Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62023CO0097

    Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Ιουλίου 2023.
    WhatsApp Ireland Ltd κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων.
    Αίτηση αναιρέσεως – Αίτηση παρεμβάσεως – Άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς – Επαγγελματική ένωση – Απόρριψη.
    Υπόθεση C-97/23 P.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:608

     ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    της 21ης Ιουλίου 2023 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Αίτηση παρεμβάσεως – Άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς – Επαγγελματική ένωση – Απόρριψη»

    Στην υπόθεση C‑97/23 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2023,

    WhatsApp Ireland Ltd, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους H.-G. Kamann, Rechtsanwalt, F. Louis και A. Vallery, avocats, B. Johnston, C. Monaghan, P. Nolan, solicitors, D. McGrath, SC, P. Sreenan, SC, καθώς και από τις E. Egan McGrath, BL, και C. Geoghegan, BL,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι το:

    Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, εκπροσωπούμενο από τις C. Foglia, M. Gufflet, G. Le Grand και I. Vereecken, επικουρούμενες από τους G. Haumont, E. de Lophem, G. Ryelandt και P. Vernet, avocats,

    καθού πρωτοδίκως,

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

    έχοντας υπόψη την πρόταση του εισηγητή δικαστή, T. von Danwitz,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, T. Ćapeta,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1

    Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα WhatsApp Ireland Ltd ζητεί την αναίρεση της διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2022, WhatsApp Ireland κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (T‑709/21,EU:T:2022:783), με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της απόφασης 1/2021 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων της 28ης Ιουλίου 2021, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, στο εξής: ΓΚΠΔ), κατόπιν έρευνας που διεξήγαγε η Data Protection Commission (εποπτική αρχή για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων, Ιρλανδία) δυνάμει του άρθρου 56 του εν λόγω κανονισμού σε σχέση με τις διασυνοριακές πράξεις επεξεργασίας της WhatsApp Ireland στο πλαίσιο της παροχής των υπηρεσιών της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

    2

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Μαΐου 2023, η Computer & Communications Industry Association (στο εξής: CCIA), διεθνής ένωση επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας, ζήτησε, βάσει του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να της επιτραπεί να παρέμβει στη δίκη υπέρ της WhatsApp Ireland.

    3

    Προς στήριξη του αιτήματός της, η CCIA υπενθυμίζει τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, ιδίως η διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2023, Illumina κατά Επιτροπής (C‑611/22 P, EU:C:2023:205, σκέψη 10), και η διάταξη της 23ης Σεπτεμβρίου 2019, Google και Alphabet κατά Επιτροπής (T‑604/18, EU:T:2019:743, σκέψη 51), σχετικά με το δικαίωμα παρέμβασης των επαγγελματικών ενώσεων, σύμφωνα με την οποία μπορεί να επιτραπεί σε μια ένωση να παρέμβει σε μια υπόθεση, πρώτον, εάν είναι αντιπροσωπευτική σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα τον οποίο αφορά η υπόθεση, δεύτερον, εάν η προστασία των συμφερόντων των μελών της περιλαμβάνεται στους σκοπούς της, τρίτον, εάν στην υπόθεση είναι πιθανό να ανακύψουν ζητήματα αρχής που επηρεάζουν τη λειτουργία του εν λόγω τομέα και, επομένως, τέταρτον, εάν η απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τα συμφέροντα των μελών της ένωσης.

    4

    Συναφώς, όσον αφορά την πρώτη και τη δεύτερη προϋπόθεση που θέτει η εν λόγω νομολογία, η CCIA επισημαίνει ότι οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, οι οποίες διέπονται από το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ΓΚΠΔ, μπορούν να εκδίδονται μόνο σε περιπτώσεις που αφορούν τη διασυνοριακή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία πραγματοποιείται συνήθως από κορυφαίες εταιρίες τεχνολογίας, πολλές από τις οποίες είναι μέλη της CCIA. Εξάλλου, έχει ήδη αναγνωριστεί από τα δικαστήρια της Ένωσης ότι η προστασία των συμφερόντων των μελών της συγκεκριμένης ένωσης συγκαταλέγεται στους σκοπούς της.

