Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62023CJ0284

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 27ης Ιουνίου 2024.
    TC κατά Firma Haus Jacobus Alten- und Altenpflegeheim gGmbH.
    Αίτηση του Arbeitsgericht Mainz για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Μέτρα που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων – Οδηγία 92/85/ΕΟΚ – Απαγόρευση απόλυσης – Εργαζόμενη η οποία λαμβάνει γνώση της εγκυμοσύνης της μετά την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση αγωγής κατά της απόλυσης – Δυνατότητα άσκησης της αγωγής υπό τον όρο ότι υποβάλλεται αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησής της εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Αρχή της αποτελεσματικότητας.
    Υπόθεση C-284/23.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:558

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 27ης Ιουνίου 2024 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Μέτρα που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων – Οδηγία 92/85/ΕΟΚ – Απαγόρευση απόλυσης – Εργαζόμενη η οποία λαμβάνει γνώση της εγκυμοσύνης της μετά την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση αγωγής κατά της απόλυσης – Δυνατότητα άσκησης της αγωγής υπό τον όρο ότι υποβάλλεται αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησής της εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Αρχή της αποτελεσματικότητας»

    Στην υπόθεση C‑284/23,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Arbeitsgericht Mainz (δικαστήριο εργατικών διαφορών Mainz, Γερμανία) με απόφαση της 24ης Απριλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Μαΐου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

    TC

    κατά

    Firma Haus Jacobus Alten- und Altenpflegeheim gGmbH,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους F. Biltgen, πρόεδρο τμήματος, N. Wahl και M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Haus Jacobus Alten- und Altenpflegeheim gGmbH, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Μιχάλη, Rechtsanwalt,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B.‑R. Killmann και τις D. Recchia και E. Schmidt,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ 1992, L 348, σ. 1).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της TC και της Firma Haus Jacobus Alten- und Altenpflegeheim gGmbH (στο εξής: Haus Jacobus), εταιρίας γερμανικού δικαίου η οποία διαχειρίζεται μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, με αντικείμενο την απόλυση της TC, η οποία ήταν έγκυος κατά τον χρόνο εκείνο.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 92/85 ως «έγκυος εργαζόμενη» νοείται «κάθε εργαζόμενη γυναίκα που είναι έγκυος και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική».

    4

    Το άρθρο 10 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Απαγόρευση απόλυσης», ορίζει τα εξής:

    «Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες, κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι:

    1)

    τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να απαγορευθεί η απόλυση των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, επί διάστημα εκτεινόμενο από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως το τέλος της άδειας μητρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την κατάστασή τους και γίνονται δεκτές από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές και, ενδεχομένως, εφόσον το εγκρίνει η αρμόδια αρχή·

    2)

    σε περίπτωση που απολυθεί εργαζόμενη γυναίκα, κατά την έννοια του άρθρου 2, κατά το διάστημα που προβλέπεται στο σημείο 1, ο εργοδότης πρέπει να δικαιολογήσει δεόντως την απόλυση γραπτώς·

    3)

    τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται για να προστατευθούν οι εργαζόμενες γυναίκες, κατά την έννοια του άρθρου 2, από τις επιπτώσεις απόλυσης, η οποία είναι παράνομη δυνάμει του σημείου 1.»

    5

    Το άρθρο 12 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Υπεράσπιση των δικαιωμάτων», ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εσωτερική τους έννομη τάξη τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να καταστεί δυνατό σε κάθε εργαζομένη που θεωρεί ότι θίγεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την παρούσα οδηγία να διεκδικεί τα δικαιώματά της διά της δικαστικής οδού ή/και, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές, διά της προσφυγής σε άλλες αρμόδιες αρχές.»

    Το γερμανικό δίκαιο

    6

    Το άρθρο 17 του Gesetz zum Schutz von Müttern bei der Arbeit, in der Ausbildung und im Studium (Mutterschutzgesetz) [νόμου για την προστασία των μητέρων κατά την απασχόληση, την κατάρτιση ή την εκπαίδευση (νόμου για την προστασία της μητρότητας)], της 23ης Μαΐου 2017 (BGBl. 2017 I, σ. 1228, στο εξής: MuSchG), υπό τον τίτλο «Απαγόρευση απόλυσης», έχει ως εξής:

    «(1)   Η απόλυση γυναίκας απαγορεύεται

    1.

    κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης,

    2.

    για διάστημα τεσσάρων μηνών έπειτα από αποβολή μετά τη δωδέκατη εβδομάδα κύησης, και

    3.

