EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C:2006:097:FULL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 97, 25 Απρίλιος 2006


Display all documents published in this Official Journal
 

ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 97

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

49ό έτος
25 Απριλίου 2006


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Επιτροπή

2006/C 097/1

Ισοτιμίες του ευρώ

1

2006/C 097/2

Κρατική ενίσχυση — Ισπανία — Κρατική ενίσχυση C 1/2006 (πρώην NN 103/2005) — Chupa Chups — Ανακοίνωση για δημοσίευση στην ΕΕ με γνώμονα το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ( 1 )

2

 

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

2006/C 097/3

Γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων με αντικείμενο την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την εσωτερική ασφάλεια καθώς και της Ευρωπόλ, προς αναζήτηση δεδομένων για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης και διερεύνησης τρομοκρατικών πράξεων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων (COM (2005) 600 τελικό)

6

 

Διορθωτικά

2006/C 097/4

Διόρθωση της ανακοίνωσης της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 90/396/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις συσκευές αερίου (ΕΕ C 49 της 28.2.2006)

11

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ανακοινώσεις

Επιτροπή

25.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 97/1


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

24 Απριλίου 2006

(2006/C 97/01)

1 ευρώ=

 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,2365

JPY

ιαπωνικό γιεν

142,17

DKK

δανική κορόνα

7,4608

GBP

λίρα στερλίνα

0,69190

SEK

σουηδική κορόνα

9,3420

CHF

ελβετικό φράγκο

1,5712

ISK

ισλανδική κορόνα

94,84

NOK

νορβηγική κορόνα

7,8310

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CYP

κυπριακή λίρα

0,5761

CZK

τσεχική κορόνα

28,385

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

262,43

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,6960

MTL

μαλτέζικη λίρα

0,4293

PLN

πολωνικό ζλότι

3,8587

RON

ρουμανικό λέι

3,4651

SIT

σλοβενικό τόλαρ

239,61

SKK

σλοβακική κορόνα

37,120

TRY

τουρκική λίρα

1,6385

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,6562

CAD

καναδικό δολάριο

1,4064

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

9,5872

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,9478

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,9612

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 161,94

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

7,4419

CNY

κινεζικό γιουάν

9,9149

HRK

κροατικό κούνα

7,2995

IDR

ινδονησιακή ρουπία

10 926,95

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,511

PHP

πέσο Φιλιππινών

63,803

RUB

ρωσικό ρούβλι

33,9400

THB

ταϊλανδικό μπατ

46,437


(1)  

Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


25.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 97/2


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΙΣΠΑΝΊΑ

Κρατική ενίσχυση C 1/2006 (πρώην NN 103/2005) — Chupa Chups

Ανακοίνωση για δημοσίευση στην ΕΕ με γνώμονα το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(2006/C 97/02)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Με επιστολή της 25 Ιανουαρίου 2006 που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ισπανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με ενίσχυση στην επαγγελματική κατάρτιση που συνδέεται με το προαναφερθέν μέτρο.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της ενίσχυσης στην επαγγελματική κατάρτιση για την οποία η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

State Aid Greffe

Rue de la Loi/Wetstraat, 200

B-1049 Brussels

Φαξ: (32-2) 296 12 42.

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στην Ισπανία. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς με μνεία των σχετικών λόγων.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

Διαδικασία

Με επιστολή που πρωτοκολλήθηκε στις 22.4.2005, η Επιτροπή έλαβε καταγγελία από έναν ανταγωνιστή σχετικά με το κατ' ισχυρισμό μέτρο ενίσχυσης υπέρ της Chupa Chups S.A. Η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες με επιστολές στις 10.6.2005 και στις 7.9.2005, στις οποίες η Ισπανία απάντησε με επιστολές που πρωτοκολλήθηκαν στις 11.8.2005, 26.10.2005, 18.11.2005 και 12.12.2005.

Περιγραφή

Ως δικαιούχος της ενίσχυσης εμφανίζεται η Chupa Chups S.A., η οποία είναι η ελέγχουσα εταιρεία ενός οικογενειακού βιομηχανικού ομίλου που ιδρύθηκε στην Ισπανία το 1940. Η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην παραγωγή και διάθεση ζαχαρωτών και ιδίως γλειφιτζουριών (70 % των πωλήσεων), για τα οποία η Chupa Chups είναι ο κύριος παγκόσμιος προμηθευτής (ετήσια παραγωγή 17 000 τόνων ή 12 εκατομμύρια τεμάχια την ημέρα, που διατίθενται σε 150 χώρες). Αυτή τη στιγμή ο όμιλος διαθέτει τέσσερα κέντρα παραγωγής, που βρίσκονται στη Ρωσία, στο Μεξικό, στο Sant Esteve de Sesrovires (Bαρκελώνη) και στη Villamayor (Asturias).

Στις 5.9.2003, στα πλαίσια της οικονομικής αναδιάρθρωσης της επιχείρησης από το 2002, το Instituto Catalán de Finanzas («ICF», χρηματοδοτικός οργανισμός της περιφερειακής κυβέρνησης της Καταλωνίας) χορήγησε πίστωση 35 εκατομμυρίων ευρώ. Από την άλλη πλευρά, οι πληροφορίες που χορήγησαν οι ισπανικές αρχές αποκάλυψαν περαιτέρω μέτρα υπέρ της εταιρείας, και συγκεκριμένα:

1) δημόσιες επιδοτήσεις που ανέρχονται σε 12,57 εκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2004· 2) εγγύηση από την περιφερειακή κυβέρνηση των Asturias που καλύπτει πίστωση 4,4 εκατομμυρίων ευρώ· 3) φορολογική διευκόλυνση ύψους 12,96 εκατομμυρίων ευρώ που συμφωνήθηκε το 2004· 4) άτοκη πίστωση 2,8 εκατομμυρίων ευρώ που χορηγήθηκε από το ισπανικό «Ministerio de Ciencia y Tecnología» (Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας)· 5) συμπληρωματικές μη διευκρινισμένες επιδοτήσεις («subvenciones de explotación») ύψους 1,58 εκατομμυρίων ευρώ.

Aξιολόγηση

Σ' αυτό το στάδιο, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση. Ιδίως, η προαναφερθείσα πίστωση ICF και η φορολογική διευκόλυνση δεν φαίνονται να προσομοιάζουν στη συμπεριφορά ενός ιδιώτη πιστωτή σε κανονικές συνθήκες της αγοράς. Παρόλο που η εταιρεία φαίνεται να είναι επιλέξιμη για ενίσχυση σύμφωνα με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, σ' αυτό το στάδιο, η Επιτροπή δεν μπορεί να αξιολογήσει την τήρηση αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών, εν απουσία οποιουδήποτε σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Συμπέρασμα

Λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες αμφιβολίες, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«Por la presente, la Comisión tiene el honor de comunicar a España que, tras haber examinado la información facilitada por sus autoridades sobre la medida arriba indicada, ha decidido incoar el procedimiento previsto en el artículo 88, apartado 2, del Tratado CE.

PROCEDIMIENTO

1.