    5

    Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση που θέτει η εν λόγω νομολογία, η CCIA υπενθυμίζει ότι στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης τίθεται το ζήτημα κατά πόσον μια εταιρία που θίγεται από απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ΓΚΠΔ, έχει το δικαίωμα να προσβάλει την εν λόγω απόφαση απευθείας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων είναι δεσμευτικές για την επικεφαλής εποπτική αρχή κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με αποτέλεσμα η τελευταία να υποχρεούται ενδεχομένως να διαπιστώσει ότι ορισμένη συμπεριφορά της οικείας εταιρίας συνιστά παράβαση του ΓΚΠΔ και να αυξήσει το ύψος του επιβλητέου προστίμου, το οποίο άλλωστε έχει χαρακτήρα ποινικής κύρωσης κατά την έννοια του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.

    6

    Κατά την CCIA, το γεγονός ότι με τη διάταξη της 7ης Δεκεμβρίου 2022, WhatsApp Ireland κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (T‑709/21, EU:T:2022:783), το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε την αναγνώριση δικαιώματος προσφυγής της ενδιαφερόμενης εταιρίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ισοδυναμεί κατ’ αποτέλεσμα με στέρηση του δικαιώματος της εταιρίας σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, όπως το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νομολογία αυτή υποχρεώνει την εταιρία να προσφύγει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία δεν έχουν την εξουσία να ακυρώσουν πράξη της Ένωσης, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την ερμηνεία των κανόνων του δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, η προδικαστική παραπομπή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την προσφυγή ακυρώσεως, καθόσον το Δικαστήριο δεν έχει, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, πλήρη δικαιοδοσία επί όλων των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, ενώ οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων εγείρουν πολύπλοκα πραγματικά ζητήματα. Υπό το φως των ανωτέρω, η υπό κρίση υπόθεση εγείρει σημαντικά ζητήματα για τη CCIA και τα μέλη της.

    7

    Όσον αφορά την τέταρτη προϋπόθεση που θέτει η παρατιθέμενη στη σκέψη 3 της παρούσας διάταξης νομολογία, η CCIA υποστηρίζει ότι η έκβαση της υπό κρίση υπόθεσης ενδέχεται να επηρεάσει τη λειτουργία του τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας, και ειδικότερα τα μέλη της, στο μέτρο που οι υπηρεσίες και τα προϊόντα που προσφέρουν ενέχουν, από τη φύση τους, διασυνοριακή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συνεπώς, η διαδικασία του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ΓΚΠΔ και, ως εκ τούτου, οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων αφορούν όλως ιδιαιτέρως τον εν λόγω τομέα.

    8

    Κατόπιν της επίδοσης στους διαδίκους της αιτήσεως παρεμβάσεως της CCIA από τον Γραμματέα του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 131, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της αιτήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

    9

    Επιπλέον, με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Μαΐου και την 1η Ιουνίου 2023 αντίστοιχα, η WhatsApp Ireland και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων ζήτησαν, βάσει του άρθρου 131 του Κανονισμού Διαδικασίας, την εμπιστευτική μεταχείριση, έναντι της CCIA, ορισμένων αποσπασμάτων των παραρτημάτων της αιτήσεως αναιρέσεως και του υπομνήματος αντικρούσεως.

    Επί της αιτήσεως παρεμβάσεως

    10

    Κατά το άρθρο 40, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε πρόσωπο το οποίο έχει συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο, πλην των διαφορών μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ θεσμικών οργάνων της Ένωσης ή μεταξύ των κρατών αυτών και των θεσμικών οργάνων, δικαιούται να παρέμβει στη διαφορά.

    11

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια του «συμφέροντος στην επίλυση της διαφοράς», κατά την εν λόγω διάταξη, πρέπει να ορίζεται με γνώμονα το αντικείμενο της διαφοράς και να νοείται ως άμεσο και ενεστώς συμφέρον στην έκβαση των αιτημάτων αυτών καθεαυτά και όχι ως συμφέρον σε σχέση με τους προβαλλόμενους λόγους ή επιχειρήματα. Πράγματι, ο όρος «επίλυση της διαφοράς» παραπέμπει στη ζητούμενη τελική κρίση, όπως αυτή θα αποτυπωθεί στο διατακτικό της προς έκδοση απόφασης ή διάταξης (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 1ης Σεπτεμβρίου 2022, Google και Alphabet κατά Επιτροπής, C‑48/22 P, EU:C:2022:667, σκέψη 6 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    12

    Συναφώς, πρέπει ιδίως να εξετάζεται αν ο αιτών την παρέμβαση θίγεται άμεσα από την προσβαλλόμενη πράξη και αν είναι βέβαιο το συμφέρον του στην έκβαση της διαφοράς. Το συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί αρκούντως άμεσο μόνον όταν η επίλυση δύναται να μεταβάλει τη νομική θέση του αιτούντος την παρέμβαση (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 1ης Σεπτεμβρίου 2022, Google και Alphabet κατά Επιτροπής, C‑48/22 P, EU:C:2022:667, σκέψη 7 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    13

