This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document C2006/310/41
Case T-289/06: Action brought on 11 October 2006 — CESD-Communautaire v Commission
Υπόθεση T-289/06: Προσφυγή της 11ης Οκτωβρίου 2006 — CESD-Communautaire κατά Επιτροπής
Υπόθεση T-289/06: Προσφυγή της 11ης Οκτωβρίου 2006 — CESD-Communautaire κατά Επιτροπής
ΕΕ C 310 της 16.12.2006, p. 20–21
(ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
16.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 310/20 |
Προσφυγή της 11ης Οκτωβρίου 2006 — CESD-Communautaire κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-289/06)
(2006/C 310/41)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγον: Centre Européen pour la Statistique et le Développement ASBL — CESD-Communautaire ASBL (Λουξεμβούργο, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου) (εκπρόσωποι: D. Grisay και D. Piccininno, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να δεχθεί τυπικώς την προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της από 11 Αυγούστου 2006 αποφάσεως της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, |
— |
να κηρύξει την προσφυγή παραδεκτή, |
— |
κυρίως, να κηρύξει τη προσφυγή βάσιμη και να κρίνει ότι η από 11 Αυγούστου 2006 απόφαση της Επιτροπής είναι άκυρη στο μέτρο που εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας και/ή πάσχει ελλιπή αιτιολογία καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Με την από 11 Αυγούστου 2006 απόφασή της, η Επιτροπή διαπίστωσε σε βάρος του προσφεύγοντος, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 93, παράγραφος 1, στοιχείο στ', του δημοσιονομικού κανονισμού (1), σοβαρό παράπτωμα κατά την εκτέλεση τριών συμβάσεων συνηφθεισών με τη Eurostat όσον αφορά την τεχνική συνεργασία στον τομέα της στατιστικής (πρόγραμμα PHARE), λόγω της αρνήσεώς του να θέσει στη διάθεση της Επιτροπής τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να διενεργηθεί έλεγχος της εκτελέσεως των επίμαχων συμβάσεων. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζει ότι η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να διερευνήσει κάθε δυνατότητα προσήκουσας εφαρμογής των συμβατικών διατάξεων που παραβιάσθηκαν, ακόμη και διά της δικαστικής οδού, και να προβεί, αν παραστεί ανάγκη, στην είσπραξη οφειλόμενων ποσών.
Προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το προσφεύγον προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.
Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από κατάχρηση εξουσίας, εκτιμώμενη υπό το πρίσμα της καταστρατηγήσεως διαδικασίας, στο μέτρο που η επίδικη απόφαση παρακάμπτει τις ειδικές διαδικασίες ρυθμίσεως διαφορών που προβλέπονται στις συναφθείσες μεταξύ του προσφεύγοντος και της Επιτροπής συμβάσεις και στηρίζονται στην εφαρμογή του άρθρου 57 του δημοσιονομικού κανονισμού 1605/2002, υποκαθιστώντας τις με τη διαδικασία μονομερούς λήψεως αποφάσεων που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 1, στοιχείο στ', του ίδιου κανονισμού. Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί την προβλεπόμενη από το άρθρο 93, παράγραφος 1, στοιχείο στ', διαδικασία καταχρηστικώς σε σχέση με τον πρωταρχικό σκοπό της που, κατά την άποψή του, συνίσταται στον αποκλεισμό των υποβαλόντων προσφορά που διαπιστωμένα υπέπεσαν σε σοβαρό παράπτωμα κατά την εκτέλεση συμβάσεως από τη διαδικασία αναθέσεως του αντικειμένου μεταγενέστερης συμβάσεως, με σκοπό τη λύση συμβάσεων οι οποίες προβλέπουν διαφορετικούς τρόπους ρυθμίσεως των διαφορών μέσω του καθορισμού των αρμόδιων δικαστηρίων και της εφαρμοστέας νομοθεσίας.
Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει το προσφεύγον αντλείται από ελλιπή αιτιολογία. Όπως υποστηρίζει, η επίδικη απόφαση δεν είναι ορθώς αιτιολογημένη ούτε από νομικής απόψεως, καθόσον περιλαμβάνει μη προσήκουσα αιτιολογία στο μέτρο που εφαρμόζει, σε συμβατική σχέση, διάταξη αφορώσα την άρτια διαχείριση των κοινοτικών δημοσίων συμβάσεων, ούτε από απόψεως πραγματικών περιστατικών, καθόσον οι επικρίσεις που απευθύνει η Επιτροπή κατά του προσφεύγοντος ουδόλως ευσταθούν, λαμβανομένου υπόψη ότι το προσφεύγον εκδήλωσε επιθυμία να συνεργαστεί με τις ελεγκτικές υπηρεσίες της Επιτροπής.
Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στο μέτρο που η επίδικη απόφαση χαρακτηρίζει τις προσαπτόμενες στο προσφεύγον ενέργειες ως σοβαρά παραπτώματα κατά την εκτέλεση συμβάσεως, χωρίς να έχει προηγουμένως προβεί στον χαρακτηρισμό αυτό ακολουθώντας τις διαδικασίες του άρθρου 57, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1605/2002.
(1) Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ.1) .