This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62023CC0121
Opinion of Advocate General Kokott delivered on 11 July 2024.###
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 11ης Ιουλίου 2024.
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 11ης Ιουλίου 2024.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:615
Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JULIANE KOKOTT
της 11ης Ιουλίου 2024 (1)
Υπόθεση C‑121/23 P
Swissgrid AG
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Αίτηση αναιρέσεως – Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2195 – Άρθρο 1, παράγραφοι 6 και 7 – Διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς (ΔΣΜ) ηλεκτρικής ενέργειας – Συμμετοχή στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες για την ανταλλαγή τυποποιημένων προϊόντων ενέργειας εξισορρόπησης – Ευρωπαϊκή πλατφόρμα TERRE – Έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με το οποίο αρνείται να εγκρίνει τη συμμετοχή ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας δραστηριοποιούμενης στην Ελβετία και ζητεί τον αποκλεισμό του – Προσφυγή ακυρώσεως – Άρθρο 263 ΣΛΕΕ – Πράξη δεκτική προσφυγής – Πράξη που αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα – Διακριτική ευχέρεια – Έλλειψη ατομικού δικαιώματος προς λήψη έγκρισης – Δικαίωμα επιμελούς και αμερόληπτης εξέτασης του φακέλου της υπόθεσης και δικαίωμα αιτιολόγησης – Δικαίωμα ακροάσεως – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας»
I. Εισαγωγή
1. Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει τα όρια της έννοιας «πράξη δεκτική προσφυγής» και, ενδεχομένως, τη σχέση της με την έννοια της «πράξης που αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα» κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
2. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά περίπτωση στην οποία η νομοθεσία της Ένωσης στην οποία στηρίχθηκε η επίμαχη πράξη, δηλαδή ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2195 (2), επιφυλάσσει στον συντάκτη της, δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ευρεία εξουσία λήψης αποφάσεως, και μάλιστα διακριτική ευχέρεια, σχετικά με τη χορήγηση έγκρισης. Συνεπώς, κατ’ αντίστροφο τρόπο, ελλείψει δέσμιας αρμοδιότητας της Επιτροπής οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς δεν μπορούν να προβάλουν ατομικό δικαίωμα να λάβουν την έγκριση αυτή. Σε μια τέτοια περίπτωση, δικαιολογείται η άποψη ότι πράξη που δεν χορηγεί την έγκριση αυτή δεν μπορεί να προσβληθεί από τους εν λόγω φορείς διότι δεν αποσκοπεί «στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, ικανών να θίξουν τα συμφέροντ[ά] [τους], μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του[ς] κατάσταση» (3), ή, με άλλα λόγια, διότι η πράξη αυτή δεν είναι νομικά δεσμευτική και, ως εκ τούτου, δεν τους θίγει;
3. Αυτή ακριβώς την άποψη υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο στη διάταξη της 21ης Δεκεμβρίου 2022, Swissgrid κατά Επιτροπής (T‑127/21, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2022:868), κατά της οποίας η αναιρεσείουσα Swissgrid AG άσκησε την υπό κρίση αναίρεση. Με τη διάταξη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας για την ακύρωση της απόφασης που φέρεται να περιέχεται σε έγγραφο υπογεγραμμένο από διευθύντρια της γενικής διεύθυνσης ενέργειας (στο εξής: ΓΔ «Ενέργεια») της Επιτροπής (στο εξής: επίμαχο έγγραφο). Με το εν λόγω έγγραφο, η διευθύντρια αρνήθηκε να εγκρίνει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, τη συμμετοχή της Ελβετίας και της αναιρεσείουσας στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες για την ανταλλαγή τυποποιημένων προϊόντων ενέργειας εξισορρόπησης, ιδίως στην Trans European Replacement Reserves Exchange (ευρωπαϊκή πλατφόρμα για διασυνοριακές ανταλλαγές εφεδρειών αντικατάστασης, στο εξής: πλατφόρμα TERRE).
4. Ωστόσο, όπως θα εκτεθεί στις παρούσες προτάσεις, φρονώ ότι η εκτίμηση ότι η πράξη δεν είναι δεκτική προσφυγής επειδή δεν υπάρχει δέσμια αρμοδιότητα ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι το επίμαχο έγγραφο απαντά σε αίτηση της αναιρεσείουσας για τη χορήγηση έγκρισης κατόπιν της έκδοσης θετικών γνωμοδοτήσεων τόσο εκ μέρους των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς (στο εξής: ΔΣΜ) ηλεκτρικής ενέργειας που συμμετέχουν στην πλατφόρμα TERRE όσο και εκ μέρους του Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (στο εξής: ACER). Πράγματι, ούτε η ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής ούτε η έλλειψη ατομικού δικαιώματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή σε ορισμένη ενέργεια μπορούν, αυτές καθεαυτές, να αποκλείσουν τις πράξεις της από τον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να είναι σε θέση να ελέγξει αν η Επιτροπή, λαμβάνοντας την απόφαση που εμπεριέχεται στο επίμαχο έγγραφο, ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχει η οικεία νομοθεσία και αν, συνακόλουθα, είχε το δικαίωμα να λάβει την απόφαση την οποία αφορά το έγγραφο αυτό.
II. Το νομικό πλαίσιο: ο κανονισμός 2017/2195
5. Το άρθρο 1 του κανονισμού 2017/2195, με τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», ορίζει μεταξύ άλλων, ότι:
«1. Ο παρών κανονισμός καθορίζει λεπτομερή κατευθυντήρια γραμμή για την εξισορρόπηση ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης κοινών αρχών για την προμήθεια και την εκκαθάριση εφεδρειών διατήρησης συχνότητας, εφεδρειών αποκατάστασης συχνότητας και εφεδρειών αντικατάστασης, καθώς και κοινής μεθοδολογίας για την ενεργοποίηση εφεδρειών αποκατάστασης συχνότητας και εφεδρειών αντικατάστασης.
2. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς (“ΔΣΜ”), τους διαχειριστές συστημάτων διανομής (“ΔΣΔ”), συμπεριλαμβανομένων των κλειστών συστημάτων διανομής, τις ρυθμιστικές αρχές, τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας […], το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (“ΕΔΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας”), τρίτα μέρη στα οποία έχουν εκχωρηθεί ή ανατεθεί αρμοδιότητες και άλλους συμμετέχοντες στην αγορά.
[…]
6. Οι ευρωπαϊκές πλατφόρμες για την ανταλλαγή τυποποιημένων προϊόντων ενέργειας εξισορρόπησης μπορεί να είναι ανοιχτές σε ΔΣΜ που δραστηριοποιούνται στην Ελβετία, υπό την προϋπόθεση ότι το εθνικό της δίκαιο εφαρμόζει τις βασικές διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και ότι υφίσταται διακυβερνητική συμφωνία συνεργασίας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ της Ένωσης και της Ελβετίας, ή αν ο αποκλεισμός της Ελβετίας ενδέχεται να προκαλέσει μη προγραμματισμένες φυσικές ροές ισχύος μέσω της Ελβετίας οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του συστήματος της περιφέρειας.
7. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 6, η Επιτροπή αποφασίζει, με βάση γνωμοδότηση του Οργανισμού [Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας] και όλων των ΔΣΜ, σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, σχετικά με τη συμμετοχή της Ελβετίας στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες για την ανταλλαγή τυποποιημένων προϊόντων ενέργειας εξισορρόπησης. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ελβετικών ΔΣΜ συνάδουν με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ΔΣΜ που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, ώστε να είναι δυνατή η ομαλή λειτουργία της αγοράς εξισορρόπησης σε επίπεδο Ένωσης και να εξασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες.»
III. Το ιστορικό της διαφοράς
6. Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 2 έως 10 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης και μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.
7. Η νυν αναιρεσείουσα αποτελεί ανώνυμη εταιρεία ελβετικού δικαίου, η οποία συνιστά τον μοναδικό ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελβετία. Είναι μέλος του ευρωπαϊκού δικτύου ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας (European Network of Transmission System Operators for Electricity, στο εξής: ENTSO-E).
8. Ορισμένοι ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα, σχεδίασαν την πλατφόρμα TERRE, στην οποία η αναιρεσείουσα έχει ήδη συμμετάσχει (4), προφανώς χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως τη σχετική έγκριση της Επιτροπής.
9. Στις 7 Σεπτεμβρίου 2017, όλοι οι ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι συνήλθαν στο πλαίσιο του ENTSO-E, εξέδωσαν θετική γνωμοδότηση σχετικά με τη συμμετοχή της Ελβετίας στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, με την αιτιολογία ότι πληρούνταν η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 1, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού.
10. Στις 10 Απριλίου 2018, ο ACER εξέδωσε επίσης γνωμοδότηση σχετικά με τη συμμετοχή της Ελβετίας στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195. Με την εν λόγω γνωμοδότηση ο ACER υπογράμμισε ότι ήταν εν γένει σύμφωνος με τη γνωμοδότηση των ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας ως προς την αποτελεσματικότητα της πλήρους συμμετοχής της Ελβετίας σε αυτές τις πλατφόρμες (5). Επιπλέον, υπογράμμισε τη σημασία της εφαρμογής από την Ελβετία του συνόλου του κανονισμού 2017/2195 και της συναφούς νομοθεσίας, ώστε να εξασφαλίζονται ισότιμοι όροι για τους ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας της Ένωσης και της Ελβετίας.
11. Στις 31 Ιουλίου 2020, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ενέργεια» της Επιτροπής απέστειλε επιστολή στο ENTSO-E και στην αναιρεσείουσα, με την οποία αφενός εξέφραζε την έκπληξή του σχετικά με την πρόθεση των ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας να συμπεριλάβουν την αναιρεσείουσα στην πλατφόρμα TERRE ως πλήρες μέλος της, και αφετέρου επισήμαινε ότι η ενοποίηση και η εξισορρόπηση των αγορών προϋπέθεταν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο νομικά δεσμευτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, στο οποίο η Ελβετία δεν είχε ακόμη προσχωρήσει. Επομένως, οι ελβετικοί φορείς και ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας ευθύς εξαρχής δεν είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην εν λόγω πλατφόρμα. Επιπλέον, η επιστολή αυτή υπενθύμιζε ότι η Επιτροπή δεν είχε προβλέψει καμία εξαίρεση για την Ελβετία βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195.
12. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2020, η αναιρεσείουσα απάντησε στην Επιτροπή με το επιχείρημα ότι η πλήρης συμμετοχή της στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης ήταν απαραίτητη για λόγους ασφάλειας του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας. Κατ’ ουσίαν, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ότι η ίδια δεν είχε ληφθεί επαρκώς υπόψη κατά τη διαδικασία υπολογισμού της δυναμικότητας της Ένωσης και ότι δεν είχε επαρκώς συμπεριληφθεί στην ανάλυση της επιχειρησιακής ασφάλειας. Επιπλέον, παρέπεμψε στην αιτιολογία της γνωμοδότησης του ENTSO-E της 7ης Σεπτεμβρίου 2017 και της γνωμοδότησης του ACER της 10ης Απριλίου 2018.
13. Στις 5 Νοεμβρίου 2020, το ENTSO-E απάντησε στην Επιτροπή. Στην απάντηση αυτή οι ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας υπογράμμισαν ότι σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, η απόφαση σχετικά με τη συμμετοχή της Ελβετίας στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης εναπόκειται στην Επιτροπή, και υπενθύμισαν ότι οι ίδιοι και ο ACER είχαν γνωμοδοτήσει υπέρ της συμμετοχής αυτής.
14. Στις 8 Δεκεμβρίου 2020, η αναιρεσείουσα απέστειλε επιστολή στην Επιτροπή με την οποία, αφενός, υπενθύμιζε ότι οι ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας της Ένωσης καθώς και ο ACER είχαν γνωμοδοτήσει υπέρ της συμμετοχής της στην πλατφόρμα TERRE και, αφετέρου, ζητούσε από την Επιτροπή να εγκρίνει την εν λόγω συμμετοχή σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195.
15. Σε απάντηση στο από 5ης Νοεμβρίου 2020 έγγραφο του ENTSO-E, η διευθύντρια της ΓΔ «Ενέργεια» της Επιτροπής απηύθυνε το επίμαχο έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2020 προς το ENTSO-E επισημαίνοντας, πρώτον, ότι η συμμετοχή της αναιρεσείουσας στον σχεδιασμό της πλατφόρμας TERRE προσέκρουε στο εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης, δηλαδή στο άρθρο 1, παράγραφοι 6 και 7, του κανονισμού 2017/2195. Δεύτερον, υπενθύμισε ότι η γνωμοδότηση του ACER υπογράμμιζε τη σημασία της εφαρμογής από την Ελβετία του συνόλου του κανονισμού 2017/2195 και της συναφούς νομοθεσίας. Τρίτον, η διευθύντρια επισήμανε ότι ορισμένα μέτρα ανταποκρίνονταν επαρκώς στους κινδύνους που ενείχαν οι απρόβλεπτες φυσικές ροές ισχύος και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαία η συμμετοχή της Ελβετίας στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης. Συναφώς, υποστήριξε ότι το θεμέλιο της επιχειρησιακής ασφάλειας έγκειται, αφενός, στον (επαν)υπολογισμό των δυναμικοτήτων και, αφετέρου, στον συντονισμό της επιχειρησιακής ασφάλειας σε περιφερειακή βάση, στους οποίους ήδη είχε συμπεριληφθεί η Ελβετία. Τέταρτον, η διευθύντρια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε λόγο να εγκρίνει τη συμμετοχή της Ελβετίας στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης, ιδίως στην πλατφόρμα TERRE. Πέμπτον, ζήτησε από τους ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας να αποκλείσουν την αναιρεσείουσα από την πλατφόρμα TERRE το αργότερο έως την 1η Μαρτίου 2021. Αντίγραφο του εγγράφου αυτού κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
16. Σε ψήφισμα της 4ης Οκτωβρίου 2023 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, η σταθερότητα του δικτύου και η ασφάλεια του εφοδιασμού και της διαμετακόμισης εξαρτώνται από τη στενή συνεργασία μεταξύ της Ένωσης και της Ελβετίας και δηλώνει ότι ανησυχεί καθόσον ο αποκλεισμός της βιομηχανίας ενέργειας της Ελβετίας ενέχει συστημικούς κινδύνους για το συγχρονισμένο δίκτυο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Κατά το Κοινοβούλιο, μέχρι τη σύναψη θεσμικής συμφωνίας-πλαισίου μεταξύ της Ένωσης και της Ελβετίας, απαιτούνται τεχνικές λύσεις στο επίπεδο των ΔΣΜ και η συμπερίληψη της Ελβετίας στους υπολογισμούς της δυναμικότητας της Ένωσης, με στόχο να μετριαστούν μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τη σταθερότητα του περιφερειακού δικτύου και την ασφάλεια του εφοδιασμού (6).