    Ωστόσο, προκύπτει επίσης από πάγια νομολογία ότι μπορεί να επιτραπεί η παρέμβαση σε αντιπροσωπευτική επαγγελματική ένωση η οποία έχει ως σκοπό την προστασία των συμφερόντων των μελών της, όταν στο πλαίσιο της διαφοράς ανακύπτουν ζητήματα αρχής που δύνανται να επηρεάσουν τα εν λόγω συμφέροντα. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απαίτηση να έχει η επαγγελματική ένωση άμεσο και ενεστώς συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς πληρούται όταν η ένωση αποδεικνύει ότι βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, τούτο δε ανεξάρτητα από το ζήτημα εάν η επίλυση της διαφοράς δύναται να μεταβάλει αυτή καθεαυτήν τη νομική θέση της ένωσης (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2023, Illumina κατά Επιτροπής, C‑611/22 P, EU:C:2023:205, σκέψη 8 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    14

    Συγκεκριμένα, μια τέτοια ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος παρεμβάσεως προς όφελος των αντιπροσωπευτικών επαγγελματικών ενώσεων σκοπεί στο να καθίσταται δυνατή η καλύτερη εκτίμηση του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι υποθέσεις που υποβάλλονται στην κρίση του δικαστή της Ένωσης και συγχρόνως να αποφεύγεται η πληθώρα ατομικών παρεμβάσεων οι οποίες θα διατάρασσαν την αποτελεσματικότητα και την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας. Αντιθέτως προς τα φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία ενεργούν για ίδιο λογαριασμό, οι αντιπροσωπευτικές επαγγελματικές ενώσεις δύνανται να ζητήσουν να παρέμβουν σε διαφορά ενώπιον του Δικαστηρίου με σκοπό να προασπίσουν όχι ατομικά συμφέροντα, αλλά τα συλλογικά συμφέροντα των μελών τους. Πράγματι, η παρέμβαση μιας τέτοιας ένωσης παρέχει συνολική θεώρηση των εν λόγω συλλογικών συμφερόντων, τα οποία επηρεάζονται από ένα ζήτημα αρχής από το οποίο εξαρτάται η επίλυση της διαφοράς, και, ως εκ τούτου, η παρέμβαση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει καλύτερα το πλαίσιο της υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν του (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2023, Illumina κατά Επιτροπής, C‑611/22 P, EU:C:2023:205, σκέψη 9 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    15

    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 13 της παρούσας διάταξης νομολογία και ειδικότερα όπως προκύπτει από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί να επιτραπεί σε ένωση να παρέμβει σε μια υπόθεση, πρώτον, εάν είναι αντιπροσωπευτική σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα τον οποίο αφορά η υπόθεση, δεύτερον, εάν η προστασία των συμφερόντων των μελών της περιλαμβάνεται στους σκοπούς της, τρίτον, εάν στην υπόθεση είναι πιθανό να ανακύψουν ζητήματα αρχής που επηρεάζουν τη λειτουργία του εν λόγω τομέα και, τέταρτον, εάν η απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τα συμφέροντα των μελών της (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2023, Illumina κατά Επιτροπής, C‑611/22 P, EU:C:2023:205, σκέψη 10).

    16

    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η αίτηση παρεμβάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2023, Illumina κατά Επιτροπής (C‑611/122 P, EU:C:2023:205), έγινε δεκτή διότι η επίμαχη διαφορά ενδέχετο να έχει «ιδιαίτερη επίδραση» σε τρεις τομείς τους οποίους η Επιτροπή είχε ρητώς αναφέρει στις κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με την εφαρμογή της ρύθμισης της οποίας η ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής βρίσκονταν στο επίκεντρο της εν λόγω διαφοράς, συμπεριλαμβανομένου του συγκεκριμένου τομέα στον οποίο δραστηριοποιούνταν τα μέλη της ένωσης που υπέβαλε την αίτηση παρεμβάσεως (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2023, Illumina κατά Επιτροπής,C‑611/122 P, EU:C:2023:205, σκέψεις 15 έως 17). Κατά συνέπεια, επισημαίνεται ότι ένωση η οποία ζητεί να παρέμβει σε ορισμένη διαφορά δεν μπορεί να αποδείξει ότι πληρούνται η πρώτη και η τρίτη προϋπόθεση που μνημονεύονται στη σκέψη 15 της παρούσας διάταξης, επικαλούμενη απλώς το ότι η διαφορά θέτει ζητήματα αρχής τα οποία αφορούν τον τομέα δραστηριοποίησης των μελών της, οσάκις τα ζητήματα αυτά επηρεάζουν επίσης σημαντικό αριθμό άλλων τομέων δραστηριότητας. Διαφορετικά θα διακυβευόταν ο μνημονευόμενος στη σκέψη 14 της παρούσας διάταξης σκοπός, ο οποίος συνίσταται ιδίως στην αποφυγή πολλαπλών παρεμβάσεων. Μια αντιπροσωπευτική επαγγελματική ένωση ένωση πρέπει, επομένως, να αποδείξει επίσης, βάσει αντικειμενικών και αξιόπιστων στοιχείων, ότι ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιούνται τα μέλη της επηρεάζεται κατά τρόπο ποιοτικά διαφορετικό σε σχέση με άλλους τομείς.

