτήτων απαιτούν σημαντικές επενδύσεις.

(52)

Η CNCE υποστηρίζει επίσης ότι χρηματοδοτικά πλεονεκτήματα ανάλογα με αυτά που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI μπορούν να επιτευχθούν με την εφαρμογή διατάξεων του κοινού δικαίου. Πράγματι, οι ιδιαιτερότητες του άρθρου 39 CA του CGI δεν δημιουργούν πραγματική διαφοροποίηση με το κοινό δίκαιο περί αποσβέσεων από την άποψη του όγκου των φορολογικών συνεπειών. Σύμφωνα με τη CNCE, οι ιδιαιτερότητες είναι, αφενός, το ευεργέτημα της προσαύξησης κατά μία μονάδα του συντελεστή φθίνουσας απόσβεσης και, αφετέρου, η πιθανότητα να επωφεληθεί ο δικαιούχος από την απαλλαγή από την υπεραξία εκχώρησης. Η BNP παραδέχεται ωστόσο ότι το Κράτος υπολογίζει το δημοσιονομικό κόστος της εφαρμογής του άρθρου 39 CA θεωρώντας ως αναφορά το άρθρο 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI.

(53)

Όσον αφορά την προσαύξηση κατά μία μονάδα του συντελεστή απόσβεσης, το πλεονέκτημα αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι τα καταγραφέντα ελλείμματα εκπίπτουν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI, μόνο κατά το 1/4 των φορολογητέων κερδών βάσει του φόρου εταιρειών του κοινού δικαίου που κάθε μέλος του GIE αποκομίζει από τις δραστηριότητές του. Επιπλέον, το συγκεκριμένο φορολογικό πλεονέκτημα αποσκοπεί να αντισταθμίσει τους ειδικούς περιορισμούς ή απαιτήσεις που επιβάλλονται για τους σκοπούς της χορήγησης της έγκρισης. Η BNP αποσαφηνίζει, εν προκειμένω, ότι το όφελος που αποκομίζει ο GIE από την προσαύξηση κατά μία μονάδα του συντελεστή απόσβεσης υπόκειται σε όρους και είναι σχετικά συγκρατημένο. Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να συνεπάγεται κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Στο πλαίσιο αυτό, η Air France καταδεικνύει ότι χρηματοδότηση που πραγματοποιήθηκε κατ' εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος δημιουργεί, σε σύγκριση με χρηματοδότηση με άμεσο δανεισμό, εξοικονόμηση κυμαινόμενη μεταξύ 6 και 10 % της τιμής του αεροσκάφους. Υποστηρίζει επίσης ότι η οικονομία που πραγματοποιεί ο μισθωτής είναι απολύτως συγκρίσιμη με το χρηματοδοτικό όφελος που μπορεί να προκύψει από την προσφυγή σε άλλους φορολογικούς συνδυασμούς.

(54)

Όσον αφορά την απαλλαγή από την υπεραξία εκχώρησης, η CNCE παρατηρεί ότι η πιθανότητα αξίωσής της προκύπτει από την οικονομία του γαλλικού φορολογικού συστήματος και δεν μπορεί, συνεπώς, να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Η οικονομική λογική της την καθιστά αναγκαία ή λειτουργική σε σχέση με την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Πράγματι, η απαλλαγή από την υπεραξία εκχώρησης δικαιολογείται από την ανάγκη διατήρησης του ταμειακού πλεονεκτήματος που προκύπτει από την πρώτη πτυχή του μηχανισμού του άρθρου 39 CA του CGI. Σύμφωνα με την Calyon, στην ιδιαίτερη περίπτωση των πλοίων, η απαλλαγή επιτρέπει να τεθεί ο πλοιοκτήτης σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη που θα ήταν αν είχε αγοράσει το πλοίο απευθείας και αν είχε χρηματοδοτική ικανότητα επαρκή για φορολογική έκπτωση των αποσβέσεων. Σύμφωνα με την BNP, η απαλλαγή από την υπεραξία έχει ως αντικείμενο τη μη διακύβευση του πλεονεκτήματος που συνδέεται με τον ετεροχρονισμό της φορολόγησης σε περίπτωση προηγούμενης άσκησης του δικαιώματος αγοράς από το χρήστη. Η SG καταδεικνύει ότι η απαλλαγή από την υπεραξία της εκχώρησης είναι απλώς το αντιστάθμισμα των ειδικών περιορισμών που συνδέονται με τον εν λόγω φορολογικό μηχανισμό, όπως, ιδίως, η απαγόρευση εκχώρησης των μεριδίων του χρηματοδότη, εκτός ρητής σχετικής αξίωσης που προβάλλει αρχικά ο χρήστης. Οι προσαυξημένες λειτουργικές δαπάνες για το χρήστη αντισταθμίζουν αυτή την απαλλαγή.

(55)

Σύμφωνα με την Brittany Ferries, η απαλλαγή από την υπεραξία που προβλέπει το άρθρο 39 CA του CGI δεν είναι, επιπλέον, πιο ευνοϊκή από αυτή που προκύπτει από τις διατάξεις του κοινού δικαίου (με την επιφύλαξη ποσοστού εξόδων και επιβαρύνσεων της τάξης του 5 %) που εφαρμόζονται από το 2007.

(56)

Η Air France προβάλλει το επιχείρημα ότι οι οικονομίες που προκύπτουν από το συγκεκριμένο φορολογικό μηχανισμό είναι συγκρίσιμες με εκείνες που επιτυγχάνονται μέσω άλλων τρόπων χρηματοδότησης με φορολογικά κίνητρα που εφαρμόζονται παγκοσμίως. Επιπλέον, οι πράξεις που χρηματοδοτούνται κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI συνοδεύονται από αντισταθμίσματα ικανά να μετριάσουν τα πλεονεκτήματα του μηχανισμού. Η Air France επισημαίνει εξάλλου ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο GIE μπορεί να μεταβιβάζει συμβατικά στο μισθωτή τους φορολογικούς κινδύνους και τα συναφή έξοδα, πράγμα που έχει ως συνέπεια την αισθητή μείωση της οικονομίας που μπορεί να επιτευχθεί από τους χρήστες.

(57)

Τέλος, πολλά ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων η Compagnie Méridionale de Navigation, υποστηρίζουν ότι το εν λόγω καθεστώς εισάγει, για τους πλοιοκτήτες, πολλούς περιορισμούς που συνιστούν αντισταθμίσματα που απαιτεί το Κράτος για τους σκοπούς της χορήγησης της έγκρισης. Έτσι, τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από το συγκεκριμένο φορολογικό καθεστώς αντισταθμίζουν το πρόσθετο κόστος της διαχείρισης των πλοίων υπό γαλλική σημαία, το οποίο οφείλεται βασικά στο κόστος των γαλλικών πληρωμάτων που παραμένει ένα από τα υψηλότερα της Ευρώπης. Η Fouquet Sacop υπογραμμίζει, εν προκειμένω, ότι το συγκεκριμένο καθεστώς την οδήγησε στην επιλογή μιας ταχύτερης ανάπτυξης υπό γαλλική σημαία, εφόσον οι περιορισμοί και το πρόσθετο κόστος που συνδέονται με αυτή τη σημαία αντισταθμίζονται από το εν λόγω φορολογικό καθεστώς. Οι CMA CGM, Broström Tankers, Pétro Marine και Louis Dreyfus Armateurs προβάλλουν το επιχείρημα ότι, χωρίς το ευεργέτημα του εν λόγω καθεστώτος, δεν θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν τις επενδύσεις τους υπό γαλλική σημαία και, τοιουτοτρόπως, να συμμετάσχουν στην ανάπτυξη του κοινοτικού στόλου. Η Bourbon Maritime επισημαίνει ότι ο μηχανισμός του άρθρου 39 CA του CGI επιτρέπει τη διατήρηση θέσεων απασχόλησης υψηλού επιπέδου που συνδέονται με την άμεση διαχείριση της ναυτιλίας, καθώς και με συναφείς δραστηριότητές της, και ότι συμβάλλει αποτελεσματικά στη βελτίωση της ασφάλειας και της προστασίας του περιβάλλοντος.

(58)

Όσον αφορά, δεύτερον, τον όρο του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης που συνδέεται με τον επηρεασμό των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών, πολλά ενδιαφερόμενα μέρη επισημαίνουν ότι τα μέλη των GIE και οι χρήστες των συγκεκριμένων αγαθών μπορούν να είναι αλλοδαποί φορείς εκμετάλλευσης ή γαλλικές θυγατρικές τους. Επιπλέον, το εν λόγω καθεστώς δεν είναι περισσότερο ευνοϊκό από εκείνα που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη. Η SG αποσαφηνίζει, εν προκειμένω, ότι οι πελάτες της τους οποίους αφορά η έγκριση είναι στη μειοψηφία τους Γάλλοι.

(59)

Όσον αφορά, τρίτον, το συμβιβάσιμο του εν λόγω καθεστώτος με την κοινή αγορά, η CNCE επισημαίνει ότι οι εγκρίσεις που χορηγήθηκαν στους ναυτιλιακούς φορείς εντάσσονται στο πνεύμα των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών του 1997 και του 2004 (19). Το εν λόγω μέτρο είναι έτσι συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά κατ' εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ), της συνθήκης, το οποίο ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των αρχών που διατυπώνονται στις εν λόγω κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές.

(60)

Η Brittany Ferries υπογραμμίζει ότι το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI είναι συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά, κατ' εφαρμογή του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), της συνθήκης, στο βαθμό που η συγκεκριμένη διάταξη αποσκοπεί απλώς στη συγκάλυψη των «ανεπαρκειών της αγοράς» όσον αφορά τη χρηματοδότηση επενδύσεων βαρέων αγαθών εξοπλισμών. Η πλειονότητα των ενδιαφερόμενων μερών υπογραμμίζει επιπλέον ότι τα άλλα κράτη μέλη αντέδρασαν στη συνέχεια θεσπίζοντας παρεμφερείς διατάξεις.

(61)

Όσον αφορά, τέταρτον, την εφαρμογή, στην προκειμένη περίπτωση, της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η πλειονότητα των ενδιαφερομένων μερών — δικαιούχων του καθεστώτος — υποστηρίζουν ότι είχαν ανέκαθεν την πεποίθηση ότι το εν λόγω μέτρο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης. Η εφαρμογή, στην προκειμένη περίπτωση, της προαναφερόμενης αρχής αντιβαίνει συνεπώς σε κάθε ανάκτηση.

(62)

Εν προκειμένω, η SG καταδεικνύει ότι δυνάμει του καθεστώτος που ίσχυε πριν από το περί ου ο λόγος, τα ελλείμματα προσωπικών εταιρειών που δημιουργούνταν από τις αποσβέσεις, καταλογίζονταν εξ ολοκλήρου στα φορολογικά αποτελέσματα των εταίρων αυτών των εταιρειών. Ουδέποτε η Επιτροπή θεώρησε ότι αυτό το καθεστώς κοινού δικαίου συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

(63)

Υποστηρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή απέχει από κάθε παρέμβαση τα τελευταία έξι έτη. Σύμφωνα με την Calyon, η Επιτροπή φαίνεται να γνωρίζει πολλές πράξεις χρηματοδότησης περιουσιακών στοιχείων κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA της CGI χωρίς ποτέ να έχει τεθεί ζήτημα εγκυρότητάς τους σε σχέση με το άρθρο 87 της συνθήκης (20). Η CNCE υποστηρίζει, εν προκειμένω, ότι το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή έλαβε γνώση της ενίσχυσης και της ημερομηνίας κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξέτασης είναι υπερβολικά μεγάλο και η Calyon χαρακτηρίζει αυτή την προθεσμία παράλογη. Εξάλλου, η Επιτροπή έχει ήδη ορίσει κατ' εξαίρεση την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους του δικαιούχου, κάτι που αντιτίθεται στην επιστροφή της ενίσχυσης, ενώ έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τριών ετών μεταξύ της κοινοποίησης του μέτρου στην Επιτροπή και της λήψης της τελικής απόφασής της (21).

(64)

Ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη υπογραμμίζουν επίσης ότι η Επιτροπή ενέκρινε προηγουμένως το καθεστώς της συμπλοιοκτησίας — πιο ευνοϊκό φορολογικά καθεστώς από ό,τι το εν λόγω καθεστώς εν προκειμένω– και ότι αυτή η περίπτωση αποτελεί τη βάση για τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους στη νομιμότητα του εν λόγω καθεστώτος. Εξάλλου, σύμφωνα με την CNCE, η γένεση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους των δικαιούχων δεν προϋποθέτει ότι η Επιτροπή έχει αποφανθεί για πανομοιότυπο καθεστώς. Η αποδοχή ενός απλώς ανάλογου καθεστώτος μπορεί να δημιουργήσει μια τέτοια εμπιστοσύνη. Έτσι, στην απόφαση της 8ης Μαΐου 2001 (22), η Επιτροπή αποδέχτηκε ανάλογο καθεστώς. Η CNCE και η SG παραπέμπουν επίσης σε πολλά παρόμοια καθεστώτα που έχει εγκρίνει η Επιτροπή (23) καθώς και στην απόφαση του Δικαστηρίου, RSV κατά Επιτροπής (24).

(65)

Ειδικότερα, η Brittany Ferries εκτιμά ότι η απόφαση της Επιτροπής, της 8ης Μαΐου 2001 (25), δημιούργησε υπέρ αυτής δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το γεγονός ότι το εν λόγω καθεστώς δεν περιλαμβάνει κρατικές ενισχύσεις.

(66)

Η CNCE υπογραμμίζει επίσης ότι η Γαλλία εξέδωσε το νόμο αριθ. 98-546 περίπου τρεις μήνες αφότου ενημέρωσε σχετικά την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, της συνθήκης. Εφόσον η Επιτροπή δεν απάντησε εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση, το εν λόγω μέτρο άπτεται του καθεστώτος ενισχύσεων που υφίσταται κατά την έννοια της νομολογίας Lorenz (26).

(67)

Εξάλλου, δύο από τα ενδιαφερόμενα μέρη, που ζήτησαν να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, υπέβαλαν παρατηρήσεις στην Επιτροπή στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξέτασης.

(68)

Στις παρατηρήσεις που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το πρώτο από τα μέρη υποστηρίζει ότι το εν λόγω καθεστώς είναι παράνομο. Καλεί την Επιτροπή να επεκτείνει το πεδίο της παρούσας διοικητικής διαδικασίας στο καθεστώς της συμπλοιοκτησίας. Το συγκεκριμένο μέρος εκτιμά, όπως η Επιτροπή στην απόφασή της για κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, αφενός, ότι το εν λόγω καθεστώς είναι επιλεκτικό ως προς το ότι ευνοεί τους Γάλλους εφοπλιστές και, αφετέρου, ότι επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών ιδίως στην αγορά της Μάγχης. Προβάλλει, εν προκειμένω, ότι το εν λόγω καθεστώς, που διαδέχτηκε το καθεστώς της συμπλοιοκτησίας, θεσπίστηκε προκειμένου να ικανοποιηθεί ο γαλλικός ναυτιλιακός κλάδος, όπως προκύπτει από την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών της 25ης Μαρτίου 1998.

(69)

Επιπλέον, ευνοώντας του φορείς εκμετάλλευσης της Γαλλίας, ο εν λόγω φορολογικός μηχανισμός συνέβαλε στην αύξηση του πλεονάζοντος δυναμικού στην αγορά της Μάγχης επιτρέποντας την απόκτηση νέων πλοίων από φορείς του τομέα που δεν διέθεταν τα χρηματοδοτικά μέσα. Η στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκύπτει από την εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος απεικονίζεται, επιπλέον, από τις αποκτήσεις πλοίων, μέσω αυτού του φορολογικού μηχανισμού, από τις εταιρείες Seafrance και Brittany Ferries. Οι συγκεκριμένες εταιρείες αύξησαν σημαντικά το δυναμικό τους μετά την απόκτηση νέων πλοίων.

(70)

Το δεύτερο ενδιαφερόμενο μέρος, που ζητά να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά του, παραπέμπει, στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους, στην προτιμησιακή ανταγωνιστική θέση από την οποία επωφελούνται οι φορείς της Γαλλίας, μεταξύ των οποίων την πρώτη θέση καταλαμβάνει η Brittany Ferries, λόγω της χρηματοδότησης των πλοίων τους χάρη στο εν λόγω καθεστώς. Αναφέρεται, εν προκειμένω, στη διατήρηση της Brittany Ferries στις γραμμές της Μάγχης και στη γραμμή Γαλλίας/Ιρλανδίας, παρά τους δυσμενείς όρους ανταγωνισμού σε αυτές τις γραμμές που οδήγησαν εξάλλου στην εξαφάνιση της P&O από την αγορά.

VI.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΩΝ

(71)

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, οι παρατηρήσεις των περισσότερων ενδιαφερομένων τρίτων επιβεβαιώνουν τη θέση τους όσον αφορά την αξιολόγηση του εν λόγω καθεστώτος, ήτοι ιδίως ότι:

το άρθρο 39 CA του CGI αποτελεί ιδίως μέτρο γενικής τάξης, το οποίο όμως δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση εμπορικών πλοίων·

το εν λόγω καθεστώς επιφέρει συγκρίσιμες επιπτώσεις είτε με μέτρα εσωτερικού δικαίου είτε με ρυθμίσεις που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη·

η έγκριση δεν παρουσιάζει διακριτικό χαρακτήρα και η χορήγησή της εξαρτάται από την ικανοποίηση των αντικειμενικών κριτηρίων·

το εν λόγω φορολογικό καθεστώς αποκτά μείζον ενδιαφέρον για την κοινοτική οικονομία, ιδίως όσον αφορά τη χωροθέτηση και τη μονιμότητα των θέσεων εργασίας·

τέλος, η πλειονότητα των ενδιαφερομένων τρίτων επικαλούνται τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους ως προς το συμβιβάσιμο του εν λόγω μηχανισμού με την κοινοτική ρύθμιση.

(72)

Όσον αφορά τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη των οποίων η ταυτότητα παρέμεινε εμπιστευτική, οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν ότι βασίζονται σε εσφαλμένα ή ανακριβή στοιχεία.

(73)

Σχετικά με το επιχείρημα κατά το οποίο το ευεργέτημα, που χορηγήθηκε στην Brittany Ferries, του καθεστώτος του φορολογικού GIE οδήγησε έμμεσα στην αποχώρηση της P&O από τη δυτική και κεντρική Μάγχη, οι γαλλικές αρχές ανταπαντούν ότι μόνο δύο πλοία της Brittany Ferries επωφελήθηκαν από αυτό και ότι η χρηματοδότηση του πλοίου της «Mont St Michel» μέσω αυτού του μηχανισμού εγκρίθηκε με απόφαση της Επιτροπής της 8ης Μαΐου 2001 (27).

(74)

Εν προκειμένω, μετά την αποχώρηση του προαναφερόμενου φορέα εκμετάλλευσης από την αγορά, οι βρετανικές αρχές ανταγωνισμού διενήργησαν έρευνα εις βάθος. Τα συμπεράσματά τους δεν ανέφεραν ως αιτία της αποχώρησης του συγκεκριμένου φορέα ενδεχόμενη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Επιπλέον, η μείωση του κύκλου εργασιών ορισμένων φορέων εκμετάλλευσης οφείλεται στη σταθερή άνοδο του ανταγωνισμού των αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους και όχι στη θέση σε λειτουργία πρόσφατων πλοίων από άλλους πλοιοκτήτες.

(75)

Όσον αφορά τη βούληση που εξέφρασε ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την επέκταση εκ μέρους της Επιτροπής του πεδίου ελέγχου της στο καθεστώς της συμπλοιοκτησίας, οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι το συγκεκριμένο καθεστώς κηρύχθηκε συμβιβάσιμο με τους κανόνες της συνθήκης στην απόφασή της 3ης Μαΐου 1996.

(76)

Τέλος, η αύξηση του δυναμικού στον Πορθμό της Μάγχης δεν αφορά εταιρείες που επωφελήθηκαν από το καθεστώς των φορολογικών GIE. Εν προκειμένω, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι νεοεισερχόμενοι στις γραμμές στις οποίες προηγουμένως δραστηριοποιούνταν ιστορικοί φορείς εκμετάλλευσης. Οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν επίσης, στο πλαίσιο αυτό, ότι το Ευρωτούνελ διπλασίασε το δυναμικό της λειτουργίας μεταφορών φορτίου την περίοδο 2000-2003 και ότι η P&O εξαγόρασε τα μερίδια του φορέα εκμετάλλευσης Stena-Line και εκσυγχρόνισε το στόλο της.

VII.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(77)

Κατόπιν της επίσημης διαδικασίας εξέτασης που κινήθηκε βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, της συνθήκης και λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλαν στο παρόν πλαίσιο οι γαλλικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή εκτιμά ότι το φορολογικό καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης.

1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

(78)

Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, της συνθήκης, «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως».

(79)

Ο χαρακτηρισμός εθνικού μέτρου ως κρατική ενίσχυση προϋποθέτει ότι πληρούνται οι ακόλουθοι σωρευτικοί όροι, δηλαδή ότι: 1) το εν λόγω μέτρο παρέχει πλεονέκτημα μέσω κρατικών πόρων, 2) το πλεονέκτημα είναι επιλεκτικό και 3) το εν λόγω μέτρο νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και δύναται να επηρεάσει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές (28).

(80)

Πρέπει να εκτεθούν οι λόγοι βάσει των οποίων θα εκτιμηθεί κατά πόσο το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI, που περιγράφηκε προηγουμένως, ικανοποιεί αυτούς τους σωρευτικούς όρους.

(81)

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 39 C, πρώτο εδάφιο, του CGI, η απόσβεση αγαθών που τίθενται προς μίσθωση ή προς διάθεση με οποιαδήποτε άλλη μορφή κατανέμεται καθ' όλη τη συνήθη διάρκεια χρήσης.

(82)

Το άρθρο 39 C, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 39 CA του CGI αφορούν τους κανόνες απόσβεσης που εφαρμόζονται για τη χρηματοδότηση, ιδίως από GIE, αγαθών που τίθενται προς μίσθωση ή προς διάθεση. Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, αμφότερες οι διατάξεις θεσπίστηκαν με σκοπό την καταπολέμηση της καταχρηστικής προσφυγής σε αυτό τον τρόπο χρηματοδότησης.

(83)

Έτσι, οι γαλλικές αρχές καθώς και τα ενδιαφερόμενα μέρη προβάλλουν το επιχείρημα ότι το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI αντιστοιχεί σε επάνοδο στο κοινό δίκαιο όσον αφορά την έκπτωση των αποσβέσεων, δηλαδή στις διατάξεις του άρθρου 39, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 39 C, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κώδικα και δεν συνιστά συνεπώς κρατική ενίσχυση. Το άρθρο 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI μπορεί να συνιστά παρέκκλιση από τις διατάξεις αυτών των άρθρων.

(84)

Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης επιβάλλει μόνο τον καθορισμό του κατά πόσο, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο δύναται να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» σε σχέση με άλλες, που βρίσκονται, όσον αφορά το στόχο που επιδιώκει το εν λόγω καθεστώς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (29).

(85)

Συνεπώς, για να προσδιοριστεί αυτό που συνιστά πλεονέκτημα, κατά τη νομολογία σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, είναι επιτακτική ανάγκη να καθοριστεί ο κανόνας αναφοράς ή το εφαρμοστέο κοινό καθεστώς, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, βάσει του οποίου συγκρίνεται το πλεονέκτημα (30). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε άλλωστε ότι ο καθορισμός του πλαισίου αναφοράς αποκτά αυξημένη στην περίπτωση φορολογικών μέτρων εφόσον η ύπαρξη καθαυτή πλεονεκτήματος τεκμηριώνεται μόνο σε σχέση με τη λεγόμενη «συνήθη» φορολόγηση, δηλαδή το φορολογικό συντελεστή που ισχύει στη γεωγραφική ζώνη αναφοράς (31).

(86)

Στην προκειμένη περίπτωση, με σκοπό τον καθορισμό αυτού του κανόνα αναφοράς στο πλαίσιο του καθεστώτος αποσβέσεων αγαθών που τίθενται προς μίσθωση ή προς διάθεση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο διατάξεις που αφορούν τη χρηματοδότηση τέτοιων αγαθών από προσωπικές εταιρείες, όπως οι GIE. Άλλως, η πραγματική και η νομική κατάσταση που λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του καθορισμού του πλεονεκτήματος δεν είναι συγκρίσιμες, ούτε από την άποψη των μελών του GIE ούτε από την άποψη των χρηστών των εν λόγω αγαθών.

(87)

Έτσι, ο κανόνας αναφοράς που εφαρμόζεται εν προκειμένω για τον καθορισμό της εκπίπτουσας απόσβεσης είναι ο περιορισμός της αρχής αυτής της απόσβεσης για αγαθά που χρηματοδοτούνται από GIE, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI (32). Δεν πρόκειται για το άρθρο 39 C, πρώτο εδάφιο, του CGI, εφόσον η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε πράξη χρηματοδότησης από GIE, δηλαδή από δομές που συγκεντρώνουν πολλές νομικές οντότητες, εν γένει χρηματοδοτικούς οργανισμούς, που κατανέμουν έτσι μεταξύ τους συναφείς με την πράξη κινδύνους, σε αντίθεση με πράξη χρηματοδότησης που πραγματοποιείται από ένα μόνο χρηματοδοτικό οργανισμό ο οποίος αναλαμβάνει και τους σχετικούς κινδύνους. Εν προκειμένω, πρέπει επιπλέον να καταδειχτεί ότι, αντίθετα προς τους τρόπους χρηματοδότησης που κάνουν χρήση GIE, μια πράξη χρηματοδότησης μέσω μιας τέτοιας φορολογικά διάφανης δομής επιτρέπει φορολογική βελτιστοποίηση, εφόσον τα ελλειμματικά αποτελέσματα που καταγράφονται από τον GIE τα πρώτα έτη των δραστηριοτήτων του προέρχονται από μείωση των φορολογητέων κερδών που πραγματοποιούν τα μέλη του λόγω των τρεχουσών δραστηριοτήτων τους.

(88)

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι γαλλικές αρχές και ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν δύνανται να υποστηρίξουν ότι το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI συνιστά επάνοδο στο κοινό δίκαιο περί αποσβέσεων και ότι το άρθρο 39 C, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κώδικα συνιστά το καθεστώς αναφοράς βάσει του οποίου πρέπει να αξιολογηθεί το φορολογικό πλεονέκτημα που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 39 CA. Εξάλλου, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι το άρθρο 39 CA του CGI προβλέπει ρητώς ότι το υπό εξέταση φορολογικό πλεονέκτημα υπολογίζεται από το υπόλοιπο των θετικών ή αρνητικών επικαιροποιημένων αξιών, που είναι συναφείς αντίστοιχα με τις μειώσεις ή συμπληρωματικές φορολογικές εισφορές, λαμβανομένων υπόψη αυτών που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου του άρθρου.

(89)

Όσον αφορά το πλεονέκτημα που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI, πρέπει να διαπιστωθεί ότι μόνο τα μέλη του GIE (33), που χρηματοδοτεί κινητά περιουσιακά στοιχεία των οποίων η διάρκεια απόσβεσης είναι τουλάχιστον 8 έτη, δύνανται να επωφεληθούν από φορολογικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI, δηλαδή 1) παρέκκλισης από το ανώτατο όριο της αρχής της εκπίπτουσας απόσβεσης, 2) προσαύξησης κατά μία μονάδα του συντελεστή απόσβεσης 3) ενδεχόμενης απαλλαγής από την υπεραξία εκχώρησης.

(90)

Αφενός, όσον αφορά την κατάργηση του ανώτατου ορίου της εκπίπτουσας απόσβεσης κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι κάθε μέλος του GIE είναι σε θέση, στη διάρκεια της περιόδου υποτίμησης του αγαθού κατά την οποία τα αποτελέσματα του GIE είναι ελλειμματικά, να καταλογίσει τα ελλείμματα του GIE, κατ' αναλογία των δικαιωμάτων που κατέχει, με βάση τα φορολογητέα του κέρδη. Στο πλαίσιο αυτό, δεν λαμβάνει υπόψη το ανώτατο όριο της απόσβεσης του άρθρου 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI.

(91)

Συνεπώς, η εφαρμογή της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 39 CA του CGI επιτρέπει, κατά το ελλειμματικό στάδιο, μείωση, από έκαστο των μελών του GIE, της βάσης που συνήθως φορολογείται κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI. Πράγματι, το γεγονός ότι το ποσό της απόσβεσης δεν περιορίζεται στο ποσό του καταβληθέντος μισθώματος, μειούμενο από τις άλλες σχετικές επιβαρύνσεις του μισθωμένου αγαθού, επιτρέπει αύξηση του ποσού της απόσβεσης κατά τα πρώτα οικονομικά έτη που είναι ελλειμματικά. Εν προκειμένω, η περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 39 CA του CGI, τα ελλείμματα εκπίπτουν μόνο κατά το ένα τέταρτο των κερδών που φορολογούνται με το συντελεστή του φόρου εταιρειών του κοινού δικαίου που κάθε μέλος του GIE αποκομίζει από τις υπόλοιπες δραστηριότητές του, μπορεί βέβαια να περιοριστεί αλλά δεν διακυβεύει την ύπαρξη του πλεονεκτήματος.

(92)

Στο πλαίσιο αυτό, οι γαλλικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι οικονομίες φόρου που επιτυγχάνονται τοιουτοτρόπως κατά τα πρώτα έτη της πράξης χρηματοδότησης εξουδετερώνονται από τους συμπληρωματικούς φόρους που διαπιστώνονται αφότου ο GIE αρχίζει να πραγματοποιεί κέρδη, εφόσον τα οφειλόμενα μισθώματα υπερβαίνουν τα ετήσια χρεολύσια της απόσβεσης. Στο μεταξύ, η Επιτροπή εκτιμά ότι το παρεχόμενο πλεονέκτημα έγκειται στην αναστολή της πληρωμής του φόρου και αντιστοιχεί στο υπόλοιπο των επικαιροποιημένων αξιών των φόρων που καταβάλλονται στη διάρκεια της συνολικής περιόδου απόσβεσης λαμβανομένων υπόψη των εφαρμοζόμενων επιτοκίων.

(93)

Η έκθεση αριθ. 413 της Γερουσίας (34) επιβεβαιώνει εξάλλου την ανάλυση αυτή εφόσον αναφέρει ότι «οι οικονομίες φόρου που επιτυγχάνουν τοιουτοτρόπως οι εταίροι κατά τα πρώτα έτη εκμετάλλευσης αντισταθμίζονται από τους συμπληρωματικούς φόρους που εμφανίζονται στη συνέχεια, όταν η διάρθρωση της χρηματοδότησης συνεπάγεται ευεργετήματα». Εντούτοις, αυτή η χρονική μετατόπιση επιτρέπει, σύμφωνα με την έκθεση, ταμειακά κέρδη τα οποία αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των επικαιροποιημένων αξιών των οικονομιών φόρου τα πρώτα οικονομικά έτη και των συμπληρωματικών φορολογικών εισφορών τα τελευταία οικονομικά έτη. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι καταδεικνύεται, στη φορολογική οδηγία αριθ. 120, της 17ης Ιουνίου 1999 (35), ότι το φορολογικό πλεονέκτημα που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI επιτρέπει οικονομίες φόρου.

(94)

Συνεπώς, φαίνεται ότι το καθεστώς που θεσπίζεται από το άρθρο 39 CA του CGI αποσκοπεί να επιτρέψει στα μέλη του GIE να επωφεληθούν από πλεονέκτημα υπό μορφή ετεροχρονισμού της φορολόγησης.

(95)

Εν προκειμένω, το επιχείρημα ότι οι χρήστες των οποίων ο GIE δεν λαμβάνει την έγκριση που προβλέπεται στο άρθρο 39 CA του CGI προσφεύγουν σε άλλους τρόπους χρηματοδότησης προκειμένου να εκφεύγουν από το ανώτατο όριο της εκπίπτουσας φορολογικά απόσβεσης του άρθρου 39 C, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κώδικα, και συνεπώς δεν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με εκείνους των οποίων ο GIE έχει εγκριθεί, δεν ευσταθεί. Πράγματι, πρέπει καταρχήν να υπενθυμίσουμε ότι, όσον αφορά ένα καθεστώς ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του εν λόγω καθεστώτος, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε ειδική περίπτωση εφαρμογής (36). Στη συνέχεια, ένα τέτοιο επιχείρημα οδηγεί στη συνεκτίμηση μεμονωμένων καταστάσεων διακριτών από πραγματική και νομική άποψη (37) και, επιπλέον, υποθετικών.

(96)

Τέλος, δεν αποκλείεται οι χρήστες που δεν μπορούν να επωφεληθούν από τις διατάξεις του άρθρου 39 CA του CGI να βρίσκονται σε αδυναμία προσφυγής σε εναλλακτικό τρόπο χρηματοδότησης. Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση που ένας τραπεζικός οργανισμός αποφάσιζε, λαμβανομένης υπόψη της χρηματοδοτικής κατάστασης της συγκεκριμένης επιχείρησης, να μην αναλάβει μόνος τους συναφείς με την πράξη χρηματοδότησης (χρηματοδοτική μίσθωση) κινδύνους ή εάν, για λόγους που αφορούν τη δομή του ισολογισμού ή την ικανότητα χρηματοδότησης των χρηστών, άλλοι τρόποι χρηματοδότησης είναι ανέφικτοι (άμεση επένδυση με προσφυγή σε δανεισμό ή με ίδιους πόρους). Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι συγκεκριμένοι χρήστες είναι πράγματι σε θέση να προσφύγουν σε εναλλακτικό τρόπο χρηματοδότησης και, στο πλαίσιο αυτό, δεν υπάρχει ανώτατο όριο της απόσβεσής τους, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η αρχικά επιλεγείσα πιο πλεονεκτική λύση προς όφελος μιας δεύτερης επιλογής κατ' ανάγκη λιγότερο ευνοϊκής και δεν θα επωφεληθούν από την ειδική φορολογία της χρηματοδοτικής μίσθωσης από GIE (χάρη στην υποχρέωση επανεκχώρησης που θεσπίζει το άρθρο 39 CA του CGI).

(97)

Αφετέρου, εκτός από την κατάργηση του ανώτατου ορίου της εκπίπτουσας απόσβεσης, τα μέλη του GIE επωφελούνται από προσαύξηση κατά μία μονάδα του συντελεστή φθίνουσας απόσβεσης και, στην περίπτωση προβλεπόμενης εκχώρησης του αγαθού στο χρήστη και εφόσον πληρούνται ορισμένοι όροι, απαλλαγής από την υπεραξία (38).

(98)

Ο προσαυξημένος συντελεστής και η ενδεχόμενη απαλλαγή από υπεραξίες εκχώρησης συνιστούν πλεονεκτήματα από τα οποία επωφελούνται τα μέλη του GIE κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI, αλλά από τα οποία δεν μπορούν να επωφεληθούν κατ' εφαρμογή του φορολογικού πλαισίου αναφοράς, δηλαδή το άρθρο 39 C, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κώδικα. Εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI όσον αφορά τα δύο πλεονεκτήματα δεν συνιστά επάνοδο στο κοινό δίκαιο περί αποσβέσεων, όπως επικαλούνται οι γαλλικές αρχές, εφόσον το άρθρο 39 C, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κώδικα ουδόλως προβλέπει τέτοια φορολογικά πλεονεκτήματα.

(99)

Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον πρόκειται για επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο, από το 2007, η απαλλαγή από την υπεραξία εκχώρησης άπτεται του κοινού δικαίου, πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον αυτό στερείται, εν πάση περιπτώσει, συνάφειας, εφόσον η ύπαρξη αυτού του πλεονεκτήματος πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένου υπόψη του ισχύοντος νομικού πλαισίου και όχι στη βάση μελλοντικής νομικής κατάστασης (39). Εξάλλου, τα μέρη δεν ισχυρίζονται ότι τροποποίηση του ισχύοντος νομικού πλαισίου μπορεί να αναιρέσει το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε προηγουμένως.

(100)

Όσον αφορά την κρατική προέλευση των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η έννοια της ενίσχυσης είναι γενικότερη από εκείνη της επιδότησης διότι περιλαμβάνει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως οι επιδοτήσεις καθαυτές, αλλά και παρεμβάσεις που, υπό ποικίλες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης και που, ως εκ τούτου, χωρίς να συνιστούν επιδοτήσεις υπό την αυστηρή έννοια του όρου, είναι ίδιου χαρακτήρα και έχουν πανομοιότυπες επιδράσεις (40). Εξ αυτού συνάγεται ότι ένα μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές χορηγούν σε ορισμένες επιχειρήσεις απαλλαγή, μείωση ή ακόμα και αναστολή της πληρωμής του συνήθως οφειλόμενου φόρου που, αν και δεν περιλαμβάνει μεταφορά κρατικών πόρων, θέτει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη χρηματοδοτική κατάσταση από τους λοιπούς φορολογούμενους συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης (41). Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, αν και τα μέτρα που προκύπτουν από το άρθρο 39 CA του CGI δεν περιλαμβάνουν μεταφορές κρατικών πόρων, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι συνεπάγονται απώλεια φορολογικών πόρων και, τοιουτοτρόπως, συνιστούν κρατική χρηματοδότηση.

(101)

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα μέλη του GIE επωφελούνται πλεονεκτημάτων, με τη μορφή οικονομιών φόρων (κατάργηση ανώτατου ορίου και προσαύξηση του συντελεστή απόσβεσης) και, στην περίπτωση προβλεπόμενης εκχώρησης του αγαθού που πραγματοποιείται υπό ορισμένες προϋποθέσεις, φοροαπαλλαγής, τα οποία αντιπροσωπεύουν κόστος για τον προϋπολογισμό του γαλλικού κράτους.

(102)

Τέλος, όσον αφορά τα μέλη των GIE, εκτιμώντας ότι αυτά πρέπει να επανεκχωρήσουν τουλάχιστον τα 2/3 του συνολικού φορολογικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI στο χρήστη του εν λόγω αγαθού, η Επιτροπή εκτιμά ότι το πλεονέκτημα από το οποίο επωφελούνται αντιστοιχεί, κατ' ανώτατο όριο, στο 1/3 του συνολικού πλεονεκτήματος. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι τα μέλη των GIE είναι βασικά χρηματοδοτικοί οργανισμοί.

(103)

Όσον αφορά τους χρήστες των υπό εξέταση αγαθών, η επανεκχώρηση αφενός του συνολικού φορολογικού πλεονεκτήματος από το οποίο επωφελούνται τα μέλη του GIE συγκεκριμενοποιείται, σύμφωνα με την επίμαχη διάταξη, υπό μορφή μείωσης του ποσού του μισθώματός τους ή ελάττωσης του ποσού του δικαιώματος αγοράς. Αυτό το πλεονέκτημα που μεταβιβάζεται στους χρήστες μειώνει, τοιουτοτρόπως, τις επιβαρύνσεις που βαρύνουν συνήθως τον προϋπολογισμό τους στο πλαίσιο των πράξεων χρηματοδοτικής μίσθωσης. Εφόσον η επανεκχώρηση αντιπροσωπεύει τουλάχιστον τα 2/3 του πλεονεκτήματος που χορηγείται στα μέλη του GIE μέσω κρατικών πόρων, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι χρήστες επωφελούνται, με το μέτρο αυτό, από κρατικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης που ανέρχεται τουλάχιστον στα 2/3 του συνολικού πλεονεκτήματος.

(104)

Οι γαλλικές αρχές καθώς και ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζουν ωστόσο ότι το φορολογικό καθεστώς που θεσπίζεται στο άρθρο 39 CA του CGI συνιστά γενικό μέτρο του γαλλικού φορολογικού δικαίου. Συνεπώς, πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο το συνολικό πλεονέκτημα από το οποίο επωφελούνται τα μέλη του GIE και οι χρήστες παρουσιάζει επιλεκτικό χαρακτήρα.

(105)

Πρέπει να υπενθυμίσουμε, προκαταρκτικά, ότι η ιδιοτυπία του κρατικού μέτρου, δηλαδή ο επιλεκτικός χαρακτήρας του, συνιστά ένα από τα χαρακτηριστικά της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης. Από την άποψη αυτή, πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσο το εν λόγω φορολογικό καθεστώς συνεπάγεται ή όχι πλεονεκτήματα προς αποκλειστικό όφελος ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων τομέων δραστηριότητας (42).

(106)

Κατ' αρχήν, ένα φορολογικό μέτρο που δύναται να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση διακρίνεται από ένα γενικό φορολογικό μέτρο από τον περιορισμένο χαρακτήρα, νομικό ή πραγματικό, του αριθμού των δικαιούχων του. Έτσι, προκειμένου ένα μέτρο να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, οι επιχειρήσεις που το δικαιούνται πρέπει να ανήκουν σε κατηγορία που καθορίζεται από την εφαρμογή, νομική ή πραγματική, του κριτηρίου που θεσπίζεται από το εν λόγω μέτρο (43).

