Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62024CJ0318

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Ιουλίου 2024.
    Parchetul de pe lângă Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie – Direcţia Naţională Anticorupţie – Serviciul Teritorial Braşov κατά P.P.R.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Παράδοση των εκζητουμένων στις δικαστικές αρχές έκδοσης του εντάλματος – Σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος – Πλημμέλειες που συνίστανται στην έλλειψη απόδειξης της ορκωμοσίας των δικαστών – Απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης – Συνθήκες κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος – Εκτίμηση εκ μέρους της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος – Άρνηση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τη δικαστική αρχή εκτέλεσής του – Συνέπειες της άρνησης αυτής για τη δικαστική αρχή εκτέλεσης άλλου κράτους μέλους.
    Υπόθεση C-318/24 PPU.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:658

    Προσωρινό κείμενο

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 29ης Ιουλίου 2024 (*)

    « Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Παράδοση των εκζητουμένων στις δικαστικές αρχές έκδοσης του εντάλματος – Σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος – Πλημμέλειες που συνίστανται στην έλλειψη απόδειξης της ορκωμοσίας των δικαστών – Απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης – Συνθήκες κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος – Εκτίμηση εκ μέρους της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος – Άρνηση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τη δικαστική αρχή εκτέλεσής του – Συνέπειες της άρνησης αυτής για τη δικαστική αρχή εκτέλεσης άλλου κράτους μέλους »

    Στην υπόθεση C-318/24 PPU [Breian] (i),

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ που υπέβαλε το Curtea de Apel Braşov (εφετείο Braşov, Ρουμανία) με απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Απριλίου 2024, στο πλαίσιο της διαδικασίας για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε σε βάρος του

    P.P.R.,

    παρισταμένης της:

    Parchetul de pe lângă Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie – Direcţia Naţională Anticorupţie – Serviciul Teritorial Braşov,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου και ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πέμπτου τμήματος, Z. Csehi, I. Jarukaitis και Δ. Γρατσία (εισηγητή), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: R. Şereş, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Ιουνίου 2024,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        ο P.P.R., εκπροσωπούμενος από τον J. Azzopardi, avukat, και την M. Laïchi, avocate,

    –        η Parchetul de pe lângă Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie – Direcţia Naţională Anticorupţie – Serviciul Teritorial Braşov, εκπροσωπούμενη από τον M. Voineag,

    –        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Chicu, την E. Gane και την A. Rotăreanu,

    –        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από την G. Mullan, BL,

    –        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard και την B. Dourthe,

    –        η Μαλτεζική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Buhagiar,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον A. Biolan, τον H. Leupold και την J. Vondung,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2024,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, και του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, του άρθρου 4 και του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και του άρθρου 1, παράγραφοι 2 και 3, και των άρθρων 15 και 19 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584).

    2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε σε βάρος του P.P.R. από το Curtea de Apel Braşov – Biroul executări penale (εφετείο Braşov – γραφείο εκτέλεσης ποινικών αποφάσεων, Ρουμανία).

     Το νομικό πλαίσιο

     Το διεθνές δίκαιο

    3        Το άρθρο 2, στοιχείο a, του καταστατικού του Διεθνούς Οργανισμού Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Ιντερπόλ), που εγκρίθηκε στη Βιέννη (Αυστρία) από τη Γενική Συνέλευση της Ιντερπόλ στις 13 Ιουνίου 1956 κατά την 25η σύνοδό της και τροποποιήθηκε για τελευταία φορά κατά την 91η σύνοδό της το 2023 (στο εξής: καταστατικό της Ιντερπόλ), προβλέπει ότι η Ιντερπόλ έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, «να εξασφαλίσει και να αναπτύξει την ευρύτερη δυνατή αμοιβαία συνδρομή όλων των αρχών της εγκληματολογικής αστυνομίας, εντός του πλαισίου των νόμων που ισχύουν στις διάφορες χώρες και σύμφωνα με το πνεύμα της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

    4        Το άρθρο 5 του καταστατικού της Ιντερπόλ αναφέρει την Επιτροπή Ελέγχου των Αρχείων της Ιντερπόλ (στο εξής: CCF) ως τμήμα της Ιντερπόλ.

    5        Σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφοι 1 και 3, του καταστατικού της Ιντερπόλ, η CCF είναι ανεξάρτητο όργανο που διασφαλίζει ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ιντερπόλ πραγματοποιείται συμφώνως προς τους ισχύοντες κανόνες, οφείλει δε, μεταξύ άλλων, να επιλαμβάνεται των σχετικών καταγγελιών.

    6        Η CCF διαθέτει επίσης δικό της καταστατικό το οποίο καθορίζει λεπτομερέστερα τα καθήκοντα και της αρμοδιότητές της. Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο c, του καταστατικού αυτού, η CCF δύναται μεταξύ άλλων να διατάξει τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το σύστημα πληροφόρησης της Ιντερπόλ.

     Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584

    7        Το άρθρο 1 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι [απόφαση δικαστικής αρχής] η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

    2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

    3.      H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΕΕ].»

    8        Το άρθρο 3 της απόφασης-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», έχει ως εξής:

    «Η δικαστική αρχή εκτέλεσης του κράτους μέλους εκτέλεσης (εφεξής καλούμενη “δικαστική αρχή εκτέλεσης”) αρνείται την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    1)      εάν η αξιόποινη πράξη την οποία αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης καλύπτεται από αμνηστία στο κράτος μέλος εκτέλεσης, εφόσον το εν λόγω κράτος είχε την αρμοδιότητα για τη δίωξη αυτής της αξιόποινης πράξης σύμφωνα με το ποινικό του δίκαιο·

    2)      εάν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτέλεσης προκύπτει ότι ο καταζητούμενος έχει δικασθεί [αμετακλήτως] για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της καταδίκης·

    3)      εάν το πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί, λόγω της ηλικίας του, να θεωρηθεί ποινικώς υπεύθυνο για τις πράξεις για τις οποίες εξεδόθη το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.»

    9        Το άρθρο 8 της απόφασης-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιεχόμενο και τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα:

    α)      ταυτότητα και ιθαγένεια του καταζητούμενου·

    β)      όνομα, διεύθυνση, αριθμός τηλεφώνου και φαξ και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος·

    γ)      ένδειξη ότι υπάρχει εκτελεστή απόφαση, ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2·

    δ)      φύση και νομικός χαρακτηρισμός του αδικήματος, ιδίως όσον αφορά το άρθρο 2·

    ε)      περιγραφή των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου, του τόπου της τέλεσης και του βαθμού συμμετοχής του καταζητουμένου στην αξιόποινη πράξη·

    στ)      την επιβληθείσα ποινή, εάν πρόκειται για [αμετάκλητη] απόφαση, ή την κλίμακα ποινών που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος·

    ζ)      στο μέτρο του δυνατού, τις λοιπές συνέπειες της αξιόποινης πράξης.

    2.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης. Κάθε κράτος μέλος δύναται, κατά το χρόνο της έκδοσης της παρούσας απόφασης-πλαισίου ή μεταγενέστερα, να αναφέρει σε δήλωση που κατατίθεται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ότι θα δέχεται μετάφραση σε μία ή περισσότερες άλλες επίσημες γλώσσες των οργάνων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].»

    10      Κατά το άρθρο 15 της απόφασης-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόφαση για την παράδοση»:

    «1.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης αποφασίζει, εντός των προθεσμιών και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, για την παράδοση του προσώπου.

    2.      Εάν η δικαστική αρχή εκτέλεσης κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών πληροφοριών [...]

    3.      Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος μπορεί να διαβιβάζει οποτεδήποτε στη δικαστική αρχή εκτέλεσης κάθε επιπλέον χρήσιμη πληροφορία.»

    11      Το άρθρο 19 της απόφασης-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ακρόαση του καταζητουμένου προ της λήψεως αποφάσεως», έχει ως εξής:

    «1.      Η ακρόαση του καταζητουμένου διεξάγεται από δικαστική αρχή, επικουρούμενη από κάθε άλλο πρόσωπο που ορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου.

    2.      Η ακρόαση του καταζητουμένου διεξάγεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης και οι προϋποθέσεις καθορίζονται με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος και της δικαστικής αρχής εκτέλεσης.

    3.      Η αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αναθέσει σε άλλη δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται να λάβει μέρος στην ακρόαση του καταζητουμένου, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή του παρόντος άρθρου και των προϋποθέσεων που καθορίστηκαν.»

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    12      Στις 17 Δεκεμβρίου 2020, το Curtea de Apel Braşov (εφετείο Braşov, Ρουμανία) εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε βάρος του P.P.R. προκειμένου να εκτελεστεί ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε με απόφαση που εξέδωσε το δικαστήριο αυτό στις 27 Ιουνίου 2019, η οποία κατέστη αμετάκλητη κατόπιν της έκδοσης αποφάσεως από το τμήμα ποινικών υποθέσεων του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ρουμανία) στις 17 Δεκεμβρίου 2020.

    13      Κατόπιν της αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2020, το γραφείο εκτέλεσης ποινικών αποφάσεων του Curtea de Apel Brașov (εφετείου Brașov) εξέδωσε, την ίδια ημέρα, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε βάρος του P.P.R. για την εκτέλεση της ποινής που του είχε επιβληθεί.