IV. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη
17. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Φεβρουαρίου 2021 δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η αναιρεσείουσα ζήτησε την ακύρωση της απόφασης που φέρεται να περιέχεται στο επίμαχο έγγραφο.
18. Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Μαΐου 2021, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου υποστηρίζοντας ότι το επίμαχο έγγραφο δεν συνιστούσε πράξη δεκτική προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι δεν παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, αλλά αποτελούσε ανεπίσημη αλληλογραφία υπηρεσιακού χαρακτήρα μεταξύ εκπροσώπων των ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας και της ΓΔ «Ενέργεια». Εξάλλου, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε την ενεργητική της νομιμοποίηση βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το επίμαχο έγγραφο δεν την αφορούσε άμεσα.
19. Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι το επίμαχο έγγραφο δεν αποτελούσε πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.
20. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο έγγραφο εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του ως «πράξης που έχει ως σκοπό να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι της προσφεύγουσας» κατά την έννοια της νομολογίας (7). Κατά το Γενικό Δικαστήριο, το άρθρο 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, δεν παρέχει στην αναιρεσείουσα το δικαίωμα να ζητήσει και να λάβει από την Επιτροπή την έγκριση της συμμετοχής της Ελβετίας και, κατά συνέπεια, των ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας που δραστηριοποιούνται στην Ελβετία στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης, ιδίως στην πλατφόρμα TERRE. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να μην εγκρίνει τη συμμετοχή αυτή, ακόμη και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έγκριση που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού. Κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, μολονότι η τήρηση των δύο προϋποθέσεων του άρθρου 1, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει θέση επί του ζητήματος αν πρέπει να εγκριθεί η συμμετοχή αυτή, η διάταξη αυτή ουδόλως της επιβάλλει σχετική υποχρέωση. Εξάλλου, οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία θα στερούσε από το άρθρο 1, παράγραφος 7, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, την πρακτική του αποτελεσματικότητα (8).
21. Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έκδοση απόφασης που επιτρέπει στην Ελβετία και, ως εκ τούτου, στους ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας που είναι εγκατεστημένοι σε αυτήν να συμμετέχουν στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης εξαρτάται μόνον από την επιλογή της Επιτροπής, η οποία διαθέτει ως προς το ζήτημα αυτό διακριτική ευχέρεια. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η αναιρεσείουσα, ως ελβετικός ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας, δεν έχει ατομικό δικαίωμα να ζητήσει και να λάβει από την Επιτροπή απόφαση έγκρισης της συμμετοχής της Ελβετίας και, ως εκ τούτου, των εγκατεστημένων σε αυτήν ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας, στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης. Κατά συνέπεια, «το [επίμαχο] έγγραφο δεν πρέπει να […] θεωρηθεί ως απόφαση δυνάμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι της προσφεύγουσας, ικανά να μεταβάλουν τη νομική της κατάσταση […], καθόσον ουδόλως θίγει ατομικό δικαίωμα το οποίο θα περιόριζε την εξουσία λήψης αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία, εν προκειμένω, ασκείται κατά διακριτική ευχέρεια» (9).
V. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων
22. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Φεβρουαρίου 2023, η αναιρεσείουσα άσκησε την υπό κρίση αναίρεση.
23. Με την αίτηση αναίρεσης, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
– να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη,
– να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως,
– να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας της προσφυγής, και
– να επιφυλαχθεί για τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.
24. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και
– να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
25. Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Μαΐου 2024.
VI. Εκτίμηση
Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
26. Με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου περί του ότι το επίμαχο έγγραφο δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτής, ικανά να μεταβάλουν τη νομική της κατάσταση, με την αιτιολογία ότι το έγγραφο αυτό ουδόλως θίγει ατομικό δικαίωμα το οποίο θα περιόριζε τη διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195.
27. Προτείνω την από κοινού εξέταση των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως.
28. Πρώτον, θα εξετάσω το ζήτημα κατά πόσον το επίμαχο έγγραφο πληροί τα κριτήρια της έννοιας της «πράξης δεκτικής προσφυγής», λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την ουσία του και τη βούληση του συντάκτη του (Β).
29. Δεύτερον, θα εξετάσω κατά πόσον επηρεάζει τον χαρακτηρισμό του εγγράφου αυτού ως «πράξης δεκτικής προσφυγής», αφενός, η εξουσία εκτίμησης ή διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στην Επιτροπή ως προς τη χορήγηση έγκρισης σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, και αφετέρου, κατ’ αντίστροφο τρόπο, το γεγονός ότι ενδεχομένως δεν προβλέπεται σχετική δέσμια αρμοδιότητα της Επιτροπής ή ατομικό δικαίωμα της αναιρεσείουσας να λάβει την έγκριση αυτή (Γ).
30. Τρίτον, ως εκ περισσού, λαμβανομένου υπόψη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, θα αναλύσω το περιεχόμενο και τα όρια αυτής της εξουσίας εκτίμησης ή διακριτικής ευχέρειας απαντώντας στο επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι, εν προκειμένω, υφίστατο υπέρ αυτής ατομικό δικαίωμα και αντίστοιχη υποχρέωση της Επιτροπής να της χορηγήσει την έγκριση αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, θα απαντήσω επίσης ως προς τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, όπου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη σε σχέση με το ζήτημα αυτό (Δ).