(107)

Εν προκειμένω, το άρθρο 39 CA του CGI εφαρμόζεται μόνο στα κινητά αγαθά που έχουν αποσβεστεί με φθίνοντα τρόπο για περίοδο τουλάχιστον 8 ετών και τα οποία έχουν αποκτηθεί καινουργή, εκτός των πλοίων που μπορεί να είναι και μεταχειρισμένα. Εξάλλου, στην έκθεση της Γερουσίας αριθ. 413 (44) καταδεικνύεται ότι «ο […] μηχανισμός έχει επακριβώς ως αντικείμενο την ενθάρρυνση βαρέων επενδύσεων χάρη σε μια ιδιαίτερα παροτρυντική φορολογική μόχλευση».

(108)

Η φορολογική ελάφρυνση που προκύπτει από την εφαρμογή αυτής της διάταξης ωφελεί συνεπώς, de jure, αποκλειστικά τα μέλη των GIE που χρηματοδοτούν τέτοια αγαθά (45) και τους χρήστες αυτών των αγαθών χάρη στην υποχρέωση επανεκχώρησης των 2/3 τουλάχιστον του συνολικού φορολογικού πλεονεκτήματος από τα οποία επωφελούνται τα μέλη του GIE. Οι επενδυτές — μέλη GIE — που δεν χρηματοδοτούν τα αγαθά που αναφέρονται στο άρθρο 39 CA του CGI και οι χρήστες αγαθών που έχουν διάρκεια απόσβεσης μικρότερη των 8 ετών δεν μπορούν, αντιθέτως, να επωφεληθούν αυτού του φορολογικού πλεονεκτήματος.

(109)

Εν προκειμένω, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι χρήστες αγαθών που δεν μπορούν να επωφεληθούν από το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI είχαν συμφέρον να προσφύγουν σε μορφή χρηματοδότησης εναλλακτικής του φορολογικού GIE, αυτοί, τουλάχιστον, στερούνται του συγκεκριμένου τρόπου χρηματοδότησης.

(110)

Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της εν λόγω απόσβεσης αγαθών, που προβλέπεται στο άρθρο 39 CA του CGI, η διάταξη ωφελεί, de facto, κατ' ουσία, τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των μεταφορών, ιδίως των θαλάσσιων και των αεροπορικών καθώς και τις GIE που χρηματοδοτούν αγαθά συναφή με το συγκεκριμένο τομέα.

(111)

Εν προκειμένω, αφενός, προκύπτει από τις πληροφορίες που παρέχονται από τις γαλλικές αρχές ότι οι 182 από τις 189 αιτήσεις έγκρισης που υποβλήθηκαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI αφορούσαν τον τομέα των μεταφορών. Επιπλέον, σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα, ο ναυτιλιακός τομέας αντιπροσωπεύει, καθαυτός, το 75 % των αιτήσεων έγκρισης που υποβλήθηκαν και το 82 % των εγκρίσεων που χορηγήθηκαν (βλέπε πίνακα στην αιτιολογική σκέψη 17 παραπάνω).

(112)

Αφετέρου, η θέσπιση αυτού του καθεστώτος που παρεκκλίνει από το ανώτατο όριο της απόσβεσης αγαθών χρηματοδοτούμενων από GIE αιτιολογείται, κυρίως, από τη βούληση του νομοθέτη να ευνοήσει τον τομέα των μεταφορών και, ειδικότερα, τον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών.

(113)

Από την κατάσταση αυτή προκύπτουν πολλά στοιχεία.

(114)

Πρώτον, μεταξύ των επιλέξιμων αγαθών βάσει του άρθρου 39 CA του CGI, μόνο τα πλοία αναφέρονται ρητώς στη φορολογική οδηγία αριθ. 120 (46). Προβλέπεται έτσι ότι τα μόνα μεταχειρισμένα αγαθά που δύνανται να επωφεληθούν από το φορολογικό καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI είναι τα πλοία. Όσον αφορά τη διαδικασία χορήγησης της έγκρισης, προβλέπεται επίσης, σχετικά με τα πλοία, ότι οι αιτήσεις έγκρισης που τα αφορούν πρέπει να υποβάλλονται πριν από την παραγγελία τους, εφόσον η απόσβεση αρχίζει μετά τον παροπλισμό τους (47).

(115)

Δεύτερον, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της ψήφισης του νόμου αριθ. 98-546 και, ειδικότερα, από την έκθεση της Γερουσίας αριθ. 413 (48) προκύπτει ότι ο προηγούμενος φορολογικός μηχανισμός εφαρμοζόταν σε όλους τους οικονομικούς τομείς ενώ το άρθρο 39 CA του CGI εφαρμόζεται «μόνο στα βαρέα αγαθά εξοπλισμού (αεροσκάφη, TGV, πλοία…)». Όσον αφορά, ειδικότερα, τη ναυτιλία, η εν λόγω έκθεση καταγγέλλει τον ανεπαρκώς ευνοϊκό χαρακτήρα του υπό εξέταση καθεστώτος σε σχέση με το καθεστώς της συμπλοιοκτησίας για την ενδυνάμωση των επενδύσεων στο συγκεκριμένο τομέα. Καταδεικνύεται επίσης ότι η εισαγωγή, στο άρθρο 39 CA του CGI, διάταξης που προβλέπει την απαλλαγή από την υπεραξία σε περίπτωση προβλεπόμενης εκχώρησης του αγαθού στο χρήστη, αιτιολογείται από το λιγότερο ευνοϊκό χαρακτήρα του εν λόγω καθεστώτος για επενδύσεις στη ναυτιλία. Οι γαλλικές αρχές προβάλλουν, εν προκειμένω, με πανομοιότυπο τρόπο, στο πλαίσιο των παρατηρήσεων που διατύπωσαν στις 3 Μαΐου 2004, ότι αυτό εμπίπτει σε πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από τη μέριμνα να αποτραπεί η στασιμότητα του αριθμού των εμπορικών πλοίων που νηολογούνται στη Γαλλία και από τη βούληση μείωσης της φορολογικής δαπάνης που, συμπληρωματικά του ετεροχρονισμού της φορολόγησης που συνδέεται με την επένδυση, προβλεπόταν ότι ο GIE μπορεί να επωφεληθεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, απαλλαγής από την υπεραξία εκχώρησης του αγαθού.

(116)

Τρίτον, η γενική έκθεση αριθ. 66 σχετικά με το νομοσχέδιο περί οικονομικών του 1999 (49), επιβεβαιώνει ότι «ο νόμος αριθ. 98-546 […] επέτρεψε τη δημιουργία νέου φορολογικού μηχανισμού υπέρ των επενδύσεων στη ναυτιλία». Καταδεικνύεται επίσης ότι, αν και το προνομιακό καθεστώς χρηματοδότησης με χρηματοδοτική μίσθωση που θεσπίζεται από το άρθρο 39 CA του CGI δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο στα πλοία, στην πραγματικότητα εκπονήθηκε κυρίως γι' αυτά.

(117)

Λαμβανομένων υπόψη όλων των προηγούμενων αιτιολογικών σκέψεων, η Επιτροπή εκτιμά ότι το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, ως προς το ότι ευνοεί ορισμένους οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα των μεταφορών, καθώς και στο χρηματοδοτικό τομέα. Εφόσον το συγκεκριμένο καθεστώς δεν εφαρμόζεται σε όλους τους οικονομικούς φορείς, δεν μπορεί να θεωρηθεί γενικό μέτρο φορολογικής πολιτικής.

(118)

Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τα επιχειρήματα που επικαλούνται οι γαλλικές αρχές.

(119)

Έτσι, καταρχήν, το επιχείρημα των γαλλικών αρχών που συνάγεται από την πολλαπλότητα των τομέων τους οποίους μπορεί να αφορά το εν λόγω φορολογικό μέτρο δεν ευσταθεί. Πράγματι, πέρα από το γεγονός ότι μόνον ορισμένα αγαθά καλύπτονται από το εν λόγω φορολογικό καθεστώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο πολύ οριακός αριθμός αιτήσεων έγκρισης για τη χρηματοδότηση αγαθών που άπτονται άλλων τομέων εκτός του τομέα των μεταφορών (50) δύναται να θέσει υπό αμφισβήτηση την ιδιοτυπία του εν λόγω καθεστώτος. Εν προκειμένω, θεωρήθηκε εξάλλου ότι το στοιχείο ότι ο αριθμός των επιχειρήσεων που μπορούν να ισχυριστούν ότι επωφελούνται από ένα μέτρο είτε είναι ιδιαίτερα σημαντικός είτε ότι αυτές οι επιχειρήσεις ανήκουν σε ποικίλους τομείς δραστηριοτήτων, δεν επαρκεί για να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο επιλεκτικός του χαρακτήρας (51).

(120)

Δεύτερον, αντίθετα με τους ισχυρισμούς των γαλλικών αρχών, το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο ισχύουν ισοδύναμα φορολογικά μέτρα στα άλλα κράτη μέλη στερείται συνάφειας για τους σκοπούς της αιτιολόγησης της ύπαρξης του καθεστώτος του άρθρου 39 CA του CGI. Πράγματι, δεν μπορούν να προβούν σε συγκριτική εξέταση των φορολογικών κανόνων που εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη, ούτε καν σε ορισμένα από αυτά, χωρίς να αλλοιωθεί ο προορισμός των διατάξεων σχετικά με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων. Ελλείψει εναρμόνισης σε κοινοτικό επίπεδο των φορολογικών διατάξεων των κρατών μελών, αυτή η εξέταση θα σύγκρινε διαφορετικές πραγματικές και νομικές καταστάσεις που προκύπτουν από νομοθετικές ή κανονιστικές ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών (52). Εξάλλου εκτιμήθηκε ότι η περίπτωση που ένα κράτος μέλος επιδιώκει να προσεγγίσει, με μονομερή μέτρα, τους όρους του ανταγωνισμού που υφίστανται σε συγκεκριμένο οικονομικό τομέα με αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν αφαιρεί από αυτά τα μέτρα το χαρακτήρα της ενίσχυσης (53). Αναλόγως, η περίπτωση που ανταγωνιστές από άλλα κράτη μέλη επωφελούνται από συγκρίσιμα φορολογικά μέτρα, που ενδεχομένως είναι παράνομα, δεν έχει καμία επίπτωση στο χαρακτηρισμό του εν λόγω καθεστώτος ως ενίσχυση (54).

(121)

Τρίτον, η Γαλλία και τα ενδιαφερόμενα μέρη προβάλλουν ότι ο μη επιλεκτικός χαρακτήρας του εν λόγω καθεστώτος καθορίζεται από το γεγονός της έλλειψης διακριτικής εξουσίας την οποία θα διέθεταν οι γαλλικές αρχές για τους σκοπούς της χορήγησης της εν λόγω έγκρισης.

(122)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, ακόμα και παρεμβάσεις που, εκ πρώτης όψεως, εφαρμόζονται εν γένει στις επιχειρήσεις μπορούν να παρουσιάζουν κάποια επιλεκτικότητα και, ως εκ τούτου, να θεωρούνται μέτρα που αποσκοπούν να ευνοήσουν ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής. Αυτό ισχύει ιδίως όταν η διοίκηση, που καλείται να εφαρμόσει το γενικό κανόνα, διαθέτει κάποια διακριτική εξουσία όσον αφορά την εφαρμογή της πράξης (55).

(123)

Εν προκειμένω, πρέπει, πάραυτα, να υπενθυμίσουμε ότι εφόσον η εν λόγω φορολογική διάταξη ωφελεί μόνο τους χρήστες ορισμένων αγαθών και τα μέλη των GIE παρέχοντάς τους χρηματοδότηση και, κυρίως, de facto, μόνο τον τομέα των μεταφορών και το χρηματοδοτικό τομέα, πληρούται στο εξής ο όρος της ιδιοτυπίας. Πράγματι, άλλα σχέδια χρηματοδότησης, που αφορούν αγαθά που άπτονται άλλων τομέων πέραν του τομέα των μεταφορών ή/και έχουν διάρκεια απόσβεσης μικρότερη των 8 ετών, μπορούν να παρουσιάζουν εγγυήσεις ικανές να αποκλείσουν κάθε πρόθεση φορολογικής βελτιστοποίησης. Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου πεδίου εφαρμογής αυτού του φορολογικού μηχανισμού, δεν είναι αναγκαίο, για τους σκοπούς του καθορισμού του επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου άρθρου, να αποδειχθεί ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαθέτουν διακριτική εξουσία για την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου (56).

(124)

Εν πάση περιπτώσει, ερωτώμενες σχετικά με το εύρος του ελέγχου στον οποίο εκτιμούν ότι υποχρεούνται όσον αφορά τον όρο που συνδέεται με το ότι η εν λόγω επένδυση παρουσιάζει, από την άποψη του γενικού συμφέροντος και ειδικότερα όσον αφορά την απασχόληση, σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό ενδιαφέρον (57), οι γαλλικές αρχές κατέδειξαν ότι αυτό το ενδιαφέρον εκτιμήθηκε στη βάση έξι κριτηρίων, μεταξύ των οποίων εκείνο που συνάγεται από «τις επιδράσεις της επένδυσης στο οικονομικό περιβάλλον της περιοχής που θα υλοποιηθεί και στην οποία εξελίσσεται ο χρήστης». Η Επιτροπή εκτιμά ότι η ικανοποίηση αυτού του όρου εξασφαλίζει κατ' ανάγκη στις εθνικές αρχές ένα περιθώριο διακριτικής εκτίμησης.

(125)

Εξάλλου, παρά το θεμιτό χαρακτήρα ενός τέτοιου στόχου, πρέπει να επισημανθεί η έλλειψη σχέσης μεταξύ αυτού του όρου που συνδέεται με την ύπαρξη οικονομικού ενδιαφέροντος της επένδυσης και της σκοπιμότητας που επιζητεί ο νομοθέτης επιβάλλοντας την προηγούμενη χορήγηση υπουργικής έγκρισης για την πραγματοποίηση της επένδυσης. Πράγματι, οι όροι της χορήγησης της έγκρισης πρέπει να επιτρέπουν την απόδειξη ότι η προσφυγή στον τρόπο χρηματοδότησης από τους GIE δεν έχει ως στόχο τη φορολογική βελτιστοποίηση. Ο όρος που συνδέεται με το οικονομικό ενδιαφέρον της επένδυσης δεν δύναται να εμποδίσει μια τέτοια βελτιστοποίηση. Τέτοιες πράξεις χρηματοδότησης, παρά τη διάρκεια απόσβεσης των εν λόγω αγαθών, μπορούν να μην έχουν ως στόχο τη φορολογική βελτιστοποίηση χωρίς ωστόσο να παρουσιάζουν σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό ενδιαφέρον, κυρίως όσον αφορά την απασχόληση.

(126)

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει εκ νέου να αναφερθούμε στην έκθεση της Γερουσίας αριθ. 413 (58) από την οποία προκύπτει ότι ο όρος που συνδέεται με την ύπαρξη σημαντικού οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος αποτελεί «μέσο για να ευνοηθούν τα αγαθά που κατασκευάζονται σε γαλλικό έδαφος ή οι χρηματοδοτήσεις που χορηγούνται προς όφελος Γάλλου χρήστη». Γενικότερα, καταδεικνύεται εξάλλου στην ίδια έκθεση ότι η διαδικασία έγκρισης αφήνει πολύ μεγάλο περιθώριο εκτίμησης στη διοίκηση.

(127)

Η ανεπάρκεια του όρου που συνδέεται με το οικονομικό ενδιαφέρον της επένδυσης λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου στόχου ενισχύει, συνεπώς, κατά την Επιτροπή, το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν οι γαλλικές αρχές κατά την εφαρμογή του.

(128)

Όσον αφορά πάντα το περιθώριο εκτίμησης το οποίο διαθέτουν οι γαλλικές αρχές για τους σκοπούς της χορήγησης της έγκρισης, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου της 30ής Δεκεμβρίου 1987 (59), την οποία επικαλούνται οι γαλλικές αρχές και ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη, στερείται συνάφειας στο παρόν πλαίσιο. Στην υπόθεση αυτή, τέθηκε υπό αμφισβήτηση φορολογική διάταξη που προβλέπει τη δυνατότητα για ένα νέο νομικό πρόσωπο που προκύπτει από τη συγχώνευση δύο εταιρειών να ανακτήσει για περιορισμένη περίοδο το σύνολο ή μέρος του ελλείμματος των συγχωνευθεισών εταιρειών και που επιτρέπει, κατόπιν έγκρισης του υπουργού Οικονομικών και εντός των ορίων αυτής της έγκρισης, σε περίπτωση μερικής συμβολής των περιουσιακών στοιχείων σε μια εταιρεία του ομίλου, τη μεταφορά των ελλειμμάτων που δεν έχουν αφαιρεθεί πριν από τη συγχώνευση από τα μεταγενέστερα κέρδη. Το Συνταγματικό Συμβούλιο κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά με τη συμφωνία αυτής της διαδικασίας έγκρισης με το άρθρο 34 του Συντάγματος, το οποίο αναθέτει στο νομοθέτη τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής φορολογικού πλεονεκτήματος. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρήθηκε ότι η εν λόγω διάταξη δεν επέτρεπε στο νομοθέτη να μεταβιβάσει τη φορολογική εξουσία του στον υπουργό και ότι ο τελευταίος διαθέτει μόνο την εξουσία διασφάλισης, σύμφωνα με το στόχο του νομοθέτη να αποφευχθεί η φοροδιαφυγή, της τήρησης των όρων που θέτει ο νόμος. Στη συγκεκριμένη απόφαση, το Συνταγματικό Συμβούλιο κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά με την τήρηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της νομοθετικής και της κανονιστικής εξουσίας στο φορολογικό τομέα, αλλά ουδόλως σχετικά με την ύπαρξη υπέρ του υπουργού εξουσίας εκτίμησης κατά την έγκριση μεμονωμένων μέτρων που απαιτούνται για την εφαρμογή του νόμου.

(129)

Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι όροι του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων.

(130)

Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν αυθαίρετη εξουσία εφόσον η απόφασή τους μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για να αμφισβητηθούν οι λόγοι που δικαιολογούσαν την άρνηση έγκρισης, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι δεν είναι αναγκαίο, για να αποφευχθεί ο χαρακτηρισμός ως γενικού μέτρου, να ελεγχθεί κατά πόσο η συμπεριφορά της φορολογικής διοίκησης αποκτά αυθαίρετο χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η εν λόγω διοίκηση διαθέτει διακριτική εξουσία εκτίμησης που της επιτρέπει να διαμορφώνει τους όρους χορήγησης του εν λόγω φορολογικού πλεονεκτήματος σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των επενδυτικών σχεδίων που υπόκεινται στην εκτίμησή της (60). Επιπλέον, κρίθηκε ότι οι διαγραφές χρεών που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας και σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο, είχαν επιλεκτικό χαρακτήρα διότι δεν απορρέουν αυτόματα από την εφαρμογή του νόμου αλλά από τη διακριτική επιλογή των εν λόγω δημόσιων οργανισμών. Ο κοινοτικός δικαστής υπενθύμισε, στο πλαίσιο αυτό, ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, της συνθήκης δεν διακρίνει ανάλογα με τις αιτίες ή τους στόχους των κρατικών παρεμβάσεων αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τις επιπτώσεις τους (61). Εν προκειμένω, κατά μείζονα λόγο, η περίπτωση που οι αποφάσεις που αρνούνται την έγκριση μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη περιθωρίου εκτίμησης των εθνικών αρχών στο πλαίσιο της εφαρμογής των όρων χορήγησης της υπουργικής έγκρισης.

(131)

Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι η ο ισχυρισμός των γαλλικών αρχών που συνάγεται από την έλλειψη διάκρισης βασισμένης στην ιθαγένεια των μελών του GIE και των χρηστών δεν μπορεί να θέσει περισσότερο υπό αμφισβήτηση τον επιλεκτικό χαρακτήρα του άρθρου 39 CA του CGI (62), στο βαθμό που η έκθεση της Γερουσίας αριθ. 413 (63) καταδεικνύει ότι ο όρος που συνδέεται με την ύπαρξη σημαντικού οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος της επένδυσης αποτελεί «μέσο που ευνοεί τα αγαθά που κατασκευάζονται στο εθνικό έδαφος ή τις χρηματοδοτήσεις που χορηγούνται προς όφελος Γάλλου χρήστη».

(132)

Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερόμενων, η Επιτροπή εκτιμά ότι το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI παρουσιάζει επιλεκτικό χαρακτήρα.

(133)

Οι γαλλικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 39 C, δεύτερο εδάφιο, και 39 CA του CGI συνιστούν a priori μέσο ελέγχου το οποίο διαθέτει η φορολογική διοίκηση για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής που προκύπτει από καταχρηστική χρήση των πράξεων χρηματοδότησης κινητών αγαθών από φορολογικά διαφανείς δομές, όπως οι GIE. Εκτιμούν ότι το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI αιτιολογείται, ως εκ τούτου, από τη φύση και την οικονομία του φορολογικού συστήματος. Αποσαφηνίζουν, εν προκειμένω, ότι το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI «βασίζεται σε αντικειμενικά και οριζόντια κριτήρια για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής».

(134)

Είναι αλήθεια ότι η έννοια της κρατικής ενίσχυσης δεν αφορά τα κρατικά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων όταν αυτή η διαφοροποίηση προκύπτει από τη φύση και την οικονομία του συστήματος επιβαρύνσεων στο οποίο εντάσσονται. Αυτή η δικαιολογία, που βασίζεται στη φύση ή στο χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος, παραπέμπει στη συνοχή συγκεκριμένου φορολογικού μέτρου με την εσωτερική λογική του φορολογικού συστήματος εν γένει. Οι φορολογικές διαφοροποιήσεις δεν μπορούν απλά να υπαγορεύονται από τις γενικές σκοπιμότητες και τους στόχους που επιδιώκει το κράτος όταν εγκρίνει τα εν λόγω μέτρα (64).

(135)

Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτιμά ότι το άρθρο 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI, περιορίζοντας το ποσό της εκπίπτουσας απόσβεσης, αποσκοπεί αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της καταχρηστικής προσφυγής σε φορολογικά διαφανείς δομές με σκοπό την επίτευξη φορολογικού οφέλους στο πλαίσιο πράξεων χρηματοδότησης αγαθών που τίθενται προς μίσθωση ή προς διάθεση. Ο στόχος αυτός φαίνεται απαραίτητος και ορθολογικός για τους σκοπούς της διασφάλισης της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος των αποσβέσεων των αγαθών που τίθενται προς μίσθωση ή προς διάθεση και πρέπει, ως εκ τούτου, να θεωρείται εγγενές σύστημα λογιστικού ελέγχου (65).

(136)

Αντιθέτως, το καθεστώς που θεσπίζει το άρθρο 39 CA του CGI δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση και την οικονομία του γαλλικού συστήματος απόσβεσης αγαθών που τίθενται προς μίσθωση ή προς διάθεση. Πράγματι, αν και οι παρεκκλίσεις από το ανώτατο όριο της αρχής της απόσβεσης που προβλέπεται στο άρθρο 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI, είναι αποδεκτές, οι παρεκκλίσεις αυτές πρέπει να βασίζονται μόνο σε όρους των οποίων η ικανοποίηση δύναται να εμποδίσει την προσφυγή, για σκοπούς φορολογικής βελτιστοποίησης, στη χρηματοδότηση των εν λόγω αγαθών από φορολογικά διαφανείς δομές όπως οι GIE.

(137)

Αφετέρου, ο περιορισμός της εφαρμογής της εν λόγω παρέκκλισης στη χρηματοδότηση αγαθών αποσβέσιμων σε διάρκεια τουλάχιστον ίση με 8 έτη δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, καθαυτός ή σε συνδυασμό με τους λοιπούς όρους χορήγησης της έγκρισης, λαμβανομένου υπόψη του στόχου που επιδιώκουν οι γαλλικές αρχές. Οι τελευταίες δεν παρείχαν άλλωστε, στο πλαίσιο της παρούσας διοικητικής διαδικασίας, καμία εξήγηση ως προς την επιλογή, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου στόχου της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, να περιορίσουν την παρέκκλιση στα αγαθά που έχουν τέτοια διάρκεια απόσβεσης.

(138)

Αφετέρου, όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως, μεταξύ των όρων χορήγησης της υπουργικής έγκρισης, αυτός που συνδέεται με την ύπαρξη οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος, ιδίως όσον αφορά την απασχόληση, της πράξης χρηματοδότησης, αφήνει στις εθνικές αρχές περιθώριο εκτίμησης. Ο όρος αυτός δεν έχει εξάλλου καμία σχέση με το στόχο που επιδιώκει η Γαλλία για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Εν πάση περιπτώσει, ένας τέτοιος κοινωνικός στόχος δεν δύναται, καθαυτός, να εκφύγει του χαρακτηρισμού του εν λόγω καθεστώτος ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης, εφόσον το συγκεκριμένο άρθρο δεν διακρίνεται ανάλογα με τους λόγους ή τους στόχους των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τους προσδιορίζει σύμφωνα με τις επιδράσεις τους (66). Εξάλλου, εκτιμήθηκε προηγουμένως ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, της συνθήκης στερείται χρήσιμης επίπτωσης εάν οι λόγοι σχετικά με τη δημιουργία ή τη διατήρηση θέσεων απασχόλησης απέτρεπαν τα συγκεκριμένα μέτρα από το χαρακτηρισμό της κρατικής ενίσχυσης, εφόσον οι περισσότερες ενισχύσεις χορηγήθηκαν με σκοπό τη δημιουργία ή την προστασία θέσεων απασχόλησης (67).

(139)

Στο πλαίσιο αυτό, οι γαλλικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι το φορολογικό καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI επέτρεψε αναζωογόνηση και ενοποίηση του θαλάσσιου στόλου. Με ανάλογο τρόπο, η Air France καταδεικνύει ότι το καθεστώς αυτό ευνοεί την ανανέωση του στόλου της, που κατέστη αναγκαία από την τροποποίηση των περιβαλλοντικών κανόνων. Εκτός από το γεγονός ότι τέτοιοι ισχυρισμοί ενισχύουν την εκτίμηση της Επιτροπής ως προς τον επιλεκτικό χαρακτήρα του εν λόγω καθεστώτος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιδίωξη στόχων οικονομικής ή βιομηχανικής πολιτικής δύναται να εκφύγει επιλεκτικού μέτρου κατ' εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης (68). Σε παρεμφερές πλαίσιο, κρίθηκε εξάλλου ότι καθεστώς που προβλέπει επιδότηση επιτοκίων στις πιστώσεις που χορηγούνται για την αγορά ή μίσθωση, με δικαίωμα αγοράς, οχημάτων προς όφελος φυσικών προσώπων, ΜΜΕ, περιφερειακών δημόσιων φορέων και τοπικών φορέων παροχής δημόσιων υπηρεσιών συνιστούσε ενίσχυση και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την περίπτωση ότι το συγκεκριμένο μέτρο αποσκοπούσε, στο πλαίσιο της μέριμνας για την προστασία του περιβάλλοντος και την οδική ασφάλεια, να επιτρέψει την ανακαίνιση του πάρκου βιομηχανικών οχημάτων στην Ισπανία (69).

(140)

Όλοι οι λόγοι γενικού ενδιαφέροντος στους οποίους το εν λόγω καθεστώς θα πρέπει ως στόχος ή ως επίδραση να συμβάλει, δηλαδή η απασχόληση, η ανανέωση ή η ενοποίηση των συγκεκριμένων πλοίων ή αεροσκαφών, στο βαθμό που είναι θεμιτοί, δεν δικαιολογούνται από τη φύση και την οικονομία του εν λόγω φορολογικού συστήματος και είναι μη αποτελεσματικοί όσον αφορά το χαρακτηρισμό μέτρου ως κρατική ενίσχυση με βάση το άρθρο 87, παράγραφος 1, της συνθήκης.

(141)

Η Επιτροπή εκτιμά επίσης ότι είναι αδιάφορο, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης, το κατά πόσο το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI είναι λιγότερο ευνοϊκό για τους συγκεκριμένους δικαιούχους από ό,τι το καθεστώς της συμπλοιοκτησίας, εφόσον το εν λόγω καθεστώς έπρεπε να εκτιμηθεί από την Επιτροπή κατά τη χρονική στιγμή της εφαρμογής του (70).

(142)

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτιμά ότι το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI δεν δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του εν λόγω φορολογικού συστήματος και ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας του δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να τεθεί υπό αμφισβήτηση.

(143)

Όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως, οι δικαιούχοι του φορολογικού καθεστώτος του άρθρου 39 CA του CGI είναι, αφενός, οι οικονομικοί φορείς που δραστηριοποιούνται στους τομείς των μεταφορών και της βιομηχανίας και, αφετέρου, τα μέλη GIE που χρηματοδοτούν αγαθά συναφή με αυτούς τους τομείς και που είναι, κατά βάση, χρηματοδοτικοί οργανισμοί. Όλοι αυτοί οι φορείς δραστηριοποιούνται στις κοινοτικές αγορές των προαναφερόμενων τομέων.

(144)

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στην ελευθέρωση μιας επιχείρησης από το κόστος που κανονικά θα έπρεπε να φέρει στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισής της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της στρεβλώνουν, καταρχήν, τους όρους του ανταγωνισμού (71). Εκτιμήθηκε πράγματι ότι κάθε χορήγηση ενισχύσεων σε μια επιχείρηση που ασκεί τις δραστηριότητές της στην κοινοτική αγορά δύναται να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (72).

(145)

Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της διεθνούς διάστασης των εν λόγω τομέων, η Επιτροπή εκτιμά ότι η εν λόγω ενίσχυση ενισχύει τη θέση των φορέων εκμετάλλευσης αυτών των τομέων που συμμετέχουν στις εθνικές και ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

(146)

Έτσι, οι δικαιούχοι του εν λόγω καθεστώτος βρίσκονται σε προνομιακή θέση σε σχέση τόσο με τους εθνικούς ανταγωνιστές τους (73) όσο και με τους ανταγωνιστές τους σε άλλα κράτη μέλη που δεν μπορούν να επωφεληθούν από το συγκεκριμένο καθεστώς για το λόγο ότι δεν χρηματοδοτούν ή δεν χρησιμοποιούν αγαθά επιλέξιμα από το συγκεκριμένο καθεστώς ή ακόμα ότι δεν υπόκεινται σε φορολογία στη Γαλλία.

(147)

Σχετικά με το τελευταίο σημείο, αν αληθεύει ότι, από τυπική άποψη, κανένα νομικό εμπόδιο δεν αποτρέπει οικονομικούς φορείς άλλων κρατών μελών εκτός της Γαλλίας να χρηματοδοτούν ή να χρησιμοποιούν τα αγαθά που αναφέρονται στο άρθρο 39 CA του CGI, είναι αναντίρρητο ότι, στην πράξη, το εν λόγω καθεστώς ευνοεί τους φορείς που έχουν φορολογική κατοικία στη Γαλλία. Εν προκειμένω, είναι σκόπιμο να διαπιστωθεί κατά πόσο όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη δικαιούχοι του εν λόγω καθεστώτος που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξέτασης είναι εταιρείες του γαλλικού δικαίου. Είναι επίσης σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι, όσον αφορά τον τομέα που ενδιαφέρεται κυρίως για τον εν λόγω φορολογικό μηχανισμό, δηλαδή ο ναυτιλιακός τομέας, οι γαλλικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι η υιοθέτηση αυτού του μηχανισμού αποσκοπεί στην αποτροπή της στασιμότητας του αριθμού των εμπορικών πλοίων που είναι νηολογημένα στη Γαλλία και στη μείωση της φορολογικής δαπάνης. Τέλος, είναι σκόπιμο στο παρόν πλαίσιο να υπενθυμίσουμε ότι η έκθεση της Γερουσίας αριθ. 143 (74) καταδεικνύει ότι το συγκεκριμένο καθεστώς είναι αποτελεί «μέσο που ευνοεί τα αγαθά που κατασκευάζονται στο εθνικό έδαφος ή τις χρηματοδοτήσεις που χορηγούνται προς όφελος Γάλλου χρήστη».

(148)

Συνεπώς, χωρίς να είναι υποχρεωτική η οικονομική ανάλυση της πραγματικής κατάστασης των συγκεκριμένων αγορών (75) και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το φορολογικό καθεστώς που θέσπισε η Γαλλία ενισχύει τη θέση των οικονομικών φορέων που επωφελούνται από αυτό σε σχέση με άλλους φορείς ανταγωνιστές στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, η Επιτροπή εκτιμά ότι το καθεστώς αυτό επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και στρεβλώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ αυτών των φορέων.

(149)

Όσον αφορά τις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις, η Επιτροπή εκτιμά ότι το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1 της συνθήκης.

2.   Ποσοτικός προσδιορισμός και κατανομή της ενίσχυσης μεταξύ δικαιούχων

(150)

Προηγουμένως διαπιστώθηκε ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI είναι, αφενός, η κατάργηση του ανώτατου ορίου της εκπίπτουσας απόσβεσης, αφετέρου, η προσαύξηση κατά μία μονάδα του συντελεστή απόσβεσης και, τέλος, η ενδεχόμενη απαλλαγή από την υπεραξία εκχώρησης.

(151)

Το ποσό της ενίσχυσης, για κάθε πράξη χρηματοδοτικής μίσθωσης, αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των επικαιροποιημένων αξιών των φόρων που καταβάλλονται κατά τη συνολική περίοδο απόσβεσης, λαμβανομένης υπόψη της προσαύξησης κατά μία μονάδα του συντελεστή απόσβεσης, και αυτών που προέκυψαν από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 39 C, δεύτερο εδάφιο, του CGI, διαφορά στην οποία πρέπει να προστεθεί η ενδεχόμενη απαλλαγή από την υπεραξία της εκχώρησης (76). Το ποσό αυτό καθορίζεται, για κάθε πράξη χρηματοδοτικής μίσθωσης, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που προβλέπονται στις παραγράφους 46 και 47 της φορολογικής οδηγίας αριθ. 120 (77) για τους σκοπούς της επανεκχώρησης στο χρήστη μέρους του συνολικού πλεονεκτήματος.

(152)

Όσον αφορά την ακριβή κατανομή του συνολικού πλεονεκτήματος που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI, τα μέλη ενός GIE — άμεσοι δικαιούχοι — υποχρεούνται να επανεκχωρήσουν τουλάχιστον τα 2/3 αυτού του πλεονεκτήματος στο χρήστη του υπό εξέταση αγαθού. Στο πλαίσιο κάθε πράξης χρηματοδοτικής μίσθωσης, το ακριβές ποσό του πλεονεκτήματος που θα επανεκχωρηθεί στο χρήση καθορίζεται ωστόσο, κατά τη χορήγηση της έγκρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 CA του CGI.

3.   Χαρακτηρισμός του καθεστώτος ως παράνομη ενίσχυση

(153)

Σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, της συνθήκης, το κράτος μέλος υποχρεούται να κοινοποιεί τα σχέδια που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα προτού η διαδικασία αυτή καταλήξει σε τελική απόφαση.

(154)

Εν προκειμένω, οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν, με επιστολή της 17ης Μαρτίου 1998 (A/32232), την Επιτροπή για τη θέσπιση του μηχανισμού που περιορίζει την απόσβεση αγαθών που τίθενται προς μίσθωση προκειμένου να αποτραπεί η χρήση του μηχανισμού με μοναδικό σκοπό τη φορολογική βελτιστοποίηση και που προβλέπει εξαίρεση από αυτό τον περιορισμό. Στην επιστολή, οι γαλλικές αρχές καταδεικνύουν ότι ο συγκεκριμένος μηχανισμός δεν φαίνεται να συνιστά κρατική ενίσχυση εφόσον πρέπει να αποτελεί αντικείμενο προηγούμενης κοινοποίησης στην Επιτροπή κατ' εφαρμογή του άρθρου 88, παράγραφος 3, της συνθήκης.

(155)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η συγκεκριμένη επιστολή δεν μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να θεωρηθεί κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, της συνθήκης. Ως εκ περισσού, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η εν λόγω επιστολή δεν τηρεί τους τυπικούς κανόνες που αναφέρονται στην επιστολή της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη SG (81) 12740, της 2ας Οκτωβρίου 1981, που ίσχυαν κατά τη χρονική περίοδο των γεγονότων. Συνεπώς, η Γαλλία ενεργεί παράνομα εφαρμόζοντας το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3 της συνθήκης.

4.   Συμβιβάσιμο του καθεστώτος ενίσχυσης με την κοινή αγορά

(156)

Το εν λόγω φορολογικό καθεστώς που συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης, πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο συμβιβάσιμό του υπό το πρίσμα των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου. Πρέπει να υπενθυμίσουμε, εν προκειμένω, ότι οι πραγματικοί δικαιούχοι του καθεστώτος άπτονται, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές, των τομέων των θαλάσσιων, αεροπορικών και σιδηροδρομικών μεταφορών, καθώς και, οριακά, του βιομηχανικού τομέα (78). Οι δικαιούχοι αυτοί άπτονται επίσης του χρηματοδοτικού τομέα, εφόσον τα μέλη των GIE είναι, κατά βάση, χρηματοδοτικοί οργανισμοί.

(157)

Όσον αφορά τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87, παράγραφος 2, της συνθήκης, σχετικά με τις ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα που χορηγούνται σε μεμονωμένους καταναλωτές, τις ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα, καθώς και τις ενισχύσεις που χορηγούνται στην οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αρκεί να διαπιστωθεί ότι στερούνται κάθε συνάφειας στο παρόν πλαίσιο, ανεξαρτήτως της ταυτότητας των δικαιούχων του εν λόγω καθεστώτος.

(158)

Όσον αφορά την παρέκκλιση από το άρθρο 87, παράγραφος 3, σημείο β), της συνθήκης, αρκεί να διαπιστωθεί ότι το εν λόγω φορολογικό καθεστώς δεν συνιστά σημαντικό σχέδιο κοινού ενδιαφέροντος και δεν αποβλέπει στην άρση σοβαρής διαταραχής της γαλλικής οικονομίας. Ούτε αποσκοπεί στην προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς κατά την έννοια της παρέκκλισης του άρθρου 87, παράγραφος 3, σημείο δ) της συνθήκης.

(159)

Η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει, εν προκειμένω, ότι ούτε οι γαλλικές αρχές ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη επικαλέστηκαν τις προαναφερόμενες παρεκκλίσεις κατά τη διοικητική διαδικασία.

(160)

Η εξέταση των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, σημεία α) και γ) της συνθήκης απαιτεί ανάλυση κατά συγκεκριμένο τομέα.

(161)

Η Επιτροπή εκτιμά, όσον αφορά την παρέκκλιση από το άρθρο 87, παράγραφος 3, σημείο γ) της συνθήκης, που επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεων που διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων εφόσον οι συναλλαγές δεν αλλοιώνονται σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον, ότι επ' ουδενί μπορεί να εκτιμηθεί ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών κατ' εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά. Πράγματι, καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται από τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης και του άρθρου 61 της συμφωνίας ΕΟΧ για τις κρατικές ενισχύσεις στην αεροπορική βιομηχανία (79) δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω.

(162)

Εντούτοις, ας σημειωθεί ότι η Επιτροπή επιτρέπει, κατ' εξαίρεση, ορισμένες λειτουργικές ενισχύσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών:

α)

βάσει των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα του 1998, που τροποποιήθηκαν το 2000 (80), για αεροπορικές γραμμές που λειτουργούν με βάση το έδαφος εξόχως απόκεντρων περιοχών, με σκοπό την αντιστάθμιση μέρους των πρόσθετων μεταφορικών δαπανών λόγω των μόνιμων μειονεκτημάτων αυτών των περιοχών, που προσδιορίζονται άρθρο 229, παράγραφος 2 της συνθήκης,

β)

βάσει των κοινοτικών κατευθύνσεων για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες (81), που χαρακτηρίζονται από ετήσια κίνηση κατώτερη των 5 εκατ. επιβατών, μέχρι 30 % των δαπανών που συνδέονται αυστηρά με την έναρξή τους τα τρία πρώτα έτη (40 % των εν λόγω δαπανών για τα τρία πρώτα έτη για τους περιφερειακούς αερολιμένες που βρίσκονται σε μειονεκτική περιοχή κατά την έννοια των κατευθύνσεων).