    14      Από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, στις 28 Ιουνίου 2022, ο P.P.R. συνελήφθη στο Παρίσι (Γαλλία) και κινήθηκε διαδικασία για την παράδοσή του. Η διαδικασία παράδοσης περατώθηκε με την αμετάκλητη απόφαση του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού, Γαλλία) της 29ης Νοεμβρίου 2023, με την οποία απορρίφθηκε η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί από τις ρουμανικές αρχές σε βάρος του P.P.R.

    15      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού) στήριξε την απορριπτική του απόφαση στην ύπαρξη κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι υπήρχαν συστημικές και γενικευμένες πλημμέλειες όσον αφορά τη δικαστική εξουσία στη Ρουμανία, δεδομένου ότι δεν ήταν βέβαιος ο τόπος όπου φυλάσσονταν τα πρακτικά ορκωμοσίας των δικαστών, με αποτέλεσμα να γεννώνται αμφιβολίες ως προς τη νόμιμη σύνθεση των δικαστηρίων του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Αφετέρου, η συστημική αυτή πλημμέλεια επηρέασε την ποινική διαδικασία σε βάρος του P.P.R. ενώπιον του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), δεδομένου ότι το πρακτικό ορκωμοσίας ενός εκ των τριών δικαστών του δικαστικού σχηματισμού που επιλήφθηκε της υπόθεσής του δεν μπορούσε να ανευρεθεί, έτερος δε δικαστής του ίδιου δικαστικού σχηματισμού είχε ορκιστεί μόνον ως εισαγγελέας ενώ από τις εφαρμοστέες συναφώς διατάξεις του ρουμανικού δικαίου δεν προέκυπτε χωρίς αμφισημία ότι δεν απαιτούνταν εκ νέου ορκωμοσία κατά τον διορισμό του ως δικαστή.

    16      Επιπλέον, το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού) έλαβε επίσης υπόψη την απόφαση του τμήματος εξέτασης αιτήσεων της CCF, η οποία είχε εκδοθεί στο πλαίσιο της 123ης συνόδου της CCF που πραγματοποιήθηκε από τις 30 Ιανουαρίου έως τις 3 Φεβρουαρίου 2023 (CCF/123/R1358.21) και με την οποία είχε διαταχθεί η διαγραφή από τη βάση δεδομένων της Ιντερπόλ του αιτήματος διεθνούς έρευνας για τον P.P.R., με την αιτιολογία ότι τα δεδομένα που τον αφορούσαν δεν ήταν σύμφωνα με τους κανόνες της Ιντερπόλ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού) έκρινε ότι από την εν λόγω απόφαση προέκυπτε ότι υφίσταντο σοβαρές ανησυχίες περί συνδρομής πολιτικών παραγόντων εντός του γενικού πλαισίου καθώς και περί ελλείψεως τήρησης των αρχών των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά τη διαδικασία που είχε κινηθεί σε βάρος του P.P.R. στη Ρουμανία.

    17      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, στις 29 Απριλίου 2024, ο P.P.R. συνελήφθη στη Μάλτα δυνάμει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί σε βάρος του. Την ίδια ημέρα, η μαλτεζική δικαστική αρχή εκτέλεσης ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο συμπληρωματικές πληροφορίες, διευκρινίζοντας ότι ο P.P.R. είχε επικαλεστεί την απόφαση του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού) για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως.

    18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Brașov (εφετείο Brașov) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της [απόφασης-πλαισίου 2002/584] την έννοια ότι η τελεσίδικη απόφαση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να αρνηθεί την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου έχει ισχύ δεδικασμένου έναντι άλλης δικαστικής αρχής εκτέλεσης άλλου κράτους μέλους, ή έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την εκ νέου υποβολή αίτησης παράδοσης βάσει του ίδιου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, όταν εξαλείφθηκαν τα στοιχεία που εμπόδισαν την εκτέλεση προηγούμενου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή όταν η απόφαση περί άρνησης εκτέλεσης του εν λόγω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση νέου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν συνεπάγεται παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 και η εκ νέου υποβολή της αίτησης παράδοσης είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την ερμηνεία της απόφασης-πλαισίου 2002/584 η οποία δόθηκε με την [απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ. (C-158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 141 και σημείο 5 του διατακτικού)];

    2)      Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 3, της [απόφασης-πλαισίου 2002/584], σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του [Χάρτη], την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος με σκοπό την εκτέλεση της ποινής, όταν στο πλαίσιο της εξακρίβωσης της υποχρέωσης σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, όσον αφορά το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, υπό το πρίσμα της απαίτησης περί νομίμως συσταθέντος δικαστηρίου, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, διαπιστώθηκαν πλημμέλειες κατά την ορκωμοσία των μελών του δικαστικού σχηματισμού του δικαστηρίου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, χωρίς να τίθεται ζήτημα παρέμβασης άλλων δημόσιων αρχών στη διαδικασία διορισμού των δικαστών;

    3)      Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 3, της [απόφασης-πλαισίου 2002/584], σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του [Χάρτη], την έννοια ότι σε περίπτωση κατά την οποία ορισμένο πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης υποστηρίζει ότι η παράδοσή του στο κράτος μέλος έκδοσης συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, η ύπαρξη απόφασης της [CCF], στην οποία γίνεται ευθέως μνεία στην κατάσταση του εν λόγω προσώπου, δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αφ’ εαυτής, την άρνηση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να εκτελέσει το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, αλλά μπορεί, αντιθέτως, μια τέτοια απόφαση να ληφθεί υπόψη από την εν λόγω δικαστική αρχή, μεταξύ άλλων στοιχείων, για την εκτίμηση της ύπαρξης συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαιοδοτικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους ή πλημμελειών που επηρεάζουν τη δικαστική προστασία μιας ομάδας προσώπων δυνάμενης να προσδιορισθεί αντικειμενικώς, στην οποία ανήκει το εν λόγω πρόσωπο;

    4)      Έχει η [απόφαση-πλαίσιο 2002/584] την έννοια ότι δεν αποκλείει την εκ νέου υποβολή αίτησης παράδοσης του εκζητούμενου προσώπου βάσει του ίδιου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, του οποίου η εκτέλεση δεν έγινε δεκτή αρχικά από δικαστική αρχή εκτέλεσης ορισμένου κράτους μέλους, ενώπιον άλλης δικαστικής αρχής εκτέλεσης άλλου κράτους μέλους, όταν η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος διαπιστώνει ότι η προηγούμενη απόφαση περί άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, βάσει της ήδη υφιστάμενης δικαστικής πρακτικής του Δικαστηρίου ή απλώς εκ του λόγου ότι έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που έχει εφαρμογή στην εν λόγω υπόθεση;

    5)      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της [απόφασης-πλαισίου 2002/584], καθώς και οι αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της καλόπιστης συνεργασίας, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με την ανάγκη διασφάλισης αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων των προσώπων που μετέχουν στη διαδικασία, πάντα δε ταύτα λαμβανομένων επίσης υπόψη των άρθρων 15 και 19 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, επιτρέπουν στις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος (της δικαστικής αρχής έκδοσης εκπροσωπουμένης από άμεσο αντιπρόσωπο ή, κατόπιν πρόσκλησης της εν λόγω δικαστικής αρχής, από άλλες δικαστικές αρχές, όπως ο ομόλογος, το εθνικό μέλος του [Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης (Eurojust)] ή ο εισαγγελέας του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος) να συμμετέχουν άμεσα, μέσω της υποβολής αιτήσεων, της προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων και της συμμετοχής στις δικαστικές συνεδριάσεις, στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οι οποίες διεξάγονται από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης, καθώς και να ασκούν ένδικο μέσο κατά της απόφασης περί άρνησης παράδοσης, στο μέτρο που προβλέπεται τέτοιο ένδικο μέσο από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, και στην περίπτωση που τούτο συμβαίνει, σύμφωνα με τις τασσόμενες προς τούτο προϋποθέσεις επί τη βάσει και τηρουμένης της αρχής της ισοδυναμίας;

    6)      Έχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, σχετικά με τα καθήκοντα της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής, υπό το πρίσμα της απόφασης-πλαισίου 2002/584, την έννοια ότι τα καθήκοντα της Επιτροπής να προάγει το κοινό συμφέρον της Ένωσης αναλαμβάνοντας τις κατάλληλες πρωτοβουλίες για τον σκοπό αυτόν, καθώς και τα καθήκοντά της να διασφαλίζει τη μέριμνα της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, μπορούν να ασκούνται, όσον αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, μεταξύ άλλων, κατόπιν αίτησης της δικαστικής αρχής έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, όταν η εν λόγω αρχή κρίνει ότι η άρνηση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης θίγει σοβαρά τις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και καλόπιστης συνεργασίας, προκειμένου η Επιτροπή να λάβει τα, κατά την κρίση της, αναγκαία μέτρα σύμφωνα με τα εν λόγω καθήκοντα και με πλήρη ανεξαρτησία;»

    19      Στις 16 Μαΐου 2024, το Δικαστήριο απηύθυνε στο αιτούν δικαστήριο αίτηση παροχής διευκρινίσεων σχετικά με τη φύση της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας υπέβαλε στο Δικαστήριο την αίτησή του για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, σχετικά με το αντικείμενο της διαδικασίας αυτής καθώς και σχετικά με το περιεχόμενο των αποφάσεων που δύναται να λάβει κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας. Το αιτούν δικαστήριο απάντησε επί της αιτήσεως αυτής στις 22 Μαΐου 2024. Με την απάντησή του, διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι, στις 20 Μαΐου 2024, το αρμόδιο μαλτεζικό δικαστήριο, υπό την ιδιότητά του ως δικαστικής αρχής εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί σε βάρος του P.P.R., είχε αποφασίσει να μην παραδώσει τον P.P.R. στις ρουμανικές αρχές εκτιμώντας ότι, βάσει των πληροφοριών που διέθετε σχετικά με τις συνθήκες κράτησης στη Ρουμανία, δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσει αν θα τηρούνταν, σε σχέση με τον P.P.R., η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 του Χάρτη απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής και μεταχείρισης, στην περίπτωση παράδοσής του στις ρουμανικές αρχές.

