Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62023CJ0036

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 25ης Απριλίου 2024.
    L κατά Familienkasse Sachsen der Bundesagentur für Arbeit.
    Αίτηση του Finanzgericht Bremen για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Οικογενειακές παροχές – Άρθρο 68 – Κανόνες προτεραιότητας στην περίπτωση σώρευσης παροχών – Υποχρέωση του φορέα του επικουρικώς αρμόδιου κράτους μέλους να διαβιβάσει αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών στον φορέα του κατά προτεραιότητα αρμόδιου κράτους μέλους – Μη υποβολή αίτησης για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών στο κράτος μέλος κατοικίας του τέκνου – Αναζήτηση μέρους των οικογενειακών παροχών που καταβλήθηκαν στο κράτος μέλος όπου ασκεί μισθωτή δραστηριότητα ο ένας από τους γονείς.
    Υπόθεση C-36/23.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:355

    Προσωρινό κείμενο

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 25ης Απριλίου 2024 (*)

    «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Οικογενειακές παροχές – Άρθρο 68 – Κανόνες προτεραιότητας στην περίπτωση σώρευσης παροχών – Υποχρέωση του φορέα του επικουρικώς αρμόδιου κράτους μέλους να διαβιβάσει αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών στον φορέα του κατά προτεραιότητα αρμόδιου κράτους μέλους – Μη υποβολή αίτησης για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών στο κράτος μέλος κατοικίας του τέκνου – Αναζήτηση μέρους των οικογενειακών παροχών που καταβλήθηκαν στο κράτος μέλος όπου ασκεί μισθωτή δραστηριότητα ο ένας από τους γονείς»

    Στην υπόθεση C‑36/23,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Finanzgericht Bremen (φορολογικό δικαστήριο Βρέμης, Γερμανία) με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Ιανουαρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

    L

    κατά

    Familienkasse Sachsen der Bundesagentur für Arbeit,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους F. Biltgen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

    γραμματέας: N. Mundhenke, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Νοεμβρίου 2023,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        το Familienkasse Sachsen der Bundesagentur für Arbeit, εκπροσωπούμενο από την M. Gößling,

    –        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller,

    –        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

    –        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την L. Fiandaca, avvocato dello Stato,

    –        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. M. M. Besselink και Μ. K. Bulterman,

    –        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna, τον J. Lachowicz και την A. Siwek-Ślusarek,

    –        η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. V. Drugda και S. Ondrášiková,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την F. Clotuche-Duvieusart και τον B.‑R. Killmann,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 68 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1).

    2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του L και του Familienkasse Sachsen der Bundesagentur für Arbeit (ταμείο οικογενειακών επιδομάτων της Σαξονίας της ομοσπονδιακής υπηρεσίας απασχόλησης, Γερμανία) (στο εξής: ταμείο οικογενειακών επιδομάτων) με αντικείμενο την αναζήτηση από το δεύτερο μέρους των οικογενειακών επιδομάτων που είχε καταβάλει στον L.

     Το νομικό πλαίσιο

     Το δίκαιο της Ένωσης

     Ο κανονισμός 1408/71

    3        Το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1408/71), προέβλεπε τα εξής:

    «1.      Όταν καταβάλλονται οικογενειακές παροχές, κατά την ίδια περίοδο, και για το ίδιο μέλος της οικογένειας λόγω άσκησης μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχουν την κατοικία τους τα μέλη της οικογένειας, αναστέλλεται το δικαίωμα προς είσπραξη οικογενειακών παροχών που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, ενδεχομένως, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 73 και 74, μέχρι του ποσού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους.

    2.      Εάν δεν υποβληθεί αίτηση παροχών στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαμένουν τα μέρη της οικογενείας, ο αρμόδιος φορέας του άλλου κράτους μέλους μπορεί να εφαρμόζει τις διατάξεις της παραγράφου 1, ως εάν εχορηγούντο οι παροχές στο πρώτο κράτος μέλος.»

     Ο κανονισμός 883/2004

    4        Η αιτιολογική σκέψη 35 του κανονισμού 883/2004 έχει ως εξής:

    «Για να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητες σωρεύσεις παροχών, είναι ανάγκη να θεσπισθούν κανόνες προτεραιότητας σε περίπτωση συρροής δικαιωμάτων για οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας των μελών της οικογένειας.»

    5        Το άρθρο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού αυτού περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

    α)      “μισθωτή δραστηριότητα”: η δραστηριότητα ή η ισοδύναμη κατάσταση την οποία θεωρεί ως τέτοια η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα ή υφίσταται η ισοδύναμη κατάσταση·

    β)      “μη μισθωτή δραστηριότητα”: η δραστηριότητα ή η ισοδύναμη κατάσταση την οποία θεωρεί ως τέτοια η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα ή υφίσταται η ισοδύναμη κατάσταση·

    γ)      “ασφαλισμένος”: σε σχέση με τους κλάδους κοινωνικής ασφάλειας που εμπίπτουν στον τίτλο ΙΙΙ κεφάλαια 1 και 3, το πρόσωπο το οποίο πληροί τους απαιτούμενους όρους της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους βάσει του τίτλου ΙΙ ώστε να έχει δικαίωμα σε παροχές, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού».

    6        Το άρθρο 11, παράγραφος 3, του ως άνω κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

    α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

    […]».

    7        Το κεφάλαιο 8, που αφορά τις «Οικογενειακές παροχές», του τίτλου III του κανονισμού, ο οποίος τιτλοφορείται «Ειδικές διατάξεις σχετικά με τις διάφορες κατηγορίες παροχών», περιλαμβάνει τα άρθρα 67 έως 69.

    8        Το άρθρο 67 του κανονισμού 883/2004, το οποίο τιτλοφορείται «Μέλη οικογένειας που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος», προβλέπει τα εξής:

    «Ένα πρόσωπο δικαιούται οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους και για τα μέλη της οικογενείας του που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, ως εάν κατοικούσαν στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους. Ωστόσο, οι συνταξιούχοι δικαιούνται τις οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της σύνταξής τους.»

    9        Κατά το άρθρο 68 του ίδιου κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Κανόνες προτεραιότητας στην περίπτωση σώρευσης δικαιωμάτων»:

    «1.      Εάν, κατά την ίδια περίοδο και για τα ίδια μέλη οικογενείας, προβλέπονται παροχές δυνάμει των νομοθεσιών περισσοτέρων του ενός κρατών μελών, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες προτεραιότητας:

    α)      στην περίπτωση παροχών που οφείλονται από περισσότερα του ενός κράτη μέλη για διαφορετικούς λόγους, η σειρά προτεραιότητας είναι η ακόλουθη: προηγούνται τα δικαιώματα που αποκτώνται λόγω της άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, έπονται τα δικαιώματα που αποκτώνται λόγω οφειλόμενης σύνταξης και τελευταία εφαρμόζονται τα δικαιώματα που αποκτώνται λόγω κατοικίας·

    β)      στην περίπτωση παροχών που οφείλονται από περισσότερα του ενός κράτη μέλη για τον ίδιο λόγο, η σειρά προτεραιότητας καθορίζεται βάσει των ακόλουθων επικουρικών κριτηρίων:

    i)      εάν πρόκειται για δικαιώματα που αποκτώνται λόγω της άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας: ο τόπος κατοικίας των τέκνων, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει εκεί τέτοια δραστηριότητα, και επικουρικά, εφόσον απαιτείται, οι υψηλότερες παροχές που προβλέπονται από τις συγκρουόμενες νομοθεσίες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το βάρος των παροχών κατανέμεται σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται στον κανονισμό εφαρμογής·

    […]

    iii)      εάν πρόκειται για δικαιώματα που αποκτώνται λόγω κατοικίας: ο τόπος κατοικίας των τέκνων.

