EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C:2007:216:FULL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 216, 14 Σεπτέμβριος 2007


Display all documents published in this Official Journal
 

ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

50ό έτος
14 Σεπτεμβρίου # 2007


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

 

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

 

Ελεγκτικό Συνέδριο

2007/C 216/01

Γνώμη αριθ. 4/2007 σχετικά με σχέδιο κανονισμού (ΕΚ) της Επιτροπής για τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1653/2004 για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού-προτύπου των εκτελεστικών οργανισμών, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων [SEC(2007) 492 τελικό]

1

2007/C 216/02

Γνώμη αριθ. 6/2007 σχετικά με τις ετήσιες περιλήψεις των κρατών μελών, τις εθνικές δηλώσεις των κρατών μελών, καθώς και το ελεγκτικό έργο των εθνικών οργάνων ελέγχου για τα κοινοτικά κεφάλαια

3

EL

 


I Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

Ελεγκτικό Συνέδριο

14.9.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/1


ΓΝΩΜΟΔΌΤΗΣΗ αριθ. 4/2007

σχετικά με σχέδιο κανονισμού (ΕΚ) της Επιτροπής για τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1653/2004 για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού-προτύπου των εκτελεστικών οργανισμών, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων [SEC(2007) 492 τελικό]

(2007/C 216/01)

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 15,

τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1995/2006 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1653/2004 της Επιτροπής, της 21ης Σεπτεμβρίου 2004, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού-προτύπου των εκτελεστικών οργανισμών, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (3),

την πρόταση για σχέδιο κανονισμού (ΕΚ) της Επιτροπής για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1653/2004 της Επιτροπής για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού-προτύπου των εκτελεστικών οργανισμών, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (4),

το αίτημα της Επιτροπής για διατύπωση γνώμης, που περιήλθε στο Ελεγκτικό Συνέδριο στις 25 Απριλίου 2007,

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕ ΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ:

1.

Στόχος του σχεδίου κανονισμού είναι η τροποποίηση του δημοσιονομικού κανονισμού-προτύπου των εκτελεστικών οργανισμών (5) (εφεξής «δημοσιονομικός κανονισμός-πρότυπο»), συνεπεία των τροποποιήσεων που επήλθαν στον κανονισμό (EΚ, Eυρατόμ) αριθ. 1995/2006 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2006 για τροποποίηση του κανονισμού (EΚ, Eυρατόμ) αριθ. 1605/2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και υπό το φως της πείρας που αποκτήθηκε από τους υφιστάμενους εκτελεστικούς οργανισμούς.

2.

Το άρθρο 20 του σχεδίου κανονισμού ορίζει ότι, πέραν του ότι ο προϋπολογισμός και οι διορθωτικοί προϋπολογισμοί διαβιβάζονται, προς ενημέρωση, στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την Επιτροπή και δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο των εν λόγω οργανισμών, μια «συνοπτική παρουσίαση των προϋπολογισμών και των διορθωτικών προϋπολογισμών δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός τριών μηνών από την έγκρισή τους». Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της δημοσιονομικής διαφάνειας, ενδείκνυται να προσδιοριστεί η εμβέλεια και το περιεχόμενο της συνοπτικής παρουσίασης που δημοσιεύουν οι εκτελεστικοί οργανισμοί.

3.

Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 27 ορίζει ότι «απαγορεύεται σε όλους τους δημοσιονομικούς παράγοντες (…) και σε κάθε άλλο πρόσωπο που συμμετέχει στην εκτέλεση, τη διαχείριση, τον λογιστικό ή άλλο έλεγχο του προϋπολογισμού, να εκδίδει οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης του προϋπολογισμού μέσω της οποίας θα μπορούσε να προκύψει σύγκρουση μεταξύ των ιδίων του συμφερόντων και εκείνων του οργανισμού ή των Κοινοτήτων». Ο όρος «εκτέλεση του προϋπολογισμού» (όπως στο άρθρο 52 του δημοσιονομικού κανονισμού) πρέπει να απαλειφθεί ή να επαναδιατυπωθεί το εν λόγω άρθρο, εφόσον τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε εργασίες λογιστικού ή άλλου ελέγχου δεν πρέπει να εκδίδουν πράξεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

4.

