EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document E2005C0328

Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 328/05/COL, της 20ής Δεκεμβρίου 2005 , για την πεντηκοστή τρίτη τροποποίηση των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων με την προσθήκη ενός νέου κεφαλαίου 18Γ: Κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας

ΕΕ L 109 της 26.4.2007, p. 44–50 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 30/06/2014

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2005/328/oj

26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 109/44


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 328/05/COL

της 20ής Δεκεμβρίου 2005

για την πεντηκοστή τρίτη τροποποίηση των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων με την προσθήκη ενός νέου κεφαλαίου 18Γ: Κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (1), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63 και το πρωτόκολλο αριθ. 26,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (2), και ιδίως το άρθρο 24, το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β), το άρθρο 1 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3, το άρθρο 18 και το άρθρο 19 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, βάσει του άρθρου 24 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ θέτει σε εφαρμογή τις διατάξεις της συμφωνίας για τον ΕΟΧ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ εκδίδει ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές σε θέματα σχετικά με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ, εφόσον η συμφωνία αυτή ή η συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου το προβλέπει ρητά ή εφόσον η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ το κρίνει αναγκαίο,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τους ουσιαστικούς και διαδικαστικούς κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (3) τους οποίους εξέδωσε η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ στις 19 Ιανουαρίου 1994 (4),

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, στις 13 Ιουλίου 2005, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τον καθορισμό των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (5);

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι το πλαίσιο αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον και για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι πρέπει να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων του ΕΟΧ για τις κρατικές ενισχύσεις σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το σημείο ΙΙ του τμήματος «ΓΕΝΙΚΑ» που βρίσκεται στο τέλος του παραρτήματος ΧV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ εκδίδει, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Επιτροπή, πράξεις αντίστοιχες με αυτές που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

ΚΑΤΟΠΙΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ έχει διεξαγάγει διαβουλεύσεις επί του θέματος αυτού με τα κράτη της ΕΖΕΣ με επιστολή της 19ης Οκτωβρίου 2005,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

1)

Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις τροποποιούνται με την προσθήκη ενός νέου κεφαλαίου 18Γ, με τίτλο: «Κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας». Το νέο αυτό κεφάλαιο περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της παρούσας απόφασης. Προτείνονται, επίσης, κατάλληλα μέτρα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της παρούσας απόφασης.

2)

Τα κράτη της ΕΖΕΣ ενημερώνονται σχετικά με την παρούσα απόφαση, με επιστολή στην οποία επισυνάπτεται αντίγραφο της απόφασης και του παραρτήματός της. Τα κράτη της ΕΖΕΣ καλούνται να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για την πρόταση κατάλληλων μέτρων εντός ενός μηνός από την παραλαβή της παρούσας πρότασης.

3)

Αντίγραφο της παρούσας απόφασης, καθώς και του παραρτήματος Ι, αποστέλλεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς ενημέρωσή της δυνάμει του στοιχείου δ) του πρωτοκόλλου 27 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

4)

Η παρούσα απόφαση, συμπεριλαμβανομένου και του παραρτήματος I, δημοσιεύεται στο τμήμα ΕΟΧ και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5)

Στην περίπτωση που τα κράτη μέλη της ΕΖΕΣ δεχθούν την πρόταση κατάλληλων μέτρων, δημοσιεύεται περιληπτική ανακοίνωση στο τμήμα ΕΟΧ και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η οποία επισυνάπτεται στο παράρτημα ΙΙ της παρούσας απόφασης).

6)

Το κείμενο της παρούσας απόφασης στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2005.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Einar M. BULL

Πρόεδρος

Kurt JÄGER

Μέλος του Σώματος


(1)  Στο εξής «συμφωνία για τον ΕΟΧ».

(2)  Στο εξής «συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου».

(3)  Στο εξής «κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις».

(4)  Αρχικά δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 231 της 3.9.1994 και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 32 με την ίδια ημερομηνία, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση αριθ. 313/05/COL, της 7.12.2005 (η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί).