(163)

Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων, η Επιτροπή δέχεται ότι η Γαλλία δεν συμπεριλαμβάνει στον υπολογισμό των προς είσπραξη ενισχύσεων τα ποσά ενισχύσεων που συνδέονται κατά περίπτωση με:

α)

τα αεροσκάφη που διατίθενται σταθερά σε αεροπορικές γραμμές που λειτουργούν με βάση το έδαφος εξόχως απόκεντρων περιοχών, στο βαθμό που μπορεί να καταδειχθεί ότι η συντήρηση αυτών των αεροσκαφών πραγματοποιήθηκε ικανοποιητικά στην εν λόγω περιοχή και ότι οι ενισχύσεις είναι κατώτερες των διαπιστωμένων πρόσθετων δαπανών,

β)

και τα αεροσκάφη που διατίθενται σε νέες αεροπορικές γραμμές από περιφερειακό αεροδρόμιο μέχρι του προαναφερόμενου μέρους των επιλέξιμων δαπανών, στο βαθμό που οι εν λόγω γραμμές δεν αποτελούν αντικείμενο στη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας με χρηματικές αντισταθμίσεις βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1992 για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών (82).

(164)

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις αεροπορικών μεταφορών κατ' εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος είναι ασυμβίβαστες με τη συνθήκη.

(165)

Κατ' εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ) της συνθήκης, οι κοινοτικές κατευθύνσεις του 1997, κι έπειτα εκείνες του 2004 (83), ορίζουν τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων που επιτρέπονται προκειμένου να υποστηριχτούν τα συμφέροντα των κοινοτικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων έναντι του ανταγωνισμού τρίτων χωρών, με την επιδίωξη γενικών στόχων όπως:

διασφάλιση της κοινοτικής απασχόλησης (στη θάλασσα και στην ξηρά)·

βελτίωση της ασφάλειας·

προστασία της ναυτιλιακής τεχνογνωσίας στην Κοινότητα και ανάπτυξη ικανοτήτων στο ναυτιλιακό τομέα.

(166)

Όσον αφορά τους προαναφερόμενους στόχους, οι κοινοτικές κατευθύνσεις του 1997 και του 2004 επιτρέπουν την εφαρμογή ορισμένων φορολογικών μέτρων υπέρ ναυτιλιακών εταιρειών, με σκοπό τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους (σημείο 3.1).

(167)

Έτσι υπενθυμίζεται ότι ο στόχος των κρατικών ενισχύσεων, στο πλαίσιο της κοινής ναυτιλιακής πολιτικής, είναι να προωθεί την ανταγωνιστικότητα του κοινοτικού στόλου στην παγκόσμια αγορά. Συνεπώς, τα καθεστώτα φορολογικής ελάφρυνσης πρέπει να απαιτούν, εν γένει, την ύπαρξη σχέσης με κοινοτική σημαία.

(168)

Επιπλέον, τα πλεονεκτήματα που παρέχουν αυτά τα καθεστώτα πρέπει να διευκολύνουν την ανάπτυξη της ναυτιλίας και της απασχόλησης στο συγκεκριμένο τομέα προς το συμφέρον της Κοινότητας. Συνεπώς, τα προαναφερόμενα φορολογικά πλεονεκτήματα πρέπει να περιορίζονται αυστηρά στις ναυτιλιακές δραστηριότητες. Έτσι, όταν μια ναυτιλιακή εταιρεία ασκεί κι άλλες εμπορικές δραστηριότητες, χρειάζεται λογιστική στεγανότητα μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων προκειμένου να αποφεύγεται κάθε «εξάπλωση» προς δραστηριότητες που δεν ανταποκρίνονται στον ορισμό της ναυτιλίας.

(169)

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι το εν λόγω καθεστώς αποσκοπεί στο να ευνοηθεί η χρηματοδότηση πλοίων υπό γαλλική σημαία και τείνει στην ανάπτυξη της ναυτιλίας και της απασχόλησης σε αυτήν.

(170)

Επιπλέον, οι χορηγηθείσες ενισχύσεις κατ' εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος διευκολύνουν τη χρηματοδότηση πλοίων και συμβάλλουν τοιουτοτρόπως στην ανανέωση του κοινοτικού στόλου. Εν προκειμένω, η Επιτροπή συμμερίζεται την άποψη των γαλλικών αρχών σύμφωνα με την οποία οι εν λόγω ενισχύσεις συμβάλλουν στην ενοποίηση του στόλου υπό εθνική σημαία καθώς και στην ανανέωσή του (84). Προσυπογράφει ειδικότερα το επιχείρημα κατά το οποίο, λόγω ιδίως του μηχανισμού της έγκρισης που εξαρτά την εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος από την υποχρέωση διάθεσης, στο έδαφος της Κοινότητας στρατηγικού κέντρου λήψης αποφάσεων σχετικού με τη διαχείριση των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων και με τη διαχείριση των πλοίων και που λαμβάνει υπόψη τις αιτιολογικές σκέψεις που συνδέονται με την απασχόληση, το εν λόγω καθεστώς συμβάλλει στη διασφάλιση της κοινοτικής απασχόλησης στη ναυτιλία, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα (85). Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται εξάλλου από πολλούς πλοιοκτήτες, ενδιαφερόμενα μέρη, που υπογραμμίζουν τη σημασία του εν λόγω καθεστώτος για την αντιστάθμιση των πρόσθετων δαπανών των πληρωμάτων υπό αυτή τη σημασία, τη διασφάλιση της διατήρησης θέσεων απασχόλησης υψηλού επιπέδου στη ναυτιλία και τη συμβολή στη διατήρηση, και μάλιστα στην ανάπτυξη, στόλου υπό σημαία κράτους μέλους (86). Η Επιτροπή επισημαίνει εντούτοις ότι, κατ' εφαρμογή των κοινοτικών κατευθύνσεων του 2004, εάν τα πλοία είναι ρυμούλκα και βυθοκόροι, οι χορηγηθείσες ενισχύσεις θεωρούνται συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά εφόσον τουλάχιστον το 50 % τουλάχιστον της ετήσιας δραστηριότητάς τους αντιστοιχεί στον ορισμό της ναυτιλίας (87).

(171)

Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων, μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι το φορολογικό καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI, στο βαθμό που ανταποκρίνεται στο σημείο 3.1 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών του 2004, είναι ευνοϊκό για τη ναυτιλία και σύμφωνο με τους στόχους που θέτουν οι ισχύουσες κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές.

(172)

Στο μεταξύ, για να μπορούν να επωφεληθούν από την παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, σημείο γ) της συνθήκης, οι ενισχύσεις που χορηγούνται κατ' εφαρμογή αυτού του καθεστώτος πρέπει να είναι αυστηρά αναλογικές ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο και να μην αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον.

(173)

Εν προκειμένω, η προσοχή των γαλλικών αρχών εστιάζεται στον κανόνα για τον περιορισμό των ενισχύσεων που ορίζεται στο σημείο 11 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών του 2004 και σύμφωνα με το οποίο: «Το ανώτατο επίπεδο ενισχύσεων που είναι δυνατό να επιτραπεί είναι μείωση σε μηδενικό βαθμό της φορολογίας και των κοινωνικών επιβαρύνσεων για τους ναυτικούς και η μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων για τις ναυτιλιακές δραστηριότητες. Για να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, δεν επιτρέπεται άλλα συστήματα χορήγησης ενισχύσεων να παραχωρήσουν μεγαλύτερο όφελος από αυτό. Ιδίως, παρά το ότι κάθε κοινοποιούμενο από ένα κράτος μέλος καθεστώς ενισχύσεων θα εξετάζεται με βάση τα δικά του χαρακτηριστικά, λογίζεται ότι το συνολικό ποσό των ενισχύσεων υπό τη μορφή που προβλέπεται στα σημεία 3, 4, 5 και 6 δεν πρέπει να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των φόρων και των κοινωνικών εισφορών που εισπράττονται από τις ναυτιλιακές δραστηριότητες και τους ναυτικούς». Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης, οι γαλλικές αρχές θα πρέπει να ελέγχουν κατά πόσο οι ετήσιες ενισχύσεις από τις οποίες επωφελήθηκε δεδομένος πλοιοκτήτης βάσει του παρόντος καθεστώτος, που έχουν σωρευτεί με εκείνες που χορηγήθηκαν βάσει όλων των καθεστώτων ενισχύσεων που αναφέρονται στα κεφάλαια 3 έως 6 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών του 1997 και του 2004, μεταξύ των οποίων ιδίως το σύστημα της επιβολής φόρου χωρητικότητας κατ' αποκοπή υπέρ ναυτιλιακών εταιρειών (88) και οι εξαιρέσεις των κοινωνικών επιβαρύνσεων και της πληρωμής του ναυτιλιακού μέρους του επαγγελματικού φόρου, δεν υπερβαίνουν, για τον ίδιο πλοιοκτήτη, το συνολικό ποσό των φόρων, τελών και κοινωνικών εισφορών που εισπράττονται συνήθως από τις ναυτιλιακές δραστηριότητες και τους ναυτικούς. Κάθε ενδεχόμενο μερίδιο που υπερβαίνει το προαναφερόμενο ποσό είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά και πρέπει να εισπράττεται.

(174)

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, κατ' εφαρμογή του καθεστώτος που θεσπίζει το άρθρο 39 CA του CGI, είναι συμβιβάσιμες με το άρθρο 87, παράγραφος 3, σημείο γ), της συνθήκης με την επιφύλαξη των όρων που διατυπώνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 172 και 173.

(175)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, σημείο α) της συνθήκης, όσον αφορά την ανάπτυξη ορισμένων περιοχών, δεν εφαρμόζονται στο εν λόγω καθεστώς όταν αποσκοπεί στη χρηματοδότηση αγαθών που άπτονται του τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών. Αντιθέτως, η Επιτροπή εξέτασε το συμβιβάσιμο του εν λόγω καθεστώτος στο πλαίσιο του ανωτέρω μέτρου με το άρθρο 87, παράγραφος 3, σημείο γ) της συνθήκης.

(176)

Δεδομένης της ιστορικής κατάστασης των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και της μείωσης του μεριδίου αγοράς των σιδηροδρομικών μεταφορών, είναι αναγκαίο να επιταχυνθεί η διαδικασία αντικατάστασης του τροχαίου υλικού προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο ανταγωνισμός με άλλους τρόπους μεταφοράς. Απαιτείται πιο σοβαρή και ταχεία προσπάθεια εκσυγχρονισμού ή/και ανανέωσης του τροχαίου υλικού προκειμένου να αποφευχθεί επιπλέον μείωση του μεριδίου αγοράς των σιδηροδρομικών μεταφορών σε σχέση με άλλους τρόπους μεταφοράς λιγότερο βιώσιμους και περισσότερο επιβλαβείς στο περιβάλλον.

(177)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η αντικατάσταση του τροχαίου υλικού είναι συμβιβάσιμο με την κοινή πολιτική ενίσχυσης της διαλειτουργικότητας. Επιπλέον, η αντικατάσταση του τροχαίου υλικού συμβάλλει στην ασφάλεια και τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών όσον αφορά την ακρίβεια, την αξιοπιστία και την ταχύτητα. Καθώς η αντικατάσταση του τροχαίου υλικού αποτελεί βασικό στοιχείο της πολιτικής για την ενίσχυση της ανάπτυξης του σιδηροδρομικού τομέα, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα προτεινόμενα μέτρα δεν αντιβαίνουν προς το κοινό συμφέρον.

(178)

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, κατ' εφαρμογή του καθεστώτος που θεσπίζεται από το άρθρο 39 CA του CGI, είναι συμβιβάσιμες με το άρθρο 87, παράγραφος 3, σημείο γ) της συνθήκης.

(179)

Όσον αφορά την παρέκκλιση από το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ), της συνθήκης, που επιτρέπει οι ενισχύσεις που διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων εφόσον οι συναλλαγές δεν αλλοιώνονται σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον, πρέπει να σημειώσουμε ότι κανένα χαρακτηριστικό αυτού του καθεστώτος δεν επιτρέπει να εκτιμηθεί ότι τα μέτρα ενισχύσεων στο βιομηχανικό τομέα που χορηγήθηκαν κατ' εφαρμογή του είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

(180)

Στο μεταξύ, η Επιτροπή δεν αποκλείει άμεσα την υπόθεση ότι ορισμένα αγαθά, συναφή με το βιομηχανικό τομέα, που χρηματοδοτούνται κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI, πληρούσαν τους όρους των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (89) δηλαδή, ιδίως, ότι η επένδυση θα πραγματοποιηθεί σε επιλέξιμη περιοχή βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, σημείο α) ή γ), της συνθήκης και ότι η συμβολή των δικαιούχων στην εν λόγω χρηματοδότηση φθάνει κατ' ελάχιστο το 25 %. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τηρούνται τα ανώτατα όρια έντασης των περιφερειακών ενισχύσεων υποθέτοντας ότι μια επιχείρηση έχει επωφεληθεί από τη σώρευση των εν λόγω ενισχύσεων και εγκεκριμένων ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.

(181)

Με την επιφύλαξη αυτών των όρων, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα μέτρα ενίσχυσης που χορηγήθηκαν τοιουτοτρόπως στο συγκεκριμένο τομέα είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

(182)

Όσον αφορά το χρηματοδοτικό τομέα, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι μη τομεακές παρεκκλίσεις που εξετάστηκαν προηγουμένως στερούνται συνάφειας για τους σκοπούς της εκτίμησης του συμβιβάσιμου των μέτρων ενίσχυσης από τα οποία επωφελούνται τα μέλη των GIE με την κοινή αγορά.

(183)

Στο μεταξύ, λαμβανομένου υπόψη του συνολικού χαρακτήρα της πράξης χρηματοδότησης με χρηματοδοτική μίσθωση, η Επιτροπή εκτιμά ότι εφόσον τα μέτρα ενίσχυσης στον τομέα των θαλάσσιων, αεροπορικών και σιδηροδρομικών μεταφορών, καθώς και στο βιομηχανικό τομέα κηρύσσονται συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά, είναι όχι μόνο όσον αφορά τους χρήστες των συγκεκριμένων αγαθών, αλλά και τα μέλη των συγκεκριμένων GIE. Πράγματι, δεν πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις στα μέλη του GIE για το λόγο ότι δεν έχουν σχέση με τους προαναφερόμενους τομείς, εφόσον η διαμεσολάβησή τους ήταν απαραίτητη για την υλοποίηση των υπό εξέταση πράξεων χρηματοδότησης, και προκειμένου να επωφεληθούν οι χρήστες από τις προαναφερόμενες παρεκκλίσεις. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η ανάλυση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι το ακριβές μερίδιο του συνολικού πλεονεκτήματος που επανεκχωρείται στο χρήστη, το οποίο αντιπροσωπεύει τουλάχιστον τα 2/3 του συνολικού πλεονεκτήματος σύμφωνα με το άρθρο 39 CA του CGI, προκύπτει από εμπορική διαπραγμάτευση μεταξύ των μελών των GIE και των χρηστών, όπως προέβαλαν οι γαλλικές αρχές. Η περίπτωση αυτή πιστοποιείται πράγματι από το γεγονός ότι μόνο το μερίδιο του συνολικού πλεονεκτήματος που είναι απαραίτητο για την υλοποίηση των επιδιωκόμενων στόχων, σύμφωνα με τους κανόνες για την εκτίμηση του συμβιβάσιμου των προαναφερόμενων μέτρων ενίσχυσης, διαφυλάσσεται από τα μέλη του GIE.

5.   Ανάκτηση

(184)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι κάθε ενίσχυση που θεωρείται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και χορηγείται σύμφωνα με το εν λόγω καθεστώς πρέπει να ανακτάται κατ' εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης [νυν άρθρο 88 της συνθήκης] (90).

(185)

Στο μεταξύ, βάσει του εν λόγω άρθρου 14, παράγραφος 1, «η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου». Εν προκειμένω, κρίθηκε ότι η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει αυτοδικαίως υπόψη τις εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 14, παράγραφος 1, την παραίτηση από την ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα όταν η συγκεκριμένη ανάκτηση αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (91).

(186)

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η θεμελιώδης απαίτηση ασφάλειας δικαίου αποσκοπεί να διασφαλίσει την προβλεψιμότητα νομικών καταστάσεων και σχέσεων που άπτονται του κοινοτικού δικαίου και, ως εκ τούτου, αντίκειται στην άποψη ότι η Επιτροπή μπορεί να αναβάλει επ' αόριστον την άσκηση των εξουσιών της (92).

(187)

Στην προκειμένη περίπτωση, αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάστηκε η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (93), η Επιτροπή εκτιμά, λαμβανομένων υπόψη των πολύ ειδικών περιστάσεων, ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου αγνοήθηκε έναντι των δικαιούχων του εν λόγω φορολογικού καθεστώτος.

(188)

Πράγματι, η Επιτροπή εκτιμά ότι υπάρχει ένα σύνολο εξαιρετικών δεικτών που επιτρέπουν τη θεώρηση, αφενός, ότι η Επιτροπή καθυστέρησε την άσκηση των εξουσιών της όσον αφορά την εξέταση του εν λόγω καθεστώτος και, αφετέρου, ότι οι δικαιούχοι του καθεστώτος παραπλανήθηκαν ως προς την κανονικότητά του.

(189)

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι με την επιστολή της 17ης Μαρτίου 1998, οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή για την ύπαρξη του μηχανισμού του άρθρου 39 C, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 39 CA του CGI. Είναι αλήθεια ότι η συγκεκριμένη επιστολή δεν συνιστά κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, της συνθήκης (94) και ότι η έλλειψη αντίδρασης της Επιτροπής για την επιστολή δεν μπορεί συνεπώς, καθαυτή, να συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, τουλάχιστον να στερεί τις διατάξεις των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα. Εντούτοις, η προσοχή της Επιτροπής εστιάστηκε, από τη συγκεκριμένη ημερομηνία, στο εν λόγω καθεστώς (95).

(190)

Επιπλέον, στο πλαίσιο της εξέτασης των δύο καταγγελιών που υποβλήθηκαν ενώπιόν της σχετικά με τα μέτρα ενίσχυσης από τα οποία επωφελήθηκαν αντίστοιχα οι ναυτιλιακές εταιρείες Sea France και BAI, η Επιτροπή απευθύνθηκε, δύο φορές, στις γαλλικές αρχές για να ενημερωθεί σχετικά με τον τρόπο χρηματοδότησης ορισμένων από τα πλοία τους. Τόσο στην απάντησή τους της 10ης Ιουλίου 2000 όσο και σε εκείνη της 2ας Απριλίου 2003, οι γαλλικές αρχές ανέφεραν σαφώς το καθεστώς του άρθρου 39 CA του CGI (96), εκθέτοντας επακριβώς το περιεχόμενό του.

(191)

Ως εκ τούτου, καθώς η Επιτροπή δεν έδωσε συνέχεια στις επιστολές που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές κατόπιν του αιτήματός της και στις οποίες περιγραφόταν το εν λόγω καθεστώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι καθυστέρησε την άσκηση των εξουσιών της, εφόσον η επίσημη διαδικασία εξέτασης κινήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2004 και, συνακολούθως, άφησε να πλανάται η υποψία ως προς την κανονικότητα του εν λόγω καθεστώτος.

(192)

Όσον αφορά την αναφορά των γαλλικών αρχών στην απόφαση της Επιτροπής της 8ης Μαΐου 2001 σχετικά με την κρατική ενίσχυση που εφάρμοσε η Γαλλία υπέρ της Brittany Ferries (97), πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τότε το εν λόγω καθεστώς συνιστούσε γενικό μέτρο διότι ήταν ανοικτό σε όλους τους τομείς της οικονομίας και ενέπιπτε στο πεδίο του κοινού δικαίου. Αν αληθεύει ότι το εν λόγω καθεστώς στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εκείνο που ίσχυε πριν από το 1998, πρέπει εντούτοις να διαπιστωθεί ότι από το γεγονός αυτό δεν προέκυπταν σαφώς οι λόγοι λήψης της απόφασης και ότι η περίπτωση αυτή συνέβαλε στην παραπλάνηση των δικαιούχων του εν λόγω καθεστώτος.

(193)

Έπεται ότι ο συνδυασμός των προαναφερόμενων στοιχείων δύναται να καταδείξει τον εξαιρετικό χαρακτήρα των εν λόγω καταστάσεων εν προκειμένω και δικαιολογεί, για τους σκοπούς της τήρησης της αρχής της ασφάλειας δικαίου έναντι των δικαιούχων του εν λόγω καθεστώτος, τον περιορισμό της ανάκτησης των ενισχύσεων διακρίνοντας ανάλογα με την ημερομηνία χορήγησής τους.

(194)

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι η Γαλλία δεν πρέπει να ανακτήσει τις ασυμβίβαστες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παράνομα μετά την έναρξη ισχύος, το 1998, του νόμου αριθ. 98-546 στο πλαίσιο πράξεων χρηματοδότησης για τις οποίες οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεσμεύτηκαν να χορηγήσουν το ευεργέτημα του καθεστώτος του άρθρου 39 CA του CGI δυνάμει νομικά δεσμευτικής πράξης (98) πριν από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 13 Απριλίου 2005, της απόφασης της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2004 για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, της συνθήκης.

(195)

Αντιθέτως, για εκάστη των πράξεων χρηματοδότησης για τις οποίες οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεσμεύτηκαν να χορηγήσουν το ευεργέτημα του καθεστώτος του άρθρου 39 CA του CGI δυνάμει νομικά δεσμευτικής πράξης μετά την προαναφερόμενη δημοσίευση, η ασυμβίβαστη ενίσχυση ανακτάται από τους δικαιούχους. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνεται υπόψη το ποσό του πλεονεκτήματος που διατηρείται τελικά από τα μέλη του GIE και το ποσό που επανεκχωρείται στο χρήστη (99). Σε περίπτωση μερικού συμβιβάσιμου της ενίσχυσης όσον αφορά το χρήστη του εν λόγω αγαθού, το προς ανάκτηση ποσό από τα μέλη του GIE καθορίζεται στην ίδια αναλογία με αυτή που εφαρμόζεται στο μερίδιο του πλεονεκτήματος που επανεκχωρείται στο χρήστη του αγαθού.

(196)

Η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να διευκρινίσει, στο πλαίσιο αυτό, ότι το γεγονός ότι οι φορολογικοί και νομικοί κίνδυνοι που διέτρεξαν τα μέλη των GIE είχαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, συμβατικές επιπτώσεις στους χρήστες των αγαθών δεν μπορεί να παραβαίνει την αρχή σύμφωνα με την οποία ο στόχος που επιδιώκει η Επιτροπή όταν απαιτεί, κατά περίπτωση, την ανάκτηση παράνομης ενίσχυσης είναι να αφαιρεί από τους διάφορους δικαιούχους το πλεονέκτημα από το οποίο επωφελήθηκαν στην αντίστοιχη αγορά τους σε σχέση με ανταγωνιστές τους και να αποκαθιστά την κατάσταση που επικρατούσε πριν από την καταβολή της εν λόγω ενίσχυσης. Η επίτευξη αυτού του στόχου δεν μπορεί να εξαρτάται ούτε από τη μορφή με την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση, αλλά ούτε και από τους συμβατικούς όρους που έχουν συμφωνήσει οι δικαιούχοι της ενίσχυσης (100).

VIII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(197)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γαλλία εφάρμοσε παράνομα το καθεστώς ενισχύσεων του άρθρου 39 CA του CGI, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, της συνθήκης.

(198)

Συνεπώς, η Γαλλία πρέπει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτηση αυτών των ενισχύσεων, με εξαίρεση εκείνες που οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεσμεύτηκαν να χορηγήσουν δυνάμει νομικά δεσμευτικής πράξης πριν από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 13 Απριλίου 2005, της απόφασης για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, με εξαίρεση αυτές που αφορούν αγαθά του σιδηροδρομικού τομέα, και, για τις λοιπές πράξεις, μετά την αφαίρεση των μέγιστων ποσών ενισχύσεων που είναι αποδεκτές δυνάμει των τομεακών κανόνων που εφαρμόζονται στις κρατικές ενισχύσεις και λαμβάνοντας υπόψη τις ενισχύσεις που έχουν ήδη χορηγηθεί σε άλλα καθεστώτα. Οι εν λόγω τομεακοί κανόνες είναι οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυτιλία του 1997 και του 2004, οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα του 1998, που τροποποιήθηκαν το 2000, και οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και οι κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες του 2005 και, τέλος, για τη χρηματοδότηση αγαθών συναφών με το βιομηχανικό τομέα, οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα.

(199)

Πρέπει να προβεί στην ανάκτηση από τους δικαιούχους των προαναφερόμενων ασυμβίβαστων ενισχύσεων που οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεσμεύτηκαν να χορηγήσουν μόνο δυνάμει νομικά δεσμευτικής πράξης μετά την προαναφερόμενη δημοσίευση, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 151, 152 και 194 έως 196.

(200)

Σε περίπτωση χορήγησης τέτοιων ενισχύσεων η Επιτροπή καλεί τη Γαλλία να της διαβιβάσει το συνημμένο έντυπο σχετικά με την κατάσταση προόδου της διαδικασίας ανάκτησης και να καταρτίσει κατάλογο των δικαιούχων που αφορά η ανάκτηση.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το καθεστώς του άρθρου 39 CA του γενικού κώδικα φορολογίας, που εφάρμοσε η Γαλλία κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, της συνθήκης είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά, με εξαίρεση τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 2.

Άρθρο 2

Τα μέτρα ενίσχυσης που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο πρώτο άρθρο είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά:

1)

στους τομείς των θαλάσσιων και των αεροπορικών μεταφορών, μέχρι το μέγιστο ποσό ενίσχυσης που επιτρέπουν, ανάλογα με την περίπτωση, οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυτιλία ή αυτές που εφαρμόζονται στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, λαμβάνοντας εξάλλου υπόψη τις ήδη χορηγηθείσες ενισχύσεις τη συγκεκριμένη περίοδο,

2)

στο σιδηροδρομικό τομέα και

3)

στο βιομηχανικό τομέα, μέχρι το μέγιστο ποσό ενίσχυσης που επιτρέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα.

Λαμβανομένου υπόψη του συνολικού χαρακτήρα της πράξης χρηματοδότησης κατ' εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος, τα μέτρα ενίσχυσης στους τομείς των θαλάσσιων, αεροπορικών και σιδηροδρομικών μεταφορών, καθώς και στο βιομηχανικό τομέα που κηρύσσονται συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά, είναι όχι μόνον όσον αφορά τους χρήστες των συγκεκριμένων αγαθών, αλλά και όσον αφορά τους φορείς του χρηματοδοτικού τομέα που είναι μέλη των συγκεκριμένων GIE.

Άρθρο 3

Η Γαλλία θέτει τέλος στο καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρεται στο πρώτο άρθρο εντός της ορίων του ασυμβιβάστου του εν λόγω καθεστώτος και, ως εκ τούτου, δεν χορηγεί ουδεμία νέα έγκριση στο πλαίσιο αυτού του μέτρου.

Άρθρο 4

1.   Η Γαλλία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να ανακτήσει από τους δικαιούχους τους τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παράνομα βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο πρώτο άρθρο, με εξαίρεση εκείνες που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο πράξεων χρηματοδότησης για τις οποίες οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεσμεύτηκαν να χορηγήσουν το ευεργέτημα του εν λόγω καθεστώτος δυνάμει νομικά δεσμευτικής πράξης που εγκρίθηκε πριν από τις 13 Απριλίου 2005, και εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 2.

2.   Η ανάκτηση γίνεται αμελλητί, σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου στο βαθμό που επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Στις προς ανάκτηση ενισχύσεις περιλαμβάνονται τόκοι, που αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησής τους. Οι τόκοι υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (101).

Άρθρο 5

Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα ληφθέντα και προτεινόμενα μέτρα συμμόρφωσης.

Η Γαλλία προσκομίζει αυτές τις πληροφορίες στην Επιτροπή βάσει του επισυναπτόμενου εντύπου. Καταρτίζει πλήρη κατάλογο των επιχειρήσεων που επωφελήθηκαν από τα μέτρα ενίσχυσης βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο πρώτο άρθρο και χορηγήθηκαν με τους όρους του άρθρου 4, παράγραφος 1, των συγκεκριμένων κινητών στοιχείων του ενεργητικού στον τομέα των μεταφορών και των ποσών που καταβλήθηκαν σε κάθε περίπτωση.

Η Γαλλία καταρτίζει επίσης κατάλογο των επιχειρήσεων που επωφελήθηκαν από τα μέτρα ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και διευκρινίζει τα ποσά της ενίσχυσης που έλαβε κάθε επιχείρηση. Προς τούτο, η Γαλλία χρησιμοποιεί τα έντυπα που επισυνάπτονται στο παράρτημα III.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 89 της 13.4.2005, σ. 15.

(2)  Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας αριθ. 152, της 3ης Ιουλίου 1998, σ. 10127.

(3)  ΕΕ C 89 της 13.4.2005, σ. 15.

(4)  Βλέπε άρθρα L 251-1 έως L 251-23 του εμπορικού κώδικα και το άρθρο 239 τέταρτο εδάφιο του CGI. Βάσει αυτών των άρθρων, ο GIE είναι όμιλος, δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων, με νομική προσωπικότητα. Σκοπός του είναι να διευκολύνει ή να αναπτύξει την οικονομική δραστηριότητα των μελών του, να βελτιώσει ή να αυξήσει τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Η δραστηριότητά του πρέπει να συνδέεται με την οικονομική δραστηριότητα των μελών του και δεν μπορεί να έχει παρά μόνο επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με αυτήν. Οι GIE δεν υπόκεινται, καταρχήν, σε φόρο εταιρειών. Ωστόσο, κάθε μέλος που συμμετέχει στον όμιλο υπόκειται προσωπικά σε φόρο εισοδήματος ή σε φόρο εταιρειών για το μερίδιο των κερδών που αντιστοιχούν στα δικαιώματά του. Σε αντιστάθμισμα, τα μέλη του GIE είναι απεριορίστως και αλληλεγγύως υπεύθυνα για τα χρέη του ομίλου με την ατομική τους περιουσία.

(5)  Τα επιλέξιμα αγαθά πρέπει να έχουν αποκτηθεί καινουργή, εξαιρουμένων των πλοίων που μπορεί να είναι και μεταχειρισμένα.

(6)  Βάσει του άρθρου 39 CA του CGI, οι ζημίες οικονομικών ετών των ομίλων των οποίων τα αποτελέσματα επηρεάζονται από τις αποσβέσεις που καταχωρίζονται βάσει των πρώτων δώδεκα μηνών απόσβεσης του αγαθού εκπίπτουν μόνο κατά το 1/4 των κερδών που φορολογούνται με το συντελεστή φόρου εταιρειών του κοινού δικαίου που κάθε μέλος του GIE αποκομίζει από τις λοιπές δραστηριότητές του.

(7)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 12.

(8)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 12.

(9)  Απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου αριθ. 87-237 DC της 30ής Δεκεμβρίου 1987.

(10)  ΕΕ L 146 της 20.6.1996, σ. 42.

(11)  Απόφαση της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 1996, κρατική ενίσχυση αριθ. N 85/96 — Γαλλία — φορολογικό μέτρο σχετικά με τη ναυτιλία, SG (96) D/4527.

(12)  ΕΕ C 205 της 5.7.1997, σ. 5 και ΕΕ C 13 της 17.1.2004, σ. 3 αντίστοιχα.

(13)  Προαναφέρονται στη σημείωση αριθ. 12.

(14)  Προαναφέρονται στη σημείωση αριθ. 12.

(15)  ΕΕ L 12 της 15.1.2002, σ. 33.

(16)  Επιστολή της Επιτροπής D/7119, της 18ης Μαΐου 2000, προς τις γαλλικές αρχές σχετικά με ενδεχόμενα μέτρα ενίσχυσης από τα οποία θα μπορούσε να επωφεληθεί η ναυτιλιακή εταιρεία Sea France και απάντηση των εν λόγω αρχών στην Επιτροπή της 10ης Ιουλίου 2000. Επιστολή της Επιτροπής D (2003) 288, της 15ης Ιανουαρίου 2003, προς τις γαλλικές αρχές σχετικά με ενδεχόμενα μέτρα ενίσχυσης από τα οποία θα μπορούσε να επωφεληθεί η ναυτιλιακή εταιρεία BAI και απάντηση των εν λόγω αρχών στην Επιτροπή στις 2 Απριλίου 2003.

(17)  Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, Γαλλία κατά Επιτροπής (C-241/94, Συλλογή, σ. I-4551) και της 1ης Δεκεμβρίου 1998, Ecotrade κατά Altiforni e Ferriere di Servola (C-200/97, Συλλογή, σ. I-7907), καθώς και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κατά Επιτροπής (T-92/00 και T-103/00, Συλλογή, σ. II-1385).

(18)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 9.

(19)  Προαναφέρονται στη σημείωση αριθ. 12.

(20)  Το άρθρο 39 CA του CGI αναφέρθηκε από τις γαλλικές αρχές στις επιστολές τους της 10ης Ιουλίου 2000 και της 2ας Απριλίου 2003 (που προαναφέρονται στη σημείωση αριθ. 16) ως απάντηση στις επιστολές D/7719 της 18ης Μαΐου 2000 και D (2003) 288 της 15ης Ιανουαρίου 2003 της Επιτροπής. Η Επιτροπή αναγκάστηκε να αναλύσει το εν λόγω καθεστώς στις υποθέσεις C 03/03 (ex NN 42/02) — Ενίσχυση διάσωσης και αναδιάρθρωσης της εταιρείας Air Lib (ΕΕ C 88 της 11.4.2003, σ. 2) και C 58/03 (πρώην NN 70/03) — Ενισχύσεις της Γαλλίας υπέρ του ομίλου Alstom (ΕΕ C 269 της 8.11.2003, σ. 2).

(21)  Βλέπε απόφαση 92/329/CEE της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1990, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η ιταλική κυβέρνηση σε βιομηχανία οπτικών προϊόντων (Industrie ottiche riunite — IOR) (ΕΕ L 183 της 3.7.1992, σ. 30).

(22)  Προαναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 41 και στη σημείωση αριθ. 15.

(23)  Βλέπε απόφαση 2001/168/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με την ισπανική νομοθεσία για το φόρο εταιρειών (ΕΕ L 60 της 1.3.2001, σ. 57, αιτιολογική σκέψη 25, in fine). Βλέπε επίσης την απόφαση 2004/76/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2003, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που προτίθεται να εφαρμόσει η Γαλλία υπέρ των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης (ΕΕ L 23 της 28.1.2004, σ. 1)· απόφαση 2003/515/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες υπέρ των διεθνών χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 180 της 18.7.2003, σ. 52, ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 39 και εξής)· απόφαση 2003/601/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων Iρλανδία — Foreign Income (ΕΕ L 204 της 13.8.2003, σ. 51, ιδίως τις αιτιολογικές σκέψεις 59 και εξής).

(24)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής (223/85, Συλλογή, σ. 4617).

(25)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 15.

(26)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz GmbH κατά Bundesrepublik Deutschland κ.ά. (120/73, Συλλογή, σ. 1471).

(27)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 15.

(28)  Βλέπε, για παράδειγμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, Ministero dell'Economia e delle Finanze κατά Cassa di Risparmio di Firenze (C-222/04, Συλλογή, σ. I-289, σημείο 129).

(29)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Ιουλίου 2004, Salzgitter κατά Επιτροπής (T-308/00, Συλλογή, σ. II-1933, σημείο 79) και η προαναφερόμενη νομολογία.

(30)  Απόφαση Salzgitter κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 29, σημείο 81. Βλέπε επίσης την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3, σημείο 16).

(31)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C-88/03, δεν έχει δημοσιευτεί ακόμα στη Συλλογή, σημείο 56).

(32)  Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το ποσό της απόσβεσης των αγαθών για τα οποία επιτρέπεται έκπτωση της φορολογητέας βάσης δεν μπορεί να υπερβαίνει, εντός του ίδιου οικονομικού έτους, το ποσό του καταβληθέντος μισθώματος, μειούμενο από τις άλλες σχετικές επιβαρύνσεις των εν λόγω αγαθών.

(33)  Ο αμιγής GIE, διάφανη από φορολογική άποψη δομή, δεν είναι υπόχρεος του φόρου και δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί δικαιούχος του καθεστώτος του άρθρου 39 CA του CGI.

(34)  Η έκθεση αριθ. 413 της Γερουσίας εκπονήθηκε εξ ονόματος της επιτροπής οικονομικών, δημοσιονομικού ελέγχου και οικονομικών λογαριασμών του κράτους σχετικά με το νομοσχέδιο για διάφορες διατάξεις χρηματοοικονομικού χαρακτήρα, από τους κκ. Alain Lambert, γενικό εισηγητή, και Philippe Marini, εξ ονόματος της επιτροπής οικονομικών (τακτική σύνοδος 1997-1998).

(35)  Φορολογική οδηγία 4D-3-99 αριθ. 120, της 29ης Ιουνίου 1999, παράγραφος 47 (επισυνάπτεται από τις γαλλικές αρχές στις παρατηρήσεις τους της 3ης Μαΐου 2004).

(36)  Βλέπε, για παράδειγμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C-278/00, Συλλογή, σ. I-3997, σημείο 24).

(37)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 86 και 87.

(38)  Ας σημειωθεί ότι από την έκθεση αριθ. 413 της Γερουσίας (που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 34) προκύπτει ότι η απαλλαγή από την υπεραξία εκχώρησης έχει ως αποτέλεσμα το διπλασιασμό του φορολογικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από το πρώτο μέρος του μηχανισμού (κατάργηση ανώτατου ορίου για το ποσό των αποσβέσεων που εκπίπτουν φορολογικά και προσαύξηση του συντελεστή απόσβεσης).

(39)  Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η νομιμότητα των αποφάσεων της Επιτροπής πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά την ημερομηνία έγκρισης της πράξης και δεν εξαρτώνται από αναδρομικές εκτιμήσεις (βλέπε, ιδίως, απόφαση της 25ης Ιουνίου 1998, British Airways κ.ά. και British Midland Airways κατά Επιτροπής, T-371/94, Συλλογή, σ. II-2405, σημείο 81).

(40)  Βλέπε, ιδίως, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke (C-143/99, Συλλογή, σ. I-8365, σημείο 38)· της 15ης Ιουλίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής (C-501/00, Συλλογή, σ. I-6717, σημείο 90), και την προαναφερόμενη νομολογία· της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής (C-66/02, Συλλογή, σ. I-10901, σημείο 77) και της 10ης Ιανουαρίου 2006, Ministero dell'Economia e delle Finanze κατά Cassa di Risparmio di Firenze, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 28, σημείο 131 και την προαναφερόμενη νομολογία.

(41)  Βλέπε, για παράδειγμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994, Banco Exterior de España (C-387/92, Συλλογή, σ. I-877, σημείο 14).

(42)  Βλέπε αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 17, σημείο 24, Ecotrade κατά Altiforni e Ferriere di Servola, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 17, σημεία 40 και 41 και απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, CETM κατά Επιτροπής (T-55/99, Συλλογή, σ. II-3207, σημείο 39). Βλέπε επίσης Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 30, σημείο 18.

(43)  Βλέπε, υπό αυτή την έννοια, την απόφαση Salzgitter κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 29, σημείο 38.

(44)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 34.

(45)  Βλέπε, κατ' αναλογία, εφόσον πρόκειται για φορολογικό μέτρο που ωφελεί αποκλειστικά εταιρείες που πραγματοποιούν ορισμένο τύπο πράξεων, την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Unicredito Italiano (C-148/04, Συλλογή I-11137, σημεία 45 έως 47).

(46)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 35.

(47)  Βλέπε παράγραφο 70 της φορολογικής οδηγίας αριθ. 120, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 35.

(48)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 34.

(49)  Έκθεση αριθ. 66 — σύνοδος 1998-1999, γενικός εισηγητής: Σ. Marini, γερουσιαστής/Τόμος III.

(50)  Με βάση τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές, είναι σκόπιμο να διαπιστωθεί ότι λιγότερο από το 4 % των αιτήσεων έγκρισης και λιγότερο από το 3 % των εγκρίσεων που χορηγήθηκαν αφορούσαν άλλο τομέα εκτός του τομέα των μεταφορών (βλέπε πίνακα στην αιτιολογική σκέψη 17).

(51)  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2003, Ισπανία κατά Επιτροπής (C-409/00, Συλλογή, σ. I-1487, σημείο 48) και την προαναφερόμενη νομοθεσία.

(52)  Βλέπε απόφαση Salzgitter κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 29, σημείο 81.

(53)  Βλέπε, ιδίως, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής (C-372/97, Συλλογή, σ. I-3679, σημείο 67) και την προαναφερόμενη νομολογία και της 3ης Μαρτίου 2005, Heiser κατά Finanzamt Innsbruck (C-172/03, Συλλογή, σ. I-1627, σημείο 54).

(54)  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike & Weinlig (78/76, Συλλογή, σ. 595, σημείο 24) και απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, Het Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής (T-214/95, Συλλογή II-717, σημείο 54).

