EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62023CC0236

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 27ης Ιουνίου 2024.


ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:560

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 27ης Ιουνίου 2024 (1)

Υπόθεση C236/23

Mutuelle assurance des travailleurs mutualistes (Matmut)

κατά

TN,

Société MAAF assurances,

Fonds de garantie des assurances obligatoires de dommages (FGAO),

PQ

[αίτηση του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2009/103/ΕΚ – Ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων – Έκταση της εγγύησης υπέρ τρίτων που παρέχεται από την υποχρεωτική ασφάλιση – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι είναι αντιτάξιμη έναντι του επιβάτη που υπήρξε θύμα ατυχήματος η ακυρότητα ασφαλιστικής συμβάσεως λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως του τελευταίου κατά τη σύναψη της συμβάσεως»






I.      Εισαγωγή

1.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο με την απόφαση Fidelidade-Companhia de Seguros (2), με την οποία το Δικαστήριο εξήγησε ότι οι οδηγίες στον τομέα της ασφάλισης αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία έχει ως αποτέλεσμα να είναι αντιτάξιμη έναντι τρίτων που είναι θύματα ατυχήματος η ακυρότητα ασφαλιστικής σύμβασης καλύπτουσας την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων η οποία απορρέει από αρχικές ψευδείς δηλώσεις του λήπτη της ασφάλισης όσον αφορά την ταυτότητα του ιδιοκτήτη και του συνήθους οδηγού του οχήματος που εμπλέκεται σε τροχαίο ατύχημα.

2.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν πρέπει να γίνει δεκτή η ίδια ερμηνεία στην περίπτωση κατά την οποία ο επιβάτης που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, έναντι του οποίου αντιτάσσεται η ακυρότητα ασφαλιστικής σύμβασης, είναι το πρόσωπο που προέβη σε τέτοιες αρχικές ψευδείς δηλώσεις ως αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, τίθεται επίσης το ερώτημα αν, παρά το γεγονός ότι η ακυρότητα της σύμβασης δεν είναι αντιτάξιμη έναντι τρίτου που είναι θύμα ατυχήματος, ο ασφαλιστής δύναται να ασκήσει ένδικο βοήθημα σε βάρος του προκειμένου να επιτύχει την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν σε εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 2009/103/ΕΚ (3) ορίζει ότι ως «ζημιωθείς» νοείται «το πρόσωπο το οποίο δικαιούται αποκαταστάσεως της ζημίας που προεκλήθη από οχήματα».

4.        Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει, υπό την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 5, όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση.

Η έκταση της καλυπτόμενης ευθύνης και οι όροι και συνθήκες της καλύψεως καθορίζονται με βάση τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

[…]

Η ασφάλιση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο καλύπτει υποχρεωτικά και τις υλικές ζημιές και τις σωματικές βλάβες.»

5.        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Υπό την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 13, η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3 καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος.»

6.        Κατά το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας:

«1.      Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να θεωρείται, για την εφαρμογή του άρθρου 3, ανίσχυρη όσον αφορά την προσφυγή τρίτων θυμάτων ατυχήματος, κάθε διάταξη του νόμου ή συμβατική ρήτρα που περιλαμβάνεται σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο εκδιδόμενο σύμφωνα με το άρθρο 3 και αποκλείει την ασφάλιση της χρήσης ή της οδήγησης οχημάτων από πρόσωπα:

α)      στα οποία δεν έχει επιτραπεί ρητά ή σιωπηρά η χρήση ή η οδήγηση·

β)      τα οποία δεν διαθέτουν άδεια οδηγήσεως του σχετικού οχήματος·

γ)      τα οποία δεν έχουν συμμορφωθεί με τις εκ του νόμου υποχρεώσεις τεχνικού χαρακτήρα που αφορούν την κατάσταση και την ασφάλεια του εν λόγω οχήματος.

Πάντως η διάταξη ή η ρήτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) μπορούν να αντιταχθούν σε πρόσωπα που επιβιβάσθηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα που προκάλεσε τη ζημία, εφόσον ο ασφαλιστής μπορεί να αποδείξει ότι γνώριζαν ότι το όχημα είχε κλαπεί.

Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια –όσον αφορά τα ατυχήματα που συμβαίνουν στο έδαφός τους– να μην εφαρμόζουν τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, εάν και εφόσον το θύμα μπορεί να αποζημιωθεί για τη ζημία από οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης.

2.      Στην περίπτωση οχημάτων που έχουν κλαπεί ή αποκτήθηκαν με άσκηση βίας, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, αντί του ασφαλιστή, θα παρεμβαίνει ο οργανισμός που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση που το όχημα σταθμεύει συνήθως σε άλλο κράτος μέλος, ο οργανισμός αυτός δεν θα έχει δυνατότητα προσφυγής εναντίον οιουδήποτε οργανισμού στο κράτος μέλος αυτό.

Τα κράτη μέλη τα οποία, για την περίπτωση οχημάτων που έχουν κλαπεί ή αποκτηθεί με χρήση βίας, προβλέπουν την παρέμβαση του οργανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, μπορούν να καθορίσουν, όσον αφορά τις υλικές ζημίες, μια απαλλαγή, αντιτάξιμη στο θύμα, όχι ανώτερη από 250 ευρώ.

3.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι κάθε νομική διάταξη ή συμβατική ρήτρα ασφαλιστηρίου συμβολαίου η οποία αποκλείει έναν επιβάτη από την ασφαλιστική κάλυψη λόγω του ότι γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο οδηγός του οχήματος βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή οιασδήποτε άλλης ουσίας που προκαλεί μέθη κατά τον χρόνο του ατυχήματος, θα θεωρείται ανίσχυρη ως προς τις αξιώσεις που προβάλλει ο επιβάτης αυτός.»

Β.      Το γαλλικό δίκαιο

7.        Κατά το άρθρο L. 113‑8 του ασφαλιστικού κώδικα, η ασφαλιστική σύμβαση είναι άκυρη σε περίπτωση αποσιώπησης ή σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως εκ μέρους του ασφαλισμένου, εφόσον η αποσιώπηση ή η ψευδής δήλωση αυτή μεταβάλλει το αντικείμενο του κινδύνου ή μειώνει την εκτίμηση κινδύνου για τον ασφαλιστή, ακόμη και αν το γεγονός ότι ο κίνδυνος παραλείφθηκε ή παραμορφώθηκε από τον ασφαλισμένο δεν είχε επιρροή επί του ατυχήματος.

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

8.        Στις 5 Οκτωβρίου 2012 ο PQ συνήψε σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου με την εταιρία Mutuelle assurance des travailleurs mutualistes (Matmut). Κατά τη σύναψη της σύμβασης αυτής, ο PQ δήλωσε ότι είναι ο μοναδικός οδηγός του ασφαλιζόμενου οχήματος.

9.        Στις 28 Σεπτεμβρίου 2013 το όχημα αυτό, το οποίο οδηγούσε ο TN, ευρισκόμενος σε κατάσταση μέθης, ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα με άλλο όχημα ασφαλισμένο στην εταιρία Mutuelle d’assurance des artisans de France (MAAF). Ο PQ, ο οποίος ήταν επιβάτης του πρώτου οχήματος, τραυματίστηκε κατά το ατύχημα αυτό.

10.      Διωχθείς ενώπιον του tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείου, Γαλλία), o TN κρίθηκε ένοχος, μεταξύ άλλων, για πρόκληση σωματικής βλάβης εξ αμελείας από οδηγό επίγειου μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος, η οποία προκάλεσε ανικανότητα άνω των τριών μηνών στον PQ.

11.      Ο PQ υπέβαλε αιτήματα αστικής αποζημίωσης. Κατά την ποινική ακροαματική διαδικασία, η Matmut προέβαλε, ως προς τα εν λόγω αιτήματα, ένσταση ακυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης λόγω ψευδούς δήλωσης εκ μέρους του PQ ως προς την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του εν λόγω οχήματος. Η Matmut ζήτησε να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και ζήτησε να αναλάβει την αποζημίωση του PQ το Fonds de garantie des assurances obligatoires de dommages (Εγγυητικό Κεφάλαιο Υποχρεωτικής Ασφάλισης Ζημιών, FGAO), οργανισμός που είναι υπεύθυνος για την αποζημίωση, μεταξύ άλλων, των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων ο υπεύθυνος των οποίων δεν είναι ασφαλισμένος.

12.      Με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2018, το tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείο) κήρυξε την ακυρότητα της σύμβασης λόγω σκόπιμης ψευδούς δήλωσης του ασφαλισμένου. Απάλλαξε την εταιρία Matmut από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, καταδίκασε τον ΤΝ στην καταβολή αποζημίωσης στα θύματα του ατυχήματος και κήρυξε την απόφαση αντιτάξιμη έναντι του FGAO (4).

13.      Ο TN, το FGAO και η MAAF άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του cour d’appel (εφετείου, Γαλλία), το οποίο την επικύρωσε κατά το μέρος που κηρύσσει άκυρη την ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ του PQ και της Matmut.

14.      Το cour d’appel (εφετείο) διαπίστωσε ότι, κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης από τον PQ, ο TN ήταν ο κύριος του οχήματος και ο συνήθης οδηγός του. Έκανε δεκτό ότι ο PQ είχε, συνεπώς, προβεί σε σκόπιμη ψευδή δήλωση ως προς την ταυτότητα του συνήθους οδηγού, η οποία προδήλως μετέβαλε την εκτίμηση του κινδύνου για τον ασφαλιστή, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο ΤΝ είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος.

