This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62023CC0289
Opinion of Advocate General Richard de la Tour delivered on 16 May 2024.###
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Richard de la Tour της 16ης Μαΐου 2024.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Richard de la Tour της 16ης Μαΐου 2024.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:412
Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JEAN RICHARD DE LA TOUR
της 16ης Μαΐου 2024 (1)
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑289/23 [Corván] και C‑305/23 [Bacigán] (i)
Agencia Estatal de la Administración Tributaria
κατά
A.
[αίτηση του Juzgado de lo Mercantil no 1 de Alicante (εμποροδικείου αριθ. 1 Αλικάντε, Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
και
S.E.I.
κατά
Agencia Estatal de la Administración Tributaria
[αίτηση του Juzgado de lo Mercantil no 10 de Barcelona (εμποροδικείου αριθ. 10 Βαρκελώνης, Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023 – Διαδικασίες αναδιάρθρωσης, αφερεγγυότητας και απαλλαγής από τα χρέη – Αίτηση απαλλαγής από τα χρέη – Φυσικό πρόσωπο το οποίο κατέστη αφερέγγυο – Προϋποθέσεις πρόσβασης στην απαλλαγή από τα χρέη – Απαιτήσεις του Δημοσίου – Ανώτατο όριο απαλλαγής»
I. Εισαγωγή
1. Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα) (2).
2. Οι εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, φυσικών προσώπων τα οποία έχουν καταστεί αφερέγγυα (στο εξής: οφειλέτες) και, αφετέρου, της Agencia Estatal de Administración Tributaria (φορολογικής αρχής, Ισπανία) (στο εξής: AEAT), σχετικά με αίτηση περί απαλλαγής από τα χρέη την οποία υπέβαλαν οι οφειλέτες στο πλαίσιο της εις βάρος τους διαδικασίας αφερεγγυότητας. Συγκεκριμένα, η AEAT αντιτάχθηκε στις αιτήσεις απαλλαγής από τα χρέη λόγω της κακής πίστης του οφειλέτη (υπόθεση C‑289/23) και της δόλιας συμπεριφοράς του οφειλέτη (υπόθεση C‑305/23), υπενθυμίζοντας συγχρόνως ότι οι απαιτήσεις του Δημοσίου εξαιρούνται από την απαλλαγή από τα χρέη.
3. Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 23, παράγραφοι 1, 2 και 4, της οδηγίας 2019/1023, το οποίο ορίζει, αντιστοίχως στις εν λόγω παραγράφους, ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν διατάξεις που απαγορεύουν ή περιορίζουν την πρόσβαση σε απαλλαγή από τα χρέη σε περίπτωση δόλιας συμπεριφοράς ή κακής πίστης του οφειλέτη, δύνανται να απαγορεύουν ή περιορίζουν την ως άνω πρόσβαση σε συνάρτηση με ορισμένες συμπεριφορές του οφειλέτη και δύνανται να εξαιρούν συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών από τον μηχανισμό πλήρους απαλλαγής από τα χρέη.
4. Καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου, η ανάλυσή μου θα επικεντρωθεί στο τέταρτο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος (υπό δʹ) στην υπόθεση C‑289/23, το οποίο αφορά, κατ’ ουσίαν, το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2019/1023 στην εθνική έννομη τάξη και, ειδικότερα, τη δυνατότητα θέσπισης, για την απαλλαγή από χρέη που αφορούν απαιτήσεις του Δημοσίου, ορίων τα οποία δεν σχετίζονται με το πραγματικό ύψος του χρέους.
5. Με τις παρούσες προτάσεις, στο τέλος της ανάλυσής μου, θα προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Juzgado de lo Mercantil no 1 de Alicante (εμποροδικείο αριθ. 1 Αλικάντε, Ισπανία), αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑289/23, ότι τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν περιορισμό της απαλλαγής από τα χρέη, για συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών, υπό μορφή ανώτατου ορίου πέραν του οποίου δεν χωρεί απαλλαγή, υπό τον όρο ότι ο εν λόγω περιορισμός αιτιολογείται δεόντως.
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ένωσης
6. Το άρθρο 23 της οδηγίας 2019/1023, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρεκκλίσεις», ορίζει τα εξής:
«1. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 20 έως 22, τα κράτη μέλη διατηρούν ή θεσπίζουν διατάξεις που απαγορεύουν, περιορίζουν ή ανακαλούν την πρόσβαση σε απαλλαγή από τα χρέη ή προβλέπουν μεγαλύτερες περιόδους για τη χορήγηση πλήρους απαλλαγής από τα χρέη ή μεγαλύτερες περιόδους ανικανότητας ή έκπτωσης, όταν ο αφερέγγυος επιχειρηματίας ενήργησε έναντι των πιστωτών ή άλλων ενδιαφερομένων δολίως ή κακή την πίστει, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατά την περίοδο συσσώρευσης των χρεών του, κατά τη διαδικασία αφερεγγυότητας ή κατά την πληρωμή των χρεών, με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων σχετικά με το βάρος της απόδειξης.
2. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 20 έως 22, τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρούν ή να θεσπίζουν διατάξεις που απαγορεύουν, περιορίζουν ή ανακαλούν την πρόσβαση σε απαλλαγή από τα χρέη ή προβλέπουν μεγαλύτερες περιόδους για τη χορήγηση πλήρους απαλλαγής από τα χρέη ή μεγαλύτερες περιόδους ανικανότητας ή έκπτωσης, σε συγκεκριμένες, σαφώς καθοριζόμενες περιπτώσεις και εφόσον οι παρεκκλίσεις αυτές είναι δεόντως αιτιολογημένες, όπως:
α) όταν ο αφερέγγυος επιχειρηματίας έχει παραβεί ουσιωδώς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από σχέδιο αποπληρωμής ή οποιανδήποτε άλλη νομική υποχρέωσή του που αποσκοπεί στη διασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης για τη μέγιστη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών·
β) όταν ο αφερέγγυος επιχειρηματίας δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις αναφοράς ή συνεργασίας δυνάμει του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου·
γ) στην περίπτωση καταχρηστικών αιτήσεων για απαλλαγή από το χρέος·
δ) στην περίπτωση νέας αίτησης για απαλλαγή εντός ορισμένης περιόδου μετά τη χορήγηση πλήρους απαλλαγής από τα χρέη στον αφερέγγυο επιχειρηματία ή μετά την άρνηση να του χορηγηθεί πλήρης απαλλαγή από τα χρέη λόγω σοβαρής παράβασης των υποχρεώσεων αναφοράς ή συνεργασίας·
ε) στις περιπτώσεις που δεν καλύπτεται το κόστος της διαδικασίας η οποία οδηγεί στην απαλλαγή από τα χρέη· ή
στ) όταν η παρέκκλιση είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων του οφειλέτη και των δικαιωμάτων ενός ή περισσοτέρων πιστωτών.
[...]
4. Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών από την απαλλαγή από τα χρέη ή να περιορίζουν την πρόσβαση στην απαλλαγή από τα χρέη να θεσπίζουν μεγαλύτερη περίοδο απαλλαγής στις περιπτώσεις που οι εν λόγω εξαιρέσεις, περιορισμοί ή μεγαλύτερες περίοδοι απαλλαγής αιτιολογούνται δεόντως, όπως στην περίπτωση:
α) εμπραγμάτως ασφαλισμέν[ων] χρε[ών]·
β) χρε[ών] που προκύπτουν από ή σε σχέση με ποινικές κυρώσεις·
γ) χρε[ών] που προκύπτουν από αδικοπρακτική ευθύνη·
δ) χρε[ών] που αφορούν υποχρεώσεις διατροφής οι οποίες απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις, σχέσεις συγγένειας εξ αίματος, γάμου ή αγχιστείας·
ε) χρε[ών] που γεννώνται μετά την υποβολή αίτησης για την κίνηση της διαδικασίας που οδηγεί σε απαλλαγή από τα χρέη·
στ) χρε[ών] που απορρέουν από την υποχρέωση καταβολής του κόστους της διαδικασίας που οδηγεί σε απαλλαγή από τα χρέη.
[...]»
Β. Το ισπανικό δίκαιο
7. Η εφαρμοστέα rationae temporis ρύθμιση στις διαφορές των κύριων δικών είναι το Real Decreto Legislativo 1/2020 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley Concursal (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2020 περί εγκρίσεως του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας) (3), της 5ης Μαΐου 2020, όπως τροποποιήθηκε με τον Ley 16/2022 de reforma del texto refundido de la Ley Concursal aprobado por el Real Decreto Legislativo 1/2020, de 5 de mayo, para la transposición de la [Directiva 2019/1023] (νόμο 16/2022 περί τροποποιήσεως του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας, το οποίο εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2020, της 5ης Μαΐου 2020, για τη μεταφορά της [οδηγίας 2019/1023] στο εσωτερικό δίκαιο) (4), της 5ης Σεπτεμβρίου 2022 (στο εξής: TRLC).
8. Το προοίμιο του ως άνω νόμου διαλαμβάνει τα εξής:
«[...]
Οσάκις ο αφερέγγυος οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, σκοπός της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι ο προσδιορισμός των καλόπιστων οφειλετών και η χορήγηση σε αυτούς μερικής απαλλαγής από τα χρέη τους, ώστε να τύχουν μιας δεύτερης ευκαιρίας και να μη στραφούν προς την παραοικονομία ή να μην περιθωριοποιηθούν.
[...]
Μια από τις πιο ρηξικέλευθες αλλαγές που επέφερε η νέα ρύθμιση είναι ότι, αντί να εξαρτά την απαλλαγή από την εξόφληση ορισμένου είδους χρεών (όπως προέβλεπε το άρθρο 487, παράγραφος 2, του [TRLC πριν από τις ως άνω αλλαγές]), θεσπίζει ένα αξιολογικό σύστημα απαλλαγής, στο πλαίσιο του οποίου κάθε οφειλέτης, επιχειρηματίας ή μη, υπό την προϋπόθεση ότι πληροί την απαίτηση της καλής πίστης στην οποία βασίζεται ο συγκεκριμένος θεσμός, μπορεί να έχει πρόσβαση σε απαλλαγή από το σύνολο των χρεών του, πλην εκείνων που, κατ’ εξαίρεση και λόγω της ειδικής φύσης τους, θεωρείται ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν νομίμως αντικείμενο απαλλαγής. Διατηρείται η δυνατότητα, την οποία ο Ισπανός νομοθέτης είχε δεχθεί το 2015, της χορήγησης της απαλλαγής σε κάθε καλόπιστο οφειλέτη φυσικό πρόσωπο, επιχειρηματία ή μη.