    2.      Στην περίπτωση σώρευσης δικαιωμάτων, οι οικογενειακές παροχές χορηγούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία που θεωρείται ότι έχει προτεραιότητα σύμφωνα με την παράγραφο 1. Τα δικαιώματα στις οικογενειακές παροχές που οφείλονται δυνάμει της ή των συγκρουομένων νομοθεσιών, αναστέλλονται έως το ύψος του ποσού που προβλέπεται από την πρώτη νομοθεσία και παρέχονται, εφόσον απαιτείται, υπό μορφή διαφορικού συμπληρώματος, για το τμήμα που υπερβαίνει το προαναφερόμενο ποσό. Ωστόσο, δεν χρειάζεται η πρόβλεψη του διαφορικού αυτού συμπληρώματος για τέκνα τα οποία κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, όταν το δικαίωμα στην εν λόγω παροχή βασίζεται αποκλειστικά στην κατοικία.

    3.      Εάν, δυνάμει του άρθρου 67, υποβάλλεται αίτηση οικογενειακών παροχών στον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους του οποίου εφαρμόζεται η νομοθεσία, αλλά χωρίς δικαίωμα προτεραιότητας σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου:

    α)      ο εν λόγω φορέας διαβιβάζει την αίτηση αμελλητί στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα· ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο και, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού εφαρμογής όσον αφορά την προσωρινή χορήγηση των παροχών, παρέχει, εφόσον απαιτείται, το διαφορικό συμπλήρωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 2·

    β)      ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα, διεκπεραιώνει την αίτηση ως εάν είχε υποβληθεί απευθείας στον ίδιο και η ημερομηνία υποβολής της αίτησης στον πρώτο φορέα θεωρείται ως ημερομηνία υποβολής της στο φορέα που έχει προτεραιότητα.»

    10      Το άρθρο 76, παράγραφοι 4 και 5, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «4.      Οι φορείς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό έχουν υποχρέωση αμοιβαίας ενημέρωσης και συνεργασίας, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

    […]

    Τα εν λόγω πρόσωπα υποχρεούνται να ενημερώνουν, το συντομότερο δυνατόν, τους φορείς του αρμόδιου κράτους μέλους και του κράτους μέλους κατοικίας σχετικά με κάθε αλλαγή της προσωπικής ή οικογενειακής τους κατάστασης η οποία έχει επιπτώσεις στα δικαιώματά τους επί των παροχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

    5.      Η μη τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 4 τρίτο εδάφιο, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη λήψη ανάλογων μέτρων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι ισοδύναμα με εκείνα που εφαρμόζονται σε παρόμοιες καταστάσεις βάσει του εθνικού δικαίου και δεν πρέπει να καθιστούν, στην πράξη, αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους ενδιαφερομένους με τον παρόντα κανονισμό.»

    11      Το άρθρο 81 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

    «Τυχόν αιτήσεις, δηλώσεις ή προσφυγές, οι οποίες, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους, θα πρέπει να υποβάλλονται εντός καθορισμένης προθεσμίας προς αρχή, φορέα ή δικαστήριο του κράτους μέλους αυτού, γίνονται δεκτές εάν υποβληθούν, εντός της ίδιας προθεσμίας, προς αντίστοιχη αρχή, φορέα ή δικαστήριο άλλου κράτους μέλους. Στην περίπτωση αυτή, η επιληφθείσα αρχή, φορέας ή δικαστήριο διαβιβάζει αμελλητί τις εν λόγω αιτήσεις, δηλώσεις ή προσφυγές προς την αρμόδια αρχή, φορέα ή δικαστήριο του πρώτου κράτους μέλους, είτε απευθείας είτε κατόπιν μεσολαβήσεως των αρμόδιων αρχών των σχετικών κρατών μελών. Η ημερομηνία κατά την οποία οι αιτήσεις, δηλώσεις ή προσφυγές αυτές υποβλήθηκαν προς την αρχή, τον φορέα ή το δικαστήριο του δεύτερου κράτους μέλους, θεωρείται ως η ημερομηνία υποβολής τους προς την αρμόδια αρχή, φορέα ή δικαστήριο.»

    12      Το άρθρο 84 του κανονισμού 883/2004, το οποίο τιτλοφορείται «Είσπραξη εισφορών και ανάκτηση παροχών», έχει ως εξής:

    «1.      Η είσπραξη των εισφορών που οφείλονται σε φορέα κράτους μέλους καθώς και η ανάκτηση των παροχών που έχουν χορηγηθεί αχρεωστήτως από φορέα κράτους μέλους, είναι δυνατόν να διενεργηθούν σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διαδικασίες και με τις εγγυήσεις και τα προνόμια που εφαρμόζονται για την είσπραξη των οφειλομένων εισφορών καθώς και για την ανάκτηση παροχών που έχουν χορηγηθεί αχρεωστήτως από τον αρμόδιο φορέα του τελευταίου αυτού κράτους μέλους.

    2.      Οι εκτελεστές αποφάσεις των δικαστικών και των διοικητικών αρχών σχετικά με την είσπραξη εισφορών, τόκων και λοιπών τελών ή την ανάκτηση παροχών που έχουν χορηγηθεί αχρεωστήτως δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, αναγνωρίζονται και εκτελούνται, κατ’ αίτηση του αρμόδιου φορέα, στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, εντός των ορίων και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από τη νομοθεσία του τελευταίου αυτού κράτους και κάθε άλλη διαδικασία που εφαρμόζεται σε παρόμοιες αποφάσεις του τελευταίου αυτού κράτους μέλους. Οι αποφάσεις αυτές κηρύσσονται εκτελεστές στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον το απαιτεί η νομοθεσία και οι λοιπές διαδικασίες αυτού του κράτους μέλους.

    […]»

     Ο κανονισμός (ΕΚ) 987/2009

    13      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), ορίζει τα εξής:

    «Τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο [κανονισμός 883/2004] υποχρεούνται να διαβιβάζουν στο σχετικό φορέα κάθε πληροφορία, έγγραφο ή δικαιολογητικό που απαιτείται για τον προσδιορισμό της κατάστασης των ίδιων ή της οικογένειάς τους, για τον προσδιορισμό και τη διατήρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους, καθώς και για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας και των υποχρεώσεών τους βάσει της νομοθεσίας αυτής.»