    20      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η μαλτεζική δικαστική αρχή εκτέλεσης κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό στηριζόμενη, αφενός, σε πληροφορίες στις οποίες είχε πρόσβαση, μεταξύ άλλων, μέσω του ιστοτόπου της ρουμανικής σωφρονιστικής αρχής και, αφετέρου, στο γεγονός ότι η έγκριση, από το αιτούν δικαστήριο, των διαβεβαιώσεων των αρμόδιων ρουμανικών αρχών ότι ο P.P.R. δεν θα υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση λόγω των συνθηκών κράτησής του παρασχέθηκε, στην αγγλική μετάφραση της κοινοποίησης του αιτούντος δικαστηρίου στη μαλτεζική δικαστική αρχή εκτέλεσης, με τη χρήση του όρου «approved» και όχι του όρου «endorsed» ο οποίος χρησιμοποιείται στη σκέψη 68 της απόδοσης στην αγγλική γλώσσα της αποφάσεως της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu (C‑128/18, EU:C:2019:857).

    21      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Braşov (εφετείο Braşov) υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο πρόσθετο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 3, της [απόφασης-πλαισίου 2002/584], σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του [Χάρτη] σχετικά με την απαγόρευση των απάνθρωπων και εξευτελιστικών ποινών και μεταχείρισης, την έννοια ότι, κατά την εξέταση των συνθηκών κρατήσεως στο κράτος μέλος εκδόσεως, αφενός, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως βάσει πληροφοριών οι οποίες δεν έχουν περιέλθει σε γνώση της δικαστικής αρχής εκδόσεως και για τις οποίες η τελευταία δεν είχε τη δυνατότητα να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφοι 2 και 3, της [απόφασης-πλαισίου 2002/584] και, αφετέρου, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν μπορεί να εφαρμόσει ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας από αυτό που προβλέπει ο Χάρτης και χωρίς να προσδιορίσει επακριβώς τους κανόνες στους οποίους αναφέρεται, ιδίως όσον αφορά τις απαιτήσεις περί κρατήσεως όπως είναι η κατάρτιση “ακριβούς σχεδίου εκτελέσεως της ποινής”, περί “επακριβώς ορισμένων κριτηρίων για την καθιέρωση συγκεκριμένου καθεστώτος εκτελέσεως” και περί εγγυήσεων μη διακριτικής μεταχειρίσεως λόγω “όλως μοναδικής και ευαίσθητης καταστάσεως”;»

     Επί του αιτήματος εφαρμογής της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας

    22      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξετασθεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 23α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    23      Προς στήριξη του αιτήματός του, επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι ο P.P.R. βρίσκεται υπό κράτηση στη Μάλτα δυνάμει της διαδικασίας εκτέλεσης του εκδοθέντος από τις ρουμανικές αρχές ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και ότι η συνέχιση της κράτησής του εξαρτάται από την έκβαση της κύριας διαδικασίας, δεδομένου ότι έγινε επίκληση, ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτέλεσης στη Μάλτα, της άρνησης του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού) να προβεί σε εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εξέδωσαν οι ρουμανικές αρχές.

    24      Κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που εγείρει ένα ή περισσότερα ζητήματα σχετικά με τους τομείς περί των οποίων γίνεται λόγος στον τίτλο V, ο οποίος αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ μπορεί, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, κατ’ εξαίρεση, αυτεπαγγέλτως, να υπαχθεί στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία κατά την έννοια του τρίτου κεφαλαίου του τρίτου τίτλου του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 107 έως 114.

    25      Επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, μεταξύ άλλων, την ερμηνεία της απόφασης-πλαισίου 2002/584, η οποία εμπίπτει στους τομείς περί των οποίων γίνεται λόγος στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η αίτηση αυτή μπορεί, κατά συνέπεια, να υπαχθεί στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία, κατά το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    26      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την προϋπόθεση του επείγοντος, η εν λόγω προϋπόθεση πληρούται ιδίως όταν ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του και η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, διευκρινιζομένου ότι η κατάσταση του προσώπου αυτού πρέπει να εκτιμάται ως έχει κατά τον χρόνο εξετάσεως του αιτήματος περί υπαγωγής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα διαδικασία (απόφαση της 14ης Μαΐου 2024, Stachev, C‑15/24 PPU, EU:C:2024:399, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    27      Εν προκειμένω, ομολογουμένως, η προδικαστική παραπομπή δεν προέρχεται από το δικαστήριο το οποίο, ως δικαστική αρχή εκτέλεσης του επίμαχου στην κύρια δίκη ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καλείται εν τέλει να αποφασίσει αν θα παραδώσει το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ένταλμα σύλληψης, αλλά από τη δικαστική αρχή έκδοσής του.

    28      Πλην όμως, όπως επιβεβαίωσε το αιτούν δικαστήριο κατά την απάντησή του στην αίτηση παροχής διευκρινίσεων για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, το δικαστήριο αυτό ενδέχεται, αναλόγως των απαντήσεων που θα δοθούν στα προδικαστικά ερωτήματα, να ανακαλέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο εξέδωσε σε βάρος του P.P.R. Δεδομένου ότι ο τελευταίος τελεί υπό κράτηση δυνάμει του συγκεκριμένου εντάλματος σύλληψης και μόνον, ενδεχόμενη ανάκληση του εντάλματος θα έχει ως άμεση συνέπεια το εν λόγω πρόσωπο να αφεθεί ελεύθερο.

    29      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πέμπτο τμήμα του Δικαστηρίου, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, αποφάσισε στις 15 Μαΐου 2024 να κάνει δεκτό το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    30      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από τη δικαστική αρχή έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βάσει του οποίου ο P.P.R. τέθηκε υπό κράτηση στη Μάλτα. Από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το δικαστήριο αυτό επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να καταστεί δυνατό να κρίνει αν μπορεί να εκδώσει νέο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε βάρος του P.P.R. ή υποχρεούται να ανακαλέσει το εκδοθέν σε βάρος του ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, στην περίπτωση που από την απάντηση του Δικαστηρίου προκύψει ότι η άρνηση εκτέλεσης του εντάλματος ήταν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

    31      Η ανωτέρω περίσταση μπορεί να δικαιολογήσει τη δυνατότητα του εν λόγω δικαστηρίου, ως δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος, να ζητήσει διευκρινίσεις από το Δικαστήριο σχετικά με τις προϋποθέσεις εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 53).

    32      Συγκεκριμένα, η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αποτελεί, κατά κύριο λόγο, ευθύνη του κράτους μέλους έκδοσης. Επομένως, δεδομένου ότι η έκδοση τέτοιου εντάλματος μπορεί να έχει ως συνέπεια τη σύλληψη του προσώπου σε βάρος του οποίου αυτό εκδόθηκε, η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος πρέπει, για τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων αυτών, να έχει την ευχέρεια να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να κρίνει αν οφείλει να διατηρήσει σε ισχύ ή να ανακαλέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή αν μπορεί να εκδώσει τέτοιο ένταλμα (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    33      Συνακόλουθα, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στα σημεία 24 έως 26 των προτάσεών της, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή στο σύνολό της, υπό την επιφύλαξη της εξέτασης του παραδεκτού καθενός από τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα.

     Επί του πρώτου ερωτήματος

    34      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 3, και το άρθρο 15, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχουν την έννοια ότι η αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός ενός κράτους μέλους υποχρεούται να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος αυτού όταν η αρχή εκτέλεσης του ίδιου εντάλματος εντός άλλου κράτους μέλους έχει προηγουμένως αρνηθεί να το εκτελέσει για τον λόγο ότι η παράδοση του εκζητουμένου ενδέχεται να θίξει το θεμελιώδες δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

    35      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, υπό τις ίδιες περιστάσεις, οι ανωτέρω διατάξεις έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη διατήρηση σε ισχύ του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τη δικαστική αρχή έκδοσής του.

    36      Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τόσο η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών όσο και η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία εδράζεται με τη σειρά της στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, έχουν θεμελιώδη σημασία στο δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι καθιστούν δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα. Ειδικότερα, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, όσον αφορά ιδίως τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος να δέχεται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε ότι σέβονται τα αναγνωρισμένα από το δίκαιο της Ένωσης θεμελιώδη δικαιώματα (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    37      Κατά εξίσου πάγια νομολογία, η ύπαρξη κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης την κατ’ εξαίρεση και κατόπιν προσήκουσας εξέτασης άρνηση εκτέλεσης του εντάλματος, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 72).