[...]
Η καλή πίστη του οφειλέτη παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος του συστήματος απαλλαγής. Σύμφωνα με τις συστάσεις των διεθνών οργανισμών, η καλή πίστη οριοθετείται σε κανονιστικό επίπεδο διά παραπομπής σε ορισμένες αντικειμενικές συμπεριφορές οι οποίες απαριθμούνται εξαντλητικά (numerus clausus), χωρίς τη χρήση ασαφών ή αόριστων προτύπων συμπεριφοράς ή προτύπων συμπεριφοράς η απόδειξη των οποίων είναι αδύνατη για τον οφειλέτη [...]
[...]
Η απαλλαγή από τα χρέη καταλαμβάνει το σύνολο των απαιτήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας και των απαιτήσεων κατά της πτωχευτικής περιουσίας. Οι εξαιρέσεις από την απαλλαγή στηρίζονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην ιδιαίτερη σημασία που έχει η εξόφλησή τους στο πλαίσιο μιας δίκαιης και αλληλέγγυας κοινωνίας η οποία βασίζεται στο κράτος δικαίου (όπως χρέη από υποχρέωση διατροφής, χρέη που απορρέουν από απαιτήσεις του Δημοσίου, χρέη που απορρέουν από ποινικά αδικήματα ή χρέη που απορρέουν από αδικοπρακτική ευθύνη). Κατά συνέπεια, η απαλλαγή από τα χρέη που απορρέουν από απαιτήσεις του Δημοσίου υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς και μπορεί να λάβει χώρα μόνον κατά την πρώτη απαλλαγή και όχι στο πλαίσιο τυχόν επόμενης απαλλαγής [...]
[...]».
9. Το άρθρο 486 του TRLC προβλέπει τα εξής:
«Ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο, επιχειρηματίας ή μη, δύναται να ζητήσει την απαλλαγή των υπολειπόμενων χρεών υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με τον παρόντα νόμο, εφόσον είναι καλόπιστος οφειλέτης:
1) μέσω της υπαγωγής του σε πρόγραμμα πληρωμών χωρίς προηγούμενη εκκαθάριση του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με το σύστημα απαλλαγής από τα χρέη που προβλέπεται στο υποτμήμα 1 του τμήματος 3 κατωτέρω· ή
2) μέσω της εκκαθάρισης του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας, οπότε η απαλλαγή από τα χρέη υπόκειται στο σύστημα που προβλέπεται στο υποτμήμα 2 του τμήματος 3 κατωτέρω, εάν ο λόγος περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι η λήξη του σταδίου εκκαθάρισης του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας ή η ανεπάρκεια του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας για την εξόφληση των απαιτήσεων επί της πτωχευτικής περιουσίας.»
10. Το άρθρο 489 του TRLC έχει ως εξής:
«1. Η απαλλαγή από τα χρέη καταλαμβάνει το σύνολο των υπολειπομένων χρεών, εξαιρουμένων των ακόλουθων:
[...]
5) των χρεών που απορρέουν από απαιτήσεις του Δημοσίου. Ωστόσο, ως προς τα χρέη για την είσπραξη των οποίων αρμόδια είναι η [ΑΕΑΤ] ισχύει δυνατότητα απαλλαγής έως το μέγιστο ποσό των 10 000 ευρώ ανά οφειλέτη· για τις πρώτες 5 000 ευρώ οφειλής, η απαλλαγή είναι πλήρης και, από το ποσό αυτό και μετά, η απαλλαγή ανέρχεται στο 50 % της οφειλής έως το αναφερόμενο μέγιστο ποσό. Ομοίως, ως προς τα χρέη έναντι φορέων κοινωνικής ασφάλισης ισχύει δυνατότητα απαλλαγής μέχρι το ίδιο ποσό και υπό τους ίδιους όρους. Για το ποσό της απαλλαγής, μέχρι το προαναφερθέν ανώτατο όριο, ισχύει η αντίστροφη σειρά σε σχέση με τη σειρά κατάταξης που προβλέπει ο παρών νόμος και, εντός κάθε κατηγορίας, η χρονική προτεραιότητα·
[...]
3. Απαίτηση του Δημοσίου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο απαλλαγής από τα χρέη έως το ποσό που καθορίζεται στην παράγραφο 1, σημείο 5, δεύτερη περίοδος, αλλά μόνον κατά την πρώτη απαλλαγή· δεν χωρεί απαλλαγή για κανένα ποσό σε επόμενες απαλλαγές οι οποίες ενδέχεται να χορηγηθούν στον ίδιο οφειλέτη.»
III. Τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
Α. Η υπόθεση C‑289/23
11. Στις 7 Ιουλίου 2022 ο A. υπέβαλε αίτηση κήρυξης πτώχευσης και δήλωσε χρέη ύψους 537 787,69 ευρώ. Καθόσον το αιτούν δικαστήριο κήρυξε την πτώχευση του εν λόγω οφειλέτη και περάτωσε τη διαδικασία λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού στις 26 Ιουλίου 2022, ο οφειλέτης ζήτησε στις 28 Σεπτεμβρίου 2022 πλήρη απαλλαγή από τα χρέη του. Στις 19 Οκτωβρίου 2022 το αιτούν δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή που η AEAT άσκησε κατά της απαλλαγής από τα χρέη, λόγω της ύπαρξης πλειόνων απαιτήσεων του Δημοσίου.
12. Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η AEAT υποστηρίζει, αφενός, ότι η άρνηση χορήγησης απαλλαγής από τα χρέη δικαιολογούνταν από την έκδοση, εντός της προηγούμενης δεκαετίας, οριστικής πράξης επέκτασης της ευθύνης για συνολικό ποσό 114 408,09 ευρώ για φορολογικές οφειλές και κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην εταιρία της οποίας διαχειριστής ήταν ο οφειλέτης, και ότι, επομένως, ο οφειλέτης δεν ήταν καλόπιστος. Αφετέρου, η AEAT επισημαίνει επίσης ότι ορισμένες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις του Δημοσίου και, επομένως, εξαιρούνται από την απαλλαγή από τα χρέη.
13. Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τον τρόπο μεταφοράς, από τον Ισπανό νομοθέτη, της οδηγίας 2019/1023 στην εθνική έννομη τάξη, κατά πρώτον, σε σχέση με την έννοια της «καλής πίστης», από την οποία εξαρτάται η πρόσβαση στην απαλλαγή από τα χρέη και η οποία ορίζεται με αντικειμενικό τρόπο (ιδίως, τη μη έκδοση, ως προς τον οφειλέτη, πράξης επέκτασης της ευθύνης εντός της δεκαετίας που προηγείται της αίτησης απαλλαγής από τα χρέη), και, κατά δεύτερον, σε σχέση με την εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου.
14. Επί του τελευταίου ως άνω ζητήματος, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, κατά το ισπανικό δίκαιο, οι απαιτήσεις του Δημοσίου των οποίων η είσπραξη υπάγεται στην αρμοδιότητα της AEAT και του Tesoreria General de la Seguridad Social (γενικού ταμείου κοινωνικής ασφάλισης, Ισπανία) μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μερικής απαλλαγής από τα χρέη. Συγκεκριμένα, για τις εν λόγω απαιτήσεις, η απαλλαγή περιορίζεται στο ποσό των 10 000 ευρώ ανά οφειλέτη, διευκρινιζομένου ότι, για τα πρώτα 5 000 ευρώ, η απαλλαγή είναι πλήρης και ότι, πέραν του ποσού αυτού, η απαλλαγή ανέρχεται στο 50 % της απαίτησης έως το ανώτατο ποσό των 10 000 ευρώ. Για το ποσό της απαλλαγής ισχύει η αντίστροφη σειρά σε σχέση με τη σειρά κατάταξης που προβλέπεται από τον νόμο και, εντός κάθε κατηγορίας απαιτήσεων, η χρονική προτεραιότητα.
15. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την έλλειψη αναλογικότητας της επιτρεπόμενης από τον νόμο απαλλαγής από τα χρέη σε σχέση με το συνολικό ύψος των χρεών, γεγονός το οποίο μπορεί να στερήσει από την αποτελεσματικότητά του το σύστημα απαλλαγής από τα χρέη.
16. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Mercantil no 1 de Alicante (εμποροδικείο αριθ. 1 Αλικάντε) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) α) Έχει το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας [2019/1023] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει την πρόσβαση στην απαλλαγή από τα χρέη, κατά το άρθρο 487, παράγραφος 1, στοιχείο 2, του TRLC, στον βαθμό που ο περιορισμός αυτός δεν προβλεπόταν στην προγενέστερη της μεταφοράς της [εν λόγω] οδηγίας ρύθμιση, η οποία αναγνώριζε το δικαίωμα απαλλαγής, και εισήχθη ex novo από τον νομοθέτη; Ειδικότερα, δύναται ο εθνικός νομοθέτης, κατά τη μεταφορά της [ως άνω] οδηγίας, να θεσπίσει περισσότερους, σε σχέση με προγενέστερη νομοθεσία, περιορισμούς στην πρόσβαση στην απαλλαγή από τα χρέη, ιδίως όταν οι περιορισμοί αυτοί δεν αντιστοιχούν σε καμία από τις περιπτώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, της [ίδιας] οδηγίας;
β) Εάν το Δικαστήριο απαντήσει αρνητικά στο ανωτέρω ερώτημα, έχει το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2019/1023 την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει την πρόσβαση στην απαλλαγή από τα χρέη “σε περίπτωση που, εντός της δεκαετίας που προηγήθηκε της υποβολής της αιτήσεως απαλλαγής, επιβλήθηκαν [στον οφειλέτη] κυρώσεις, δυνάμει οριστικής διοικητικής απόφασης, για πολύ σοβαρές φορολογικές παραβάσεις ή για παραβάσεις της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφάλισης ή της εργατικής νομοθεσίας, ή σε περίπτωση που, εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, εκδόθηκε οριστική πράξη επέκτασης της ευθύνης (derivación de responsabilidad), εκτός εάν, κατά την υποβολή της αιτήσεως απαλλαγής, [ο οφειλέτης] έχει ικανοποιήσει πλήρως τις σχετικές οφειλές” (άρθρο 487, παράγραφος 1, στοιχείο 2, του TRLC), στον βαθμό που ο ως άνω λόγος αποκλεισμού από την απαλλαγή μεταβάλλει την κατάταξη των πτωχευτικών απαιτήσεων;