    έως τη λήξη της περιόδου προστασίας μετά τον τοκετό και τουλάχιστον για διάστημα τεσσάρων μηνών από τον τοκετό,

    εάν ο εργοδότης ήταν ενήμερος, κατά τον χρόνο της απόλυσης, για την εγκυμοσύνη, την αποβολή μετά τη δωδέκατη εβδομάδα κύησης ή τον τοκετό ή ενημερώνεται συναφώς εντός δύο εβδομάδων μετά την κοινοποίηση της απόλυσης στην ενδιαφερόμενη. Η υπέρβαση της προθεσμίας αυτής δεν θίγει την εργαζομένη, εάν στηρίζεται σε λόγο που δεν μπορεί να καταλογιστεί σε αυτήν και η ενημέρωση πραγματοποιείται στη συνέχεια αμελλητί. Η πρώτη και η δεύτερη περίοδος εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν σε σχέση με τα προπαρασκευαστικά μέτρα που λαμβάνει ο εργοδότης με σκοπό την απόλυση της ενδιαφερόμενης.

    (2)   Η ανώτατη αρχή του ομόσπονδου κράτους που είναι αρμόδια για την ασφάλεια στην εργασία ή ο οργανισμός που έχει οριστεί από την αρχή αυτή μπορεί, κατ’ εξαίρεση, σε ειδικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την κατάσταση της εργαζομένης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, έπειτα από αποβολή μετά τη δωδέκατη εβδομάδα κύησης ή μετά τον τοκετό, να κρίνει νόμιμη την απόλυση. Η απόλυση είναι έγγραφη και αιτιολογημένη.

    […]»

    7

    Ο Kündigungsschutzgesetz (νόμος για την προστασία από τις απολύσεις), της 25ης Αυγούστου 1969 (BGBl 1969 I, σ. 1317), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: KSchG), ορίζει στο άρθρο 4, το οποίο επιγράφεται «Άσκηση αγωγής ενώπιον [του Arbeitsgericht (δικαστηρίου εργατικών διαφορών, Γερμανία)]», τα εξής:

    «Ο εργαζόμενος ο οποίος ισχυρίζεται ότι η απόλυση είναι κοινωνικώς αδικαιολόγητη ή ανίσχυρη για άλλους λόγους πρέπει, εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από την έγγραφη κοινοποίηση της απόλυσης, να ασκήσει αγωγή ενώπιον του [Arbeitsgericht (δικαστηρίου εργατικών διαφορών)] ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η απόλυση δεν επέφερε τη λύση της σχέσης εργασίας. Στην περίπτωση του άρθρου 2, με την αγωγή ζητείται να αναγνωριστεί ότι η μεταβολή των όρων εργασίας είναι κοινωνικώς αδικαιολόγητη ή ανίσχυρη για άλλους λόγους. Εάν ο εργαζόμενος έχει προσφύγει στο συμβούλιο εργαζομένων της επιχείρησης (άρθρο 3), επισυνάπτει στο δικόγραφο της αγωγής τις παρατηρήσεις του συμβουλίου. Εφόσον για την απόλυση απαιτείται η προηγούμενη έγκριση αρχής, η προθεσμία για την άσκηση αγωγής ενώπιον του [Arbeitsgericht (δικαστηρίου εργατικών διαφορών)] αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης της αρχής στον εργαζόμενο.»

    8

    Το άρθρο 5 του KSchG, το οποίο επιγράφεται «Παραδεκτό εκπροθέσμως ασκούμενης αγωγής», ορίζει τα εξής:

    «(1) Εάν, μετά την απόλυση, ο εργαζόμενος, παρά την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας που ευλόγως θα αναμενόταν από αυτόν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν μπόρεσε να ασκήσει αγωγή εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από την έγγραφη κοινοποίηση της απόλυσης, δύναται να ασκήσει εκ των υστέρων αγωγή κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως. Το ίδιο ισχύει όταν γυναίκα εργαζόμενη, για λόγο που δεν μπορεί να της καταλογιστεί, έλαβε γνώση της εγκυμοσύνης της το πρώτον μετά την πάροδο της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, πρώτη περίοδος.

    (2) Η αίτηση επισυνάπτεται στο δικόγραφο της αγωγής· εάν έχει ήδη κατατεθεί το δικόγραφο της αγωγής, γίνεται σχετική μνεία στην αίτηση. Η αίτηση πρέπει επίσης να περιέχει αναφορά στα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το παραδεκτό της εκ των υστέρων ασκούμενης αγωγής και αναφορά στα αποδεικτικά στοιχεία.

