Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 91999E002261

    ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-2261/99 υποβολή: Marie Isler Béguin (Verts/ALE) προς την Επιτροπή. Αναγνώριση πτυχίων.

    ΕΕ C 303E της 24.10.2000, p. 38–40 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    European Parliament's website

    91999E2261

    ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-2261/99 υποβολή: Marie Isler Béguin (Verts/ALE) προς την Επιτροπή. Αναγνώριση πτυχίων.

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 303 E της 24/10/2000 σ. 0038 - 0040


    ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-2261/99

    υποβολή: Marie Isler Bguin (Verts/ALE) προς την Επιτροπή

    (13 Δεκεμβρίου 1999)

    Θέμα: Αναγνώριση πτυχίων

    Η συνθήκη της Ευρωπαϊκής νωσης η οποία προβλέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων την ελευθερία εγκατάστασης και την ελευθερία παροχήςπηρεσιών καθώς και τη γενική αναγνώριση της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής επιμόρφωσης, δεν τηρείται.

    Πράγματι, βάσει του συστήματος αναγνώρισης πτυχίων, το κράτος μέλοςποδοχής δεν μπορεί να αρνηθεί σε πολίτες της νωσης την πρόσβασή τους σε ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε περίπτωση που έχουν τα προσόντα άσκησης του επαγγέλματος αυτού στην χώρα καταγωγής τους. Η εναρμόνιση όμως και η αναγνώριση των πτυχίων των κρατών μελών δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη λ.χ. πτυχίο παιδαγωγού παιδικού σταθμού (Βέλγιο-Γαλλία), πτυχίο αρχιτέκτονος (Γαλλία-Ελλάδα), κλπ.

    Οι διοικητικές αυτές πρακτικές έχουν ως αποτέλεσμα καταστάσεις πλήρους κοινωνικού και επαγγελματικού αποκλεισμού σε μιά Ευρώπη που διακηρύσσει την κατάργηση των συνόρων.

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απεφάσισε να παραπέμψει τη Γαλλία και την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επί παραβάσει της κοινοτικής νομοθεσίας.

    Ποιές είναι οι ενδεδειγμένες ενέργειες και οι δυνατότητες προσφυγής για τους ευρωπαίους πολίτες οι οποίοι αποκλείονται απότη δυνατότητα διεκδίκησης θέσεως εργασίας λόγω μηποβολής της ισοτιμίας του πτυχίου τους;

    Απάντηση του κ. Bolkestein Εξ ονόματος της Επιτροπής

    (20 Ιανουαρίου 2000)

    Το γενικό σύστημα βασίζεται στην έννοια της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία προϋποθέτει την παραδοχή ότι οι εθνικοί τίτλοι μπορούν να θεωρηθούν στην Κοινότητα ως ισοδύναμης αξίας. Η αρχή αυτή έχει εφαρμοστεί σε εκείνα τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα για τα οποία δεν έχει συντονιστεί σε κοινοτικό επίπεδο η ελάχιστη απαιτούμενη εκπαίδευση(1). Το κράτος μέλοςποδοχής πρέπει να συγκρίνει το δίπλωμα που κατέχει έναςποψήφιος προερχόμενος από άλλο κράτος μέλος (το κράτος μέλος καταγωγής) με τα δικά του προσόντα. Ανπάρχουν ουσιαστικές διαφορές, το κράτος μέλοςποδοχής μπορεί να απαιτήσει δοκιμή επάρκειας, περίοδο προσαρμογής ή επαγγελματική πείρα.