(55)  Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, Piaggio (C-295/97, Συλλογή σ. I-3735, σημείο 39) και η αναφερόμενη νομολογία και απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 17, σημείο 31.

(56)  Βλέπε απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, Ισπανίας κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 40, σημεία 120 και 121, και την προαναφερόμενη νομολογία.

(57)  Πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, μεταξύ των 22 αποφάσεων για απόρριψη της έγκρισης, οι επτά είχαν ως αιτιολογία την έλλειψη σημαντικών οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων.

(58)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 34.

(59)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 9.

(60)  Αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 17, σημείο 35, και της 21ης Οκτωβρίου 2004, Lenzing κατά Επιτροπής (T-36/99, Συλλογή, σ. II-3597, σημείο 132).

(61)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2002, HAMSA κατά Επιτροπής (T-152/99, Συλλογή, σ. II-3049, σημείο 158).

(62)  Απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, CETM κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 42, σημείο 49.

(63)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 34.

(64)  Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003, Ισπανία κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 51, σημεία 52 και 53, καθώς και απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κατά Επιτροπής που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 17, σημείο 60, και η αναφερόμενη νομολογία. Εξάλλου, η συγκεκριμένη νομολογία επαναλαμβάνεται από την Επιτροπή στην ανακοίνωση της 10ης Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 30).

(65)  Η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να παραπέμψει, κατ' αναλογία, στην απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Gil Insurance κ.ά. (C-308/01, Συλλογή, σ. I-4777, σημεία 74 και εξής), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ως δικαιολογημένο από τη φύση και την οικονομία του εθνικού συστήματος φορολογίας των ασφαλιστικών εταιρειών μέτρο του οποίου στόχος ήταν η καταπολέμηση συμπεριφορών που αποσκοπούν να επωφεληθούν από την ανισότητα μεταξύ του συνήθους συντελεστή φόρου επί των ασφαλίστρων και αυτού του ΦΠΑ επηρεάζοντας τις τιμές μίσθωσης ή πώλησης συσκευών και συναφών ασφαλίσεων.

(66)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (C-159/01, Συλλογή, σ. I-4461, σημείο 51) και η προαναφερόμενη νομολογία.

(67)  Βλέπε, όσον αφορά τις επιλεκτικές απαλλαγές από τις κοινωνικές επιβαρύνσεις, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής (173/73, Συλλογή, σ. 709, σημεία 27 και 28). Βλέπε επίσης αποφάσεις της 29 Σεπτεμβρίου 2000, CETM κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 42, σημείο 53, και της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.ά. κατά Επιτροπής (T-127/99, Συλλογή, σ. II-1275, σημείο 168).

(68)  Βλέπε, για παράδειγμα, την απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 17, σημείο 51.

(69)  Απόφαση CETM κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 42, σημείο 53 και απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, Ισπανία κατά Επιτροπής (C-351/98, Συλλογή, σ. I-8031).

(70)  Βλέπε, εν προκειμένω, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 1988, Ελλάδα κατά Επιτροπής (57/86, Συλλογή, σ. 2855, σημείο 10) και της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline et Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 40, σημείο 41) και αναφερόμενη νομολογία.

(71)  Βλέπε απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής (C-156/98, Συλλογή, σ. I-6857, σημείο 30) και την αναφερόμενη νομολογία.

(72)  Βλέπε, ιδίως, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris κατά Επιτροπής (730/79, Συλλογή, σ. 2671, σημεία 11 και 12) και απόφαση της 30ής Απριλίου 1998, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 54, σημεία 48 έως 50).

(73)  Προς υπενθύμιση, δεν είναι απαραίτητο η δικαιούχος επιχείρηση να συμμετέχει η ίδια στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Πράγματι, όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση σε μια επιχείρηση, η εσωτερική δραστηριότητα μπορεί να θεωρηθεί ότι παραμένει στα ίδια επίπεδα ή ότι έχει αυξηθεί, με συνέπεια οι ευκαιρίες για επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη να διεισδύσουν στην αγορά του συγκεκριμένου κράτους μέλους να έχουν μειωθεί. Επιπλέον, η ενίσχυση επιχείρησης που, μέχρι τότε, δεν συμμετείχε σε ενδοκοινοτικές συναλλαγές μπορεί να τη θέσει σε μια κατάσταση που θα της επιτρέπει να διεισδύσει στην αγορά άλλου κράτους μέλους (βλέπε, υπό αυτή την έννοια, ιδίως, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή, σ. I-2289, σημείο 84).

(74)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 34.

(75)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής (C-372/97, Συλλογή, σ. I-3679, σημεία 44 και 45) και, όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα του εν λόγω καθεστώτος, οι αιτιολογικές σκέψεις 153 έως 155.

(76)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 30, σημείο 35).

(77)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 35.

(78)  Βλέπε πίνακα στην αιτιολογική σκέψη 17.

(79)  ΕΕ C 350 της 10.12.1994, σ. 5.

(80)  ΕΕ C 258 της 9.9.2000, σ. 5.

(81)  ΕΕ C 312 της 9.12.2005, σ. 1.

(82)  ΕΕ L 240 της 24.8.1992, σ. 8.

(83)  Προαναφέρονται στη σημείωση αριθ. 12. Η Επιτροπή επισημαίνει, εν προκειμένω, ότι το συμβιβάσιμο αυτών των παράνομα χορηγηθεισών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των βασικών κανόνων που ορίζονται σε κάθε μέσο που ισχύει την ημερομηνία της χορήγησής τους (βλέπε, εν προκειμένω, ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης, ΕΕ C 119 της 22.5.2002, σ. 22). Ως εκ τούτου, αν υποτεθεί ότι τα μέτρα ενισχύσεων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 CA του CGI, χορηγήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος των κοινοτικών κατευθύνσεων για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυτιλία του 2004, εφαρμόζονται μόνον οι τελευταίες κατευθύνσεις. Οι συναφείς κανόνες δεν έχουν ωστόσο τροποποιηθεί, με εξαίρεση αυτούς που αφορούν ρυμουλκά και βυθοκόρους (βλέπε αιτιολογική σκέψη 170 παρακάτω).

(84)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 38.

(85)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 25 και 26.

(86)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 57.

(87)  Βλέπε εν προκειμένω, τα εδάφια 12 έως 16 του σημείου 3.1 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυτιλία του 2004, που προαναφέρονται στη σημείωση αριθ. 12.

(88)  Απόφαση C (2003) 1476 FIN της Επιτροπής της 13ης Μαΐου 2003 — Κρατική ενίσχυση N 737/2002.

(89)  ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9.

(90)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(91)  Βλέπε απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 24.

(92)  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck et Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής (C-74/00 P και C-75/00 P, Συλλογή 2002, σ. I-7869, σημείο 140).

(93)  Η Επιτροπή δεν παρείχε ακριβείς, άνευ όρων και συμβατές, διασφαλίσεις ικανές να δημιουργήσουν βάσιμες προσδοκίες των γαλλικών αρχών ή/και των δικαιούχων του εν λόγω καθεστώτος ως προς την κανονικότητά του (βλέπε, σχετικά με τον ορισμό της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1987, Van den Bergh en Jurgens κατά Επιτροπής, 265/85, Συλλογή, σ. 1155, σημείο 44, και της 26ης Ιουνίου 1990, Sofrimport κατά Επιτροπής, C-152/88, Συλλογή, σ. I-2477, σημείο 26· και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Ιανουαρίου 2000, Mehibas Dordtselaan κατά Επιτροπής, T-290/97, Συλλογή, σ. II-15, σημείο 59· καθώς και της 9ης Ιουλίου 2003, Kyowa Hakko Kogyo κατά Επιτροπής, T-223/00, Συλλογή, σ. II-2553, σημείο 51· βλέπε, σχετικά με την έλλειψη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των δικαιούχων ενίσχυσης που έχει εφαρμοστεί παράνομα, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2004, Demesa et Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, C-183/02 P και C-187/02 P, Συλλογή, σ. I-10609, σημεία 44 και 45 και την προαναφερόμενη νομολογία).

(94)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 153 έως 155.

(95)  Η Επιτροπή επιθυμεί ωστόσο να επισημάνει ότι μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να αναπαραχθεί μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού αριθ. 659/99 (που προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 90) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 784/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του (ΕΕ L 40 της 30.4.2001, σ. 1). Πράγματι, όσον αφορά τους δύο κανονισμούς, υπενθυμίζεται η υποχρέωση για τα κράτη μέλη να κοινοποιούν, σε εύθετο χρόνο, κάθε νέο σχέδιο ενίσχυσης. Οι πρακτικοί λεπτομερείς κανόνες, ιδίως η προσφυγή σε τύπους εντύπων, σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να γίνονται οι κοινοποιήσεις είναι, εν προκειμένω, σαφώς καθορισμένοι.

(96)  Προαναφέρονται στη σημείωση αριθ. 16.

(97)  Προαναφέρεται στη σημείωση αριθ. 15.

(98)  Βλέπε, υπό αυτή την έννοια, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2004, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, T-109/01, Συλλογή, σ. II-127, σημεία 74 και εξής.

(99)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 150 έως 152.

(100)  Βλέπε, υπό αυτή την έννοια και κατ' αναλογία, την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 1993, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-183/91, Συλλογή, σ. I-3131, σημείο 16 in fine).

(101)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κατάλογος των ενδιαφερομένων μερών που υπέβαλαν παρατηρήσεις στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης

(1)

Méridionale de Navigation

(2)

Caisse d’Epargne

(3)

Broström

(4)

Calyon

(5)

BNP Paribas

(6)

Brittany Ferries

(7)

CMA CGM

(8)

Bourbon Maritime

(9)

Société Générale Corporate and Investment Banking

(10)

Gaz de France

(11)

Louis Dreyfus Armateurs

(12)

Ανώνυμος

(13)

Fouquet Sacop

(14)

Pétro Marine

(15)

Air France

(16)

Ανώνυμος


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης 2007/731/ΕΚ της Επιτροπής

(προς διαβίβαση στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού για τα σχέδια που άπτονται του βιομηχανικού τομέα και στη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας και Μεταφορών για τα σχέδια που άπτονται του τομέα των μεταφορών)

1.   Συνολικός αριθμός δικαιούχων και συνολικό ποσό της προς ανάκτηση ενίσχυσης βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 της παρούσας απόφασης

1.1.

Περιγράψτε λεπτομερώς τον τρόπο υπολογισμού του προς ανάκτηση ποσού της ενίσχυσης από τους διάφορους δικαιούχους

το κεφάλαιο

οι τόκοι

1.2.

Ποιο είναι το συνολικό ποσό της παράνομης ενίσχυσης που χορηγήθηκε στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος και το οποίο πρέπει να ανακτηθεί (ακαθάριστη επιδότηση· τιμή …);

1.3.

Ποιος είναι ο συνολικός αριθμός των δικαιούχων από τους οποίους πρέπει να ανακτηθεί η ενίσχυση που χορηγήθηκε παράνομα στο πλαίσιο του καθεστώτος;

2.   Προβλεπόμενα και ήδη εφαρμοζόμενα μέτρα για την ανάκτηση της ενίσχυσης

2.1.

Προσδιορίστε ποια είναι τα προβλεπόμενα μέτρα και αυτά που έχουν ήδη ληφθεί για την άμεση και αποτελεσματική ανάκτηση της βοήθειας. Καταδείξτε επίσης, κατά περίπτωση, τη νομική βάση αυτών των μέτρων.

2.2.

Ποια ημερομηνία θα έχει πραγματοποιηθεί πλήρως η ανάκτηση της ενίσχυσης;

3.   Πληροφορίες ανά μεμονωμένο δικαιούχο

Για κάθε δικαιούχο από τον οποίον πρέπει να ανακτηθεί η ενίσχυση που χορηγήθηκε παράνομα κατ’ εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος, συμπληρώστε τον ακόλουθο πίνακα:

Στοιχεία του δικαιούχου

Ποσό της παράνομα χορηγηθείσας ενίσχυσης (1)

Νόμισμα:....

 (2)Επιστρεφόμενα ποσά

Νόμισμα:…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


(1)  Ποσό ενίσχυσης που τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου (ισοδύναμο ακαθάριστης επιδότησης· τιμή.....)

(2)  

(o)

Ακαθάριστα επιστραφέντα ποσά (συμπεριλαμβανομένων τόκων).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

III-A   ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

(προς διαβίβαση στη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας και Μεταφορών)

ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ Ή ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

Α.

Φύση της επένδυσης και επιλεξιμότητα βάσει των εφαρμοζόμενων κατευθυντήριων γραμμών. Ιδίως, για τον τομέα των αεροπορικών μεταφορών: εντοπισμός RUP, πρόσθετο κόστος εκμετάλλευσης· μέγιστες επιλέξιμες δαπάνες βάσει των κατευθυντήριων γραμμών κ.λπ.

Β.

Υπολογισμός της επιστρεπτέας ενίσχυσης

 

(1) Συντελεστής επανεκχώρησης του GIE στην εταιρεία.

 

(2) Ποσό του πλεονεκτήματος από το οποίο επωφελήθηκε η εταιρεία για το σύνολο του αεροπορικού ή θαλάσσιου στόλου της βάσει του άρθρου 39 CA κατά την υπό εξέταση περίοδο.

 

(3) Ποσό άλλων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην εταιρεία κατ’ εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που ίσχυαν την υπό εξέταση περίοδο.

 

(4) Μέγιστο επιτρεπτέο ποσό των ενισχύσεων που μπορούν να χορηγηθούν στην εταιρεία κατ’ εφαρμογή των ισχυουσών κατευθυντήριων γραμμών.

 

(5) = (2) + (3) - (4) είναι το ενδεχόμενο ποσό της επιστρεπτέας ασυμβίβαστης ενίσχυσης

Αν το (5) είναι θετικό, ο συγκεκριμένος GIE οφείλει να επιστρέψει: (5) * [1- (1)]

και η επιχείρηση οφείλει να επιστρέψει (5) * (1)

III-B   ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΙ GIE

(προς διαβίβαση στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού)

Α.

Ποσό της επένδυσης, περιοχή υλοποίησης και όρος για εισφορά 25 % των δικαιούχων

Β.

Ανώτατο όριο της ενίσχυσης περιφερειακού χαρακτήρα για τη συγκεκριμένη περιοχή

Γ.

Υπολογισμός της επιστρεπτέας ενίσχυσης

 

(1) Ποσό του πλεονεκτήματος όπως προκύπτει από την υπουργική οδηγία

 

(2) Ποσό του πλεονεκτήματος από το οποίο επωφελείται η επιχείρηση βάσει του άρθρου 39 CA

 

(2) = (1) x συντελεστή επανεκχώρησης του GIE στην επιχείρηση σύμφωνα με την έγκριση

 

(3) Ποσό άλλων ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα που χορηγήθηκαν για την ίδια επένδυση

 

(4) Ποσό της μέγιστης επιτρεπτέας ενίσχυσης περιφερειακού χαρακτήρα δυνάμει του ανώτατου ορίου B

 

(5) = (2) + (3) - (4) είναι το ενδεχόμενο ποσό της επιστρεπτέας ασυμβίβαστης ενίσχυσης

Αν το (5) είναι θετικό, ο συγκεκριμένος GIE οφείλει να επιστρέψει: [(1) - (2)] x (5)/(1).

και η επιχείρηση οφείλει να επιστρέψει: (5) * (2)/(1)


30.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 112/67


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Δεκεμβρίου 2006

για την κρατική ενίσχυση C 44/05 (πρώην NN 79/05, πρώην N 439/04) που έθεσε εν μέρει σε εφαρμογή η Πολωνία υπέρ της επιχείρησης Huta Stalowa Wola SA

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 6730]

(Το κείμενο στην πολωνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/257/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 εδάφιο 1,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (1) σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2004 η Πολωνία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με μέτρα ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση της επιχείρησης Huta Stalowa Wola SA (εφεξής καλούμενης «HSW SA» ή «η δικαιούχος επιχείρηση»), ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου ότι τα εν λόγω μέτρα ελήφθησαν πριν την προσχώρηση της Πολωνίας στην Ε.Ε. και δεν ισχύουν μετά από αυτήν, και ότι για το λόγο αυτό δεν συνιστούν νέα ενίσχυση, την οποία η Επιτροπή μπορούσε να εξετάσει σύμφωνα με το άρθρο 88 της συνθήκης ΕΚ. Για την περίπτωση που η Επιτροπή θα έκρινε ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούν νέα ενίσχυση, η Πολωνία ζήτησε την έγκρισή τους ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

(2)

Η Επιτροπή ζήτησε από την Πολωνία να υποβάλει πρόσθετες πληροφορίες με επιστολές που απηύθυνε στις 11 Νοεμβρίου 2004, την 1η Μαρτίου 2005, στις 27 Απριλίου 2005 και στις 26 Ιουλίου 2005. Η Πολωνία απάντησε στις επιστολές αυτές με επιστολές που έστειλε, αντιστοίχως, στις 31 Ιανουαρίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2005, στις 4 Απριλίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 8 Απριλίου 2005, στις 7 Ιουνίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 9 Ιουνίου 2005, και στις 2 Σεπτεμβρίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2005.

(3)

Στο πλαίσιο αυτής της ανταλλαγής πληροφοριών διαπιστώθηκε ότι μέρος των κοινοποιηθέντων μέτρων τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ. Ως εκ τούτου, η εν λόγω ενίσχυση κρίθηκε παράνομη και της δόθηκε ο νέος αριθμός NN 79/2005.

(4)

Με επιστολή της 23ης Νοεμβρίου 2005 η Επιτροπή κοινοποίησε στην Πολωνία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τα εν λόγω μέτρα ενίσχυσης.

(5)

Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το μέτρο ενίσχυσης.

(6)

Οι πολωνικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους με επιστολή της 7ης Μαρτίου 2006, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 9 Μαρτίου 2006. Δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις από τρίτους.

2.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

2.1.   Η επιχείρηση

(7)

Η επιχείρηση HSW SA, η οποία είναι δικαιούχος της ενίσχυσης και μητρική εταιρεία του ομίλου HSW Capital Group, έχει έδρα την Stalowa Wola που βρίσκεται στο βοεβοδάτο Podkarpackie. Η περιφέρεια αυτή είναι επιλέξιμη για ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ. Τον Φεβρουάριο του 2006, ο όμιλος περιελάμβανε 8 εταιρείες, στις οποίες η επιχείρηση HSW SA κατείχε τουλάχιστον το 51 % των μετοχών (δηλαδή τις ήλεγχε) και 10 εταιρείες στις οποίες κατείχε λιγότερο από το 51 % των μετοχών. Οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο HSW Capital Group λειτουργούν ως αμοιβαίοι προμηθευτές υλικού και υπηρεσιών. Εκτός της μητρικής εταιρείας, οι επιχειρήσεις με το μεγαλύτερο μετοχικό κεφάλαιο στο πλαίσιο του ομίλου είναι οι ακόλουθες: η HSW-Zakład Zespołów Napędowych Sp. z o.o. και η HSW-Zakład Zespołów Mechanicznych Sp. z o.o. Το μερίδιο των πωλήσεων της HSW SA προς τις επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο ανέρχεται στο 20-30 % των συνολικών πωλήσεων της HSW SA.

(8)

Η HSW SA ιδρύθηκε το 1937 και αρχικά παρήγαγε πυροβόλα και ανοξείδωτο χάλυβα. Αντίθετα από τη θυγατρική της επιχείρηση HSW-Zakład Metalurgiczny, η HSW SA δεν παράγει χάλυβα. Το 1991 μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία. Το 76 % των μετοχών της επιχείρησης εξακολουθεί να ανήκει στο δημόσιο, το 9 % ανήκει στους εργαζομένους της επιχείρησης, και το υπόλοιπο στους μετόχους, δημόσιους και ιδιωτικούς, κανένας από τους οποίους δεν κατέχει άνω του 5 % των μετοχών. Η επιχείρηση παράγει κατασκευαστικό εξοπλισμό και μηχανήματα, καθώς και στρατιωτικό εξοπλισμό (πυροβόλα, οβιδοβόλα κ.λπ.).

(9)

Το 2005, η HSW SA απασχολούσε περί τους 2 400 εργαζόμενους, ενώ το 2002 το προσωπικό της ανερχόταν ακόμα σε 3 173.

(10)

Μια από τις επιχειρήσεις που ανήκει στην HSW SA είναι η επιχείρηση διανομής Dressta Sp. z o.o. (εφεξής καλούμενη «Dressta»). Από τον Σεπτέμβριο του 2006 βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο της HSW SA, ενώ προηγουμένως το 51 % των μετοχών της ανήκε στην Komatsu American International Company USA (εφεξής καλούμενη «KAIC»), ανταγωνίστρια εταιρεία της HSW SA Το 1995 η HSW SA μετεβίβασε στην Dressta, για περίοδο 12 ετών, τις άδειες και τα στοιχεία ενεργητικού που αφορούσαν τις πωλήσεις των προϊόντων της εταιρείας στις αγορές του εξωτερικού.

2.2.   Οι δυσχέρειες της επιχείρησης

(11)

Οι δυσχέρειες της δικαιούχου επιχείρησης άρχισαν το 2002, όταν ο κύκλος εργασιών της μειώθηκε από 494,9 εκατ. ζλότυ (130,2 εκατ. ευρώ (3) το 2000 σε 352,6 εκατ. ζλότυ (92,7 εκατ. ευρώ), δηλαδή κατά 29 %. Οι εξαγωγές μειώθηκαν από 505 εκατ. ζλότυ (132,8 εκατ. ευρώ) σε 279 εκατ. ζλότυ (73,4 εκατ. ευρώ). Η μείωση του κύκλου εργασιών στις αγορές του εξωτερικού οφειλόταν κυρίως στην ύφεση και στο γεγονός ότι η Dressta, υπό την επιρροή του κύριου μετόχου και ανταγωνιστή της HSW SA, μείωσε σημαντικά τις πωλήσεις των προϊόντων της HSW SA στην αγορά της Βορείου Αμερικής.

(12)

Το 2002 η δικαιούχος επιχείρηση παρουσίασε ζημία ύψους 44,2 εκατ. ζλότυ (11,6 εκατ. ευρώ) από τις πωλήσεις, η οποία οφειλόταν κυρίως στην ελλιπή αξιοποίηση του παραγωγικού της δυναμικού. Καθώς οι περισσότερες πωλήσεις της στις αγορές του εξωτερικού γίνονταν σε δολάρια ΗΠΑ, ενώ οι περισσότερες δαπάνες της επιχείρησης εκφράζονται σε πολωνικά ζλότυ, η ανατίμηση το πολωνικού νομίσματος είχε αρνητικές συνέπειες για τις πωλήσεις και την κερδοφορία της δικαιούχου επιχείρησης.

(13)

Η HSW SA απέκτησε σημαντικά χρέη. Κατά τα έτη 2000-2002 το μέσο χρέος της ήταν 169,1 εκατ. ζλότυ (44,5 εκατ. ευρώ).

(14)

Αλλά και η εν γένει λειτουργία της επιχείρησης δεν υπήρξε επικερδής: οι απώλειες επί των πωλήσεων αυξήθηκαν από 6,4 εκατ. ζλότυ (1,68 εκατ. ευρώ) το 2000 σε 33,9 εκατ. ζλότυ (8,60 εκατ. ευρώ) το 2002.

(15)

Ο όμιλος HSW Capital Group είχε καθαρές απώλειες ύψους 137,7 εκατ. ζλότυ (36,2 εκατ. ευρώ) το 2002 και καθαρές απώλειες ύψους 123,9 εκατ. ζλότυ (32,5 εκατ. ευρώ) το 2003.

2.3.   Η αναδιάρθρωση

(16)

Για να αντιμετωπίσει τις δυσχέρειες αυτές, το 2002 η δικαιούχος επιχείρηση εκπόνησε σχέδιο αναδιάρθρωσης για την περίοδο 2003-2007. Το σχέδιο τροποποιήθηκε στη συνέχεια, τον Φεβρουάριο του 2006.

(17)

Ένα από τα σημαντικότερα μέτρα που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης είναι η τροποποίηση της οργανωτικής δομής της δικαιούχου επιχείρησης. Κεντρική ιδέα της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της επιχείρησης HSW SA ήταν ο διαχωρισμός του μέρους της επιχείρησης που συνδεόταν άμεσα με την παραγωγή από εκείνα τα στοιχεία του ενεργητικού που επρόκειτο να αποτελέσουν αντικείμενο της αναδιάρθρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, το δημόσιο, ως πλειοψηφών μέτοχος της HSW SA, ίδρυσε την ανεξάρτητη επιχείρηση HSW-Trading Sp. z o.o. (εφεξής καλούμενη «HSW-Trading»). Η HSW-Trading προικοδοτήθηκε από το δημόσιο με κεφάλαιο ύψους 40 εκατ. ζλότυ (10,5 εκατ. ευρώ), το οποίο οι πολωνικές αρχές κοινοποίησαν μεταξύ των μέτρων ενίσχυσης που χορηγήθηκαν στην HSW SA (πβλ. πίνακα 1 κατωτέρω).

(18)

Ενώ η HSW-Trading ήταν υπεύθυνη για την παραγωγή και την πώληση βιομηχανικών μηχανημάτων, την οργανωτική υποστήριξη, τη διαχείριση της ποιότητας και την προμήθεια υλικού για την παραγωγή των μηχανημάτων, η HSW SA διατήρησε τις δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης, τη χρηματοδότηση του παραγωγικού δυναμικού, το στρατηγικό μάρκετινγκ, τις πωλήσεις ανταλλακτικών, τις επισκευές, καθώς και την παραγωγή και την πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού· διατήρησε επίσης την ευθύνη για την οργανωτική αναδιάρθρωση. Για την πραγματοποίηση των δραστηριοτήτων της, η εταιρεία HSW-Trading μίσθωσε από την HSW SA στοιχεία του ενεργητικού που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή. Επίσης, μετατέθηκε προσωρινά στην HSW-Trading το αναγκαίο εργατικό δυναμικό.

(19)

Ο διαχωρισμός αυτός επρόκειτο να ισχύσει κατά την περίοδο 2004-2005, δηλαδή καθ’ όλη τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης της HSW SA Η HSW-Trading επρόκειτο να συγχωνευθεί εκ νέου με την HSW SA στο τέλος του 2006.

(20)

Σύμφωνα με το σχέδιο, προβλέπεται η πραγματοποίηση σημαντικής αναδιάρθρωσης στον τομέα της απασχόλησης. Έως το τέλος της περιόδου αναδιάρθρωσης, το 2007, η HSW SA προγραμματίζει να απασχολεί μόνο 2 100 εργαζομένων, ενώ το 2002 απασχολούσε 3 173 εργαζομένους.

(21)

Άλλος τομέας που αφορούσε η αναδιάρθρωση ήταν η δημιουργία δικτύου διανομής κατασκευαστικών μηχανημάτων και ανταλλακτικών στην παγκόσμια αγορά, ώστε να μπορέσει η δικαιούχος επιχείρηση να κατακτήσει νέες αγορές.

(22)

Η αναδιάρθρωση της HSW SA περιέλαβε εξάλλου την πώληση των θυγατρικών της εταιρειών και την ιδιωτικοποίηση των τμημάτων της δικαιούχου επιχείρησης που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της παροχής υπηρεσιών. Έως το 2006 η HSW SA είχε εκποιήσει την HSW-Zakład Kuźnia Matrycowa Sp. z o.o. αντί […] (4) εκατ. ζλότυ ([…] εκατ. ευρώ). Βρέθηκε ιδιώτης επενδυτής για δύο θυγατρικές εταιρείες της HSW-Zakład Metalurgiczny (την HSW-Walcownia Blach Sp. z o.o. και την HSW-Huta Stali Jakościowych). Συνολικά, η ιδιωτικοποίηση της HSW SA απέφερε έσοδα ύψους 112,2 εκατ. ζλότυ (29,5 εκατ. ευρώ). Για το 2006 προβλέπεται η ολοκλήρωση της εκποίησης δύο ακόμη θυγατρικών εταιρειών: της HSW-Zakład Sprężynownia και της HSW-Tlenownia.

(23)

Η αναδιάρθρωση των στοιχείων του ενεργητικού προβλέπει τη μείωση του παραγωγικού δυναμικού από 1 500 σε 1 200 κατασκευαστικά μηχανήματα ετησίως. Το επίπεδο των στοιχείων ενεργητικού της HSW SA κρίθηκε υπερβολικό σε σχέση με τις ανάγκες της επιχείρησης. Καθώς η HSW SA είχε προγραμματίσει να επικεντρωθεί κυρίως στην παραγωγή κατασκευαστικών μηχανημάτων, κρίθηκε αναγκαία η εκποίηση σημαντικού μέρους των στοιχείων του ενεργητικού της. Η εκποίηση των στοιχείων του ενεργητικού την περίοδο Ιανουαρίου 2003 - Δεκεμβρίου 2005 απέφερε έσοδα ύψους 52,1 εκατ. ζλότυ (13,7 εκατ. ευρώ), ποσό που υπερέβη σημαντικά τα προβλεπόμενα έσοδα από την εκποίηση, τα οποία είχαν υπολογιστεί σε 10,3 εκατ. ζλότυ (2,7 εκατ. ευρώ). Εκποιήθηκαν τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού: οικόπεδα έκτασης περί τα 248,4 ha (συμπεριλαμβανομένων δασικών εκτάσεων περί τα 153 ha)· ακίνητα ωφέλιμης επιφάνειας περί τα 76 000 m2, καθώς και 94 μηχανήματα και συσκευές.

(24)

Το συνολικό κόστος της αναδιάρθρωσης, συμπεριλαμβανομένου του κόστους που προέκυψε πριν την προσχώρηση της Πολωνίας στην Ε.Ε., ανέρχεται σε 450,3 εκατ. ζλότυ (118,5 εκατ. ευρώ) και αποτελείται από τα στοιχεία που αναφέρονται συνοπτικά στον πίνακα 1.

Πίνακας 1

Κατανομή του κόστους της αναδιάρθρωσης (σε χιλιάδες ζλότυ)

Μέτρο αναδιάρθρωσης

Κόστος

Αναδιάρθρωση των υποχρεώσεων ιδιωτικού δικαίου

95 648

Αναδιάρθρωση των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου

113 213

Οργάνωση του συστήματος εφοδιασμού και διανομής

151 241

Εξασφάλιση της συνέχειας του εφοδιασμού με υλικά, ανταλλακτικά και εξαρτήματα

40 000

Αναδιάρθρωση της παραγωγής

11 666

Αναδιάρθρωση των στοιχείων ενεργητικού

871

Αναδιάρθρωση της απασχόλησης

5 170

Οργανωτική αναδιάρθρωση

2 013

Εκσυγχρονισμός του παραγωγικού δυναμικού

30 524

Σύνολο

450 346

2.4.   Τα μέτρα της ενίσχυσης

(25)

Οι αρμόδιες για την ενίσχυση αρχές είναι οι ακόλουθες: το υπουργείο Οικονομικών, το υπουργείο Επιστημών και Πληροφορικής, οι φορολογικές υπηρεσίες, η τοπική αυτοδιοίκηση, το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ZUS), το Κρατικό Ταμείο Αποκατάστασης Ατόμων με Αναπηρίες (Państwowy Fundusz Rehabilitacji Osób Niepełnosprawnych — PFRON), οι κατά τόπους δήμοι και κοινότητες και η Υπηρεσία Βιομηχανικής Ανάπτυξης (Agencja Rozwoju Przemysłu — ARP).

(26)

Η Πολωνία υποστήριξε ότι μέρος των μέτρων ενίσχυσης που χορηγήθηκαν υπέρ της HSW SA αφορούσαν την προάσπιση θεμελιωδών συμφερόντων στον τομέα της εθνικής της ασφάλειας. Η αξία αυτών των μέτρων ενίσχυσης ανερχόταν σε 19 εκατ. ζλότυ περίπου (5 εκατ. ευρώ), και η ενίσχυση χορηγήθηκε τόσο πριν όσο και μετά από την προσχώρηση της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι πολωνικές αρχές επικαλούνται το άρθρο 296 της συνθήκης ΕΚ υποστηρίζοντας ότι οι διατάξεις της συνθήκης ΕΚ δεν απαγορεύουν στα κράτη μέλη να χορηγούν μέτρα ενίσχυσης εφόσον τα θεωρούν αναγκαία για την προάσπιση των θεμελιωδών τους συμφερόντων εθνικής ασφάλειας.

(27)

Τα σημαντικότερα μέτρα ενίσχυσης που χορηγήθηκαν πριν από την ένταξη στην Ε.Ε. στο τμήμα της HSW SA το οποίο ασχολείται με την παραγωγή μη στρατιωτικού υλικού, ήταν δύο δάνεια από την ARP ύψους 75 εκατ. ζλότυ (19,7 εκατ. ευρώ). Άλλο σημαντικό μέτρο ενίσχυσης υπήρξε η εισφορά κεφαλαίου ύψους 40 εκατ. ζλότυ (10,5 εκατ. ευρώ) από το υπουργείο Οικονομικών υπέρ της θυγατρικής HSW-Trading Sp. z o.o.

(28)

Ποσό 27,9 εκατ. ζλότυ (7,3 εκατ. ευρώ) χορηγήθηκε με τη μορφή της διαγραφής χρέους βάσει του τροποποιημένου νόμου της 30ής Οκτωβρίου 2002 περί κρατικών ενισχύσεων προς επιχειρήσεις με ιδιαίτερη σημασία για την αγορά εργασίας (βλ. πίνακα 4 κατωτέρω). Η αναδιάρθρωση βάσει του νόμου αυτού πραγματοποιήθηκε υπό την επιτήρηση του προέδρου της ARP και στηρίχτηκε στη λεγόμενη «απόφαση αναδιάρθρωσης» κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 1 σημεία 4 και 19 του εν λόγω νόμου (εφεξής καλούμενη «απόφαση αναδιάρθρωσης»). Η απόφαση αναδιάρθρωσης, με την οποία εγκρίνεται το σχέδιο αναδιάρθρωσης και παρέχεται η άδεια για την αναδιάρθρωση των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου, εκδόθηκε στις 29 Απριλίου 2005 και τροποποιήθηκε στις 17 Ιουνίου 2005.

(29)

Στον ακόλουθο συνοπτικό πίνακα παρουσιάζονται τα διάφορα μέτρα ενίσχυσης, όπως κοινοποιήθηκαν αρχικά στην Επιτροπή.

Πίνακας 2

Χορηγηθέντα και προγραμματισμένα μέτρα (σε χιλιάδες ζλότυ), σύμφωνα με την κοινοποίηση

 

Κατηγορία του μέτρου ενίσχυσης

Ονομαστικό ποσό

Ποσό της ενίσχυσης

I

Ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγήθηκε πριν από τις 30 Απριλίου 2004

145 785,5

129 309,1

II

Ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγήθηκε βάσει του τροποποιημένου νόμου της 30ής Οκτωβρίου 2002 περί κρατικών ενισχύσεων προς επιχειρήσεις με ιδιαίτερη σημασία για την αγορά εργασίας

27 897,1

19 293,7

III

Ενίσχυση αναδιάρθρωσης η οποία πρόκειται να χορηγηθεί μετά τις 30 Απριλίου 2004

43 456,9

13 562,9

Σύνολο

217 139,5

162 165,7

3.   ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 88 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ

(30)

Η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας για δύο λόγους.

(31)

Κατ’ αρχάς, είχε αμφιβολίες για το κατά πόσον η ενίσχυση ήταν συμβατή με την κοινή αγορά.

(32)

Η Επιτροπή αμφέβαλλε εάν τα μέτρα που προβλέπονταν στο σχέδιο αναδιάρθρωσης ήταν επαρκή ώστε να αποκατασταθεί μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα της δικαιούχου επιχείρησης, καθώς φαινόταν ότι τα μέτρα αυτά επικεντρώνονταν στην αποπληρωμή του χρέους και στην κάλυψη λειτουργικών δαπανών.

(33)

Εξάλλου, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον τέθηκαν σε εφαρμογή επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα. Σύμφωνα με τις πολωνικές αρχές, η HSW SA σχεδίαζε τη μείωση του παραγωγικού της δυναμικού κατά 20 %, ενώ το σχέδιο προέβλεπε την αύξηση της αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού από 27,7 % το 2002 σε 66 % το 2007. Η Επιτροπή είχε αμφιβολίες σχετικά με τις καθαρές επιπτώσεις αυτών των πρωτοβουλιών.

(34)

Η Επιτροπή αμφέβαλλε επίσης εάν η ενίσχυση περιοριζόταν στο απολύτως ελάχιστο και εάν η ίδια συμβολή της δικαιούχου επιχείρησης ήταν σημαντική, καθώς η Πολωνία δεν πραγματοποίησε σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός, αυτού που θεωρεί ως ίδια εισφορά της δικαιούχου επιχείρησης στο πλαίσιο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης και, αφετέρου, της χρηματοδότησης μέσω της κρατικής ενίσχυσης.

(35)

Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης αμφιβολίες όσον αφορά το σεβασμό της αρχής της «εφάπαξ ενίσχυσης». Στην πραγματικότητα, πριν από την προσχώρηση της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εταιρεία HSW-Zakład Zespołów Mechanicznych, θυγατρική της HSW SA, είχε λάβει ενίσχυση αναδιάρθρωσης για την περίοδο 2003-2007. Χρειάζεται να αποδειχθεί ότι με την ενίσχυση αυτή δεν αποκόμισε όφελος η μητρική επιχείρηση HSW SA Εξάλλου, η Επιτροπή ζήτησε από την Πολωνία να τη διαβεβαιώσει ότι η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της HSW SA, εφόσον επιτραπεί, δεν θα δημιουργήσει πλεονέκτημα για την HSW-Zakładowi Zespołów Mechanicznych.

(36)

Ο δεύτερος λόγος για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας ήταν οι αμφιβολίες της Επιτροπής για το κατά πόσον ήταν επαρκής ο διαχωρισμός της επιδοτούμενης ειδικής παραγωγής στρατιωτικού υλικού (πυροβόλα) από την παραγωγή υλικού για μη στρατιωτικές χρήσεις (κατασκευαστικός μηχανισμός). Η Πολωνία, με επιστολές που έστειλε στις 7 Ιουνίου 2005 και στις 2 Σεπτεμβρίου 2005, διαβεβαίωσε την Επιτροπή ότι αποκλείεται η πραγματοποίηση ενδοεπιδοτήσεων και η Επιτροπή σημείωσε ότι η αναλογία της ενίσχυσης που κατευθύνεται στην παραγωγή στρατιωτικού υλικού σε σχέση με το σύνολο της ενίσχυσης είναι μικρή συγκρινόμενη με την αναλογία της παραγωγής στρατιωτικού υλικού σε σχέση με το σύνολο της ενίσχυσης. Ωστόσο, η Επιτροπή ζήτησε να της υποβληθούν αναλυτικότερα στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη χωριστής λογιστικής.

4.   ΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ

(37)

Κατ’ αρχάς, οι πολωνικές αρχές αμφισβήτησαν τον ισχυρισμό της Επιτροπής, ο οποίος αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει του τροποποιημένου νόμου της 30ής Οκτωβρίου 2002 περί κρατικών ενισχύσεων προς επιχειρήσεις με ιδιαίτερη σημασία για την αγορά εργασίας (βλ. πίνακα 2 σειρά II) δεν χορηγήθηκε προ της προσχώρησης της Πολωνίας στην Ε.Ε. Οι πολωνικές αρχές επανέλαβαν τις πληροφορίες που είχαν υποβάλει ενωρίτερα, σύμφωνα με τις οποίες το χρονικό σημείο που είναι καθοριστικό για τη χορήγηση της κρατικής ενίσχυσης δυνάμει του προαναφερόμενου νόμου είναι η συγκατάθεση των δημοσίων πιστωτών της δικαιούχου επιχείρησης (οι λεγόμενες «διοικητικές υποσχέσεις»), και όχι η απόφαση αναδιάρθρωσης που έλαβε ο πρόεδρος της ARP. Δεδομένου ότι οι δημόσιοι πιστωτές της HSW SA, των οποίων οι απαιτήσεις αποτέλεσαν αντικείμενο της αναδιάρθρωσης δυνάμει του εν λόγω νόμου, είχαν δώσει τη συγκατάθεσή τους έναντι της HSW SA ήδη πριν από την προσχώρηση στην Ε.Ε., οι πολωνικές αρχές υποστηρίζουν ότι η εν λόγω ενίσχυση χορηγήθηκε πριν από την προσχώρηση και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Επιτροπής η αξιολόγηση της συμβατότητας της ενίσχυσης με την κοινή αγορά.