    14      Το άρθρο 60 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

    «1.      Η αίτηση χορήγησης οικογενειακών παροχών υποβάλλεται στον αρμόδιο φορέα. Για την εφαρμογή των άρθρων 67 και 68 του [κανονισμού 883/2004], λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση ολόκληρης της οικογενείας ως εάν όλα τα εμπλεκόμενα άτομα να υπάγονταν στη νομοθεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και να κατοικούσαν εκεί, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα ενός προσώπου να απαιτεί τη χορήγηση των παροχών αυτών. Σε περίπτωση κατά την οποία ένα άτομο που δικαιούται να απαιτήσει τη χορήγηση παροχών δεν ασκήσει το δικαίωμά του, αίτηση οικογενειακών παροχών που υποβάλλεται από τον άλλο γονέα, πρόσωπο εξομοιούμενο με γονέα, ή πρόσωπο ή φορέα που ασκεί την κηδεμονία του ή των τέκνων, λαμβάνεται υπόψη από τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου εφαρμόζεται.

    2.      Ο φορέας στον οποίο υποβάλλεται αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 εξετάζει την αίτηση με βάση τις λεπτομερείς πληροφορίες που υπέβαλε ο αιτών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των νομικών και πραγματικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της οικογένειας του αιτούντος.

    Εάν ο φορέας συναγάγει ότι εφαρμόζεται η νομοθεσία του κατά προτεραιότητα σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφοι 1 και 2 του [κανονισμού 883/2004], χορηγεί τις οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει.

    Εάν ο φορέας αυτός κρίνει ότι ενδέχεται να υπάρχει δυνατότητα δικαιώματος σε διαφορικό συμπλήρωμα δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2 του [κανονισμού 883/2004], ο ίδιος φορέας διαβιβάζει αμελλητί την αίτηση στον αρμόδιο φορέα του άλλου κράτους μέλους και ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο· ενημερώνει επίσης το φορέα του άλλου κράτους μέλους σχετικά με την απόφασή του όσον αφορά την αίτηση και το ύψος των καταβαλλόμενων οικογενειακών παροχών.

    3.      Όταν ο φορέας προς τον οποίο υπεβλήθη η αίτηση συναγάγει ότι εφαρμόζεται η δική του νομοθεσία, αλλά όχι κατά προτεραιότητα σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφοι 1 και 2 του [κανονισμού 883/2004], λαμβάνει αμελλητί προσωρινή απόφαση σχετικά με τους εφαρμοστέους κανόνες προτεραιότητας και διαβιβάζει την αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 3 του [κανονισμού 883/2004], στο φορέα του άλλου κράτους μέλους, ενώ παράλληλα ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα. Ο εν λόγω φορέας διαθέτει δύο μήνες για να λάβει θέση σχετικά με τη ληφθείσα προσωρινή απόφαση.

    Εάν ο φορέας προς τον οποίον έχει διαβιβασθεί η αίτηση δεν λάβει θέση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης, εφαρμόζεται η προαναφερόμενη προσωρινή απόφαση και ο φορέας καταβάλλει τις παροχές που προβλέπονται στη νομοθεσία του και ενημερώνει το φορέα προς τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση σχετικά με το ύψος των καταβαλλόμενων παροχών.

    […]

    5.      Εάν ο φορέας που κατέβαλε προσωρινά τις παροχές οι οποίες υπερβαίνουν τις παροχές που τον βαρύνουν τελικά, μπορεί να απευθυνθεί στο φορέα προτεραιότητας για την είσπραξη του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 73 του κανονισμού εφαρμογής.»

     Το γερμανικό δίκαιο

    15      Το άρθρο 31, τρίτη περίοδος, του Einkommensteuergesetz (νόμου περί φόρου εισοδήματος), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (στο εξής: EStG), ορίζει τα ακόλουθα:

    «Κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, τα οικογενειακά επιδόματα χορηγούνται ανά μήνα με τη μορφή επιστροφής φόρου.»

    16      Το άρθρο 32, παράγραφοι 1 και 3, του EStG έχει ως εξής:

    «(1)      Ως τέκνα νοούνται

    1.      οι πρώτου βαθμού κατιόντες του φορολογουμένου,

    […]

    (3)      Τα τέκνα λαμβάνονται υπόψη για τον ημερολογιακό μήνα της γέννησής τους, αν γεννηθούν ζωντανά, και για κάθε ημερολογιακό μήνα μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους.»

    17      Το άρθρο 62, παράγραφος 1, του EStG ορίζει τα εξής:

    «Όσον αφορά τα τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 63, δικαιούται επιδόματα τέκνων δυνάμει του παρόντος νόμου όποιος:

    1.      έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην ημεδαπή, ή

    2.      δεν έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην ημεδαπή, αλλά

    a)      υπέχει πλήρη φορολογική υποχρέωση για τα εισοδήματά του δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, ή

    b)      θεωρείται ότι υπέχει πλήρη φορολογική υποχρέωση για τα εισοδήματά του δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3.

    […]»

    18      Κατά το άρθρο 63, παράγραφος 1, του EStG:

    «1 Ως τέκνα νοούνται

    1.      τα τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 32, παράγραφος 1,

    […]

    2 Το άρθρο 32, παράγραφοι 3 και 5, εφαρμόζεται αναλόγως. […]»

    19      Το άρθρο 70, παράγραφος 2, του EStG προβλέπει τα εξής:

    «1      Σε περίπτωση μεταβολής των κρίσιμων στοιχείων της οικογενειακής κατάστασης, το οικογενειακό επίδομα διακόπτεται ή αναπροσαρμόζεται από την ημερομηνία κατά την οποία επήλθε η μεταβολή. […]»

    20      Το άρθρο 37 του Abgabenordnung (φορολογικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

    «(1)      Αξιώσεις από φορολογική ενοχή είναι η αξίωση καταβολής φόρου, η αξίωση επιστροφής φόρου, η αξίωση αποζημίωσης, η αξίωση επί παρεπόμενων επιβαρύνσεων φορολογικού χαρακτήρα, η αξίωση επιστροφής κατά την παράγραφο 2, καθώς και τα δικαιώματα επιστροφής φόρου που προβλέπονται από ειδικούς φορολογικούς νόμους.

    (2) 1      Όταν έχει καταβληθεί ή επιστραφεί χωρίς νόμιμη αιτία φόρος, επιστροφή φόρου, αποζημίωση ή παρεπόμενη επιβάρυνση φορολογικού χαρακτήρα, εκείνος για λογαριασμό του οποίου πραγματοποιήθηκε η πληρωμή έχει έναντι του λήπτη της παροχής αξίωση επιστροφής του ποσού που καταβλήθηκε ή επιστράφηκε. 2 Το αυτό ισχύει επίσης αν η νομική βάση της καταβολής ή επιστροφής εκλείψει εκ των υστέρων.»