Σε ό,τι αφορά το άρθρο 42α του σχεδίου κανονισμού για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού-προτύπου, αναφέρεται ότι ο οργανισμός καταρτίζει κατάσταση των κοινοτικών απαιτήσεων (στο γαλλικό κείμενο «créances communautaires») αναφέροντας το όνομα των οφειλετών και το ύψος της οφειλής τους, εφόσον έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση που διατάσσει τον οφειλέτη να καταβάλει το σχετικό ποσό, η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου, και εφόσον δεν έχει καταβληθεί κανένα ποσό ή κάποιο σημαντικό ποσό επί ένα έτος από την έκδοση της εν λόγω απόφασης (6). Ο όρος «créances communautaires» (κοινοτικές απαιτήσεις) είναι υπερβολικά γενικός. Θα πρέπει να προσδιοριστεί ότι οι εν λόγω απαιτήσεις είναι μόνον εκείνες που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό λειτουργίας των εκτελεστικών οργανισμών.

Η παρούσα γνώμη εγκρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο στο Λουξεμβούργο, κατά τη συνεδρίασή του της 12ης Ιουλίου 2007.

Για το Ελεγκτικό Συνέδριο

Hubert WEBER

Πρόεδρος


(1)  ΕΕ L 11 της 16.1.2003, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 390 της 30.12.2006, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 297 της 22.9.2004, σ. 6.

(4)  SEC(2007) 492 τελικό της 25ης Απριλίου 2007.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1653/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 297 της 22.9.2004, σ. 6).

(6)  Παρόμοια διάταξη υπάρχει στους κανόνες εφαρμογής του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού (βλέπε άρθρο 81 παράγραφος 4 των κανόνων εφαρμογής).


14.9.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/3


ΓΝΏΜΗ αριθ. 6/2007

σχετικά με τις ετήσιες περιλήψεις των κρατών μελών, τις «εθνικές δηλώσεις» των κρατών μελών, καθώς και το ελεγκτικό έργο των εθνικών οργάνων ελέγχου για τα κοινοτικά κεφάλαια

(υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 248 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ)

(2007/C 216/02)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 248 παράγραφος 4, και το άρθρο 279,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως τα άρθρα 160 Γ παράγραφος 4, και το άρθρο 183,

τη γνώμη του Συνεδρίου αριθ. 2/2004 σχετικά με το «πρότυπο του ενιαίου ελέγχου» (single audit), καθώς και με πρόταση για πλαίσιο εσωτερικού κοινοτικού ελέγχου (1),

τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1995/2006 του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2006 για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2),

το σχέδιο δράσης της Επιτροπής προς ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου (3), και ιδίως τις δράσεις 5, 6 και 8,

την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής για το 2005 — Τμήμα III — Επιτροπή (4), και ιδίως τα σημεία 19 έως 30,

το ψήφισμα της 11ης Δεκεμβρίου 2006 της Επιτροπής Επαφών των Ανωτάτων Οργάνων Ελέγχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενίσχυση και τη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των ΑΟΕ της ΕΕ σχετικά με τη συνεισφορά στη βελτίωση της λογοδοσίας για τα κοινοτικά κεφάλαια (5), και ιδίως το σημείο 9,

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕ ΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ:

I.

Η γνώμη καλύπτει τρία διαφορετικά αλλά συνδεδεμένα μεταξύ τους θέματα. Το πρώτο αφορά τη νέα απαίτηση που καθιερώθηκε με τον αναθεωρημένο δημοσιονομικό κανονισμό σχετικά με τις ετήσιες περιλήψεις των ελέγχων και των γνωμών που απαιτούν οι τομεακοί κανονισμοί (όπως σχετικά με τους οργανισμούς πληρωμών στον τομέα της γεωργίας, που εκδίδονται από τις ελεγκτικές αρχές στην περίπτωση των διαρθρωτικών ταμείων). Το δεύτερο αφορά τις εθνικές δηλώσεις εκ μέρους των αρχών ορισμένων κρατών μελών, οι οποίες ξεκινούν ως εκούσιες πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της υποχρέωσης λογοδοσίας προς τα εθνικά κοινοβούλια και ελέγχονται από τα αντίστοιχα εθνικά όργανα ελέγχου. Το τρίτο αφορά τις εκούσιες εκθέσεις και πιστοποιητικά των εθνικών οργάνων ελέγχου σχετικά με τη διαχείριση των κοινοτικών κεφαλαίων εντός των οικείων κρατών μελών.

Ετήσιες περιλήψεις

II.