15.      Εντούτοις, σε αντίθεση με το tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείο), το cour d’appel (εφετείο) θεώρησε ότι μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Matmut και απάλλαξε το FGAO από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης. Κατά το δικαστήριο αυτό, λαμβανομένης υπόψη της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου, η ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης λόγω σκόπιμης ψευδούς δήλωσης, η οποία προβλέπεται από το άρθρο L. 113‑8 του ασφαλιστικού κώδικα, δεν είναι αντιτάξιμη έναντι των θυμάτων τροχαίου ατυχήματος ή των ελκόντων δικαιώματα εξ αυτών. Το γεγονός ότι το θύμα του ατυχήματος ήταν επιβάτης του οχήματος που προκάλεσε το ατύχημα, ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης ή ο κύριος του εν λόγω οχήματος δεν αρκεί για να του στερήσει την ιδιότητα του «τρίτου, θύματος ατυχήματος».

16.      Η Matmut άσκησε αναίρεση ενώπιον του ποινικού τμήματος του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) κατά της αποφάσεως του cour d’appel (εφετείου), υποστηρίζοντας ότι, κατά παράβαση των άρθρων L. 113‑8 και R. 211‑13 του ασφαλιστικού κώδικα (5), το τελευταίο εσφαλμένως κήρυξε μη αντιτάξιμη έναντι του PQ την ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης.

17.      Εκτιμώντας ότι η εξέταση της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως απαιτούσε τη γνωμοδότηση του τμήματος που ειδικεύεται στο ασφαλιστικό δίκαιο, το ποινικό τμήμα τού υπέβαλε ερώτημα σχετικά με το αντιτάξιμο της ακυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία απορρέει από σκόπιμη ψευδή δήλωση, έναντι του θύματος, το οποίο είναι συγχρόνως επιβάτης του οχήματος που προκάλεσε το ατύχημα και αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης.

18.      Επιληφθέν του ερωτήματος αυτού, το δεύτερο πολιτικό τμήμα του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), το αιτούν δικαστήριο, εξηγεί λεπτομερώς τι προβλέπει το γαλλικό δίκαιο όσον αφορά το αντιτάξιμο της ακυρότητας ασφαλιστικής σύμβασης έναντι των ζημιωθέντων σε ατύχημα για το οποίο μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη ασφαλιστή. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) προκύπτει ότι η κακή πίστη του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης, χαρακτηρίζεται από την πρόθεσή του να εξαπατήσει τον ασφαλιστή. Η επίπτωση της ψευδούς αυτής δηλώσεως επί του ατυχήματος δεν ασκεί επιρροή. Επιπλέον, η ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης επέρχεται αναδρομικά, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η σύμβαση αυτή δεν υπήρξε ποτέ.

19.      Το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) έκρινε, ως γενικό κανόνα, ότι η ακυρότητα της σύμβασης η οποία απορρέει από ψευδή δήλωση του ασφαλισμένου είναι αντιτάξιμη έναντι του θύματος του ατυχήματος, εφόσον ο ασφαλιστής που αρνείται την εγγύησή του έχει κλητεύσει προσηκόντως το FGAO.

20.      Από την έκδοση της αποφάσεώς του της 29ης Αυγούστου 2019 (6), το δικαστήριο αυτό δέχεται ότι η ακυρότητα ασφαλιστικής σύμβασης που προβλέπουν οι διατάξεις του ασφαλιστικού κώδικα δεν είναι αντιτάξιμη έναντι των θυμάτων τροχαίου ατυχήματος ή των ελκόντων δικαιώματα εξ αυτών και ότι το FGAO δεν μπορεί να κληθεί, σε μια τέτοια περίπτωση, να αποζημιώσει τα θύματα. Η νομολογιακή αυτή μεταστροφή προέκυψε από την ερμηνεία των διατάξεων αυτών υπό το πρίσμα των οδηγιών στον τομέα της ασφάλισης.

21.      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι ο Γάλλος νομοθέτης εισήγαγε στη συνέχεια το άρθρο L. 211‑7‑1 στον ασφαλιστικό κώδικα προκειμένου να εναρμονιστεί με το δίκαιο της Ένωσης. Εξηγεί ότι, δυνάμει της διάταξης αυτής, η ακυρότητα ασφαλιστικής σύμβασης δεν είναι αντιτάξιμη έναντι θυμάτων τροχαίου ατυχήματος ή έναντι των ελκόντων δικαιώματα εξ αυτών και ότι ο ασφαλιστής που εγγυάται την αστική ευθύνη για το εμπλεκόμενο όχημα υποχρεούται να τα αποζημιώσει. Η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει ότι ο ασφαλιστής υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δικαιούχου της αποζημίωσης έναντι του προσώπου που είναι υπεύθυνο για το ατύχημα έως το ύψος των ποσών που έχει καταβάλει.

22.      Η ίδια, ήδη ισχύουσα, διάταξη δεν φαίνεται να έχει εφαρμογή ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, ήτοι στη σύναψη της σύμβασης και στο ατύχημα, τα οποία έλαβαν χώρα, αντιστοίχως, το 2012 και το 2013.

23.      Τούτου λεχθέντος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εξέλιξη της νομολογίας του κατόπιν της αποφάσεως της 29ης Αυγούστου 2019 και της ενάρξεως ισχύος του άρθρου L. 211‑7‑1 του ασφαλιστικού κώδικα, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος εάν η ακυρότητα ασφαλιστικής σύμβασης δεν είναι αντιτάξιμη έναντι του θύματος, επιβάτη του οχήματος, εφόσον το θύμα είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης και προέβη στην ψευδή δήλωση στην οποία οφείλεται η ακυρότητα της σύμβασης. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι καμία από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν αφορά περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

24.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Απριλίου 2023, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 3 και 13 της οδηγίας 2009/103 […] την έννοια ότι αντιτίθενται στο να μπορεί να κηρυχθεί αντιτάξιμη η ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης αστικής ευθύνης αυτοκινήτου στον επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν ο ίδιος είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης που έχει προβεί σε σκόπιμη ψευδή δήλωση κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, στην οποία οφείλεται η ακυρότητά της;»

25.      Οι Matmut, TN, MAAF, FGAO, PQ και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο αποφάσισε να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπό κρίση υπόθεση.

IV.    Ανάλυση

Α.      Το περιεχόμενο του προδικαστικού ερωτήματος και η αναδιατύπωσή του

26.      Με το μοναδικό προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στο να είναι αντιτάξιμη η ακυρότητα ασφαλιστικής σύμβασης έναντι του επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν ο ίδιος είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης και προέβη στις ανακριβείς δηλώσεις στις οποίες οφείλεται η ακυρότητα της σύμβασης.

27.      Εντούτοις, από την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διατηρεί επίσης αμφιβολίες ως προς το αν, σε περίπτωση που η ακυρότητα ασφαλιστικής σύμβασης κηρυχθεί μη αντιτάξιμη έναντι του θύματος, αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης, ο ασφαλιστής δύναται να ασκήσει ένδικο βοήθημα σε βάρος του, το οποίο θεμελιώνεται στο σκόπιμο σφάλμα που διέπραξε κατά τη σύναψη της σύμβασης, προκειμένου να του καταβληθούν τα ποσά που του κατέβαλε σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής.

28.      Επισημαίνω ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν διευκρινίζει αν η Matmut άσκησε τέτοιο ένδικο βοήθημα στο πλαίσιο της κύριας δίκης ούτε αν είναι δυνατή η άσκησή του στο πλαίσιο διαδικασίας όπως αυτή της κύριας δίκης.

29.      Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης απολαύουν τεκμηρίου λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (7).

30.      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία (8), στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, εθνικό δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα υποβληθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς.

31.      Επομένως, κατά την εκπλήρωση της αποστολής του στον τομέα των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει τα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία, ακόμη και μετά την αναδιατύπωσή τους σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στο σημείο 29 των παρουσών προτάσεων, εξακολουθούν να απολαύουν του τεκμηρίου λυσιτέλειας (9).

32.      Εν προκειμένω, παρά την έλλειψη πληροφοριών στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με τη δυνατότητα του ασφαλιστή να ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά του θύματος, αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης, δεν προκύπτει σαφώς ότι το ζήτημα της συμβατότητας της άσκησης ενός τέτοιου ενδίκου βοηθήματος με το δίκαιο της Ένωσης δεν έχει σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι αφορά υποθετικό πρόβλημα. Πράγματι, μολονότι η διαδικασία της κύριας δίκης αφορά την ποινική ευθύνη του υπαιτίου ατυχήματος, εντούτοις τα αιτήματα αστικής αποζημίωσης εξετάζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων, στις οποίες συζητείται εκτενώς το ζήτημα αυτό, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τη συμβατότητα ενός τέτοιου ενδίκου βοηθήματος.

33.      Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να αναδιατυπώσει το προδικαστικό ερώτημα υπό την έννοια ότι, με αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, πρώτον, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 3 και 13 της οδηγίας 2009/103 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει να αντιτάσσεται έναντι επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν αυτός είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, η ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης καλύπτουσας την αστική ευθύνη που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, ακυρότητα η οποία απορρέει από σκόπιμη ψευδή δήλωση του εν λόγω αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης όσον αφορά τον συνήθη οδηγό του οχήματος.