Por carta registrada el 22 de abril de 2005, la Comisión recibió una denuncia de un competidor sobre una supuesta medida de ayuda a favor de Chupa Chups S.A. La Comisión solicitó información por cartas de 10 de junio de 2005 y de 7 de septiembre de 2005, a las que España respondió por cartas registradas el 11 de agosto de 2005, el 26 de octubre de 2005, el 18 de noviembre de 2005 y el 12 de diciembre de 2005.

DESCRIPCIÓN DEL BENEFICIARIO Y DE LAS MEDIDAS DE AYUDA

2.

Chupa Chups S.A. es una sociedad holding de un grupo industrial familiar establecido en España en 1940, que goza de importante presencia internacional. Su principal actividad consiste en la fabricación y comercialización de golosinas, especialmente de chupa-chups (70 % de las ventas), de los que Chupa Chups es el mayor proveedor mundial (producción anual de 17 000 toneladas, o 12 millones de unidades/día, comercializados en 150 países). Actualmente, el grupo cuenta con cuatro centros de producción situados en Rusia, México, Sant Esteve de Sesrovires (Barcelona) y Villamayor (Asturias).

3.

En los últimos años, el grupo ha atravesado por graves problemas económicos, con unas pérdidas consolidadas de 22,5 millones de euros en 2002, 4,72 millones de euros en 2003 y 5,95 millones de euros en 2004, así como un volumen de negocios decreciente (1). Dada la situación, la dirección lanzó un plan de reestructuración en 2002, que condujo al cierre de las plantas de fabricación de Brasil, Francia y China y a la venta de algunas marcas secundarias. Además, se llevó a cabo una reestructuración financiera a fondo:

(1)

En julio de 2002 se acordó con un grupo de bancos privados un préstamo sindicado por un importe máximo de 75 millones de euros. El contrato estipulaba una serie de obligaciones para la empresa y el cumplimiento de algunos ratios financieros. La operación estaba garantizada por varias empresas pertenecientes al grupo. A finales de 2004, los reembolsos pendientes de este préstamo eran de 14 millones de euros con vencimiento en 2005, 8,56 millones de euros en 2006, y 25,25 millones de euros en 2007. En 2005, la empresa recibió una propuesta de los bancos agentes en el crédito sindicado para renovar la financiación.

(2)

En marzo de 2003, los propietarios aportaron fondos extra por valor de 8 millones de euros.

(3)

Una remodelación de la estructura empresarial hizo surgir, y contabilizar como nuevos fondos, otros 6,9 millones de euros (2).

4.

En el contexto de esta reestructuración financiera, el 5 de septiembre de 2003 el Instituto Catalán de Finanzas [“ICF”, entidad crediticia del Gobierno regional catalán (3)] concedió a la empresa un crédito de 35 millones de euros. De esta cantidad, 20 millones de euros estaban destinados contractualmente a la cancelación parcial del mencionado crédito sindicado. Los restantes 15 millones de euros pretendían cubrir otras necesidades de tesorería de la empresa. El crédito se concedió con un periodo de amortización de 12 años, incluidos 2 años de periodo de carencia. El tipo de interés se indexó a 6 meses Euribor, más un margen de 1,125 %. El principal aval del crédito consistía en una propiedad inmobiliaria (4), tasada por un perito independiente en 71 millones de euros. Este crédito es el motivo de la denuncia por supuesta ayuda estatal presentada a la Comisión.

5.

En respuesta a las preguntas de la Comisión a raíz de la denuncia, las autoridades españolas ofrecieron información que ha revelado medidas adicionales a favor de Chupa Chups. En concreto:

(1)

La contabilidad anual del año 2004 pone de manifiesto subvenciones públicas por valor de 12,57 millones de euros a finales de ese ejercicio. Esta cifra incluye, en particular: 1,58 millones de euros del Ministerio español de Agricultura y Pesca como ayuda a la inversión en las instalaciones de Barcelona; 4,44 millones de euros de “otros organismos públicos” de ayuda para la construcción de la planta de Asturias; 5,19 millones de euros de “diversos organismos públicos” para la ampliación de esa misma planta de Asturias durante el periodo 1999-2003. Las autoridades españolas no han facilitado información en respuesta a las peticiones de la Comisión en cuanto a la naturaleza y justificación de estas medidas.

(2)

De los 12,57 millones de euros de subvenciones públicas mencionados, unos 5 millones de euros todavía quedaban por cobrarse a finales de 2004. El 17 de septiembre de 2004, la Dirección de la empresa aprobó el compromiso de esta cantidad restante (es decir, el crédito frente a las autoridades públicas) en el contexto de un crédito firmado con un banco privado por un máximo de 4,4 millones de euros (5). El crédito fue avalado por el Gobierno regional de Asturias. Las autoridades españolas no han respondido a las preguntas de la Comisión sobre las circunstancias de este aval.

(3)

En febrero de 2004, la Agencia Tributaria española autorizó a Chupa Chups a fraccionar el pago de su deuda en concepto de IVA y de impuesto de sociedades en plazos trimestrales que expirarán el 20 de febrero de 2008. Como garantía de este aplazamiento, se constituyó una nueva hipoteca sobre la Casa Batlló. Del total de la deuda aplazada (12,96 millones de euros), 4,56 millones de euros seguían pendientes a 31 de diciembre de 2004. Los intereses aplicados corresponden al tipo de interés oficial por intereses de demora, establecido anualmente en la Ley de Presupuestos nacional (6).

(4)

La contabilidad anual de 2004 de la empresa refleja un crédito sin intereses de 2,8 millones de euros que, al parecer, le concedió el Ministerio español de Ciencia y Tecnología el 30 de marzo de 2004 (7). No obstante, las autoridades españolas han declarado desconocer la existencia de dicho crédito (8).

(5)

En 2004 Chupa Chups recibió subvenciones adicionales no especificadas (“subvenciones de explotación” (9)) por valor de 1,58 millones de euros. Las autoridades españolas no han respondido a la solicitud de información de la Comisión sobre la naturaleza y la justificación de dichas subvenciones.

EVALUACIÓN DE LA AYUDA

1.   Existencia de ayuda estatal

6.

El artículo 87, apartado 1, del Tratado CE declara que serán incompatibles con el mercado común, en la medida en que afecten a los intercambios comerciales entre Estados miembros, las ayudas otorgadas por los Estados o mediante fondos estatales, bajo cualquier forma, que falseen o amenacen falsear la competencia, favoreciendo a determinadas empresas o producciones.

7.

Todas las medidas enumeradas en los apartados 4 y 5 implican la asignación de fondos estatales. Puesto que la ayuda está destinada a una empresa individual, se cumple el criterio de selectividad. Además, puesto que Chupa Chups está presente en el mercado de las golosinas, sector en el que existe comercio entre Estados miembros, y es una empresa con actividad internacional, también se cumple el criterio de que afecta al comercio dentro de la Comunidad.

Crédito con el ICF

8.

Por lo que se refiere al crédito del ICF, sigue por determinarse si distorsiona la competencia ya que confiere a Chupa Chups una ayuda que no habría conseguido en el mercado privado. En otras palabras, la Comisión tiene que determinar si este organismo público actuó igual que habría hecho un hipotético inversor en economía de mercado en circunstancias similares.

9.