Οι ετήσιες περιλήψεις των τομεακών ελέγχων και των δηλώσεων αξιοπιστίας (γνωμών), τις οποίες καθιέρωσε ο αναθεωρημένος δημοσιονομικός κανονισμός, αποτελούν έναν πρόσθετο κρίκο που συνδέει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη στο πλαίσιο ενός αλυσιδωτού προτύπου. Οι πρώτες ετήσιες περιλήψεις αναμένονται έως τις 15 Φεβρουαρίου 2008, όσον αφορά το 2007.

III.

Η Επιτροπή πρέπει να ασκεί κατάλληλη εποπτεία σχετικά με τις ετήσιες περιλήψεις — των οποίων η ποιότητα εξαρτάται από την ποιότητα των υποκειμένων πράξεων — προκειμένου να διασφαλίζει τη συνεκτικότητα, τη συγκρισιμότητα και τη χρησιμότητά τους. Μολονότι η νομοθεσία περιορίζει τις ετήσιες περιλήψεις σε απλές περιλήψεις για κάθε συγκεκριμένο τομέα, η Επιτροπή πρέπει να ενθαρρύνεται ως προς την προώθηση της προστιθέμενης αξίας στη διαδικασία, όπως ο εντοπισμός των κοινών προβλημάτων, των πιθανών λύσεων και της βέλτιστης πρακτικής.

IV.

Οι ετήσιες περιλήψεις αποτελούν ένα πρόσθετο στοιχείο εσωτερικού ελέγχου. Εάν επισημαίνουν τις αρετές και τις αδυναμίες, θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη βελτίωση του ελέγχου των κοινοτικών κεφαλαίων στους τομείς της επιμερισμένης διαχείρισης.

Εθνικές δηλώσεις

V.

Οι εθνικές δηλώσεις αποτελούν εκούσιες πρωτοβουλίες ορισμένων κρατών μελών, που προέρχονται από το υψηλότερο επίπεδο και απευθύνονται στα εθνικά κοινοβούλια. Το εάν οι εθνικές δηλώσεις παρέχουν χρήσιμες πρόσθετες πληροφορίες εξαρτάται από την εμβέλεια και την ποιότητα των εργασιών στις οποίες στηρίχθηκαν.

VI.

Οι εθνικές δηλώσεις, εστιάζοντας στην εθνική υποχρέωση λογοδοσίας για τη χρήση των κοινοτικών κεφαλαίων επιμερισμένης διαχείρισης και αποδεικνύοντάς την, έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να οδηγούν σε βελτίωση της διαχείρισης. Οι εθνικές δηλώσεις μπορούν να θεωρούνται ως ένα νέο στοιχείο εσωτερικού ελέγχου, και τόσο η Επιτροπή όσο και το Συνέδριο πρέπει να τις εξετάζουν υπό το πρίσμα αυτό.

Εθνικό ελεγκτικό έργο

VII.

Ορισμένα εθνικά όργανα ελέγχου διενεργούν ελέγχους σχετικά με τα κοινοτικά κεφάλαια με δική τους πρωτοβουλία και για τους σκοπούς της κατάρτισης εκθέσεων σε εθνικό επίπεδο. Σε μία περίπτωση το εθνικό όργανο ελέγχου διατυπώνει γνώμη σχετικά με τη συμμόρφωση των συστημάτων με την κανονιστική ρύθμιση, καθώς και σχετικά με τη νομιμότητα και κανονικότητα των πράξεων.

Προϋποθέσεις και περιορισμοί για τη χρησιμοποίηση της δυνητικής βεβαιότητας

VIII.

Το Συνέδριο αναγνωρίζει ότι ενδέχεται να είναι δυνατή η χρησιμοποίηση της δυνητικής βεβαιότητας που παρέχουν οι ελεγχόμενες εθνικές δηλώσεις και το εθνικό ελεγκτικό έργο, με παράλληλη τήρηση των απαιτήσεων των διεθνών ελεγκτικών προτύπων. Ως προϋπόθεση για τη χρησιμοποίηση της δυνητικής βεβαιότητας, είναι αναγκαίο οι εθνικές δηλώσεις ή το εθνικό ελεγκτικό έργο να χαρακτηρίζονται από την κατάλληλη εμβέλεια και προσέγγιση, καθώς και να πραγματοποιούνται την κατάλληλη χρονική στιγμή και σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.

IX.

Όσον αφορά τη συμμόρφωση με τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα, ανακύπτει μία μόνον επιτακτική απαίτηση: ο εξωτερικός ελεγκτής που επιθυμεί να στηριχθεί στη γνώμη ή τις εργασίες άλλων, ή να τις χρησιμοποιήσει, πρέπει να συγκεντρώσει άμεσα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ορθή βάση των εν λόγω εργασιών. Ο χρόνος που χρειάζεται το Συνέδριο για τη συγκέντρωση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να συγκρίνεται με το χρόνο που εξοικονομείται μέσω της μείωσης των άμεσων ελέγχων (ή άλλων διαδικασιών) στον τομέα του ελέγχου.