34.      Σύμφωνα με την προτεινόμενη αναδιατύπωση, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ερώτημα αυτό, να διευκρινιστεί, δεύτερον, αν οι διατάξεις αυτές έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται επίσης σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στον ασφαλιστή να ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά του επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν αυτός είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, το οποίο θεμελιώνεται στη σκόπιμη ψευδή δήλωσή του όσον αφορά τον συνήθη οδηγό του οχήματος, προκειμένου να επιστραφούν στον ασφαλιστή τα ποσά που κατέβαλε, σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, στον επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος.

Β.      Το αντιτάξιμο της ακυρότητας ασφαλιστικής σύμβασης

35.      Οι κατά νόμον προϋποθέσεις εγκυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης δεν διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης αλλά από το δίκαιο των κρατών μελών (10). Εντούτοις, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι η υποχρεωτική ασφάλιση αυτοκίνητων οχημάτων επιτρέπει σε όλους τους επιβάτες που υπήρξαν θύματα αυτοκινητιστικού ατυχήματος να αποζημιώνονται για τη ζημία που έχουν υποστεί. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στον τομέα αυτό, το δίκαιο της Ένωσης και ότι οι εθνικές διατάξεις που ρυθμίζουν την αποζημίωση για ζημίες που προκαλούνται από την κυκλοφορία αυτοκίνητων οχημάτων δεν μπορούν να καταλύουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2009/103 (11).

36.      Επομένως, για να δοθεί απάντηση στο πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει, κατ’ αρχάς, να καθοριστεί αν επιβάτης που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, ο οποίος είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης και ο οποίος προέβη σε ψευδείς δηλώσεις κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που επιδιώκει να προστατεύσει η οδηγία 2009/103. Πράγματι, μόνο σε περίπτωση καταφατικής απάντησης το αντιτάξιμο της ακυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης έναντι του εν λόγω επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος θα μπορούσε να του στερήσει το δικαίωμα αποζημίωσης και, ως εκ τούτου, να υπονομεύσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής. Επομένως, εφόσον είναι αναγκαίο, θα εξετάσω, σε δεύτερο στάδιο, αν το αντιτάξιμο της ακυρότητας αυτής έναντι του ενδιαφερομένου παραβιάζει την εν λόγω οδηγία και υπονομεύει την πρακτική της αποτελεσματικότητα.

1.      Επί της προστασίας των τρίτων, θυμάτων ατυχήματος

α)      Ο γενικός κανόνας για την προστασία των θυμάτων

37.      Η οδηγία 2009/103 αποσκοπεί να εγγυηθεί, μεταξύ άλλων, ότι τα θύματα των ατυχημάτων που προκαλούνται από οχήματα θα έχουν παρόμοια μεταχείριση, ανεξαρτήτως του τόπου επελεύσεως του ατυχήματος εντός της Ένωσης, και να διασφαλίσει, κατά τον τρόπο αυτόν, την προστασία των θυμάτων ατυχημάτων που προκαλούνται από αυτοκίνητα οχήματα (12). Πράγματι, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής αποτελούν το αποτέλεσμα της εξέλιξης της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα της υποχρεωτικής ασφάλισης, η οποία εξακολουθεί να επιδιώκει, και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, τον σκοπό της προστασίας των θυμάτων ατυχημάτων που προκαλούνται από τα οχήματα αυτά (13).

38.      Συναφώς, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1, η οδηγία 2009/103 κωδικοποίησε τις προηγούμενες οδηγίες για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής, χωρίς να επιφέρει ουσιώδη μεταβολή. Επομένως, η νομολογία σχετικά με τις προγενέστερες αυτές οδηγίες δύναται να εφαρμοστεί και στην ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων της οδηγίας 2009/103 (14).

39.      Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της «ανάλογης» προστασίας των θυμάτων εντός της Ένωσης, η οδηγία 2009/103 θεσπίζει τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο οι ζημιωθέντες δικαιούνται αποζημίωση από τον ασφαλιστή, καθώς και τις εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτόν. Υπό το πρίσμα αυτό, οι εξαιρέσεις αυτές έχουν εξαντλητικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύονται στενά (15).

40.      Συναφώς, από τον συνδυασμό του άρθρου 1, σημείο 2, και του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2009/103 προκύπτει ότι η προστασία που πρέπει να εξασφαλίζεται δυνάμει αυτής της οδηγίας εκτείνεται σε κάθε πρόσωπο που, κατά την εθνική νομοθεσία περί αστικής ευθύνης, δικαιούται να αξιώσει αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από αυτοκίνητο όχημα (16).

41.      Ειδικότερα, το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/103 επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι η αστική ευθύνη, η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός τους καλύπτεται από ασφάλιση και προσδιορίζει, μεταξύ άλλων, τα είδη ζημιών και τους τρίτους, θύματα ατυχήματος, που η ασφάλιση αυτή πρέπει να καλύπτει. Όσον αφορά τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους τρίτους, θύματα ατυχήματος, το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής δεν επιτρέπει ασφαλιστική εταιρία που καλύπτει την αστική ευθύνη που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων να επικαλείται νομοθετικές διατάξεις ή συμβατικές ρήτρες προκειμένου να αρνηθεί να καταβάλει αποζημίωση σε τρίτους, θύματα ατυχήματος που προκλήθηκε από το ασφαλισμένο όχημα. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας απλώς υπενθυμίζει την υποχρέωση αυτή όσον αφορά ορισμένες ειδικές περιπτώσεις που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή (17).

42.      Υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών πρέπει να προσδιοριστεί αν, εν προκειμένω, ο επιβάτης που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, ο οποίος είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης και ο οποίος προέβη σε ψευδείς δηλώσεις, εμπίπτει στους «τρίτους, θύματα ατυχήματος» που επιδιώκει να προστατεύσει η οδηγία 2009/103.

β)      Ο επιβάτης ως ζημιωθείς

43.      Η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων, την οποία ρυθμίζει η οδηγία 2009/103, καλύπτει, μεταξύ άλλων, όπως απαιτεί το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, τις σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος.

44.      Το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι σκοπός των διατάξεων των προηγούμενων οδηγιών που αντιστοιχούν στις διατάξεις της οδηγίας 2009/103 ήταν να διασφαλιστεί ότι, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπουν οι οδηγίες αυτές, η υποχρεωτική ασφάλιση αυτοκινήτων οχημάτων παρέχει σε όλους τους επιβάτες που είναι θύματα αυτοκινητιστικού ατυχήματος τη δυνατότητα να αποζημιωθούν για τη ζημία που υπέστησαν (18).

45.      Είναι αληθές ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/103 προβλέπει εξαίρεση που δύναται να επηρεάσει την κατάσταση των άλλων επιβατών, πλην του οδηγού. Πράγματι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να καταστήσει μια ρήτρα αποκλεισμού (συμβατική ή νομοθετική) αντιτάξιμη έναντι προσώπων που επιβιβάσθηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα, εφόσον ο ασφαλιστής μπορεί να αποδείξει ότι γνώριζαν ότι το όχημα είχε κλαπεί. Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, τούτο δεν συνέβη.

46.      Επομένως, όσον αφορά την υποχρεωτική ασφάλιση που διέπεται από την οδηγία 2009/103, το γεγονός ότι ζημιωθείς ήταν ο επιβάτης οχήματος που του προκάλεσε τη ζημία δεν μπορεί να στερήσει από το πρόσωπο αυτό το δικαίωμά του να αποζημιωθεί για τις ζημίες που υπέστη από τροχαίο ατύχημα.

γ)      Ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης ως ζημιωθείς

47.      Στην υπό κρίση υπόθεση, ένα εκ των μερών της ασφαλιστικής σύμβασης, ήτοι ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, επικαλείται την ιδιότητα του «θύματος ατυχήματος» προκειμένου να λάβει αποζημίωση από την ασφαλιστική εταιρία.

48.      Συναφώς, όπως επισήμανα (19), για τον προσδιορισμό των δικαιούχων της προστασίας που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, τόσο η οδηγία 2009/103 όσο και η νομολογία του Δικαστηρίου χρησιμοποιούν την έννοια των «τρίτων, θυμάτων ατυχήματος». Η χρήση της έννοιας αυτής μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η προστασία που παρέχει η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται μόνο στα πρόσωπα που δεν συνδέονται συμβατικώς («τρίτοι») με τον ασφαλιστή του οποίου η ευθύνη ενδέχεται να στοιχειοθετηθεί.

49.      Εντούτοις, πρώτον, η έννοια των «τρίτων, θυμάτων ατυχήματος» περιλαμβάνεται μόνο στο άρθρο 13 της οδηγίας 2009/103. Η διάταξη αυτή, η οποία φέρει τον τίτλο «Ρήτρες αποκλεισμού», υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να θεωρείται, «για την εφαρμογή του άρθρου 3» της οδηγίας αυτής, ανίσχυρη όσον αφορά την προσφυγή τρίτων, θυμάτων ατυχήματος, κάθε διάταξη του νόμου ή συμβατική ρήτρα που αποκλείει την ασφάλιση της χρήσης ή της οδήγησης οχημάτων σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις που καταγράφονται αναλυτικά στην πρώτη αυτή διάταξη.