    (3) Η αίτηση γίνεται δεκτή μόνον εάν υποβληθεί εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την άρση του κωλύματος για την άσκηση της αγωγής. Μετά την πάροδο προθεσμίας έξι μηνών, η οποία αρχίζει από τη λήξη της μη τηρηθείσας προθεσμίας, δεν είναι πλέον δυνατή η υποβολή της αίτησης.

    […]»

    9

    Το άρθρο 7 του KSchG, το οποίο επιγράφεται «Ισχύς της απόλυσης», προβλέπει τα εξής:

    «Αν δεν προβληθεί εγκαίρως η ακυρότητα της απόλυσης (άρθρο 4, πρώτη περίοδος, άρθρα 5 και 6), η απόλυση λογίζεται έγκυρη εξ ορισμού […]».

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    10

    Η TC προσελήφθη την 1η Αυγούστου 2022 από την Haus Jakobus ως βοηθός νοσηλεύτρια με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας ενός έτους.

    11

    Με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2022, η Haus Jakobus απέλυσε την TC με ισχύ από τις 21 Οκτωβρίου 2022.

    12

    Στις 9 Νοεμβρίου 2022 διαπιστώθηκε ιατρικώς ότι η TC ήταν έγκυος επτά εβδομάδων. Στις 10 Νοεμβρίου 2022 η TC ενημέρωσε σχετικώς την Haus Jakobus.

    13

    Με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 2022, η TC άσκησε αγωγή κατά της απόλυσής της ενώπιον του Arbeitsgericht Mainz (δικαστηρίου εργατικών διαφορών Mainz, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι κατά την ημερομηνία της απόλυσής της ήταν έγκυος.

    14

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Γερμανία), το άρθρο 4, τέταρτη περίοδος, του KSchG, το οποίο προβλέπει ότι, όταν η απόλυση υπόκειται σε έγκριση αρχής, η προθεσμία άσκησης αγωγής ενώπιον του Arbeitsgericht (δικαστηρίου εργατικών διαφορών) αρχίζει μόνον από την κοινοποίηση της απόφασης της αρχής στον εργαζόμενο, δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση που ο εργοδότης ενημερώνεται για την εγκυμοσύνη μετά την απόλυση, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 7 του KSchG, η απόλυση να θεωρείται έγκυρη μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριών εβδομάδων που προβλέπει το άρθρο 4, πρώτη περίοδος, του νόμου αυτού, τούτο δε παρά την ειδική προστασία από την απόλυση που προβλέπει το άρθρο 17 του MuSchG, εκτός εάν υποβληθεί αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 5 του KSchG.

    15

    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η TC δεν υπέβαλε τέτοια αίτηση, η αγωγή της πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές του KSchG, να απορριφθεί. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των διατάξεων αυτών με το δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της απόφασης της 29ης Οκτωβρίου 2009, Pontin (C‑63/08, στο εξής: απόφαση Pontin, EU:C:2009:666), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέσα ένδικης προστασίας που παρέχονται σε έγκυο γυναίκα πρέπει να διέπονται από κανόνες σύμφωνους προς την αρχή της αποτελεσματικότητας.

    16

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι, σύμφωνα με μέρος της γερμανικής θεωρίας, η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση καθιστά υπερβολικά δυσχερή τη δικαστική προστασία των εγκύων λόγω της παράλληλης ύπαρξης διαφόρων ιδιαιτέρως σύντομων προθεσμιών, καθεμία από τις οποίες μπορεί να οδηγήσει σε αποκλεισμό της προστασίας από την απόλυση, και οι οποίες είναι έτι συντομότερες όταν η ενδιαφερομένη λαμβάνει γνώση της εγκυμοσύνης το πρώτον μετά την απόλυσή της, ή ακόμη λόγω των υποχρεώσεων που πρέπει να εκπληρωθούν έναντι τόσο του εργοδότη όσο και του Arbeitsgericht (δικαστηρίου εργατικών διαφορών).