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    21      Ο προσφεύγων της κύριας δίκης είναι Πολωνός υπήκοος ο οποίος από πολλών ετών ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στη Γερμανία. Η σύζυγός του ζει στην Πολωνία με το τέκνο τους, το οποίο γεννήθηκε το 2008.

    22      Το 2016 ο προσφεύγων της κύριας δίκης υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων στη Γερμανία, δηλώνοντας ότι ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα στη Γερμανία και ότι η σύζυγός του δεν ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα στην Πολωνία. Το ταμείο οικογενειακών επιδομάτων δέχθηκε την αίτηση, με την αιτιολογία ότι η γερμανική νομοθεσία που παρέχει δικαίωμα λήψης οικογενειακών επιδομάτων εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα για την περίοδο μισθωτής δραστηριότητας του προσφεύγοντος της κύριας δίκης.

    23      Το 2019, στο πλαίσιο ελέγχου σχετικά με το δικαίωμα λήψης οικογενειακών επιδομάτων, το ταμείο οικογενειακών επιδομάτων απέστειλε στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης ερωτηματολόγιο, ζητώντας του επιβεβαίωση των δηλωθέντων στοιχείων, και υπέβαλε στις αρμόδιες πολωνικές αρχές αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά τόσο με τυχόν επαγγελματική δραστηριότητα της συζύγου του όσο και με το ενδεχόμενο ύπαρξης δικαιώματος λήψης οικογενειακών παροχών στην Πολωνία.

    24      Οι πολωνικές αρχές απάντησαν ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος της κύριας δίκης ασκούσε μεν επαγγελματική δραστηριότητα από το 2006, όντας ασφαλισμένη στο πολωνικό ταμείο ασφάλισης γεωργών, αλλά δεν εισέπραττε πολωνικές οικογενειακές παροχές. Κατά τις πολωνικές αρχές, μολονότι ήταν δυνατή πλέον στην Πολωνία, κατόπιν νομοθετικής τροποποίησης που έλαβε χώρα το 2019, η λήψη των παροχών που καλούνται «οικογένεια 500+», χωρίς προϋποθέσεις εισοδήματος, η σύζυγος του προσφεύγοντος της κύριας δίκης είχε εντούτοις δηλώσει ότι δεν επιθυμούσε να υποβάλει σχετική αίτηση.

    25      Κατόπιν της απάντησης των πολωνικών αρχών, το ταμείο οικογενειακών επιδομάτων αναπροσάρμοσε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 70, παράγραφος 2, του EStG, το γερμανικό οικογενειακό επίδομα από τον Οκτώβριο του 2020, μειώνοντάς το κατά το ποσό των οικογενειακών παροχών που προβλέπονται από τον νόμο στην Πολωνία.

    26      Εξάλλου, το ταμείο οικογενειακών επιδομάτων ζήτησε από τις αρμόδιες πολωνικές αρχές, με «αίτηση λήψης απόφασης σχετικά με την αρμοδιότητα», να εξετάσουν το δικαίωμα λήψης οικογενειακών παροχών από τον Ιούλιο του 2019. Οι πολωνικές αρχές απάντησαν, μεταξύ άλλων, ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος της κύριας δίκης δεν είχε εισπράξει καμία τέτοιου είδους παροχή από την 1η Ιουλίου 2019 και ότι δεν επιθυμούσε να υποβάλει αίτηση για να της χορηγηθούν τέτοιες παροχές.

    27      Με απόφαση της 6ης Ιανουαρίου 2021, το ταμείο οικογενειακών επιδομάτων αναπροσάρμοσε αναδρομικά το οικογενειακό επίδομα για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2019 έως τον Σεπτέμβριο του 2020, μειώνοντάς το κατά το ποσό των οικογενειακών παροχών που προβλέπονται από τον νόμο στην Πολωνία, και ζήτησε από τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης να επιστρέψει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του επιδόματος, ήτοι 1 674,60 ευρώ, το οποίο αφορά τα επιδόματα που καταβλήθηκαν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα.

    28      Κατόπιν της απόρριψης της αίτησής του για τροποποίηση της ανωτέρω απόφασης, ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Bremen (φορολογικού δικαστηρίου Βρέμης, Γερμανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.

    29      Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η σύζυγός του δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα, δεδομένου ότι δεν εκμεταλλεύεται το αγροτικό ακίνητο που κληρονόμησε από τους γονείς της. Η υπαγωγή της στην ασφάλιση του πολωνικού ταμείου ασφάλισης γεωργών, στο οποίο καταβάλλει εισφορές, οφείλεται στην ιδιότητά της ως κυρίας του αγροτικού αυτού ακινήτου και δεν προϋποθέτει την άσκηση ανεξάρτητης γεωργικής δραστηριότητας. Επιπλέον, εκθέτει ότι, κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 27 της παρούσας απόφασης, η σύζυγός του δεν ζήτησε ούτε εισέπραξε οικογενειακές παροχές στην Πολωνία.

    30      Το ταμείο οικογενειακών επιδομάτων υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος της κύριας δίκης δικαιούται τις παροχές που καλούνται «οικογένεια 500+», των οποίων η χορήγηση από τον Ιούλιο του 2019 δεν εξαρτάται από προϋπόθεση απόκτησης εισοδήματος. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες που ελήφθησαν από τις αρμόδιες πολωνικές αρχές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος της κύριας δίκης ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στην Πολωνία. Από το άρθρο 68, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004 προκύπτει ότι οι οικογενειακές παροχές πρέπει να καταβάλλονται κατά προτεραιότητα στο εν λόγω κράτος μέλος, δεδομένου ότι εκεί κατοικούν το τέκνο και η σύζυγος του προσφεύγοντος της κύριας δίκης.

    31      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον κανονισμό 1408/71, τον οποίο κατάργησε ο κανονισμός 883/2004, και ιδίως από την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Schwemmer (C‑16/09, EU:C:2010:605) προκύπτει ότι η αναστολή του δικαιώματος οικογενειακών παροχών λόγω της ύπαρξης τέτοιου δικαιώματος σε άλλο κράτος μέλος είναι δυνατή μόνον αν οι παροχές αυτές καταβάλλονται όντως στο άλλο κράτος μέλος και ότι αν αυτές δεν καταβάλλονται, δεν ασκεί επιρροή το αν η μη καταβολή οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχει υποβληθεί σχετική αίτηση.