γ) Εάν το Δικαστήριο απαντήσει αρνητικά στο ανωτέρω ερώτημα, έχει το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας [2019/1023] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει την πρόσβαση στην απαλλαγή από τα χρέη, κατά το άρθρο 487, παράγραφος 1, στοιχείο 2, του TRLC, “σε περίπτωση […] που εκδόθηκε οριστική πράξη περί επέκτασης της ευθύνης, εκτός εάν, κατά την υποβολή της αιτήσεως απαλλαγής, [ο οφειλέτης] έχει ικανοποιήσει πλήρως τις σχετικές οφειλές”, στον βαθμό που η περίσταση αυτή δεν είναι ικανή για να στοιχειοθετήσει κακή πίστη του οφειλέτη; Είναι κρίσιμο από την άποψη αυτή το γεγονός ότι η πτώχευση δεν κρίθηκε δόλια;
δ) Εάν το Δικαστήριο απαντήσει αρνητικά στο ανωτέρω ερώτημα, έχει το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας [2019/1023] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει την πρόσβαση στην απαλλαγή από τα χρέη, κατά το άρθρο 487, παράγραφος 1, στοιχείο 2, του TRLC, στην περίπτωση παραβάσεων ή πράξεων επέκτασης της ευθύνης που διαπιστώθηκαν ή εκδόθηκαν εντός της δεκαετίας που προηγήθηκε της υποβολής της αιτήσεως απαλλαγής, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία του γενεσιουργού γεγονότος τόσο της ευθύνης όσο και της πιθανής καθυστέρησης στην έκδοση της πράξης επέκτασης της ευθύνης;
ε) Εάν το Δικαστήριο απαντήσει αρνητικά στα ανωτέρω ερωτήματα, έχει το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας [2019/1023] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει την πρόσβαση στην απαλλαγή από τα χρέη, κατά το άρθρο 487, παράγραφος 1, στοιχείο 2, του TRLC, στον βαθμό που ο αποκλεισμός αυτός δεν δικαιολογείται δεόντως από τον εθνικό νομοθέτη;
2) α) Έχει το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας [2019/1023] την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 487, παράγραφος 1, στοιχείο 2, του TRLC, το οποίο προβλέπει λόγους περιορισμού της πρόσβασης στην απαλλαγή από τα χρέη οι οποίοι δεν περιέχονται στον κατάλογο του άρθρου 23, παράγραφος 4; Ειδικότερα, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απαρίθμηση των περιπτώσεων του άρθρου 23, παράγραφος 4, είναι εξαντλητική (numerus clausus) ή, αντιθέτως, ενδεικτική (numerus apertus);
β) Εάν πρόκειται για ενδεικτική απαρίθμηση (numerus apertus) και ο εθνικός νομοθέτης δύναται να θεσπίζει και άλλες εξαιρέσεις πέραν των προβλεπομένων από την οδηγία [2019/1023], αντιτίθεται το άρθρο 23, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας σε εθνική ρύθμιση με την οποία θεσπίζεται γενικός κανόνας περί μη απαλλαγής από τις απαιτήσεις του Δημοσίου, παρά μόνο για πολύ περιορισμένες περιπτώσεις και ποσά, ανεξαρτήτως της φύσεως και των περιστάσεων συγκεκριμένων οφειλών προς το Δημόσιο; Ειδικότερα, είναι εν προκειμένω κρίσιμο το γεγονός, αφενός, ότι η προϊσχύσασα ρύθμιση, κατά την ερμηνεία της νομολογίας του Tribunal Supremo [Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία], προέβλεπε ορισμένες περιπτώσεις απαλλαγής από οφειλές προς το Δημόσιο και, αφετέρου, ότι ο νόμος για τη μεταφορά [της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη] περιόρισε το εύρος της απαλλαγής;
γ) Εάν το Δικαστήριο απαντήσει αρνητικά στο ανωτέρω ερώτημα, έχει το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας [2019/1023] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 489, παράγραφος 1, στοιχείο 5, του TRLC, η οποία θεσπίζει γενικό κανόνα αποκλεισμού από την απαλλαγή από χρέη προς το Δημόσιο (με ορισμένες επιφυλάξεις, που αποτελούν αντικείμενο του επόμενου προδικαστικού ερωτήματος), στον βαθμό που παρέχει προνομιακή μεταχείριση στους πιστωτές που είναι πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε σύγκριση με τους λοιπούς πιστωτές;
δ) Ειδικότερα, και σε σχέση με το ως άνω ερώτημα, είναι κρίσιμο το γεγονός ότι η ρύθμιση προβλέπει μεν απαλλαγή από απαιτήσεις του Δημοσίου, αλλά για ορισμένα μόνο χρέη και εντός συγκεκριμένων ορίων που δεν έχουν σχέση με το πραγματικό ύψος της οφειλής;
ε) Τέλος, έχει το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας 2019/1023 την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνα δικαίου όπως το άρθρο 489, παράγραφος 1, στοιχείο 5, του TRLC, στον βαθμό που αυτό δικαιολογεί την εξαίρεση από την απαλλαγή από τα χρέη [απαιτήσεις του Δημοσίου] λόγω “της ιδιαίτερης σημασίας της εξόφλησης ορισμένων οφειλών, στο πλαίσιο μιας δίκαιης και αλληλέγγυας κοινωνίας η οποία βασίζεται στο κράτος δικαίου”, και παραπέμπει στις απαιτήσεις του Δημοσίου εν γένει, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος της συγκεκριμένης απαίτησης; Ειδικότερα, ασκεί επιρροή από την άποψη αυτή το γεγονός ότι η γενική δικαιολόγηση αφορά τόσο τις οφειλές που μνημονεύονται στην απαρίθμηση του άρθρου 23, παράγραφος 4, της [ως άνω] οδηγίας όσο και τις περιπτώσεις ή τις οφειλές που δεν μνημονεύονται ρητώς στις εν λόγω κατηγορίες;»