    38      Επ’ αυτού, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η δικαστική αρχή εκτέλεσης που καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει στη διάθεσή της στοιχεία καταδεικνύοντα την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στη λειτουργία του δικαιοδοτικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, η εν λόγω αρχή πρέπει να διακριβώσει, κατά τρόπο συγκεκριμένο και ακριβή, εάν, λαμβανομένων υπόψη της προσωπικής κατάστασης του συγκεκριμένου προσώπου, της φύσεως της αξιόποινης πράξης για την οποία διώκεται και του πραγματικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό θα διατρέξει τέτοιο κίνδυνο σε περίπτωση παραδόσεώς του στο εν λόγω κράτος μέλος (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 97).

    39      Αντιθέτως, καμία διάταξη της απόφασης-πλαισίου 2002/584 δεν προβλέπει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση της αρχής εκτέλεσης ενός κράτους μέλους να αρνηθεί να εκτελέσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για τον λόγο και μόνον ότι η εκτέλεση του εντάλματος αυτού απορρίφθηκε από την αρχή εκτέλεσης άλλου κράτους μέλους και χωρίς να απαιτείται να προβεί η ίδια σε εξακρίβωση της συνδρομής λόγου που δικαιολογεί τη μη εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Sofiyska gradska prokuratura (Διαδοχικά εντάλματα σύλληψης), C‑71/21, EU:C:2023:668, σκέψη 51].

    40      Ειδικότερα, η απόφαση της αρχής εκτέλεσης ενός κράτους μέλους να αρνηθεί την εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ακόμα και αν αυτή έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με «[αμετάκλητη] απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, η οποία αποτελεί τον μόνο λόγο που μπορεί να εμποδίσει την ποινική δίωξη του εν λόγω προσώπου για τις ίδιες πράξεις στο κράτος έκδοσης του εντάλματος ή την έναρξη ποινικής δίωξης σε βάρος του σε οποιοδήποτε άλλο κράτος [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Sofiyska gradska prokuratura (Διαδοχικά εντάλματα σύλληψης), C‑71/21, EU:C:2023:668, σκέψη 52].

    41      Συγκεκριμένα, ο εκζητούμενος θεωρείται ότι έχει δικασθεί αμετάκλητα για τις ίδιες πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 όταν, κατόπιν ποινικής διαδικασίας, έχει εξαλειφθεί οριστικά η δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης ή όταν οι δικαστικές αρχές κράτους μέλους έχουν εκδώσει απόφαση με την οποία ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται αμετάκλητα από τις κατηγορίες (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2010, Mantello, C‑261/09, EU:C:2010:683, σκέψη 45).

    42      Πλην όμως, η εξέταση μιας αίτησης παράδοσης δεν συνεπάγεται την εκ μέρους του κράτους εκτέλεσης ποινική δίωξη του εκζητουμένου και δεν περιλαμβάνει εκτίμηση της υποθέσεως επί της ουσίας [απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Sofiyska gradska prokuratura (Διαδοχικά εντάλματα σύλληψης), C‑71/21, EU:C:2023:668, σκέψη 54].

    43      Επομένως, η αρχή εκτέλεσης ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για τον λόγο και μόνον ότι η εκτέλεση του εντάλματος αυτού απορρίφθηκε από την αρχή εκτέλεσης άλλου κράτους μέλους και χωρίς να απαιτείται να προβεί η ίδια σε εξακρίβωση της συνδρομής λόγου που δικαιολογεί τη μη εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος [απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Sofiyska gradska prokuratura (Διαδοχικά εντάλματα σύλληψης), C‑71/21, EU:C:2023:668, σκέψη 61].

    44      Μολονότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, όπως ισχύει στο πεδίο της απόφασης-πλαισίου 2002/584, δεν εκτείνεται στις αποφάσεις για μη εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, εντούτοις παραμένει αναγκαίο να διευκρινιστούν τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει για την αρχή εκτέλεσης ενός κράτους μέλους το γεγονός ότι η αρχή εκτέλεσης ενός άλλου κράτους μέλους έχει αρνηθεί να εκτελέσει το οικείο ένταλμα λόγω της ύπαρξης κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

    45      Κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη [36] της παρούσας αποφάσεως, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος να δέχεται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε ότι σέβονται τα αναγνωρισμένα από το δίκαιο της Ένωσης θεμελιώδη δικαιώματα.

    46      Εν προκειμένω, όπως εξέθεσε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στα σημεία 37 έως 44 των προτάσεών της, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης επιτάσσει, σε περίπτωση απόφασης για μη εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθείσας εντός ενός κράτους μέλους λόγω της ύπαρξης κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, η αρχή εκτέλεσης του εντάλματος αυτού εντός άλλου κράτους μέλους, η οποία επιλαμβάνεται νέας αίτησης για παράδοση του ενδιαφερομένου, να λάβει δεόντως υπόψη τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η συγκεκριμένη απόφαση, στο πλαίσιο της δικής της εξέτασης περί συνδρομής λόγου μη εκτέλεσης [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2024, Bundesrepublik Deutschland (Αποτελέσματα αποφάσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα), C‑753/22, EU:C:2024:524, σκέψη 80].

    47      Το ίδιο ισχύει, mutatis mutandis, όσον αφορά τη δικαστική αρχή έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το οποίο αποφασίστηκε να μην εκτελεστεί λόγω ύπαρξης κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

    48      Καμία διάταξη της απόφασης-πλαισίου 2002/584 δεν αποκλείει τη δυνατότητα της αρχής έκδοσης του εντάλματος να εμμείνει στην αίτηση για παράδοση δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, στην περίπτωση που η αρχή εκτέλεσης του εντάλματος εντός ενός κράτους μέλους έχει αρνηθεί να εκτελέσει το εν λόγω ένταλμα.

    49      Επομένως, μολονότι η ύπαρξη, αυτή καθεαυτήν, απόφασης της δικαστικής αρχής εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός ενός κράτους μέλους να αρνηθεί να εκτελέσει το ένταλμα δεν συνεπάγεται υποχρέωση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος αυτού να το ανακαλέσει, εντούτοις πρέπει να την ωθήσει να επιδείξει προσοχή [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Sofiyska gradska prokuratura (Διαδοχικά εντάλματα σύλληψης), C‑71/21, EU:C:2023:668, σκέψη 55].

    50      Στην απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ. (C-158/21, EU:C:2023:57), το Δικαστήριο ερωτήθηκε σχετικά με τη δυνατότητα έκδοσης πλειόνων διαδοχικών ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης υπό περιστάσεις ανάλογες με αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης. Οι αρχές των οποίων έγινε μνεία από το Δικαστήριο στις σκέψεις 139 έως 143 της αποφάσεως εκείνης τυγχάνουν εφαρμογής, κατ’ αναλογίαν, στην υπό κρίση υπόθεση.

    51      Ειδικότερα, η διατήρηση σε ισχύ, από τη δικαστική αρχή έκδοσης, ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία, ιδίως μετά την εξάλειψη των στοιχείων που οδήγησαν στην απόρριψη της προηγούμενης αίτησης παράδοσης ή στην περίπτωση που η απορριπτική απόφαση αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία παράδοσης του εκζητουμένου και, επομένως, να ευνοηθεί η επίτευξη του επιδιωκόμενου με την εν λόγω απόφαση‑πλαίσιο σκοπού της καταπολέμησης της ατιμωρησίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 141).

    52      Πάντως, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αποτελεί, κατά κύριο λόγο, ευθύνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

    53      Συνεπώς, δικαστική αρχή έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν δύναται, ελλείψει μεταβολής των οικείων περιστάσεων, να διατηρήσει σε ισχύ το ένταλμα όταν μια δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος αρνήθηκε νομίμως, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, να εκτελέσει το ένταλμα αυτό λόγω πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 143). Αντιθέτως, αν δεν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος, ιδίως κατόπιν μεταβολής των περιστάσεων, το γεγονός και μόνον ότι η αρχή εκτέλεσης του εντάλματος αρνήθηκε να το εκτελέσει δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να εμποδίσει τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος να το διατηρήσει σε ισχύ.

    54      Επιπλέον, δεδομένου ότι η διατήρηση σε ισχύ ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, του οποίου η εκτέλεση απορρίφθηκε σε ένα κράτος μέλος, μπορεί να έχει ως συνέπεια τη σύλληψη, εντός άλλου κράτους μέλους, του προσώπου σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το εν λόγω ένταλμα και, ως εκ τούτου, δύναται να θίξει την ατομική ελευθερία του τελευταίου, εναπόκειται στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος να εξετάσει αν, υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων περιστάσεων, η ως άνω διατήρηση σε ισχύ είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξέτασης, η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος οφείλει, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα της αξιόποινης πράξης για την οποία διώκεται το εκζητούμενο πρόσωπο, τις συνέπειες για το εν λόγω πρόσωπο της διατήρησης σε ισχύ του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί σε βάρος του καθώς και τις προοπτικές εκτέλεσης του συγκεκριμένου εντάλματος σύλληψης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψεις 144 και 145).