    17

    Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 17 του MuSchG επιτρέπει, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, σε έγκυο εργαζομένη να επικαλεστεί την ειδική προστασία από την απόλυση ενημερώνοντας τον εργοδότη της για την εγκυμοσύνη μετά την απόλυσή της, ακόμη και μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριών εβδομάδων που προβλέπει το άρθρο 4 του KSchG για την άσκηση αγωγής κατά της απόλυσης καθώς και της προθεσμίας των δύο εβδομάδων που προβλέπει το άρθρο 17 του MuSchG. Στην περίπτωση αυτή, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η υποχρέωση εγκύου εργαζομένης να τηρήσει τη διαδικασία του άρθρου 5 του KSchG προκειμένου το ασκούμενο από αυτήν ένδικο βοήθημα να κριθεί παραδεκτό δεν φαίνεται να δικαιολογείται υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, όταν εργαζόμενη ενημερώνει τον πρώην εργοδότη της, μετά την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας των δύο εβδομάδων, ότι ήταν έγκυος κατά τον χρόνο της απόλυσής της, ο εργοδότης δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί ότι με τον τρόπο αυτό η εργαζόμενη προβάλλει την ακυρότητα της απόλυσής της.

    18

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Arbeitsgericht Mainz (δικαστήριο εργατικών διαφορών Mainz) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «[…] Συνάδουν με την [οδηγία 92/85] οι γερμανικές εθνικές διατάξεις των άρθρων 4 και 5 [του KSchG] κατά τις οποίες εργαζομένη η οποία λόγω εγκυμοσύνης απολαύει ειδικής προστασίας από την απόλυση οφείλει υποχρεωτικώς να ασκήσει αγωγή εντός των προθεσμιών που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις προκειμένου να διατηρήσει τη σχετική προστασία;»

    Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

    19

    Η Haus Jacobus υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα δεν ασκεί επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

    20

    Η εταιρία αυτή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι με το προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν έγκυος εργαζόμενη υποχρεούται να ασκήσει ένδικο βοήθημα του εθνικού δικαίου, εν προκειμένω το προβλεπόμενο στο άρθρο 5 του KSchG, προκειμένου να προβάλει τα δικαιώματα που της παρέχει η οδηγία 92/85. Όπως υποστηρίζει, η απάντηση στο ερώτημα αυτό προκύπτει άμεσα από το άρθρο 12 της οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι κάθε εργαζόμενη που θεωρεί ότι θίγεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία πρέπει να προβάλει τα δικαιώματά της ασκώντας τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

    21

    Δεύτερον, δεδομένου ότι η εργαζόμενη περί της οποίας πρόκειται στη διαφορά της κύριας δίκης δεν υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 5 του KSchG, θεωρεί ότι παρέλκει η εξέταση, για τους σκοπούς της επίλυσης της διαφοράς της κύριας δίκης, του υποβληθέντος ερωτήματος, το οποίο αφορά την αποτελεσματικότητα του ενδίκου βοηθήματος που προβλέπει το άρθρο αυτό.

    22

    Τρίτον, υποστηρίζει ότι η θέση του αιτούντος δικαστηρίου ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν σε κάθε έγκυο εργαζομένη τη δυνατότητα να επικαλεστεί τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 92/85 χωρίς να απαιτείται να ασκήσει ένδικο βοήθημα του εθνικού δικαίου, όπως αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 5 του KSchG, βαίνει πέραν της προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 10, σημείο 3, και στο άρθρο 12 της οδηγίας.

    23

    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως ώστε να είναι σε θέση να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Επομένως, εφόσον τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφανθεί (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2023, Vapo Atlantic, C‑604/21, EU:C:2023:175, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    24

    Εν προκειμένω, επισημαίνεται, αφενός, ότι τα επιχειρήματα της Haus Jacobus που παρατίθενται στις σκέψεις 20 και 22 της παρούσας απόφασης αφορούν την ουσία του υποβληθέντος ερωτήματος και όχι το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Επιπλέον, ο φερόμενος ως πρόδηλος χαρακτήρας της απάντησης στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απαραδέκτου. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πρόκειται για ζήτημα ως προς το οποίο, κατά την άποψη ενός εκ των διαδίκων της κύριας δίκης, η απάντηση δεν καταλείπει περιθώριο εύλογης αμφιβολίας, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που περιέχει τέτοιο ερώτημα δεν καθίσταται εξ αυτού του λόγου απαράδεκτη (πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2023, Vapo Atlantic, C‑604/21, EU:C:2023:175, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    25

    Αφετέρου, όσον αφορά το επιχείρημα που παρατίθεται στη σκέψη 21 της παρούσας απόφασης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το προδικαστικό ερώτημα δεν αφορά την αποτελεσματικότητα του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 5 του KSchG, αλλά το κατά πόσον η υποχρέωση άσκησης ενός τέτοιου ενδίκου βοηθήματος για την προβολή των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 92/85 είναι συμβατή με τις επιταγές που απορρέουν από την αρχή της αποτελεσματικότητας.