Las autoridades españolas consideran que el crédito del ICF debe considerarse teniendo presente la reestructuración en curso del grupo. Sostienen que su objetivo era ampliar los plazos de los pagos de la empresa y que la calidad del riesgo del crédito no había cambiado desde el préstamo de la banca privada. Además, señalan que el grupo tiene actualmente deudas con entidades privadas por valor de unos 30 millones de euros. Por tanto, concluyen que las relaciones de Chupa Chups con los mercados de capital son normales.

10.

Sin embargo, algunos factores parecen indicar que la empresa sí obtuvo ventajas con la financiación recibida del ICF:

El crédito no imponía ninguna condición restrictiva (por ejemplo, en ratios financieros) vinculada al crédito sindicado contraído con la banca privada un año antes, a pesar de que desde entonces había transcurrido otro año más de pérdidas;

Es evidente que las condiciones acordadas con el ICF eran mejores para la empresa que las del crédito sindicado, ya que aquél se asignó inmediatamente a la cancelación parcial de éste.

11.

La existencia de ayuda estatal según el principio del inversor en la economía de mercado debe evaluarse a la vista del riesgo y de las perspectivas de beneficio para el acreedor:

Por lo que se refiere al riesgo asumido por el ICF, las autoridades españolas han declarado que el principal aval del crédito es una hipoteca de primer grado sobre una propiedad inmobiliaria valorada en unos 70 millones de euros. No obstante, a pesar de las solicitudes de la Comisión, las autoridades españolas no han determinado: i) por qué, si la empresa era capaz de proponer este aval, ningún banco privado al parecer se mostró dispuesto a aportar financiación en condiciones comparables a las del ICF; ii) cuáles eran las condiciones (garantías, tipo de interés y otras) vinculadas al crédito sindicado de 30 de julio de 2002; iii) cuáles eran las condiciones de la propuesta de refinanciación recibida en 2005 de los bancos participantes en el crédito sindicado (y el resultado de esas negociaciones);

Por lo que se refiere al tipo de interés del crédito: parece corresponder al tipo de mercado aplicable a empresas saneadas; en concreto, no hay prima de riesgo habida cuenta de los problemas del deudor.

12.

Visto lo anterior, la Comisión duda de que el crédito concedido por el ICF cumpla el criterio del inversor en una economía de mercado. En consecuencia, en esta fase la Comisión no puede excluir que la medida constituya ayuda estatal con arreglo al artículo 87, apartado 1, del Tratado CE.

Moratoria fiscal

13.

Consideraciones similares sobre la aplicación del criterio del inversor en una economía de mercado se aplican a la moratoria fiscal mencionada en el apartado 5.3. A este respecto, los actos de la autoridad pública deben compararse al comportamiento de un hipotético acreedor en una economía de mercado cuyo único objetivo sea obtener la devolución de las cantidades que se le adeudan en las condiciones más ventajosas posibles en cuanto al grado de satisfacción y al plazo.

14.

No obstante, las autoridades españolas no han facilitado información que muestre que la moratoria fiscal se debió al deseo de proteger los intereses financieros de la agencia tributaria, o que esto mejoró la posición de la misma respecto a lo que podría haber obtenido mediante otros procedimientos administrativos o civiles en virtud de la legislación nacional, tales como la ejecución tributaria.

15.

Por consiguiente, en esta fase la Comisión duda de que la agencia tributaria española actuara como un acreedor diligente en una economía de mercado. Y si no lo hizo, la moratoria fiscal constituiría una ventaja que Chupa Chups no podría haber conseguido en el mercado, causando así una distorsión de la competencia. Por consiguiente, la medida constituye ayuda estatal con arreglo al artículo 87, apartado 1, del Tratado CE.

Subvenciones públicas, avales públicos y crédito subvencionado

16.

Las intervenciones citadas en el apartado 5, puntos (1), (2), (4) y (5) son, por su propia naturaleza, susceptibles de falsear la competencia dentro de la Comunidad, al dar a Chupa Chups una ventaja sobre sus competidores que no reciben la ayuda. Las autoridades españolas no han aportado elementos que contradigan esta conclusión. La Comisión, por tanto, considera que estas medidas son ayudas estatales con arreglo al artículo 87, apartado 1, del Tratado CE.

2.   Excepciones al amparo del artículo 87, apartados 2 y 3, del Tratado CE

17.

El objetivo primero de las medidas es ayudar a una empresa en crisis. En tales casos, sólo puede aplicarse la excepción del artículo 87, apartado 3, letra c) del Tratado CE, que permite autorizar ayudas estatales concedidas para facilitar el desarrollo de determinadas actividades siempre que no alteren las condiciones de los intercambios en forma contraria al interés común, si se cumplen las condiciones pertinentes.

18.

Las ayudas de salvamento y de reestructuración para empresas en crisis actualmente están reguladas por las Directrices comunitarias sobre ayudas estatales de salvamento y de reestructuración de empresas en crisis (10) (en lo sucesivo, “las Directrices”).

19.

Dados sus resultados en los últimos 4 años y la evolución de sus ratios financieros, Chupa Chups parece una empresa en crisis con arreglo a la sección 2.1 de las Directrices. En concreto, la contabilidad anual de 2004 muestra pérdidas acumuladas de años anteriores por valor de 38,42 millones de euros que corresponden al 360 % del capital suscrito a finales de ese año (10,66 millones de euros). Los resultados negativos obtenidos en 2004 representan un 55,8 % adicional de ese capital.

20.

En esas circunstancias, Chupa Chups en principio podría haberse acogido a una ayuda de reestructuración. Sin embargo, en esta fase la Comisión considera que no se respetan los criterios de compatibilidad de la ayuda establecidos en las Directrices. En concreto:

(1)

Las autoridades españolas no han presentado ningún plan de reestructuración, cuya aplicación sería una condición para la concesión de la ayuda. Por tanto, no existe relación entre la ayuda concedida por las distintas entidades públicas y las medidas de reestructuración emprendidas por el beneficiario desde 2002;

(2)

Al no existir una notificación y un plan de reestructuración, la Comisión no ha podido evaluar si la ayuda restablecerá la viabilidad a largo plazo, si se ha limitado al mínimo ni si se han evitado falseamientos indebidos a la competencia (especialmente dada la significativa presencia en el mercado del beneficiario).

21.

Habida cuenta de lo anterior, y con la información de que se dispone en esta fase, la Comisión duda de que las medidas controvertidas sean compatibles con el mercado común como ayuda de reestructuración. Además, no parece ser de aplicación ninguna otra excepción establecida en el Tratado CE.

DECISIÓN

22.

Habida cuenta de las consideraciones anteriores, la Comisión ha decidido incoar el procedimiento establecido en el artículo 88, apartado 2, del Tratado CE e insta a España, de conformidad con el artículo 10, apartado 3, del Reglamentono 659/1999 del Consejo a aportar, en el plazo de un mes desde el recibo de la presente, toda la documentación, información y datos necesarios para evaluar si las medidas pertinentes no constituyen ayuda estatal, así como toda la documentación, información y datos necesarios para evaluar la compatibilidad de la ayuda. La Comisión solicita a España que remita sin demora una copia de la presente carta al beneficiario potencial de la ayuda.

23.