50.      Η αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2009/103 αποσαφηνίζει τον σκοπό του άρθρου 13 της οδηγίας αυτής και ορίζει ότι, προς το συμφέρον των θυμάτων, τα αποτελέσματα ορισμένων ρητρών απαλλαγής πρέπει να περιορίζονται στις σχέσεις μεταξύ του ασφαλιστή και του υπευθύνου για το ατύχημα. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται, κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, ότι δυνάμει του άρθρου 13 της εν λόγω οδηγίας και υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αυτή προβλέπει, τέτοιες ρήτρες αποκλεισμού (νομοθετικές και συμβατικές) είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του ασφαλιστή και κάθε ζημιωθέντος προσώπου, πλην του υπευθύνου για το ατύχημα. Κατά συνέπεια, κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η αναφορά στους «τρίτους, θύματα ατυχήματος» που περιλαμβάνονται στη διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο όρος αυτός αφορά τα θύματα τροχαίου ατυχήματος, πλην του προσώπου που το προκάλεσε. Συνεπώς, και σε γενικότερο πλαίσιο, η έννοια του «τρίτου, θύματος ατυχήματος» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης μπορεί να καλύπτει και πρόσωπα που συνδέονται συμβατικά με τον ασφαλιστή.

51.      Δεύτερον, μια τέτοια ερμηνεία της οδηγίας 2009/103 αντιστοιχεί σε εκείνη στην οποία προέβη ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi, ο οποίος, στις προτάσεις του στην υπόθεση Churchill Insurance Company και Evans, πρότεινε να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση ατυχήματος, «τρίτοι» πρέπει να θεωρούνται όλοι πλην του οδηγού που προκάλεσε το ατύχημα (20).

52.      Τρίτον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το γεγονός ότι ο ζημιωθείς σε τροχαίο ατύχημα είναι ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης δεν μπορεί να αποκλείσει το εν λόγω άτομο από την έννοια του «τρίτου, θύματος ατυχήματος», κατά τις διατάξεις των προγενέστερων της οδηγίας 2009/103 οδηγιών, οι οποίες αντιστοιχούν στο άρθρο 12, παράγραφος 3, και στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής (21).

53.      Επομένως, ούτε το γεγονός ότι ο επιβάτης που υπήρξε θύμα του ατυχήματος είναι ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης επιτρέπει τον αποκλεισμό του από την προστασία που παρέχει η οδηγία 2009/103 στα θύματα τροχαίων ατυχημάτων.

δ)      Το πρόσωπο που προέβη σε ψευδείς δηλώσεις ως ζημιωθείς

54.      Η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν είναι μόνον ο επιβάτης που υπήρξε θύμα του τροχαίου ατυχήματος και συνδέεται συμβατικώς με τον ασφαλιστή που φέρεται ότι ευθύνεται, αλλά και το πρόσωπο το οποίο προέβη σε σκόπιμη ψευδή δήλωση που οδήγησε στην ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης.

55.      Όπως επισήμανα (22), η οδηγία 2009/103 περιέχει εξαίρεση η οποία επιτρέπει να μην αποζημιώνονται τα θύματα, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης που τα ίδια δημιούργησαν, δηλαδή τα πρόσωπα που επιβιβάσθηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα που προκάλεσε τη ζημία, εφόσον ο ασφαλιστής μπορεί να αποδείξει ότι γνώριζαν ότι το όχημα είχε κλαπεί. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή δεν προβλέπει τέτοια εξαίρεση όταν η σύμβαση ασφάλισης έχει συναφθεί βάσει ψευδών δηλώσεων εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης.

56.      Επομένως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο (23), το γεγονός ότι η ασφαλιστική εταιρία συνήψε την εν λόγω σύμβαση βάσει παραλείψεων ή ψευδών δηλώσεων του λήπτη της ασφάλισης δεν είναι ικανό να θεμελιώσει δυνατότητά της να επικαλεστεί νομικές διατάξεις περί ακυρότητας της συμβάσεως και να αντιτάξει την ακυρότητα έναντι τρίτου, θύματος ατυχήματος, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση να αποζημιώσει το ως άνω θύμα λόγω ατυχήματος προκληθέντος από το ασφαλισμένο όχημα. Με άλλα λόγια, από την άποψη της οδηγίας 2009/103, το γεγονός ότι επιβάτης που υπήρξε θύμα του ατυχήματος είναι ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, ο οποίος προέβη στις εν λόγω ψευδείς δηλώσεις κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, ουδόλως μεταβάλλει την ιδιότητά του ως «τρίτου, θύματος ατυχήματος» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής και την προστασία που παρέχεται στα πρόσωπα που φέρουν την ιδιότητα αυτή.

57.      Πρέπει τώρα να εξακριβωθεί αν το συμπέρασμα αυτό ανατρέπεται από επιχείρημα αντλούμενο από την αρχή της απαγόρευσης της απάτης και της καταχρήσεως. Πράγματι, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Matmut ισχυρίζεται ότι, υπό το πρίσμα της αρχής αυτής, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το πρόσωπο που προέβη στις ψευδείς δηλώσεις μπορεί να επικαλεστεί την ασφάλιση και να αντλήσει, συνεπώς, όφελος από την απάτη του.

ε)      Η αρχή της απαγορεύσεως της απάτης και της καταχρήσεως

1)      Έκθεση του προβλήματος

58.      Η οδηγία 2009/103 δεν ρυθμίζει το ζήτημα της καταχρήσεως, από τον αντισυμβαλλόμενο στη σύμβαση ασφάλισης, των δικαιωμάτων που του παρέχει η οδηγία αυτή. Εντούτοις, στο δίκαιο της Ένωσης υφίσταται γενική αρχή κατά την οποία η εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας δεν μπορεί να φτάνει μέχρι του σημείου να καλύπτονται οι καταχρηστικές ή δόλιες πράξεις. Επιπλέον, φρονώ ότι η εφαρμογή της αρχής αυτής στο πλαίσιο της δυνατότητας αντιτάξεως της ακυρότητας ασφαλιστικής σύμβασης εξετάστηκε από το Δικαστήριο στην πρόσφατη διάταξη Liberty Seguros.

59.      Το προδικαστικό ερώτημα που ανέλυσε το Δικαστήριο στην εν λόγω διάταξη προέκυψε στο πλαίσιο αγωγής του ασφαλιστή με αίτημα να διαπιστωθεί η ακυρότητα ασφαλιστικής σύμβασης λόγω ψευδών δηλώσεων του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης όσον αφορά τη δραστηριότητα που ασκούσε με το εν λόγω όχημα. Το δικαστήριο που επιλήφθηκε της αγωγής αυτής έπρεπε να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η ακυρότητα αυτή ήταν αντιτάξιμη έναντι τρίτων, οι οποίοι ήταν θύματα τροχαίου ατυχήματος.

60.      Το Δικαστήριο απάντησε αρνητικά και έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης απέκρυψε την πραγματική δραστηριότητα που σχεδίαζε να ασκήσει με το σχετικό όχημα και κατά την οποία οι επιβάτες δεν μπορούσαν να αγνοούν τον παράνομο χαρακτήρα της υπηρεσίας που παρείχε ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι δύναται να γίνει επίκληση του δικαίου της Ένωσης με σκοπό την καταστρατήγηση του εθνικού δικαίου προκειμένου να αντληθεί πλεονέκτημα που προσκρούει στους σκοπούς του δικαίου της Ένωσης (24).

61.      Στο χωρίο αυτό, το Δικαστήριο φαίνεται ότι ήθελε να επισημάνει ότι η επίμαχη κατάσταση δεν αντιστοιχούσε στα δύο κύρια νοηματικά πλαίσια εντός των οποίων μπορεί να αναλυθεί η έννοια της καταχρήσεως ή της καταστρατηγήσεως, ήτοι όταν γίνεται επίκληση του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να παρακαμφθεί το εθνικό δίκαιο και όταν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης χρησιμοποιούνται ως βάση προς επίτευξη πλεονεκτημάτων κατά τρόπο που είναι αντίθετος προς τους σκοπούς των ίδιων αυτών διατάξεων (25).

62.      Εάν, όμως, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, είναι ορθή η δική μου ερμηνεία ως προς το εν λόγω χωρίο, η κατάσταση την οποία εξέτασε το Δικαστήριο αντιστοιχεί στο δεύτερο πλαίσιο, ήτοι στην περίπτωση κατά την οποία οι ζημιωθέντες σε τροχαίο ατύχημα επικαλούνταν το δίκαιο της Ένωσης και επιδίωκαν να επικαλεστούν την ιδιότητά τους ως «τρίτων, θυμάτων ατυχήματος» για να μη στερηθούν του δικαιώματός τους να λάβουν αποζημίωση, λόγω της ακυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία απορρέει από ψευδείς δηλώσεις εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης.

63.      Αντιθέτως, εν προκειμένω, αν ακολουθηθεί η συλλογιστική της Matmut, ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης είναι εκείνος που επιδιώκει να επικαλεστεί την ιδιότητά του ως «τρίτου, θύματος ατυχήματος» για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό. Σε μια τέτοια περίπτωση, γίνεται επίκληση του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, των άρθρων 3 και 13 της οδηγίας 2009/103 προκειμένου να παρακαμφθεί η εφαρμογή εθνικής διατάξεως σχετικά με την ακυρότητα ασφαλιστικής σύμβασης η οποία, άλλως, θα ήταν αντιτάξιμη έναντι του προσώπου που προέβη στις ψευδείς δηλώσεις.

64.      Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει, σύμφωνα με τους περί αποδείξεως κανόνες του εθνικού δικαίου και εφόσον δεν θίγεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, αν τυχόν συντρέχουν, στην περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης, οι περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν καταχρηστική ή δόλια πρακτική (26). Το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, μπορεί, εφόσον είναι αναγκαίο, να παράσχει ενδείξεις στα εθνικά δικαστήρια για να τα καθοδηγήσει κατά την εκτίμηση των συγκεκριμένων υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνονται (27). Θα διατυπώσω, επομένως, ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης της απάτης ή της καταχρήσεως σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει να παράσχει τέτοιες ενδείξεις στο αιτούν δικαστήριο.

