Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C2007/117/18

    Υπόθεση C-133/07 P: Αναίρεση που άσκησε στις 6 Μαρτίου 2007 η Raiffeisen Zentralbank Österreich AG κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 14 Δεκεμβρίου 2006 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-259/02 έως T-264/02 και T-271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich AG κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά την υπόθεση T-259/02

    ΕΕ C 117 της 26.5.2007, p. 11–12 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
    ΕΕ C 117 της 26.5.2007, p. 10–11 (MT)

    26.5.2007   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 117/11


    Αναίρεση που άσκησε στις 6 Μαρτίου 2007 η Raiffeisen Zentralbank Österreich AG κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 14 Δεκεμβρίου 2006 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-259/02 έως T-264/02 και T-271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich AG κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά την υπόθεση T-259/02

    (Υπόθεση C-133/07 P)

    (2007/C 117/18)

    Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Raiffeisen Zentralbank Österreich AG (εκπρόσωποι: S. Völcker und G. Terhorst, Rechtsanwälte)

    Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    Αιτήματα της αναιρεσείουσας

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-259/02 έως T-264/02 και T-271/02 (1), στο μέτρο κατά το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή της RZB·

    να ακυρώσει το άρθρο 3 της αποφάσεως της Επιτροπής της 11ης Ιουνίου 2002 [Ε(2002) 2091 τελικό], καθόσον αφορά την RZB·

    επικουρικώς, να μειώσει κατά την κρίση του το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην RZB με το άρθρο 3 της προσβληθείσας αποφάσεως·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Το Πρωτοδικείο, με το να δεχθεί ότι η Επιτροπή μπορεί να συναγάγει ικανότητα επηρεασμού του διακρατικού εμπορίου από το γεγονός και μόνον ότι οι συσκέψεις των τραπεζών εκτείνονται στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ.

    Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον χαρακτήρισε τις συσκέψεις των τραπεζών ως «πολύ σοβαρή παράβαση »κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών για τα πρόστιμα. Εφάρμοσε κατά τρόπο εσφαλμένο τα απαριθμούμενα στις κατευθυντήριες γραμμές κριτήρια για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως (χαρακτήρας της παραβάσεως, πραγματικός της αντίκτυπος επί της αγοράς, έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς), δεν έλαβε υπόψη του τον επιλεκτικό χαρακτήρα των διώξεων που άσκησε η Επιτροπή και τελικά δεν προέβη στην επιτασσόμενη από το ίδιο συνολική εξέταση όλων των στοιχείων.

    Το Πρωτοδικείο καταλόγισε στην RZB τα μερίδια αγοράς όλου του τομέα Raiffeisen, διαπράττοντας έτσι νομικό σφάλμα. Συναφώς, περιόρισε αδίκως το κριτήριο εξετάσεώς του μόνο στην «προφανώς »άνιση με άλλες τράπεζες μεταχείριση. Απουσιάζει η αναγκαία για τον πλήρη καταλογισμό νομική βάση.

    Το Πρωτοδικείο αξιολόγησε τη συνεργασία της RZB κατά τρόπο νομικώς εσφαλμένο. Εφάρμοσε το κριτήριο της «σημαντικής προστιθέμενης αξίας »κατά παράβαση της αρχής της μη αναδρομικότητας, παρέβλεψε τον εκούσιο χαρακτήρα διαφόρων πράξεων συνεργασίας της RZB, δέχθηκε αδίκως την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως ως προς την αξία της συνεργασίας, απέκρουσε απαραδέκτως, ως μη κατάλληλη μορφή συνεργασίας, το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθεντο τα πραγματικά περιστατικά και εσφαλμένως δεν αναγνώρισε ως συνεργασία την παραδοχή εκ μέρους της RZB ότι αντικείμενο των συμφωνιών ήταν ο περιορισμός του ανταγωνισμού.


    (1)  ΕΕ C 331, σ. 29.


    Top