La Comisión desea recordar a España que el artículo 88, apartado 3, del Tratado CE tiene efecto suspensorio y llama su atención sobre el artículo 14 del Reglamento no 659/1999 del Consejo, que dispone que toda ayuda ilegal deberá ser recuperada del beneficiario.

24.

Por la presente, la Comisión comunica a España que informará a los interesados mediante la publicación de la presente carta y de un resumen significativo en el Diario Oficial de la Unión Europea. Asimismo, informará a los interesados en los Estados miembros de la AELC signatarios del Acuerdo EEE mediante la publicación de una comunicación en el suplemento EEE del Diario Oficial, y al Órgano de Vigilancia de la AELC mediante copia de la presente. Se invitará a todos los interesados mencionados a presentar sus observaciones en un plazo de un mes a partir de la fecha de publicación de la presente.»


(1)  344 millones de euros en 2002; 294 millones de euros en 2003; 261 millones de euros en 2004.

(2)  Varias operaciones entre junio y diciembre de 2004, incluida la división de las actividades inmobiliarias y la incorporación de la propiedad de las marcas mediante el incremento de capital.

(3)  El ICF es una entidad de capital público, adscrita a la Consejería de Economía y Finanzas de la Generalidad de Cataluña, que tiene como misión facilitar financiación a los sectores privado y público de la economía catalana. Como institución de crédito público, está especializada en la financiación a medio y largo plazo con especial atención a la pequeña y mediana empresa. El ICF cuenta con personalidad jurídica, patrimonio y tesorería propios, así como autonomía de gestión para el cumplimiento de sus fines. El ICF fue creado por la Ley 2/1985 de 14 de enero.

(4)  La “Casa Batlló” es un emblemático edificio de Gaudí en el centro de Barcelona, declarado “Monumento Histórico-Artístico de Interés Nacional” por España. No obstante, el crédito incluía garantías adicionales para cubrir el riesgo de que algún organismo público adujera un derecho de compra preferencial sobre el edificio. Al final, esto no se produjo y se eliminaron las garantías adicionales. Según las autoridades españolas, la hipoteca sobre la Casa Batlló por el crédito del ICF es de primer grado.

(5)  El crédito fue firmado con un plazo de reembolso de 3 años. A 31 de diciembre de 2004, el importe de 4,4 millones de euros había sido totalmente utilizado.

(6)  5,5 % hasta el 31.12.2003; 4,75 % en 2004; 5 % a partir de 2005.

(7)  El importe deberá rembolsarse en pagos bianuales en un plazo de 6 años y el primer pago se efectuará el 20 de enero de 2006.

(8)  Además, el 29 de diciembre de 2000 ese mismo Ministerio concedió un crédito sin intereses de 1,5 millones de euros en aplicación del régimen aprobado “Actuaciones de Reindustrialización” (N 102/97, N 72/98, N 35/99, N 182/01).

(9)  Las “subvenciones de explotación” generalmente van destinadas a compensar un déficit de actividades específicas o a aportar unos ingresos mínimos.

(10)  DO C 244 de 1.10.2004, p. 2.


Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

25.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 97/6


Γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων με αντικείμενο την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την εσωτερική ασφάλεια καθώς και της Ευρωπόλ, προς αναζήτηση δεδομένων για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης και διερεύνησης τρομοκρατικών πράξεων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων (COM (2005) 600 τελικό)

(2006/C 97/03)

Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 286,

το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 8,

την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και ιδίως το άρθρο 41,

την αίτηση για γνωμοδότηση κατά τις διατάξεις του άρθρου 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, η οποία παραλήφθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2005 από την Επιτροπή,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΗ:

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.   Προκαταρκτική παρατήρηση

Η πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την εσωτερική ασφάλεια καθώς και της Ευρωπόλ, προς αναζήτηση δεδομένων για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης και διερεύνησης τρομοκρατικών πράξεων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων (εφεξής «η πρόταση») διαβιβάστηκε από την Επιτροπή στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) με επιστολή που φέρει ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 2005. Ο ΕΕΠΔ θεωρεί την επιστολή αυτή ως αίτηση για παροχή συμβουλών στα κοινοτικά όργανα και οργανισμούς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Κατά τον ΕΕΔΠ, η παρούσα γνώμη θα πρέπει να μνημονεύεται στο προοίμιο της απόφασης.

Ο ΕΕΔΠ κρίνει ότι είναι σημαντικό να γνωμοδοτήσει για το ευαίσθητο αυτό θέμα, διότι η υπόψη πρόταση αποτελεί άμεσο επακόλουθο της σύστασης του VIS, το οποίο θα υπόκειται στην εποπτεία του και σχετικά με το οποίο εξέδωσε γνώμη στις 23 Μαρτίου 2005 (1). Στη γνώμη εκείνη είχε ήδη τεθεί ως υπόθεση εργασίας η πρόσβαση των αρχών αστυνόμευσης (βλέπε κατωτέρω). Η σύσταση νέων δικαιωμάτων πρόσβασης στο VIS επηρεάζει καθοριστικά το σύστημα από άποψη προστασίας δεδομένων. Η γνωμοδότηση συνεπώς σχετικά με την παρούσα πρόταση αποτελεί αναγκαία συνέχεια της πρώτης γνωμοδότησης.

1.2.   Η σημασία της πρότασης

α)   Γενικό πλαίσιο

Η πρόταση είναι σημαντική όχι μόνο για το ίδιο το περιεχόμενό της αλλά και γιατί εντάσσεται στη γενικότερη τάση να παρέχεται στις αρχές αστυνόμευσης πρόσβαση σε διάφορα μεγάλης κλίμακας συστήματα πληροφοριών και εξακρίβωσης ταυτότητας. Αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της διαλειτουργικότητας και των συνεργιών μεταξύ των ευρωπαϊκών βάσεων δεδομένων στον τομέα της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων (2), και ειδικότερα στο σημείο 4.6: «Σε σχέση με τον στόχο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και της εγκληματικότητας, το Συμβούλιο τώρα θεωρεί ότι αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι οι αρχές εσωτερικής ασφάλειας δεν έχουν πρόσβαση στα δεδομένα VIS. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί επίσης και για όλα τα δεδομένα SIS II μετανάστευσης και ΕURODAC.»

Κατόπιν τούτου, η παρούσα πρόταση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προηγούμενο για ανάλογα νομικά μέσα αναπτυσσόμενα στο πλαίσιο άλλων βάσεων δεδομένων και έχει αποφασιστική σημασία να οριστούν εξ αρχής οι περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε να είναι αποδεκτή η πρόσβαση αυτή.

β)   Επιπτώσεις της διευρυμένης πρόσβασης στο VIS

Ο ΕΕΠΔ αναγνωρίζει βεβαίως την ανάγκη να επωφελούνται οι αρχές αστυνόμευσης των βέλτιστων δυνατών εργαλείων ώστε να εντοπίζουν τους δράστες τρομοκρατικών ενεργειών ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων. Επίσης έχει υπόψη του ότι τα δεδομένα του VIS είναι δυνατόν υπό ορισμένες περιστάσεις να αποτελέσουν ουσιώδη πηγή πληροφοριών για τις αρχές αυτές.