2)      Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως της απάτης και της καταχρήσεως

65.      Προκειμένου να υφίσταται καταχρηστική πρακτική απαιτείται να πληρούται ένα αντικειμενικό και ένα υποκειμενικό στοιχείο.

66.      Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (28), προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής, απαιτείται αφενός μεν η συνδρομή ενός συνόλου αντικειμενικών περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη νομοθεσία αυτή σκοπός, αφετέρου δε η ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος από τη νομοθεσία της Ένωσης δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να αντλήσει το όφελος αυτό.

67.      Κατά τη γνώμη μου, στο μέτρο που, εν προκειμένω, ο επιδιωκόμενος από τη νομοθεσία της Ένωσης σκοπός φαίνεται a priori να έχει επιτευχθεί, θεωρώ σκόπιμο να ξεκινήσω την ανάλυση όχι από το αντικειμενικό, αλλά από το υποκειμενικό στοιχείο, προκειμένου να καθοριστεί ποια ήταν η πρόθεση του ενδιαφερομένου και να εξακριβωθεί αν η πρόθεση αυτή συνιστά κατάχρηση και αν, ενδεχομένως, το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι ικανό να διακυβεύσει τον σκοπό του δικαίου της Ένωσης (29).

68.      Πράγματι, σκοπός των άρθρων 3 και 13 της οδηγίας 2009/103 είναι να διασφαλιστεί ότι, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει η οδηγία αυτή, κάθε ζημιωθείς από τροχαίο ατύχημα έχει το δικαίωμα να αποζημιωθεί και να αποκλειστεί η εφαρμογή των εθνικών διατάξεων και των συμβατικών ρητρών που είναι ικανές να περιορίσουν το δικαίωμα αυτό.

69.      Δεν αμφισβητείται ότι ο PQ τραυματίστηκε κατά το επίμαχο στην κύρια δίκη ατύχημα και ότι, κατά το εφαρμοστέο δίκαιο, δικαιούται αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το ατύχημα αυτό συνέβη υπό τεχνητά δημιουργηθείσες περιστάσεις ή ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο οδηγός αποκλείεται από τα πρόσωπα που καλύπτονται από την ασφάλιση (30), αντί να οδηγήσει ο ίδιος το όχημα, ο PQ έλαβε τη θέση του επιβάτη προκειμένου να μπορέσει να αποζημιωθεί από τον ασφαλιστή σε περίπτωση ατυχήματος.

70.      Επιπλέον, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι, με το επιχείρημά της, η Matmut δεν υποστηρίζει ότι ο TN οδηγούσε το εν λόγω όχημα κατά τον χρόνο του ατυχήματος, αλλά ότι αυτός δεν είχε δηλωθεί ως συνήθης οδηγός του οχήματος αυτού κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Συναφώς, αν ο PQ ήταν ο συνήθης οδηγός του οχήματος και ο TN το οδηγούσε περιστασιακά, δεν θα ετίθετο ζήτημα ακυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης. Πράγματι, η οδηγία 2009/103 αντιτίθεται στον αποκλεισμό της υποχρέωσης του ασφαλιστή να αποζημιώσει το θύμα τροχαίου ατυχήματος στο οποίο εμπλέκεται ασφαλισμένο όχημα όταν το ατύχημα αυτό προκλήθηκε από πρόσωπο το οποίο δεν είναι το πρόσωπο που αφορά το ασφαλιστήριο συμβόλαιο (31).

71.      Επομένως, το επιχείρημα της Matmut αφορά το γεγονός ότι ο PQ προέβη σε ψευδή δήλωση κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης και ότι επιδιώκει να αποκλείσει, όχι προς όφελος οποιουδήποτε θύματος αλλά προς ίδιον όφελος, εθνική διάταξη βάσει της οποίας η εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση είναι άκυρη λόγω της ψευδούς αυτής δηλώσεως.

72.      Συναφώς, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο χρησιμοποιεί διαφορετικές διατυπώσεις για να περιγράψει το υποκειμενικό στοιχείο καταχρηστικής ή δόλιας πρακτικής.

73.      Πράγματι, σε ορισμένες αποφάσεις του, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το υποκειμενικό στοιχείο συνίσταται στη βούληση αποκόμισης οφέλους από τη νομοθεσία της Ένωσης δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να αντλήσει το όφελος αυτό (32), ενώ, σε άλλες αποφάσεις, υπογραμμίζει ότι το στοιχείο αυτό υφίσταται μόνον αν ο κύριος σκοπός των επίμαχων πρακτικών είναι η αποκόμιση ενός τέτοιου οφέλους (33).

74.      Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά την καταστρατήγηση του εθνικού δικαίου μέσω του παράγωγου δικαίου, η απαγόρευση τέτοιων πρακτικών δεν ασκεί επιρροή οσάκις οι οικείες πράξεις μπορούν να έχουν άλλη δικαιολόγηση πλην της απλής αντλήσεως αδικαιολόγητου οφέλους (34).

75.      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν ο κύριος σκοπός της επίμαχης πρακτικής του PQ περιοριζόταν στην καταστρατήγηση εθνικών διατάξεων οι οποίες άλλως θα ήταν εφαρμοστέες. Συναφώς, για τον έλεγχο της ύπαρξης καταχρηστικής πρακτικής το αιτούν δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των προηγούμενων και των επόμενων της προβαλλόμενης ως καταχρηστικής πράξης (35).

76.      Όπως αντιλαμβάνομαι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ο PQ προέβη σε ψευδείς δηλώσεις προκειμένου να τηρήσει την υποχρέωση ασφάλισης του σχετικού οχήματος και να επωφεληθεί από ευνοϊκότερο ασφάλιστρο από εκείνο που θα έπρεπε να καταβληθεί αν ο ασφαλιστής γνώριζε την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του οχήματος αυτού. Πράγματι, από την απόφαση περί παραπομπής φαίνεται να προκύπτει ότι ο λόγος των ψευδών αυτών δηλώσεων ήταν να μη δηλωθεί ο TN ως συνήθης οδηγός του εν λόγω οχήματος, λαμβανομένου υπόψη του ότι είχε καταδικαστεί προηγουμένως για οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Το γεγονός αυτό μετέβαλε προδήλως την εκτίμηση του κινδύνου για τον ασφαλιστή.

77.      Επομένως, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο PQ προέβη σε ψευδείς δηλώσεις με κύριο σκοπό να επικαλεστεί ο ίδιος τα άρθρα 3 και 13 της οδηγίας 2009/103 και να καταστρατηγήσει εθνική διάταξη σχετική με τις κατά νόμον προϋποθέσεις ακυρότητας των ασφαλιστικών συμβάσεων. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας αυτής, ο PQ πρέπει να θεωρηθεί ως «τρίτος, θύμα ατυχήματος».

78.      Όσον αφορά τις εξακριβώσεις αυτές, πρέπει να προστεθεί ότι το πρόσωπο στο οποίο προσάπτεται ότι χρησιμοποιεί δόλιες ή καταχρηστικές πρακτικές πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αντικρούσει τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο ισχυρισμός αυτός, τηρουμένων των εγγυήσεων που απορρέουν από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (36).

79.      Για λόγους πληρότητας, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα αν το άρθρο L. 113‑8 του ασφαλιστικού κώδικα πρέπει να θεωρηθεί ως εθνική διάταξη με την οποία ο Γάλλος νομοθέτης επιδιώκει να αντιμετωπίσει τις δόλιες και καταχρηστικές πρακτικές των αντισυμβαλλομένων στη σύμβαση ασφάλισης. Εντούτοις, μια τέτοια εθνική διάταξη δύναται να εφαρμοστεί μόνο στην περίπτωση στην οποία η συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου θα θεωρούνταν ούτως ή άλλως, δυνάμει της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί απαγόρευσης της απάτης και της καταχρήσεως, ως δόλια ή καταχρηστική (37). Πράγματι, η εφαρμογή μιας τέτοιας εθνικής διάταξης δεν επιτρέπεται να θίγει την πλήρη αποτελεσματικότητα και την ομοιόμορφη εφαρμογή των άρθρων 3 και 13 της οδηγίας 2009/103 (38). Δεν δύναται επομένως να αλλοιώνει το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών (39), όπερ θα συνέβαινε αν ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης στερούνταν της ιδιότητας του «τρίτου, θύματος ατυχήματος», κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων.

80.      Υπό τις συνθήκες αυτές, απομένει να καθοριστεί αν η πρακτική αποτελεσματικότητα των άρθρων 3 και 13 της οδηγίας 2009/103 αντιτίθεται στην επίκληση της ακυρότητας σύμβασης ασφάλισης έναντι τρίτου, θύματος ατυχήματος, ο οποίος είναι ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης και ο οποίος προέβη σε ψευδείς δηλώσεις κατά τη σύναψη της σύμβασης αυτής.

2.      Επί της πρακτικής αποτελεσματικότητας των άρθρων 3 και 13 της οδηγίας 2009/103

α)      Το αντιτάξιμο της ακυρότητας συμβάσεως έναντι τρίτου, θύματος ατυχήματος

81.      Εν προκειμένω, τίθεται το ζήτημα αν η μη αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσης από ασφαλιστική εταιρία μπορεί να προκύπτει από το αντιτάξιμο, έναντι του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης, της ακυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία απορρέει από ψευδείς δηλώσεις του εν λόγω αντισυμβαλλομένου.