(5)  Κοινοτικό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (ΕΕ C 297 της 29.11.2005, σ. 4).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«18Γ.   ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΥΠΟ ΜΟΡΦΗ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (1)

18Γ.1.   Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

(1)

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2) προκύπτει ότι οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Ωστόσο, εάν οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές και, εφόσον πληρούνται τα γενικά κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, οι εν λόγω αντισταθμίσεις συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Η Αρχή θεωρεί ότι η εν λόγω νομολογία εφαρμόζεται και στο πλαίσιο του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(2)

Η απόφαση 2005/842/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (3), προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες συμβιβάζονται με το άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ορισμένα είδη αντισταθμίσεων για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και προβλέπει απαλλαγή όλων των αντισταθμίσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές από την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησής τους. Η απόφαση δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στη συμφωνία για τον ΕΟΧ (4). Οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης 2005/842/ΕΚ εξακολουθούν να υπόκεινται στην υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης, ακόμη και μετά την έκδοση της απόφασης. Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές σκοπό έχουν να διευκρινίσουν τους όρους υπό τους οποίους οι εν λόγω κρατικές ενισχύσεις μπορούν να χαρακτηριστούν συμβιβάσιμες με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 2 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(3)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται στις αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε επιχειρήσεις σχετικά με δραστηριότητες που διέπονται από τους κανόνες της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, εξαιρουμένου του τομέα των μεταφορών και του τομέα των δημόσιων υπηρεσιών ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων, ο οποίος καλύπτεται από τις κατευθυντήριες γραμμές της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων (5).

(4)

Οι διατάξεις των ανά χείρας κατευθυντήριων γραμμών εφαρμόζονται με την επιφύλαξη ειδικών αυστηρότερων διατάξεων για τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που προβλέπονται σε κανόνες και μέτρα του ΕΟΧ για συγκεκριμένους τομείς.

(5)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων που ισχύουν στους τομείς των δημοσίων συμβάσεων και του ανταγωνισμού (ιδίως των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ).

18Γ.2.   Προϋποθέσεις που διέπουν το συμβιβάσιμο των αντισταθμίσεων για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που συνιστούν κρατικές ενισχύσεις

18Γ.2.1.   Γενικές διατάξεις

(6)

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην απόφαση για την υπόθεση Altmark (6), καθόρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις ως ακολούθως:

“[…]

Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη […].

[…]

Δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιορισθεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια, με σκοπό να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιλαμβάνει η αντιστάθμιση αυτή ένα οικονομικό πλεονέκτημα ικανό να ευνοήσει τη δικαιούχο επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστριών της. […]. Έτσι, η εκ μέρους κράτους μέλους αντιστάθμιση των ζημιών επιχειρήσεως χωρίς προηγούμενο καθορισμό των παραμέτρων μιας τέτοιας αντισταθμίσεως, όταν αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι η εκμετάλλευση της παροχής ορισμένων υπηρεσιών στο πλαίσιο της υποχρεωτικής παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν ήταν οικονομικώς βιώσιμη, συνιστά χρηματοδοτική παρέμβαση που καλύπτεται από την έννοια της ενισχύσεως του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. […]

[…]

Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. […]

[…]

Τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, παρέχουσας τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο, για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.”[…]

(7)

Στις περιπτώσεις που πληρούνται τα τέσσερα αυτά κριτήρια, οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και το άρθρο 61 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, καθώς και το άρθρο 1 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (στο εξής “η συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου”) δεν εφαρμόζονται. Εάν τα κράτη της ΕΖΕΣ δεν τηρούν τα εν λόγω κριτήρια και εφόσον πληρούνται τα γενικά κριτήρια για την εφαρμογή του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

(8)

Η Αρχή θεωρεί ότι, στο σημερινό στάδιο ανάπτυξης της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, οι κρατικές αυτές ενισχύσεις μπορούν να θεωρούνται συμβιβάσιμες με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ, δυνάμει του άρθρου 59 παράγραφος 2 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, εφόσον είναι αναγκαίες για τη λειτουργία των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος και δεν επηρεάζουν την ανάπτυξη των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται στα συμφέροντα των συμβαλλόμενων μερών. Για να επιτευχθεί μια τέτοια ισορροπία πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις.

18Γ.2.2.   Γνήσια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 59 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ

(9)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εξαιρουμένων των τομέων που διέπονται από σχετικούς κανόνες της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, τα κράτη της ΕΖΕΣ διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη φύση των υπηρεσιών που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος. Επομένως, καθήκον της Αρχής είναι να διασφαλίζει ότι αυτή η διακριτική ευχέρεια εφαρμόζεται χωρίς πρόδηλο σφάλμα όσον αφορά τον ορισμό των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος.