Η παροχή όμως πρόσβασης σε υπηρεσίες αστυνόμευσης σε βάσεις δεδομένων του πρώτου πυλώνα, όσο και αν δικαιολογείται λόγω καταπολέμησης της τρομοκρατίας, απέχει πολύ από το να είναι αμελητέας σημασίας. Πρέπει να μη λησμονείται ότι το VIS αποτελεί σύστημα πληροφοριών που έχει αναπτυχθεί για την εφαρμογή της ευρωπαϊκής πολιτικής για τις θεωρήσεις και όχι ως εργαλείο αστυνόμευσης. Είναι βέβαιο ότι η συστηματική πρόσβαση θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή παραβίαση της αρχής του οριοθετημένου σκοπού. Έχει ως επακόλουθο δυσανάλογη εισχώρηση στην ιδιωτική ζωή των ταξιδιωτών, οι οποίοι έχουν συμφωνήσει για την επεξεργασία δεδομένων που τους αφορούν με σκοπό να αποκτήσουν θεώρηση και αναμένουν ότι τα δεδομένα αυτά θα συλλεγούν, θα χρησιμοποιηθούν και θα διαβιβαστούν μόνο για το σκοπό αυτό.

Εφόσον τα συστήματα πληροφοριών δημιουργούνται για συγκεκριμένο σκοπό, με διασφαλίσεις, ασφάλεια, όρους πρόσβασης καθοριζόμενα από το σκοπό αυτό, η παροχή συστηματικής πρόσβασης για σκοπό διαφορετικό από τον αρχικό θα μπορούσε όχι μόνο να παραβιάζει την αρχή του οριοθετημένου σκοπού αλλά και να καθιστά τα προαναφερθέντα στοιχεία ποιοτικώς ή ποσοτικώς ανεπαρκή.

Παρομοίως, μία τόσο σημαντική μεταβολή στο σύστημα θα μπορούσε να ανατρέψει τα αποτελέσματα της μελέτης εκτίμησης επιπτώσεων (όπου αντιμετωπιζόταν η χρήση του συστήματος μόνο για τον αρχικό του σκοπό). Το ίδιο ισχύει για τις γνώμες των αρχών προστασίας δεδομένων. Θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η νέα πρόταση μεταβάλλει τις βάσεις της ανάλυσης συμμόρφωσης που έχει πραγματοποιηθεί από αυτούς.

γ)   Αυστηρή οριοθέτηση αυτής της πρόσβασης

Με βάση τις ανωτέρω παρατηρήσεις, ο ΕΕΠΔ θα επιθυμούσε να τονίσει ότι η πρόσβαση αρχών αστυνόμευσης στο VIS μπορεί να παρέχεται μόνο σε συγκεκριμένες περιστάσεις, κατά περίπτωση, και πρέπει να συνοδεύεται από αυστηρές διασφαλίσεις. Αυτό σημαίνει ότι η αναζήτηση δεδομένων από υπηρεσίες αστυνόμευσης πρέπει να περιορίζεται με επαρκή τεχνικά και νομικά μέσα σε συγκεκριμένες υποθέσεις.

Αυτό ο ΕΕΠΔ το έχει ήδη υπογραμμίσει στη γνώμη του σχετικά με το VIS: «Ο ΕΕΠΔ γνωρίζει ότι οι υπηρεσίες αστυνόμευσης επιθυμούν να έχουν πρόσβαση στο VIS· στις 7 Μαρτίου του 2005, το Συμβούλιο εξέδωσε σχετικά συμπεράσματα. Δεδομένου ότι ο σκοπός του VIS είναι η βελτίωση της κοινής πολιτικής θεωρήσεων, πρέπει να τονιστεί ότι η συνήθης πρόσβαση των αρχών αστυνόμευσης στα δεδομένα αυτά δεν ήταν σύμφωνη προς το σκοπό αυτόν. Μολονότι, σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, η πρόσβαση αυτή θα μπορούσε να επιτρέπεται κατά περίπτωση, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν κατάλληλες διασφαλίσεις, δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί η συστηματική πρόσβαση.».

Τελικώς, οι ουσιώδεις απαιτήσεις θα μπορούσε να συνοψιστούν ως εξής:

Δεν πρέπει να δοθεί συστηματική πρόσβαση: η απόφαση πρέπει να διασφαλίζει την κατά περίπτωση εξέταση της ανάγκης πρόσβασης από αρχές του τρίτου πυλώνα και της αναλογικότητάς της, σε όλες τις υποθέσεις. Για το σκοπό αυτό, έχει υπέρτατη σημασία η ακριβής διατύπωση του νομικού μέσου ώστε να μην αφήνονται περιθώρια διασταλτικής ερμηνείας, που θα ήταν δυνατόν στη συνέχεια να οδηγήσουν σε συστηματική πρόσβαση.

Σε υποθέσεις όπου παρέχεται πρόσβαση, και λαμβανόμενου υπόψη του ευαίσθητου χαρακτήρα της πρόσβασης αυτής, πρέπει να θεσπίζονται οι ενδεδειγμένες διασφαλίσεις και όροι, περιλαμβανομένου πλήρους καθεστώτος προστασίας δεδομένων για χρήση των δεδομένων σε εθνικό επίπεδο.

1.3.   Πρώτες παρατηρήσεις

Ο ΕΕΠΔ αναγνωρίζει ότι στο υπόψη προτεινόμενο μέσο έχει δοθεί μεγάλη σημασία στην προστασία των δεδομένων, κυρίως με τον περιορισμό της πρόσβασης σε συγκεκριμένες υποθέσεις, και μόνο στο πλαίσιο της καταπολέμησης σοβαρών αξιόποινων πράξεων (3).

Μεταξύ των υπόλοιπων θετικών στοιχείων, ο ΕΕΠΔ θα επιθυμούσε επίσης να αναφέρει ειδικά:

τον περιορισμό σε ορισμένες μορφές αξιόποινων πράξεων αναφερόμενων στη Σύμβαση Ευρωπόλ

την υποχρέωση των κρατών μελών να καταρτίζουν κατάλογο με τις αρχές που έχουν πρόσβαση και να δημοσιοποιούν τους καταλόγους αυτούς

την ύπαρξη κεντρικού σημείου πρόσβασης σε κάθε κράτος μέλος (και εξειδικευμένης μονάδας στο πλαίσιο της Ευρωπόλ), για να επιτυγχάνονται καλύτερη διαλογή αιτήσεων πρόσβασης καθώς και καλύτερη εποπτεία

τους αυστηρούς κανόνες για περαιτέρω διαβίβαση δεδομένων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 5 της πρότασης

την υποχρέωση των κρατών μελών και της Ευρωπόλ να τηρούν αρχεία με τα πρόσωπα τα αρμόδια να λαμβάνουν γνώση των δεδομένων.

2.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

2.1.   Προκαταρκτική παρατήρηση

Για να δοθεί πρόσβαση σε αρχές σε βάση τρίτου πυλώνα, η κύρια πρόταση για το VIS πρώτου πυλώνα θα έπρεπε να προβλέπει ρήτρα «γέφυρας», η οποία να καθορίζει κατ' ουσία το ενδεχόμενο περιεχόμενο νομοθετικού μέσου τρίτου πυλώνα όπως η παρούσα πρόταση. Όταν ο ΕΕΠΔ εξέδωσε τη γνώμη του σχετικά με το VIS, αυτή η ρήτρα γέφυρας δεν είχε ακόμη εισαχθεί, οπότε ο ΕΕΠΔ δεν ήταν σε θέση να προβεί σε σχετικές παρατηρήσεις. Συνεπώς, όλες οι παρατηρήσεις που διατυπώνονται στη συνέχεια τελούν υπό τη δέουσα επιφύλαξη ως προς το περιεχόμενο της ρήτρας γέφυρας.