    32      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, όσον αφορά τις περιπτώσεις που καλύπτονται από τον κανονισμό 883/2004, το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο, Γερμανία) έχει κρίνει ότι, δυνάμει του πλάσματος δικαίου που καθιερώνεται στο άρθρο 68, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 81 του κανονισμού, η αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών που υποβάλλεται στο κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία δεν εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα θεωρείται επίσης ως αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών υποβληθείσα την ίδια ημερομηνία στο κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα και, επομένως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι συντρέχει η τυπική προϋπόθεση για την κτήση του δικαιώματος στο πλαίσιο μιας αίτησης στο κράτος μέλος αυτό. Κατά το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο), αυτό συμβαίνει ακόμα και στην περίπτωση που το πρώτο κράτος δεν έχει λάβει γνώση της ύπαρξης στοιχείου αλλοδαπότητας, λόγω του ότι ο αιτών δεν το ενημέρωσε, και, ως εκ τούτου, δεν διαβίβασε την αίτηση στο δεύτερο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία στο κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του δικαιώματος, ιδίως λόγω υπέρβασης του ορίου ηλικίας ή των εισοδηματικών ορίων, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 68.

    33      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο κανονισμός 883/2004 αποσκοπεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 35, στην αποτροπή της αδικαιολόγητης σώρευσης παροχών σε περίπτωση συρροής δικαιωμάτων για οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία περισσότερων κρατών μελών και ότι, επομένως, οι κανόνες προτεραιότητας του άρθρου 68 του κανονισμού δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να έχουν ως αποτέλεσμα τη χορήγηση στον δικαιούχο παροχών χαμηλότερου ύψους σε σύγκριση με εκείνες που θα του καταβάλλονταν αν δεν εφαρμόζονταν οι εν λόγω κανόνες προτεραιότητας.

    34      Όσον αφορά την παράγραφο 3 του άρθρου 68 του κανονισμού, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η εκεί προβλεπόμενη, με σκοπό την απλοποίηση της διαδικασίας για τους δικαιούχους, εξομοίωση των αιτήσεων που περιγράφονται στη σκέψη 32 της παρούσας απόφασης δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι προθεσμίες για την υποβολή αιτήσεων για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών και η δυνατότητα αναδρομικής χορήγησης των παροχών αυτών εξακολουθούν να διέπονται από τις εθνικές νομοθεσίες και ότι, περαιτέρω, στην Πολωνία απαιτείται κατ’ έτος η προηγούμενη υποβολή αίτησης. Επιπλέον, η διαδικασία του στοιχείου αʹ της παραγράφου 3 αφορά μόνον την περίπτωση κατά την οποία πρέπει να ληφθεί απόφαση επί αιτήσεως οικογενειακών παροχών η οποία δεν έχει ακόμη εξεταστεί.

    35      Εντούτοις, αν τα ανωτέρω δεν ισχύουν και οι κανόνες προτεραιότητας του άρθρου 68, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 πρέπει να εφαρμοστούν σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει να καθοριστεί η προτεραιότητα μεταξύ των κρατών μελών βάσει των προβλεπόμενων από το εθνικό δίκαιο προϋποθέσεων κτήσης των δικαιωμάτων ή βάσει των κριτηρίων των άρθρων 11 έως 16 του κανονισμού. Όσον αφορά τη δεύτερη επιλογή, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει να τεκμαίρεται ότι ένα πρόσωπο ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, εφόσον αυτό βεβαιώνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους αυτού, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του συγκεκριμένου προσώπου.

    36      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Finanzgericht Bremen (φορολογικό δικαστήριο Βρέμης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Επιτρέπει το άρθρο 68 του κανονισμού 883/2004 να αναζητηθεί εκ των υστέρων, λόγω της ύπαρξης δικαιώματος προτεραιότητας σε άλλο κράτος μέλος, μέρος του χορηγηθέντος από γερμανική αρχή οικογενειακού επιδόματος ακόμη και αν στο άλλο κράτος μέλος δεν καθορίστηκε ούτε καταβλήθηκε για το τέκνο καμία οικογενειακή παροχή, με συνέπεια το ποσό που απομένει στον δικαιούχο κατά το γερμανικό δίκαιο να υπολείπεται κατ’ αποτέλεσμα του γερμανικού οικογενειακού επιδόματος;

    2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα[, ε]ξαρτάται η απάντηση στο ερώτημα για ποιους λόγους οι παροχές οφείλονται από περισσότερα του ενός κράτη μέλη, κατά την έννοια του άρθρου 68 του κανονισμού 883/2004, ή βάσει ποιων λόγων τα δικαιώματα που πρέπει να συντονιστούν αποκτώνται, από τις προϋποθέσεις του δικαιώματος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή από τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων οι ενδιαφερόμενοι υπάγονται στη νομοθεσία του εκάστοτε κράτους μέλους δυνάμει των άρθρων 11 έως 16 του κανονισμού 883/2004;

    3)      Στην περίπτωση που είναι κρίσιμα τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων οι ενδιαφερόμενοι υπάγονται στη νομοθεσία του εκάστοτε κράτους μέλους δυνάμει των άρθρων 11 έως 16 του κανονισμού 883/2004[, έ]χει το άρθρο 68, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 την έννοια ότι πρέπει να τεκμαίρεται η ύπαρξη μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας προσώπου σε άλλο κράτος μέλος ή ισοδύναμης για τους σκοπούς της κοινωνικής ασφαλίσεως καταστάσεως, εφόσον το ταμείο κοινωνικής ασφαλίσεως του άλλου κράτους μέλους πιστοποιεί ότι το πρόσωπο αυτό είναι ασφαλισμένο “ως αγρότης” και ο εκεί αρμόδιος για τις οικογενειακές παροχές φορέας επιβεβαιώνει την ύπαρξη επαγγελματικής δραστηριότητας, έστω και αν ο ενδιαφερόμενος ισχυρίζεται ότι η ασφάλιση συνδέεται αποκλειστικά με την κυριότητα αγροτικού κτήματος που είναι καταχωρισμένο ως χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση, την οποία ωστόσο στην πραγματικότητα δεν εκμεταλλεύεται;»

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

     Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    37      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 68 του κανονισμού 883/2004, το οποίο ορίζει τους κανόνες προτεραιότητας σε περίπτωση σώρευσης οικογενειακών παροχών, έχει την έννοια ότι επιτρέπει στον φορέα του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία δεν έχει προτεραιότητα βάσει των κριτηρίων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο να επιστρέψει μέρος των καταβληθεισών στο κράτος μέλος αυτό οικογενειακών παροχών, λόγω της ύπαρξης δικαιώματος σε οικογενειακές παροχές το οποίο προβλέπει η εφαρμοστέα κατά προτεραιότητα νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, ακόμη και στην περίπτωση που στο άλλο αυτό κράτος μέλος δεν καθορίστηκε ούτε καταβλήθηκε οποιαδήποτε οικογενειακή παροχή.

    38      Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι ένας εργαζόμενος ο οποίος, όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, εργάζεται σε ένα κράτος μέλος και του οποίου η οικογένεια ζει στο έδαφος άλλου κράτους μέλους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 67 του κανονισμού 883/2004.