Β. Η υπόθεση C‑305/23 (υπόμνηση)
17. Στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθάρισης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την πώληση της κατοικίας του, ο S.E.I., φυσικό πρόσωπο, ζήτησε απαλλαγή από τα χρέη του προτείνοντας πρόγραμμα εξόφλησης των υπολειπόμενων χρεών, τα οποία εκτιμούσε ότι δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο απαλλαγής. Η AEAT άσκησε προσφυγή κατά της απαλλαγής υποστηρίζοντας ότι, εντός της δεκαετίας που προηγήθηκε της αίτησης απαλλαγής, είχε επιβληθεί στον S.E.I. κύρωση, μέσω οριστικής διοικητικής πράξης (πρόστιμο ύψους 504,99 ευρώ), για ιδιαιτέρως σοβαρές φορολογικές παραβάσεις, και ότι η κύρωση δεν είχε εκτελεστεί κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης απαλλαγής από τα χρέη.
18. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Mercantil no 10 de Barcelona (εμποροδικείο αριθ. 10 Βαρκελώνης, Ισπανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο πλείονα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία δεν είναι κρίσιμα στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων.
19. Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2023, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑289/23 και C‑305/23 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.
20. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο S.E.I., η Ισπανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
IV. Ανάλυση
21. Καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου, η ανάλυσή μου θα επικεντρωθεί στο τέταρτο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος (υπό δʹ) στην υπόθεση C‑289/23, με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2019/1023 στην εθνική έννομη τάξη καθιστά δυνατή τη θέσπιση, για την απαλλαγή από χρέη που αφορούν απαιτήσεις του Δημοσίου, ορίων τα οποία δεν σχετίζονται με το πραγματικό ύψος του χρέους.
22. Πέραν του ζητήματος του είδους των κατηγοριών χρεών που μπορούν να εξαιρεθούν από την απαλλαγή από τα χρέη, επί του οποίου το Δικαστήριο αποφάνθηκε προσφάτως (5), με την υπό κρίση υπόθεση τίθεται το ζήτημα της ποσοτικής εμβέλειας της εξαίρεσης από την εν λόγω απαλλαγή.
23. Από το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου συνάγεται ότι διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τη μέθοδο των δύο ορίων των 5 000 και 10 000 ευρώ που ο Ισπανός νομοθέτης προέκρινε για την απαλλαγή χρεών φορολογικής ή κοινωνικοασφαλιστικής φύσης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ύψος του επίμαχου φορολογικού ή κοινωνικοασφαλιστικού χρέους.
24. Με τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή συμμερίζεται τις εν άνω αμφιβολίες επισημαίνοντας ότι, μολονότι ο ανωτέρω περιορισμός βαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν είναι βέβαιο ότι επαρκεί για τη συμμόρφωση με το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας 2019/1023. Η Επιτροπή συμφωνεί με την παρατήρηση του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με την ανάγκη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας σε σχέση με το συνολικό ύψος του χρέους κατά την εφαρμογή της εξαίρεσης από την απαλλαγή από τα χρέη.
25. Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε οι αφερέγγυοι επιχειρηματίες να έχουν πρόσβαση σε τουλάχιστον μία διαδικασία που μπορεί να οδηγεί σε πλήρη απαλλαγή από τα χρέη (6). Το προμνησθέν άρθρο δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν την πλήρη απαλλαγή των αφερέγγυων επιχειρηματιών από τα χρέη τους.
26. Επιπλέον, στο άρθρο 23 της οδηγίας 2019/1023 προβλέπονται ορισμένες περιπτώσεις οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε άρνηση ή περιορισμό της πρόσβασης στην απαλλαγή από τα χρέη, σε μεγαλύτερες περιόδους για τη χορήγηση απαλλαγής από τα χρέη ή μεγαλύτερες περιόδους ανικανότητας ή έκπτωσης λόγω δόλιας συμπεριφοράς ή κακής πίστης του οφειλέτη (παράγραφος 1), λόγω άλλων συμπεριφορών του οφειλέτη (παράγραφος 2), λόγω της φύσης της σχετικής απαίτησης (παράγραφος 4) ή λόγω του επαγγέλματος του επιχειρηματία (παράγραφος 5).
27. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας 2019/1023 έχει την έννοια ότι η απαρίθμηση των συγκεκριμένων κατηγοριών απαιτήσεων που διαλαμβάνεται σε αυτό δεν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα και ότι τα κράτη μέλη έχουν την δυνατότητα να εξαιρούν άλλες συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, από την απαλλαγή από τα χρέη, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις (7).