82.      Όπως προανέφερα (40), η οδηγία 2009/103 δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση των κατά νόμον προϋποθέσεων εγκυρότητας των ασφαλιστικών συμβάσεων. Μολονότι τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν τις προϋποθέσεις αυτές, οφείλουν να τηρούν, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, το δίκαιο της Ένωσης και οι εθνικές διατάξεις που ρυθμίζουν την αποζημίωση για ζημίες που προκαλούνται από την κυκλοφορία αυτοκίνητων οχημάτων δεν μπορούν να καταλύουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής.

83.      Επομένως, μολονότι η οδηγία 2009/103 δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι η ασφαλιστική σύμβαση είναι άκυρη όταν αυτή συνάπτεται βάσει ψευδών δηλώσεων του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης, η οδηγία αυτή περιορίζει τα αποτελέσματα της ακυρότητας στο μέτρο που αυτή μπορεί να υπονομεύσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω πράξεως του δικαίου της Ένωσης.

84.      Συναφώς, το αντιτάξιμο της ακυρότητας ασφαλιστικής σύμβασης έναντι επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, ο οποίος είναι ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, συνεπάγεται τη μη καταβολή αποζημίωσης στο πρόσωπο αυτό και, κατά συνέπεια, θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2009/103. Η ερμηνεία αυτή δεν ανατρέπεται από το ενδεχόμενο να αποζημιωθεί το εν λόγω πρόσωπο από το FGAO.

β)      Η παρέμβαση του οργανισμού που είναι υπεύθυνος για την καταβολή αποζημίωσης στα θύματα

85.      Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εάν το γεγονός ότι το FGAO υποχρεούται να αποζημιώσει το θύμα στην περίπτωση που κριθεί αντιτάξιμη έναντι αυτού η ακυρότητα της σύμβασης δύναται να επηρεάσει την ερμηνεία που πρέπει να γίνει δεκτή.

86.      Συναφώς, κατά το άρθρο 10 της οδηγίας 2009/103, κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να «ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στο άρθρο 3.»

87.      Εντούτοις, όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο (41), η διαπίστωση ότι εθνική διάταξη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μη καταβολή αποζημίωσης σε τρίτους, θύματα ατυχήματος, και, κατά συνέπεια, είναι ικανή να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2009/103 δεν ανατρέπεται από τη δυνατότητα καταβολής αποζημίωσης στο θύμα από οργανισμό που συστάθηκε προς συμμόρφωση στο άρθρο 10 της οδηγίας αυτής.

88.      Πράγματι, η παρέμβαση ενός τέτοιου οργανισμού προβλέφθηκε ως ύστατο μέτρο, μόνο για την περίπτωση όπου οι ζημίες προκλήθηκαν από όχημα σε σχέση με το οποίο δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση ασφάλισης. Η ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων είναι υποχρεωτική και εναπόκειται στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε, υπό την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπει η οδηγία 2009/103, κάθε κύριος ή κάτοχος οχήματος με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να συνάπτει σύμβαση με ασφαλιστική εταιρία. Η παράλειψη ενός κράτους μέλους να συμμορφωθεί με αυτή την υποχρέωση εποπτείας δεν θα πρέπει να αποβαίνει εις βάρος των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων και, στην περίπτωση αυτή, ο οργανισμός που έχει ιδρυθεί ή εγκριθεί από το εν λόγω κράτος μέλος είναι εκείνος που πρέπει να αποζημιώσει τα θύματα. Αντιθέτως, δεν χωρεί παρέμβαση εγκεκριμένου οργανισμού προκειμένου να απαλλαγεί ο ασφαλιστής από την ευθύνη του όταν έχει τηρηθεί η υποχρέωση σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης.

3.      Συμπέρασμα ως προς το πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος

89.      Κατόπιν της προεκτεθείσας αναλύσεως, φρονώ κατ’ αρχάς ότι το γεγονός ότι ο επιβάτης που υπήρξε θύμα του ατυχήματος είναι ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, ο οποίος προέβη σε ψευδείς δηλώσεις ως προς την ταυτότητα του συνήθους οδηγού κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, ουδόλως μεταβάλλει την ιδιότητά του ως «τρίτου, θύματος ατυχήματος», κατά την έννοια της οδηγίας 2009/103, και την προστασία που παρέχεται στα πρόσωπα που φέρουν την ιδιότητα αυτή (42). Εν συνεχεία, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης της απάτης και της καταχρήσεως επιτρέπει να στερηθεί το εν λόγω πρόσωπο της προστασίας αυτής (43). Τέλος, η οδηγία αυτή θα στερείτο πρακτικής αποτελεσματικότητας αν ο ασφαλιστής αρνούνταν στο πρόσωπο αυτό το δικαίωμα αποζημίωσης λόγω του αντιτάξιμου της ακυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία απορρέει από τις εν λόγω ψευδείς δηλώσεις (44).

90.      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 3 και 13 της οδηγίας 2009/103 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει να αντιτάσσεται σε επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν αυτός είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, η ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης που καλύπτει την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, ακυρότητα η οποία απορρέει από σκόπιμη ψευδή δήλωση του εν λόγω αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης ως προς τον συνήθη οδηγό του οχήματος.

Γ.      Το δικαίωμα αναγωγής

91.      Υπενθυμίζεται ότι το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος αφορά το ζήτημα αν τα άρθρα 3 και 13 της οδηγίας 2009/103 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται επίσης σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στον ασφαλιστή να ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά του επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν αυτός είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, το οποίο θεμελιώνεται στη σκόπιμη ψευδή δήλωσή του όσον αφορά τον συνήθη οδηγό του οικείου οχήματος, προκειμένου να του καταβληθούν τα ποσά που κατέβαλε στον επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής.

92.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, θα εξετάσω κατ’ αρχάς αν οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της ευθύνης του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης για τις αρχικές ψευδείς δηλώσεις διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Αν αυτό δεν συμβαίνει, θα εξετάσω στη συνέχεια αν το δίκαιο αυτό αντιτίθεται παρά ταύτα στη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του αντισυμβαλλομένου μέσω της ασκήσεως αγωγής εξ αναγωγής από τον ασφαλιστή.

1.      Οι προϋποθέσεις ευθύνης του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης

93.      Μολονότι το Δικαστήριο δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να αποφανθεί επί της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης του δικαιώματος του ασφαλιστή να στραφεί αναγωγικώς κατά ζημιωθέντος επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν αυτός είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης και το πρόσωπο που προέβη σε ψευδείς δηλώσεις κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, από τη νομολογία μπορούν να αντληθούν χρήσιμα διδάγματα εν προκειμένω (45).

94.      Η απόφαση Churchill Insurance Company Limited και Evans αφορούσε αγωγή εξ αναγωγής κατά ζημιωθέντος από ατύχημα (46).

95.      Η απόφαση αυτή αφορούσε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία επέτρεπε στον ασφαλιστή να αξιώσει την επιστροφή από τον ασφαλισμένο του ποσού που κατέβαλε λόγω της ευθύνης του βάσει της σύμβασης. Από την ανάγνωση της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι η διάταξη αυτή επιδεχόταν δύο διαφορετικών ερμηνειών και ότι αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο ανταλλαγής επιχειρημάτων μεταξύ των διαδίκων.

96.      Πράγματι, σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία, η επίμαχη εθνική διάταξη προέβλεπε τη δυνατότητα αναγωγής κατά του ασφαλισμένου προκειμένου να επιστραφεί η αποζημίωση αυτή όταν ο εν λόγω ασφαλισμένος προκάλεσε ή επέτρεψε τη χρήση του οχήματος από τον οδηγό που προκάλεσε το ατύχημα (47). Σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία, η διάταξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον αυτόματο αποκλεισμό από την ασφαλιστική κάλυψη του θύματος τροχαίου ατυχήματος, το οποίο ήταν ασφαλισμένο ως οδηγός του οχήματος και επέτρεψε σε ανασφάλιστο τρίτο να το οδηγήσει (48). Το αιτούν δικαστήριο δέχθηκε τη δεύτερη αυτή ερμηνεία και, κατά συνέπεια, η απόφαση του Δικαστηρίου απηχεί την εν λόγω ερμηνεία.

97.      Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι από την ανάγνωση της απόφασης αυτής μπορεί να συναχθεί ότι διάταξη η οποία αποκλείει αυτομάτως το ευεργέτημα της αποζημίωσης που ενδεχομένως οφείλεται στον ασφαλισμένο (δεύτερη ερμηνεία) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/103, ενώ διάταξη η οποία παρέχει σε ασφαλιστή το δικαίωμα να στραφεί αναγωγικώς κατά του αντισυμβαλλομένου του λόγω της αστικής του ευθύνης (πρώτη ερμηνεία) δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

98.      Πράγματι, αφού επισήμανε ότι υποχρεούται να λάβει υπόψη την ερμηνεία του εθνικού δικαίου την οποία δέχθηκε το αιτούν δικαστήριο, ήτοι τη δεύτερη ερμηνεία, το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα προδικαστικά ερωτήματα «δεν [αφορούσαν] το ζήτημα αν είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης κανόνας που ρυθμίζει την αστική ευθύνη, αλλά το ζήτημα αν είναι συμβατή με το εν λόγω δίκαιο διάταξη η οποία, σύμφωνα με την ερμηνεία του αιτούντος δικαστηρίου, αποκλείοντας αυτομάτως το ευεργέτημα της αποζημιώσεως που ενδεχομένως οφείλεται στον ασφαλισμένο, περιορίζει το εύρος της ασφαλιστικής καλύψεως της αστικής ευθύνης» (49). Το Δικαστήριο έκρινε συνεπώς ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης.