(38)

Δεύτερον, οι πολωνικές αρχές υπογράμμισαν δύο τροποποιήσεις στην ενίσχυση που είχε αρχικώς κοινοποιηθεί. Η πρώτη, και πλέον σημαντική, τροποποίηση αφορούσε τη μερική απόσυρση της προγραμματισμένης κρατικής ενίσχυσης που αναφέρεται στον πίνακα 2 σειρά III και την αντικατάστασή της με δύο μέτρα ενίσχυσης, τα οποία θεωρήθηκε ότι δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση. Η δεύτερη τροποποίηση ήταν πρακτικής φύσεως και αφορούσε τη διευκρίνιση του ύψους της ενίσχυσης των τριών μέτρων που αναφέρονται στον πίνακα 3. Στους κατωτέρω πίνακες αναγράφονται όλα τα μέτρα ενίσχυσης που χορηγήθηκαν ή πρόκειται να χορηγηθούν στην HSW SA καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με τις τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά την απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας.

Πίνακας 3

Ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν τις 30 Απριλίου 2004 (σε χιλιάδες ζλότυ)

Αριθ.

Αναφερόμενη ημερομηνία συγκατάθεσης ή απόφασης

Χορηγούσα αρχή

Μορφή της ενίσχυσης

Ονομαστικό ποσό

Ύψος της ενίσχυσης

1.

2003-12-12

Φορολογική υπηρεσία της Stalowa Wola

Διαγραφή του Φ.Π.Α του Σεπτεμβρίου 2002

1 047,5

1 047,5

2.

2003-9-15

Φορολογική υπηρεσία της Stalowa Wola

Διακανονισμός για την καταβολή με δόσεις του Φ.Π.Α του Δεκεμβρίου 2002

4 769,8

155,0

3.

2003-9-15

Φορολογική υπηρεσία της Stalowa Wola

Διακανονισμός για την καταβολή με δόσεις του Φ.Π.Α του Μαρτίου 2003

1 771,8

52,2

4.

2003-9-15

Φορολογική υπηρεσία της Stalowa Wola

Διακανονισμός για την καταβολή με δόσεις του Φ.Π.Α του Μαΐου 2003

2 175,2

77,4

5.

2003-9-15

Φορολογική υπηρεσία της Stalowa Wola

Διακανονισμός για την καταβολή με δόσεις του φόρου PIT του Μαρτίου 2003

623,3

16,0

6.

2003-9-15

Φορολογική υπηρεσία της Stalowa Wola

Διακανονισμός για την καταβολή με δόσεις του φόρου PIT του Μαΐου 2003

463,4

5,0

7.

2003-2-04

Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ZUS), υποκατάστημα Rzeszów

Διακανονισμός για την καταβολή με δόσεις των απαιτήσεων για τις εισφορές της περιόδου Ιουνίου – Οκτωβρίου 2002

6 252,1

1 211,6

8.

2003-8-28

Agencja Rozwoju Przemysłu

Δάνειο

40 000,0

40 000,0

9.

2003-9-15

Φορολογική υπηρεσία της Stalowa Wola

Διακανονισμός για την καταβολή με δόσεις του Φ.Π.Α του Ιουνίου 2002

696,9

77,1

10.

2003-9-15

Φορολογική υπηρεσία της Stalowa Wola

Αναβολή της προθεσμίας καταβολής της δόσης του φόρου PIT του Ιουλίου 2002

183,9

15,3

11.

2003-9-15

Φορολογική υπηρεσία της Stalowa Wola

Τροποποίηση των προθεσμιών καταβολής των δόσεων του φόρου PIT του Αυγούστου 2002

211,5

26,8

12.

2003-12-02

Φορολογική υπηρεσία της Stalowa Wola

Διακανονισμός για την καταβολή με δόσεις του Φ.Π.Α του Αυγούστου 2002

655,5

49,3

13.

2003-9-05

Νομαρχιακό Συμβούλιο Stalowa Wola

Καταβολή με δόσεις των πληρωμών μόνιμης επικαρπίας

172,7

8,0

14.

2003-3-21

Νομαρχιακό Συμβούλιο Nisku

Καταβολή με δόσεις των πληρωμών μόνιμης επικαρπίας

20,5

0,3

15.

2004-4-30

Agencja Rozwoju Przemysłu

Δάνειο

35 000,0

35 000,0

16.

2004-4-30

Υπουργείο Οικονομικών

Αύξηση αρχικού κεφαλαίου

40 000,0

40 000,0

17.

2003-11-07

Υπουργείο Επιστημών και Πληροφορικής

Προικοδότηση

637,0

465,0

18.

2003-5-20

Νομαρχιακό Συμβούλιο Stalowa Wola

Επιστροφή δαπανών

3,3

2,4

19.

2003-5-20

Νομαρχιακό Συμβούλιο Stalowa Wola

Επιστροφή δαπανών

3,3

2,4

20.

2002-12-06

Προϊστάμενος Δημόσιου Ταμείου της περιφέρειας Podkarpacki στην πόλη Rzeszów

Διαγραφή οφειλόμενου Φ.Π.Α

1 210

1 210

21.

2002-12-06

Δήμος Stalowa Wola

Διαγραφή οφειλών φόρου ακίνητης περιουσίας

496,8

496,8

22.

2002-12-11

Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ZUS), υποκατάστημα Rzeszów

Διαγραφή μη καταβληθεισών εισφορών και των σχετικών τόκων

11 088,1

11 088,1

Σύνολο I

147 482,6

131 006,2


Πίνακας 4

Ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει του τροποποιημένου νόμου της 30ής Οκτωβρίου 2002 περί κρατικών ενισχύσεων προς επιχειρήσεις με ιδιαίτερη σημασία για την αγορά εργασίας (σε χιλιάδες ζλότυ)

Αριθ.

Ημερομηνία μεταβίβασης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού στον οικονομικό φορέα

Τύπος των απαιτήσεων που αναδιαρθρώθηκαν

Ονομαστικό ποσό

Ύψος της ενίσχυσης

23.

2005-6-20

Αναδιάρθρωση Φ.Π.Α και φόρου PIT

10 696,6

Το ύψος της ενίσχυσης δεν αναφέρεται από τις πολωνικές αρχές

24.

2005-6-20

Αναδιάρθρωση των φόρων χρήσης περιβάλλοντος με τους σχετικούς φόρους

5 826,5

Ομοίως

25.

2005-6-20

Αναδιάρθρωση των εισφορών στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ZUS) με τους σχετικούς φόρους και τα τέλη παράτασης

7 333,2

Ομοίως

26.

2005-6-20

Αναδιάρθρωση πληρωμών υπέρ του Κρατικού Ταμείου Αποκατάστασης Ατόμων με Αναπηρίες (PFRON) με τους σχετικούς τόκους

996,5

Ομοίως

27.

2005-6-20

Αναδιάρθρωση φόρου ακίνητης περιουσίας, για την περίοδο Σεπτεμβρίου 2002 – Ιουνίου 2003, οφειλόμενου στον Δήμο της Stalowa Wola

3 044,3

Ομοίως

Σύνολο 2

27 897,1

19 293,7 (5)


Πίνακας 5

Ενίσχυση που χορηγήθηκε μετά την 30ή Απριλίου 2004 (σε χιλιάδες ζλότυ)

Αριθ.

Προβλεπόμενη προθεσμία καταβολής της ενίσχυσης

Χορηγούσα αρχή

Μορφή της ενίσχυσης

Ονομαστικό ποσό

Ύψος της ενίσχυσης

28.

2004-12-21 — 2005-10-19

Όργανα δημόσιας διοίκησης

Αναβολή πληρωμής των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου

22 094,4

0,259

29.

2005-4-25

Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ZUS), υποκατάστημα Rzeszów

Αναβολή πληρωμής των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου

16 386,2

0,0

Σύνολο 3

38 480,6

0,259


Πίνακας 6

Χορηγηθέντα και προγραμματιζόμενα μέτρα ενίσχυσης (σε χιλιάδες ζλότυ), όπως επικαιροποιήθηκαν βάσει των παρατηρήσεων που υπέβαλαν οι πολωνικές αρχές μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας (ενημέρωση του πίνακα 2)

 

Κατηγορία του μέτρου ενίσχυσης

Ονομαστικό ποσό

Ύψος της ενίσχυσης

I.

Ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγήθηκε πριν από την 30ή Απριλίου 2004

147 482,6

131 006,2

II.

Ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγήθηκε βάσει του τροποποιημένου νόμου της 30ής Οκτωβρίου 2002 περί κρατικών ενισχύσεων προς επιχειρήσεις με ιδιαίτερη σημασία για την αγορά εργασίας

27 897,1

19 293,7

III.

Αναβολή πληρωμής των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου — μέτρα που χαρακτηρίστηκαν από την Πολωνία ως ενίσχυση de minimis (6)

22 094,4

0,259

IV.

Αναβολή πληρωμής των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ZUS) (7)

16 386,2

0,0

Σύνολο

213 860,3

150 300,2

(39)

Όσον αφορά τα μέτρα ενίσχυσης που αναφέρονται στον πίνακα 6 σειρά III, οι πολωνικές αρχές υποστήριξαν ότι η αναβολή της πληρωμής και η πληρωμή με δόσεις των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου ύψους 22,1 εκατ. ζλότυ (5,8 εκατ. ευρώ) (πίνακας 2 σειρά II) πρέπει να θεωρούνται ως ενίσχυση de minimis. Από το ποσό αυτό έχουν ήδη διατεθεί 19 εκατ. ζλότυ (5,0 εκατ. ευρώ). Η μέθοδος την οποία χρησιμοποίησαν οι πολωνικές αρχές για τον υπολογισμό του ποσού της ενίσχυσης συγκρίνει το επιτόκιο που εφαρμόζεται στην αναβολή της πληρωμής με το επιτόκιο αναφοράς της Επιτροπής. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το επιτόκιο που εφαρμόστηκε είναι υψηλότερο του επιτοκίου αναφοράς, οι πολωνικές αρχές θεώρησαν ότι το μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση. Σύμφωνα με τις πολωνικές αρχές, αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του μέτρων ενίσχυσης που αναφέρεται στον πίνακα 6 σειρά IV.

(40)

Τρίτον, όσον αφορά τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, οι πολωνικές αρχές υποστήριξαν ότι η οργανωτική αναδιάρθρωση ολοκληρώθηκε με επιτυχία και ότι η HSW SA ανέκτησε τον έλεγχο της HSW-Dressta και, ως εκ τούτου, θα είναι σε θέση να αναπτύξει τις δραστηριότητές της στην κερδοφόρο αγορά της Βόρειου Αμερικής.

(41)

Όσον αφορά την απαίτηση σχετικά με τον περιορισμό των στρεβλώσεων ανταγωνισμού, οι πολωνικές αρχές υποστήριξαν ότι η μείωση του παραγωγικού δυναμικού από 1 500 σε 1 200 μηχανήματα αποτέλεσε σημαντικό αντισταθμιστικό μέτρο. Επιπλέον, ως αντισταθμιστικό μέτρο θεώρησαν και την εκποίηση των θυγατρικών της HSW SA.

(42)

Όσον αφορά τον περιορισμό της ενίσχυσης στο ελάχιστο απαραίτητο, οι πολωνικές αρχές υπέβαλαν σειρά αναλυτικών στοιχείων σχετικά με τα ποσά που θεωρούνται ως ίδια εισφορά.

(43)

Εν κατακλείδι, οι πολωνικές αρχές στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν υποστηρίζουν ότι ούτε χορηγήθηκε ούτε προγραμματίζεται να χορηγηθεί κρατική ενίσχυση. Για την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή κρίνει διαφορετικά, υποβάλλουν πρόσθετα επιχειρήματα για να υποστηρίξουν τη θέση ότι η κρατική ενίσχυση είναι συμβατή με την έννοια αγορά.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

5.1.   Αρμοδιότητες της Επιτροπής

(44)

Δεδομένου του ότι μέρος των γεγονότων που είναι σημαντικά για την εν λόγω υπόθεση έλαβε χώρα πριν την προσχώρηση παρά τα έργα της Πολωνίας στην Ε.Ε. την 1η Μαΐου 2004, καθήκον της Επιτροπής είναι καταρχάς να εξακριβώσει εάν είναι αρμόδια να αναλάβει δράση σε σχέση με τα περί ων ο λόγος μέτρα ενίσχυσης.

(45)

Τα μέτρα ενίσχυσης που τέθηκαν σε εφαρμογή πριν την προσχώρηση στην Ε.Ε. και δεν εφαρμόζονται κατόπιν αυτής, δεν μπορούν να υποβληθούν σε εξέταση από την Επιτροπή, ούτε στο πλαίσιο της λεγόμενης διαδικασίας προσωρινού μηχανισμού, η οποία ρυθμίζεται στο παράρτημα IV σημείο 3 της συνθήκης ένταξης, ούτε στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 88 της συνθήκης ΕΚ. Καμία από τις συνθήκες, δηλαδή ούτε η συνθήκη ένταξης ούτε η συνθήκη ΕΚ, δεν υποχρεώνει ή εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να προβεί σε εξέταση των μέτρων αυτών.

(46)

Ωστόσο, τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά την προσχώρηση στην Ε.Ε. θα συνιστούσαν νέα ενίσχυση και θα ενέπιπταν στις αρμοδιότητες της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 88 της συνθήκης ΕΚ. Το ουσιαστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της χρονικής στιγμής κατά την οποία τέθηκε σε εφαρμογή ένα μέτρο είναι η νομικά δεσμευτική πράξη με την οποία η αρμόδια εθνική αρχή ανέλαβε την υποχρέωση χορήγησης ενίσχυσης (8).

(47)

Η μεμονωμένη ενίσχυση δεν εφαρμόζεται μετά την ημερομηνία προσχώρησης εφόσον ήταν γνωστές κατά την ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης οι ακριβείς χρηματοδοτικές δεσμεύσεις του δημοσίου.

(48)

Βάσει των πληροφοριών που υπέβαλαν οι πολωνικές αρχές, η Επιτροπή μπόρεσε να διαπιστώσει ότι τα μέτρα που αναφέρονται στον πίνακα 3 ανωτέρω χορηγήθηκαν προ της προσχώρησης και δεν εφαρμόζονται μετά από αυτή. Ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής όσον αφορά την αξιολόγηση της συμβατότητάς τους με την κοινή αγορά, όμως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της συμβατότητας με την κοινή αγορά εκείνων των μέτρων τα οποία χορηγήθηκαν ή πρόκειται να χορηγηθούν μετά την προσχώρηση στην Ε.Ε. Το ύψος των μέτρων αυτών ανέρχεται σε 147 εκατ. ζλότυ (38 εκατ. ευρώ).

(49)

Όσον αφορά τα μέτρα που χορηγήθηκαν βάσει του τροποποιημένου νόμου της 30ής Οκτωβρίου 2002 περί κρατικών ενισχύσεων προς επιχειρήσεις με ιδιαίτερη σημασία για την αγορά εργασίας, όπως αναγράφονται στον πίνακα 4, παραμένουν οι αμφιβολίες της Επιτροπής ως προς την ημερομηνία της χορήγησής τους. Οι πολωνικές αρχές, στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν σχετικά με την απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, δεν προέβαλαν νέα επιχειρήματα σχετικά. Η συγκατάθεση των επιμέρους χορηγουσών αρχών για την αναδιάρθρωση των απαιτήσεών τους βάσει του εν λόγω νόμου είναι μεν αναγκαία, όμως δεν αρκεί για την πραγματοποίηση αυτής της αναδιάρθρωσης. Το κρίσιμο στοιχείο για τη διαδικασία που προβλέπει ο προαναφερόμενος νόμος είναι η απόφαση αναδιάρθρωσης. Ο πρόεδρος της ARP εξέδωσε την απόφαση αναδιάρθρωσης στις 29 Απριλίου 2005, δηλαδή μετά την προσχώρηση στην Ε.Ε. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα αυτά χορηγήθηκαν μετά την ημερομηνία προσχώρησης και άρα είναι αρμόδια να αξιολογήσει τη συμβατότητά τους με την κοινή αγορά. Υπογραμμίζεται ότι τα μέτρα αυτά χορηγήθηκαν κατά παράβαση της ρήτρας διατήρησης της ισχύουσας κατάστασης (standstill), η οποία αναφέρεται στο άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, και κατά συνέπεια αποτελούν παράνομη ενίσχυση ύψους 27,897 εκατ. ζλότυ (7,34 εκατ. ευρώ).

(50)

Τέλος, όσον αφορά τα μέτρα που αναφέρονται στον πίνακα 5, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι συνιστούν κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή είναι αρμόδια να αξιολογήσει της συμβατότητά τους με την κοινή αγορά, καθώς αυτά παρατάθηκαν σαφώς μετά την ημερομηνία προσχώρησης στην Ε.Ε.

5.2.   Κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ

(51)

Το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ προβλέπει ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(52)

Οι πολωνικές αρχές δεν αμφισβήτησαν το γεγονός ότι τα μέτρα που αναφέρονται στους πίνακες 3 και 4 συνιστούν κρατική ενίσχυση.

(53)

Όσον αφορά την ενίσχυση με τη μορφή αναβολής πληρωμής των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου της HSW SA (φόροι και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, βλ. πίνακα 5), οι πολωνικές αρχές υπέβαλαν πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες αυτή δεν συνιστά κρατική ενίσχυση διότι πρόκειται περί ενίσχυσης de minimis ή το στοιχείο της ενίσχυσης του μέτρου αυτού ισούται με μηδέν. Δηλαδή οι πολωνικές αρχές στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους στον υπολογισμό του στοιχείου ενίσχυσης των επιμέρους μέτρων.

(54)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει με τη μέθοδο υπολογισμού που εφάρμοσαν οι πολωνικές αρχές, καθώς τα εν λόγω μέτρα χορηγήθηκαν σε επιχείρηση που αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες. Ο κίνδυνος αναδιάρθρωσης του χρέους είναι υψηλότερος από ό,τι στην περίπτωση επιχειρήσεων που βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση, και το γεγονός αυτό έπρεπε να αντανακλάται στο επιτόκιο που είχε εφαρμοστεί. Το επιτόκιο αναφοράς δεν μπορεί συνεπώς να ληφθεί ως κριτήριο. Η μέθοδος υπολογισμού μέσω της σύγκρισης του επιτοκίου που εφαρμόστηκε με το επιτόκιο αναφοράς δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα περίπτωση. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί την επιχειρηματολογία των πολωνικών αρχών.

(55)

Σύμφωνα με πάγια πρακτική της Επιτροπής και με τη νομολογία του Δικαστηρίου (9), το στοιχείο της ενίσχυσης στις περιπτώσεις προβληματικών επιχειρήσεων δύναται να ισούται με το ονομαστικό ποσό. Η αξία των μέτρων ενίσχυσης που αναφέρονται στον πίνακα 5 ανέρχεται σε 38,480 εκατ. ζλότυ (10 εκατ. ευρώ).

(56)

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα μέτρα ενισχύσεις που αναφέρονται στους πίνακες 4 και 5 χρηματοδοτούνται από πόρους του δημοσίου. Ευνοούν συγκεκριμένη επιχείρηση παρέχοντάς της πλεονέκτημα το οποίο δεν είναι διαθέσιμο στην αγορά και, κατά συνέπεια, έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα. Η HSW SA είναι παραγωγός κατασκευαστικών μηχανημάτων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο έντονων εμπορικών ανταλλαγών στην αγορά της Ε.Ε. Ως εκ τούτου, τα μέτρα αυτά συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, η δε αξία τους ανέρχεται σε 66,377 εκατ. ζλότυ (17,467 εκατ. ευρώ).

5.3.   Συμβατότητα της ενίσχυσης με την κοινή αγορά: παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ

(57)

Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν ισχύουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ — δεδομένου ότι κύριος στόχος της ενίσχυσης είναι η αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της προβληματικής επιχείρησης — είναι δυνατόν να εφαρμοστεί μόνον η εξαίρεση που αναφέρεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, όπου επιτρέπεται η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

5.3.1.   Εφαρμοστέα νομική βάση

(58)

Η Επιτροπή πρόκειται να αξιολογήσει τα μέτρα που συνιστούν νέα ενίσχυση καθώς και ολόκληρο το σχέδιο αναδιάρθρωσης υπό το φως των ισχυουσών κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων (10) (εφεξής «οι κατευθυντήριες γραμμές του 2004»), οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ στις 10 Οκτωβρίου 2004. Για τα μέτρα των οποίων η κοινοποίηση καταχωρήθηκε πριν από την ημερομηνία αυτή, εφαρμόζονται οι προηγούμενες κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων (11) (εφεξής «οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999»). Σύμφωνα με το σημείο 104 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2004, «η Επιτροπή θα εξετάζει κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κάθε ενίσχυση διάσωσης και αναδιάρθρωσης η οποία χορηγείται χωρίς την άδειά της και, επομένως, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης».

(59)

Στην υπό εξέταση υπόθεση, τα μέτρα που αναφέρονται στον πίνακα 2 κοινοποιήθηκαν στις 8 Οκτωβρίου 2004 (δύο ημέρες πριν από τη θέση σε ισχύ των κατευθυντηρίων γραμμών του 2004). Ωστόσο, οι πολωνικές αρχές, με επιστολή που απηύθυναν στην Επιτροπή στις 7 Μαρτίου 2006, την ενημέρωσαν επίσης σχετικά με πρόσθετα μέτρα ενίσχυσης τα οποία χορηγήθηκαν παρανόμως στην HSW SA. Όλα αυτά τα μέτρα, τα οποία περιγράφονται στις σειρές III και IV του πίνακα 6, χορηγήθηκαν μετά τον Δεκέμβριο του 2004, δηλαδή μετά την 1η Οκτωβρίου 2004, ημερομηνία δημοσίευσης των κατευθυντηρίων γραμμών του 2004. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στην υπό εξέταση υπόθεση, τόσο για τα κοινοποιηθέντα όσο και για τα μη κοινοποιηθέντα μέτρα ενίσχυσης πρέπει να εφαρμοστούν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2004, εφόσον όλα αυτά τα μέτρα αφορούν το ίδιο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

(60)

Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, για να αξιολογηθεί η συμβατότητα της νέας ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, πρέπει να εξεταστεί ολόκληρη η αναδιάρθρωση. Όλα τα μέτρα ενίσχυσης, και όχι μόνον η νέα ενίσχυση, πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να προσδιοριστεί, πρώτον, εάν η εφαρμογή του σχεδίου θα έχει ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης, δεύτερον, εάν η ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο και, τρίτον, ποια είναι τα κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα.

5.3.2.   Επιλεξιμότητα της επιχείρησης για ενίσχυση

(61)

Λαμβανομένων υπόψη όλων των λόγων που εκτίθενται στην απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας (βλ. ιδίως σημείο 85 κ.ε.), η επιχείρηση είναι προβληματική κατά την έννοια του σημείου 9 κ.ε. των κατευθυντηρίων γραμμών του 2004, και ως εκ τούτου είναι επιλέξιμη για ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

5.3.3.   Αποκατάσταση της βιωσιμότητας

(62)

Στις κατευθυντήριες γραμμές αναφέρεται ότι «το σχέδιο αναδιάρθρωσης, του οποίου η διάρκεια πρέπει να είναι όσο το δυνατόν βραχύτερη, πρέπει να επιτρέπει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της επιχείρησης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και να βασίζεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις όσον αφορά τις μελλοντικές συνθήκες λειτουργίας. […] Η βελτίωση της βιωσιμότητας πρέπει να προκύπτει κατά κύριο λόγο από τη λήψη εσωτερικών μέτρων […]».

(63)

Πρώτο ουσιαστικό πρόβλημα της HSW SA ήταν η υψηλή της χρέωση. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η οικονομική ανασυγκρότηση της επιχείρησης βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης.

(64)

Στην απόφασή της για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες λόγω του γεγονότος ότι η αναδιάρθρωση έχει κυρίως οικονομικό, και όχι βιομηχανικό, χαρακτήρα και ότι οι πτυχές της βιομηχανικής αναδιάρθρωσης δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη. Στις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι πολωνικές αρχές υπέβαλαν αρκετά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η απαρχαιωμένη οργανωτική διάρθρωση υπήρξε όντως ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η επιχείρηση. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε μέσω του διαχωρισμού του μέρους της επιχείρησης που συνδεόταν απευθείας με την παραγωγή (δηλαδή της HSW-Trading) από το μέρος που επρόκειτο να εκποιηθεί. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η HSW SA δημιούργησε την ανεξάρτητη επιχείρηση HSW-Trading.

(65)

Η πώληση των μετοχών των θυγατρικών εταιρειών και η αποσύνδεση και η εκποίηση ορισμένων τμημάτων της επιχείρησης τα οποία ήταν υπεύθυνα για την παροχή υπηρεσιών είχαν προγραμματιστεί ως ορισμένα από τα κύρια στοιχεία της αναδιάρθρωσης. Στην απόφασή της για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον τα σχέδια εκποίησης ήταν ρεαλιστικά. Ωστόσο, στην πραγματικότητα η HSW SA μπόρεσε να τετραπλασιάσει τα προβλεπόμενα έσοδα από την εκποίηση.

(66)

Άλλος παράγοντας αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχία της αναδιάρθρωσης ήταν το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εμπορικής επιχείρησης Dressta. Το γεγονός ότι πλειοψηφικός μέτοχος της Dressta ήταν ένας από τους ανταγωνιστές της HSW SA — η επιχείρηση KAIC — αποτελούσε κώλυμα για την πλήρη πρόσβαση της εταιρείας στη σημαντική αγορά της Βορείου Αμερικής. Το πρόβλημα αυτό επιλύθηκε μέσω της ανάκτησης του ελέγχου της Dressta από την HSW SA και έτσι η επέκταση της επιχείρησης στην αναπτυσσόμενη αγορά της Βορείου Αμερικής δεν παρεμποδίζεται πλέον από τον ανταγωνιστή της. Πράγματι, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η σημαντικότερη αγορά για τα προϊόντα της επιχείρησης ως προς την απορροφητικότητα και το μέγεθός της είναι η αγορά της Βορείου Αμερικής, και ιδίως των Ηνωμένων Πολιτειών. Η αύξηση των πωλήσεων σε αυτή την αγορά αποτελεί σημαντική ευκαιρία για την HSW SA, και μάλιστα δεδομένου ότι η HSW SA πρόκειται να αρχίσει να χρησιμοποιεί το σήμα Dressta, το οποίο είναι πολύ γνωστό στην αγορά.

(67)

Η αναδιάρθρωση στον τομέα της απασχόλησης, στόχος της οποίας ήταν η μείωση του προσωπικού κατά περισσότερους από 1 000 εργαζομένους, αποτελεί πραγματικό και αξιόπιστο μέσω μείωσης του κόστους.

(68)

H ΗSW SA για πρώτη φορά κατέστη κερδοφόρος το 2005. Κατά το πέρας της περιόδου αναδιάρθρωσης (το 2007) αναμένεται μείωση των κερδών λόγω του υψηλού κόστους της αναδιάρθρωσης και των εξαιρετικά υψηλών κερδών που πραγματοποιήθηκαν το 2005, καθώς το έτος εκείνο πραγματοποιήθηκε εφάπαξ εκποίηση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης. Παρ’ όλα αυτά, από το 2007 αναμένεται βελτίωση του καθαρού αποτελέσματος και διπλασιασμός του έως το 2012. Προβλέπεται ότι έως το τέλος της περιόδου αναδιάρθρωσης θα έχει επιλυθεί το πρόβλημα ρευστότητας της επιχείρησης.

(69)

Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αίρονται οι αμφιβολίες της για το εάν το σχέδιο θα οδηγήσει την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης.

5.3.4.   Αποφυγή αδικαιολόγητης στρέβλωσης του ανταγωνισμού

(70)

Σύμφωνα με τις πολωνικές αρχές, η HSW SA προγραμματίζει τον περιορισμό του παραγωγικού της δυναμικού από 1 500 σε 1 200 κατασκευαστικά μηχανήματα ετησίως, δηλαδή κατά 20 %. Η Επιτροπή θεωρεί ανεπαρκή αυτή τη μείωση του παραγωγικού δυναμικού, δεδομένου ότι έτσι και αλλιώς η επιχείρηση προγραμματίζει τη χρήση του παραγωγικού της δυναμικού κατά μόλις 66 % έως το τέλος της περιόδου αναδιάρθρωσης, δηλαδή το 2007. Η Επιτροπή δεν έχει λάβει από την πολωνική πλευρά πληροφορίες που να δείχνουν ότι πριν από την έναρξη της περιόδου αναδιάρθρωσης η επιχείρηση πωλούσε όντως περισσότερα από 1 200 μηχανήματα.

(71)

Οι πολωνικές αρχές υποστηρίζουν επίσης ότι η δικαιούχος επιχείρηση εκποίησε ορισμένες κερδοφόρες παραγωγικές επιχειρήσεις, περιορίζοντας τοιουτοτρόπως τη δική της δραστηριότητα και το παραγωγικό της δυναμικό. Τουλάχιστον δύο από τις μεγάλες θυγατρικές επιχειρήσεις που εκποιήθηκαν (η HSW-Walcownia Blach Sp. z o.o. και η HSW-Huta Stali Jakościowych) ήταν κερδοφόρες και η εκποίησή τους απέφερε κέρδος. Το 2005 ο συνολικός κύκλος εργασιών των δύο θυγατρικών επιχειρήσεων που εκποιήθηκαν ανήλθε σε 460 εκατ. ζλότυ (121 εκατ. ευρώ), απασχολούσαν δε προσωπικό 1 000 εργαζομένων, ενώ ο κύκλος εργασιών από τις μόνιμες δραστηριότητες του ομίλου HSW (HSW SA και HSW-Trading) ανήλθε σε 430 εκατ. ζλότυ (113,1 εκατ. ευρώ), με προσωπικό 2 400 εργαζομένων. Αμφότερες οι θυγατρικές επιχειρήσεις που εκποιήθηκαν δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή τελειωμένων προϊόντων χάλυβα. Κατά τη στιγμή της εκποίησης, σύμφωνα με αξιολόγηση που υποβλήθηκε στην Επιτροπή, οι δύο αυτές θυγατρικές επιχειρήσεις παρουσίαζαν καθαρά κέρδη επί των πωλήσεων της τάξης του 6 %. Οι δύο θυγατρικές επιχειρήσεις αποτελούσαν σημαντικότατο μέρος του ομίλου HSW, δεδομένης της κερδοφορίας τους και των καλών προοπτικών που είχαν στην αγορά.

(72)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι η εκποίηση αυτών των δύο θυγατρικών επιχειρήσεων μπορεί να θεωρηθεί ως αντισταθμιστικό μέτρο και όχι απλώς ως ενέργεια απαραίτητη για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της HSW SA.

5.3.5.   Περιορισμός της ενίσχυσης στο ελάχιστο απαραίτητο

(73)

Οι πολωνικές αρχές υπέβαλαν σειρά λεπτομερών πληροφοριών περί των ποσών τα οποία θεωρούνται ως ίδια εισφορά της δικαιούχου επιχείρησης στο κόστος αναδιάρθρωσης.

(74)

Κατ’ αρχάς, η επιχείρηση προγραμματίζει τη λήψη τραπεζικού δανείου ύψους 46,9 εκατ. ζλότυ (12 εκατ. ευρώ). Οι πολωνικές αρχές υπέβαλαν αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η HSW SA θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τέτοια χρηματοδότηση στην αγορά, καθώς ήδη κατά τα έτη 2003-2005 είχε ήδη λάβει σε περιορισμένο βαθμό ιδιωτική χρηματοδότηση ύψους 31,9 εκατ. ζλότυ (8,4 εκατ. ευρώ). Οι πολωνικές αρχές υποστηρίζουν επίσης ότι η δικαιούχος επιχείρηση θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει χρηματοδότηση μέσω της αγοράς έως το τέλος της περιόδου αναδιάρθρωσης.

(75)

Δεύτερον, από την πώληση των θυγατρικών της εταιρειών, η HSW SA εξασφάλισε έσοδα ύψους 112,2 εκατ. ζλότυ (29,5 εκατ. ευρώ).

(76)

Τέλος, η δικαιούχος επιχείρηση εκποίησε στοιχεία του ενεργητικού της αξίας 52,1 εκατ. ζλότυ (13,7 εκατ. ευρώ).

(77)

Εν κατακλείδι, όσον αφορά τις πηγές για τη χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης, το ποσό των 243,1 εκατ. ζλότυ (64 εκατ. ευρώ) μπορεί να θεωρηθεί ως εισφορά για τη χρηματοδότηση από ίδιους πόρους της δικαιούχου επιχείρησης ή από εξωτερικούς πόρους οι οποίοι δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση. Το συνολικό κόστος της αναδιάρθρωσης, συμπεριλαμβανομένου του κόστους που προέκυψε πριν την προσχώρηση στην Ε.Ε., ανέρχεται σε 450,3 εκατ. ζλότυ (118,5 εκατ. ευρώ). Ως εκ τούτου, η ίδια εισφορά της HSW SA στο συνολικό κόστος της αναδιάρθρωσης ανέρχεται στο 54 %.

(78)

Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2004 προσδιορίζουν στο 50 % την ελάχιστη ίδια εισφορά στο κόστος αναδιάρθρωσης. Η Επιτροπή θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι το ύψος της ίδιας εισφοράς είναι σημαντικό και — υπό το φως των πληροφοριών που υποβλήθηκαν — ότι η ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο.

5.3.6.   Αρχή της «εφάπαξ ενίσχυσης»

(79)

Στην απόφασή της για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η ενίσχυση αναδιάρθρωσης που έλαβε η επιχείρηση HSW-Zakład Zespołów Mechanicznych χορηγήθηκε πριν από την ημερομηνία προσχώρησης στην Ε.Ε. για την περίοδο 2003-2007. Αφενός, έπρεπε να αποδειχθεί ότι η ενίσχυση αυτή δεν δημιουργούσε πλεονέκτημα για τη μητρική επιχείρηση. Αφετέρου δε, η Πολωνία κλήθηκε να διαβεβαιώσει την Επιτροπή ότι, σε περίπτωση που η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της HSW SA εγκριθεί από την Επιτροπή, αυτή η ενίσχυση δεν θα δημιουργήσει πλεονέκτημα για την HSW-Zakładowi Zespołów Mechanicznych.

(80)

Οι πολωνικές αρχές διαβεβαίωσαν την Επιτροπή ότι οι σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων HSW-Zakładem Zespołów Mechanicznych και HSW SA βασίζονται στις αρχές της αγοράς (συμπεριλαμβανομένων των όρων πληρωμών και προμηθειών) και ότι οι επιχειρήσεις αυτές, ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα, τηρούν χωριστή λογιστική. Ο μόνος παράγοντας τον οποίο έλαβε υπόψη η HSW SA κατά την επιλογή της HSW-Zakład Zespołów Mechanicznych ως προμηθευτή υλικού ήταν η γεωγραφική εγγύτητα της εν λόγω επιχείρησης.

5.3.7.   Διαχωρισμός της προικοδοτούμενης ειδικής παραγωγής στρατιωτικού υλικού από την παραγωγή μη στρατιωτικού υλικού

(81)

Στην απόφασή της για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον είναι επαρκής ο διαχωρισμός της προικοδοτούμενης ειδικής παραγωγής στρατιωτικού υλικού (πυροβόλα) από την παραγωγή μη στρατιωτικού υλικού (κατασκευαστικά μηχανήματα), ο οποίος αποσκοπεί στην αποφυγή ενδοεπιδότησης μεταξύ αυτών των δύο τομέων δραστηριοτήτων. Οι πολωνικές αρχές διαβεβαίωσαν την Επιτροπή ότι το εφαρμοζόμενο σύστημα λογιστικής καταγραφής του κόστους επιτρέπει το σαφή διαχωρισμό του κόστους των δύο προαναφερόμενων ειδών δραστηριοτήτων.

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(82)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εν μέρει παράνομη και εν μέρει κοινοποιηθείσα κρατική ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης ύψους 66,377 εκατ. ζλότυ, τα οποία χορηγήθηκαν ή πρόκειται να χορηγηθούν υπέρ της επιχείρησης HSW SA, ορισμένα εκ των οποίων η Πολωνία έχει ήδη χορηγήσει εν μέρει ή εν όλω κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, και ορισμένα εκ των οποίων δεν έχουν ακόμη χορηγηθεί, είναι συμβατά με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Πολωνίας.

Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 34 της 10.2.2006, σ. 5.

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  Όλα τα ποσά που αναφέρονται από τις πολωνικές αρχές σε ζλότυ (PLN) αναφέρονται για ενδεικτικούς λόγους και σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε στις 17 Νοεμβρίου 2006: 1 ευρώ = 3,8019 ζλότυ.

(4)  Εμπιστευτικές πληροφορίες.

(5)  Οι πολωνικές αρχές δεν παρείχαν πληροφορίες σχετικά με το ισοδύναμο ενίσχυσης του μέτρου αυτού. Το ύψος της ενίσχυσης υπολογίσθηκε θεωρώντας ότι το 30,84 των οφειλών που αναδιαρθρώθηκαν βάσει του τροποποιημένου νόμου της 30ής Οκτωβρίου 2002 περί κρατικών ενισχύσεων προς επιχειρήσεις με ιδιαίτερη σημασία για την αγορά θα επιστραφεί στους πιστωτές από τα έσοδα των πωλήσεων των στοιχείων ενεργητικού της δικαιούχου επιχείρησης μέσω της διαδικασίας η οποία προβλέπεται στον εν λόγω νόμο. Ο συντελεστής του 30,84 % έχει ληφθεί ως βάση στην προαναφερόμενη απόφαση αναδιάρθρωσης της 17ης Ιουνίου 2005. Ως εκ τούτου, το διαγραφέν χρέος θα ανέρχεται στο 69,16 % των συνολικών οφειλών. Το ισοδύναμο ενίσχυσης αντιστοιχεί στο 100 % των διαγραφεισών οφειλών.

(6)  Χορηγήθηκε μετά τον Δεκέμβριο του 2004.

(7)  Χορηγήθηκε το 2005.

(8)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2 στην υπόθεση Τ-109/01, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 74.

(9)  Βλ. υπόθεση Wildauer Kurbelwelle (ΕΕ L 287 της 13.12.2000) και υπόθεση Lautex Weberei und Veredelung (ΕΕ L 42 της 20.7.1999).

(10)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(11)  ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.


30.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 112/77


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Δεκεμβρίου 2006

για το μέτρο C 24/2004 (πρώην NN 35/2004) που εφάρμοσε η Σουηδία για την εισαγωγή ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 6923]

(Το κείμενο στη σουηδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/258/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το πρώτο εδάφιο του άρθρου 88 παράγραφος 2,

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις και λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις τους (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 9ης Αυγούστου 2001 ο φορέας δορυφορικής τηλεόρασης Nordic Satellite AB («NSAB») (2) υπέβαλε καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή («Επιτροπή») όσον αφορά εικαζόμενη κρατική ενίσχυση που χορήγησε το σουηδικό κράτος στην Teracom AB («Teracom»), τον σουηδικό φορέα επίγειου δικτύου, και ορισμένες από τις θυγατρικές της σε σχέση με την εισαγωγή ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης στη Σουηδία (3). Με επιστολή της 28ης Νοεμβρίου 2001 η εταιρεία διανομής τηλεόρασης Viasat AB («Viasat»), που αποτελεί ολοκληρωμένο φορέα συνδρομητικής και μη συνδρομητικής τηλεόρασης, υπέβαλε ανάλογη καταγγελία με αυτή της NSAB.

(2)

Μετά από προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή πληροφόρησε τη Σουηδία, με επιστολή της 14ης Ιουλίου 2004, ότι είχε αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (στο εξής αναφερόμενη ως «απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας»), όπως ορίζει το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σε σχέση με τα εικαζόμενα μέτρα ενίσχυσης. Η απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 25 Σεπτεμβρίου 2004. Στην εν λόγω απόφαση καλούνται η Σουηδία και άλλοι ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα εξεταζόμενα μέτρα ενίσχυσης.

(3)

Στις 29 Οκτωβρίου 2004 η Επιτροπή έλαβε την απάντηση της σουηδικής κυβέρνησης (η «απάντηση της 29ης Οκτωβρίου») σε σχέση με την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας. Η Επιτροπή έλαβε επίσης παρατηρήσεις από τα ακόλουθα ενδιαφερόμενα μέρη: B2 Bredband AB (B2) (4), European Cable Communications Association (ECCA) (5), European Satellite Operators Association (ESOA) (6), NSAB (7), Telenor Broadcast Holding AS (Telenor Broadcast) (8), TeliaSonera AB (TeliaSonera) (9), UGC Europe, Inc. (UGC) (10) και Viasat (11).

(4)

Με επιστολές της 17ης Νοεμβρίου 2004 και της 17ης Ιανουαρίου 2006 η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών στην κυβέρνηση. Η κυβέρνηση υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με επιστολές της 20ής Δεκεμβρίου 2004 και 20ής Μαρτίου 2006.

(5)

Στις 22 Νοεμβρίου 2004 οι υπηρεσίες της Επιτροπής συναντήθηκαν με την ECCA. Συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν επίσης με εκπροσώπους των NSAB και ESOA την 1η Μαρτίου 2005 καθώς και στις 21 και 30 Νοεμβρίου 2005.