    55      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, και το άρθρο 15, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχουν την έννοια ότι η αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός ενός κράτους μέλους δεν υποχρεούται να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος αυτού όταν η αρχή εκτέλεσης του ίδιου εντάλματος εντός άλλου κράτους μέλους έχει προηγουμένως αρνηθεί να το εκτελέσει για τον λόγο ότι η παράδοση του εκζητουμένου ενδέχεται να θίξει το θεμελιώδες δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη. Εντούτοις, στο πλαίσιο της δικής της εξέτασης περί συνδρομής λόγου μη εκτέλεσης, η αρχή αυτή οφείλει να λάβει υπόψη τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η απορριπτική απόφαση που εξέδωσε η πρώτη αρχή εκτέλεσης του εντάλματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν εμποδίζουν, υπό τις ίδιες περιστάσεις, τη δικαστική αρχή που εξέδωσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να το διατηρήσει σε ισχύ, στον βαθμό που, κατά την κρίση της, δεν χωρεί άρνηση εκτέλεσης του εντάλματος λόγω κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη και η διατήρηση σε ισχύ του εν λόγω εντάλματος είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

     Επί του τρίτου ερωτήματος

    56      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ισχυρίζεται ότι, κατόπιν της παράδοσής του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί προσβολή του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, η ύπαρξη απόφασης της CCF σχετικά με την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου μπορεί να δικαιολογήσει, αφ’ εαυτής, την άρνηση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος να το εκτελέσει ή, εφόσον τούτο δεν ισχύει, μπορεί να ληφθεί υπόψη από την εν λόγω δικαστική αρχή εκτέλεσης προκειμένου αυτή να αποφασίσει αν πρέπει να αρνηθεί να εκτελέσει το επίμαχο ένταλμα σύλληψης για τον λόγο που προβάλλει το συγκεκριμένο πρόσωπο.

    57      Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, το τμήμα εξέτασης αιτήσεων της CCF αποφάσισε τη διαγραφή από τη βάση δεδομένων της Ιντερπόλ του αιτήματος διεθνούς έρευνας για τον P.P.R., με την αιτιολογία ότι τα δεδομένα που τον αφορούσαν αντέβαιναν στους κανόνες της Ιντερπόλ σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η απόφαση αυτή της CCF ελήφθη υπόψη από το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού) στην απόφασή του της 29ης Νοεμβρίου 2023 με την οποία απορρίφθηκε η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που είχαν εκδώσει οι ρουμανικές αρχές σε βάρος του P.P.R.

    58      Στην απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ. (C-158/21, EU:C:2023:57), το Δικαστήριο εξέτασε παρόμοιο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με τη συνεκτίμηση, από την αρχή εκτέλεσης του οικείου εντάλματος, έκθεσης καταρτισθείσας από την Ομάδα Εργασίας για την Αυθαίρετη Κράτηση, φορέα τελούντα υπό την εποπτεία του Συμβουλίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των Ηνωμένων Εθνών. Οι αρχές των οποίων έγινε μνεία από το Δικαστήριο στις σκέψεις 121 έως 126 της αποφάσεως εκείνης ισχύουν, mutatis mutandis, όσον αφορά τη συνεκτίμηση, από την αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, απόφασης της CCF σχετικά με την κατάσταση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ένταλμα.

    59      Δεδομένου ότι η εξέταση σε δύο στάδια περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως πρέπει να στηρίζεται τόσο σε αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως επικαιροποιημένα στοιχεία σχετικά με τη λειτουργία του δικαιοδοτικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος όσο και σε συγκεκριμένη και ακριβή ανάλυση της ατομικής κατάστασης του εκζητουμένου, απόφαση της CCF με την οποία διατάσσεται η διαγραφή του αιτήματος διεθνούς έρευνας με αντικείμενο το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, λόγω παράβασης των κανόνων της Ιντερπόλ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν αρκεί ώστε να δικαιολογήσει την άρνηση εκτέλεσης του εντάλματος αυτού (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 123).

    60      Κατά το δεύτερο στάδιο, η αρχή εκτέλεσης του εντάλματος οφείλει, εφόσον έχει διαπιστώσει την ύπαρξη γενικευμένων ή συστημικών πλημμελειών (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 135), να εκτιμήσει, κατά τρόπο συγκεκριμένο και ακριβή, αν υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι το οικείο πρόσωπο πρόκειται να διατρέξει, μετά την παράδοσή του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, πραγματικό κίνδυνο προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη [πρβλ. αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 92, και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος), C‑354/20 PPU και C‑412/20 PPU, EU:C:2020:1033, σκέψη 61]. Απόφαση της CCF είναι δυνατόν να περιλαμβάνεται στα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά το δεύτερο αυτό στάδιο, χωρίς ωστόσο η δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος να δεσμεύεται από την εν λόγω απόφαση.

    61      Κατά συνέπεια, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ισχυρίζεται ότι, κατόπιν της παράδοσής του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί προσβολή του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, η ύπαρξη απόφασης της CCF σχετικά με την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αφ’ εαυτής, την άρνηση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος να το εκτελέσει. Ωστόσο, μια τέτοια απόφαση μπορεί να ληφθεί υπόψη από την εν λόγω δικαστική αρχή εκτέλεσης προκειμένου αυτή να αποφασίσει αν πρέπει να αρνηθεί να εκτελέσει το συγκεκριμένο ένταλμα σύλληψης.

     Επί του τέταρτου ερωτήματος

    62      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υποχρεούται να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πριν αποφασίσει, υπό το πρίσμα των λόγων για τους οποίους η δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος αρνήθηκε να το εκτελέσει, να ανακαλέσει ή να διατηρήσει σε ισχύ το εν λόγω ένταλμα σύλληψης.

    63      Κατά το άρθρο 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα επί της ερμηνείας των Συνθηκών ή επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτού.

    64      Σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.

    65      Συνεπώς, η δικαστική αρχή έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν υποχρεούται να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πριν αποφασίσει, υπό το πρίσμα των λόγων για τους οποίους δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος αρνήθηκε να το εκτελέσει, να ανακαλέσει το εν λόγω ένταλμα σύλληψης κατά τα διαλαμβανόμενα στο δίκαιο της Ένωσης, ή να το διατηρήσει σε ισχύ, εκτός αν η απόφαση της αρχής αυτής δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου.

    66      Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η δικαστική αρχή υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εφόσον ανακύπτει ενώπιόν της ζήτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω αρχή απαλλάσσεται από τη συγκεκριμένη υποχρέωση μόνον αν διαπιστώσει ότι το ανακύψαν ζήτημα δεν ασκεί επιρροή ή ότι η επίμαχη διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχει τύχει ερμηνείας από το Δικαστήριο ή ότι η ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής ώστε να μην καταλείπει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi, C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψεις 32 και 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    67      Κατά την εξέταση ενός τέτοιου ενδεχομένου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δικαίου της Ένωσης, οι ιδιάζουσες δυσχέρειες που παρουσιάζει η ερμηνεία του και ο κίνδυνος αποκλίσεων της νομολογίας στο εσωτερικό της Ένωσης (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi, C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    68      Περαιτέρω, όταν δικαστική αρχή έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης της οποίας οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου εκτιμά ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επειδή διαπιστώνει ότι συντρέχει μία από τις τρεις περιπτώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, από το σκεπτικό της αποφάσεώς του πρέπει να προκύπτει είτε ότι το ανακύψαν ζήτημα του δικαίου της Ένωσης δεν ασκεί επιρροή για την επίλυση της διαφοράς είτε ότι η ερμηνεία της επίμαχης διάταξης του δικαίου της Ένωσης βασίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, είτε ότι, ελλείψει τέτοιας νομολογίας, η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής για το εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας ώστε να μην καταλείπει περιθώριο εύλογης αμφιβολίας (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi, C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψη 51).

    69      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν υποχρεούται να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πριν αποφασίσει, υπό το πρίσμα των λόγων για τους οποίους η δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος αρνήθηκε να το εκτελέσει, να ανακαλέσει ή να διατηρήσει σε ισχύ το εν λόγω ένταλμα σύλληψης, εκτός αν η απόφαση που πρόκειται να εκδώσει δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οπότε υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.

     Επί του δεύτερου ερωτήματος

    70      Προκαταρκτικώς, μολονότι το αιτούν δικαστήριο κάνει λόγο, στο πλαίσιο της διατύπωσης του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, για «πλημμέλειες κατά την ορκωμοσία», από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, εν προκειμένω, οι εν λόγω «πλημμέλειες» συνίστανται, ειδικότερα, σε αβεβαιότητα ως προς τον τόπο όπου φυλάσσονται τα πρακτικά ορκωμοσίας των δικαστών στη Ρουμανία, με αποτέλεσμα, ως προς τον έναν από τους τρεις δικαστές του δικαστικού σχηματισμού του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) που επιλήφθηκε της υπόθεσης του P.P.R., να μη μπορεί να ανευρεθεί κανένα πρακτικό ορκωμοσίας και, ως προς έτερο δικαστή του ίδιου δικαστικού σχηματισμού, να υφίσταται μόνο πρακτικό ορκωμοσίας του ως εισαγγελέα.

    71      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής μπορεί να αρνηθεί να το εκτελέσει λόγω αβεβαιότητας ως προς τον τόπο όπου φυλάσσονται τα πρακτικά ορκωμοσίας των δικαστών του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, καθόσον συντρέχει αδυναμία εξεύρεσης του πρακτικού ορκωμοσίας ενός εκ των δικαστών του δικαστικού σχηματισμού που επέβαλε την ποινή ή περίπτωση έτερου δικαστή του ίδιου δικαστικού σχηματισμού ο οποίος έδωσε όρκο μόνον κατά τον διορισμό του ως εισαγγελέα.

    72      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης συνιστά τον κανόνα, ενώ η άρνηση εκτέλεσης έχει προβλεφθεί ως εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά [απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, GN (Λόγος άρνησης στηριζόμενος στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού), C‑261/22, EU:C:2023:1017, σκέψη 37].