99.      Η ερμηνεία αυτή της αποφάσεως Churchill Insurance Company Limited και Evans (50) επιρρωννύεται από τη διάταξη BUL INS (51), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 13 της οδηγίας 2009/103 αφορά τους ενδεχόμενους περιορισμούς της ασφαλιστικής κάλυψης της αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, θυμάτων ατυχήματος, και όχι τις αγωγές εξ αναγωγής που ασκούνται από τον ασφαλιστή μετά την καταβολή αποζημίωσης στον ζημιωθέντα.

100. Επομένως, οι προϋποθέσεις σχετικά με τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης όσον αφορά τα ποσά που κατέβαλε ο ασφαλιστής κατόπιν ατυχήματος δεν διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Απομένει να καθοριστεί αν οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης αυτής, τις οποίες αφορά το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, είναι εντούτοις ικανές να θίξουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2009/103.

2.      Η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2009/103 και η αγωγή εξ αναγωγής

101. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο ασφαλιστής δύναται να στραφεί αναγωγικώς κατά του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης προκειμένου να του επιστραφεί το σύνολο των ποσών που του κατέβαλε σε εκτέλεση της σύμβασης ασφάλισης.

102. Μολονότι οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της ευθύνης του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητά τους στον τομέα αυτόν τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, χωρίς να θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαίου.

103. Συναφώς, στη νομολογία του περί πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας 2009/103, το Δικαστήριο προβαίνει σε διάκριση μεταξύ, αφενός, των διατάξεων που περιορίζουν την κάλυψη της αστικής ευθύνης του ασφαλιστή στη σχέση μεταξύ του τρίτου, θύματος ατυχήματος, και του ασφαλιστή και, αφετέρου, των διατάξεων του εθνικού συστήματος αστικής ευθύνης που καθορίζουν την ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι ενός τέτοιου τρίτου, θύματος ατυχήματος (52). Κατ’ αρχήν, οι πρώτες εκ των διατάξεων αυτών είναι εκείνες που ενδέχεται να θίξουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής (53). Πράγματι, κατά γενικό κανόνα, η ευθύνη του ασφαλιστή απορρέει από την αστική ευθύνη που υπέχει ο ασφαλισμένος και η εν λόγω οδηγία δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση των συστημάτων αστικής ευθύνης στα κράτη μέλη.

104. Εξάλλου, κατά την ίδια νομολογία, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική τους αποτελεσματικότητα, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες θίγουν το αποτέλεσμα αυτό, καθόσον με τον αυτόματο αποκλεισμό ή τον δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος του θύματος προς αποζημίωση βάσει της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων διακυβεύεται η επίτευξη του σκοπού της προστασίας των θυμάτων των τροχαίων ατυχημάτων, τον οποίον εξακολουθεί να επιδιώκει, και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, ο νομοθέτης της Ένωσης (54).

105. Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, διαπιστώνεται ότι εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στον ασφαλιστή να στραφεί κατά του επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν αυτός είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης και το πρόσωπο που προέβη σε ψευδείς δηλώσεις κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, προκειμένου ο ασφαλιστής να επιτύχει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε στον εν λόγω επιβάτη, θύμα του ατυχήματος, σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, είναι ικανή να προσβάλει το δικαίωμα του προσώπου αυτού να λάβει αποζημίωση βάσει της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και, ως εκ τούτου, να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2009/103.

106. Πράγματι, μια τέτοια εθνική ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζει τη σχέση μεταξύ του τρίτου, θύματος ατυχήματος, και του ασφαλιστή, χωρίς να επηρεάζει την αστική ευθύνη του ασφαλισμένου που ευθύνεται άμεσα για το τροχαίο ατύχημα. Το γεγονός ότι η εν λόγω εθνική ρύθμιση επιδιώκει να επιβάλει κύρωση για τις ψευδείς δηλώσεις στις οποίες προέβη ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης δεν ανατρέπει την εκτίμηση αυτή. Πράγματι, το γεγονός ότι ο επιβάτης που υπήρξε θύμα του ατυχήματος είναι ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, ο οποίος προέβη σε ψευδείς δηλώσεις ως προς την ταυτότητα του συνήθους οδηγού κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, ουδόλως μεταβάλλει την ιδιότητά του ως «τρίτου, θύματος ατυχήματος», κατά την έννοια της οδηγίας 2009/103 (55).

107. Συναφώς, είναι βεβαίως αληθές ότι, στην απόφαση Ruiz Bernáldez (56), το Δικαστήριο έκρινε ότι «η σύμβαση υποχρεωτικής ασφαλίσεως μπορεί […] να προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις αυτές, ο ασφαλιστής θα έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του ασφαλισμένου». Εντούτοις, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στη δυνατότητα του ασφαλιστή να στραφεί αναγωγικώς κατά του προσώπου με το οποίο συνήψε την ασφαλιστική σύμβαση όταν το πρόσωπο αυτό είναι επίσης ο τρίτος, θύμα ατυχήματος, κατά την έννοια της οδηγίας 2009/103.

108. Πράγματι, όπως υπογραμμίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, στην απόφαση Ruiz Bernáldez (57), ο ασφαλισμένος ήταν ο οδηγός του οχήματος και ο υπαίτιος της ζημίας, οπότε δεν ετίθετο ζήτημα κινδύνου προσβολής του δικαιώματος αποζημιώσεως του θύματος λόγω της αγωγής αυτής. Εξάλλου, οι εκτιμήσεις του Δικαστηρίου αφορούσαν, ειδικότερα, ρήτρα ασφαλιστικής σύμβασης που επιτρέπει στον ασφαλιστή να στραφεί κατά του ασφαλισμένου, προκειμένου να του επιστραφούν τα ποσά που καταβλήθηκαν στο θύμα τροχαίου ατυχήματος, το οποίο προκλήθηκε από οδηγό τελούντα σε κατάσταση μέθης (58). Τουναντίον, από κανένα στοιχείο της απόφασης αυτής δεν προκύπτει ότι μια τέτοια αγωγή εξ αναγωγής μπορεί να ασκηθεί, χωρίς κανέναν περιορισμό από το δίκαιο της Ένωσης, κατά του αποζημιωθέντος από τον ασφαλιστή. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η σύμβαση υποχρεωτικής ασφαλίσεως δεν μπορεί να προβλέπει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις και, ιδίως, στην περίπτωση κατά την οποία ο οδηγός του οχήματος τελούσε σε κατάσταση μέθης, ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση για τις σωματικές βλάβες και τις υλικές ζημίες που προκλήθηκαν σε τρίτους από το ασφαλισμένο όχημα» (59).

109. Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι αγωγή εξ αναγωγής, όπως αυτή την οποία αφορά το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, αγνοεί την ανάγκη διασφάλισης της αναλογικότητας ενός μέτρου που σκοπεί να στερήσει από το θύμα το δικαίωμα να λάβει αποζημίωση από τον ασφαλιστή.

110. Πράγματι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η ακυρότητα της σύμβασης απορρέει από ψευδείς δηλώσεις οι οποίες μετέβαλαν την εκτίμηση του κινδύνου για τον ασφαλιστή και, ως εκ τούτου, το κόστος της ασφάλισης, χωρίς να έχουν καμία επιρροή επί του ατυχήματος και επί της έκτασης της ζημίας. Αν, όμως, ασκηθεί αγωγή με αίτημα την επιστροφή του συνόλου των ποσών που καταβλήθηκαν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη σε τροχαίο ατύχημα, υπό την κάλυψη της επιβολής κυρώσεων για τις ψευδείς δηλώσεις του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης ως προς την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του οχήματος, στην πράξη, η εν λόγω αγωγή έχει ως αποτέλεσμα να στερείται το πρόσωπο αυτό, οριστικώς και κατά τρόπο δυσανάλογο, της προστασίας που παρέχει η οδηγία 2009/103 στα θύματα τέτοιων ατυχημάτων.

111. Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 3 και 13 της οδηγίας 2009/103 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται επίσης σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στον ασφαλιστή να ασκήσει κατά του επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν αυτός είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, ένδικο βοήθημα το οποίο θεμελιώνεται στη σκόπιμη ψευδή δήλωση του εν λόγω προσώπου όσον αφορά τον συνήθη οδηγό του οικείου οχήματος, και με το οποίο ζητεί να του επιστραφούν τα ποσά που κατέβαλε, σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, στον επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος.

V.      Πρόταση

112. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) ως εξής:

Τα άρθρα 3 και 13 της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής,

έχουν την έννοια ότι:

–        αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει να αντιτάσσεται έναντι επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν αυτός είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, η ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης που καλύπτει την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, ακυρότητα η οποία απορρέει από σκόπιμη ψευδή δήλωση του εν λόγω αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση ασφάλισης ως προς τον συνήθη οδηγό του οικείου οχήματος·

–        αντιτίθενται επίσης σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στον ασφαλιστή να ασκήσει, κατά του επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν αυτός είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, ένδικο βοήθημα το οποίο θεμελιώνεται στη σκόπιμη ψευδή δήλωση του εν λόγω προσώπου όσον αφορά τον συνήθη οδηγό του οικείου οχήματος, και με το οποίο ζητεί να του επιστραφούν τα ποσά που κατέβαλε, σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, στον επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017 (C‑287/16, EU:C:2017:575).


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (ΕΕ 2009, L 263, σ. 11).