    39      Το άρθρο 67 του κανονισμού 883/2004 καθιερώνει την αρχή ότι ένα πρόσωπο μπορεί να ζητήσει οικογενειακές παροχές για τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος και όχι στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση των παροχών αυτών, ως εάν τα μέλη της οικογένειάς του να κατοικούσαν στο δεύτερο κράτος μέλος. Συνεπώς, το άρθρο αυτό έχει ως σκοπό να διευκολύνει τους διακινούμενους εργαζομένους να λαμβάνουν οικογενειακά επιδόματα στο κράτος στο οποίο εργάζονται, στην περίπτωση κατά την οποία η οικογένειά τους δεν έχει μετακινηθεί μαζί τους (πρβλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, Moser, C‑32/18, EU:C:2019:752, σκέψεις 35 και 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    40      Πλην όμως, η ως άνω αρχή της εξομοίωσης δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι στην περίπτωση που οφείλονται παροχές δυνάμει διαφορετικών νομοθεσιών, πρέπει να εφαρμόζονται οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 68 του κανονισμού 883/2004 κανόνες κατά της σώρευσης δικαιωμάτων [πρβλ. απόφαση της 13 Οκτωβρίου 2022, DN (Ανάκτηση οικογενειακών παροχών), C‑199/21, EU:C:2022:789, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    41      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 35 του κανονισμού 883/2004, ο σκοπός των ως άνω κανόνων συνίσταται στην αποτροπή της αδικαιολόγητης σώρευσης παροχών σε περίπτωση συρροής δικαιωμάτων για οικογενειακές παροχές.

    42      Ειδικότερα, το στοιχείο αʹ της παραγράφου 1 του άρθρου 68 του κανονισμού 883/2004 ορίζει τους κανόνες προτεραιότητας για την περίπτωση παροχών που οφείλονται από περισσότερα του ενός κράτη μέλη για διαφορετικούς λόγους, ενώ το στοιχείο βʹ καθορίζει τη σειρά προτεραιότητας για την περίπτωση παροχών που οφείλονται για τον ίδιο λόγο. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 68, στην περίπτωση σώρευσης δικαιωμάτων, οι οικογενειακές παροχές χορηγούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία που θεωρείται ότι έχει προτεραιότητα κατά την παράγραφο 1, ενώ τα δικαιώματα στις οικογενειακές παροχές που οφείλονται δυνάμει των λοιπών νομοθεσιών αναστέλλονται έως το ύψος του ποσού που προβλέπεται από την πρώτη νομοθεσία και παρέχονται, εφόσον απαιτείται, υπό μορφή διαφορικού συμπληρώματος, για το τμήμα που υπερβαίνει το προαναφερόμενο ποσό.

    43      Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των ως άνω κανόνων προτεραιότητας, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, για να μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται σώρευση δικαιωμάτων λήψης οικογενειακών παροχών σε δεδομένη περίπτωση, δεν αρκεί να οφείλονται παροχές εντός του κράτους μέλους κατοικίας του συγκεκριμένου τέκνου και να υπάρχει, παράλληλα, απλώς το ενδεχόμενο καταβολής τους σε άλλο κράτος μέλος. Απαιτείται επίσης να πληροί ο ενδιαφερόμενος όλες τις προϋποθέσεις, τόσο τυπικές όσο και ουσιαστικές, τις οποίες προβλέπει η νομοθεσία του κράτους αυτού για να μπορεί να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα, μεταξύ των οποίων μπορεί να περιλαμβάνεται, ενδεχομένως, η προϋπόθεση προηγούμενης υποβολής αιτήσεως [πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Schwemmer, C‑16/09, EU:C:2010:605, σκέψεις 52 και 53, και της 13ης Οκτωβρίου 2022, DN (Ανάκτηση οικογενειακών παροχών), C‑199/21, EU:C:2022:789, σκέψεις 34 και 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    44      Η νομολογία αυτή, η οποία αφορά τους κανόνες προτεραιότητας που προέβλεπε το άρθρο 76 του κανονισμού 1408/71 δεν αναιρέθηκε από τη θέσπιση του μηχανισμού της παραγράφου 3 του άρθρου 68 του κανονισμού 883/2004.

    45      Ως προς το ζήτημα αυτό, από το στοιχείο αʹ της παραγράφου 3 του άρθρου 68 του κανονισμού 883/2004 προκύπτει ότι ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους στον οποίο υποβάλλεται αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών, αλλά του οποίου η νομοθεσία δεν εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, διαβιβάζει την αίτηση αμελλητί στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα, ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο και παρέχει, εφόσον απαιτείται, το διαφορικό συμπλήρωμα της παραγράφου 2, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 60 του κανονισμού 987/2009 όσον αφορά την προσωρινή χορήγηση των παροχών.

    46      Διαπιστώνεται ότι η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία, λόγω της παραπομπής που περιέχει στα άρθρα 67 και 68 του κανονισμού 883/2004, πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τα άρθρα αυτά (πρβλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, Moser, C‑32/18, EU:C:2019:752, σκέψη 34), ορίζει, στην παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, ότι, όταν ο φορέας προς τον οποίο υπεβλήθη η αίτηση συναγάγει ότι η νομοθεσία του δεν εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα, λαμβάνει αμελλητί προσωρινή απόφαση σχετικά με τους εφαρμοστέους κανόνες προτεραιότητας και διαβιβάζει την αίτηση στον φορέα του άλλου κράτους μέλους, ενώ παράλληλα ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 διευκρινίζεται ότι εάν ο φορέας προς τον οποίον έχει διαβιβασθεί η αίτηση δεν λάβει θέση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης, εφαρμόζεται η προσωρινή απόφαση του φορέα που επελήφθη πρώτος και ο φορέας αυτός καταβάλλει τις παροχές που προβλέπονται στη νομοθεσία του.

    47      Συνεπώς, από το γράμμα του άρθρου 60 του κανονισμού 987/2009 προκύπτει σαφώς ότι ο φορέας του κράτους μέλους προς τον οποίο έχει υποβληθεί αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών και ο οποίος εκτιμά ότι η νομοθεσία του δεν εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα οφείλει να καταβάλλει τις παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του, εάν δεν λάβει θέση ο φορέας που θεωρείται ως κατά προτεραιότητα αρμόδιος.

    48      Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση ο φορέας αυτός δεν μπορεί να αναστείλει την καταβολή των οικογενειακών παροχών έως το ύψος του τυχόν προβλεπόμενου από τη νομοθεσία που θεωρείται ότι εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα ποσού και να τις παρέχει υπό μορφή διαφορικού συμπληρώματος για το τμήμα που υπερβαίνει το ποσό αυτό.

    49      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται εξάλλου από το άρθρο 60, παράγραφος 5, του κανονισμού 987/2009, το οποίο προβλέπει ότι, αν ένας φορέας κατέβαλε προσωρινά παροχές οι οποίες υπερβαίνουν τις παροχές που τον βαρύνουν τελικά, μπορεί να απευθυνθεί για την είσπραξη του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού στον φορέα που έχει προτεραιότητα.

    50      Επιπλέον, το άρθρο 68, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει ότι ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα διεκπεραιώνει την αίτηση ως εάν είχε υποβληθεί απευθείας στον ίδιο και ότι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης στον πρώτο φορέα θεωρείται ως ημερομηνία υποβολής της στο φορέα που έχει προτεραιότητα.