    73      Επιπλέον, δυνάμει της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, τα κράτη μέλη οφείλουν να δέχονται ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε ότι σέβονται τα αναγνωρισμένα από το δίκαιο της Ένωσης θεμελιώδη δικαιώματα (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψεις 93 και 94).

    74      Ειδικότερα, ο αυξημένος βαθμός εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, στον οποίο ερείδεται ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, βασίζεται στην παραδοχή ότι τα ποινικά δικαστήρια του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος τα οποία, μετά την εκτέλεσή του, οφείλουν να ασκήσουν ποινική δίωξη ή να επιβάλουν στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, καθώς και να επιληφθούν της ποινικής διαδικασίας επί της ουσίας, πληρούν τις προδιαγραφές οι οποίες είναι σύμφυτες με το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και οι οποίες κατοχυρώνονται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 95).

    75      Λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 73 έως 75 της παρούσας αποφάσεως, μόνον εξαιρετικές περιστάσεις μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση μιας αρχής εκτέλεσης να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης λόγω της ύπαρξης κινδύνου προσβολής του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος.

    76      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι κάθε κράτος μέλος πρωτίστως οφείλει, προκειμένου να διασφαλίζει την πλήρη εφαρμογή των αρχών της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνωρίσεως στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να εγγυάται, υπό τον τελικό έλεγχο του Δικαστηρίου, την τήρηση των επιταγών οι οποίες είναι σύμφυτες με το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, απέχοντας από κάθε μέτρο δυνάμενο να το προσβάλει, εντούτοις η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε περίπτωση παράδοσής του στην εκδούσα το ένταλμα δικαστική αρχή, προσβολή του ίδιου αυτού θεμελιώδους δικαιώματός του επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης την κατ’ εξαίρεση άρνηση εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου [πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος), C‑562/21 PPU και C‑563/21 PPU, EU:C:2022:100, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    77      Στο πλαίσιο αυτό, πριν αρνηθεί, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, να προβεί σε παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς εκτέλεση ποινής, η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενός κράτους μέλους πρέπει να προβεί σε εξέταση διενεργούμενη σε δύο στάδια.

    78      Στο πρώτο στάδιο, η αρχή αυτή οφείλει να εξετάσει αν υφίστανται αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως επικαιροποιημένα στοιχεία καταδεικνύοντα την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του εν λόγω κράτους μέλους [πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος), C‑562/21 PPU και C‑563/21 PPU, EU:C:2022:100, σκέψεις 52 και 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    79      Εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης του εντάλματος οφείλει, σε δεύτερο στάδιο, να εξακριβώσει, κατά τρόπο συγκεκριμένο και ακριβή, σε ποιο βαθμό οι διαπιστωθείσες κατά το πρώτο στάδιο πλημμέλειες ενδέχεται να είχαν αντίκτυπο στα δικαστήρια του κράτους μέλους έκδοσης που είναι αρμόδια για τις διαδικασίες οι οποίες κινήθηκαν σε βάρος του ενδιαφερομένου και αν, λαμβανομένων υπόψη της προσωπικής κατάστασης του προσώπου αυτού, της φύσης  της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκε και του πραγματικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η καταδικαστική απόφαση της οποίας ζητείται η αναγνώριση και η εκτέλεση, καθώς και τυχόν συμπληρωματικές πληροφορίες παρασχεθείσες από το εν λόγω κράτος μέλος κατ’ εφαρμογήν της απόφασης-πλαισίου, υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι όντως επήλθε τέτοιος κίνδυνος εν προκειμένω [πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος), C‑562/21 PPU και C‑563/21 PPU, EU:C:2022:100, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    80      Μεταξύ των απαιτήσεων που είναι σύμφυτες με το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, περιλαμβάνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Οι τελευταίες αυτές απαιτήσεις περιλαμβάνουν, ως εκ της φύσεώς τους, όχι μόνον τη διαδικασία διορισμού των δικαστών, αλλά και τις προϋποθέσεις για την ανάληψη των καθηκόντων τους.

    81      Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι όροι της διαδικασίας για τον διορισμό των δικαστών και την ανάληψη των καθηκόντων τους να μη μπορούν να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των διορισθέντων δικαστών από εξωγενή στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Réexamen Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής, C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II, EU:C:2020:232, σκέψη 71).

    82      Ωστόσο, δεν μπορεί κάθε πλημμέλεια δυνάμενη να ανακύψει στο πλαίσιο της διαδικασίας διορισμού δικαστή ή ανάληψης των καθηκόντων του να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του συγκεκριμένου δικαστή και, ως εκ τούτου, ως προς τον χαρακτήρα του δικαστικού σχηματισμού, στον οποίο αυτός μετέχει, ως «ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως», κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 29ης Μαρτίου 2022, Getin Noble Bank, C‑132/20, EU:C:2022:235, σκέψη 123).

    83      Ειδικότερα, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία ασκεί επιρροή εν προκειμένω δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του Χάρτη, ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, προκύπτει ότι μόνον οι παραβιάσεις των θεμελιωδών κανόνων της διαδικασίας διορισμού δικαστών καθώς και της διαδικασίας ανάληψης καθηκόντων από εκείνους είναι δυνατό να συνεπάγονται παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ [πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2020:1201JUD002637418), § 246 και 247].

    84      Συνακόλουθα, δεν συνιστά συστημική ή γενικευμένη πλημμέλεια όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως, ενδεχόμενη νομική ρύθμιση του εσωτερικού δικαίου κράτους μέλους κατά την οποία ένας εισαγγελέας που έδωσε όρκο κατά την ανάληψη των καθηκόντων του δεν απαιτείται, κατά τον μεταγενέστερο διορισμό του σε θέση δικαστή, να δώσει εκ νέου όρκο.

    85      Συγκεκριμένα, μια τέτοια διάταξη του εσωτερικού δικαίου, η οποία δικαιολογείται από το γεγονός ότι, εντός του εν λόγω κράτους μέλους, το καθεστώς των εισαγγελέων εξομοιώνεται με εκείνο των δικαστών και ότι αμφότερες οι κατηγορίες δικαστικών λειτουργών υποχρεούνται να δώσουν τον ίδιο όρκο κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, δεν μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς το νομότυπο του διορισμού των δικαστών και, κατά συνέπεια, ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τους.

    86      Επιπλέον, τυχόν αβεβαιότητα ως προς τον τόπο όπου φυλάσσονται τα πρακτικά ορκωμοσίας των δικαστών κράτους μέλους ή η αδυναμία εντοπισμού των πρακτικών αυτών, ιδίως στην περίπτωση που έχουν παρέλθει πλείονα έτη από την ορκωμοσία του οικείου δικαστή, δεν είναι, αυτές καθεαυτές και ελλείψει άλλων συναφών ενδείξεων, ικανές να αποδείξουν ότι οι εν λόγω δικαστές άσκησαν τα καθήκοντά τους χωρίς ποτέ να δώσουν τον απαιτούμενο όρκο.

    87      Εν πάση περιπτώσει, αβεβαιότητα ως προς το αν οι δικαστές κράτους μέλους έδωσαν, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, τον όρκο που προβλέπεται από το εσωτερικό δίκαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά συστημική ή γενικευμένη πλημμέλεια όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του εν λόγω κράτους μέλους, εφόσον το εσωτερικό δίκαιο προβλέπει αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας τα οποία καθιστούν δυνατή την επίκληση ενδεχόμενης παράλειψης ορκωμοσίας των δικαστών που εξέδωσαν ορισμένη απόφαση και, ως εκ τούτου, την προβολή αιτήματος ακύρωσης της απόφασης αυτής. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν στο ρουμανικό δίκαιο υφίστανται τέτοια μέσα έννομης προστασίας.

    88      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής δεν μπορεί να αρνηθεί να το εκτελέσει με την αιτιολογία ότι το πρακτικό ορκωμοσίας δικαστή που επέβαλε την ποινή δεν μπορεί να ανευρεθεί ή λόγω του γεγονότος ότι έτερος δικαστής του ίδιου δικαστικού σχηματισμού έδωσε όρκο μόνον κατά τον διορισμό του ως εισαγγελέα.

     Επί του πέμπτου ερωτήματος

    89      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έχει δικαίωμα να λάβει μέρος, ως συμμετέχουσα, στη διαδικασία εκτέλεσης του εν λόγω εντάλματος σύλληψης ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του συγκεκριμένου εντάλματος.

    90      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ούτε το άρθρο 15 ούτε το άρθρο 19 της απόφασης‑πλαισίου 2002/584, τα οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, ούτε κάποια άλλη διάταξη της συγκεκριμένης απόφασης-πλαισίου προβλέπει την άμεση υποχρεωτική συμμετοχή της δικαστικής αρχής έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στη διαδικασία ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτέλεσης όσον αφορά την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος σύλληψης. Ούτε μπορεί να συναχθεί από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας υποχρέωση πρόβλεψης μιας τέτοιας συμμετοχής.

    91      Συγκεκριμένα, μολονότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 ασφαλώς και δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε μια τέτοια συμμετοχή προβλεπόμενη ενδεχομένως από τους δικονομικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης, εντούτοις η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο προβλέπει άλλα μέσα για τη διευκόλυνση της συνεργασίας και της ανταλλαγής των αναγκαίων πληροφοριών μεταξύ της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος και της δικαστικής αρχής εκτέλεσής του.