    17

    Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η CCIA δεν απόδειξε ότι ο τομέας των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας είναι ο «τομέας τον οποίο αφορά» το ζήτημα αρχής που εγείρει η υπό κρίση διαφορά, υπό την έννοια ότι η έκβαση της διαφοράς θα επηρεάσει τη λειτουργία του εν λόγω τομέα κατά τρόπο ποιοτικά διαφορετικό σε σχέση με άλλους τομείς δραστηριότητας.

    18

    Είναι βεβαίως αληθές ότι η διαδικασία του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ΓΚΠΔ αφορά τον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας, στο μέτρο που οι υπηρεσίες και τα προϊόντα που προσφέρουν οι επιχειρήσεις του τομέα αυτού συνεπάγονται διασυνοριακή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    19

    Όπως, όμως, ορθώς επισημαίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων στις παρατηρήσεις του επί της αιτήσεως παρεμβάσεως, οι διαδικασίες αυτές αφορούν όλους τους τομείς δραστηριότητας στους οποίους οι εταιρίες επεξεργάζονται σημαντικό όγκο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τούτο δε σε διάφορα κράτη μέλη. Εν προκειμένω, η CCIA περιορίστηκε στο να αναφερθεί στις συνέπειες που θα έχει για την άσκηση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας η έκβαση της υπό κρίση διαφοράς, ιδίως στο μέτρο που θα κριθεί, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αρχής αν απόφαση εκδοθείσα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ΓΚΠΔ μεταβάλλει τη νομική θέση της εταιρίας της οποίας τα δεδομένα αμφισβητούνται, με αποτέλεσμα η απόφαση αυτή να συνιστά πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή από την εταιρία.

    20

    Διαπιστώνεται ότι οι συνέπειες αυτές θα ισχύουν για τις επιχειρήσεις κάθε τομέα που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ΓΚΠΔ. Ωστόσο, η CCIA δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί στο εν λόγω ζήτημα αρχής, σχετικά με τη δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων που λαμβάνονται δυνάμει της εν λόγω διάταξης, θα έθιγε αντικειμενικά τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας κατά τρόπο ποιοτικά διαφορετικό σε σχέση με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς, οι οποίες επίσης επεξεργάζονται μεγάλο όγκο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    21

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η CCIA δεν απέδειξε ότι έχει συμφέρον προς επίλυση της διαφοράς κατά την έννοια του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως εκ τούτου δε η αίτηση παρεμβάσεώς της πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του αιτήματος εμπιστευτικής μεταχείρισης

    22

    Στο μέτρο που η αίτηση παρεμβάσεως της CCIA απορρίπτεται, το αίτημα εμπιστευτικής μεταχείρισης που υπέβαλαν από κοινού η WhatsApp Ireland και η European Data Protection Committee όσον αφορά την εν λόγω ένωση καθίσταται άνευ αντικειμένου και παρέλκει η κρίση επ’ αυτού.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    23

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η CCIA ηττήθηκε όσον αφορά την αίτηση παρεμβάσεώς της και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων δεν ζήτησε την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα, η CCIA και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα σε σχέση με την αίτηση παρεμβάσεως της CCIA.

     

    Για τους λόγους αυτούς, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση παρεμβάσεως της Computer & Communications Industry Association.

     

    2)

    Παρέλκει η κρίση επί του αιτήματος εμπιστευτικής μεταχείρισης που υπέβαλαν η WhatsApp Ireland Ltd και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων.

     

    3)

    Η Computer & Communications Industry Association και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top