(6)

Με επιστολές της 8ης Φεβρουαρίου 2006, της 7ης Απριλίου 2006, της 31 Μαΐου 2006 και της 30ής Αυγούστου 2006, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από τη Σουηδία. Η κυβέρνηση απάντησε με επιστολές της 20ής Μαρτίου 2006 (η «απάντηση της 20ής Μαρτίου») (που καταχωρήθηκε στις 22 Μαρτίου 2006), της 25ης Απριλίου 2006 (η «απάντηση της 25ης Απριλίου») (που καταχωρήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2006), της 5ης Μαΐου 2006 (η «απάντηση της 5ης Μαΐου») (που καταχωρήθηκε στις 11 Μαΐου 2006), της 15ης Ιουνίου 2006 (που καταχωρήθηκε στις 16 Ιουνίου 2006) και της 1ης Σεπτεμβρίου 2006 (που καταχωρήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2006).

2.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ

(7)

Η παρούσα απόφαση αφορά την εικαζόμενη κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Teracom και στη θυγατρική της Boxer TV-Access («Boxer2») (εκτός αν δηλώνεται διαφορετικά, η Teracom και οι θυγατρικές της θα αναφέρονται στο εξής συλλογικά ως «Teracom») σε σχέση με την ανάπτυξη ψηφιακής επίγειας τηλεοπτικής πλατφόρμας στη Σουηδία (12). Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες η Teracom έλαβε άμεση και έμμεση (μέσω των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών SVT και UR) χρηματοοικονομική ενίσχυση από το σουηδικό κράτος. Ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης αυτής, ισχυρίζονται οι καταγγέλλοντες, η ψηφιακή επίγεια μετάδοση στη Σουηδία απέκτησε αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες ψηφιακές πλατφόρμες μετάδοσης, όπως η καλωδιακή και η δορυφορική.

(8)

Η παρούσα απόφαση δεν θα ασχοληθεί με την παράλειψη της Σουηδίας να θεσπίσει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με την οδηγία περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων, διότι αυτή υπήρξε το αντικείμενο ξεχωριστής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (13).

3.   ΟΙ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

3.1.   Εταιρείες που σχετίζονται με την ανάπτυξη της ψηφιακής επίγειας πλατφόρμας στη Σουηδία

3.1.1.   Teracom

(9)

Η Teracom είναι η εταιρεία στην οποία έχει ανατεθεί η κατασκευή και η εκμετάλλευση της επίγειας πλατφόρμας τηλεοπτικής μετάδοσης στη Σουηδία. Η Teracom αποτελεί δημόσια εταιρεία που ανήκει πλήρως στο κράτος. Η εν λόγω εταιρεία δημιουργήθηκε το 1992 για να αναλάβει τις δραστηριότητες ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης που προηγουμένως ασκούσε η σουηδική υπηρεσία τηλεπικοινωνιών («Televerket») (14).

(10)

Σύμφωνα με τα άρθρα σύστασής της, η Teracom έχει στόχο τη μετάδοση και διανομή ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων και την ανάπτυξη, εμπορία και παροχή άλλων υπηρεσιών που σχετίζονται ή συμβιβάζονται με τις δραστηριότητες μετάδοσης και διανομής. Οι εν λόγω άλλες υπηρεσίες συνίστανται κυρίως σε υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής.

(11)

Από τότε που δημιουργήθηκε, η Teracom είναι ο αποκλειστικός ιδιοκτήτης και φορέας λειτουργίας του μοναδικού δικτύου επίγειας ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης στη Σουηδία (15). Προκειμένου να μεταδοθούν μέσω της επίγειας πλατφόρμας, τα ιδιωτικά και εμπορικά τηλεοπτικά κανάλια συνάπτουν συμφωνίες μετάδοσης με την Teracom και καταβάλλουν στην Teracom αντίτιμο για παρασχεθείσες υπηρεσίες.

(12)

Στις 15 Δεκεμβρίου 2005 η σουηδική ρυθμιστική αρχή για τα ταχυδρομεία και τις τηλεπικοινωνίες («Post- och telestyrelsen») εξέδωσε δύο αποφάσεις δηλώνοντας ότι η Teracom, ως φορέας εκμετάλλευσης δικτύου, έχει σημαντική ισχύ στις σουηδικές αγορές χονδρικής όσον αφορά τις επίγειες υπηρεσίες μετάδοσης και για το λόγο αυτό επέβαλε στην Teracom να λάβει διορθωτικά μέτρα όσον αφορά τη διανομή τηλεοπτικού περιεχομένου σε τελικούς χρήστες μέσω τόσο του αναλογικού όσο και του ψηφιακού επίγειου δικτύου. Η Teracom έχει τώρα την υποχρέωση, υπό ορισμένους όρους, να παρέχει πρόσβαση στην επίγεια πλατφόρμα σε εταιρείες που επιθυμούν να διανέμουν τηλεοπτικό περιεχόμενο σε τελικούς χρήστες, να εφαρμόζει τιμολόγηση βάσει του κόστους, να εφαρμόζει ίσους όρους για την πρόσβαση στην επίγεια πλατφόρμα και να τηρεί ξεχωριστούς και ανοικτούς λογαριασμούς τόσο για τις δραστηριότητες της ίδιας της Teracom όσο και για δραστηριότητες που σχετίζονται με την παροχή πρόσβασης (16).

3.1.2.   Boxer

(13)

Η Boxer παρέχει στους καταναλωτές πρόσβαση σε πακέτα τηλεοπτικών προγραμμάτων και άλλες υπηρεσίες μέσω της ψηφιακής επίγειας τηλεοπτικής πλατφόρμας. Η εταιρεία δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1999 και ανήκει κατά 70 % στην Teracom και κατά 30 % στη βρετανική εταιρεία ιδιωτικού μετοχικού και επιχειρηματικού κεφαλαίου 3i (17).

(14)

Η Boxer αποτελεί το μόνο διανομέα προγραμμάτων τηλεόρασης (συμπεριλαμβανομένης της συνδρομητικής) στο ψηφιακό επίγειο δίκτυο στη Σουηδία. Όταν ένα τηλεοπτικό κανάλι αποκτά άδεια μετάδοσης για το σουηδικό επίγειο δίκτυο, μπορεί είτε να υπογράψει συμφωνία διανομής με τη Boxer που θα διανέμει το πρόγραμμά του είτε να επιλέξει να μεταδίδει ελεύθερα, δηλαδή μη κωδικοποιημένα. Τα περισσότερα τηλεοπτικά κανάλια που μεταδίδουν στο ψηφιακό επίγειο δίκτυο έχουν υπογράψει συμφωνία διανομής με τη Boxer (18). Σύμφωνα με δηλώσεις της ίδιας της εταιρείας, η Boxer παρουσίασε αύξηση 42 % το 2005 και στο τέλος του Δεκεμβρίου 2005 είχε περισσότερους από πεντακόσιους χιλιάδες συνδρομητές (19).

3.1.3.   SVT

(15)

Η SVT αποτελεί τον κύριο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα στη Σουηδία. Από το 1997 η SVT, καθώς και όλες οι άλλες δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές εταιρείες στη Σουηδία, ανήκει σε ίδρυμα (20). Οι υποχρεώσεις της ως δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα καθορίζονται στις άδειες αναλογικής και ψηφιακής μετάδοσης, που έχουν εκδοθεί από την κυβέρνηση. Τα δημόσια κανάλια της SVT πρέπει να καλύπτουν το 99,8 % του σουηδικού πληθυσμού και η εταιρεία πρέπει να μεταδίδει στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση του επίγειου δικτύου (21). Η απαίτηση κάλυψης του 99,8 % του πληθυσμού σημαίνει ότι μέχρι την ολοκλήρωση της ψηφιακής επίγειας πλατφόρμας, η SVT πρέπει να μεταδίδει παράλληλα μέσω του αναλογικού επίγειου δικτύου. Η SVT αγοράζει όλες τις υπηρεσίες της για επίγεια μετάδοση από την Teracom (22).

(16)

Όλα τα κανάλια της SVT μεταδίδονται ως «μη κωδικοποιημένη τηλεόραση». Η άδεια μετάδοσης της SVT ορίζει επίσης ότι η SVT μπορεί να χρησιμοποιήσει δορυφόρο και, πράγματι, για να καλύψει το σύνολο του σουηδικού πληθυσμού, η SVT μεταδίδει τα δημόσια κανάλια της μέσω δορυφόρου. Μεταξύ Μαρτίου 1999 και Απριλίου 2004 η NSAB, μια από τις καταγγέλλουσες εταιρείες, είχε το αποκλειστικό δικαίωμα μετάδοσης των δημόσιων καναλιών της SVT στις Σκανδιναβικές χώρες μέσω των δορυφόρων της (23). Τα δημόσια κανάλια της SVT μεταδίδονται επίσης μέσω του καλωδιακού δικτύου βάσει νομοθεσίας «επιβεβλημένης μετάδοσης».

3.1.4.   Utbildningsradion («UR»)

(17)

Το UR, το «εκπαιδευτικό ραδιόφωνο» αποτελεί το δεύτερο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα στη Σουηδία. Το UR μεταδίδει τόσο ραδιοφωνικά όσο και τηλεοπτικά προγράμματα. Όπως και η SVT, το UR ανήκει επίσης σε ίδρυμα (βλ. ανωτέρω 3.1.3.) (24).

(18)

Όπως και η SVT, οι υποχρεώσεις του UR ως δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα καθορίζονται στην άδεια μετάδοσης και το UR, αφού συμβουλευθεί τη σουηδική ραδιοφωνία («Sveriges Radio») και την SVT, αγοράζει υπηρεσίες για μετάδοση μέσω του αναλογικού επίγειου δικτύου από την Teracom (25). Το UR μεταδίδει μέσω ενός από τα κανάλια της SVT και η λήψη των προγραμμάτων του πρέπει να είναι δυνατή από το 99,8 % του σουηδικού πληθυσμού. Τα προγράμματα του UR πρέπει επίσης να μεταδίδονται μέσω του επίγειου δικτύου και μεταδίδονται μη κωδικοποιημένα στα επίγεια δίκτυα και βάσει της επιβεβλημένης μετάδοσης στα καλωδιακά.

(19)

Στην υπόλοιπη απόφαση, η SVT και το UR θα αναφέρονται συλλογικά ως «SVT» και τα αριθμητικά στοιχεία (π.χ. πιστώσεις και πληρωμές) που αφορούν κάθε μία από τις δύο εταιρείες θα αναφέρονται συνολικά (26).

3.2.   Οι καταγγέλλοντες

3.2.1.   NSAB

(20)

Η NSAB είναι εταιρεία της οποίας η έδρα είναι καταχωρημένη στη Σουηδία. Η NSAB είναι η ιδιοκτήτρια και ο φορέας εκμετάλλευσης δύο δορυφόρων Sirius που παρέχουν στις σκανδιναβικές και βαλτικές χώρες, καθώς και στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, τηλεοπτικές υπηρεσίες και άλλες υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών και μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η NSAB διανέμει τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά σήματα τόσο ιδιωτικών όσο και δημόσιων φορέων.

(21)

Η NSAB ανήκει κατά 75 % σε έναν από τους κύριους φορείς δορυφορικών υπηρεσιών απευθείας λήψης στην Ευρώπη, την SES ASTRA, που είναι καταχωρημένη στο Λουξεμβούργο, και κατά 25 % στη σουηδική εταιρεία διαστήματος «Svenska Rymdaktiebolaget». Η σουηδική εταιρεία διαστήματος είναι κρατική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με δραστηριότητες στη Σουηδία (27). Μέχρι το Μάρτιο του 2000 η NSAB ανήκε εν μέρει στην Teracom (28).

3.2.2.   Viasat

(22)

Η Viasat αποτελεί ολοκληρωμένο φορέα συνδρομητικής και μη συνδρομητικής τηλεόρασης που διανέμει προγράμματα μέσω της πλατφόρμας δορυφόρου Sirius. Η Viasat διευθύνει τις επιχειρήσεις της από το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο είναι επίσης καταχωρημένη. Η Viasat αποτελεί θυγατρική του σουηδικού ομίλου ΜΜΕ MTG AB («MTG2»), στον οποίο ανήκει κατά 100 %. Η MTG αναπτύσσει δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο και ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι είναι ο μεγαλύτερος φορέας εκμετάλλευσης συνδρομητικής και μη συνδρομητικής τηλεόρασης στη Σκανδιναβία και τις Βαλτικές Χώρες.

4.   ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

4.1.   Οι πλατφόρμες τηλεοπτικής μετάδοσης στη Σουηδία

(23)

Στη Σουηδία, η διανομή τηλεοπτικών σημάτων πραγματοποιείται μέσω των επίγειων δικτύων, μέσω των καλωδιακών δικτύων και των τηλεοπτικών συστημάτων κεντρικής κεραίας που παρέχονται δορυφορικά («SMATV»), μέσω δορυφόρου και μέσω ευρυζωνικών δικτύων. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η τηλεοπτική μετάδοση θα είναι σύντομα δυνατή και μέσω της τρίτης γενιάς δικτύων κινητής τηλεφωνίας (29).

(24)

Στο διάγραμμα 1 παρουσιάζεται η συγκριτική σημασία που έχουν οι διάφορες τηλεοπτικές πλατφόρμες στη Σουηδία το 2006 και η πραγματική χρήση τους αναφέρεται ως ποσοστό όλων των σουηδικών νοικοκυριών (30). Στην περίπτωση της επίγειας πλατφόρμας γίνεται περαιτέρω διάκριση μεταξύ αναλογικής και ψηφιακής λήψης.

Διάγραμμα 1:

Πραγματική τηλεοπτική λήψη νοικοκυριών στη Σουηδία το 2006

Image

(25)

Όλες οι εν γένει διαθέσιμες σήμερα πλατφόρμες μετάδοσης, δηλαδή καλωδιακή, δορυφορική και επίγεια, έχουν επηρεαστεί ή επηρεάζονται από τη μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή τηλεοπτική μετάδοση. Η ψηφιοποίηση της μετάδοσης παρουσιάζει μεγάλα πλεονεκτήματα από άποψη αποτελεσματικότερης χρήσης ραδιοφάσματος και αυξημένων δυνατοτήτων μετάδοσης. Κατ'αυτόν τον τρόπο θα προκύψουν νέες και καλύτερες υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και θα αυξηθούν οι δυνατότητες επιλογής των καταναλωτών.

(26)

Ανεξαρτήτως του τρόπου μετάδοσης, η ψηφιακή μετάδοση είτε είναι ανοικτής αρχιτεκτονικής είτε περιέχει σύστημα υπό όρους πρόσβασης στο οποίο τα κανάλια είναι κρυπτογραφημένα. Αυτό σημαίνει ότι για τη λήψη ανοικτών ψηφιακών μεταδόσεων οι θεατές χρειάζονται ψηφιακό δέκτη ο οποίος είναι είτε ενσωματωμένος στην τηλεοπτική συσκευή είτε έχει τη μορφή ξεχωριστού αποκωδικοποιητή. Για να παρακολουθούν τα κρυπτογραφημένα κανάλια οι θεατές πρέπει να διαθέτουν αποκωδικοποιητή που να μπορεί να διαβάσει μια λεγόμενη «κάρτα πρόσβασης».

4.2.   Η ανάπτυξη της ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης στη Σουηδία

(27)

Η ψηφιακή τηλεόραση στη Σουηδία αναπτύχθηκε ραγδαία κατά την τελευταία πενταετία. Μολονότι όλες οι ψηφιακές πλατφόρμες — καλωδιακή, δορυφορική και επίγεια — αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 2000 έως το 2005, η δορυφορική ήταν στην πρώτη γραμμή της ψηφιοποίησης (βλ. διάγραμμα 2) (31).

Διάγραμμα 2:

Οι ψηφιακές πλατφόρμες και η ανάπτυξή τους στη Σουηδία (2000 έως 2005)

Image

(28)

Βάσει πρότασης της κυβέρνησης, το Κοινοβούλιο αποφάσισε το 1997 ότι η ανάπτυξη του ψηφιακού επίγειου δικτύου θα έπρεπε να αρχίσει σε διάφορα τμήματα της χώρας και ότι το κράτος θα έπρεπε σταδιακά να αποφασίσει εάν και πώς θα πρέπει να συνεχιστεί η επέκταση του δικτύου (32). Αποφασίστηκε ότι η ανάπτυξη του ψηφιακού επίγειου δικτύου θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί πλήρως από τις συμμετέχουσες εταιρείες, δηλαδή τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς και τον ιδιοκτήτη του δικτύου, και όχι από το κράτος (33).

(29)

Το 2003 το Κοινοβούλιο αποφάσισε την κατάργηση του αναλογικού επίγειου δικτύου την 1η Φεβρουαρίου 2008 (34), και, το Μάιο του 2004, αποφάσισε να επεκταθεί ο πολυπλέκτης που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τις ψηφιακές μεταδόσεις της SVT ώστε, όταν το αναλογικό επίγειο δίκτυο θα σταματήσει εντελώς να λειτουργεί, να υπάρχει κάλυψη 99,8 %. Μέχρι τότε, τουλάχιστον ένας ακόμη πολυπλέκτης θα πρέπει να καλύπτει το 98 % του πληθυσμού. Το Κοινοβούλιο δεν όρισε απαιτήσεις όσον αφορά την κάλυψη των άλλων πολυπλεκτών (35).

(30)

Σύμφωνα με την Teracom, η πρώτη φάση για την κατάργηση του αναλογικού επίγειου δικτύου άρχισε στις 19 Σεπτεμβρίου 2005 και κάλυψε σχεδόν 150 000 νοικοκυριά στη Σουηδία (36). Βλ. πίνακα 1 κατωτέρω για τις προγραμματιζόμενες φάσεις και τα προβλεπόμενα ποσοστά πληθυσμού που θα θιγούν από την κατάργηση σε κάθε φάση.

Πίνακας 1:

Προγραμματιζόμενη διάλυση του αναλογικού επίγειου δικτύου και προβλεπόμενο ποσοστό του θιγόμενου πληθυσμού

 

% του πληθυσμού στη θιγόμενη περιοχή

% του πληθυσμού που καλύπτεται από ψηφιακή επίγεια τηλεόραση

(σωρευτικά στοιχεία)

Φάση 1 λήξη Νοέμβριος 2005

4

4

Φάση 2 λήξη Μάιος 2006

20

24

Φάση 3 λήξη Νοέμβριος 2006

16

39

Φάση 4 λήξη Μάιος 2007

28

67

Φάση 5 λήξη Οκτώβριος 2007

33

100

Πηγή: Teracom. Τα στοιχεία αποτελούν εκτιμήσεις.

(31)

Τα ίδια κεφάλαια και τα έσοδα της Teracom από την πώληση των υπηρεσιών δικτύου (π.χ. τέλη χρήσης) δεν αποδείχθησαν επαρκή για να καλύψουν το σύνολο των επενδυτικών δαπανών που σχετίζονται με την ανάπτυξη του ψηφιακού επίγειου δικτύου σε ολόκληρη τη χώρα και, για το λόγο αυτό, η Teracom έπρεπε να συγκεντρώσει πρόσθετο κεφάλαιο. Η εταιρεία συγκέντρωσε το κεφάλαιο αυτό με δάνεια στην κεφαλαιουχική αγορά και μέσω της πώλησης πάγιων στοιχείων, και κατ’αυτόν τον τρόπο πέτυχε να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη του ψηφιακού επίγειου δικτύου (37).

4.2.1.   Μετάδοση μέσω του ψηφιακού επίγειου δικτύου στη Σουηδία

(32)

Η ψηφιακή επίγεια τηλεόραση λειτουργεί μέσω πολυπλεκτών, ήτοι συστήματα που συνδυάζουν και ψηφιοποιούν πολλαπλά σήματα για μετάδοση σε μία γραμμή ή ένα κοινό κανάλι. Αυτό αυξάνει την ικανότητα και τον αριθμό των καναλιών που μπορούν να μεταδοθούν ταυτόχρονα. Η Teracom εκμεταλλεύεται πέντε πολυπλέκτες, ο καθένας από τους οποίους έχει την ικανότητα μετάδοσης περίπου 8 τηλεοπτικών καναλιών. Την άνοιξη του 2006 τέσσερεις από τους πολυπλέκτες κάλυπταν περίπου 98 % του σουηδικού πληθυσμού και ο πέμπτος πολυπλέκτης περίπου το 50 % του πληθυσμού (38).

(33)

Η κυβέρνηση χορηγεί άδειες βασιζόμενη σε συστάσεις της υπηρεσίας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης («Radio TV-verket»), που εξετάζει τις σχετικές αιτήσεις. Τον Οκτώβριο του 2006 περίπου 40 τηλεοπτικά κανάλια είχαν λάβει άδεια μετάδοσης στο ψηφιακό επίγειο δίκτυο. Ένας από τους πέντε πολυπλέκτες προορίζεται αποκλειστικά για την SVT, ένας δεύτερος είναι στη διάθεση κυρίως της TV4 και οι άλλοι κάτοχοι αδειών μοιράζονται τους υπόλοιπους πολυπλέκτες (39).

4.2.2.   Η εμπορία του ψηφιακού επίγειου δικτύου προς τους καταναλωτές

(34)

Η Boxer είναι υπεύθυνη για τη βάση συνδρομητών, δηλαδή, για την εμπορία της προσφοράς συνδρομητικής τηλεόρασης στην ψηφιακή επίγεια πλατφόρμα στους τελικούς χρήστες. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η Teracom και η Boxer αντιμετωπίζουν έντονο ανταγωνισμό από άλλες πλατφόρμες μετάδοσης όπως τους δορυφορικούς φορείς εκμετάλλευσης. Ως εκ τούτου, ήταν δύσκολο η Boxer, ενώ προσπαθούσε να καθιερωθεί και να δημιουργήσει μία βάση πελατών, να χρεώσει στους πελάτες το πλήρες κόστος του αποκωδικοποιητή. Για το λόγο αυτό, μετά την έναρξη λειτουργίας της ψηφιακής επίγειας πλατφόρμας η Boxer προσέφερε στους πελάτες αποκωδικοποιητές σε χαμηλή τιμή και ανέκτησε τα έξοδα σε όλη τη διάρκεια της σύμβασης συνδρομής. Αυτό εξηγεί για ποιο λόγο η Boxer είχε σημαντικές ζημίες στην αρχική φάση της λειτουργίας της. Όταν η Boxer παρουσίασε ζημίες, και οι δύο μητρικές εταιρείες πραγματοποίησαν εισφορά κεφαλαίων υπό ίσους όρους· 70 % η Teracom και 30 % η Skandia (40).

4.3.   Η σουηδική δημόσια τηλεόραση και η χρηματοδότησή της

(35)

Σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία, κάθε νοικοκυριό που διαθέτει τηλεόραση πρέπει να καταβάλλει ένα τηλεοπτικό τέλος. Με τα χρήματα από το εν λόγω τέλος χρηματοδοτούνται οι δημόσιες εταιρείες (τηλεόραση και ραδιόφωνο) στη Σουηδία (41).

(36)

Το τηλεοπτικό τέλος εισπράττεται από οργανισμό που ανήκει από κοινού σε όλες τις δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές εταιρείες της Σουηδίας: Radiotjänst i Kiruna AB (Rikab) (42). Η Rikab μεταφέρει τα ποσά που εισπράττει σε ειδικό λογαριασμό της εθνικής υπηρεσίας χρέους της Σουηδίας («Riksgäldskontoret»), το λεγόμενο «rundradiokontot».

(37)

Βάσει των δραστηριοτήτων της SVT και ενδεχόμενων αλλαγών ή νέων στοιχείων που η κυβέρνηση επιθυμεί να προσθέσει στις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας, το Κοινοβούλιο αποφασίζει κάθε χρόνο όσον αφορά το ποσό που θα τεθεί στη διάθεση της εταιρείας για την εκτέλεση των καθηκόντων της δημόσιας υπηρεσίας (43). H SVT χρησιμοποιεί τα εν λόγω χρήματα για τις δρστηριότητές της δημόσιας υπηρεσίας, όπως αυτές αναφέρονται λεπτομερώς στην άδεια μετάδοσης και στους όρους χρηματοδότησης (44). Από τα χρήματα αυτά, η SVT αποφασίζει η ίδια το ποσό που θα χρησιμοποιήσει π.χ. για δραστηριότητες προγράμματος και το ποσό που θα δαπανήσει για τη διανομή προγραμμάτων (π.χ. πληρωμές τελών μετάδοσης στην Teracom) (45).

(38)

Κατά τη διάρκεια της ψηφιακής επίγειας μετάδοσης, οι αναλογικές και ψηφιακές επίγειες μεταδόσεις πραγματοποιούνται παράλληλα προκειμένου να δοθεί ο χρόνος στους θεατές να μεταβούν στο νέο τρόπο λήψης. Προκειμένου να μην επιβαρυνθεί με υψηλότερα έξοδα η SVT, δεδομένου ότι οι εν λόγω παράλληλες μεταδόσεις οδηγούν σε σημαντική αύξηση όσον αφορά το τέλος τηλεοπτικής άδειας που εισπράττεται από τους κατόχους τηλεοπτικής συσκευής (46), το κράτος αποφάσισε να εφαρμόσει έναν εναλλακτικό μηχανισμό χρηματοδότησης για την κάλυψη των εξόδων. Για το σκοπό αυτό, το 2002 δημιουργήθηκε ξεχωριστός λογαριασμός στην εθνική υπηρεσία χρέους, ο λεγόμενος «λογαριασμός διανομής» («Distributionskontot»). Ο λογαριασμός διανομής χρηματοδοτείται με χρήματα από τον rundradiokontot και μέσω πιστωτικής διευκόλυνσης που έχει χορηγήσει η εθνική υπηρεσία χρέους. από το λογαριασμό διανομής μεταφέρονται στη συνέχεια χρήματα στην SVT για την πληρωμή της επίγειας μετάδοσης (47).

(39)

Κατά τα πρώτα έτη, ο λογαριασμός διανομής παρουσιάζει έλλειμμα διότι το ποσό χρημάτων που μεταφέρεται σ’ αυτόν από τον rundradiokontot είναι μικρότερο από το ποσό που μεταφέρεται από αυτόν στην SVT για τις πληρωμές μετάδοσης. Η διαφορά μεταξύ του ποσού που λαμβάνει ο λογαριασμός διανομής από τον rundradiokontot και του ποσού που χρειάζεται η SVT για τις πληρωμές μετάδοσης καλύπτεται από την πίστωση που έχει χορηγήσει η εθνική υπηρεσία χρέους. Όταν καταργηθεί το αναλογικό επίγειο δίκτυο και η SVT δεν θα χρειάζεται πλέον να πληρώνει για την παράλληλη μετάδοση αναλογικών και ψηφιακών επίγειων σημάτων, οι μεταφορές από το λογαριασμό διανομής στην SVT θα μειωθούν και το έλλειμμα στο λογαριασμό πληρωμής θα καλυφθεί βαθμιαία. Υπολογίζεται ότι όλα τα έξοδα για τα ην παράλληλη μετάδοση θα έχουν πλήρως ανακτηθεί μέχρι το 2013, όταν ο λογαριασμός διανομής θα ισοσκελισθεί (48).

(40)

Σύμφωνα με τους όρους χρηματοδότησης, η SVT δεν περιορίζεται καθόλου όσον αφορά τον τρόπο που χρησιμοποιεί και χορηγεί το ποσό που λαμβάνει από τον rundradiokontot και το λογαριασμό διανομής, υπό τον όρο ότι τα χρήματα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τις δραστηριότητές της δημόσιας υπηρεσίας, όπως αυτές αναφέρονται λεπτομερώς στην άδεια μετάδοσης και στους όρους χρηματοδότησης (49).

4.4.   Μετάδοση δημόσιας υπηρεσίας στο επίγειο δίκτυο: πληρωμές της SVT στην Teracom για υπηρεσίες μετάδοσης

(41)

Μέρος της χρηματοδότησης που λαμβάνει η SVT χρησιμοποιείται για την αγορά υπηρεσιών επίγειας μετάδοσης από την Teracom. Η τιμή των εν λόγω υπηρεσιών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της SVT και της Teracom χωρίς παρέμβαση της κυβέρνησης. Σύμφωνα με την κυβέρνηση και τις ετήσιες εκθέσεις της Teracom εφαρμόζει αρχή «ίσης μεταχείρισης» («likabehandlingsprincipen») έναντι όλων των ραδιοτηλεοπτικών φορέων όσον αφορά τα τέλη για αναλογική και ψηφιακή μετάδοση (50).

(42)

Όσον αφορά την αναλογική επίγεια μετάδοση η Teracom, από το 1992 μέχρι το Δεκέμβριο του 2005, ήταν υποχρεωμένη να καθορίζει τις τιμές της βάσει του επιπέδου κόστους «(självkostnadskalkyl»). Οι ετήσιες πληρωμές της SVT στην Teracom καθορίζονται συνήθως για σειρά ετών εκ των προτέρων σε συμφωνίες που διαπραγματεύονται οι δύο εταιρείες. Σύμφωνα με την τρέχουσα συμφωνία, οι πληρωμές της SVT στην Teracom για την περίοδο από το 2004 μέχρι το 2013 βασίζονται μεταξύ άλλων, στο προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για την κατάργηση του αναλογικού επίγειου δικτύου. Εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει να τροποποιήσει το εν λόγω χρονοδιάγραμμα, οι πληρωμές πρέπει να προσανατολιστούν ανάλογα (51).

(43)

Όσον αφορά την ψηφιακή επίγεια μετάδοση, η εφαρμογή της αρχής ίσης μεταχείρισης από την Teracom αντανακλάται επίσης στο γεγονός ότι από το 1999 οι τιμές που επιβάλλονται σε όλους τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς (συμπεριλαμβανομένης της SVT) έχουν καθοριστεί σύμφωνα με το ίδιο μοντέλο τιμολόγησης, το επονομαζόμενο μοντέλο τιμολόγησης βάσει διείσδυσης («penetrationsbaserade prissättningen») (52). Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από ορισμένα πάγια τέλη ανά κανάλι, δηλαδή ένα βασικό τέλος («grundavgift») και ένα τέλος σύνδεσης (anslutningsförbindelser), οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς πρέπει να καταβάλλουν μεταβλητό τέλος, που είναι ανάλογο του αντίστοιχου αριθμού θεατών τους (δηλαδή, διείσδυση). Το ποσό ανά θεατή του εν λόγω μεταβλητού τέλους είναι το ίδιο για όλα τα κανάλια (53). Η αρχή της ίσης μεταχείρισης περιορίζει τη συμπεριφορά της Teracom έναντι της SVT όσον αφορά την τιμολόγηση και εγγυάται ότι η SVT δεν θα καταβάλει υψηλότερα τέλη για την ψηφιακή επίγεια μετάδοση απ’ ό,τι οι άλλοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς, στο βαθμό που οι απαιτούμενες υπηρεσίες είναι οι ίδιες (54). Η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβεβαιώθηκε πρόσφατα στο νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμό 2005/06 (55).

(44)

[…] (56)  (57).

5.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΙΚΑΖΟΜΕΝΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(45)

Τα μέτρα που εκτιμώνται στην παρούσα απόφαση είναι τα ακόλουθα:

Έμμεση χρηματοοικονομική στήριξη στην Teracom μέσω της εικαζόμενης καταβολής υπερβολικών τελών μετάδοσης από την SVT σε αντάλλαγμα για την παροχή υπηρεσιών από την Teracom τόσο στο αναλογικό όσο και στο ψηφιακό επίγειο δίκτυο.

Άμεση χρηματοοικονομική στήριξη μέσω κρατικής πιστωτικής εγγύησης υπέρ της Teracom.

Άμεση χρηματοοικονομική στήριξη με τη μορφή μετοχικής συνεισφοράς υπό όρους («villkorat aktieägartillskott»), που θα επιστραφεί από την Teracom.

5.1.   Πληρωμές τελών μετάδοσης από την SVT στην Teracom

(46)

Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών όταν έλαβε την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή είχε λόγους να πιστεύει ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε την SVT ως μέσο χορήγησης κρατικών πόρων στην Teracom κατά τη διάρκεια της μετάβασης από την αναλογική στην ψηφιακή επίγεια τηλεόραση. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, η SVT έλαβε χρηματοδότηση για μετάδοση που, αν υπολογιστεί συνολικά για την περίοδο από το 2002 μέχρι το 2013, θα υπερβεί τα αναμενόμενα έξοδα της Teracom για τη μετάδοση των καναλιών της SVT. Η εν λόγω υπερβολική χρηματοδότηση θα ανέλθει κατά τα φαινόμενα σε 509,61 εκατ. SΕΚ περίπου μέχρι το 2013 (βλ. πίνακα 2 κατωτέρω).

(47)

Όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε επίσης την ανησυχία ότι η χρηματοδότηση που έλαβε η SVT για να καλύψει τις πληρωμές μετάδοσης μεταφέρθηκε αυτόματα στην Teracom. Εάν οι όροι και οι προϋποθέσεις της Teracom για την παροχή υπηρεσιών μετάδοσης στην SVT δεν είναι συγκρίσιμες με αυτές μιας συνήθους συναλλαγής στην αγορά, κάθε πληρωμή που υπερβαίνει την τιμή αγοράς ενδέχεται να συνιστά συγκαλυμμένη ενίσχυση υπέρ της Teracom.

(48)

Οι πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε την απόφαση κίνησης της διαδικασίας υποδηλώνουν ότι, μέχρι το 2007, οι πληρωμές τελών μετάδοσης της SVT στην Teracom θα είναι χαμηλότερες από τα έξοδα της Teracom για τη μετάδοση της SVT (όπως φαίνεται από τη στήλη 5 του πίνακα 2). Ωστόσο, από το 2008, όταν το αναλογικό επίγειο δίκτυο καταργηθεί και η SVT δεν θα υποχρεούται πλέον να πραγματοποιεί παράλληλες μεταδόσεις αναλογικά και ψηφιακά, οι πληροφορίες υποδηλώνουν ότι οι ετήσιες πληρωμές της SVT θα υπερβούν τα έξοδα της Teracom για τη μετάδοση της SVT: από το 2008 μέχρι το 2013, η SVT θα πληρώνει ετησίως στην Teracom ποσά που θα υπερβαίνουν σημαντικά τα έξοδα μετάδοσής της. Το 2013, οι πληρωμές της SVT υπολογίστηκαν ως 2,3 φορές υψηλότερες των εξόδων μετάδοσής της. Οι πληρωμές αυτές θα αντισταθμίσουν κατά πολύ τις αρχικές ζημίες της Teracom και θα εξασφαλίσουν στην Teracom σωρευτικό κέρδος 509,61 εκατ. SΕΚ μέχρι το 2013. Η Επιτροπή αμφέβαλε εάν το κέρδος αυτό θα ήταν αποτέλεσμα κανονικών συνθηκών αγοράς και εξέφρασε την ανησυχία ότι το κέρδος αυτό ενδέχεται να συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ της Teracom. Βλ. την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, παράγραφος 32.

Πίνακας 2:

Πληρωμές τελών μετάδοσης από την SVT στην Teracom από το 2002 έως το 2013 όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας

Έτος

Πληρωμές από την SVT στην Teracom (1)

Έξοδα της Teracom για την αναλογική μετάδοση της SVT (2)

Έξοδα της Teracom για την ψηφιακή μετάδοση της SVT (3)

Συνολικά έξοδα της Teracom για την μετάδοση της SVT

(4 = 2+3)

Προβλεπόμενα ετήσια κέρδη της Teracom

(5 = 4 – 1)

Σύνολο προβλε-πόμενων σωρευτικών κερδών/ζημιών της Teracom (6)

2002

485

480

160

640

- 155,00

- 155,00

2003

523

480

160

640

- 117,00

- 272,00

2004

556,46

480

160

640

-83,54

- 355,54

2005

591,79

480

160

640

-48,21

- 403,75

2006

256,19

240

160

400

- 143,81

- 547,56

2007

273,79

120

160

280

-6,21

- 553,77

2008

291,58

 

160

160

131,58

- 422,19

2009

309,57

 

160

160

149,57

- 272,61

2010

327,77

 

160

160

167,77

- 104,85

2011

346,16

 

160

160

186,16

81,31

2012

364,75

 

160

160

204,75

286,06

2013

383,55

 

160

160

223,55

509,61

5.2.   Η κρατική εγγύηση υπέρ της Teracom

(49)

Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών όταν έλαβε την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή είχε λόγους να υποψιάζεται ότι η Teracom είχε λάβει, ή τουλάχιστον είχε στη διάθεσή της πιστωτική εγγύηση.

(50)

Κατά τη διάρκεια του 2001, για λόγους που σχετίζονται κυρίως με τις επενδύσεις της Teracom στην ψηφιακή επίγεια τηλεόραση, οι προβλέψεις όσον αφορά την φερεγγυότητα της Teracom δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξες και αναμενόταν ότι η φερεγγυότητά της θα συνέχιζε να υποβαθμίζεται (58). Ως αποτέλεσμα, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος ότι η Teracom όχι μόνο δεν θα ήταν σε θέση να τηρήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις για τη μετάδοση των προγραμμάτων της SVT και της TV4, αλλά και ότι δεν θα είχε τα μέσα για να αναπτύξει και να εκμεταλλευτεί το ψηφιακό επίγειο δίκτυο ως σύνολο. Επιπλέον, υπήρχε ο κίνδυνος ότι η Teracom δεν θα ήταν σε θέση να εξοφλήσει τους πιστωτές της.

(51)

Με πρόταση του Νοεμβρίου του 2001, η κυβέρνηση συνέστησε να χορηγηθεί στην Teracom πιστωτική εγγύηση ανώτατου ύψους 2.000 εκατ. SΕΚ (σχεδόν 210 εκατ. ευρώ). Η Teracom θα έπρεπε να καταβάλει τέλος για την κάλυψη των κινδύνων και των διοικητικών εξοδων που συνεπάγεται η χορήγηση της εγγύησης, και η εγγύηση περιορίστηκε χρονικά (59). Η πρόταση αυτή εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο το Φεβρουάριο του 2002 (60). Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, μετά τα την έγκριση, η κυβέρνηση αποφάσισε να εκδώσει πιστωτική εγγύηση υπέρ της Teracom.

(52)

Η Επιτροπή εξηγεί την εφαρμογή του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ στις πιστωτικές εγγυήσεις που χορηγούν τα κράτη μέλη στην ανακοίνωσή της για τις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων («η ανακοίνωση για τις εγγυήσεις») (61). Σύμφωνα με το τμήμα 4 της ανακοίνωσης για τις εγγυήσεις, μόνο η πλήρωση συγκεκριμένων όρων εξασφαλίζει ότι μια μεμονωμένη κρατική εγγύηση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 (62).

(53)

Λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό της πιστωτικής εγγύησης και τους λόγους για την απόφαση έκδοσης εγγύησης, όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας (κακή χρηματοοικονομική κατάσταση της Teracom και φθίνουσα φερεγγυότητα), η Επιτροπή έχει λόγους να θεωρεί ότι οι όροι που τίθενται στο τμήμα 4 της ανακοίνωσης για τις εγγυήσεις ενδέχεται να μην πληρούνται και η πιστωτική εγγύηση να συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ της Teracom.

5.3.   Η εισφορά κεφαλαίου

(54)

Βάσει των πληροφοριών όσον αφορά την χρηματοοικονομική κατάσταση της Teracom που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η μετοχική συνεισφορά υπό όρους με τη μορφή εισφοράς κεφαλαίου να συνιστά κρατική ενίσχυση προς την Teracom.

(55)

Μολονότι η Teracom είχε αρχίσει την αναδιοργάνωση όλων των δραστηριοτήτων του ομίλου το 2002 προκειμένου να βελτιώσει τη χρηματοοικονομική κατάστασή της (63) και οι προβλέψεις όσον αφορά τις πωλήσεις διαρκώς βελτιώνονταν, η Teracom συνέχιζε να παρουσιάζει ζημίες και η φερεγγυότητά της να υποβαθμίζεται (64). Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας, ο συντελεστής φερεγγυότητας της Teracom ήταν 20 % στο τέλος του 2002, ενώ οι δανειστές της απαιτούσαν συντελεστή φερεγγυότητας επιπέδου 25 % (το επίπεδο του ομίλου φαίνεται ότι ήταν, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Επιτροπής, 30 %) (65). Ως εκ τούτου, τόσο η Teracom όσο και οι δανειστές της, ζήτησαν τη χορήγηση εισφοράς κεφαλαίου στην Teracom (66).