    26

    Κατά συνέπεια, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    27

    Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 10 και 12 της οδηγίας 92/85 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία έγκυος εργαζόμενη η οποία λαμβάνει γνώση της εγκυμοσύνης της το πρώτον μετά την πάροδο της προθεσμίας που προβλέπεται για την άσκηση αγωγής κατά της απόλυσής της υποχρεούται, προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει αγωγή, να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησής της εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων.

    28

    Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 10, σημείο 1, της οδηγίας 92/85, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να απαγορεύεται η απόλυση των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας, επί διάστημα εκτεινόμενο από την αρχή της εγκυμοσύνης τους έως το τέλος της άδειας μητρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την κατάστασή τους και γίνονται δεκτές από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές και, ενδεχομένως, εφόσον το εγκρίνει η αρμόδια αρχή.

    29

    Κατά το άρθρο 12 της οδηγίας 92/85, τα κράτη μέλη υποχρεούνται επίσης να ενσωματώνουν στην εθνική έννομη τάξη τους τα μέτρα που απαιτούνται ώστε οποιαδήποτε εργαζόμενη θεωρεί ότι θίγεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την οδηγία αυτή, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 10 της οδηγίας, να μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων δικαστικώς, τα δικαιώματά της. Το σημείο 3 του εν λόγω άρθρου 10 προβλέπει ρητώς ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται για να προστατευθούν οι έγκυες εργαζόμενες από τις επιπτώσεις απόλυσης, η οποία είναι παράνομη δυνάμει του σημείου 1 του ίδιου άρθρου.

    30

    Οι διατάξεις αυτές, ιδίως το άρθρο 12 της οδηγίας 92/85, αποτελούν ειδική μορφή έκφρασης, στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής, της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που απονέμονται στους πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση Pontin, σκέψη 41).

    31

    Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, μολονότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται, δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας 92/85, να προβούν στη λήψη συγκεκριμένου μέτρου, εντούτοις το μέτρο που επιλέγουν πρέπει να είναι ικανό να διασφαλίζει πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία, πρέπει να έχει πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι του εργοδότη και πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να είναι ανάλογο της προκληθείσας ζημίας (απόφαση Pontin, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    32

    Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που απονέμονται στους πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης, γίνεται κατά πάγια νομολογία δεκτό ότι οι δικονομικές προϋποθέσεις για τα μέσα ένδικης προστασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που αφορούν παρόμοια μέσα του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση Pontin, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    33

    Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση είναι ασυμβίβαστη με την αρχή αυτή.

    34

    Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα εάν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσης της διάταξης αυτής στην όλη διαδικασία ενώπιον των διαφόρων εθνικών οργάνων, της εξέλιξης της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εφόσον παρίσταται ανάγκη, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 304 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    35

    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης ο καθορισμός εύλογων αποσβεστικών προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων, όπως επιτάσσει η αρχή της ασφάλειας δικαίου, και ότι δεν καθιστά, ως εκ της φύσεώς του, πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, Kempter, C‑2/06, EU:C:2008:78, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όσον αφορά τις αποσβεστικές προθεσμίες, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίζουν, για τις εθνικές ρυθμίσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, προθεσμίες που να έχουν σχέση, μεταξύ άλλων, με τη σημασία που έχουν για τους ενδιαφερόμενους οι αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν, με το περίπλοκο των εφαρμοστέων διαδικασιών και της εφαρμοστέας νομοθεσίας, με τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να αφορούν οι αποφάσεις ή με τα άλλα δημόσια ή ιδιωτικά συμφέροντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη [πρβλ. απόφαση Pontin, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Land Sachsen-Anhalt (Αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων και δικαστών), C‑773/18 έως C‑775/18, EU:C:2020:125, σκέψη 69].

    36

    Κατά συνέπεια, οι απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας δεν απαγορεύουν καταρχήν, από την άποψη συγκεκριμένα της αρχής της ασφάλειας δικαίου, τη θέσπιση σχετικώς σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση από την παρανόμως απολυθείσα έγκυο αγωγής για την επαναπρόσληψή της από την οικεία επιχείρηση. Πράγματι, τόσο οι απολυόμενες έγκυες όσο και οι εργοδότες έχουν συμφέρον, από την άποψη της ασφάλειας δικαίου, να υπάρχουν χρονικοί περιορισμοί για την άσκηση της αγωγής αυτής, κυρίως επειδή η επαναπρόσληψη έχει σοβαρές συνέπειες για όλους τους ενδιαφερόμενους, εφόσον πραγματοποιείται μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα (πρβλ. απόφαση Pontin, σκέψεις 60 και 61).