2.2.   Σκοπός της πρόσβασης

Προκειμένου να διασφαλιστεί δεόντως η οριοθέτηση της πρόσβασης, είναι σημαντικό να καθοριστούν προσεκτικά οι όροι για την πρόσβαση στο VIS. Είναι ευπρόσδεκτο ότι, επιπροσθέτως προς την ίδια την προταθείσα απόφαση, η εισηγητική έκθεση και οι αιτιολογικές σκέψεις (βλέπε ειδικότερα αιτιολογική σκέψη 7) καθιστούν σαφέστατο ότι η πρόθεση του νομοθέτη είναι να παρέχεται πρόσβαση μόνο κατά περίπτωση.

Για το άρθρο 5 της πρότασης είναι δυνατό να διατυπωθεί μία παρατήρηση με σκοπό να χρησιμεύσει ως οδηγός για την ερμηνεία του άρθρου.

Το άρθρο 5 περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της πρόσβασης με ουσιώδεις όρους:

β)

η πρόσβαση προς αναζήτηση δεδομένων πρέπει να είναι αναγκαία για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης και διερεύνησης τρομοκρατικών πράξεων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων

γ)

η πρόσβαση προς αναζήτηση δεδομένων πρέπει να είναι αναγκαία σε μια συγκεκριμένη υπόθεση (…), και

δ)

πρέπει να συντρέχουν βάσιμοι λόγοι, βασιζόμενοι σε συγκεκριμένες ενδείξεις, για να θεωρηθεί ότι η μελέτη των δεδομένων του VIS θα συμβάλει στην πρόληψη, την εξακρίβωση και τη διερεύνηση κάποιας από τις ανωτέρω αξιόποινων πράξεων.

Οι όροι αυτοί είναι σωρευτικοί ενώ ο όρος στο σημείο β) αποτελεί μάλλον ορισμό πεδίου εφαρμογής καθ' ύλη. Πρακτικώς αυτό σημαίνει ότι η αρχή που ζητεί την πρόσβαση πρέπει να αντιμετωπίζει σοβαρή αξιόποινη πράξη, όπως αναφέρεται στο σημείο β) στην πρόταση· πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένη υπόθεση, όπως αναφέρεται στο σημείο γ). Επιπροσθέτως, η αρχή πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι στην υπόψη συγκεκριμένη υπόθεση η αναζήτηση δεδομένων στο VIS θα συμβάλει στην πρόληψη, την εξακρίβωση ή την έρευνα της σχετικής αξιόποινης πράξης, όπως προβλέπεται στο σημείο δ).

Ακόμη και με αυτή την ερμηνεία του άρθρου 5, ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ανησυχία του λόγω της ελαστικής διατύπωσης στο σημείο δ): ο όρος «θα συμβάλει» είναι μάλλον ευρύς. Είναι πολυάριθμες οι υποθέσεις στις οποίες δεδομένα του VIS θα μπορούσαν να «συμβάλουν» στην πρόληψη ή τη διερεύνηση σοβαρής αξιόποινης πράξης. Για να δικαιολογείται η πρόσβαση σε δεδομένα του VIS κατά παρέκκλιση της αρχής του οριοθετημένου σκοπού, ο ΕΕΠΔ φρονεί ότι αυτή η αναζήτηση δεδομένων πρέπει να «συμβάλει ουσιωδώς» στην πρόληψη, την εξακρίβωση και τη διερεύνηση της υπόψη σοβαρής αξιόποινης πράξης και προτείνει την τροποποίηση του άρθρου 5 αναλόγως.

Το άρθρο 10 ορίζει ότι στα αρχεία πρέπει να εμφαίνεται ο ακριβής σκοπός της πρόσβασης. Ο «ακριβής σκοπός» πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθιστούνν την αναζήτηση δεδομένων στο VIS αναγκαία υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 5 σημείο δ). Αυτό αναμένεται ότι θα βοηθήσει ώστε να εξασφαλιστεί η εφαρμογή κάποιας βασάνου αναγκαιότητας για όλες τις αναζητήσεις δεδομένων στο VIS, και να μειωθεί ο κίνδυνος συστηματικής πρόσβασης.

2.3.   Κλειδιά αναζήτησης στη βάση δεδομένων VIS

Το άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 3 προβλέπει διβηματική πρόσβαση στα δεδομένα VIS, με δυνατότητα πρόσβασης σε ένα σύνολο δεδομένων μόνον εφόσον για το πρώτο σύνολο δεδομένων υπήρξε επιτυχές αποτέλεσμα. Η πρoσέγγιση καθαυτή είναι ορθή, το πρώτο σύνολο δεδομένων όμως φαίνεται πολύ ευρύ. Ειδικότερα, είναι δυνατόν να τεθούν ερωτήματα όσον αφορά το ενδιαφέρον δεδομένων όπως τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 παράγραφος 2 σημεία ε) και θ) για το πρώτο σύνολο δεδομένων:

Ο «σκοπός του ταξιδιού» φαίνεται ότι αποτελεί κλειδί πολύ γενικό για να μπορεί να είναι αποτελεσματική η έρευνα στο σύστημα. Επί πλέον, ενέχει κίνδυνο συστηματικού χαρακτηρισμού τύπου ταξιδιωτών με βάση το στοιχείο αυτό.

Όσον αφορά τις «φωτογραφίες», η δυνατότητα αναζήτησης σε μία τόσο μεγάλη βάση δεδομένων με βάση φωτογραφίες είναι περιορισμένη. Με τη σημερινή κατάσταση της τεχνολογίας, τα αποτελέσματα αναζητήσεων αυτού του είδους παρουσιάζουν απαράδεκτο ποσοστό εσφαλμένων αντιστοιχίσεων. Οι συνέπειες εσφαλμένης ταυτοποίησης είναι πολύ σοβαρές για το πρόσωπο που αφορά η αναζήτηση.

Με βάση τα ανωτέρω, ο ΕΕΠΔ ζητεί να θεωρηθούν τα δεδομένα του άρθρου 5 παράγραφος 2 σημεία ε) και θ) ως συμπληρωματικές πληροφορίες, προσπελάσιμες εφόσον η πρώτη αναζήτηση δείξει ότι στο σύστημα υπάρχουν ήδη δεδομένα και να μετατεθούν στο άρθρο 5 παράγραφος 3.

Εναλλακτικώς, η δυνατότητα έρευνας στη βάση δεδομένων με βάση φωτογραφίες θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αποτίμησης της σχετικής τεχνολογίας από τη συμβουλευτική επιτροπή, και να υλοποιηθεί μόνον όταν η τεχνολογία θα είναι ώριμη και θα μπορεί να θεωρηθεί αρκετά αξιόπιστη.