X.

Η «εθνική» φύση των εθνικών δηλώσεων και του εθνικού ελεγκτικού έργου έρχεται σε αντίθεση με την ισχύουσα οριζόντια φύση των εργασιών του Συνεδρίου, όπου τα συμπεράσματα διατυπώνονται συνήθως κατά τομέα του προϋπολογισμού παρά κατά επιμέρους κράτος μέλος. Προκειμένου οι εθνικές δηλώσεις ή το εθνικό ελεγκτικό έργο να έχουν κάποιο δυνητικό αντίκτυπο στο έργο του Συνεδρίου, είναι αναγκαίο να χαρακτηρίζονται από κατάλληλη και συγκρίσιμη εμβέλεια, προσέγγιση και εγκαιρότητα. Εντούτοις, ανεξάρτητα από τη χρήση εκ μέρους του Συνεδρίου των εν λόγω εργασιών, το Συνέδριο αναγνωρίζει τη δυνητική επίδραση των εθνικών δηλώσεων και του εθνικού ελεγκτικού έργου στην αύξηση της ευαισθητοποίησης, στους κόλπους των κρατών μελών, σχετικά με τη σημασία του εσωτερικού ελέγχου των κοινοτικών κεφαλαίων.

XI.

Τόσο οι τομεακές γνώμες (στις οποίες στηρίζονται οι ετήσιες περιλήψεις) όσο και οι διάφορες εθνικές πρωτοβουλίες σχετικά με δηλώσεις και ελέγχους διαθέτουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: εξετάζουν τα συστήματα και καταλήγουν σε σχετικά συμπεράσματα. Οι εθνικές δηλώσεις ενδέχεται επίσης να παρέχουν συγκεκριμένες γνώμες σχετικά με τη νομιμότητα και κανονικότητα των υποκειμένων πράξεων. Η πείρα υποδεικνύει ότι ο μείζων κίνδυνος για τις τελευταίες έγκειται στην αξιοπιστία των πληροφοριών που παρέχουν οι δικαιούχοι κατά την υποβολή αιτήσεων για κοινοτικά κεφάλαια, και όχι στον τρόπο επεξεργασίας των πληροφοριών από τα κράτη μέλη ή την Επιτροπή. Μια μεμονωμένη δήλωση ότι τα συστήματα λειτουργούν όπως απαιτείται από τους κοινοτικούς κανονισμούς ενδέχεται να μην παρέχει βεβαιότητα σχετικά με τη νομιμότητα και κανονικότητα των αντίστοιχων πράξεων.

Τρόπος προσέγγισης του ελέγχου

XII.

Το γεγονός ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος εσωτερικού ελέγχου σημαίνει ότι οι ετήσιες περιλήψεις θα ενσωματωθούν στις συνήθεις διαδικασίες ελέγχου του Συνεδρίου. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει αξιολόγηση τόσο της συνεισφοράς των ετήσιων περιλήψεων στον εσωτερικό έλεγχο συνολικά όσο και του τρόπου κατά τον οποίο η Επιτροπή διαχειρίζεται τη διαδικασία και χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που αυτές παρέχουν για τον εποπτικό της ρόλο.

XIII.

Ένα σημείο στο οποίο πρέπει να επικεντρωθεί ο τρόπος προσέγγισης του Συνεδρίου σχετικά με τις εθνικές δηλώσεις ή το εθνικό ελεγκτικό έργο είναι ο αντίκτυπός τους στον κύριο ελεγχόμενο φορέα του, την Επιτροπή, καθώς και η χρήση τους από αυτήν. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει αξιολόγηση του τρόπου κατά τον οποίο η Επιτροπή παρέχει καθοδήγηση, λαμβάνει υπόψη τις διαπιστώσεις, εξακριβώνει την αξιοπιστία τους και προσαρμόζει αναλόγως τις ελεγκτικές δραστηριότητές της.

XIV.