(10)

Όπως προκύπτει από το άρθρο 59 παράγραφος 2 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, οι επιχειρήσεις (7) που έχουν αναλάβει τη διαχείριση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, είναι επιχειρήσεις που έχουν αναλάβει “μια ιδιαίτερη αποστολή”. Κατά τον προσδιορισμό των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας και την αξιολόγηση της εκπλήρωσης των εν λόγω υποχρεώσεων από τις επιχειρήσεις, τα κράτη της ΕΖΕΣ καλούνται να προβαίνουν σε ευρεία διαβούλευση, με ιδιαίτερη έμφαση στους χρήστες.

18Γ.2.3.   Ανάγκη καθορισμού των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας με διοικητική πράξη και τρόπος υπολογισμού της αντιστάθμισης

(11)

Η έννοια της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος σύμφωνα με το άρθρο 59 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, προϋποθέτει ανάθεση στις εν λόγω επιχειρήσεις μιας ιδιαίτερης αποστολής από το κράτος (8). Εξαιρουμένων των τομέων που διέπονται από σχετικούς κανόνες του ΕΟΧ, οι δημόσιες αρχές παραμένουν υπεύθυνες για τον καθορισμό του πλαισίου των κριτηρίων και των όρων παροχής των υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς του παρέχοντος φορέα και του εάν η υπηρεσία παρέχεται υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Συνεπώς, η ανάθεση δημόσιας υπηρεσίας είναι αναγκαία για τον καθορισμό των υποχρεώσεων που έχουν οι εν λόγω επιχειρήσεις και το κράτος. Ως “κράτος” νοούνται οι κεντρικές, οι περιφερειακές και οι τοπικές αρχές.

(12)

Η ευθύνη για τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος ανατίθεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση με μία ή περισσότερες επίσημες πράξεις, των οποίων η μορφή προσδιορίζεται από το κράτος της ΕΖΕΣ. Η εν λόγω πράξη ή πράξεις πρέπει ιδίως να προσδιορίζουν τα εξής:

α)

την ακριβή φύση και τη διάρκεια των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

β)

τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις και γεωγραφική περιοχή·

γ)

τη φύση των αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων που έχουν ενδεχομένως παραχωρηθεί στις επιχειρήσεις·

δ)

τις παραμέτρους για τον υπολογισμό, τον έλεγχο και την αναθεώρηση της αντιστάθμισης·

ε)

τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και την επιστροφή της ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης.

(13)

Κατά τον προσδιορισμό των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας και την αξιολόγηση της εκπλήρωσης των εν λόγω υποχρεώσεων από τις επιχειρήσεις, τα κράτη της ΕΖΕΣ καλούνται να προβαίνουν σε ευρεία διαβούλευση, με ιδιαίτερη έμφαση στους χρήστες.

18Γ.2.4.   Ποσό της αντιστάθμισης

(14)

Το ποσό της αντιστάθμισης δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό που απαιτείται για να καλυφθούν οι δαπάνες που προκύπτουν από την εκτέλεση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων καθώς και εύλογου κέρδους για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων. Το ποσό της αντιστάθμισης περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα που παρέχονται από το κράτος ή από κρατικούς πόρους υπό οιαδήποτε μορφή. Το εύλογο κέρδος δύναται να περιλαμβάνει το σύνολο ή μέρος των κερδών από την αύξηση της παραγωγικότητας των οικείων επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια συμφωνηθείσας και περιορισμένης περιόδου, χωρίς να αλλοιώνεται το ποιοτικό επίπεδο των υπηρεσιών που έχουν ανατεθεί στην επιχείρηση από το κράτος.

(15)

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να χρησιμοποιείται πράγματι αντιστάθμιση για να διασφαλίζεται η λειτουργία της σχετικής υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Η αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγείται για τη λειτουργία υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, αλλά στην πράξη χρησιμοποιείται για τη δραστηριοποίηση σε άλλη αγορά δεν δικαιολογείται και, κατά συνέπεια, συνιστά μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση. Η επιχείρηση που λαμβάνει αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δύναται, ωστόσο, να πραγματοποιεί εύλογο κέρδος.