    92      Ειδικότερα, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 απαριθμεί σειρά συναφών πληροφοριών που πρέπει υποχρεωτικώς να περιλαμβάνονται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Επιπλέον, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου, η δικαστική αρχή εκτέλεσης, εφόσον κρίνει ότι οι πληροφορίες που έχουν διαβιβαστεί από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν ώστε να της παρέχουν τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση σε σχέση με την παράδοση, ζητεί την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών πληροφοριών. Περαιτέρω, το άρθρο 15, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου προβλέπει ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος δύναται να διαβιβάζει οποτεδήποτε στη δικαστική αρχή εκτέλεσης κάθε επιπλέον χρήσιμη πληροφορία.

    93      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου ιδίως να διασφαλιστεί ότι δεν θα παρακωλυθεί πλήρως η λειτουργία του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας επιβάλλεται να αποτελεί τη βάση της συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών αρχών εκτέλεσης και των δικαστικών αρχών έκδοσης. Η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    94      Υπό το πρίσμα αυτό, οι δικαστικές αρχές έκδοσης και εκτέλεσης οφείλουν, προκειμένου να διασφαλίζουν την αποτελεσματική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, να κάνουν πλήρη χρήση των μέσων που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 8, παράγραφος 1, και στο άρθρο 15 της απόφασης-πλαισίου 2002/584 κατά τρόπον ώστε να προάγεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην οποία βασίζεται η εν λόγω συνεργασία (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 132 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    95      Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η δικαστική αρχή έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης είναι αναγκαίο να λάβει μέρος, ως συμμετέχουσα, στη διαδικασία ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος προς τον σκοπό της διασφάλισης της τήρησης της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης καθώς και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

    96      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν έχει δικαίωμα να λάβει μέρος, ως συμμετέχουσα, στη διαδικασία εκτέλεσης του εν λόγω εντάλματος σύλληψης ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του συγκεκριμένου εντάλματος.

     Επί του έκτου ερωτήματος

    97      Το έκτο προδικαστικό ερώτημα αφορά το κατά πόσον μπορεί η Επιτροπή να λάβει, κατόπιν αίτησης της δικαστικής αρχής έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία σε σχέση με άρνηση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να εκτελέσει το εν λόγω ένταλμα σύλληψης.

    98      Πλην όμως, καθίσταται πρόδηλο ότι το ζήτημα αυτό ουδεμία σχέση έχει με το αντικείμενο της διαφοράς που έχει αχθεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου το οποίο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, συνίσταται στην κρίση περί του αν πρέπει να ανακληθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε κατά του P.P.R. ή, αντιθέτως, να διατηρηθεί σε ισχύ.

    99      Επομένως, το έκτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

     Επί του έβδομου ερωτήματος

    100    Με το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 3, και το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι, κατά την εξέταση των συνθηκών κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεσή του, αφενός, στηριζόμενη σε στοιχεία σχετικά με τις συνθήκες κράτησης εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων του εν λόγω κράτους μέλους έκδοσης χωρίς να έχει προηγουμένως ζητήσει από την οικεία δικαστική αρχή έκδοσης συμπληρωματικές πληροφορίες και, αφετέρου, λαμβάνοντας υπόψη υψηλότερο επίπεδο προστασίας από εκείνο που διασφαλίζει το άρθρο 4 του Χάρτη.

    101    Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη δυνατότητα της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να παύσει τη διαδικασία παράδοσης που προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, όταν η παράδοση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση του εκζητουμένου, υπό την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη (απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu, C‑128/18, EU:C:2019:857, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    102    Επομένως, όταν η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης έχει στη διάθεσή της στοιχεία από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης των κρατουμένων στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, υπό το πρίσμα του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζεται από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από το άρθρο 4 του Χάρτη, η εν λόγω αρχή υποχρεούται να εκτιμήσει αν συντρέχει τέτοιος κίνδυνος εφόσον καλείται να αποφανθεί σχετικά με την παράδοση του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στις αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Συγκεκριμένα, η εκτέλεση τέτοιου εντάλματος δεν πρέπει να συνεπάγεται την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση του προσώπου αυτού (απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu, C‑128/18, EU:C:2019:857, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    103    Προς τον συγκεκριμένο σκοπό, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει, καταρχάς, να στηριχθεί επί αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως επικαιροποιημένων στοιχείων σχετικά με τις συνθήκες κράτησης στα σωφρονιστικά καταστήματα του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, από τα οποία να καταδεικνύεται ότι όντως υφίστανται είτε συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες είτε πλημμέλειες που επηρεάζουν ορισμένες ομάδες προσώπων ή ακόμη ορισμένα καταστήματα κράτησης. Τα στοιχεία αυτά είναι δυνατόν να προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από διεθνείς δικαστικές αποφάσεις, όπως είναι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ, από δικαστικές αποφάσεις του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, καθώς και από αποφάσεις, εκθέσεις και λοιπά έγγραφα που έχουν καταρτισθεί από όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης ή όργανα εντός του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία), C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    104    Παρά ταύτα, η διαπίστωση της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης λόγω των γενικών συνθηκών κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν δύναται να έχει αυτομάτως ως αποτέλεσμα την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη και μόνον στοιχείων από τα οποία προκύπτουν πλημμέλειες είτε συστημικές ή γενικευμένες είτε επηρεάζουσες ορισμένες ομάδες προσώπων ή ακόμη ορισμένα καταστήματα κράτησης όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος θα υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση παράδοσής του στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία), C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    105    Επίσης, προκειμένου να διασφαλισθεί ο σεβασμός του άρθρου 4 του Χάρτη στη συγκεκριμένη περίπτωση του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης, η οποία έχει στη διάθεσή της στοιχεία αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως επικαιροποιημένα τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη τέτοιων πλημμελειών, οφείλει, στη συνέχεια, να εκτιμήσει, συγκεκριμένα και με ακρίβεια, αν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι, κατόπιν της παράδοσής του στο κράτος μέλος αυτό, το εν λόγω πρόσωπο θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου, λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες πρόκειται να κρατηθεί στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία), C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    106    Προς τον σκοπό αυτό, η εν λόγω αρχή οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, να ζητήσει από τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος την κατεπείγουσα προσκόμιση κάθε αναγκαίας συμπληρωματικής πληροφορίας όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες πρόκειται να κρατηθεί ο ενδιαφερόμενος στο εν λόγω κράτος μέλος. Το αίτημα αυτό είναι, επίσης, δυνατόν να αφορά την ύπαρξη, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ενδεχόμενων εθνικών ή διεθνών διαδικασιών και μηχανισμών ελέγχου των συνθηκών κράτησης που σχετίζονται, για παράδειγμα, με επισκέψεις στα σωφρονιστικά καταστήματα, οι οποίες καθιστούν δυνατή την εκτίμηση της τρέχουσας κατάστασης των συνθηκών κράτησης στα καταστήματα αυτά [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία), C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    107    Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος οφείλει να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στη δικαστική αρχή εκτέλεσης [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία), C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    108    Μόνον εφόσον η δικαστική αρχή εκτέλεσης, βάσει των πληροφοριών που έχουν προσκομιστεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, καθώς και όλων των λοιπών πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της, διαπιστώσει ότι συντρέχει, για το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πραγματικός κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, πρέπει να αναβληθεί η εκτέλεση του εντάλματος αυτού, πλην όμως δεν μπορεί να ματαιωθεί. Αντιθέτως, όταν με βάση τις πληροφορίες τις οποίες έχει λάβει η δικαστική αρχή εκτέλεσης από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος συνάγεται ότι πρέπει να αποκλειστεί η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να εκδώσει, εντός των προθεσμιών που τάσσει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, την απόφασή της σχετικά με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία), C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψεις 65 και 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    109    Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη [92] της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 15, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου επιτρέπει ρητώς στη δικαστική αρχή εκτέλεσης, εφόσον κρίνει ότι οι πληροφορίες που έχουν διαβιβαστεί από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν ώστε να της παρέχουν τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση σε σχέση με την παράδοση, να ζητήσει την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών πληροφοριών. Επιπλέον, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου, η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος δύναται να διαβιβάζει οποτεδήποτε στη δικαστική αρχή εκτέλεσης κάθε επιπλέον χρήσιμη πληροφορία.

    110    Περαιτέρω, στη σκέψη [93] της παρούσας αποφάσεως υπομνήσθηκε ότι, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία), C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    111    Συμφώνως προς τις ως άνω διατάξεις, η δικαστική αρχή εκτέλεσης και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος δύνανται, αντιστοίχως, να ζητούν πληροφορίες ή διαβεβαιώσεις ως προς τις συγκεκριμένες και ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρόκειται να κρατηθεί στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία), C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 110].

    112    Από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 107 έως 112 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν δύναται να συναγάγει ότι συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι, κατόπιν παραδόσεώς του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, χωρίς προηγουμένως να έχει υποβάλει στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, αίτημα παροχής πληροφοριών.

    113    Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι παρέσχε πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες κράτησης του P.P.R. μετά την παράδοσή του στις ρουμανικές αρχές, πλην όμως η μαλτεζική δικαστική αρχή εκτέλεσης αρνήθηκε την παράδοσή του στηριζόμενη σε πληροφορίες προερχόμενες από το διαδίκτυο.