(56)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες της Επιτροπής, η κυβέρνηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δυσχερής οικονομική κατάσταση της Teracom ήταν προσωρινή, οφειλόμενη στα υψηλά επενδυτικά και λειτουργικά έξοδα, και ότι μακροπρόθεσμα η Teracom θα αποκαθιστούσε τη βιωσιμότητά της και θα αποκτούσε ισχυρή θέση στην αγορά και εικόνα σοβαρού επιχειρηματικού προτύπου. Το Μάρτιο του 2003 η κυβέρνηση πρότεινε να λάβει από το Κοινοβούλιο την εξουσιοδότηση να χορηγήσει στην Teracom μετοχική συνεισφορά υπό όρους με τη μορφή εισφοράς κεφαλαίου ύψους περίπου 500 SΕΚ (περίπου 52,5 εκατ. ευρώ) (67). Μετά την έγκριση του Κοινοβουλίου το Μάιο του 2003 και την υπογραφή συμφωνίας με την Teracom τον Ιούνιο του 2003 το κράτος χορήγησε στην Teracom τη μετοχική συνεισφορά υπό όρους.

(57)

Το Μάρτιο του 2003, πριν την έγκριση της πρότασης, η κυβέρνηση πληροφόρησε την Επιτροπή για την πρόθεσή της να υποβάλει πρόταση στο Κοινοβούλιο σχετικά με την εισφορά κεφαλαίου. Ωστόσο, σύμφωνα με την κυβέρνηση, αυτό δεν συνιστούσε επίσημη κοινοποίηση στην Επιτροπή (68).

(58)

Ως εκ τούτου, από τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή προέκυπτε ότι πριν την εισφορά κεφαλαίου η φερεγγυότητα της Teracom ήταν χαμηλότερη από το απαιτούμενο 25 %. Αυτό οδήγησε την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι η συναλλαγή ενδέχεται να μην πραγματοποιήθηκε υπό όρους ανάλογους με αυτούς που ισχύουν στην ιδιωτική πιστωτική αγορά (δηλαδή ότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα είχε λάβει την ίδια απόφαση όσον αφορά την εισφορά κεφαλαίου στην Teracom). Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η εισφορά κεφαλαίου να συνιστά κρατική ενίσχυση.

5.4.   Λόγοι για τους οποίους κινήθηκε η επίσημη διαδικασία έρευνας

(59)

Από τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν κίνησε τη διαδικασία, δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο και τα τρία εικαζόμενα μέτρα κρατικής ενίσχυσης να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 87 παράγραφος 1 και, ως εκ τούτου, να συνιστούν κρατική ενίσχυση.

(60)

Επιπλέον, όταν έλαβε την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας, η Επιτροπή δεν διέθετε πληροφορίες που να αποδεικνύουν ότι η ενίσχυση θα συμβιβαζόταν με τη συνθήκη ΕΚ. Κατά τα φαινόμενα, δεν ίσχυε καμια από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 ή στο άρθρο 86 παράγραφος 2 και το γεγονός ότι η Σουηδία δεν τήρησε την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ψηφιοποίησης ήταν προβληματικό.

(61)

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας προκειμένου να δώσει στη Σουηδία και στα ενδιαφερόμενα μέρη την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής, όπως αυτή παρατίθεται στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας.

6.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

6.1.   B2 Bredband AB («B2»)

(62)

Η B2 συμφωνεί με όλους τους ισχυρισμούς που παρατίθενται στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας. Σύμφωνα με τη B2, τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν στην Teracom ενδέχεται να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό όχι μόνο για το ψηφιακό δορυφορικό δίκτυο αλλά και για το ψηφιακό καλωδιακό. Όσον αφορά την ευρυζωνική διανομή, η χρήση τηλεόρασης πολυεκπομπής θα καταστεί σημαντικό προϊόν κατά τα επόμενα έτη (69).

6.2.   ECCA

(63)

Η ECCA δεν σχολιάζει συγκεκριμένα τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας. Εκφράζεται θετικά όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής να εξετάσει τις ψηφιακές επίγειες υπηρεσίες στη Σουηδία, δεδομένου, ιδίως, ότι διάφορα κράτη μέλη παρεμβαίνουν προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τη δημιουργία νέων υποδομών και, ιδιαίτερα, ψηφιακά επίγεια δίκτυα και υπηρεσίες. Σύμφωνα με την ECCA, οι εν λόγω πολιτικές έχουν ήδη επηρεάσει τη συμπεριφορά των καταναλωτών σε σχέση με τις καλωδιακές υπηρεσίες.

(64)

Επιπλέον, σύμφωνα με την ECCA, οι διαδικασίες και οι όροι που επιβάλλονται στις εν λόγω πλατφόρμες από τις εθνικές και περιφερειακές αρχές συνιστούν άνιση μεταχείριση και έχουν ως αποτέλεσμα να τοποθετούν άλλους φορείς εκμετάλλευσης σε μειονεκτική θέση όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Σύμφωνα με την ECCA, οι επενδυτές κεφαλαίου διστάζουν να επενδύσουν σε υποδομή όταν υπάρχει το ενδεχόμενο οι δημόσιες αρχές να προωθήσουν τη δημιουργία ανταγωνιστικής υποδομής που θα προσφέρει τα ίδια είδη υπηρεσιών με επιδοτούμενες τιμές. Η τακτική αυτή ενδέχεται να έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά τη διαθεσιμότητα της χρηματοδότησης που απαιτείται για την εδραίωση της καλωδιακής βιομηχανίας, την αναβάθμιση των δικτύων και την εισαγωγή νέων υπηρεσιών (70).

6.3.   ESOA

(65)

Σύμφωνα με την ESOA, οι σουηδικές αρχές χορηγούν παράνομη κρατική ενίσχυση στην Teracom. Ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης ευνοείται η επίγεια τεχνολογική λύση έναντι άλλων λύσεων όπως το καλώδιο και ο δορυφόρος, γεγονός που νοθεύει τον ανταγωνισμό, διότι η κρατική ενίσχυση επιτρέπει στην Teracom να μειώσει τα έξοδά της και να περικόψει τις τιμές που θα ίσχυαν υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.

(66)

Σύμφωνα με την ESOA, η λειτουργία δορυφόρων για τη μετάδοση ψηφιακής τηλεόρασης απαιτεί σημαντική επένδυση. Ωστόσο, σε μία ανόθευτη αγορά, οι δορυφόροι ασκούν έντονο ανταγωνισμό στις επίγειες (συμπεριλαμβανομένων των καλωδιακών) ψηφιακών λύσεων. Δεδομένου ότι η μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή μετάδοση έχει αρχίσει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ESOA εκφράζει την ανησυχία ότι παρεμβάσεις ανάλογες με αυτές της Σουηδίας ενδέχεται να παρουσιαστούν και σε άλλα κράτη μέλη (71).

6.4.   NSAB

(67)

Η NSAB επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που προέβαλε στην καταγγελία της και στις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της και συμφωνεί με τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας. Ωστόσο, η NSAB αμφιβάλλει εάν τα στοιχεία που υπέβαλαν οι σουηδικές αρχές στην απάντησή τους στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας ανταποκρίνονται σε όλες τις πληρωμές που πραγματοποίησε η SVT στην Teracom και ότι παρέχουν πλήρη και ακριβή εικόνα των ποσών που πραγματικά καταβλήθηκαν. Για το λόγο αυτό, η NSAB καλεί την Επιτροπή να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες και εξηγήσεις από την κυβέρνηση.

(68)

Όσον αφορά τα επιχειρήματα της κυβέρνησης υπέρ της ψηφιακής επίγειας μετάδοσης έναντι της ψηφιακής δορυφορικής, η NSAB παρατηρεί ότι σε ορισμένες γειτονικές χώρες υπάρχουν μόνο λίγα σχετικά νοικοκυριά που δεν διαθέτουν δορυφορική λήψη. Επιπλέον, η NSAB επισημαίνει ότι σε χώρες όπως, για παράδειγμα η Φινλανδία, το 10 % των νοικοκυριών με επαρκή κάλυψη ψηφιακού επίγειου δικτύου αντιμετωπίζουν προβλήματα λήψης. Επίσης, η NSAB δηλώνει ότι, σύμφωνα με τη BBC, στο ΗΒ το 25 % των νοικοκυριών δεν μπορούν να παρακολουθήσουν ψηφιακή επίγεια τηλεόραση λόγω κακών εγκαταστάσεων κεραίας.

(69)

Τέλος, η NSAB εκφράζει τις αμφιβολίες της όσον αφορά την αντικειμενικότητα της έκθεσης που συνέταξε η Öhrlings PriceWaterhouseCoopers («PWC») για την εισφορά κεφαλαίου στον όμιλο Teracom. Η εταιρεία ισχυρίζεται επίσης ότι οι επιχειρηματικές προβλέψεις της έκθεσης για την Teracom βασίζονται σε ορισμένες υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις, για παράδειγμα, όσον αφορά τον αναμενόμενο αριθμό συνδρομητών (72).

6.5.   Telenor Broadcast

(70)

Η Telenor Broadcast δεν λαμβάνει θέση σχετικά με το εάν τα επίμαχα μέτρα στην προκειμένη περίπτωση συνιστούν κρατική ενίσχυση. Ωστόσο, η εταιρεία τονίζει ότι ενίσχυση που χορηγείται στην ψηφιακή επίγεια πλατφόρμα συνεπάγεται ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τους άλλους φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας· τόσο στις αγορές διανομής, όπου τηλεοπτικές υπηρεσίες προσφέρονται στους καταναλωτές, όσο και στις αγορές μετάδοσης, όπου προσφέρεται ικανότητα μετάδοσης στους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς.

(71)

Η Teracom (συμπεριλαμβανομένης της Boxer) αναπτύσσει δραστηριότητες ως πάροχος υπηρεσιών μετάδοσης σε ραδιοτηλεοπτικούς φορείς καθώς και τηλεοπτικών υπηρεσιών σε καταναλωτές, και θα μπορεί να χρησιμοποιήσει την κρατική ενίσχυση για να επιδοτήσει και τις δύο δραστηριότητές της. Στην αγορά επόμενου σταδίου όσον αφορά την τηλεοπτική διανομή, αυτό μπορεί να γίνει είτε προσφέροντας τις τηλεοπτικές υπηρεσίες σε χαμηλότερες τιμές είτε προσφέροντας περισσότερους αποκωδικοποιητές από όσους θα ήταν οικονομικά δυνατό χωρίς την κρατική ενίσχυση. Σύμφωνα με την Telenor Broadcast αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας στο παρόν στάδιο της ανάπτυξης προς μία ενιαία αγορά για όλες τις πλατφόρμες.

(72)

Η Telenor Broadcast θέτει επίσης το ερώτημα εάν η υποχρέωση της SVT να καλύπτει 99,8 % του σουηδικού πληθυσμού μέσω του επίγειου δικτύου συνιστά καθαυτή κρατική ενίσχυση, και διερωτάται εάν η επίγεια μετάδοση προσφέρει την καλύτερη σχέση κόστους/απόδοσης για τη διανομή τηλεόρασης (73).

6.6.   TeliaSonera

(73)

Η TeliaSonera δεν λαμβάνει θέση σχετικά με το εάν τα επίμαχα μέτρα στην προκειμένη περίπτωση συμβιβάζονται με τη συνθήκη ΕΚ. Ωστόσο, η εταιρεία τονίζει τη σημασία της ανταγωνιστικής ουδετερότητας μεταξύ των διαφόρων τεχνικών υποδομών στην αγορά τηλεοπτικής διανομής (74).

6.7.   UGC

(74)

Η UGC δεν λαμβάνει θέση σχετικά με το εάν τα επίμαχα μέτρα στην προκειμένη περίπτωση συμβιβάζονται με τη συνθήκη ΕΚ. Ωστόσο, ταυτόχρονα, η UGC υποστηρίζει ένθερμα την έρευνα της Επιτροπής. Η εταιρεία δηλώνει επίσης ότι ένας κρατικά επιχορηγούμενος ανταγωνισμός μπορεί μόνο να στρεβλώσει την αγορά. Κατά την άποψή της, δεν δικαιολογείται η κρατική παρέμβαση στην ανάπτυξη της ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης με το επιχείρημα του δημόσιου συμφέροντος. Εάν το δημόσιο συμφέρον απαιτεί την παροχή ψηφιακής τηλεόρασης, υπάρχουν πολλές εναλλακτικές υποδομές που παρέχουν αυτή τη δυνατότητα (75).

6.8.   Viasat

(75)

Η Viasat εκφράζεται θετικά για την έρευνα της Επιτροπής και δηλώνει ότι κατά την άποψή της από την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας προκύπτει σαφώς ότι η Teracom (συμπεριλαμβανομένης της Boxer) έλαβε σημαντική χρηματοδότηση από κρατικούς πόρους που συνιστούν παράνομη κρατική ενίσχυση. Η εταιρεία συμφωνεί πλήρως με τα συμπεράσματα της απόφασης κίνησης της επίσημης διαδικασίας. Σύμφωνα με τη Viasat, οι δορυφορικές μεταδόσεις αποτελούν κατά πολύ αποδοτικότερη πλατφόρμα διανομής και η επιλογή της κυβέρνησης να ευνοήσει το επίγειο δίκτυο θα περιορίσει τις επιλογές των καταναλωτών και θα μειώσει την ποιότητα των διαθέσιμων προϊόντων.

(76)

Η Viasat προσθέτει ότι η Boxer έχει λάβει επίσης πρόσθετες κρατικές ενισχύσεις όχι μόνο μέσω της Teracom αλλά και άμεσα από την SVT· σε αντίθεση με τους δορυφορικούς ραδιοτηλεοπτικούς διανομείς (συμπεριλαμβανομένης της Viasat), η Boxer δεν οφείλει να καταβάλλει τέλος για τα δικαιώματα διανομής στα προγράμματα της SVT (76).

7.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΟΥΗΔΙΑΣ

(77)

Στην απάντησή της της 29ης Οκτωβρίου, η κυβέρνηση εκφράζει την άποψη ότι δεν υπήρξε ενίσχυση υπέρ της Teracom κατά παράβαση των υποχρεώσεων της Σουηδίας βάσει της συνθήκης ΕΚ. Η κυβέρνηση διατείνεται, συγκεκριμένα, ότι η απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας βασίστηκε σε πλημμελείς και συχνά ανακριβείς πληροφορίες.

7.1.   Τα εικαζόμενα υπερβολικά τέλη μετάδοσης που η SVT καταβάλλει στην Teracom

(78)

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η SVT δεν έχει καταβάλει ούτε πρόκειται να καταβάλει υπερβολικά τέλη στην Teracom σε αντάλλαγμα για υπηρεσίες μετάδοσης στο αναλογικό και ψηφιακό επίγειο δίκτυο. Επιπλέον, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η εκτίμηση της Επιτροπής στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας βασίζεται σε ανακριβή στοιχεία.

(79)

Πρώτο, στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας, η Επιτροπή εξετάζει τα έξοδα της Teracom στο ψηφιακό επίγειο δίκτυο (στήλη 3 του πίνακα 2) χωρίς ΦΠΑ, μολονότι όλα τα άλλα στοιχεία στον ίδιο πίνακα περιλαμβάνουν ΦΠΑ. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, όλα τα αριθμητικά στοιχεία θα πρέπει να αναφέρονται χωρίς ΦΠΑ προκειμένου να καταστούν συγκρίσιμα (77). Ο πίνακας 3 κατωτέρω παρουσιάζει το σχετικό πίνακα από την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας διορθωμένο με το ΦΠΑ. Σύμφωνα με τα εν λόγω διορθωμένα στοιχεία, τα σωρευμένα κέρδη της Teracom θα είναι, το 2013, σημαντικά χαμηλότερα (23,7 εκατ. SΕΚ) από το ποσό που αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας (509,61 εκατ. SΕΚ).

Πίνακας 3:

Τέλη μετάδοσης καταβαλλόμενα από την SVT 2002-2013

(χωρίς ΦΠΑ)

Έτος

Πληρωμές από την SVT στην Teracom

χωρίς ΦΠΑ (1)

Έξοδα Teracom για την αναλογική μετάδοση SVT

χωρίς ΦΠΑ (2)

Έξοδα Teracom για τη ψηφιακή μετάδοση SVT

(3)

Συνολικά έξοδα Teracom για τη μετάδοση SVT χωρίς ΦΠΑ

(4 = 2+3)

Προβλεπόμενα ετήσια κέρδη/ζημίες Τeracom

(5 = 4-1)

Προβλεπόμενα σωρευμένα κέρδη/ζημίες της Teracom

(6)

2002

388,0

384

160

544

- 156,0

- 156,0

2003

418,4

384

160

544

- 125,6

- 281,6

2004

445,2

384

160

544

-98,8

- 380,4

2005

473,4

384

160

544

-70,6

- 451,0

2006

205,0

192

160

352

- 147,1

- 598,1

2007

219,0

96

160

256

-37,0

- 635,0

2008

233,3

 

160

160

73,3

- 561,8

2009

247,7

 

160

160

87,7

- 474,1

2010

262,2

 

160

160

102,2

- 371,9

2011

276,9

 

160

160

116,9

- 255,0

2012

291,8

 

160

160

131,8

- 123,2

2013

306,8

 

160

160

146,8

23,7

Πηγή: Η απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 25. Ωστόσο, να σημειωθεί ότι ο πίνακας περιλαμβάνει σειρά σφαλμάτων τα οποία εξηγούνται και διορθώνονται στον πίνακα 4 κατωτέρω.

(80)

Δεύτερο, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας της Επιτροπής βασίζεται σε εκτιμήσεις των εξόδων της Teracom για τη μετάδοση της SVT που χρονολογούνται από το 2001 (βλ. στήλες 3 και 4 στον πίνακα 4 κα 3 αντίστοιχα). Σύμφωνα με την κυβέρνηση, τα πραγματικά έξοδα της Teracom ήταν σε σημαντικό βαθμό διαφορετικά από τις εν λόγω εκτιμήσεις (βλ. πίνακα 4 κατωτέρω) και για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της, η κυβέρνηση υπέβαλε ακριβή στοιχεία. Η διαφορά είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα έξοδα της Teracom στο ψηφιακό επίγειο δίκτυο, όπου αρχικά τα έξοδα είχαν υπολογιστεί σε 160 εκατ. SΕΚ κατ’έτος. Η εν λόγω εκτίμηση βασίστηκε σε συντελεστή κάλυψης του ψηφιακού δικτύου 98 % και σε πλήρη λειτουργικότητα του δικτύου από το 2002, συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, μέτρων βελτίωσης της ασφάλειας και περιφερειακής κατανομής των σημάτων μετάδοσης (78). Ωστόσο, μόλις το 2005 το ψηφιακό επίγειο δίκτυο αναπτύχθηκε στο βαθμό αυτό και τα έξοδα της Teracom για τη μετάδοση της SVT μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας άρχισαν να ανταποκρίνονται στις αρχικές εκτιμήσεις (βλ. πίνακα 4 κατωτέρω). Τα υποβληθέντα στοιχεία που αντανακλούν τα πραγματικά έξοδα της Teracom αποτελούν επίσης απάντηση στην ανησυχία που εξέφρασε η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας: ότι τα έξοδα μετάδοσης της SVT ήταν, στην αρχική φάση της ανάπτυξης, χαμηλότερα των 160 εκατ. SΕΚ (79).

(81)

Τρίτο, η κυβέρνηση επισήμανε ότι τα τέλη μετάδοσης που κατέβαλε η SVT στην Teracom όπως αυτά παρουσιάζονται στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας (στήλη 1 στους πίνακες 2 και 3 ανωτέρω) δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές πληρωμές της SVT αλλά αφορούν τα κονδύλια που προβλέπονταν να μεταφερθούν από το λογαριασμό διανομής στην SVT. Τα εν λόγω κονδύλια ήταν στη διάθεση της SVT για την πληρωμή της επίγειας μετάδοσης, αλλά η SVT δεν είχε την υποχρέωση να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω κονδύλια αποκλειστικά για το σκοπό αυτό (80). Η κυβέρνηση επισήμανε επίσης στην Επιτροπή ότι παρά την αρχική υπόθεση, η SVT προβλέπεται ότι θα λάβει 384 εκατ. SΕΚ (χωρίς ΦΠΑ) το 2006 από το λογαριασμό διανομής αντί των 205 εκατ. SΕΚ (χωρίς ΦΠΑ) όπως εκτιμάται στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας (81).

(82)

Ο πίνακας 4 κατωτέρω παρουσιάζει τις πραγματικές πληρωμές της SVT στην Teracom (στήλες 1α έως 1γ) και τα πραγματικά έξοδα της Teracom για τη μετάδοση της SVT (στήλες 2 έως 4) κατά την περίοδο 1999-2006 (82). Πέραν του χρονικού πλαισίου που καλύπτει η απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας, ο πίνακας περιλαμβάνει τα έτη 1999, 2000 και 2001. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν στην Επιτροπή να επαληθεύσει ότι για όλη την περίοδο από την έναρξη λειτουργίας του ψηφιακού επίγειου δικτύου τον Απρίλιο του 1999 η SVT δεν πραγματοποίησε υπερβολικές πληρωμές στην Teracom. Οι πληροφορίες σχετικά με τα πρόσθετα αυτά έτη αποτελούν επίσης απάντηση στην ανησυχία που εξέφρασε η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας (83): συγκεκριμένα ότι η SVT έλαβε επιπλέον κονδύλια κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης ανάπτυξης του ψηφιακού επίγειου δικτύου (από το 1997 μέχρι το 2001), δηλαδή πριν τη δημιουργία του λογαριασμού διανομής. Η κυβέρνηση διευκρίνισε ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου η SVT έλαβε συνολικά 300,3 εκατ. SΕΚ για τεχνική ανακαίνιση «kronor för teknisk förnyelse». Από το ποσό αυτό, [...] εκατ. SΕΚ διατέθηκαν για υπηρεσίες ψηφιακής επίγειας μετάδοσης ([...] εκατ. SΕΚ το 2000 και [...] εκατ. SΕΚ το 2001). Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται στον πίνακα 4 (στήλη 1β) και λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό κερδών και ζημιών της Teracom στη σχέση της με την SVT.

(83)

Βάσει των πραγματικών εξόδων και τελών της Teracom ο πίνακας 4 παρουσιάζει, για κάθε έτος μεταξύ 1999-2006, τα κέρδη ή τις ζημίες της Teracom στις συναλλαγές της με την SVT (στήλη 5). Όπως προκύπτει, για κάθε έτος με εξαίρεση το 2005, τα ποσά που συνολικά κατέβαλε η SVT στην Teracom για αναλογική και ψηφιακή μετάδοση (στήλη 1γ) ήταν χαμηλότερα από τα συνολικά έξοδα της Teracom για τη μετάδοση της SVT (στήλη 4). Κατά την περίοδο αυτή, συνολικά, η Teracom είχε στην πραγματικότητα ζημία της τάξης των 149,5 εκατ. SΕΚ όσον αφορά τη μετάδοση της SVT.

Πίνακας 4:

Πραγματικά τέλη μετάδοσης της SVT και πραγματικά έξοδα μετάδοσης της Teracom από το 1999 μέχρι το 2006 (χωρίς ΦΠΑ)

Έτος

Αναλο-γικά τέλη της SVT

(1α)

Αναλο-γικά τέλη της SVT

(1β)

Συνολικά τέλη της SVT

(1γ)

Έξοδα της Teracom για τη μετάδοση της SVT στο αναλογικό δίκτυο

χωρίς ΦΠΑ (2)

Έξοδα της Teracom για τη μετάδοση της SVT στο ψηφιακό δίκτυο

(3)

Συνολικά έξοδα της Teracom για τη μετάδοση της SVT

χωρίς ΦΠΑ (4 = 2+3)

Κέρδη/ζημίες της Teracom

(5 = 4–1γ)

Σωρευμένα κέρδη/ ζημίες της Teracom

(6)

1999

[...]

[...]

[...]

[...]

[...]

[...]

-10,3

-10,3

2000

[...]

[...]

[...]

[...]

[...]

[...]

-31,8

-42,1

2001

[...]

[...]

[...]

[...]

[...]

[...]

-24,1

-66,2

2002

[...]

[...]

[...]

[...]

[...]

[...]

-18,9

-85,1

2003

[...]

[...]

[...]

[...]

[...]

[...]

-3,6

-88,7

2004

[...]*

[...]*

[...]

[...]

[...]

[...]

-58,2

- 146,9

2005

[...]*

[...]*

[...]

[...]

[...]

[...]

17,5

- 129,4

2006

[...]*

[...]*

[...]

[...]

[...]

[...]

-20,1

- 149,5

Πηγή: Παράρτημα 6 της απάντησης της 20ής Μαρτίου, για τα στοιχεία με αστερίσκο (*) … βλέπε εξήγηση στην υποσημείωση.

(84)

Η κυβέρνηση παρείχε επίσης διευκρινίσεις στην Επιτροπή όσον αφορά τις ζημίες που παρουσίασε η Teracom όσον αφορά τις μεταδόσεις SVT κατά τη διάρκεια της περιόδου 1999-2006. Πρώτο, σύμφωνα με την κυβέρνηση η τιμολόγηση της Teracom στο ψηφιακό επίγειο δίκτυο βασίστηκε στον πραγματικό αριθμό θεατών (τον επονομαζόμενο συντελεστή διείσδυσης), που, κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης ανάπτυξης, ήταν χαμηλότερος των προσδοκιών. Δεύτερο, προκειμένου να ενθαρρύνει τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς να αρχίσουν ψηφιακές επίγειες μεταδόσεις, η Teracom δεν επέβαλε αρχικά τέλη μετάδοσης που θα κάλυπταν πλήρως τα έξοδά της. Τέλος, τα έξοδα της Teracom, όπως αυτά παρουσιάζονται στον πίνακα 4, περιλαμβάνουν πλασματικά έξοδα, όπως τον απαιτούμενο συντελεστή απόδοσης ιδιοκτήτη. Αυτά τα πλασματικά έξοδα δεν θεωρούνται ως ζημίες σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες (84).

(85)

Η κυβέρνηση υπέβαλε επίσης τις πραγματικές τιμές και τα πραγματικά έξοδα της Teracom για τη μετάδοση άλλων ραδιοτηλεοπτικών φορέων εκτός της SVT στο αναλογικό και ψηφιακό επίγειο δίκτυο (85), ιδίως, τα έξοδα και τις τιμές του κύριου εμπορικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα της Σουηδίας, ήτοι της TV4, που αποτελεί επίσης τον μόνο άλλο ραδιοτηλεοπτικό φορέα που συμμετέχει στο αναλογικό επίγειο δίκτυο. Στο βαθμό που τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η SVT κατέβαλε υψηλότερα τέλη μετάδοσης απ’ ό,τι η TV4, οι εν λόγω διαφορές τιμής μπορούν, σύμφωνα με την κυβέρνηση, να εξηγηθούν από τις ειδικές απαιτήσεις για τις μεταδόσεις της SVT, για παράδειγμα, τον υψηλότερο συντελεστή κάλυψης και τη μεγαλύτερη χρησιμοποίηση ικανότητας της SVT, την περιφερειακή κατανομή των σημάτων μετάδοσης της SVT και τα μέτρα αύξησης της ασφάλειας (86).

7.2.   Η εικαζόμενη πιστωτική εγγύηση υπέρ της Teracom

(86)

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, δεν εκδόθηκε ποτέ πιστωτική εγγύηση. Ωστόσο, η κυβέρνηση παραδέχεται ότι το Φεβρουάριο του 2002 το Κοινοβούλιο εξέδωσε απόφαση με την οποία εξουσιοδοτούσε την κυβέρνηση να εκδώσει πιστωτική εγγύηση (87).

(87)

Όπως δήλωσε η κυβέρνηση, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το σουηδικό σύνταγμα, μόνο η κυβέρνηση, αλλά όχι το Κοινοβούλιο, μπορεί να αναλάβει χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις έναντι τρίτων (όπως η Teracom) σχετικά με κονδύλια που ανήκουν στον κρατικό προϋπολογισμό. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν μπορεί να αναλάβει ανάλογες δεσμεύσεις χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Κοινοβουλίου. Επίσης, στην προκειμένη περίπτωση, η κυβέρνηση ζήτησε η έκδοση της εγγύησης να ανατεθεί στην εθνική υπηρεσία χρέους (88).

(88)

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, αφού έλαβε την έγκριση του Κοινοβουλίου, τον Ιούνιο του 2002 η κυβέρνηση ζήτησε, με απόφαση, από την εθνική υπηρεσία χρέους να εκδώσει πιστωτική εγγύηση υπέρ της Teracom και να αποφασίσει το τέλος που θα έπρεπε να καταβάλει η Teracom για τους κινδύνους και τα διοικητικά έξοδα. Ωστόσο, η κυβέρνηση τονίζει ότι στην εν λόγω απόφαση ανέφερε ρητά ότι η εθνική υπηρεσία χρέους έπρεπε να λάβει υπόψη της τους κοινοτικούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις για να κρίνει εάν η πιστωτική εγγύηση θα συμβιβαζόταν με τους εν λόγω κανόνες, και, στην αντίθετη περίπτωση, να συγκεντρώσει τις απαιτούμενες πληροφορίες για κοινοποίηση βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της Συνθήκης (89). Επιπλέον, η εθνική υπηρεσία χρέους έπρεπε να εκτιμήσει τον κίνδυνο κάθε κρατικής εγγύησης. Πριν η εθνική υπηρεσία χρέους λάβει απόφαση σχετικά με το ποσό της πιστωτικής εγγύησης, το χρονικό διάστημα και το ποσό του τέλους, και πριν αποφανθεί ότι η πιστωτική εγγύηση δεν αντιβαίνει στους κοινοτικούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, η πιστωτική εγγύηση δεν μπορούσε να εκδοθεί (90).

(89)

Η εθνική υπηρεσία χρέους, βασιζόμενη εν μέρει σε προκαταρκτική εκτίμηση της πίστωσης που πραγματοποίησε μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου 2002 η Standard & Poor's (91), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι που ενείχε η έκδοση πιστωτικής εγγύησης ήταν υπερβολικά υψηλοί· σε περίπτωση έκδοσης πιστωτικής εγγύησης θα έπρεπε να επιβληθεί ιδιαίτερα υψηλό τέλος για την κάλυψη των κινδύνων. Επιπλέον, η εθνική υπηρεσία χρέους διαπίστωσε ότι δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο μια κρατική εγγύηση να συνιστά κρατική ενίσχυση (92). Σύμφωνα με την κυβέρνηση, μετά την έκθεση της εθνικής υπηρεσίας χρέους την 1η Οκτωβρίου 2002, η κυβέρνηση, η εθνική υπηρεσία χρέους ή η Teracom δεν προέβησαν σε καμία περαιτέρω ενέργεια.

7.3.   Εισφορά κεφαλαίου

(90)

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η υπό όρους μετοχική συνεισφορά με τη μορφή εισφοράς κεφαλαίου δε συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(91)

Η κυβέρνηση παρατηρεί πρώτα ότι η απόφαση κίνησης της διαδικασίας βασίζεται σε εν μέρει ανακριβείς πληροφορίες, που παρουσιάζουν μία εικόνα της χρηματοοικονομικής κατάστασης της Teracom χειρότερη απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Η φερεγγυότητα της Teracom δεν ήταν τόσο χαμηλή όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας και η Teracom σημείωσε ζημίες μόνο το 2001 και το 2002 και όχι το 2003 (93).

(92)

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η Επιτροπή, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, εκτίμησε εσφαλμένα τη χρηματοοικονομική κατάσταση της Teracom κατά το χρόνο της εισφοράς κεφαλαίου. Η κυβέρνηση τονίζει ότι στο τέλος του Ιουνίου 2003, όταν εισέφερε κεφάλαιο στην Teracom, η χρηματοοικονομική κατάσταση της εταιρείας είχε αλλάξει σημαντικά σε σύγκριση με τη χρονική περίοδο που αποτέλεσε τη βάση για την αρνητική γνώμη της εθνικής υπηρεσίες χρέους όσον αφορά την πρόταση για τη χορήγηση κρατικής εγγύησης στην Teracom (94).

(93)

Όπως ανέφερε η κυβέρνηση, στη διάρκεια του 2002 η Teracom έλαβε διάφορα μέτρα για να επιλύσει τα χρηματοοικονομικά της προβλήματα. Η εταιρεία πώλησε τρεις από τις θυγατρικές της, μείωσε τα έξοδα της απολύοντας σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού της (20 %), συγχώνευσε θυγατρικές, εγκατέλειψε μέρος των δραστηριοτήτων της, συγκέντρωσε τις επιχειρήσεις της σε λιγότερες θέσεις και μείωσε τις επενδύσεις της σε σχέση με το 2000 και το 2001. Επιπλέον, η αγορά ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης αναπτυσσόταν ευνοϊκά και παρουσιάσθηκε αύξηση της ζήτησης για τις συνδρομές ψηφιακής τηλεόρασης, ιδίως κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 2002. Για την Teracom αυτό οδήγησε σε σημαντική αύξηση των ετήσιων πωλήσεων συνδρομών από περίπου 100 000 στο τέλος του 2001 σε σχεδόν 140 000 στο τέλος του 2002. Τα εν λόγω μέτρα περικοπής των εξόδων και η αύξηση των πωλήσεων κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2002 βελτίωσαν σημαντικά τη χρηματοοικονομική κατάσταση της Teracom και, στην πραγματικότητα, η εταιρεία παρουσίαζε κέρδη ήδη κατά τους πρώτους τρεις μήνες του 2003, δηλαδή πριν η κυβέρνηση υποβάλει την πρότασή της στο Κοινοβούλιο (95).

(94)

Η κυβέρνηση εξηγεί ότι όταν η υπηρεσία χρέους κοινοποίησε την αρνητική γνώμη της, η κυβέρνηση αποφάσισε να πραγματοποιήσει διεξοδικότερη ανάλυση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της Teracom (96), αντί της συνοπτικής ανάλυσης που είχε διενεργήσει η εθνική υπηρεσία χρέους.

(95)

Μιμούμενη έναν ιδιώτη μέτοχο, η κυβέρνηση εκτίμησε τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη χρηματοοικονομική κατάσταση της Teracom βάσει των επιχειρηματικών σχεδίων της Teracom για τα έτη 2003 έως 2005, των χρηματοοικονομικών προβλέψεών της για την περίοδο 2003-2010 και των συγκρίσεων με άλλες εταιρείες και άλλους μετόχους στους ίδιους και σε παρόμοιους τομείς. Η κυβέρνηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μία μετοχική συνεισφορά υπό όρους με τη μορφή εισφοράς κεφαλαίου ύψους 500 εκατ. SΕΚ θα βελτίωνε τη φερεγγυότητα της Teracom και στη συνέχεια θα επέτρεπε στην Teracom να εξασφαλίσει αρκετά κέρδη ώστε να επιστρέψει την εισφορά σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, υπό τις συνθήκες αυτές η εισφορά κεφαλαίου δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, ένας ιδιώτης επενδυτής, υπό τις ίδιες συνθήκες, θα ήταν διατεθειμένος να συνεισφέρει κεφάλαιο δεδομένου ότι οι μακροπρόθεσμες χρηματοοικονομικές προοπτικές της Teracom ήταν θετικές (97).

(96)

Η κυβέρνηση προσθέτει ότι, στο πλαίσιο αυτό και σε αντίθεση με αυτό που θα όφειλε να έχει πράξει, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της όλους τους σχετικούς παράγοντες για να εξετάσει εάν ήταν πιθανό η εισφορά κεφαλαίου να αποφέρει εύλογη απόδοση. Αντ' αυτού η Επιτροπή περιόρισε την ανάλυσή της στις ζημίες και στο συντελεστή φερεγγυότητας της Teracom στο παρελθόν. Κατά την άποψη της κυβέρνησης, η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να συγκρίνει το κράτος με εξωτερικό πιστωτή αλλά με ιδιώτη επενδυτή, που έχει μια μακροπρόθεσμη προοπτική για την επένδυσή του. Το κράτος κατέχει το 100 % της Teracom, γεγονός που επίσης υποδηλώνει πιο μακροπρόθεσμο συμφέρον απ’ ό,τι στην περίπτωση μειοψηφικής συμμετοχής (98).

(97)

Για να υποστηρίξει περαιτέρω τα επιχειρήματά της, η κυβέρνηση υπέβαλε έκθεση της PWC, ανεξάρτητη ελεγκτική εταιρεία, στην οποία η κυβέρνηση ανέθεσε να εξετάσει την απόφασή της όσον αφορά την εισφορά κεφαλαίου. Η έκθεση εκτιμά τη χρηματοοικονομική κατάσταση της Teracom όταν πραγματοποιήθηκε η εισφορά κεφαλαίου και βασίζεται σε πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες όταν η κυβέρνηση έλαβε την απόφασή της. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση διέθετε αρκετές πληροφορίες για να αποφασίσει την εισφορά και ότι η μακροπρόθεσμη αποδοτικότητα της Teracom ήταν σε επίπεδο που θα είχε ικανοποιήσει έναν ιδιώτη επενδυτή (99).

(98)

Τέλος, η κυβέρνηση είναι της γνώμης ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη της το ευρύτερο πλαίσιο της εισφοράς κεφαλαίου. Για παράδειγμα, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη της το γεγονός ότι η εισφορά ήταν απαραίτητη για να εξασφαλιστούν ήδη πραγματοποιηθείσες επενδύσεις οι οποίες, μακροπρόθεσμα, αναμένονταν να αποβούν κερδοφόρες (100).

8.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΑΖΟΜΕΝΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(99)

Για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1, πρέπει να πληρούνται τέσσερις προϋποθέσεις: 1) πρέπει να έχουν μεταφερθεί κρατικοί πόροι· 2) το εξεταζόμενο μέτρο πρέπει να συνεπάγεται οικονομικό πλεονέκτημα για τον αποδέκτη· 3) το μέτρο πρέπει να νοθεύει, ή να απειλεί να νοθεύσει, τον ανταγωνισμό· και 4) το μέτρο πρέπει να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

8.1.   Πληρωμή τελών στην Teracom για τη μετάδοση της SVT

8.1.1.   Οικονομικό πλεονέκτημα

(100)

Για να διαπιστωθεί εάν τα τέλη μετάδοσης που η SVT πληρώνει στην Teracom για την επίγεια μετάδοση αποφέρουν οικονομικό πλεονέκτημα στην Teracom, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν η SVT έχει πληρώσει ή προβλέπεται, στο μέλλον, να πληρώσει ποσά τα οποία υπερβαίνουν αυτά που η Teracom θα μπορούσε εύλογα να αποσπάσει από πελάτες υπό φυσιολογικές συνθήκες αγοράς.

(101)

Πρώτο, η Επιτροπή εξέτασε εάν, από την αρχή της ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης στη Σουηδία το 1999 μέχρι το 2006, η SVT έχει πληρώσει στην Teracom ποσά υψηλότερα των εξόδων της Teracom για τη μετάδοση της SVT. Μολονότι οι υπολογισμοί στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό μόνο σε εκτιμήσεις όσον αφορά τις πληρωμές της SVT και τα έξοδα της Teracom, στην παρούσα απόφαση η Επιτροπή βασίζει τους υπολογισμούς της σε πραγματικά στοιχεία (βλ. πίνακα 4 ανωτέρω). Από τα εν λόγω στοιχεία προκύπτει ότι κατά την περίοδο από το 1999 μέχρι το 2006, η SVT δεν πραγματοποίησε υπέρ των δέον πληρωμές στην Teracom. Πράγματι, στο σύνολο της περιόδου, οι πληρωμές της SVT ήταν χαμηλότερες από τα έξοδα της Teracom για τη μετάδοση της SVT, με αποτέλεσμα να προκύψουν ζημίες όσον αφορά τη μετάδοση ύψους σχεδόν 149,5 εκατ. SΕΚ. Δεδομένου ότι το ποσό αυτό (149,5 εκατ. SΕΚ) περιλαμβάνει πληρωμές τόσο για την αναλογική όσο και για τη ψηφιακή μετάδοση, αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν υπήρξε διεπιδότηση με την έννοια ότι η Teracom χρέωσε υπερβολικά τέλη για τις αναλογικές μεταδόσεις προκειμένου να χρησιμοποιήσει τα ποσά αυτά για τις ψηφιακές δραστηριότητές της.