4      Επισημαίνεται ότι στην απόφαση περί παραπομπής δεν αναφέρεται σαφώς η ταυτότητα των προσώπων που εμπίπτουν στην κατηγορία των θυμάτων, πλην του PQ. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης, η MAAF εμπίπτει στην κατηγορία αυτή, καθόσον από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η εταιρία αυτή παρέσχε ασφαλιστική κάλυψη στο δεύτερο όχημα που ενεπλάκη στο ατύχημα της 5ης Οκτωβρίου 2012 (βλ. σημείο 2 της απόφασης περί παραπομπής, σύμφωνα με το οποίο «[σ]το ατύχημα […] ενεπλάκη επίσης ένα άλλο όχημα ασφαλισμένο στην εταιρία MAAF»). Μολονότι η MAAF κατέβαλε αποζημίωση σε ζημιωθέντα λόγω του ατυχήματος αυτού, η συμμετοχή της στη διαδικασία εξηγείται από το γεγονός ότι υποκατέστησε το πρόσωπο αυτό στα δικαιώματά του και ότι μπορεί να τα επικαλεστεί έναντι του υπαιτίου του εν λόγω ατυχήματος.


5      Μολονότι το άρθρο R. 211-13 του ασφαλιστικού κώδικα δεν περιλαμβάνεται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, εντούτοις περιλαμβάνεται στις γραπτές παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κατ’ ουσίαν, το άρθρο αυτό μνημονεύει διάφορες διατάξεις του ασφαλιστικού δικαίου που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό της ευθύνης του ασφαλιστή, όπως είναι η απαλλαγή του ασφαλιστή, οι οποίες δεν είναι αντιτάξιμες έναντι των θυμάτων ή των ελκόντων δικαιώματα εξ αυτών. Επιπλέον, το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις που αφορούν οι ως άνω, μη αντιτάξιμες έναντι των προσώπων αυτών διατάξεις, «ο ασφαλιστής προβαίνει στην καταβολή αποζημιώσεως για λογαριασμό του υπευθύνου» και ότι «[ο ασφαλιστής] μπορεί να ασκήσει κατά [του υπευθύνου] αγωγή για την επιστροφή όλων των ποσών που, ως εκ τούτου, κατέβαλε ή ενέγραψε στο αποθεματικό εκ μέρους του».


6      Απόφαση του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 29ης Αυγούστου 2019, 2ο πολιτικό τμήμα, αίτηση αναιρέσεως αριθ. 18‑14.768.


7      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Cartesio (C‑210/06, EU:C:2008:723, σκέψη 67).


8      Βλ., προσφάτως, διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021, Liberty Seguros (C‑375/20, στο εξής: διάταξη Liberty Seguros, EU:C:2021:861, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


9      Βλ., ενδεικτικά, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2023, Sparkasse Südpfalz (C‑206/22, EU:C:2023:984, σκέψεις 19 έως 24).


10      Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Fidelidade-Companhia de Seguros (C‑287/16, EU:C:2017:575, σκέψη 31), και διάταξη Liberty Seguros (σκέψη 64).


11      Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Fidelidade-Companhia de Seguros (C‑287/16, EU:C:2017:575, σκέψη 32), και διάταξη Liberty Seguros (σκέψη 65).


12      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2023, KBC Verzekeringen (C‑286/22, EU:C:2023:767, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Βλ., προσφάτως, διάταξη Liberty Seguros (σκέψη 56). Βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 14ης Ιουνίου 2001, Helgadóttir (E‑7/00, EFTA Court Report 2000-2001, σκέψη 30).


14      Πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Van Ameyde España (C‑923/19, EU:C:2021:475, σκέψη 23).


15      Πρβλ. διάταξη Liberty Seguros (σκέψη 62).


16      Πρβλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013, Drozdovs (C‑277/12, EU:C:2013:685, σκέψη 42), της 15ης Δεκεμβρίου 2022, HUK-COBURG-Allgemeine Versicherung (C‑577/21, EU:C:2022:992, σκέψη 41), και της 10ης Ιουνίου 2021, Van Ameyde España (C‑923/19, EU:C:2021:475, σκέψη 42).


17      Πρβλ. διάταξη Liberty Seguros (σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2005, Candolin κ.λπ. (C‑537/03, EU:C:2005:417, σκέψεις 27, 32 και 33).


19      Βλ. σημείο 41 των παρουσών προτάσεων.


20      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Churchill Insurance Company και Evans (C‑442/10, EU:C:2011:548, σημείο 23).


21      Βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Delgado Mendes (C‑503/16, EU:C:2017:681, σκέψη 44).


22      Βλ. σημείο 45 των παρουσών προτάσεων.


23      Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Fidelidade-Companhia de Seguros (C‑287/16, EU:C:2017:575, σκέψη 27).


24      Βλ. διάταξη Liberty Seguros (σκέψη 70).


25      Επί της διακρίσεως αυτής, η οποία περιγράφεται με όρους σχεδόν πανομοιότυπους με εκείνους που χρησιμοποιούνται στο εν λόγω χωρίο, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Halifax κ.λπ. (C‑255/02, EU:C:2005:200, σημείο 63).


26      Πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Kratzer (C‑423/15, EU:C:2016:604, σκέψη 42).


27      Βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, N Luxembourg 1 κ.λπ. (C‑115/16, C‑118/16, C‑119/16 και C‑299/16, EU:C:2019:134, σκέψη 126).


28      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ. (C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 285).


29      Πρβλ. Butler, G., και Sørensen, K. E., «The prohibition of abuse of EU law: a special general principle», σε Ziegler, K. S., Neuvonen, P. J., Moreno-Lax, V., Research Handbook on General Principles in EU law, Edward Elgar Publishing, Cheltenham – Northampton 2022, σ. 415.


30      Βλ. σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.


31      Πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, BTA Baltic Insurance Company (C‑648/17, EU:C:2018:917, σκέψη 46).


32      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ. (C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 285).


33      Πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Kratzer (C‑423/15, EU:C:2016:604, σκέψη 40).


34      Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, Agip Petroli (C‑456/04, EU:C:2006:241, σκέψη 23), και της 8ης Ιουνίου 2017, Vinyls Italia (C‑54/16, EU:C:2017:433, σκέψη 52).


35      Πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ. (C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 34).


36      Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 56), και της 26ης Φεβρουαρίου 2019, T Danmark και Y Denmark (C‑116/16 και C‑117/16, EU:C:2019:135, σκέψη 99).


37      Βλ. Szpunar, M., «Quelques remarques générales sur le concept de l’abus de droit en droit de l’Union», La Cour de justice de l’Union européenne sous la présidence de Vassilios Skouris (2003-2015): liber amicorum Vassilios Skouris, Bruylant, Βρυξέλλες, 2015, σ. 623 έως 632.


38      Πρβλ. απόφαση της 23ης Μαρτίου 2000, Διαμαντής (C‑373/97, EU:C:2000:150, σκέψη 34).


39      Πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, Κεφαλάς κ.λπ. (C‑367/96, EU:C:1998:222, σκέψη 22).


40      Βλ. σημείο 35 των παρουσών προτάσεων.


41      Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Fidelidade-Companhia de Seguros (C‑287/16, EU:C:2017:575, σκέψη 35), και διάταξη Liberty Seguros (σκέψη 69).


42      Βλ. σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.


43      Βλ. σημείο 77 των παρουσών προτάσεων.


44      Βλ. σημείο 84 των παρουσών προτάσεων.


45      Πρβλ., επίσης, Pokrzywniak, J., «How far shall the protection of a traffic accident victim go under motor third party liability insurance?», Wiadomości Ubezpieczeniowe, 2024, αριθ. 1, σ. 31.


46      Απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011 (C‑442/10, EU:C:2011:799).


47      Βλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Churchill Insurance Company Limited και Evans (C‑442/10, EU:C:2011:799, σκέψη 21).


48      Βλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Churchill Insurance Company Limited και Evans (C‑442/10, EU:C:2011:799, σκέψεις 20 και 23).


49      Βλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Churchill Insurance Company Limited και Evans (C‑442/10, EU:C:2011:799, σκέψη 24).


50      Απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011 (C‑442/10, EU:C:2011:799).


51      Διάταξη της 9ης Ιανουαρίου 2024 (C‑387/23, EU:C:2024:2, σκέψη 24).


52      Πρβλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2012, Marques Almeida (C‑300/10, EU:C:2012:656, σκέψη 34).


53      Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, οι διατάξεις του εθνικού συστήματος αστικής ευθύνης μπορούν επίσης να θίξουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2009/103. Πράγματι, το Δικαστήριο φαίνεται να εξετάζει και τέτοιες εθνικές διατάξεις από την άποψη της συμβατότητάς τους με την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής. Βλ., ενδεικτικά, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2022, HUK-COBURG-Allgemeine Versicherung (C‑577/21, EU:C:2022:992, σκέψεις 45 έως 49). Βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 14ης Ιουνίου 2001, Helgadóttir (E‑7/00, EFTA Court Report 2000-2001, σκέψη 31).


54      Βλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Van Ameyde España (C‑923/19, EU:C:2021:475, σκέψη 44).


55      Βλ. σημείο 89 των παρουσών προτάσεων.


56      Απόφαση της 28ης Μαρτίου 1996 (C‑129/94, EU:C:1996:143, σκέψη 24).


57      Απόφαση της 28ης Μαρτίου 1996 (C‑129/94, EU:C:1996:143).


58      Βλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 1996, Ruiz Bernáldez (C‑129/94, EU:C:1996:143, σκέψη 23).


59      Βλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 1996, Ruiz Bernáldez (C‑129/94, EU:C:1996:143, σκέψη 24).

Top