    37

    Εντούτοις, όσον αφορά εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει δεκαπενθήμερη αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας απόλυσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι η προθεσμία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαίτερα σύντομη, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της κατάστασης στην οποία βρίσκεται μια γυναίκα στην αρχή της εγκυμοσύνης της, και, αφετέρου, ότι θα ήταν πολύ δύσκολο για την εργαζόμενη που απολύεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της να συμβουλευθεί τα κατάλληλα πρόσωπα και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να συντάξει αγωγή και να την καταθέσει εντός της προθεσμίας αυτής (απόφαση Pontin, σκέψεις 62 και 65).

    38

    Το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι, υπό το πρίσμα της επίμαχης εθνικής ρύθμισης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Pontin, η έγκυος εργαζόμενη η οποία θα άφηνε για οποιονδήποτε λόγο να παρέλθει η δεκαπενθήμερη προθεσμία δεν θα είχε πλέον καμία δυνατότητα υποβολής αίτησης παροχής ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων της κατόπιν της απόλυσής της (πρβλ. απόφαση Pontin, σκέψη 66).

    39

    Βάσει, ιδίως, των διαπιστώσεων αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι δικονομικές προϋποθέσεις όπως αυτές τις οποίες θέσπιζε η οικεία εθνική ρύθμιση, καθόσον συνεπάγονται δικονομικής φύσεως μειονεκτήματα ικανά να καταστήσουν υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αντλούν οι έγκυες από το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, δεν πληρούν τις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας, όπερ εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει (πρβλ. απόφαση Pontin, σκέψεις 67 και 69).

    40

    Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, πρώτη περίοδος, του KSchG, αγωγή κατά απόλυσης ασκείται εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από την έγγραφη κοινοποίηση της απόλυσης. Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 5 του KSchG, αγωγή που ασκείται μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής από έγκυο εργαζόμενη μπορεί να κριθεί παραδεκτή εάν η τελευταία, η οποία λαμβάνει γνώση της εγκυμοσύνης της το πρώτον μετά την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας των τριών εβδομάδων, υποβάλει σχετική αίτηση. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την άρση του κωλύματος για την άσκηση της αγωγής.

    41

    Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η εργαζόμενη περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη δεν άσκησε αγωγή κατά της απόλυσής της εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από την έγγραφη κοινοποίηση της απόλυσης ούτε υπέβαλε την προβλεπόμενη αίτηση, με αποτέλεσμα η αγωγή της να πρέπει να απορριφθεί, εκτός εάν, όπως φαίνεται το αιτούν δικαστήριο να εκτιμά, η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας.

    42

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι σκοπός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων για την άσκηση αγωγής κατά το άρθρο 4, πρώτη περίοδος, του KSchG είναι η διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και ότι το ίδιο φαίνεται να ισχύει σε σχέση με την προθεσμία των δύο εβδομάδων για την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, του KSchG.

    43

    Τούτου δοθέντος, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης, κατά τον καθορισμό των αποσβεστικών προθεσμιών, τα κράτη μέλη δεν πρέπει να λαμβάνουν αποκλειστικώς και μόνον υπόψη την ασφάλεια δικαίου. Πρέπει να συνεκτιμώνται και άλλες παράμετροι, όπως η σημασία που έχουν για τους ενδιαφερομένους οι αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν ή ακόμη και λοιπά δημόσια ή ιδιωτικά συμφέροντα.

    44

    Συναφώς, η προστασία των εγκύων εργαζομένων από την απόλυση, όπως αυτή την οποία εγγυάται το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, αποτελεί σημαντική παράμετρο η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τα κράτη μέλη.

    45

    Πράγματι, υπό το πρίσμα ακριβώς του κινδύνου που ενέχει η απόλυση για τη σωματική και ψυχική κατάσταση εγκύου εργαζομένης, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 ειδική προστασία για τη γυναίκα απαγορεύοντας την απόλυση (πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018, Porras Guisado, C‑103/16, EU:C:2018:99, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    46

    Βεβαίως, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 5 του KSchG επιτρέπει, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης, την εκπρόθεσμη άσκηση αγωγής, εφόσον η κανονική προθεσμία των τριών εβδομάδων για την άσκηση αγωγής κατά της απόλυσης έχει παρέλθει χωρίς η γυναίκα, για λόγο που δεν μπορεί να της καταλογιστεί, να έχει ακόμη λάβει γνώση της εγκυμοσύνης της.

