Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C2006/108/06

    Υπόθεση C-95/06 P: Αναίρεση που άσκησε στις 15 Φεβρουαρίου 2006 η Bausch & Lomb Inc. κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου που εκδόθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2005 στην υπόθεση T-154/03: Biofarma SA κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

    ΕΕ C 108 της 6.5.2006, p. 4–5 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    6.5.2006   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 108/4


    Αναίρεση που άσκησε στις 15 Φεβρουαρίου 2006 η Bausch & Lomb Inc. κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου που εκδόθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2005 στην υπόθεση T-154/03: Biofarma SA κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

    (Υπόθεση C-95/06 P)

    (2006/C 108/06)

    Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Bausch & Lomb Inc. (εκπρoσωπούμενη από τους: M. Silverleaf QC, R. Black, B. Gerber και E. Kohner, Solicitors)

    Αντίδικοι στην αναιρετική διαδικασία: 1. Biofarma SA· 2. Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

    Αιτήματα της αναιρεσείουσας

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να διατάξει να αναβιώσει η ισχύς της αποφάσεως του τρίτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 5ης Φεβρουαρίου 2003·

    να διατάξει το ΓΕΕΑ να προβεί στην καταχώριση, για λογαριασμό της αναιρεσείουσας, του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση·

    να καταδικάσει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας καθώς και της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου πρέπει να αναιρεθεί για τους ακόλουθους λόγους:

    Με την απόφαση, το Πρωτοδικείο ανέφερε ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως, εκ μέρους του κοινού, μεταξύ των δύο επίμαχων σημάτων. Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο, καταλήγοντας στο ως άνω συμπέρασμα, υπέπεσε σε νομική πλάνη ή/και παρέβη την προβλεπόμενη διαδικασία. Τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο συνοψίζονται κατωτέρω.

    Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη ως εκ του ότι δεν εξέτασε, είτε προσηκόντως είτε καθόλου, αν τα προϊόντα για τα οποία ζητείται η καταχώριση των αντιπαρατιθεμένων σημάτων είναι παρεμφερή προϊόντα. Όσον αφορά τις σχετικές προϋποθέσεις, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη.

    Το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει αν τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση είναι παρεμφερή με εκείνα για τα οποία έχει παγιωθεί η χρήση του αντιπαρατιθεμένου σήματος. Αν το Πρωτοδικείο είχε ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο, θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν είναι παρεμφερή και, ως εκ τούτου, ότι δεν υπήρχε έρεισμα για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β'. Επικουρικώς, το Πρωτοδικείο έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται, το πολύ, μια ισχνή ομοιότητα ως προς το είδος των προϊόντων και ότι μια τέτοια ασήμαντη ομοιότητα, όταν σταθμίζεται στο συνολικό ισοζύγιο που αφορά τον προσδιορισμό του αν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, απαιτεί πολύ υψηλό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθεμένων σημάτων και των λόγων (που δεν εκτέθηκαν) για τους οποίους το σχετικό κοινό μπορούσε να αναμένει ότι τα εν λόγω προϊόντα προέρχονται από συναφείς, από εμπορικής απόψεως, πηγές.

    Το Πρωτοδικείο, εφαρμόζοντας το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', κατά την εκ μέρους του εξέταση της σχετικής ομοιότητας των αντιπαρατιθεμένων σημάτων, υπέπεσε σε νομική πλάνη. Το Πρωτοδικείο προέβη στην εκτίμησή του όχι βάσει μιας σφαιρικής εκτιμήσεως της συνολικής εντυπώσεως που προκαλούν τα σήματα, από οπτικής ή ακουστικής απόψεως, στον μέσο καταναλωτή, αλλά βάσει μιας σύντομης αναλύσεως των γλωσσικών και λεκτικών χαρακτηριστικών των λέξεων από τις οποίες αποτελούνται τα αντίστοιχα σήματα.

    Κατά την εκτίμηση της ομοιότητας, το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει τα σήματα ως σύνολο και σε σχέση με τον αντίκτυπο του συνόλου των αντιπαρατιθεμένων σημάτων στον μέσο καταναλωτή από οπτικής και, ειδικότερα, από ακουστικής απόψεως. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τα επίμαχα προϊόντα είναι προϊόντα σε σχέση με τα οποία ευλόγως αναμένεται από το σχετικό κοινό να επιδείξει ιδιαίτερη επιμέλεια τόσο κατά την επιλογή όσο και κατά τη χρήση των εν λόγω προϊόντων. Αν το Πρωτοδικείο είχε εφαρμόσει την ορθή προσέγγιση, θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα δύο σήματα διαφέρουν τόσο από ακουστικής όσο και από οπτικής απόψεως.

    Το Πρωτοδικείο δεν προσδιόρισε το σχετικό κοινό και, ως εκ τούτου, υπέπεσε σε νομική πλάνη. Ως προς την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', το Πρωτοδικείο, προσδιορίζοντας ότι οι ασθενείς αποτελούν μέρος του σχετικού κοινού, υπέπεσε σε νομική πλάνη. Το Πρωτοδικείο όφειλε να καταλήξει στο συμπέρασμα, σύμφωνα με τον νόμο, ότι το σχετικό κοινό αποτελείται από τα μέλη των ιατρικών επαγγελμάτων.

    Το Πρωτοδικείο, κατά την εκτίμηση της ομοιότητας, ενήργησε κατά μηχανιστικό τρόπο. Το Πρωτοδικείο δεν προέβη σε στάθμιση των ομοιοτήτων που είχε διαπιστώσει και δεν εξέτασε αν οι εν λόγω ομοιότητες οδηγούσαν σε κίνδυνο συγχύσεως. Αντιθέτως, θεώρησε ότι υφίστατο τέτοιος κίνδυνος. Το Πρωτοδικείο, ενεργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο, παρέβλεψε τις διαφορές μεταξύ των αντιστοίχων σημάτων και προϊόντων και θεώρησε ότι οι εν λόγω διαφορές δεν κλονίζουν την ύπαρξη του ως άνω κινδύνου. Το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό χωρίς να διευκρινίσει τους λόγους που το οδήγησαν στο εν λόγω συμπέρασμα. Επομένως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκ μέρους του εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', όπως αυτό ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, ή/και παρέβη την προβλεπόμενη διαδικασία, και ιδίως το άρθρο 81 του Κανονισμού Διαδικασίας, ως εκ του ότι δεν αιτιολόγησε την απόφασή του.

    Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη ως εκ του ότι δεν έλαβε υπόψη το επίπεδο της προσοχής που επιδεικνύει ο μέσος καταναλωτής των σχετικών προϊόντων και το αν το εν λόγω επίπεδο της προσοχής μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο συγχύσεως. Το Πρωτοδικείο όφειλε να λάβει υπόψη το ιδιαιτέρως υψηλό επίπεδο της προσοχής που επιδεικνύει ο μέσος καταναλωτής όταν προετοιμάζει και προβαίνει στην επιλογή του μεταξύ των σχετικών προϊόντων, καθώς και το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει επί του κινδύνου συγχύσεως το εν λόγω επίπεδο της προσοχής. Επομένως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκ μέρους του εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', όπως αυτό ερμηνεύεται από το Δικαστήριο.


    Top