28. Επομένως, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων επιπλέον των έξι κατηγοριών που μνημονεύονται στο άρθρο 23, παράγραφος 4.
29. Η ίδια συλλογιστική μπορεί να εφαρμοστεί όσον αφορά το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2019/1023, το οποίο προβλέπει έναν κατάλογο έξι συμπεριφορών που μπορούν, μεταξύ άλλων, να έχουν αντίκτυπο στην απαλλαγή από τα χρέη. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να συμπληρώσουν τον εν λόγω κατάλογο με άλλες συμπεριφορές.
30. Κατά συνέπεια, ο αριθμός των εξαιρέσεων από την απαλλαγή από τα χρέη μπορεί να είναι υψηλός, καθόσον τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης συναφώς ώστε να λαμβάνουν υπόψη το νομικό σύστημά τους δεδομένων των δυνητικών επιπτώσεων των κανόνων περί απαλλαγής από τα χρέη.
31. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ρητώς υπαγάγει την άσκηση της κατ’ αυτόν τον τρόπο χορηγηθείσας δυνατότητας, κατ’ άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας 2019/1023, στην προϋπόθεση οι εν λόγω εξαιρέσεις να «αιτιολογούνται δεόντως». Το Δικαστήριο έχει επιπλέον επισημάνει ότι, όταν ο εθνικός νομοθέτης θεσπίζει τέτοιες παρεκκλίσεις, οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπισή τους πρέπει να πηγάζουν από το εθνικό δίκαιο ή από τη διαδικασία που κατέληξε στη θέσπισή τους και ότι με τους λόγους αυτούς πρέπει να επιδιώκεται ένας θεμιτός σκοπός δημοσίου συμφέροντος (8).
32. Ως εκ τούτου, το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν τα κράτη μέλη για τη θέσπιση επιπρόσθετων συγκεκριμένων κατηγοριών απαιτήσεων οριοθετείται από τις δύο προμνησθείσες προϋποθέσεις, ήτοι την ύπαρξη δικαιολογητικού λόγου στο εθνικό δίκαιο και την επιδίωξη θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος.
33. Επιπλέον, από τη διατύπωση του άρθρου 23, παράγραφος 4, της οδηγίας 2019/1023 προκύπτει ότι, για τις συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν εξαίρεση από την απαλλαγή από τα χρέη ή περιορισμό της πρόσβασης στην απαλλαγή ή ακόμη μεγαλύτερη περίοδο απαλλαγής, όταν οι εν λόγω εξαιρέσεις, περιορισμοί ή περίοδοι αιτιολογούνται δεόντως.
34. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης όχι μόνον επιτρέπει την πλήρη εξαίρεση από την απαλλαγή από τα χρέη, αλλά, επιπλέον, δεν μνημονεύει συγκεκριμένο τρόπο περιορισμού της δυνατότητας απαλλαγής (ανώτατο όριο, αναλογία, κατώτατα όρια με αναλογικές διαφοροποιήσεις) σε περίπτωση μερικής μόνον εξαίρεσης, τούτο δε επιρρωννύει εκ νέου το συμπέρασμα ότι το περιθώριο εκτίμησης που καταλείπεται στα κράτη μέλη είναι ευρύ και ότι δεν υφίσταται εναρμόνιση στο συγκεκριμένο ζήτημα.
35. Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν παράδοξο να είναι πιο περιορισμένο το περιθώριο εκτίμησης των κρατών μελών όσον αφορά τους περιορισμούς παρά την εξαίρεση.
36. Ως εκ τούτου, αν μπορεί να προβλεφθεί περιορισμός της απαλλαγής από τα χρέη αναλογικά με το συνολικό ύψος των χρεών, τίποτε δεν εμποδίζει τη θέσπιση ανώτατου ορίου στην απαλλαγή από τα χρέη, υπό την προϋπόθεση ότι η προκρινόμενη μέθοδος αιτιολογείται δεόντως. Η θέσπιση ανώτατου ορίου στην απαλλαγή από τα χρέη μπορεί να παράσχει κίνητρο για την ταχύτερη αντίδραση του επιχειρηματία όταν το ύψος των χρεών του αυξάνεται. Ο επιχειρηματίας θα γνωρίζει ότι, ελλείψει αντίδρασης εκ μέρους του, δεν θα χωρεί απαλλαγή πέραν του θεσπισθέντος ορίου.
37. Η μόνη αναφορά σε αναλογία περιέχεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας 2019/1023, σε περίπτωση απαλλαγής από τα χρέη υπό τον όρο της μερικής αποπληρωμής των χρεών από τον επιχειρηματία. Στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση αποπληρωμής πρέπει να βασίζεται στην ατομική κατάσταση του επιχειρηματία και, ιδίως, πρέπει να είναι αναλογική προς το διαθέσιμο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία του επιχειρηματία κατά την περίοδο απαλλαγής και πρέπει να λαμβάνει υπόψη το συμφέρον των πιστωτών σύμφωνα με τους κανόνες της ευθυδικίας.