Β. Κριτήρια της νομολογίας που διέπουν την έννοια της «πράξης δεκτικής προσφυγής» και ουσία του επίμαχου εγγράφου
31. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν το επίμαχο έγγραφο αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί η νομολογία κατά την οποία όλες οι πράξεις, ανεξαρτήτως του είδους τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων και είναι ικανές να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ένδικης προσφυγής. Το κατά πόσον μια πράξη παράγει τέτοια αποτελέσματα και μπορεί συνεπώς να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια και το περιεχόμενό της. Όπως έχει κάνει δεκτό το Δικαστήριο (10), προς τούτο, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις της έκδοσής της και οι εξουσίες του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε (11), καθώς και η βούληση του οργάνου αυτού (12).
32. Αντιθέτως, δεν υπόκεινται στον δικαστικό έλεγχο που προβλέπεται από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ οι πράξεις οι οποίες δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, όπως οι προπαρασκευαστικές και οι αμιγώς εκτελεστικές πράξεις, οι απλές συστάσεις και οι γνωμοδοτήσεις, καθώς και κατ’ αρχήν οι εσωτερικές οδηγίες (13).
33. Δεν έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό του επίμαχου εγγράφου ως «πράξης δεκτικής προσφυγής» το ότι δεν έχει την τυπική μορφή απόφασης της Επιτροπής, αλλά αποτελεί απλώς ένα έγγραφο υπογεγραμμένο από μια διευθύντρια της ΓΔ «Ενέργεια» (14). Σε αντίθετη περίπτωση, η Επιτροπή θα μπορούσε να αποφύγει τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης διά της μη τηρήσεως τυπικών προϋποθέσεων που διέπουν την έκδοση της επίμαχης πράξης και αφορούν την ίδια την ουσία της, όπως το κατά πόσον ήταν αρμόδια η υπηρεσία που την εξέδωσε, το αν η συγκεκριμένη πράξη έχει ορθώς χαρακτηρισθεί ως «απόφαση» ή το αν η κοινοποιήθηκε τυπικά στον παραλήπτη της (15).
34. Όσον αφορά την ουσία του επίμαχου εγγράφου, ιδίως δε το περιεχόμενό του και τη διατύπωσή του, καθώς και τη συναγόμενη από αυτά βούληση του συντάκτη του, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το έγγραφο αυτό, πρώτον, υπενθυμίζει ότι η συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην πλατφόρμα TERRE δεν είναι δυνατή αν η Επιτροπή δεν εγκρίνει προηγουμένως τη συμμετοχή της Ελβετίας στην πλατφόρμα αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφοι 6 και 7, του κανονισμού 2017/2195, δεύτερον, επισημαίνει ότι οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας συμμετοχής δεν πληρούνται επί του παρόντος και, τρίτον, ζητεί από τους ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας να αποκλείσουν την αναιρεσείουσα από την εν λόγω πλατφόρμα το αργότερο έως την 1η Μαρτίου 2021 (16).
35. Από την τρίτη ως άνω εκτίμηση προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε σκοπό να προσδώσει στο επίμαχο έγγραφο έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν την αναιρεσείουσα. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη του το γεγονός αυτό στη συνέχεια της ανάλυσής του. Πράγματι, χωρίς να εξετάσει περαιτέρω το περιεχόμενο των εκτιμήσεων που εκτίθενται στο επίμαχο έγγραφο ή τη βούληση του συντάκτη του, περιορίζεται να αποφανθεί στη συνέχεια επί του «νομικού πλαισίου» στο οποίο εντάσσεται το έγγραφο αυτό, το οποίο, κατά την άποψή του, εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του ως «πράξης που έχει ως σκοπό να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι της προσφεύγουσας» (17).
36. Θεωρώ ότι η προσέγγιση αυτή ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, ιδίως διότι δεν λαμβάνει υπόψη το ότι το περιεχόμενο του επίμαχου εγγράφου θίγει προδήλως την αναιρεσείουσα. Αφενός, η άρνηση να εγκριθεί η πλήρης συμμετοχή της αναιρεσείουσας, ως ελβετικού ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας και μέλους του ENTSO-E, στην πλατφόρμα TERRE, αντίθετα με τους ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας της Ένωσης, θίγει τα συμφέροντά της έτι περαιτέρω, δεδομένου ότι είχε ήδη συμμετάσχει στην εν λόγω πλατφόρμα, μολονότι δεν ήταν πλήρες μέλος της ούτε μπορούσε να προβάλει ατομικό της δικαίωμα προς τούτο (18). Αφετέρου, στο εν λόγω έγγραφο, η Επιτροπή θεώρησε παράνομη τη μέχρι σήμερα συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην πλατφόρμα TERRE και ζήτησε από τους ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας της Ένωσης, χρησιμοποιώντας επιτακτική διατύπωση και υπογραμμίζοντάς την με έντονους χαρακτήρες για τον σκοπό αυτό (19), να την αποκλείσουν από την πλατφόρμα αυτή το αργότερο έως την 1η Μαρτίου 2021. Εξάλλου, η Επιτροπή στο έγγραφο αυτό μνημονεύει τη δυνατότητα άσκησης αγωγών αποζημίωσης για ζημίες που έχουν προκληθεί από τον ζητούμενο αποκλεισμό της αναιρεσείουσας από την πλατφόρμα TERRΕ (20). Ωστόσο, η άρνηση έκδοσης εγκριτικής απόφασης, σε συνδυασμό με το αίτημα διακοπής της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην πλατφόρμα αυτή και το ενδεχόμενο να οδηγήσει η διακοπή αυτή στην άσκηση αγωγών αποζημίωσης, αποσκοπεί κατ’ ανάγκη στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων έναντι των συμφερόντων της αναιρεσείουσας μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική της κατάσταση. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), η νυν αναιρεσείουσα δεν έπρεπε να στερηθεί το δικαίωμα να προσβάλει την άρνηση και το αίτημα αυτό επί της ουσίας τους ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.
37. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε καν τις καθοριστικές αυτές πτυχές για την εκτίμηση της ύπαρξης πράξης δεκτικής προσφυγής και, ως εκ τούτου, το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 23 έως 29 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.
Γ. Διακριτική ευχέρεια και έλλειψη ατομικού δικαιώματος
38. Επιπλέον, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η Επιτροπή διέθετε διακριτική ευχέρεια και, ως εκ τούτου, δεν υφίστατο ατομικό δικαίωμα λήψης έγκρισης για τη συμμετοχή στην πλατφόρμα TERRE, προκειμένου να συναγάγει εξ αυτού το συμπέρασμα ότι το επίμαχο έγγραφο δεν μπορούσε ούτε να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι της αναιρεσείουσας ούτε να μεταβάλει τη νομική της κατάσταση.