    Κάθε κράτος μέλος είναιπεύθυνο για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στα πλαίσια της έννομης τάξης του. Οι οδηγίες με τις οποίες θεσπίστηκε το γενικό σύστημα, οδηγίες που έχουν μεταφερθεί σχεδόν πλήρως στη νομοθεσία όλων των κρατών μελών, είναι κυρίως οι οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών(2) και η οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ(3). Η οδηγία 89/48/ΕΟΚ δεν έχει μεταφερθεί ακόμη πλήρως στην Ελλάδα. Η Επιτροπή παρέπεμψε το θέμα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ζήτησε να επιβληθεί στην Ελλάδα χρηματική ποινή, όπως προβλέπει το άρθρο 228(2), της συνθήκης ΕΚ (πρώην άρθρο 171). Επιπλέον, τα βασικά δικαιώματα που προβλέπονται για τους πολίτες σύμφωνα με το γενικό σύστημα εφαρμόζονται άμεσα στα κράτη μέλη. Έτσι, οι πολίτες μπορούν να επικαλούνται τα δικαιώματα αυτά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να κάνουν χρήση των ένδικων βοηθημάτων και μέσων που προβλέπονται σε εθνικό επίπεδο, τα οποία πρέπει να είναι διαθέσιμα σε κάθε κράτος μέλος(4). Είναι κυρίως ευθύνη των εθνικών δικαστηρίων να ελέγχουν εάν και κατά πόσον, σε μια συγκεκριμένηπόθεση, οι εθνικές αρχές παραβίασαν το κοινοτικό δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν ναποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για θέματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου.

    Σύμφωνα με τις συνθήκες, αρμόδια για να εξασφαλίζει τη σωστή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου είναι η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, όταν ένα κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή έχει δικές της εξουσίες (προσφυγή επί παραβάσει) για να προσπαθήσει να θέσει τέρμα στην παράβαση, ενώ, όταν χρειάζεται, δικαιούται να παραπέμψει τηνπόθεση στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Επιτροπή προβαίνει σε όποια ενέργεια κρίνει απαραίτητη είτε κατόπιν καταγγελίας που τηςποβάλλεται είτε κατόπιν ενδείξεων που συγκεντρώνει η ίδια για την ύπαρξη παραβάσεων. Πρέπει να σημειωθεί ότι, για τις επιμέρουςποθέσεις, οι διαδικασίες παράβασης τις οποίες κινεί η Επιτροπή δεν έχουν τις ίδιες έννομες συνέπειες με τις συνέπειες που έχει η άσκηση αγωγής στα πλαίσια της εθνικής έννομης τάξης και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να την αντικαταστήσουν.

    Ο καθένας μπορεί ναποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή κατά κράτους μέλους για οποιοδήποτε μέτρο (νόμο, κανονισμό ή διοικητική ενέργεια) ή πρακτική καταλογιστέα σε κράτος μέλος, για την οποία θεωρούν ότι δεν συνάδει με διάταξη ή αρχή του κοινοτικού δικαίου. Οι καταγγέλλοντες δεν χρειάζεται να αποδείξουν ότι διαθέτουν συγκεκριμένο έννομο συμφέρον για τηνποβολή της καταγγελίας τους. Ούτε χρειάζεται να αποδείξουν ότι η καταγγελία αφορά κυρίως και άμεσα τους ίδιους. Για να είναι παραδεκτή, η καταγγελία πρέπει να αφορά παράβαση του κοινοτικού δικαίου από ένα κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να αφορά διαφορά μεταξύ ιδιωτών.

    Οι πολίτες των οποίων τα διπλώματα δεν αναγνωρίζονται μπορούν να συμβουλεύονται τα εθνικά «σημεία επαφής» για την αναγνώριση των διπλωμάτων, κατάλογος των οποίων διατίθεται σε όλα τα γραφεία ενημέρωσης

    της Επιτροπής. Οι πολίτες μπορούν επίσης να ενημερώνονται για τα δικαιώματά τους που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο μέσω της «υπηρεσίας προσανατολισμού πολιτών» με την οποία μπορεί να επικοινωνήσει κανείς τηλεφωνικώς, και μάλιστα ατελώς, σε όλα τα κράτη μέλη) ή μέσω του Internet.

    (1) Το γενικό σύστημα δεν εφαρμόζεται στα επαγγέλματα για τα οποίαπάρχει ειδική κοινοτική νομοθεσία που εναρμονίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις επαγγελματικών προσόντων (π.χ.: γιατροί, γενικοί νοσοκόμοι, μαίες, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί, και, σε κάποιο βαθμό, αρχιτέκτονες). Για τα επαγγέλματα αυτά, προβλέπεται «αυτόματη» αναγνώριση.

    (2) ΕΕ L 19 της 24.1.1989.

    (3) ΕΕ L 209 της 24.7.1992.

    (4) Βλέπε άρθρο 8(2) της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και άρθρο 12(2) της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ.

    Top