38. Κατά τη γνώμη μου, η ως άνω αναφορά σε αναλογία μεταξύ της μερικής αποπληρωμής από τον οφειλέτη και του εισοδήματος και των περιουσιακών στοιχείων που αυτός διαθέτει στην ανωτέρω συγκεκριμένη περίπτωση δεν αρκεί ώστε να επιβληθεί σχετική υποχρέωση για τα κράτη μέλη όταν εξετάζουν περιορισμούς της απαλλαγής από τα χρέη.
39. Η εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, της αρχής της αναλογικότητας κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2019/1023 στην εθνική έννομη τάξη δεν επιβάλλει την υποχρέωση πρόβλεψης απαλλαγής από τα χρέη αναλογικής προς το παθητικό αντί, για παράδειγμα, απαλλαγής από τα χρέη έως ένα ανώτατο όριο. Αντιθέτως, η εν λόγω αρχή επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν αναλογικά μέτρα προκειμένου να επιτύχουν το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την επίμαχη οδηγία, ήτοι την ύπαρξη μιας διαδικασίας η οποία μπορεί να οδηγεί στην πλήρη απαλλαγή του αφερέγγυου επιχειρηματία από τα χρέη του. Απόκειται, επομένως, σε κάθε κράτος μέλος να εκτιμήσει σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί αφερεγγυότητας, εξασφαλίσεων, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και το εθνικό φορολογικό δίκαιο τον τρόπο με τον οποίο η εν λόγω διαδικασία μπορεί να ενσωματωθεί σε ένα συνολικό σύστημα, με την υπόμνηση ότι η εν λόγω οδηγία δεν παραβλέπει την ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων του οφειλέτη και των δικαιωμάτων ενός ή περισσοτέρων πιστωτών (9).
40. Εντούτοις, καθόσον η οδηγία 2019/1023 δεν εναρμονίζει τις εξαιρέσεις από την απαλλαγή από τα χρέη και τις προϋποθέσεις τους, απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να τις καθορίσει, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι οι σχετικοί κανόνες δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των παρεχόμενων από το δίκαιο της Ένωσης δικαιωμάτων (αρχή της αποτελεσματικότητας) (10).
41. Φρονώ ότι η οδηγία 2019/1023 αποτελεί οδηγία ελάχιστης εναρμόνισης, σκοπός της οποίας είναι η θέσπιση σε κάθε κράτος μέλος μιας διαδικασίας πλήρους ή μερικής απαλλαγής από τα χρέη, ο δε τρόπος περιορισμού της εν λόγω απαλλαγής επαφίεται σε μεγάλο βαθμό στην ευχέρεια εκτίμησης των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση ότι, τηρουμένης της αρχής της αποτελεσματικότητας, οι περιορισμοί αιτιολογούνται δεόντως και πηγάζουν από το εθνικό δίκαιο ή από τη διαδικασία που κατέληξε στη θέσπισή τους.
42. Επομένως, στο τέταρτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος (υπό δʹ) στην υπόθεση C‑289/23, προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας 2019/1023 έχει την έννοια ότι ο περιορισμός της απαλλαγής από τα χρέη για συγκεκριμένη κατηγορία απαιτήσεων, μέσω της θέσπισης ανώτατου ορίου πέραν του οποίου δεν χωρεί καμία απαλλαγή, επιτρέπεται, υπό τον όρο ότι ο εν λόγω περιορισμός αιτιολογείται δεόντως δυνάμει του εθνικού δικαίου ή της διαδικασίας που κατέληξε στη θέσπιση του εν λόγω περιορισμού.
V. Πρόταση
43. Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τέταρτο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος (υπό δʹ) που υπέβαλε το Juzgado de lo Mercantil no 1 de Alicante (εμποροδικείο αριθ. 1 Αλικάντε, Ισπανία) στην υπόθεση C‑289/23, ως εξής:
Το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα),
έχει την έννοια ότι:
ο περιορισμός της απαλλαγής από τα χρέη για συγκεκριμένη κατηγορία απαιτήσεων, μέσω της θέσπισης ανώτατου ορίου πέραν του οποίου δεν χωρεί καμία απαλλαγή, επιτρέπεται, υπό τον όρο ότι ο εν λόγω περιορισμός αιτιολογείται δεόντως δυνάμει του εθνικού δικαίου ή της διαδικασίας που κατέληξε στη θέσπισή του εν λόγω περιορισμού.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
i Οι ονομασίες που έχουν δοθεί στις παρούσες υποθέσεις είναι πλασματικές. Δεν αντιστοιχούν στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.
2 ΕΕ 2019, L 172, σ. 18.
3 ΒΟΕ αριθ. 127, της 7ης Μαΐου 2020, σ. 31518.
4 BOE αριθ. 214, της 6ης Σεπτεμβρίου 2022, σ. 123682.
5 Βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Agencia Estatal de la Administración Tributaria (Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη) (C‑687/22, EU:C:2024:287).
6 Βλ. άρθρο 20, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.
7 Βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Agencia Estatal de la Administración Tributaria (Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη) (C‑687/22, EU:C:2024:287, σκέψη 39).
8 Βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Agencia Estatal de la Administración Tributaria (Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη) (C‑687/22, EU:C:2024:287, σκέψη 42).
9 Βλ. άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας.
10 Βλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, ALPINE BAU (C‑25/20, EU:C:2021:963, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).