39. Κατά τη γνώμη μου, είναι προφανές ότι όταν η επίμαχη νομοθεσία δεν προβλέπει δέσμια αρμοδιότητα, αλλά εξουσία εκτίμησης ή διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, τούτο, κατ’ αρχήν, αποκλείει εκ προοιμίου την ύπαρξη ατομικού δικαιώματος να υποχρεωθεί η διοίκηση σε συγκεκριμένη ενέργεια, δηλαδή, εν προκειμένω, να εγκρίνει τη συμμετοχή της Ελβετίας και της αναιρεσείουσας, μεταξύ άλλων, στην πλατφόρμα TERRE. Η άποψη αυτή δεν θίγει τo ακριβές περιεχόμενο της διακριτικής ευχέρειας που ενδεχομένως παρέχεται στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, την οποία θα εκτιμήσω στα σημεία 51 έως 58 των παρουσών προτάσεων.
40. Επομένως, το σκεπτικό που παρατίθεται στις σκέψεις 24 έως 29 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης απλώς διαπιστώνει ένα επαναλαμβανόμενο νομικό δεδομένο που αφορά την περίπτωση όπου ιδιώτης επιδιώκει να προκαλέσει εκ μέρους αρχής η οποία διαθέτει εξουσία εκτίμησης ή διακριτική ευχέρεια, είτε την έκδοση ευνοϊκής απάντησης είτε ορισμένη ευνοϊκή γι’ αυτόν ενέργεια (21). Εντούτοις, ουδόλως προκύπτει ότι η οριστική θέση που διατυπώνει η αρχή αυτή αρνούμενη να κάνει χρήση της διακριτικής της ευχέρειας κατά τον τρόπο που επιθυμεί ο ιδιώτης, δεν μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης για τον λόγο ότι η απόφαση αυτή δεν τον θίγει, επειδή δεν διαθέτει σχετικό ατομικό δικαίωμα. Συναφώς, σε θέματα ανταγωνισμού, ακόμη και αν ο καταγγέλλων, ιδίως ένας ανταγωνιστής που αποδεικνύει έννομο συμφέρον, δεν μπορεί να υποχρεώσει την Επιτροπή να εκδώσει απόφαση που κάνει δεκτή την καταγγελία του, έχει εντούτοις δικαίωμα σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση της καταγγελίας του και σε λήψη οριστικής αιτιολογημένης απάντησης εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία είναι δεκτική προσφυγής (22).
41. Εξάλλου, με αυτήν την κρίση το Γενικό Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη το διαδικαστικό καθεστώς της αναιρεσείουσας ως μοναδικού ελβετικού ΔΣΜ, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφοι 6 και 7, του κανονισμού 2017/2195. Η διαδικασία αυτή αποσκοπεί συγκεκριμένα στην αναγνώριση της συμμετοχής της Ελβετίας και των ελβετικών ΔΣΜ στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες για την ανταλλαγή τυποποιημένων προϊόντων ενέργειας εξισορρόπησης με απόφαση της Επιτροπής βάσει γνωμοδότησης του ACER και όλων των ΔΣΜ της Ένωσης. Επομένως, εν προκειμένω, η διαδικασία αυτή κινήθηκε βάσει των θετικών γνωμοδοτήσεων του ACER και των εν λόγω ΔΣΜ υπέρ της συμπερίληψης της αναιρεσείουσας στην πλατφόρμα TERRE και, στη συνέχεια, βάσει της σχετικής αίτησης της αναιρεσείουσας δυνάμει της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 1, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού (23).
42. Λαμβανομένων υπόψη του σκοπού αυτού της διαδικασίας του άρθρου 1, παράγραφοι 6 και 7, του κανονισμού 2017/2195, και της ως άνω κατάστασης, η αναιρεσείουσα μπορούσε συνακόλουθα να προβάλει, όπως μπορεί να το πράξει και πρόσωπο που καταγγέλλει παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, το δικαίωμα να εξετάσει η Επιτροπή την υπόθεσή της, συγκεκριμένα την αίτησή της για χορήγηση έγκρισης, με επιμέλεια και αμεροληψία, και να αιτιολογήσει δεόντως την οριστική απάντηση στην αίτηση αυτή, ώστε να καταστεί δυνατή η προσβολή της επί της ουσίας (24). Εν προκειμένω, η τήρηση αυτών των διαδικαστικών απαιτήσεων ήταν ακόμη πιο αναγκαία, δεδομένου ότι η Επιτροπή διέθετε εξουσία εκτίμησης, και μάλιστα διακριτική ευχέρεια, σχετικά με τη χορήγηση της εν λόγω έγκρισης (25). Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός του επίμαχου εγγράφου ως «πράξης μη δεκτικής προσφυγής» θα παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποφύγει οποιονδήποτε σχετικό δικαστικό έλεγχο (26).
43. Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αυτές τις διαδικαστικές απαιτήσεις τις οποίες, ωστόσο, η Επιτροπή επιθυμούσε προδήλως να ικανοποιήσει με το επίμαχο έγγραφο, όπερ επιβεβαιώνεται και από το ότι είχε αποστείλει στην αναιρεσείουσα αντίγραφο του εγγράφου αυτού. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή με το έγγραφο αυτό εξέθεσε την οριστική θέση της τόσο επί των γνωμοδοτήσεων των ΔΣΜ και του ACER όσο και επί της αίτησης αυτής, περατώνοντας παράλληλα τη διαδικασία του άρθρου 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195.
44. Επομένως, η ύπαρξη, αυτή καθεαυτήν, διακριτικής ευχέρειας υπέρ της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, δεν είναι ικανή να στερήσει από το επίμαχο έγγραφο τα δεσμευτικά έναντι της αναιρεσείουσας έννομα αποτελέσματα, όπως αυτά εκτίθενται στη σκέψη 36 των παρουσών προτάσεων. Το γεγονός που επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο ότι η εν λόγω διάταξη δεν «υποχρεώνει» την Επιτροπή να εγκρίνει τη συμμετοχή της Ελβετίας στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης ενέργειας όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/2195 (27), αλλά της παρέχει για το ζήτημα αυτό δικαίωμα «επιλογής» (28), δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το επίμαχο έγγραφο να μεταβάλει τη νομική της κατάσταση. Επίσης, δεν είναι βάσιμη η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το ότι διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 7, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, θα στερούσε από τη διάταξη αυτή την πρακτική αποτελεσματικότητά της (29). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η εξέταση του περιεχομένου και των αποτελεσμάτων της προβαλλόμενης διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής αφορά το βάσιμο και όχι το παραδεκτό της προσφυγής (30).
45. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση που εκτίθεται στη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης περί του ότι το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο έγγραφο εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του ως «πράξης που έχει ως σκοπό να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι της προσφεύγουσας» ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Το ίδιο ισχύει και για το συμπέρασμα που διατυπώνεται στη σκέψη 29 της διάταξης αυτής, σύμφωνα με το οποίο, κατ’ ουσίαν, το έγγραφο αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση δυνάμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι της προσφεύγουσας, ικανά να μεταβάλουν τη νομική της κατάσταση, καθόσον ουδόλως θίγει ατομικό δικαίωμα το οποίο θα περιόριζε τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής.