    114    Υπενθυμίζεται ότι, συναφώς, η παρεχόμενη από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος διαβεβαίωση ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν θα υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση λόγω των συγκεκριμένων και ακριβών συνθηκών κράτησής του, ανεξαρτήτως του σωφρονιστικού καταστήματος στο οποίο θα κρατηθεί εντός του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, αποτελεί στοιχείο το οποίο δεν επιτρέπεται να μην λάβει υπόψη η δικαστική αρχή εκτέλεσης. Συγκεκριμένα, η αθέτηση μιας τέτοιας διαβεβαίωσης, κατά το μέρος που η διαβεβαίωση αυτή δεσμεύει την αρχή που την παρέσχε, θα μπορούσε να προβληθεί κατά της συγκεκριμένης αρχής ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία), C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 111].

    115    Συνακόλουθα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εφόσον η ανωτέρω διαβεβαίωση έχει παρασχεθεί ή, τουλάχιστον, έχει εγκριθεί από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, εν ανάγκη, κατόπιν της ζητηθείσας συνδρομής της κεντρικής αρχής ή μιας εκ των κεντρικών αρχών του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, η δικαστική αρχή εκτέλεσης, με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών και επί της οποίας εδράζεται το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, πρέπει να μπορεί να στηριχθεί στη διαβεβαίωση αυτή, τουλάχιστον ελλείψει οποιουδήποτε συγκεκριμένου στοιχείου βάσει του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι συνθήκες κράτησης που υφίστανται σε συγκεκριμένο σωφρονιστικό κατάστημα αντιβαίνουν στο άρθρο 4 του Χάρτη [αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία), C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 112, και της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu, C‑128/18, EU:C:2019:857, σκέψη 68].

    116    Πλην όμως, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν επιτρέπεται να μη λάβει υπόψη τις παρασχεθείσες από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος πληροφορίες αποκλειστικώς βάσει πληροφοριών τις οποίες η ίδια άντλησε από πηγές προσβάσιμες στο κοινό, χωρίς να ζητήσει από την εν λόγω αρχή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, συμπληρωματικές πληροφορίες και διευκρινίσεις.

    117    Επιπλέον, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η μαλτεζική δικαστική αρχή εκτέλεσης έλαβε υπόψη, πριν αρνηθεί την εκτέλεση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το γεγονός ότι η έγκριση, από το αιτούν δικαστήριο, διαβεβαίωσης, όπως εκείνη περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 115 της παρούσας αποφάσεως, χρησιμοποιούσε όρο διαφορετικό από εκείνον που χρησιμοποιείται στην απόδοση της σχετικής νομολογίας στην αγγλική γλώσσα, τονίζεται ότι μια τέτοια έγκριση δεν απαιτεί τη χρήση συγκεκριμένου όρου ή συγκεκριμένης μορφής. Αρκεί να προκύπτει με επαρκή σαφήνεια από τη γνωστοποίηση στη δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος ότι η αρχή έκδοσης έχει εγκρίνει την οικεία διαβεβαίωση, ανεξαρτήτως της ακριβούς διατυπώσεως που έχει επιλεγεί.

    118    Τέλος, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι μόνη η έλλειψη κατάρτισης «ακριβούς σχεδίου εκτελέσεως της ποινής» ή «επακριβώς ορισμένων κριτηρίων για την καθιέρωση συγκεκριμένου καθεστώτος εκτελέσεως», για την οποία κάνει λόγο το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο του έβδομου προδικαστικού ερωτήματος, δεν εμπίπτει στην έννοια της «απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης» του άρθρου 4 του Χάρτη.

    119    Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι απαιτείται από το κράτος μέλος εκτέλεσης η κατάρτιση ενός τέτοιου σχεδίου ή κριτηρίων, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, της οποίας η σημασία προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι τα κράτη μέλη ενδέχεται να υποχρεωθούν να εκλάβουν ως δεδομένο τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα λοιπά κράτη μέλη, με αποτέλεσμα να μην έχουν τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να απαιτήσουν από κάποιο άλλο κράτος μέλος να διατηρεί εθνικό επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων υψηλότερο από το επίπεδο προστασίας που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu, C‑128/18, EU:C:2019:857, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    120    Συνακόλουθα, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου για τον λόγο και μόνον ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος δεν του κοινοποίησε «ακριβές σχέδιο εκτελέσεως της ποινής» ή «επακριβώς ορισμένα κριτήρια για την καθιέρωση συγκεκριμένου καθεστώτος εκτελέσεως».

    121    Σχετικά με την αναφορά του αιτούντος δικαστηρίου σε μία «όλως μοναδική και ευαίσθητη κατάσταση» του εκζητουμένου, η οποία απαιτεί «εγγυήσεις μη διακριτικής μεταχείρισης», επισημαίνεται ότι ο σεβασμός του άρθρου 4 του Χάρτη στην περίπτωση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης επιτάσσει, κατά τη μνημονευόμενη στη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, συγκεκριμένη και ακριβή εκτίμηση των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης.

    122    Κατά συνέπεια, στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, και το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι, κατά την εξέταση των συνθηκών κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεσή του στηριζόμενη σε στοιχεία σχετικά με τις συνθήκες κράτησης εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων του κράτους μέλους έκδοσης τα οποία συνέλεξε η ίδια και ως προς τα οποία δεν ζήτησε από την οικεία αρχή συμπληρωματικές πληροφορίες. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν δύναται να λαμβάνει υπόψη επίπεδο προστασίας υψηλότερο από εκείνο που διασφαλίζει το άρθρο 4 του Χάρτη σε σχέση με τις συνθήκες κράτησης.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    123    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

    1)      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, και το άρθρο 15, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009,

    έχουν την έννοια ότι:

    η αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός ενός κράτους μέλους δεν υποχρεούται να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος αυτού όταν η αρχή εκτέλεσης του ίδιου εντάλματος εντός άλλου κράτους μέλους έχει προηγουμένως αρνηθεί να το εκτελέσει για τον λόγο ότι η παράδοση του εκζητουμένου ενδέχεται να θίξει το θεμελιώδες δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, στο πλαίσιο της δικής της εξέτασης περί συνδρομής λόγου μη εκτέλεσης, η αρχή αυτή οφείλει να λάβει υπόψη τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η απορριπτική απόφαση που εξέδωσε η πρώτη αρχή εκτέλεσης του εντάλματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν εμποδίζουν, υπό τις ίδιες περιστάσεις, τη δικαστική αρχή που εξέδωσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να το διατηρήσει σε ισχύ, στον βαθμό που, κατά την κρίση της, δεν χωρεί άρνηση εκτέλεσης του εντάλματος λόγω κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η διατήρηση σε ισχύ του εν λόγω εντάλματος είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

    2)      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων,

    έχει την έννοια ότι:

    σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ισχυρίζεται ότι, κατόπιν της παράδοσής του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί προσβολή του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, η ύπαρξη απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου των Αρχείων της Ιντερπόλ (CCF) σχετικά με την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αφ’ εαυτής, την άρνηση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος να το εκτελέσει. Ωστόσο, μια τέτοια απόφαση μπορεί να ληφθεί υπόψη από την εν λόγω δικαστική αρχή εκτέλεσης προκειμένου αυτή να αποφασίσει αν πρέπει να αρνηθεί να εκτελέσει το συγκεκριμένο ένταλμα σύλληψης.

    3)      Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι:

    η δικαστική αρχή έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν υποχρεούται να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πριν αποφασίσει, υπό το πρίσμα των λόγων για τους οποίους η δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος αρνήθηκε να το εκτελέσει, να ανακαλέσει ή να διατηρήσει σε ισχύ το εν λόγω ένταλμα σύλληψης, εκτός αν η απόφαση που πρόκειται να εκδώσει δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οπότε υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.

    4)      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299,

    έχει την έννοια ότι:

    η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής δεν μπορεί να αρνηθεί να το εκτελέσει με την αιτιολογία ότι το πρακτικό ορκωμοσίας δικαστή που επέβαλε την ποινή δεν μπορεί να ανευρεθεί ή λόγω του γεγονότος ότι έτερος δικαστής του ίδιου δικαστικού σχηματισμού έδωσε όρκο μόνον κατά τον διορισμό του ως εισαγγελέα.

    5)      Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299,

    έχει την έννοια ότι:

    η δικαστική αρχή έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν έχει δικαίωμα να λάβει μέρος, ως συμμετέχουσα, στη διαδικασία εκτέλεσης του εν λόγω εντάλματος σύλληψης ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του συγκεκριμένου εντάλματος.

    6)      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, και το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης,

    έχουν την έννοια ότι:

    κατά την εξέταση των συνθηκών κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεσή του στηριζόμενη σε στοιχεία σχετικά με τις συνθήκες κράτησης εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων του κράτους μέλους έκδοσης τα οποία συνέλεξε η ίδια και ως προς τα οποία δεν ζήτησε από την οικεία αρχή συμπληρωματικές πληροφορίες. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν δύναται να λαμβάνει υπόψη επίπεδο προστασίας υψηλότερο από εκείνο που διασφαλίζει το άρθρο 4 του Χάρτη σε σχέση με τις συνθήκες κράτησης.

    (υπογραφές)


    *      Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.


    i      Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.

    Top