(102)

Η Επιτροπή εξέτασε εάν η Teracom χρέωσε στην SVT υψηλότερα τέλη μετάδοσης απ’ ό,τι στους εμπορικούς ραδιοτηλεοπτικούς φορείς και, κατ’ αυτόν τον τρόπο απέσπασε οικονομικό πλεονέκτημα από την SVT. Η Επιτροπή σημειώνει σχετικά ότι η τιμολόγηση της Teracom υπόκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, δηλαδή η Teracom εφαρμόζει τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις για όλους τους πελάτες της (101). Ειδικότερα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η τιμολόγηση της Teracom για τις αναλογικές μεταδόσεις βασίζεται στο κόστος από το 1992 και ότι οι τιμές της για τις ψηφιακές μεταδόσεις καθορίζονται από το αποκαλούμενο μοντέλο τιμολόγησης βάσει διείσδυσης, στο οποίο οι παράμετροι είναι οι ίδιες για όλους τους πελάτες της Teracom (102). Η Επιτροπή συνέκρινε επίσης τις πραγματικές τιμές που η Teracom χρέωσε στην SVT με αυτές που χρέωσε σε άλλους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς στο ψηφιακό επίγειο δίκτυο. Μολονότι η Teracom χρέωσε υψηλότερη τιμή στην SVT από ό,τι, για παράδειγμα, στον εμπορικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα TV4, η εν λόγω διαφορά τιμής βασίζεται σε πρόσθετες υπηρεσίες που η SVT απαιτεί από την Teracom (103). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε να υπάρχουν ενδείξεις ότι για την SVT ισχύουν λιγότερο ευνοϊκοί (ή ευνοϊκότεροι) όροι και προϋποθέσεις απ’ ό,τι για άλλους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς ή ότι πρέπει να καταβάλει δυσανάλογα υψηλά τέλη μετάδοσης.

(103)

Τρίτο, και για χάρη πληρότητας, η Επιτροπή εξέτασε εάν, στο μέλλον, η SVT θα πρέπει να καταβάλει στην Teracom τιμή αγοράς υψηλότερη της κανονικής για μετάδοση. Μια από τις ανησυχίες που εκφράζονται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ήταν μήπως, μεταξν 2008 και 2013, η SVT καταβάλλει στην Teracom υπερβολικά τέλη για μετάδοση, που, το 2013 θα αποφέρουν στην Teracom σωρευμένα κέρδη περίπου 510 εκατ. SΕΚ. Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η τιμολόγηση της Teracom υπόκειται και θα συνεχίσει να υπόκειται στις προαναφερθείσες αρχές τιμολόγησης που δεν θα της επιτρέψουν να επιβάλει στην SVT υπερβολικά τέλη μετάδοσης (104). Επιπλέον, μετά τις αποφάσεις της σουηδικής ρυθμιστικής αρχής για τα ταχυδρομεία και τις τηλεπικοινωνίες το 2005, η Teracom υπόκειται σε εκ των προτέρων κανονιστικές ρυθμίσεις στις χονδρικές αγορές αναλογικών και ψηφιακών επίγειων μεταδόσεων (105). Οι εν λόγω αποφάσεις θα πρέπει να εξασφαλίζουν καταρχήν, ότι η Teracom δεν θα χρεώσει στην SVT υπερβολικά τέλη μετάδοσης. Τέλος, όπως εξήγησε η κυβέρνηση (βλ. παράγραφο 40 ανωτέρω) και παρά την ανησυχία που εκφράζει η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η SVT δεν υποχρεούται να χρησιμοποιήσει όλα τα κονδύλια που λαμβάνει από το λογαριασμό διανομής για πληρωμές μεταδόσεων στην Teracom. Η SVT διαπραγματεύεται την τιμή μετάδοσης με την Teracom σε ανεξάρτητη βάση, και εάν δαπανήσει για μετάδοση ποσό χαμηλότερο του προβλεπόμενου είναι ελεύθερη να χρησιμοποιήσει τα υπόλοιπα κονδύλια για δραστηριότητες προγράμματος (106).

(104)

Βάσει των εν λόγω διαπιστώσεων, η Επιτροπή θεωρεί ότι μολονότι η SVT υποχρεούται να μεταδίδει μέσω του αναλογικού και ψηφιακού επίγειου δικτύου και προς το παρόν η μόνη εναλλακτική δυνατότητα είναι να χρησιμοποιήσει την Teracom για τις υπηρεσίες της, η Teracom δεν μπορεί να εκμεταλλευθεί την SVT ως δεσμευμένο πελάτη. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι όπως οι εμπορικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς ενδιαφέρονται να είναι παρόντες στο ψηφιακό επίγειο δίκτυο και είναι διατεθειμένοι να πληρώνουν στην Teracom τέλη μετάδοσης, είναι εύλογο το ίδιο να ισχύει και για την SVT.

(105)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Boxer έλαβε ενίσχυση διότι η SVT δεν πληρώνει για τη διανομή (107), η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι εμπορικές συμφωνίες μεταξύ ραδιοτηλεοπτικών φορέων και διανομέων μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η συναλλαγή μεταξύ των εν λόγω δύο μερών αφορά ανταλλαγή υπηρεσιών μετάδοσης έναντι διαθεσιμότητας περιεχομένου που είναι πολύτιμο και για τα δύο μέρη, οι ακριβείς όροι και προϋποθέσεις μπορούν να ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα, για παράδειγμα, με τις πλατφόρμες και τους φορείς που εμπλέκονται.

(106)

Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα τέλη μετάδοσης που καταβάλλει η SVT στην Teracom δεν αποφέρουν οικονομικό πλεονέκτημα στην Teracom και ως εκ τούτου δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1.

8.2.   Η κρατική εγγύηση

(107)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση για τις εγγυήσεις, οι εγγυήσεις εμπίπτουν εν γένει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1, εφόσον επηρεάζονται οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και δεν καταβάλλεται το ασφάλιστρο που προβλέπεται στην αγορά. Σύμφωνα με το τμήμα 2 της ανακοίνωσης για τις εγγυήσεις, όταν παρέχεται κρατική εγγύηση, ακόμη και αν το κράτος δεν χρειαστεί ποτέ να προβεί σε πληρωμές στο πλαίσιο της εγγύησης, μπορεί εντούτοις να υπάρχει κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1. Αυτό συμβαίνει, διότι η ενίσχυση χορηγείται όταν παρέχεται η εγγύηση, και όχι όταν η εγγύηση καταπίπτει ή όταν πραγματοποιούνται οι πληρωμές σύμφωνα με τους όρους της εγγύησης.

(108)

Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία, π.χ. Αυστρία κατά Επιτροπής, πρέπει να υπάρχει ανεπιφύλακτη και νομικά δεσμευτική υπόσχεση χορήγησης της εξεταζόμενης ενίσχυσης για να θεωρηθεί ότι υφίσταται ενίσχυση (108).

(109)

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απόφαση της κυβέρνησης να ζητήσει από την εθνική υπηρεσία χρέους την έκδοση πιστωτικής εγγύησης αποτελούσε απόφαση υπό όρους και δεν παρείχε ανεπιφύλακτα στην Teracom το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση πιστωτικής εγγύησης. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το σουηδικό δίκαιο, όταν κυβερνητικές αρχές εκδίδουν πιστωτική εγγύηση η εν λόγω έκδοση εξαρτάται πάντα από τα συμπεράσματα της εθνικής αρχής χρέους όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη φερεγγυότητα και την εντιμότητα. Το εν λόγω χαρακτηριστικό του σουηδικού συστήματος και των σουηδικών νόμων είναι γνωστό στο κοινό. Επίσης, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση γνώριζε τις υποχρεώσεις της βάσει του κοινοτικού δικαίου, διότι ανέφερε ότι ανέθεσε στην εθνική υπηρεσία χρέους να εξετάσει την πιστωτική εγγύηση βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις και, εάν το έκρινε απαραίτητο, να συγκεντρώσει τις σχετικές πληροφορίες για κοινοποίηση στην Επιτροπή. Η Επιτροπή παρατηρεί κυρίως ότι η κυβέρνηση δεν προέβη σε περαιτέρω ενέργειες μετά την έκθεση της εθνικής υπηρεσίας χρέους. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω η Επιτροπή θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εκδόθηκε πιστωτική εγγύηση και ότι δόθηκε στην Teracom ανεπιφύλακτη και νομικά δεσμευτική υπόσχεση για τη χορήγηση της ενίσχυσης. Κατά συνέπεια, δεν χορηγήθηκε οικονομικό πλεονέκτημα στην Teracom.

8.3.   Εισφορά κεφαλαίου

(110)

Όταν το κράτος παρέχει χρηματοδότηση σε εταιρεία σε περιστάσεις απαράδεκτες για έναν επενδυτή που θα ενεργούσε υπό κανονικές συνθήκες οικονομίας της αγοράς, παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη (109). Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η υπό όρους μετοχική συνεισφορά με τη μορφή εισφοράς κεφαλαίου που χορηγήθηκε στην Teracom στο τέλος του Ιουνίου του 2003 παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στην Teracom, θα πρέπει να εξεταστεί εάν η εν λόγω εισφορά κεφαλαίου ήταν σύμφωνη με την αρχή του επενδυτή οικονομίας της αγοράς.

(111)

Η Επιτροπή παραδέχεται ότι οι πληροφορίες όσον αφορά τη χρηματοοικονομική κατάσταση της Teracom που παρατίθενται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας δεν ήταν απολύτως ακριβείς. Όπως απέδειξε η κυβέρνηση, η φερεγγυότητα της Teracom δεν ήταν τόσο χαμηλή όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας και η Teracom είχε παρουσιάσει ζημίες επί δύο και όχι τρία συνεχόμενα έτη. Ως εκ τούτου, η απόφαση κίνησης της διαδικασίας παρουσιάζει τη χρηματοοικονομική κατάσταση της Teracom ελαφρά χειρότερη απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα.

(112)

Αφού ανέλυσε τις πληροφορίες που υπέβαλε η κυβέρνηση στην απάντηση της 29ης Οκτωβρίου καθώς και σε επακόλουθες απαντήσεις, συμπεριλαμβανομένων των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιχειρηματικών σχεδίων της Teracom, η Επιτροπή κρίνει ότι η εκτίμηση της κυβέρνησης, το 2003, της τότε τρέχουσας και μελλοντικής χρηματοοικονομικής κατάστασης της Teracom ήταν ρεαλιστική και ότι οι προοπτικές όσον αφορά μια ικανοποιητική απόδοση της εισφοράς κεφαλαίου ήταν πειστικές.

(113)

Όπως περιγράφεται λεπτομερώς στο τμήμα 7.3 ανωτέρω, η κυβέρνηση εκτίμησε τη χρηματοοικονομική κατάσταση της Teracom βασιζόμενη στα επιχειρηματικά σχέδια της εταιρείας για τα έτη 2003 έως 2005, τις χρηματοοικονομικές προβλέψεις για την περίοδο 2003-2010 και σε συγκρίσεις με άλλες εταιρείες και άλλους μετόχους στους ίδιους και παρόμοιους τομείς. Η κυβέρνηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια συνεισφορά μετόχου υπό όρους ύψους 500 εκατ. SΕΚ θα βελτίωνε τη φερεγγυότητα της Teracom και θα επέτρεπε στην Teracom να επιτύχει στη συνέχεια αρκετά κέρδη ώστε να επιστρέψει τη μετοχική συνεισφορά σε εύλογο χρονικό διάστημα (110). Η πρόβλεψη για το 2003 ήταν ότι οι λογαριασμοί κέρδους και ζημίας της Teracom θα ήταν θετικοί. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Teracom παρουσίαζε ήδη κέρδη κατά το πρώτο τρίμηνο του 2003, πριν η κυβέρνηση υποβάλει την πρότασή της στο Κοινοβούλιο.

(114)

Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε την έκθεση που συνέταξε η PWC εξ ονόματος της κυβέρνησης, που εξηγεί τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η απόφαση της κυβέρνησης. Κατά την άποψη της Επιτροπής, τα εν λόγω στοιχεία παρέχουν μια αξιόπιστη βάση για τη λήψη επενδυτικής απόφασης. Η έκθεση αναφέρει ιδίως ότι μετά από τις ζημίες που παρουσίασε το 2001 και το 2002, η Teracom πλησίαζε το νεκρό σημείο εκμετάλλευσης όταν πραγματοποιήθηκε η εισφορά κεφαλαίου και ότι η χρηματοοικονομική κατάσταση της Teracom είχε βελτιωθεί σημαντικά από τότε που η εθνική υπηρεσία χρέους εκφράστηκε αρνητικά σε σχετικά με την έκδοση κρατικής πιστωτικής εγγύησης (111).

(115)

Η έκθεση αποδεικνύει ότι η επιλογή της κυβέρνησης ήταν σύμφωνη με το είδος ανάλυσης που θα είχε πραγματοποιήσει ένας ιδιώτης επενδυτής, που συνίσταται στην εκτίμηση των αναμενόμενων πρόσθετων κερδών από την επένδυση, και εάν τα εν λόγω κέρδη είναι αρκετά για να αντισταθμίσουν τους κινδύνους της επένδυσης. Η έκθεση υπολογίζει τον αναμενόμενο εσωτερικό συντελεστή απόδοσης της επένδυσης προσδιορίζοντας τις πρόσθετες ταμειακές ροές που αυτός δημιουργεί. Για τον υπολογισμό αυτό λαμβάνεται υπόψη η διαφορά μεταξύ δύο διαφορετικών σεναρίων, με ή χωρίς τη μετοχική συνεισφορά. Ο εσωτερικός συντελεστής απόδοσης της επένδυσης προβλεπόταν να ανέλθει σε 24 % περίπου, επίπεδο το οποίο θα υπερέβαινε τις απαιτήσεις ιδιωτών επενδυτών στο συγκεκριμένο τομέα (ο αντίστοιχος συντελεστής απόδοσης εταιρικού κεφαλαίου του τομέα είναι 8,6 %) και αντισταθμίζει επίσης το χρηματοοικονομικό κίνδυνο της εταιρείας (112).

(116)

Μολονότι είναι αδύνατον να καθοριστεί εκ των υστέρων με βεβαιότητα ποια θα ήταν η εξέλιξη των εσόδων χωρίς τη μετοχική συνεισφορά, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η απόδοση της Teracom στο εταιρικό κεφάλαιο αυξήθηκε από 3 % το 2003 σε 11 % το 2004 και σε 19 % το 2005 (113).

(117)

Στο διάγραμμα 3 κατωτέρω παρουσιάζεται η αποκατάσταση της αποδοτικότητας της Teracom το 2003, 2004 και 2005. Το 2006 η εταιρεία πραγματοποίησε την πρώτη πληρωμή επιστροφής της μετοχικής συνεισφοράς υπό όρους (114).

Διάγραμμα 3:

Εξέλιξη της πραγματικών κερδών της Teracom από το 1998 έως το 2005

Image

Πηγή: Ετήσιοι λογαριασμοί της Teracom 1998 έως 2005

(118)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μετοχική συνεισφορά υπό όρους με τη μορφή εισφοράς κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες που θα ήταν αποδεκτές για έναν ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό κανονικές συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

(119)

Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση τίθεται το ερώτημα εάν το γεγονός ότι η Teracom διατήρησε τη θέση του αποκλειστικού φορέα επίγειου δικτύου παρά το ότι τον Οκτώβριο του 2002 τέθηκε σε ισχύ η οδηγία για τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών («η οδηγία ανταγωνισμού») (115) που απαγορεύει τη διατήρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων στο σχετικό τομέα, έχει επιπτώσεις στην παρούσα εκτίμηση κρατικής ενίσχυσης (116).

(120)

Όταν κατά την εξέταση δυνητικού μέτρου ενίσχυσης η Επιτροπή διαπιστώσει παράβαση άλλης διάταξης της συνθήκης ΕΚ, πρέπει να εκτιμήσει εάν στοιχεία της ενίσχυσης αντίκεινται σε συγκεκριμένες διατάξεις της συνθήκης ΕΚ εκτός των άρθρων 87 και 88 και είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με το αντικείμενο της ενίσχυσης ώστε είναι αδύνατον να αποτιμηθούν χωριστά (117). Στην περίπτωση αυτή, η παράβαση της άλλης διάταξης της συνθήκης ΕΚ μπορεί να αποβεί καθοριστική για την εκτίμηση της Επιτροπής μόνο εφόσον έχει στρεβλωτικό αποτέλεσμα που μπορεί να αποδειχθεί, και επαυξάνει το εγγενές στρεβλωτικό αποτέλεσμα του δυνητικού μέτρου ενίσχυσης (118).

(121)

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η παράβαση της οδηγίας για τον ανταγωνισμό δεν αποτελεί μέρος του εξεταζόμενου μέτρου, αλλά προκύπτει από ενέργεια της κυβέρνησης που είναι ξεχωριστή και διακριτή από την απόφαση όσον αφορά τη χορήγηση της μετοχικής συνεισφοράς.

(122)

Επιπλέον, μολονότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο το αποκλειστικό δικαίωμα να έχει επηρεάσει την αποδοτικότητα της Teracom και ως εκ τούτου, τη μετοχική συνεισφορά σε κάποιο βαθμό, αυτό δεν μπορεί να διαπιστωθεί με βεβαιότητα, δεδομένου ότι οι τιμές της Teracom υπόκεινται σε κανονιστική ρύθμιση (όπως εξηγείται ανωτέρω, στις παραγράφους 42, 43 και 102) και η εταιρεία δεν μπορεί να ασκήσει ελεύθερα την εξουσία της στην αγορά. Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι το αποκλειστικό δικαίωμα ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο η μετοχική συνεισφορά αποτέλεσε αποδοτική επένδυση. Επίσης, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί εάν χωρίς το αποκλειστικό δικαίωμα, η αναμενόμενη απόδοση της μετοχικής συνεισφοράς δεν θα ήταν αποδεκτή για έναν ιδιώτη επενδυτή.

(123)

Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί σαφώς αιτιώδης σχέση μεταξύ της παράβασης της οδηγίας για τον ανταγωνισμό από τη Σουηδία και της αναμενόμενης αποδοτικότητας της μετοχικής συνεισφοράς, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να καταρρίψει τον ισχυρισμό της Σουηδίας ότι εφαρμόστηκε η αρχή ΙΕΟΑ. Ωστόσο, αυτό δεν προδικάζει τη θέση που ενδέχεται να λάβει η Επιτροπή σε μελλοντικές υποθέσεις με βάση τα πραγματικά περιστατικά τους.

(124)

Συμπερασματικά, στην εξεταζόμενη υπόθεση η μετοχική συνεισφορά και η παράβαση της οδηγίας για τον ανταγωνισμό μπορούν και θα πρέπει να εξεταστούν χωριστά σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που ισχύουν για τα δύο μέτρα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσον αφορά την οδηγία για τον ανταγωνισμό η Επιτροπή έχει παραπέμψει τη Σουηδία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 226 της συνθήκης ΕΚ.

(125)

Ωστόσο, όσον αφορά τη μετοχική συνεισφορά η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν διαπιστώθηκε ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1.

9.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(126)

Βάσει των προαναφερθέντων η Επιτροπή δεν διαπίστωσε να υπάρχουν ενδείξεις ότι τα εξεταζόμενα μέτρα απέφεραν οικονομικό πλεονέκτημα στην Teracom ή σε κάποια από τις θυγατρικές της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που εφάρμοσε η Σουηδία δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τα μέτρα που εξέτασε η Επιτροπή και περιγράφονται στην παρούσα απόφαση σχετικά με την εισαγωγή της ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης στη Σουηδία δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Σουηδίας.

Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Βλ. υπόθεση C 24/04 (πρώην NN 35/04), Εισαγωγή ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης στη Σουηδία, ΕΕ C 238 της 25.9.2004, σ. 5.

(2)  Την 1η Δεκεμβρίου 2005 η NSAB άλλαξε την επωνυμία της σε SES Sirius AB. Παρά την αλλαγή αυτή, ο καταγγέλλων θα αναφέρεται σε όλη την παρούσα απόφαση ως «NSAB».

(3)  Στις 12 Απριλίου 2002 και στις 2 Οκτωβρίου 2002 η NSAB απέστειλε συμπληρωματικά στοιχεία όσον αφορά τα εικαζόμενα μέτρα κρατικής ενίσχυσης.

(4)  Βλ. παρατηρήσεις της B2 της 22ας Οκτωβρίου 2004.

(5)  Βλ. παρατηρήσεις της ECCA της 25ης Οκτωβρίου 2004 (καταχώρηση στις 2 Δεκεμβρίου 2004).

(6)  Βλ. παρατηρήσεις της ESOA της 18ης Οκτωβρίου 2004 (καταχώρηση στις 25 Οκτωβρίου 2004).

(7)  Βλ. παρατηρήσεις της NSAB της 22ας Οκτωβρίου 2004, της 11ης Φεβρουαρίου 2005 (καταχώρηση στις 14 Φεβρουαρίου 2005), 9 Μαρτίου 2005 (καταχώρηση στις 10 Μαρτίου 2005) και της 1ης Δεκεμβρίου 2005 (καταχώρηση στις 6 Δεκεμβρίου 2005).

(8)  Βλ. παρατηρήσεις της Telenor Broadcasts της 17ης Νοεμβρίου 2004 (καταχώρηση στις 18 Νοεμβρίου 2004).

(9)  Βλ. παρατηρήσεις της TeliaSoneras της 25ης Οκτωβρίου 2004 (καταχώρηση στις 26 Οκτωβρίου 2004).

(10)  Βλ. παρατηρήσεις της UGC της 25ης Οκτωβρίου 2004 (καταχώρηση στις 26 Οκτωβρίου 2004).

(11)  Βλ. παρατηρήσεις της Viasats της 25ης Οκτωβρίου 2004 (καταχώρηση στις 26 Οκτωβρίου 2004).

(12)  Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, παράνομη κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε επίσης σε εταιρεία ονόματι Senda i Sverige AB («Senda»). Η Senda αποτελούσε θυγατρική της Teracom και είχε αναλάβει το συντονισμό, την εμπορία και τη δημιουργία πακέτων τηλεοπτικών προγραμμάτων και υπηρεσιών για επίγεια ψηφιακή τηλεόραση. Την 1η Οκτωβρίου 2002 η Senda συγχωνεύθηκε με την Boxer και οι δύο εταιρείες αναπτύσσουν δραστηριότητες με την επωνυμία «Boxer».

(13)  Βλ. οδηγία 2000/52/EΚ της Επιτροπής της 26ης Ιουλίου 2000 για την τροποποίηση της οδηγίας 80/723/EΟΚ περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων, ΕΕ L 193 της 29.7.2000, σ. 75. Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση C-141/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου της Σουηδίας, EΕ C 228 της 11.9.2004, σ. 13.

(14)  Βλ. prop. 1991/92:140, bet. 1991/92:KrU28, rskr. 1991/92:329. Η υπηρεσία τηλεπικοινωνιών έχει έκτοτε ιδιωτικοποιηθεί (σήμερα «Telia AB»).

(15)  Το Δεκέμβριο του 2004 η Επιτροπή κίνησε διαδικασία λόγω παράβασης κατά της Σουηδίας όσον αφορά παραβάσεις της οδηγίας για τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (generalsekretariatet, παράβαση αριθ. 2004/2197· υπόθεση COMP/C-1/39.157). Η υπόθεση αφορούσε τη διατήρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων στο σχετικό τομέα. Ως αποτέλεσμα της εν λόγω διαδικασίας, η κυβέρνηση ανέλαβε τη δέσμευση να καταργήσει τα αποκλειστικά δικαιώματα που είχαν χορηγηθεί στην Teracom όσον αφορά την παροχή επίγειων υπηρεσιών αναλογικής μετάδοσης μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2006. Η υπόθεση που αφορά τις επίγειες υπηρεσίες αναλογικής μετάδοσης παραμένει εκκρεμής, μολονότι η κυβέρνηση δεν αμφισβητεί πλέον την εκτίμηση της Επιτροπής ότι το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο αποτελεί παράβαση της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν έχει υποβάλει σχέδιο νομοθετικής πράξης ώστε να γνωρίζει με βεβαιότητα η Επιτροπή ότι θα δοθεί τέλος στην παράβαση και πότε θα τεθεί σε ισχύ η νέα νομοθεσία, η Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει τη Σουηδία στο Δικαστήριο, βλ. ανακοίνωση τύπου της Επιτροπής IP/06/1411 της 17ης Οκτωβρίου 2006.

(16)  Βλ. απόφαση 05-8675/23 της 15ης Δεκεμβρίου 2005 όσον αφορά το ψηφιακό επίγειο δίκτυο· και απόφαση 05-8674/23 της 15ης Δεκεμβρίου 2005 όσον αφορά το αναλογικό επίγειο δίκτυο.

(17)  Βλ. www.boxer.se. Από τον Απρίλιο του 2000 μέχρι τον Απρίλιο του 2005 το 30 % της συμμετοχής της 3i στη Boxer ανήκε στη Skandia Liv («Skandia»).

(18)  Η παρούσα απόφαση ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων για την εσωτερική αγορά.

(19)  Βλ. ανακοίνωση τύπου της Boxer από τις 18 Ιανουαρίου 2006, η Βoxer αυξήθηκε κατά 42 % το 2005. Βλ. επίσης ανακοίνωση τύπου της Boxer της 12ης Ιουλίου 2005, Boxer fortsätter att öka antalet digitala TV-kunder· και την ανακοίνωση τύπου της 20ής Οκτωβρίου 2005, Fortsatt ökning för Boxer.

(20)  Βλ. www.svt.se, και Prop. 1995/96:161, σσ. 70–72.

(21)  Βλ. π.χ. κυβερνητική απόφαση (regeringsbeslut) της 10ης Φεβρουαρίου 2005 (αριθ. I:11), κυβερνητική απόφαση της 22ης Ιουνίου 2005 (αριθ. I:22), κυβερνητική απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005 (αριθ. I:102) και κυβερνητική απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006 (I:15).

(22)  Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005 αυτό ήταν υποχρεωτικό και όσον αφορά την αναλογική μετάδοση.

(23)  Η συμφωνία μεταξύ της NSAB και της SVT κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή το 1999 (Υπόθεση αριθ. IV/C-2/37.517) και τα συμβαλλόμενα μέρη έλαβαν επιστολή θέσης στο αρχείο το Νοέμβριο του 1999.

(24)  Βλ. www.ur.se/ur/start.php?s1=omur&s2=historik.

(25)  Βλ. κυβερνητική απόφαση 29 προς το UR, Tillstånd att sända television, KU2001/1543/Me (delvis) της 20ής Δεκεμβρίου 2001 και παράρτημα 1 της κυβερνητικής απόφασης I:12, Tillstånd att sända ljudradio och television, U2005/1824/Me της 2ας Οκτωβρίου 2005. Η εν λόγω άδεια μετάδοσης έχει παραταθεί και καλύπτει και όλο το 2006.

(26)  Ο λόγος είναι το γεγονός ότι οι πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί στο UR δεν είναι σημαντικές και οι κανόνες που διέπουν τις δραστηριότητες και τις μεταδόσεις του UR είναι ουσιαστικά οι ίδιοι και για την SVT. Επιπλέον, το UR μεταδίδει μέσω ενός από τα κανάλια της SVT. Για το λόγο αυτό, οι πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί σε καθεμία από τις δύο εταιρείες καθώς και οι πληρωμές που έχει πραγματοποιήσει κάθε μία από αυτές θα υπολογίζονται ενιαία.

(27)  Βλ. http://www.ses-sirius.com.

(28)  Βλ. ετήσια έκθεση 2000 της Teracom.

(29)  Βλ. την απάντηση του Οκτωβρίου 29, σ. 11.

(30)  Βλ. Statens Offentliga Utredningar: Sveriges övergång till digital-TV, Digital-TV-Kommissionen.

(31)  Πηγή: Mediavision, MMS, βλ. απάντηση 20ής Μαρτίου ερώτηση 15. Βλ. επίσης Radio och TV-verkets Mediautveckling 2005 και 2006.

(32)  Βλ. 1996/97:KU17, Rskr. 1996/97:178.

(33)  Βλ. 1996/97:KU17.

(34)  Βλ. 2002/03:KU33, Rskr. 2002/03:196.

(35)  Βλ. 2003/04:KU24, Rsks. 2003/04:231.

(36)  Βλ. https://www.teracom.se.

(37)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, τμήματα 3.4.2. και 3.5.

(38)  Βλ. http://www.teracom.se και Statens Offentliga Utredningar: Sveriges övergång till digital-TV, Digital-TV-Kommissionen.

(39)  Βλ. http://www.rtvv.se/se/Om_media/tv/digitaltv/αλλά και την έκθεση που συνέταξε η ρυθμιστική αρχή για τα ταχυδρομεία και τις τηλεπικοινωνίες το Νοέμβριο του 2005, Förstudie: Frigjort frekvensutrymme vid övergången till digitalt marksänd TV, σ. 5-7.

(40)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 22, καθώς και την απάντηση της κυβέρνησης της 20ής Δεκεμβρίου 2004, σ. 2. Επισημαίνεται ότι από τον Απρίλιο του 2005 η 3i είναι η ιδιοκτήτρια του 30 % που κατείχε προηγουμένως η Skandia.

(41)  Βλ. Lag 1989:41, lag om TV-avgift.

(42)  Στο ίδιο.

(43)  Βλ. Radio och TV i allmänhetens tjänst — Riktlinjer för en ny tillståndsperiod, Betänkande av Kommittén om radio och TV i allmänhetens tjänst, Στοκχόλμη 2005.

(44)  Βλ. Anslagsvillkor för Sveriges Television AB för år 2005, Prop. 2004/05:1, bet. 2004/05:KrU1, rskr. 2004/05:97.

(45)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 27–30 και 42–43.

(46)  Επίσης, τα έξοδα διανομής θα μειωθούν όταν καταργηθεί το αναλογικό επίγειο δίκτυο.

(47)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 27–30.

(48)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 27–29; Prop. 2001/02:1, s. 121; Prop. 2004/02:1, σ. 108· και την απάντηση της 20ής Μαρτίου, ερώτηση 4.

(49)  Βλ. Anslagsvillkor för Sveriges Television AB för år 2005, Prop. 2004/05:1, bet. 2004/05:KrU1, rskr. 2004/05:97 αλλά και την απάντηση της 20ής Μαρτίου, ερώτηση 4.

(50)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, τμήμα 3.6.2· την απάντηση της 20ής Μαρτίου, ερώτηση 9· και τις ετήσιες εκθέσεις της Teracom, για παράδειγμα, του 2003 και του 2004.

(51)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, τμήμα 3.6.2· και τη συμφωνία-πλαίσιο (ramavtalet) μεταξύ της Teracom και της SVT που υπογράφηκε στις 4 Μαρτίου 2004 και επισυνάπτεται στην απάντηση της 20ής Μαρτίου. Ο λόγος για τον οποίο η Teracom δεν υποχρεούται πλέον να καθορίζει τις τιμές της για την αναλογική μετάδοση σε επίπεδο κόστοςυ είναι η πρόσφατη απόφαση (με δεσμεύσεις) που εξέδωσε η PTS. Μετά την εν λόγω απόφαση, οι τιμές της Teracom υπόκεινται σε εκ των προτέρων έλεγχο από την PTS. Βλ. τμήμα 3.1.1 ανωτέρω.

(52)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, τμήμα 3.6.1, σ. 29.

(53)  Μόνο στην περίπτωση του τέταρτου πολυπλέκτη από το 2002 το μεταβλητό μέρος του τέλους μετάδοσης βασίζεται σε άλλο μοντέλο τιμολόγησης βάσει κόστους· βλ. την απάντηση της κυβέρνησης της 21ης Μαρτίου 2003.

(54)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, τμήμα 3.6.2· και την απάντηση της 20ής Μαρτίου, ερώτηση 9.

(55)  Βλ. Prop. 2005/06:1, utgiftsområde 24, σ. 71–74.

(56)  Tο κείμενο της παραγρ. 44 και της συνακόλουθης υποσημείωσης έχει διαγραφεί για λόγους εμπιστευτικότητας. Tο κείμενο αυτό περιλαμβάνει ορισμένες πληροφορίες σχετικά με μια συμφωνία μεταξύ της SVT και της Teracom

(57)  […]

(58)  Βλ. προσωρινή έκθεση της Teracom για το δεύτερο τρίμηνο του 2002.

(59)  Βλ. κυβερνητικό νομοσχέδιο 2001/02:76.

(60)  Βλ. κυβερνητικό νομοσχέδιο 2001/02:KrU07, Rskr. 2001/02:149.

(61)  Βλ. την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων, (ΕΕ C 71/2000, της 11.3.2000, σ. 7).

(62)  Οι προϋποθέσεις αυτές είναι: i) ο δανειζόμενος δεν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες· ii) ο δανειζόμενος θα μπορούσε καταρχήν να λάβει δάνειο από τις κεφαλαιαγορές χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση του κράτους· iii) η εγγύηση συνδέεται με συγκεκριμένη οικονομική συναλλαγή, αφορά καθορισμένο μέγιστο ποσό, δεν καλύπτει ποσοστό μεγαλύτερο του 80 % του οφειλόμενου δανείου ή άλλης οικονομικής υποχρέωσης (εκτός από ομόλογα και παρόμοια μέσα) και δεν είναι ανοικτού τύπου· και 4 ο δανειζόμενες καταβάλλει το τίμημα που προβλέπει η αγορά για την εγγύηση (που αντανακλά, μεταξύ άλλων, το ποσό και τη διάρκεια, τις ασφάλειες που παρέχει ο δανειζόμενος, τη χρηματοοικονομική κατάσταση του δανειζόμενου, τον τομέα δραστηριότητας και τις προοπτικές, τους τόκους υπερημερίας και άλλους οικονομικούς όρους).

(63)  Βλ. π.χ. προσωρινή έκθεση της Teracom για το δεύτερο τρίμηνο του 2002.

(64)  Ομοίως.

(65)  Πρόκειται για τον ενοποιημένο συντελεστή μετοχικού κεφαλαίου/περιουσιακών στοιχείων.

(66)  Βλ. απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 39.

(67)  Βλ. Prop. 2002/03:64. Η μετοχική συνεισφορά υπό όρους δεν αποτελεί δάνειο. Μία μετοχική συνεισφορά υπό όρους σημαίνει ότι η επιστροφή πραγματοποιείται μέσω πληρωμών μερισμάτων μόλις η εταιρεία εμφανίσει επαρκές ίδιο κεφάλαιο στον ισολογισμό. Βάσει της συμφωνίας μεταξύ του κράτους (μέσω της κυβέρνησης) και της Teracom, ως όρος τέθηκε ότι η επιστροφή θα αρχίσει μόλις η Teracom αποκτήσει επαρκή χρηματοοικονομικά μέσα για το σκοπό αυτό. Στη συμφωνία αναφέρεται επίσης συγκεκριμένα ότι η συνεισφορά πραγματοποιείται υπό «όρους αγοράς» και ότι η αναμενόμενη απόδοση είναι η ίδια με αυτή μιας μετοχικής συνεισφοράς υπό όρους όσον αφορά «ανταγωνιστική επιχειρηματική πράξη».

(68)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 50.

(69)  Βλ. υποσημείωση 4 ανωτέρω.

(70)  Βλ. υποσημείωση 5 ανωτέρω.

(71)  Βλ. υποσημείωση 6 ανωτέρω.

(72)  Βλ. υποσημείωση 7 ανωτέρω.

(73)  Βλ. υποσημείωση 8 ανωτέρω.

(74)  Βλ. υποσημείωση 9 ανωτέρω.

(75)  Βλ. υποσημείωση 10 ανωτέρω.

(76)  Βλ. υποσημείωση 11 ανωτέρω.

(77)  Η κυβέρνηση επισήμανε ιδίως ότι τα τέλη μετάδοσης που η Teracom χρεώνει στην SVT περιλαμβάνουν το ΦΠΑ και ότι αυτό υπολογίζεται στα ποσά που η SVT λαμβάνει από το λογαριασμό διανομής. Η Teracom δεν επωφελείται της πληρωμής ΦΠΑ, διότι πρέπει να καταβάλλει το σχετικό ποσό στη φορολογική αρχή, βλ. την απάντηση της 20ής Μαρτίου, ερώτηση 2.

(78)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 34.

(79)  Βλ. απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας, παράγραφος 36.

(80)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, τμήμα 3.6.2, σ. 32.

(81)  Βλ. πίνακα 3 και την απάντηση της 20ής Μαρτίου παράρτημα 7.

(82)  […]

(83)  Απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας, παράγραφος 36.

(84)  Βλ. την απάντηση της 25ης Απριλίου, ερώτηση 4.

(85)  Βλ. την απάντηση της 20ής Μαρτίου, παράρτημα 6.

(86)  Βλ. την απάντηση της 20ής Μαρτίου ερωτήσεις 7 και 8. Για καθεμία από τις ειδικές απαιτήσεις, η κυβέρνηση ποσοτικοποίησε τις επιπτώσεις της στις τιμές της Teracom.

(87)  Βλ. απόφαση του Κοινοβουλίου 2001/02:KrU07· Rskr. 2001/02:149.

(88)  Βλ. Regeringsformen (1974:152) κεφάλαιο 9 παράγραφος 10· το διάταγμα εγγύησης (1997:1006) και το νόμο όσον αφορά τον κρατικό προϋπολογισμό (1996:1059). Βλ. επίσης κυβερνητική απόφαση Ku2002/483/Me της 27ης Ιουνίου 2002.

(89)  Βλ. κυβερνητική απόφαση Ku2002/483/Me της 27ης Ιουνίου 2002.

(90)  Βλ. κυβερνητική απόφαση Ku2002/483/Me της 27ης Ιουνίου 2002 σε συνδυασμό με παραγράφους 8, 9, 11 και 12 του διατάγματος εγγύησης (1997:1006).

(91)  Η Standard & Poor’s είναι διεθνής εταιρεία που παρέχει ανεξάρτητες αξιολογήσεις πιστωληπτικής ικανότητας, δείκτες, αξιολογήσεις κινδύνων, έρευνα στον τομέα των επενδύσεων, στοιχεία και πραγματογνωμοσύνες. Η προκαταρκτική εκτίμηση της πίστωσης βασίστηκε κυρίως στους χρηματοοικονομικούς δείκτες της εταιρείας και όχι σε λεπτομερή ανάλυση της αγοράς.

(92)  Βλ. την έκθεση της εθνικής υπηρεσίας χρέους DNR 2002/000170 της 1ης Οκτωβρίου 2002.

(93)  Στην πραγματικότητα, αφότου δημιουργήθηκε το 1992, η Teracom παρουσίασε ζημίες μόνο τα εν λόγω δύο έτη, το 2001 και το 2002. Βλ. ετήσιους λογαριασμούς της Teracom αλλά και την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου σ. 40.

(94)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 38 έως 40.

(95)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 38 και 39· και ετήσιους λογαριασμούς της Teracom 2002 και 2003.

(96)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 39.

(97)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 39, 40 και 51 έως 56.

(98)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 51 και 53.

(99)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, παράρτημα 33.

(100)  Βλ. την απάντηση της 29ης Οκτωβρίου, σ. 55 και 56.

(101)  Βλ. παράγραφο 41 ανωτέρω.

(102)  Βλ. παραγράφους 42 και 43.

(103)  Βλ. παράγραφο 85 ανωτέρω.

(104)  Βλ. παράγραφο 102 ανωτέρω.

(105)  Βλ. παράγραφο 12 ανωτέρω.

(106)  Βλ. παράγραφο 41 ανωτέρω.

(107)  Βλ. παράγραφο 76 ανωτέρω.

(108)  Βλ. υπόθεση C-99/98, Δημοκρατία της Αυστρίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλ. 2001, σ. I-1101.

(109)  Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής στα κράτη μέλη: Εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 5 της οδηγίας 80/723/EΟΚ της Επιτροπής επί των δημοσίων επιχειρήσεων στον κλάδο της μεταποίησης (ΕΕ C 307, της 13.11.1993, σ. 3).

(110)  Μια μετοχική συνεισφορά υπό όρους πρέπει να επιστραφεί όταν η εταιρεία παρουσιάσει ελεύθερο ίδιο κεφάλαιο στον ισολογισμό.

(111)  Βλ. παραγράφους 93 και 94.

(112)  Βλ. έκθεση της PWC Bedömning av kapitaltillskott till Teracom AB enligt den marknadsekonomiska investerarprincipen, παράρτημα 33 της απάντησης της 29ης Οκτωβρίου.

(113)  Βλ. ετήσιους λογαριασμούς της Teracom 2003 έως 2005.

(114)  Βλ. προσωρινή έκθεση Q2 της Teracom για το 2006 («Delársrapport Q2»). To επιστραφέν ποσό ανερχόταν σε 150 εκατ. SΕΚ, δηλαδή σχεδόν το ένα τρίτο της μετοχικής συνεισφοράς υπό όρους.

(115)  Βλ. αναφορά στην υποσημείωση 15.

(116)  Σύμφωνα με την οδηγία, η Σουηδία όφειλε να καταργήσει όλα τα μονοπωλιακά δικαιώματα για τις υπηρεσίες μετάδοσης μέχρι τις 24 Ιουλίου 2003.

(117)  Βλ. π.χ. υπόθεση C-74/76, Iannelli & Volpi SpA κατά Ditta Paolo Meroni, Συλλ. 1977, σ. 00557· υπόθεση C-225/91, Matra SA κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Συλλ. 1993, σ. I-03203.

(118)  Βλ. π.χ. υπόθεση C-47/69, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλ. 1970, σ. 00496· και υπόθεση C-204/97, Πορτογαλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 2001, Συλλ. I-03175.


Top