Όσον αφορά τη δήλωση αξιοπιστίας του Συνεδρίου, πρέπει να πραγματοποιηθεί διάκριση μεταξύ των εθνικών δηλώσεων per se και των εθνικών δηλώσεων που ελέγχονται από τα εθνικά όργανα ελέγχου. Οι εθνικές δηλώσεις διαθέτουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με τις θέσεις (management representations): ενδέχεται να περιλαμβάνουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση του κοινοτικού προϋπολογισμού, αλλά δεν αποτελούν οι ίδιες αποδεικτικό στοιχείο ελέγχου με αποδεικτική ισχύ, ούτε είναι υπεύθυνο το Συνέδριο για τον έλεγχο της αξιοπιστίας τους, εκτός εάν επιθυμεί να τις χρησιμοποιήσει.

XV.

Οι γνώμες που διατυπώνουν τα εθνικά όργανα ελέγχου σχετικά με τα συστήματα και/ή τη νομιμότητα και κανονικότητα των εσόδων και των δαπανών, είτε αυτούσιες είτε ως γνώμες σχετικά με τις εθνικές δηλώσεις, ενδέχεται να αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου στα οποία μπορεί να στηριχθεί το Συνέδριο, τηρώντας τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα. Θα λαμβάνονται υπόψη από το Συνέδριο κατά το σχεδιασμό και την εκτέλεση του έργου του.

XVI.

Στην πράξη, η βεβαιότητα που παρέχεται σχετικά με τα συστήματα θα μπορούσε να χρησιμοποιείται κατά το σχεδιασμό δημοσιονομικών ελέγχων/ελέγχων συμμόρφωσης, τόσο κατά την εκτίμηση του κινδύνου του ελέγχου όσο και κατά την εφαρμογή του προτύπου βεβαιότητας ελέγχου. Έπειτα από εξέταση και εάν θεωρούνται αξιόπιστες, οι εργασίες των εθνικών οργάνων ελέγχου θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται από το Συνέδριο στο πλαίσιο του δικού του ελέγχου συστημάτων (συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου), μειώνοντας δυνητικά τον αριθμό των απαιτούμενων άμεσων ελέγχων επαλήθευσης.

XVII.

Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, εάν το Συνέδριο πρόκειται να στηρίζεται στο έργο των εθνικών οργάνων ελέγχου, θα είναι αναγκαίο να εξακριβώνει την καταλληλότητα και την ποιότητα των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν. Αυτό θα απαιτεί στην πράξη διμερή συνεργασία μεταξύ του Συνεδρίου και των εθνικών οργάνων ελέγχου.

Μελλοντική πρόοδος

XVIII.

Προκειμένου να συνεισφέρει στη βελτίωση της διαχείρισης, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης των ετήσιων περιλήψεων για τον εντοπισμό και την προώθηση της βέλτιστης πρακτικής εντός (και μεταξύ) των κρατών μελών. Η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει τη σχέση μεταξύ της συμμόρφωσης των συστημάτων με την κανονιστική ρύθμιση και των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται προκειμένου να κριθεί το αποδεκτό επίπεδο νομιμότητας και κανονικότητας των υποκειμένων πράξεων μέσω των τομεακών γνωμών στις οποίες στηρίζονται οι ετήσιες περιλήψεις και οι εθνικές δηλώσεις.

XIX.

Ο τρόπος προσέγγισης του ελέγχου των κοινοτικών κεφαλαίων εκ μέρους των εθνικών οργάνων ελέγχου θίγεται στο πλαίσιο εντολής της ομάδας εργασίας της Επιτροπής Επαφών που είναι αρμόδια για την «ανάπτυξη κοινών προτύπων ελέγχου και συγκρίσιμων κριτηρίων ελέγχου, τα οποία να είναι ειδικά σχεδιασμένα για τον τομέα της ΕΕ» (6). Τα κοινά πρότυπα προσέγγισης και οι κοινές μέθοδοι ενδέχεται να αυξήσουν τη δυνατότητα του Συνεδρίου να στηρίζεται στο έργο των εθνικών οργάνων ελέγχου, με προϋπόθεση την ανάγκη συγκέντρωσης άμεσων αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την ποιότητα του εν λόγω έργου.

Η παρούσα γνώμη εγκρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο στο Λουξεμβούργο, κατά τη συνεδρίασή του της 19ης Ιουλίου 2007.

Για το Ελεγκτικό Συνέδριο

Hubert WEBER

Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 107 της 30.4.2004.

(2)  ΕΕ L 390 της 30.12.2006.

(3)  COM(2006) 9 τελικό.

(4)  P6_TA(2007)0132.

(5)  Ψήφισμα CC-R-2006-01.

(6)  Ψήφισμα CC-R-2006-01 της Επιτροπής Επαφών των Ανωτάτων Οργάνων Ελέγχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11.12.2006.


Top