2.4.   Εφαρμογή σε κράτη μέλη για τα οποία δεν ισχύει ο κανονισμός σχετικά με το VIS

Πρόσβαση στο VIS για αναζήτηση στοιχείων μπορεί να έχουν αρχές αρμόδιες για την εσωτερική ασφάλεια κρατών τα οποία δεν συμμετέχουν στο VIS. Οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να πραγματοποιούν την αναζήτηση μέσω κάποιου συμμετέχοντος κράτους μέλους, τηρουμένων δεόντως των όρων του άρθρου 5 παράγραφος 1 σημεία β) έως δ) (δηλαδή κατά περίπτωση), και να υποβάλλουν δεόντως αιτιολογημένη γραπτή αίτηση.

Ο ΕΕΠΔ θα επιθυμούσε να υπογραμμίσει την ανάγκη επιβολής κάποιων όρων για την επεξεργασία που ακολουθεί την αναζήτηση στοιχείων. Ο κανόνας που ισχύει για κράτη μέλη που συμμετέχουν στο VIS είναι ότι, μετά την ανάκτηση δεδομένων από το VIS, η επεξεργασία τους πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με την απόφαση πλαίσιο για την προστασία δεδομένων στον τρίτο πυλώνα (βλέπε κατωτέρω). Ο ίδιος όρος πρέπει να εφαρμόζεται όσον αφορά τα κράτη μέλη στα οποία δεν ισχύει ο κανονισμός σχετικά με το VIS, τα οποία όμως ανατρέχουν στα δεδομένα του συστήματος. Η ίδια λογική πρέπει να ακολουθείται σχετικά με την τήρηση αρχείων για μελλοντική εποπτεία. Έτσι, ο ΕΕΠΔ συνιστά να προστεθεί στο άρθρο 6 της πρότασης μία παράγραφος με σκοπό οι διατάξεις των άρθρων 8 και 10 της απόφασης να εφαρμόζονται και στα κράτη μέλη για τα οποία δεν ισχύει ο κανονισμός σχετικά με το VIS.

2.5.   Καθεστώς προστασίας δεδομένων

α)   Εφαρμογή της απόφασης πλαίσιο για την προστασία δεδομένων στον τρίτο πυλώνα

Εφόσον η πρόσβαση από αρχές αρμόδιες για την εσωτερική ασφάλεια αποτελεί εξαίρεση όσον αφορά τους σκοπούς του VIS, πρέπει να υπόκειται σε συνεκτικό καθεστώς προστασίας δεδομένων, που να εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας για τα ανακτώμενα από το VIS δεδομένα τα οποία υφίστανται επεξεργασία από εθνικές αρχές ή από την Ευρωπόλ.

Το άρθρο 8 της πρότασης ορίζει ότι η απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων υφιστάμενων επεξεργασία στο πλαίσιο αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας για ποινικά θέματα (εφεξής «η απόφαση πλαίσιο») ισχύει για την επεξεργασία δεδομένων σύμφωνα με την προτεινομένη απόφαση. Έτσι, όσον αφορά την προστασία δεδομένων, η προκείμενη πρόταση πρέπει να θεωρηθεί ως lex specialis που συμπληρώνει ή εξειδικεύει τη lex generalis (δηλαδή την απόφαση-πλαίσιο). Παραδείγματος χάρη, στην προκείμενη πρόταση οι κανόνες σχετικά με την περαιτέρω διαβίβαση δεδομένων είναι αυστηρότεροι και πρέπει να ακολουθούνται. Το ίδιο ισχύει και σχετικά με τους λόγους για πρόσβαση στα δεδομένα.

β)   Πεδίο εφαρμογής

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι το καθεστώς προστασίας δεδομένων της απόφασης-πλαίσιο εφαρμόζεται σε κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων με βάση την προτεινόμενη απόφαση. Αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο προστασίας δεδομένων είναι ισοδύναμο, όποιες αρχές και αν ανατρέχουν στα δεδομένα του VIS.

Εφόσον το άρθρο 2 χρησιμοποιεί λειτουργικό κριτήριο για τον ορισμό των αρχών αυτών («εκείνες οι αρχές στα κράτη μέλη που είναι αρμόδιες για την πρόληψη, την εξακρίβωση και τη διερεύνηση τρομοκρατικών πράξεων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων»), ο ορισμός αυτός θα μπορούσε να καλύψει τις υπηρεσίες πληροφοριών καθώς και τις αστυνομικές αρχές. Συνεπώς οι υπηρεσίες πληροφοριών που ανατρέχουν στο VIS υπόκεινται κατ' αρχή στις ίδιες υποχρεώσεις από άποψη προστασίας δεδομένων, στοιχείο προφανώς θετικό.

Επειδή όμως μπορεί να υπάρχουν κάποιες αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία αυτή όσον αφορά την εφαρμογή της απόφασης πλαίσιο στις υπηρεσίες πληροφοριών κατά την πρόσβασή τους σε δεδομένα του VIS, ο ΕΕΠΔ προτείνει εναλλακτική διατύπωση, όπως:

«Στις υποθέσεις στις οποίες η απόφαση πλαίσιο (…) δεν εφαρμόζεται, τα κράτη μέλη προβλέπουν επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ισοδύναμο προς εκείνο που εξασφαλίζεται με βάση την απόφαση πλαίσιο.».

γ)   Εποπτεία

Σχετικά με τη διατύπωση του άρθρου 8, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η παράγραφος 1 αφορά την επεξεργασία δεδομένων εντός του εδάφους των κρατών μελών. Οι παράγραφοι 2 και 3 διευκρινίζουν το πεδίο εφαρμογής τους (επεξεργασία δεδομένων από την Ευρωπόλ και την Επιτροπή) και θα πρέπει να αναφέρεται ρητά ότι η παράγραφος 1 αφορά άλλη περίπτωση.

Ο καταμερισμός των εποπτικών αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τις αντίστοιχες δραστηριότητες των διάφορων παραγόντων ακολουθεί προσέγγιση ορθή. Απουσιάζει όμως ένα στοιχείο: η ανάγκη συντονισμένης προσέγγισης κατά την εποπτεία. Όπως έχει ήδη αναφερθεί στη γνώμη του ΕΕΠΔ σχετικά με το VIS: «Όσο για την εποπτεία του VIS, έχει σημασία να τονιστεί ότι οι εποπτικές δραστηριότητες της εθνικής εποπτικής αρχής και του ΕΕΠΔ θα πρέπει μέχρις ορισμένου βαθμού να συντονίζονται […] Χρειάζεται όντως η εναρμονισμένη εφαρμογή του κανονισμού και η συνεργασία για μια κοινή μεθόδευση κοινών προβλημάτων.

Το άρθρο 35 [της πρότασης VIS] θα πρέπει λοιπόν να περιλαμβάνει σχετική διάταξη που να ορίζει ότι ο ΕΕΠΔ συγκαλεί συνεδρίαση με τις εθνικές εποπτικές αρχές τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο.».