    51      Οι διατάξεις του άρθρου 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2004 συμπληρώνονται από εκείνες του άρθρου 81 του ίδιου κανονισμού δυνάμει των οποίων η υποβολή αίτησης προς αρχή, φορέα ή δικαστήριο κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος που καλείται να καταβάλει την παροχή έχει τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα που θα παρήγοντο αν η αίτηση είχε υποβληθεί απευθείας στην αρμόδια αρχή του τελευταίου αυτού κράτους μέλους και η ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση υποβλήθηκε εντός του πρώτου κράτους μέλους θεωρείται ως η ημερομηνία υποβολής της προς την αρμόδια για την εξέτασή της αρχή, φορέα ή δικαστήριο.

    52      Οι ως άνω διατάξεις αποσκοπούν στη διευκόλυνση της κυκλοφορίας των διακινούμενων εργαζομένων, απλοποιώντας τις διοικητικής φύσεως ενέργειές τους, δεδομένου του πολύπλοκου χαρακτήρα των διοικητικών διαδικασιών που ισχύουν στα διάφορα κράτη μέλη, και στον αποκλεισμό του ενδεχομένου να απολέσουν οι ενδιαφερόμενοι τα δικαιώματά τους για καθαρά τυπικούς λόγους (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, Chief Appeals Officer κ.λπ., C‑3/21, EU:C:2022:737, σκέψη 26).

    53      Συνεπώς, κατά το μέτρο που, αφενός, η αίτηση την οποία υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος θεωρείται ότι διαβιβάζεται αυτομάτως στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία είναι εφαρμοστέα κατά προτεραιότητα και, αφετέρου, λόγω του πλάσματος δικαίου ότι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης προς αρμόδια αρχή πρέπει να θεωρείται ως η ημερομηνία υποβολής της αίτησης προς την αρχή που καλείται κατά προτεραιότητα να την εξετάσει, δεν απαιτείται πλέον, κατ’ αρχήν, για την εκτίμηση του αν υπάρχει κατάσταση σώρευσης παροχών ενόψει της εφαρμογής των κανόνων προτεραιότητας, η προϋπόθεση προηγούμενης υποβολής αίτησης, για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης.

    54      Εντούτοις, πρέπει να πληρούνται και όλες οι λοιπές τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που επιβάλλονται από τη νομοθεσία τού κατά προτεραιότητα αρμόδιου κράτους μέλους, δεδομένου ότι η υποβολή αίτησης για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών πρέπει να διακρίνεται από το δικαίωμα λήψης των παροχών αυτών [πρβλ. αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2015, Trapkowski, C‑378/14, EU:C:2015:720, σκέψη 46, και της 13 Οκτωβρίου 2022, DN (Ανάκτηση οικογενειακών παροχών), C‑199/21, EU:C:2022:789, σκέψη 42].

    55      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης εξακολουθούν να είναι αρμόδια για τη ρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, καθώς και το ύψος και τη διάρκεια χορηγήσεως των παροχών αυτών και τις προθεσμίες για την υποβολή των σχετικών αιτήσεων για τη χορήγηση των εν λόγω παροχών (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, Chief Appeals Officer κ.λπ., C‑3/21, EU:C:2022:737, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    56      Επιπλέον, από το γράμμα του άρθρου 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 883/2004, κατά το οποίο ως μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα νοείται η δραστηριότητα ή η ισοδύναμη κατάσταση την οποία θεωρεί ως τέτοια η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα ή υφίσταται η ισοδύναμη κατάσταση, προκύπτει ότι η εκτίμηση του αν ορισμένο πρόσωπο ασκεί μια τέτοια δραστηριότητα, κατά την έννοια του άρθρου 68 του κανονισμού, εναπόκειται στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα.

    57      Πράγματι, δεδομένου ότι η απόφαση για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών εξαρτάται από την ερμηνεία και εφαρμογή της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, ο αρμόδιος φορέας ενός άλλου κράτους μέλους δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει αν συντρέχουν όλες οι σχετικές προϋποθέσεις. Ο φορέας αυτός πρέπει συνεπώς να περιοριστεί στη διαπίστωση ότι ο αρμόδιος φορέας ενός άλλου κράτους μέλους έχει πράγματι χορηγήσει στον ενδιαφερόμενο οικογενειακές παροχές ή ότι αρνήθηκε να τις χορηγήσει στον δικαιούχο (πρβλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1983, Robards, 149/82, EU:C:1983:26, σκέψη 11).

    58      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά την υποβολή της αρχικής αίτησης για τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων στη Γερμανία, το κράτος μέλος αυτό δέχθηκε την αίτηση δυνάμει της αρμοδιότητάς του ως κατά προτεραιότητα αρμόδιου κράτους μέλους χωρίς να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό του άρθρου 60, παράγραφος 3, του κανονισμού 987/2009.

    59      Μόνον κατόπιν μεταγενέστερου ελέγχου, λόγω τροποποίησης της εφαρμοστέας πολωνικής νομοθεσίας, έκρινε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι η νομοθεσία της δεν είχε πλέον προτεραιότητα, κατά την έννοια του άρθρου 68, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 883/2004, και ενημέρωσε σχετικά τόσο τον δικαιούχο των οικογενειακών επιδομάτων όσο και τον αρμόδιο πολωνικό φορέα, ο οποίος, σύμφωνα με τον μηχανισμό του άρθρου 68, παράγραφος 3, του κανονισμού, κλήθηκε να εξετάσει την αίτηση ως εάν να του είχε υποβληθεί απευθείας κατά την ημερομηνία υποβολής της στον αρμόδιο γερμανικό φορέα.

    60      Ως προς το ζήτημα αυτό, διευκρινίζεται ότι η έννοια της «αίτησης», η οποία δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τη λήψη περιοδικής παροχής από τις αρχές ενός κράτους μέλους, προϋποθέτει κάποια διοικητικής φύσεως ενέργεια του ενδιαφερομένου (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, Chief Appeals Officer κ.λπ., C‑3/21, EU:C:2022:737, σκέψη 31), όπως εκείνη του προσφεύγοντος της κύριας δίκης ο οποίος απάντησε στο ερωτηματολόγιο με το οποίο του ζητήθηκε, στο πλαίσιο ελέγχου σχετικά με το δικαίωμα λήψης οικογενειακών επιδομάτων, η επιβεβαίωση των δηλωθέντων από αυτόν στοιχείων.

    61      Εάν πληρούνται όλες οι λοιπές τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπει η πολωνική νομοθεσία για τη χορήγηση των οικογενειακών επιδομάτων, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν μπορεί να προβάλει αμιγώς τυπολατρικά επιχειρήματα σε σχέση με την αίτηση αυτή για να αρνηθεί τη χορήγηση των οικογενειακών παροχών. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι οι λόγοι για τους οποίους ένα πρόσωπο αρνείται ή δεν προτίθεται να υποβάλει επίσημη αίτηση δεν ασκούν καμία επιρροή στην απάντηση του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Schwemmer, C‑16/09, EU:C:2010:605, σκέψη 54).