    47

    Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι η αίτηση αυτή για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την άρση του κωλύματος για την άσκηση της αγωγής, πράγμα το οποίο, κατά το Δικαστήριο, συνιστά ιδιαίτερα σύντομη προθεσμία, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της κατάστασης στην οποία βρίσκεται μια γυναίκα στην αρχή της εγκυμοσύνης της (απόφαση Pontin, σκέψη 62).

    48

    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η προθεσμία αυτή των δύο εβδομάδων είναι συντομότερη από την κανονική προθεσμία των τριών εβδομάδων που προβλέπει το άρθρο 4, πρώτη περίοδος, του KSchG για την άσκηση αγωγής κατά της απόλυσης.

    49

    Επομένως, η έγκυος εργαζόμενη η οποία, κατά τον χρόνο της απόλυσής της, ήταν ενήμερη για την εγκυμοσύνη της διαθέτει προθεσμία τριών εβδομάδων για την άσκηση αγωγής. Αντιθέτως, η εργαζόμενη η οποία δεν γνώριζε, προτού παρέλθει η προθεσμία αυτή, ότι ήταν έγκυος, τούτο δε για λόγο που δεν μπορεί να της καταλογιστεί, διαθέτει μόνο δύο εβδομάδες για να ζητήσει να της επιτραπεί η άσκηση τέτοιας αγωγής, όπερ συνιστά σημαντική μείωση του χρόνου που απαιτείται προκειμένου να συμβουλευτεί τα κατάλληλα πρόσωπα και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να συντάξει και να καταθέσει όχι μόνο την εν λόγω αίτηση, αλλά και την ίδια την αγωγή. Συγκεκριμένα, όπως παρατηρεί η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του KSchG προβλέπει ότι η αγωγή ασκείται, κατ’ αρχήν, ταυτόχρονα με την υποβολή της εν λόγω αίτησης.

    50

    Συναφώς, η Haus Jacobus ισχυρίζεται, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής δεν υπόκειται σε ιδιαίτερες προϋποθέσεις ως προς τον τύπο, μπορεί μάλιστα να υποβληθεί προφορικά στη γραμματεία οποιουδήποτε δικαστηρίου, ακόμη και αναρμόδιου. Από την πλευρά της, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν η ίδια η άσκηση αγωγής κατά της απόλυσης δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι έχει υποβληθεί τέτοια αίτηση, εντούτοις, η τελευταία μπορεί να υποβληθεί σιωπηρά.

    51

    Τούτου δοθέντος, ακόμη και αν οι διευκρινίσεις αυτές αποδειχθούν ορθές, κατόπιν επαληθεύσεως στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, γεγονός παραμένει ότι, όταν μια εργαζομένη λαμβάνει γνώση, όπως εν προκειμένω, της εγκυμοσύνης μετά την πάροδο προθεσμίας τριών εβδομάδων από την απόλυσή της, υποχρεούται, επί ποινή απαραδέκτου, όχι μόνο να ασκήσει αγωγή, αλλά και να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων, ήτοι εντός προθεσμίας βραχύτερης από εκείνη που θα διέθετε εάν, κατά τον χρόνο της απόλυσής της, ήταν ενήμερη για την εγκυμοσύνη της. Επομένως, η προθεσμία αυτή των δύο εβδομάδων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καταστεί ιδιαιτέρως δυσχερές για την εν λόγω εργαζομένη να συμβουλευθεί τα κατάλληλα πρόσωπα και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να συντάξει και να καταθέσει την εν λόγω αίτηση καθώς και την ίδια την αγωγή.

    52

    Τρίτον, όπως επίσης επισημαίνει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας των δύο εβδομάδων κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, του KSchG, ήτοι το χρονικό σημείο «άρσης του κωλύματος για την άσκηση της αγωγής», δεν φαίνεται να είναι απολύτως σαφές, γεγονός που μπορεί να καταστήσει έτι δυσχερέστερη την άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η οδηγία 92/85.

