Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C2007/140/11

    Υπόθεση C-139/07 P: Αναίρεση που άσκησε στις 14 Δεκεμβρίου 2006 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) στις 8 Μαρτίου 2007 στην υπόθεση T-237/02, Technische Glaswerke Ilmenau GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    ΕΕ C 140 της 23.6.2007, p. 6–7 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    23.6.2007   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 140/6


    Αναίρεση που άσκησε στις 14 Δεκεμβρίου 2006 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) στις 8 Μαρτίου 2007 στην υπόθεση T-237/02, Technische Glaswerke Ilmenau GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    (Υπόθεση C-139/07 P)

    (2007/C 140/11)

    Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: V. Kreuschitz και P. Aalto)

    Αντίδικος κατ' αναίρεση: Technische Glaswerke Ilmenau GmbH, Schott Glas, Königreich Schweden, Republik Finnland

    Αιτήματα της αναιρεσείουσας

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου, της 14ης Δεκεμβρίου 2006 (1), υπόθεση T-237/02, Technische Glaswerke Ilmenau GmbH κατά Επιτροπής, καθόσον δι' αυτής ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής, της 28ης Μαΐου 2002 περί απορρίψεως του αιτήματος προσβάσεως στα έγγραφα τα σχετικά με τη διαδικασία ελέγχου των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην Technischen Glaswerke Ilmenau GmbH και

    να καταδικάσει την Technischen Glaswerke Ilmenau GmbH στα δικαστικά έξοδα.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, της 14ης Δεκεμβρίου 2006, στην υπόθεση T-237/02, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπή, της 28ης Μαΐου 2002 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα προσβάσεως στα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία ελέγχου των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην Technischen Glaswerke Ilmenau GmbH.

    Κατά πάγια νομολογία του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου δεν υφίσταται δικαίωμα προσβάσεως των ενδιαφερομένων και, επομένως, και του λαμβάνοντος την ενίσχυση, στα έγγραφα που αφορούν διαδικασία ελέγχου ενισχύσεων. Συνεπώς, οι κρίσεις του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 87 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως είναι πεπλανημένες καθόσον διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχει κανείς προφανής λόγος για την απόρριψη του αιτήματος προσβάσεως στα έγγραφα. Αντιθέτως, βάσει της νομολογίας είναι προφανές ότι τα έγγραφα αυτά καλύπτονται στο σύνολό τους από την εξαίρεση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα και ότι, επομένως, δεν μπορεί να εξετάζεται χωριστά το κάθε έγγραφο.

    Εξάλλου, η διαδικασία ελέγχου ενισχύσεων αποτελεί διαδικασία κατά του χορηγούντος τις ενισχύσεις κράτους, κατά μείζονα λόγο καθόσον οι λαμβάνοντες την ενίσχυση δεν έχουν δικαίωμα για κρατικές ενισχύσεις. Επομένως, όσον αφορά το ζήτημα της προσβάσεως στα έγγραφα πρέπει να ισχύσουν τα όσα το ίδιο το Πρωτοδικείο έχει δεχθεί ως προς τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ για τη διαπίστωση παραβάσεως της Συνθήκης, ότι δηλαδή στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών δεν υφίσταται δικαίωμα του κοινού για πρόσβαση στα έγγραφα.

    Εξάλλου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καταλήγει στο παράλογο συμπέρασμα ότι το κοινό, επικαλούμενο τους κανόνες περί διαφάνειας, δηλαδή τις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001 (2), έχει περισσότερο εκτεταμένα δικαιώματα προσβάσεως στα έγγραφα από ό,τι ο άμεσα ενδιαφερόμενος αποδέκτης της ενισχύσεως, ο οποίος, επίσης –ακριβώς επειδή είναι άμεσα και ατομικώς ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 230 παράγραφος 4 ΕΚ– έχει το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία. Ακόμα περισσότερο αδικαιολόγητο, πάντως, είναι το περαιτέρω συμπέρασμα ότι, πράγματι, μπορεί να απορριφθεί το αίτημα του αποδέκτη της ενισχύσεως, βάσει της σχετικής νομολογίας, ενώ στην περίπτωση αιτήματος του αποδέκτη της ενισχύσεως ή ενός μη εμπλεκόμενου τρίτου ο οποίος επικαλείται τον κανονισμό περί διαφάνειας, δεν επιτρέπεται μια υπ' αυτή την έννοια απόφαση σχετικά με το υποβληθέν αίτημα.

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως η Επιτροπή προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι προσδίδεται στον ίδιο όρο, δηλαδή στη λέξη «έγγραφο», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 και στο άρθρο 6 του κανονισμού, διαφορετική σημασία. Ενώ στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ο όρος αυτός σημαίνει ότι πρέπει να εξετάζονται χωριστά όλα τα επιμέρους έγγραφα το Πρωτοδικείο ερμήνευσε το άρθρο 6 υπό την έννοια ότι μπορεί να ζητηθεί πρόσβαση σε ένα σύνολο εγγράφων που χαρακτηρίζονται ως διοικητικός φάκελος.

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 255 ΕΚ καθόσον η απόφαση δεν στηρίζεται στο γράμμα της διατάξεως αλλά σε προκείμενες ανεξάρτητες από το γράμμα αυτής της διατάξεως.

    Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο πεπλανημένως διαπίστωσε ότι οι δύο διαδικασίες ελέγχου των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην Technische Glaswerke Ilmenau GmbH είχαν ήδη περατωθεί κατά το χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως επί του αιτήματος προσβάσεως στα διοικητικά έγγραφα ώστε οι αρχές να μην έχουν πλέον κανένα συμφέρον διασφαλίσεως του απορρήτου, πράγμα το οποίο, εν μέρει τουλάχιστον λόγω της εκκρεμούσας ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας, δεν ισχύει. Επίσης, το Πρωτοδικείο πεπλανημένως προφανώς έκρινε ότι ο κανονισμός 1049/2001 περιάγει σε αχρησία την προγενέστερη νομολογία και τις σχετικές με τη διαδικασία διατάξεις στον τομέα του ελέγχου των ενισχύσεων.


    (1)  ΕΕ C 331, σ. 29.

    (2)  ΕΕ L 145, σ. 43.


    Top