46. Ενέχει επίσης πλάνη περί το δίκαιο, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του δικαιώματος ακροάσεως, η εκτίμηση που διατυπώνεται στη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, σχετικά με το ότι το άρθρο 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, δεν παρέχει κανένα δικαίωμα στην αναιρεσείουσα να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στη διάταξη αυτή ή να συμμετάσχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία αυτή. Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα ακροάσεως εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξεως, όπως είναι η άρνηση έγκρισης της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην πλατφόρμα TERRE ή ο αποκλεισμός της από την πλατφόρμα αυτή, ο δε σεβασμός του εν λόγω δικαιώματος επιβάλλεται ακόμη και όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς την τήρηση μιας τέτοιας διατυπώσεως (31). Επομένως, η αναιρεσείουσα προστατεύεται από μια τέτοια διαδικαστική εγγύηση και δικαιούται να ζητήσει δικαστικό έλεγχο της τήρησής της από την Επιτροπή (32). Εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, η διαδικασία που προβλέπεται στη διάταξη αυτή ήταν ήδη σε εξέλιξη, όταν η αναιρεσείουσα υπέβαλε την αίτησή της, ούτε ότι ήδη πληρούνταν δύο από τις τυπικές προϋποθέσεις για την έκδοση απόφασης από την Επιτροπή δυνάμει της εν λόγω διάταξης, δηλαδή οι θετικές γνωμοδοτήσεις των ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας που συμμετέχουν στο ENTSO-E και στον ACER και, συνεπώς, η αναιρεσείουσα δεν έπρεπε να στερηθεί το δικαίωμα ακροάσεως στη διαδικασία αυτή.
47. Εξάλλου, η χαρακτηριστική μεταβολή της νομικής κατάστασης της αναιρεσείουσας ως αποτέλεσμα της εν λόγω απόφασης αρκεί για να θεωρηθεί η απόφαση αυτή ως πράξη που αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως αυτή ερμηνεύεται κατά πάγια νομολογία (33). Πράγματι, εν προκειμένω, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς δύο κριτήρια, δηλαδή το αμφισβητούμενο μέτρο πρέπει, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και, αφετέρου, να μην καταλείπει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του (34).
48. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, αυτό ισχύει εν προκειμένω. Πράγματι, το επίμαχο έγγραφο όχι μόνον αρνείται να εγκρίνει τη συμμετοχή της Ελβετίας και της αναιρεσείουσας στην πλατφόρμα TERRE, αλλά επιπλέον απαιτεί τον αποκλεισμό της από την πλατφόρμα αυτή το αργότερο έως την 1η Μαρτίου 2021 (35), χωρίς ωστόσο να καταλείπει επ’ αυτού εξουσία εκτίμησης στους ΔΣΜ ηλεκτρικής ενέργειας που είναι οι αποδέκτες. Επομένως, οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, όπως εκτίθενται επαλλήλως στη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε τη συνδρομή του κριτηρίου περί πράξης που αφορά άμεσα την αναιρεσείουσα.
49. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.
50. Μολονότι οι προεκτεθείσες εκτιμήσεις αρκούν για την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, προτείνω να δοθεί απάντηση και επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, διότι με αυτόν αμφισβητείται το περιεχόμενο της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και προβάλλεται η ύπαρξη δικαιώματος της αναιρεσείουσας να λάβει από την Επιτροπή έγκριση της συμμετοχής της, μεταξύ άλλων, στην πλατφόρμα TERRE. Πράγματι, η απάντηση αυτή, η οποία αφορά μάλλον το βάσιμο της προσφυγής παρά το παραδεκτό της, θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για την έκδοση οριστικής απόφασης επί της διαφοράς κατόπιν ενδεχόμενης αναπομπής της υπόθεσης στο Γενικό Δικαστήριο.
Δ. Περιεχόμενο της διακριτικής ευχέρειας που αποκλείει την ύπαρξη ατομικού δικαιώματος λήψης έγκρισης
51. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι το άρθρο 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, δεν της παρέχει ατομικό δικαίωμα να ζητήσει και να επιτύχει την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση απόφασης για την έγκριση της συμμετοχής της Ελβετίας και, κατά συνέπεια, των ΔΣΜ που είναι εγκατεστημένοι σε αυτή, στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες για την ανταλλαγή τυποποιημένων προϊόντων ενέργειας εξισορρόπησης (36). Επί της ουσίας, η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι, δεδομένου ότι συντρέχει το τυπικό κριτήριο της ύπαρξης θετικών γνωμοδοτήσεων εκ μέρους των ΔΣΜ και του ACER βάσει της εν λόγω διάταξης και ότι, κατά τις γνωμοδοτήσεις αυτές, πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 1, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή όφειλε να εκδώσει επίσης θετική απόφαση.
52. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/2195, προβλέπει μόνο τη δυνατότητα («μπορεί») να είναι ανοιχτές οι ευρωπαϊκές πλατφόρμες για την ανταλλαγή τυποποιημένων προϊόντων ενέργειας εξισορρόπησης σε ΔΣΜ που δραστηριοποιούνται στην Ελβετία. Το άνοιγμα αυτό είναι δυνατό εφόσον πληρούνται διαζευκτικώς δύο προϋποθέσεις, δηλαδή, αφενός, το ελβετικό δίκαιο εφαρμόζει τις βασικές σχετικές διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και υφίσταται διακυβερνητική συμφωνία συνεργασίας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ της Ένωσης και της Ελβετίας και, αφετέρου, ο αποκλεισμός της Ελβετίας ενδέχεται να προκαλέσει μη προγραμματισμένες φυσικές ροές ισχύος μέσω της Ελβετίας οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του συστήματος της περιφέρειας.
53. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, η Επιτροπή διαθέτει την αποκλειστική εξουσία έκδοσης απόφασης («η Επιτροπή αποφασίζει») για την έγκριση της συμμετοχής της Ελβετίας και των ΔΣΜ που δραστηριοποιούνται στην Ελβετία στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες για την ανταλλαγή τυποποιημένων προϊόντων ενέργειας εξισορρόπησης. Εξάλλου, η άσκηση της εν λόγω εξουσίας λήψης αποφάσεως εξαρτάται, αφενός, από τη συνδρομή διαζευκτικώς των δύο ουσιαστικών προϋποθέσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, όπως προεκτέθηκαν στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, και, αφετέρου, από τη συνδρομή μιας τυπικής προϋπόθεσης, δηλαδή από την ύπαρξη γνωμοδότησης του ACER και όλων των ΔΣΜ, χωρίς να διευκρινίζεται αν η γνωμοδότηση αυτή πρέπει να είναι θετική ή αρνητική («με βάση γνωμοδότηση» (37)).