    53

    Τέλος, τέταρτον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του MuSchG, η απολυμένη εργαζόμενη υποχρεούται να ενημερώσει αμελλητί τον εργοδότη της για την εγκυμοσύνη της. Λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης αυτής, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η πρόσθετη απαίτηση που επιβάλλεται στην εν λόγω εργαζόμενη να υποβάλει ενώπιον δικαστηρίου αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής πρέπει να θεωρηθεί ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

    54

    Συναφώς, σημειώνεται ότι η υποχρέωση της εργαζόμενης όχι μόνο να ενημερώσει αμελλητί τον εργοδότη της για την εγκυμοσύνη της, αλλά και να υποβάλει, εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων, αίτηση ενώπιον δικαστηρίου για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής, καθώς και να καταθέσει, κατ’ αρχήν, την ίδια την αγωγή, είναι πράγματι ενδεικτικό της πολυπλοκότητας του συστήματος που καθιερώνει η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση, το οποίο προβλέπει σειρά συντρεχουσών υποχρεώσεων, οι οποίες πρέπει να εκπληρωθούν εντός διαφορετικών, αλληλεπικαλυπτόμενων, προθεσμιών τόσο έναντι του εργοδότη όσο και έναντι δικαστηρίου.

    55

    Εντούτοις, η απλή ενημέρωση του εργοδότη δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με κατάθεση ενώπιον δικαστηρίου εγγράφου που, κατά τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, απαιτείται για την προσβολή απόλυσης ή, τουλάχιστον, για την αναστολή της αποσβεστικής προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να προσβληθεί η απόλυση.

    56

    Επομένως, η απαίτηση υποβολής αίτησης ενώπιον δικαστηρίου για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να θεωρηθεί ασυμβίβαστη προς τις επιταγές της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, τούτο δε ακόμη και αν η εθνική ρύθμιση προβλέπει, επιπλέον, υποχρέωση της οικείας εργαζομένης να ενημερώσει αμελλητί τον εργοδότη της για την εγκυμοσύνη της.

    57

    Αντιθέτως, οι δικονομικές προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής μπορεί να αποδειχθούν ασυμβίβαστες με τις επιταγές της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

    58

    Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι η προθεσμία των δύο εβδομάδων κατά το άρθρο 5 του KSchG φαίνεται, υπό την επιφύλαξη των επαληθεύσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, να συνεπάγεται δικονομικής φύσεως μειονεκτήματα που παραβιάζουν την αρχή της αποτελεσματικότητας και, κατά συνέπεια, την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που απονέμει στους ιδιώτες η οδηγία 92/85. Πράγματι, η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αισθητά μικρότερη από την κανονική προθεσμία του άρθρου 4 του εν λόγω νόμου, φαίνεται, δεδομένης της κατάστασης στην οποία βρίσκεται μια γυναίκα στην αρχή της εγκυμοσύνης, ιδιαιτέρως σύντομη και μπορεί να καταστήσει υπερβολικά δυσχερές για την έγκυο εργαζόμενη να συμβουλευθεί τα κατάλληλα πρόσωπα και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να συντάξει και να καταθέσει αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής καθώς και την ίδια την αγωγή, πολλώ δε μάλλον όταν δεν μπορούν να αποκλειστούν αβεβαιότητες όσον αφορά το χρονικό σημείο έναρξης της εν λόγω προθεσμίας των δύο εβδομάδων και την επικάλυψη υποχρεώσεων που πρέπει να εκπληρωθούν τόσο έναντι του εργοδότη όσο και έναντι δικαστηρίου, καθεμία από τις οποίες υπόκειται σε διαφορετική προθεσμία.

    59

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 10 και 12 της οδηγίας 92/85 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία έγκυος εργαζόμενη η οποία λαμβάνει γνώση της εγκυμοσύνης της το πρώτον μετά την πάροδο της προθεσμίας που προβλέπεται για την άσκηση αγωγής κατά της απόλυσής της υποχρεούται, προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει αγωγή, να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησής της εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων, εφόσον οι δικονομικές προϋποθέσεις υποβολής της αίτησης αυτής, κατά το μέτρο που συνεπάγονται μειονεκτήματα ικανά να καταστήσουν υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που οι έγκυες εργαζόμενες αντλούν από το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, δεν πληρούν τις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    60

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Τα άρθρα 10 και 12 της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ),

     

    έχουν την έννοια ότι:

     

    αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία έγκυος εργαζόμενη η οποία λαμβάνει γνώση της εγκυμοσύνης της το πρώτον μετά την πάροδο της προθεσμίας που προβλέπεται για την άσκηση αγωγής κατά της απόλυσής της υποχρεούται, προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει αγωγή, να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησής της εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων, εφόσον οι δικονομικές προϋποθέσεις υποβολής της αίτησης αυτής, κατά το μέτρο που συνεπάγονται μειονεκτήματα ικανά να καταστήσουν υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που οι έγκυες εργαζόμενες αντλούν από το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, δεν πληρούν τις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top