Το ίδιο ισχύει και για τη συγκεκριμένη αυτή χρήση του VIS (με συμμετοχή εν προκειμένω και της Κοινής Εποπτικής Αρχής της Ευρωπόλ). Η εποπτεία θα πρέπει να είναι πλήρως συνεπής προς την εποπτεία του «VIS πρώτου πυλώνα», εφόσον πρόκειται για το ίδιο σύστημα. Επί πλέον, η σύγκληση συντονιστικών συναντήσεων, από τον ΕΕΠΔ με συμμετοχή όλων των μερών που συμμετέχουν στην εποπτεία, αποτελεί επίσης το πρότυπο που έχει επιλεγεί στο πλαίσιο της εποπτείας άλλων μεγάλης κλίμακας συστημάτων πληροφοριών, όπως το Eurodac.

O ΕΕΠΔ δεν αγνοεί ότι σε κάποιο βαθμό προβλέπεται συντονισμός στην πρόταση, όπου αναφέρεται ο ρόλος της μελλοντικής ομάδας εργασίας για την προστασία φυσικών προσώπων όσον αφορά την προστασία προσωπικών δεδομένων, η οποία συγκροτείται με το άρθρο 31 της προταθείσας απόφασης πλαίσιο. Πρέπει πάντως να αναφερθεί και πάλι ότι η ίδια η εποπτεία δεν εμπίπτει στην αποστολή του εν λόγω συμβουλευτικού οργάνου.

Ο ΕΕΠΔ προτείνει να προστεθεί διάταξη που θα ορίζει ότι η συντονιστική συνάντηση η συγκαλούμενη από τον ΕΕΠΔ στο πλαίσιο της εποπτείας του «VIS πρώτου πυλώνα» θα έχει και αρμοδιότητα για δεδομένα που υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με την πρόταση και ότι, για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να αντιπροσωπεύεται η ΚΕΑ της Ευρωπόλ.

2.6.   Αυτοέλεγχος

Το άρθρο 12 της πρότασης προβλέπει συστήματα παρακολούθησης για το VIS. Κατά την άποψη του ΕΕΠΔ η παρακολούθηση αυτή δεν πρέπει να αφορά μόνο τα αποτελέσματα, τη σχέση κόστους και αποτελεσματικότητας και την ποιότητα υπηρεσιών ως παραμέτρους, αλλά και τη συμμόρφωση προς τις νομικές απαιτήσεις, ειδικότερα στον τομέα της προστασίας δεδομένων. Το άρθρο 12 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

Για να πραγματοποιείται αυτός ο αυτοέλεγχος νομιμότητας της επεξεργασίας, θα πρέπει να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να κάνει χρήση των αρχείων των τηρούμενων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 της πρότασης. Συνεπώς, το άρθρο 10 θα πρέπει να προβλέπει ότι τα αρχεία αυτά αποθηκεύονται όχι μόνο για την παρακολούθηση της προστασίας δεδομένων και την επίτευξη της ασφάλειας δεδομένων αλλά και για τη διεξαγωγή τακτικών αυτοελέγχων του VIS. Οι εκθέσεις αυτοελέγχου θα συμβάλουν στο έργο παρακολούθησης από τον ΕΕΠΔ και τους υπόλοιπους επόπτες, οι οποίοι θα μπορούν καλύτερα να επιλέγουν τους τομείς στους οποίους θα παρέχουν προτεραιότητα για την παρακολούθηση.

3.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Με βάση όσα εκτίθενται ανωτέρω, ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει την κρίσιμη σημασία της παροχής πρόσβασης σε αρχές επιφορτισμένες με την εσωτερική ασφάλεια και στην Ευρωπόλ μόνο κατά περίπτωση και υπό αυστηρές διασφαλίσεις. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με την πρόταση γενικώς κατά τρόπο ικανοποιητικό, αν και είναι δυνατόν να επέλθουν κάποιες βελτιώσεις, όπως προτείνεται στην παρούσα γνώμη:

Για την πρόσβαση στο VIS κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 πρέπει να τεθεί όρος ότι η αναζήτηση δεδομένων θα συμβάλλει «ουσιωδώς» στην πρόληψη, την εξακρίβωση και τη διερεύνηση σοβαρής αξιόποινης πράξης καθώς επίσης ότι τα αρχεία τα απαιτούμενα στο άρθρο 10 πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα εκτίμησης σχετικά με τον όρο αυτό σε κάθε επί μέρους υπόθεση.

Δύο από τα κλειδιά για πρόσβαση στο VIS τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 παράγραφος 2, και συγκεκριμένα ο «σκοπός του ταξιδιού» και οι «φωτογραφίες», θα πρέπει να επανεξεταστούν και να είναι διαθέσιμα ως συμπληρωματικές πληροφορίες σε περίπτωση επιτυχούς αποτελέσματος.

Το επίπεδο προστασίας δεδομένων που εφαρμόζεται μετά την αναζήτηση δεδομένων θα πρέπει να είναι ισοδύναμο, ανεξάρτητα από το ποια αρχή ανατρέχει στα δεδομένα του VIS. Τα άρθρα 8 και 10 θα πρέπει να εφαρμόζονται και στα κράτη μέλη για τα οποία δεν ισχύει ο κανονισμός σχετικά με το VIS.

Θα πρέπει να εξασφαλιστεί συντονισμένη προσέγγιση για την παρακολούθηση, όσον αφορά και την πρόσβαση στο VIS όπως προβλέπεται στην πρόταση.

Οι διατάξεις σχετικά με τα συστήματα παρακολούθησης θα πρέπει να εξασφαλίζουν και τον αυτοέλεγχο της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις για την προστασία των δεδομένων.

Βρυξέλλες, 20 Ιανουαρίου 2006.

Peter HUSTINX

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων


(1)  Γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το σύστημα πληροφοριών για τις θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας (COM(2004)835 τελικό).

(2)  COM (2005) 597 τελικό.

(3)  Αυτό συνάδει προς τα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Μαρτίου και του Ιουλίου 2005, όπου ζητείται να παρέχεται πρόσβαση στο VIS στις αρχές τις επιφορτισμένες με την εσωτερική ασφάλεια «τηρουμένων αυστηρά των κανόνων περί προστασίας προσωπικών δεδομένων».


Διορθωτικά

25.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 97/11


Διόρθωση της ανακοίνωσης της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 90/396/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις συσκευές αερίου

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 49 της 28ης Φεβρουαρίου 2006 )

(2006/C 97/04)

Στη σελίδα 5:

Το κάτωθι:

CEN

EN 30-2-1:1998

Οικιακές μαγειρικές συσκευές αερίου — Μέρος 2-1: Ορθολογική χρήση ενέργειας — Γενικά

 

EN 30-2-1:1998/A1:2003

Σημείωση 3

Η ημερομηνία έληξε

(10.12.2004)

EN 30-2-1:1998/A2:2005

Σημείωση 3

Η ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης

EN 30-2-1:1998/A1:2003/AC:2004

 

 

αντικαθίσταται από:

CEN

EN 30-2-1:1998

Οικιακές μαγειρικές συσκευές αερίου — Μέρος 2-1: Ορθολογική χρήση ενέργειας — Γενικά

 

EN 30-2-1:1998/A1:2003

Σημείωση 3

Η ημερομηνία έληξε

(10.12.2004)

EN 30-2-1:1998/A2:2005

Σημείωση 3

Η ημερομηνία έληξε

(11.11.2005)

EN 30-2-1:1998/A1:2003/AC:2004

 

 


Top