54. Οι εκτιμήσεις αυτές αρκούν για να απορριφθεί το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι, όταν ο ACER και οι ΔΣΜ της Ένωσης διατυπώνουν θετική γνωμοδότηση επί του ζητήματος κατά πόσον πληρούται ορισμένη από τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/2195, η Επιτροπή υποχρεούται να εκδώσει απόφαση υπέρ της συμμετοχής της Ελβετίας και των ΔΣΜ που δραστηριοποιούνται σε αυτήν στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες για την ανταλλαγή τυποποιημένων προϊόντων ενέργειας εξισορρόπησης. Απορριπτέο είναι επίσης και το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η χρήση της παθητικής φωνής στη γαλλική και αγγλική απόδοση («est décidée par la Commission» ή «shall be decided by the Commission») του άρθρου 1, παράγραφος 7, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, της επιβάλλει την υποχρέωση να εκδώσει τέτοια απόφαση. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις χρησιμοποιείται συναφώς η ενεργητική φωνή (38).
55. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης ορθώς καταλήγει, κατ’ ουσίαν, στο συμπέρασμα ότι η συνδρομή μιας εκ των δύο προϋποθέσεων του άρθρου 1, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/2195, «παρέχει στην Επιτροπή απλώς την ευχέρεια να λάβει θέση επί του ζητήματος αν πρέπει να εγκριθεί η συμμετοχή αυτή χωρίς να την υποχρεώνει να την εγκρίνει». Πράγματι, αν δεν πληρούται καμία εκ των δύο αυτών προϋποθέσεων, η Επιτροπή δεν μπορεί να εκδώσει εγκριτική απόφαση. Αντιθέτως, όταν πληρούται μία εκ των προϋποθέσεων αυτών, η Επιτροπή διαθέτει την ευχέρεια να το πράξει.
56. Εξάλλου, το άρθρο 1, παράγραφος 7, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2017/2195, επί του οποίου το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται με τη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, δεν ασκεί επιρροή επί του ζητήματος αυτού. Το ως άνω δεύτερο εδάφιο περιορίζεται στον καθορισμό των εννόμων αποτελεσμάτων μιας εγκριτικής απόφασης, όταν αυτή έχει ληφθεί δυνάμει του πρώτου εδαφίου της διάταξης αυτής, όπερ δεν συμβαίνει εν προκειμένω, επομένως, δεν αφορά τις προϋποθέσεις για την έκδοση της εν λόγω απόφασης. Πράγματι, μόνο εφόσον εγκριθεί η συμμετοχή των ελβετικών ΔΣΜ, πρέπει τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους να «συνάδουν με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ΔΣΜ που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, ώστε να είναι δυνατή η ομαλή λειτουργία της αγοράς εξισορρόπησης σε επίπεδο Ένωσης και να εξασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες» (39). Η προϋπόθεση αυτή καθίσταται ακόμη πιο αναγκαία, όταν η απόφαση χορήγησης έγκρισης βασίζεται στη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 1, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι βέβαιο ότι η Ελβετία εφαρμόζει τις βασικές διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπως απαιτεί η πρώτη προϋπόθεση. Αντιθέτως, αν δεν έχουν λάβει τέτοια έγκριση και, ως εκ τούτου, αν δεν συμμετέχουν, οι ελβετικοί ΔΣΜ εξ ορισμού δεν μπορούν να έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τους ΔΣΜ της Ένωσης, ούτε «είναι δυνατή η ομαλή λειτουργία της αγοράς εξισορρόπησης σε επίπεδο Ένωσης» (40).
57. Τέλος, από τις αόριστες έννοιες που εμπίπτουν στη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 1, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/2195, όπως και από την ευρεία διατύπωση της διάταξης αυτής, προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης σχετικά με το κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση αυτή. Πράγματι, επί του ζητήματος αυτού η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε μια περίπλοκη διπλή ανάλυση αντιπαραδείγματος, προκειμένου να καθορισθεί, αφενός, αν ο αποκλεισμός της Ελβετίας είναι ικανός να προκαλέσει «μη προγραμματισμένες φυσικές ροές ισχύος μέσω της Ελβετίας» και, αφετέρου, αν αυτές οι ροές «θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του συστήματος της περιφέρειας». Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της αποκλειστικής εξουσίας λήψης αποφάσεως που διαθέτει η Επιτροπή δυνάμει της διάταξης αυτής, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να εκδώσει απόφαση έγκρισης για τον λόγο και μόνον ότι ο ACER και οι ΔΣΜ διατύπωσαν θετική γνωμοδότηση. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, όπως εν προκειμένω, η θετική γνωμοδότηση του ACER στηρίζεται μόνο στην εκτίμηση ότι η συμμετοχή της Ελβετίας αποτελεί αποτελεσματική λύση για τη μείωση των συμφορήσεων και την αύξηση της επιχειρησιακής ασφάλειας (41).
58. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η Επιτροπή διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, και μάλιστα διακριτική ευχέρεια, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφοι 6 και 7, του κανονισμού 2017/2195, η οποία απέκλειε την ύπαρξη ατομικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας να λάβει εγκριτική απόφαση. Ομοίως, η εκτίμηση αυτή προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως σαφή και κατανοητό από τις σκέψεις 24 έως 29 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, συνεπώς δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι αιτιολόγησε ανεπαρκώς την απόφασή του ως προς το ζήτημα αυτό (τρίτος λόγος αναιρέσεως).
59. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των όσων εξέθεσα στα σημεία 31 έως 49 των παρουσών προτάσεων, η εκτίμηση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούσε να στηρίξει το συμπέρασμά του σχετικά με το ότι το επίμαχο έγγραφο δεν παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι της αναιρεσείουσας και ότι, ως εκ τούτου, συνιστούσε πράξη μη δεκτική προσφυγής.
VII. Πρόταση
60. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να κάνει δεκτό τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
2 Κανονισμός της Επιτροπής, της 23ης Νοεμβρίου 2017, σχετικά με τον καθορισμό κατευθυντήριας γραμμής για την εξισορρόπηση ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2017, L 312, σ. 6).
3 Αυτή τη διατύπωση χρησιμοποιείται κατά πάγια νομολογία, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 29), της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής (C‑362/08 P, EU:C:2010:40, σκέψη 51), και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Trioplast Industrier κατά Επιτροπής (C‑364/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:1008, σκέψη 28).
4 Βλ. σημείο 3 των παρουσών προτάσεων.
