EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 91998E000189

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ αρ θ. 189/98 του Cristiana MUSCARDINI προς την Επ τροπή. Άδεια παραμονής

ΕΕ C 386 της 11.12.1998, p. 5 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

European Parliament's website

91998E0189

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ αρ θ. 189/98 του Cristiana MUSCARDINI προς την Επ τροπή. Άδεια παραμονής

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 386 της 11/12/1998 σ. 0005


ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-0189/98

υποβολή: Cristiana Muscardini (NI) προς την Επιτροπή

(5 Φεβρουαρίου 1998)

Θέμα: Άδεια παραμονής

Ο κανονισμός 1612/68(1), που καθιστά υποχρεωτική την κατοχή άδειας παραμονής για όλους τους κοινοτικούς πολίτες που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα για την πραγματική υλοποίηση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των ατόμων και συμβιβάζεται δύσκολα με τις αρχές στις οποίες στηρίζονται οι συμφωνίες Σένγκεν, οι οποίες κυρώθηκαν πρόσφατα και από την Ιταλία, και ειδικότερα το άρθρο 2 της Σύμβασης εφαρμογής που προβλέπει ότι η διέλευση από τα εσωτερικά σύνορα μπορεί να γίνεται χωρίς να απαιτείται κανένας έλεγχος.

Μπορεί να αναφέρει η Επιτροπή με ποιόν τρόπο σκοπεύει να συμβιβάσει την υποχρέωση της άδειας παραμονής που επιβάλλεται από πολλά κράτη μέλη με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των ατόμων και τους ορισμούς της Σύμβασης Σένγκεν;

Δεν θεωρεί η Επιτροπή ότι έχει επέλθει ο χρόνος για να παρέμβει στα κράτη μέλη και να καταργήσει την υποχρέωση της άδειας παραμονής;

Δεν νομίζει η Επιτροπή ότι το εθνικό διαβατήριο είναι επαρκής τίτλος για να επιτρέπει την κυκλοφορία και τη μετακίνηση των πολιτών της Ένωσης που ταξιδεύουν στις διάφορες χώρες της Ένωσης;

Απάντηση του κ.Monti εξ ονόματος της Επιτροπής

(6 Μαΐου 1998)

Χρειάζεται να γίνει διάκριση σε τρεις πτυχές: στην άδεια διαμονής όπως αυτή θεσπίζεται από το κοινοτικό δίκαιο για τον πολίτη της Ένωσης που επιθυμεί να παραμείνει σε ένα κράτος μέλος για περίοδο άνω των τριών μηνών; στην ενδεχόμενη υποχρέωση βάσει του εθνικού δικαίου ως προς την κατοχή αυτής της άδειας διαμονής κατά την κυκλοφορία σε δημόσιο χώρο και κατά τους ελέγχους για την τήρηση αυτής της υποχρέωσης στο έδαφός τους; και στους ελέγχους που μπορεί να πραγματοποιηθούν κατά τη διάβαση των συνόρων.

Το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει τη χορήγηση αυτής της άδειας διαμονής στους πολίτες της Ένωσης που επιθυμούν να παραμείνουν σε ένα κράτος μέλος άνω των τριών μηνών (βλέπε ειδικά το άρθρο 4, παράγραφος 2 της οδηγίας68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1968 περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας(2) και το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 73/148 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1973 περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διανομή των υπηκόων των κρατών μελών στο εσωτερικό της Κοινότητας στον τομέα της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών(3)). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, αυτή η άδεια διαμονής αποτελεί δηλωτική πράξη ενός δικαιώματος που απορρέει από τη συνθήκη ΕΚ.