(16)

Οι δαπάνες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη περιλαμβάνουν όλες τις δαπάνες που συνδέονται με τη λειτουργία της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Όταν οι δραστηριότητες της εξεταζόμενης επιχείρησης περιορίζονται στην υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη όλες οι δαπάνες της. Στην περίπτωση που η επιχείρηση αναπτύσσει και άλλες δραστηριότητες πέραν της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο οι δαπάνες που συνδέονται με την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Οι δαπάνες που καταλογίζονται στην υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος μπορούν να καλύπτουν το μεταβλητό κόστος για την παροχή της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, κατάλληλη συνεισφορά στις πάγιες δαπάνες που είναι κοινές για την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος και για άλλες δραστηριότητες, και κατάλληλη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων που προορίζονται για την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος (9). Οι δαπάνες που συνδέονται με τις επενδύσεις, ιδίως στον τομέα των υποδομών, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, όταν αυτό είναι απαραίτητο, για τη λειτουργία της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Οι δαπάνες που συνδέονται με ενδεχόμενες δραστηριότητες πέραν της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος πρέπει να καλύπτουν το σύνολο του μεταβλητού κόστους, κατάλληλη συνεισφορά στις πάγιες κοινές δαπάνες και κατάλληλη απόδοση των κεφαλαίων. Οι εν λόγω δαπάνες δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να καταλογίζονται στην υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Ο υπολογισμός των δαπανών πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται προηγουμένως και να βασίζεται στις γενικά αποδεκτές αρχές λογιστικής, οι οποίες γνωστοποιούνται στην Αρχή στο πλαίσιο της κοινοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου.

(17)

Τα έσοδα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον όλα τα έσοδα που προκύπτουν από την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Εάν η εξεταζόμενη επιχείρηση διαθέτει αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα που συνδέονται με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος από την οποία προκύπτουν κέρδη που υπερβαίνουν το εύλογο κέρδος, ή εφόσον τυγχάνει άλλων πλεονεκτημάτων παρεχόμενων από το κράτος, αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους σε σχέση με το άρθρο 61 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και να προστίθενται στα έσοδα της επιχείρησης. Το κράτος της ΕΖΕΣ μπορεί ακόμη να αποφασίζει ότι τα κέρδη που προκύπτουν από άλλες δραστηριότητες πέραν της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, πρέπει να διατίθενται εν όλω ή εν μέρει για τη χρηματοδότηση της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος.

(18)

Ως “εύλογο κέρδος” νοείται ποσοστό απόδοσης του ιδίου κεφαλαίου που λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο, ή την έλλειψη κινδύνου, για την επιχείρηση λόγω της παρέμβασης του κράτους της ΕΖΕΣ, ιδίως εάν το τελευταίο παρέχει αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα. Κανονικά, το ποσοστό αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέσο ποσοστό που διαπιστώθηκε στο σχετικό τομέα κατά τα τελευταία έτη. Σε τομείς όπου δεν υπάρχουν επιχειρήσεις αντίστοιχες με την επιχείρηση στην οποία ανατέθηκε η διαχείριση της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, η σύγκριση μπορεί να γίνεται με επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη ή, εν ανάγκη, που ανήκουν σε άλλους τομείς, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τομέα. Για τον προσδιορισμό του εύλογου κέρδους, το κράτος της ΕΖΕΣ μπορεί να θεσπίζει κριτήρια με παροχή κινήτρων, ιδίως σε συνάρτηση με την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας και τα κέρδη από την αύξηση της παραγωγικότητας.

(19)

Όταν μια επιχείρηση ασκεί δραστηριότητες που εμπίπτουν τόσο εντός όσο και εκτός του πεδίου των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, στην εσωτερική λογιστική της πρέπει να καταχωρίζονται ξεχωριστά τα έξοδα και τα έσοδα που συνδέονται με την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος και εκείνα που αφορούν τις υπόλοιπες υπηρεσίες, καθώς και οι παράμετροι κατανομής των εξόδων και των εσόδων. Όταν μια επιχείρηση έχει αναλάβει τη διαχείριση πολλών υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, είτε επειδή η αρχή ανάθεσης της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος είναι διαφορετική, είτε επειδή η φύση της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος είναι διαφορετική, η εσωτερική λογιστική της επιχείρησης πρέπει να μπορεί να διασφαλίζει ότι δεν υπάρχει υπεραντιστάθμιση στο επίπεδο κάθε υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Οι αρχές αυτές καθορίζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων της πράξης που αναφέρεται στο σημείο 1 του παραρτήματος XV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (οδηγία 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων, όπως τροποποιήθηκε) στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η εν λόγω πράξη.

18Γ.3.   Υπεραντιστάθμιση

(20)

Τα κράτη της ΕΖΕΣ πρέπει να ελέγχουν συστηματικά ή να αναθέτουν τη διενέργεια ελέγχου προκειμένου να διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχει υπεραντιστάθμιση. Δεδομένου ότι η υπεραντιστάθμιση δεν είναι απαραίτητη για τη λειτουργία της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, αυτή συνιστά μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση που πρέπει να επιστρέφεται στο κράτος. Επιπλέον, στο μέλλον πρέπει να ενημερωθούν οι παράμετροι για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης.