    62      Υπό τις περιστάσεις αυτές, ενόσω ο κατά προτεραιότητα αρμόδιος πολωνικός φορέας δεν καταβάλλει τις επίμαχες στην κύρια δίκη οικογενειακές παροχές και δεν λαμβάνει θέση επί του αιτήματος διαβίβασης, ο γερμανικός φορέας ως πρώτος φορέας στον οποίο υποβλήθηκε αίτηση θα πρέπει μεν να καταβάλλει τις παροχές που προβλέπονται δυνάμει της νομοθεσίας του, αλλά μπορεί εν συνέχεια να ζητήσει από τον αρμόδιο πολωνικό φορέα την απόδοση του ποσού των οικογενειακών παροχών το οποίο υπερβαίνει εκείνο που τον βαρύνει κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του κανονισμού 883/2004.

    63      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 και του άρθρου 60, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 987/2009, ο φορέας του κατά προτεραιότητα αρμόδιου κράτους μέλους και ο φορέας του επικουρικώς αρμόδιου κράτους μέλους δεσμεύονται αμοιβαία και οφείλουν να διεκπεραιώσουν από κοινού την αίτηση που υποβάλλει σε έναν από αυτούς ο αιτούμενος τη χορήγηση οικογενειακών παροχών [πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, Finanzamt Österreich (Οικογενειακά επιδόματα για εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα), C‑372/20, EU:C:2021:962, σκέψη 66].

    64      Περαιτέρω, από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως αυτή συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 60, παράγραφος 5, του κανονισμού 987/2009 και στο άρθρο 84 του κανονισμού 883/2004, προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από ένα άλλο κράτος μέλος την απόδοση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού της οικογενειακής παροχής, ακόμη και αναδρομικώς, εφόσον οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του δεύτερου κράτους μέλους θεωρείται ότι πληρούνται για το παρελθόν.

    65      Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία, κατά την οποία θα προσαπτόταν έλλειψη συνεργασίας σε έναν από τους αρμόδιους φορείς όσον αφορά το ποσό των καταβλητέων στον δικαιούχο οικογενειακών επιδομάτων ή θα επιβαλλόταν στον δικαιούχο η επιστροφή των ποσών που του καταβλήθηκαν από φορέα ο οποίος δεν ήταν υπόχρεος για την καταβολή τους, θα αντέβαινε σαφώς στον σκοπό των κανόνων κατά της σώρευσης, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση του ότι ο δικαιούχος παροχών που καταβάλλονται από περισσότερα κράτη μέλη λαμβάνει παροχές συνολικού ύψους ίσου με το ποσό της ευνοϊκότερης παροχής που δικαιούται βάσει της νομοθεσίας ενός εκ των κρατών αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Schwemmer, C‑16/09, EU:C:2010:605, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 18 Σεπτεμβρίου 2019, Moser, C‑32/18, EU:C:2019:752, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    66      Στο ως άνω πλαίσιο, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 76, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2004, μολονότι οι αρχές τις οποίες αφορά ο κανονισμός υποχρεούνται, βεβαίως, να απαντούν σε όλα τα αιτήματα εντός εύλογου διαστήματος και να παρέχουν στους ενδιαφερομένους κάθε πληροφορία που απαιτείται προκειμένου αυτοί να μπορέσουν να ασκήσουν εγκύρως τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει ο εν λόγω κανονισμός, εντούτοις οι ενδιαφερόμενοι, από πλευράς τους, υποχρεούνται να ενημερώνουν το συντομότερο δυνατόν τους φορείς του αρμόδιου κράτους μέλους και του κράτους μέλους κατοικίας σχετικά με κάθε αλλαγή της προσωπικής ή οικογενειακής τους κατάστασης η οποία έχει επιπτώσεις στα δικαιώματά τους επί των παροχών δυνάμει του εν λόγω κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, Chief Appeals Officer κ.λπ., C‑3/21, EU:C:2022:737, σκέψη 34).

    67      Εν προκειμένω, στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η δήλωση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης ότι η σύζυγός του δεν εργάζεται στην Πολωνία, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η μη τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την αναζήτηση των παροχών δυνάμει του άρθρου 68 του κανονισμού 883/2004, αλλά την εφαρμογή ανάλογων μέτρων προβλεπόμενων από το εθνικό δίκαιο τα οποία, κατά το άρθρο 76, παράγραφος 5, του κανονισμού, πρέπει επιπλέον να συνάδουν προς τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, Chief Appeals Officer κ.λπ., C‑3/21, EU:C:2022:737, σκέψη 43).

    68      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 68 του κανονισμού 883/2004, το οποίο ορίζει τους κανόνες προτεραιότητας σε περίπτωση σώρευσης οικογενειακών παροχών, έχει την έννοια ότι, μολονότι δεν επιτρέπει στον φορέα του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία δεν έχει προτεραιότητα βάσει των κριτηρίων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο να επιστρέψει μέρος των καταβληθεισών στο κράτος μέλος αυτό οικογενειακών παροχών, λόγω της ύπαρξης δικαιώματος σε οικογενειακές παροχές το οποίο προβλέπει η εφαρμοστέα κατά προτεραιότητα νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, στην περίπτωση που στο άλλο αυτό κράτος μέλος δεν καθορίστηκε ούτε καταβλήθηκε οποιαδήποτε οικογενειακή παροχή, επιτρέπει εντούτοις στον φορέα αυτόν να ζητήσει από τον κατά προτεραιότητα αρμόδιο φορέα την απόδοση του ποσού των οικογενειακών παροχών το οποίο υπερβαίνει εκείνο που τον βαρύνει κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού.

     Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    69      Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    70      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

    Το άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, το οποίο ορίζει τους κανόνες προτεραιότητας σε περίπτωση σώρευσης οικογενειακών παροχών,

    έχει την έννοια ότι:

    μολονότι δεν επιτρέπει στον φορέα του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία δεν έχει προτεραιότητα βάσει των κριτηρίων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο να επιστρέψει μέρος των καταβληθεισών στο κράτος μέλος αυτό οικογενειακών παροχών, λόγω της ύπαρξης δικαιώματος σε οικογενειακές παροχές το οποίο προβλέπει η εφαρμοστέα κατά προτεραιότητα νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, στην περίπτωση που στο άλλο αυτό κράτος μέλος δεν καθορίστηκε ούτε καταβλήθηκε οποιαδήποτε οικογενειακή παροχή, επιτρέπει εντούτοις στον φορέα αυτόν να ζητήσει από τον κατά προτεραιότητα αρμόδιο φορέα την απόδοση του ποσού των οικογενειακών παροχών το οποίο υπερβαίνει εκείνο που τον βαρύνει κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού.

    (υπογραφές)


    *      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top