5 Συγκεκριμένα, ο ACER διατύπωσε τις ακόλουθες παρατηρήσεις επί του θέματος: «[Η] συμμετοχή της Ελβετίας στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες για την ανταλλαγή τυποποιημένων προϊόντων ενέργειας εξισορρόπησης θα μπορούσε να αποτελέσει αποτελεσματική λύση για την εξάλειψη πιθανών προβλημάτων συμφόρησης στο ελβετικό δίκτυο και να αυξήσει την οικονομική αποδοτικότητα και την κατανομή της ελβετικής διαζωνικής δυναμικότητας, καθώς και τη συνολική επιχειρησιακή ασφάλεια στην περιφέρεια».
6 Βλέπε σημεία 39 και 40 του Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Οκτωβρίου 2023 σχετικά με τις σχέσεις ΕΕ-Ελβετίας [2023/2042(INI)] (ΕΕ 2024, C/2024/1183).
7 Βλ. σκέψεις 19 έως 23 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης που παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, FBF (C‑911/19, EU:C:2021:599, σκέψη 36).
8 Σκέψεις 24 έως 28 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.
9 Σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.
10 Σκέψη 20 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.
11 Πρβλ. αποφάσεις της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψεις 36 και 37), της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου (C‑650/18, EU:C:2021:426, σκέψεις 37 και 38), και της 12ης Ιουλίου 2022, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑348/20 P, EU:C:2022:548, σκέψεις 62 και 63). Βλ., επίσης, τις προτάσεις μου επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων ΕΤΕπ κατά ClientEarth και Επιτροπή κατά ΕΤΕπ (C‑212/21 P και C‑223/21 P, EU:C:2022:1003, σημείο 47), καθώς και επί της υπόθεσης Nemea Bank κατά ΕΚΤ (C‑181/22 P, EU:C:2023:935, σημείο 47).
12 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής (C‑362/08 P, EU:C:2010:40, σκέψη 52).
13 Απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, thyssenkrupp Electrical Steel και thyssenkrupp Electrical Steel Ugo κατά Επιτροπής (C‑572/18 P, EU:C:2021:317, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
14 Πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψεις 44 και 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής (C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 47)· διάταξη της 22ας Ιανουαρίου 2010, Makhteshim-Agan Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑69/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:37, σκέψη 38).
15 Πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψεις 44 και 45), η οποία αφορά απλό έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής με το οποίο έθετε στο αρχείο καταγγελία σχετικά με κρατικές ενισχύσεις.
16 Σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.
17 Σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.
18 Βλ. σημεία 38 έως 45 των παρουσών προτάσεων.
19 Το σχετικό απόσπασμα της σελίδας 3 του επίμαχου εγγράφου έχει ως εξής (η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο): «The Commission thus asks TSOs to re-establish a situation which is compliant with the conditions for participation in EU platforms in the Electricity Balancing Regulation and exclude Swissgrid from the TERRE platform as of 1 March 2021 at the latest».
20 Το σχετικό απόσπασμα της πρώτης σελίδας του επίμαχου εγγράφου μνημονεύει τα εξής: «This may become relevant in relation to possible damage claims resulting from the required exclusion of Swissgrid from the TERRE platform».
21 Όσον αφορά την κατάσταση καταγγελλόντων για παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού ή περί κρατικών ενισχύσεων οι οποίοι ζητούν από την Επιτροπή να κάνει χρήση των εξουσιών προκαταρκτικής έρευνας και λήψης αποφάσεων που διαθέτει, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής (C‑322/09 P, EU:C:2010:701), της 19ης Ιανουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Total και Elf Aquitaine (C‑351/15 P, EU:C:2017:27), της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Trioplast Industrier κατά Επιτροπής (C‑364/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:1008), και της 20ής Απριλίου 2023, Amazon.com κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑815/21 P, EU:C:2023:308).
22 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Fakro κατά Επιτροπής (C‑149/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:517, σκέψεις 42 έως 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
23 Βλ., επίσης, σημεία 52 επ. των παρουσών προτάσεων.
24 Βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής (C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψεις 45 επ.), και της 19ης Ιανουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Total και Elf Aquitaine, (C‑351/15 P, EU:C:2017:27, σκέψεις 35 έως 38).
25 Βλ. πάγια νομολογία βάσει της απόφασης της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München (C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14)· βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, ΕΚΤ κατά Crédit lyonnais (C‑389/21 P, EU:C:2023:368, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία): «όταν ένα θεσμικό όργανο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης, έχει θεμελιώδη σημασία η τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η υποχρέωσή του να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση»). Η νομολογία αυτή αποτελεί τη βάση του άρθρου 41, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη· βλ. επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 41 – Δικαίωμα χρηστής διοίκησης.
26 Βλέπε, συναφώς, τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως.
27 Σκέψεις 26 και 27 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.
28 Σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.
29 Σκέψη 27 in fine της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.
30 Βλ. επίσης σημεία 56 έως 58 των παρουσών προτάσεων.
31 Πρβλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, M. (C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψεις 85 και 86), και της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ (C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 67). Βλ., επίσης, άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη.
32 Βλ., συναφώς, τον τρίτο λόγο του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως.
33 Αποφάσεις της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 38), και της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής (C‑342/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1043, σκέψη 35).
34 Αποφάσεις της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψεις 65 και 66), και της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής (C‑342/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1043, σκέψη 37).
35 Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.
36 Σκέψεις 28 και 29 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.
37 Οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις πρέπει να νοούνται κατά τον ίδιο τρόπο· βλ., παραδείγματος χάριν, τη γερμανική («auf der Grundlage einer Stellungnahme») ή την αγγλική γλωσσική απόδοση («based on an opinion»).
38 Βλ., μεταξύ άλλων, τη γερμανική («entscheidet die Kommission»), τη δανική («træffer Kommissionen») και την ολλανδική γλωσσική απόδοση («neemt de Commissie»).
39 Η γερμανική και η αγγλική γλωσσική απόδοση εκφράζουν ακόμη σαφέστερα την έννομη αυτή συνέπεια: «Im Interesse eines reibungslos funktionierenden Regelreservemarkts auf Unionsebene und gleicher Wettbewerbsbedingungen für alle Interessenträger entsprechen die Rechte und Pflichten der schweizerischen ÜNB dabei den Rechten und Pflichten der in der Union tätigen ÜNB»· «The rights and responsibilities of Swiss TSOs shall be consistent with the rights and responsibilities of TSOs operating in the Union, allowing for a smooth functioning of balancing market at Union level and a level-playing field for all stakeholders» (η υπογράμμιση δική μου).
40 Η εκτίμηση αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη της διαπίστωσης σχετικά με το αν η αναιρεσείουσα δεσμεύθηκε οικειοθελώς έναντι των λοιπών ΔΣΜ να τηρήσει τις σχετικές ενωσιακές διατάξεις, όπως υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
41 Βλέπε σημείο 10 των παρουσών προτάσεων και σελίδα 1 του επίμαχου εγγράφου.