(21)

Όταν το ποσό της υπεραντιστάθμισης δεν υπερβαίνει το 10 % του ποσού της ετήσιας αντιστάθμισης, η εν λόγω υπεραντιστάθμιση μπορεί να μεταφέρεται στο επόμενο έτος. Σε ορισμένες υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος μπορεί να παρατηρηθεί σημαντική ετήσια διακύμανση δαπανών, ιδίως όσον αφορά συγκεκριμένες επενδύσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, μπορεί κατ’ εξαίρεση, να κριθεί αναγκαία για τη λειτουργία της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος υπεραντιστάθμιση που υπερβαίνει το 10 % για συγκεκριμένα έτη. Η ειδική κατάσταση που δικαιολογεί ενδεχομένως υπεραντιστάθμιση άνω του 10 % πρέπει να εξηγείται στην κοινοποίηση προς την Αρχή. Ωστόσο, η κατάσταση πρέπει να επανεξετάζεται κατά τακτά διαστήματα που καθορίζονται με βάση την κατάσταση στον κάθε τομέα, τα οποία, όμως, δεν υπερβαίνουν τα τέσσερα έτη σε καμία περίπτωση. Η τυχόν υπεραντιστάθμιση που διαπιστώνεται στο τέλος της περιόδου αυτής πρέπει να επιστρέφεται.

(22)

Η τυχόν υπεραντιστάθμιση μπορεί να χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση άλλης υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, την οποία διαχειρίζεται η ίδια επιχείρηση, αλλά μια τέτοια μεταφορά πρέπει να εμφανίζεται στη λογιστική της εν λόγω επιχείρησης και να έχει διενεργηθεί σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές που προβλέπονται στις παρούσες κατευθυντήριες αρχές, ιδίως όσον αφορά την προηγούμενη κοινοποίηση. Τα κράτη της ΕΖΕΣ διασφαλίζουν ότι οι μεταφορές αυτές υπόκεινται σε κατάλληλο έλεγχο. Εφαρμόζονται οι κανόνες διαφάνειας που καθορίζονται στην πράξη που αναφέρεται στο σημείο 1 του παραρτήματος XV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (οδηγία 80/721/ΕΟΚ της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε).

(23)

Το ποσό ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης δεν μπορεί να παραμείνει στη διάθεση επιχείρησης με την αιτιολογία ότι πρόκειται για ενίσχυση που συμβιβάζεται με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ (για παράδειγμα ενίσχυση για το περιβάλλον, την απασχόληση, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις). Εάν ένα κράτος της ΕΖΕΣ επιθυμεί να χορηγήσει τέτοια ενίσχυση, πρέπει να συμμορφωθεί με τη διαδικασία της προηγούμενης κοινοποίησης που καθορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου. Η καταβολή μιας τέτοιας ενίσχυσης μπορεί να πραγματοποιείται μόνο με άδεια της Αρχής. Εάν η ενίσχυση αυτή είναι σύμφωνη με κανονισμό απαλλαγής κατά κατηγορία, πρέπει να πληρούνται οι όροι του εν λόγω κανονισμού.

18Γ.4.   Όροι και υποχρεώσεις που συνδέονται με τις αποφάσεις της Αρχής

(24)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου (10), η Αρχή μπορεί να συνοδεύει τη θετική απόφασή της με όρους υπό τους οποίους μπορεί να θεωρηθεί μια ενίσχυση συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, και μπορεί να θεσπίσει τις υποχρεώσεις που της επιτρέπουν να ελέγχει την τήρηση της εν λόγω απόφασης. Στον τομέα των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, ο καθορισμός των όρων και των υποχρεώσεων ενδέχεται να είναι απαραίτητος, ιδίως για να διασφαλίζεται ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν οδηγούν στην πράξη σε υπεραντιστάθμιση. Στο πλαίσιο αυτό, ενδέχεται να απαιτηθεί η εκπόνηση τακτικών εκθέσεων ή η εκπλήρωση άλλων υποχρεώσεων, ανάλογα με τη συγκεκριμένη κατάσταση κάθε υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος.