Το παραγωγικό κοινοτικό δίκαιο δεν δημιουργεί στους πολίτες της Ένωσης την υποχρέωση κατοχής της άδειας διαμονής όταν βρίσκονται σε δημόσιο χώρο. Παρ' όλα αυτά, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει σε ένα κράτος μέλος να επιβάλλει στους πολίτες της Ένωσης, με τρόπο που να μη συνιστά διάκριση σε σχέση με τους πολίτες του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, την κατοχή εγγράφων ταυτότητας ή ταξιδίου ή της άδειας διαμονής τους όταν κυκλοφορούν δημοσίως και να θεσπίζει κυρώσεις σεβόμενο την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τις παραβιάσεις αυτής της υποχρέωσης. Όπως δήλωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του Κοινότητα κατά βελγικού κράτους(4), "οι διενεργούμενοι από το κράτος έλεγχοι ως προς το αν τηρείται η επιβαλλόμενη στους δικαιούχους αδείας διαμονής κοινοτικούς υπηκόους υποχρέωση να φέρουν πάντοτε μαζί τους την άδεια διαμονής ή εγκαταστάσεώς τους συνάδουν προς το κοινοτικό δίκαιο υπό τον όρο ότι πανομοιότυπη υποχρέωση επιβάλλεται και στους υπηκόους του κράτους αυτού για το δελτίο ταυτότητάς τους".

Σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, τα κράτη μέλη οφείλουν να δέχονται τους πολίτες της Ένωσης στο έδαφός τους με την απλή επίδειξη δελτίου ταυτότητάς τους ή του διαβατηρίου εν ισχύ (βλέπε άρθρο 3, παράγραφος 1 των παραπάνω οδηγιών). Κατά γενικό κανόνα λοιπόν, το κοινοτικό δίκαιο αντιτίθεται σε διοικητικά μέτρα που απαιτούν με γενικό τρόπο άλλες διατυπώσεις στα σύνορα από την απλή επίδειξη του δελτίου ταυτότητας ή του διαβατηρίου εν ισχύ.

Όσον αφορά τους ελέγχους στους πολίτες της Ένωσης για την τήρηση της υποχρέωσης του εθνικού δικαίου ως προς την κατοχή της άδειας διαμονής τους κατά τη διάβαση των συνόρων, το Δικαστήριο εκτίμησε στην προαναφερθείσα απόφασή του ότι υπό τον όρο ότι η είσοδος στο έδαφός τους δεν αποτελεί συνάρτηση των ελέγχων αυτών, με άλλα λόγια, δεν οδηγούν σε απαγόρευση εισόδου, η απαγόρευσή τους δεν απορρέει από το κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι η πρακτική αυτή ενδέχεται να συνιστά, ανάλογα με τις περιστάσεις, εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Αυτό θα συνέβαινε ιδίως αν αποδεικνυόταν ότι οι σχετικοί έλεγχοι διενεργούνται κατά τρόπο συστηματικό, αυθαίρετο ή αλυσιτελώς κατασταλτικό.

Δεδομένου ότι ο στόχος της κατάργηση των ελέγχων προσώπων δεν έχει ακόμα επιτευχθεί σε επίπεδο Ένωσης, οι αρχές του κοινοτικού δικαίου που εξετάστηκαν παραπάνω βρίσκονται πάντοτε σε εφαρμογή.

Όσον αφορά τη συνθήκη Schengen, το άρθρο της 2, παράγραφος 3 προβλέπει ότι η κατάργηση του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα δεν επηρεάζει...ούτε την άσκηση των αστυνομικών αρμοδιοτήτων εκ μέρους των αρμόδιων αρχών στο σύνολο της επικράτειας κάθε Συμβαλλόμενου Μέλους δυνάμει της νομοθεσίας του, ούτε τις υποχρεώσεις κατοχής, μεταφοράς και επιδείξεως τίτλων και εγγράφων που προβλέπονται από τη νομοθεσία του.

(1) EE L 257 της 19.10.1968, σελ. 2.

(2) ΕΕ L 257, της 19.10.1968.

(3) ΕΕ L 172, της 28.6.1973.

(4) Απόφαση της 27ης Απριλίου 1989, Υπόθεση 321/87, Συλλογή 1989, σελ. 1007.

Top