EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C2004/273/44

Υπόθεση C-404/04 P: Αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004 η Technische Glaswerke Ilmenau GmbH κατά της αποφάσεως του πέμπτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση T-198/01, Technische Glaswerke Ilmenau GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υποστηριζόμενης από την Schott Glas

ΕΕ C 273 της 6.11.2004, p. 23–24 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

6.11.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 273/23


Αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004 η Technische Glaswerke Ilmenau GmbH κατά της αποφάσεως του πέμπτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση T-198/01, Technische Glaswerke Ilmenau GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υποστηριζόμενης από την Schott Glas

(Υπόθεση C-404/04 P)

(2004/C 273/44)

Η Technische Glaswerke Ilmenau GmbH, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Christoph Arhold και Norbert Wimmer, του δικηγορικού γραφείου Βρυξελλών White & Case LLP, 62 rue de la Loi, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 22 Σεπτεμβρίου 2004 αναίρεση κατά της αποφάσεως του πέμπτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση T-198/01, Technische Glaswerke Ilmenau GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υποστηριζόμενης από την Schott Glas.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση T-198/01 (1),

2.

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 12ης Ιουνίου 2001,

3.

επικουρικά σε σχέση με το υπ' αριθ. 2 αίτημα: να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο,

4.

να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:

1.

Η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση T-198/01, με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκηθεί κατά την αποφάσεως της Επιτροπής να χαρακτηρίσει ως ενίσχυση τη μείωση κατά 4 εκατ. γερμανικά μάρκα (DEM) του τιμήματος της πωλήσεως μιας επιχειρήσεως που ιδιωτικοποίησε η Treuhandanstalt (που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε BvS) και να απαιτήσει την απόδοση του ανάλογου ποσού.

2.

Η αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει, τόσο κατά τη διαδικασία εξετάσεως της ενισχύσεως όσο και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, την άποψη ότι έχει αξίωση για μείωση του τιμήματος λόγω του ότι εξέλιπε η δικαιοπρακτική βάση, καθόσον τόσο η ίδια όσο και η πωλήτρια —η Treuhandanstalt— θεώρησαν, κατά τον καθορισμό του τιμήματος, ότι το Freistaat Thüringen (το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας) θα επιδοτούσε τις επενδύσεις της αναιρεσείουσας στην ιδιωτικοποιηθείσα επιχείρηση σε αυξημένο (και αποδεκτό σε σχέση με τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις) ποσοστό επιδοτήσεως από πόρους της τοπικής αυτοδιοικήσεως (πρόκειται για γενική ρύθμιση για περιφερειακές ενισχύσεις, την οποία έχει εγκρίνει η Επιτροπή). Η επιδότηση αυτή αποτέλεσε τη βάση για τους υπολογισμούς της αναιρεσείουσας. Όταν χορηγήθηκε η κανονική και όχι η αυξημένη επιδότηση, εξέλιπε αυτή η βάση υπολογισμού, οπότε το τίμημα έπρεπε να προσαρμοστεί ανάλογα. Δεδομένου ότι, κατά τις γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου, υπήρχε αξίωση για την προσαρμογή του τιμήματος, η οποία θα μπορούσε να προβληθεί έναντι οποιουδήποτε ιδιώτη πωλητή, δεν μπορούσε να γίνει λόγος για ενίσχυση (αφού δεν υπήρχε ούτε ευνοϊκή μεταχείριση ούτε επιλεκτικότητα, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ). Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού αποδεικνύεται επιπλέον από το γεγονός ότι ο καθορισμός ενός ανάλογα μειωμένου τιμήματος δεν θα δημιουργούσε, σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε για την Treuhand κατά τον χρόνο της ιδιωτικοποιήσεως, κανένα πρόβλημα από την άποψη του δικαίου περί ενισχύσεων.

3.

Η Επιτροπή απέρριψε την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας για νομικούς λόγους και αποφάνθηκε ότι οι αξιώσεις κατά της Treuhand αφενός και του Freistaat Thüringen αφετέρου έπρεπε να εξεταστούν χωριστά. Το Πρωτοδικείο δέχτηκε την επιχειρηματολογία αυτή και, επιπλέον, αποφάνθηκε ότι η προσφεύγουσα και νυν αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε κατά τη διάρκεια της δίκης καμία γραπτή απόδειξη για την εκ μέρους του Freistaat Thüringen έγκριση των επιδοτήσεων.

4.

Κατά των ανωτέρω βάλλει η αναιρεσείουσα με την αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε. Σε σχέση με την εξάλειψη της δικαιοπρακτικής βάσης οι κυριότεροι λόγοι αναιρέσεως είναι οι εξής:

Κακώς το Πρωτοδικείο δεν δέχτηκε ότι η Επιτροπή δεν είχε παραβεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως (άρθρο 253 ΕΚ), αφού από την αιτιολογία της Επιτροπής δεν προκύπτει γιατί η Επιτροπή έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε καμία αξίωση, πράγμα όμως που είχε αποδείξει, έναντι της Treuhand (νυν BvS) λόγω του ότι είχε εκλείψει η δικαιοπρακτική βάση.

Ακόμη και αν η αιτιολογία της Επιτροπής ανταποκρινόταν στις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ, το Πρωτοδικείο έπρεπε τουλάχιστον να διαπιστώσει την ύπαρξη πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως της Επιτροπής, διότι ήταν προφανές ότι η αιτιολογία της δεν μπορούσε να αναιρέσει την ορθότητα του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι είχε εκλείψει η δικαιοπρακτική βάση. Συνακόλουθα, το Πρωτοδικείο έπρεπε να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή είχε παραβεί το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Οι πρόσθετες αιτιολογίες στις οποίες στηρίχθηκε το Πρωτοδικείο, μολονότι η Επιτροπή δεν τις είχε παραθέσει (έλλειψη αποδείξεως της εγκρίσεως εκ μέρους του Freistaat Thüringen), είναι απαράδεκτες (χρησιμοποίηση διαφορετικών αιτιολογιών) και αλυσιτελείς (έπρεπε να αποδειχθεί όχι η έγκριση του κράτους της Θουριγγίας, αλλά η εσφαλμένη αντίληψη των συμβαλλόμενων ως προς το ύψος της επιδοτήσεως).

Επιπλέον, το Πρωτοδικείο παρέβη ουσιώδεις δικονομικές αρχές, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα ακροάσεως της αναιρεσείουσας, καθόσον με την απόφασή του απέρριψε τα αιτήματα της αναιρεσείουσας ως προς την απόδειξη των υπολογισμών στους οποίους βασίστηκε, ενώ συγχρόνως στήριξε την απόφασή του στο ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε την αλήθεια των ισχυρισμών της.

5.

Πέρα από τους ανωτέρω λόγους αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα βάλλει επίσης κατά ορισμένων νομικών σφαλμάτων σε σχέση με άλλες πλημμέλειες της αιτιολογίας της αποφάσεως της Επιτροπής και κατά της νομικά εσφαλμένης κρίσεως του Πρωτοδικείου ότι η Επιτροπή δεν τέλεσε ορισμένες ουσιώδεις από τις διάφορες διαδικαστικές πλημμέλειες που της καταλογίζει.


(1)  Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Top