18Γ.5.   Εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών

(25)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται από την ημερομηνία έγκρισής τους από την Αρχή. Ισχύουν επί έξι έτη από τη θέση τους σε ισχύ. Η Αρχή δύναται, κατόπιν διαβουλεύσεων με τα κράτη της ΕΖΕΣ, να τροποποιεί τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, πριν από την ημερομηνία λήξεώς τους, για σημαντικούς λόγους που συνδέονται με την εξέλιξη της λειτουργίας της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Τέσσερα έτη μετά την έγκριση των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών, η Αρχή προβαίνει σε αξιολόγηση του αντίκτυπου βάσει πραγματικών στοιχείων και των αποτελεσμάτων ευρέων διαβουλεύσεων που έχει διεξάγει η ίδια, βασιζόμενη ιδίως σε στοιχεία που έχουν υποβάλει τα κράτη της ΕΖΕΣ. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του αντίκτυπου γνωστοποιούνται στα κράτη της ΕΖΕΣ.

(26)

Η Αρχή εφαρμόζει τις διατάξεις των κατευθυντήριων αυτών γραμμών σε όλα τα σχέδια ενισχύσεων που της κοινοποιούνται και λαμβάνει απόφαση για τα σχέδια αυτά μετά την έγκριση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, ακόμη και εάν τα σχέδια έχουν κοινοποιηθεί πριν από την εν λόγω έγκριση. Για τις μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις, η Αρχή εφαρμόζει:

τις διατάξεις των κατευθυντήριων αυτών γραμμών, αν η ενίσχυση χορηγήθηκε μετά την έγκρισή τους,

τις διατάξεις που ισχύουν τη στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

18Γ.6.   Κατάλληλα μέτρα

(27)

Ως κατάλληλα μέτρα για τους σκοπούς του άρθρου 1 παράγραφος 1 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή προτείνει στα κράτη της ΕΖΕΣ να ευθυγραμμίσουν με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές τα υφιστάμενα καθεστώτα τους στον τομέα της αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, εντός 18 μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης. Εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης, τα κράτη της ΕΖΕΣ επιβεβαιώνουν στην Αρχή ότι συμφωνούν με τα προτεινόμενα κατάλληλα μέτρα. Ελλείψει απάντησης, η Αρχή θεωρεί ότι το ενδιαφερόμενο κράτος της ΕΖΕΣ δεν συμφωνεί με τα προτεινόμενα αυτά μέτρα.


(1)  Το παρόν κεφάλαιο αντιστοιχεί στο κοινοτικό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, ΕΕ C 297 της 29.11.2005, σ. 4.

(2)  Απόφαση στην υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH (“Altmark”), Συλλογή 2003, Ι-7747 και στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-34/01 έως C-38/01 Enirisorse SpA, Συλλογή 2003, I-14243.

(3)  Απόφαση της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, ΕΕ L 312 της 29.11.2005, σ. 67.

(4)  Ως εκ τούτου, μέχρι να ενσωματωθεί η συμφωνία στο νομικό πλαίσιο του ΕΟΧ, οι εν λόγω τύποι αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας υπόκεινται στις γενικές απαιτήσεις κοινοποίησης, όπως ορίζει το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι και το άρθρο 2 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου.

(5)  Κεφάλαιο 24 Γ των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις.

(6)  Βλέπε παραπάνω, υποσημείωση 2.

(7)  Ως “επιχείρηση” νοείται κάθε νομικό πρόσωπο που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τη νομική του υπόσταση και τον τρόπο χρηματοδότησής του. Ως “δημόσια επιχείρηση” νοείται κάθε επιχείρηση στην οποία το Δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα λόγω κυριότητος, οικονομικής συμμετοχής ή δυνάμει των διατάξεων που τη διέπουν, αποφασιστική επιρροή όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της πράξης που αναφέρεται στο σημείο 1 του παραρτήματος ΧV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, ήτοι της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 1980, περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 195 της 29.7.1980, σ. 35, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2000/52/ΕΚ, ΕΕ L 193 της 29.7.2000, σ. 75), όπως ενσωματώθηκε στο παράρτημα XV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 6/2001 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, ΕΕ L 66 της 8.3.2001, σ. 48 και στο συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 12, της 8.3.2001, σ. 6, που ετέθη σε ισχύ την 1.6.2002).

(8)  Βλέπε ιδίως την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-127/73, BRT κατά SABAM, Συλλογή 1974, σ. 313.

(9)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-83/01 P, C-93/01 P και C-94/01P Chronopost SA Συλλογή 2003, I-6993.

(10)  Αντιστοιχεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 της συνθήκης ΕΚ.»


Top