EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022TJ0766

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο πενταμελές τμήμα) της 29ης Μαΐου 2024.
Maria Canel Ferreiro κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πειθαρχική διαδικασία – Πειθαρχική ποινή – Επίπληξη – Πράξεις αντίθετες προς το κύρος της δημόσιας διοικήσεως – Άρθρα 12 και 21 του ΚΥΚ – Αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Αμεροληψία – Άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Υπόθεση T-766/22.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2024:336

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 29ης Μαΐου 2024 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πειθαρχική διαδικασία – Πειθαρχική ποινή – Επίπληξη – Πράξεις αντίθετες προς το κύρος της δημόσιας διοικήσεως – Άρθρα 12 και 21 του ΚΥΚ – Αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Αμεροληψία – Άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων»

Στην υπόθεση T‑766/22,

Maria Canel Ferreiro, κάτοικος Overijse (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από την N. Maes, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους M. Bauer και I. Demoulin,

καθού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Porchia, πρόεδρο, M. Jaeger, L. Madise (εισηγητή), P. Nihoul και S. Verschuur, δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν, εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, αίτηση για τον καθορισμό ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Maria Canel Ferreiro ζητεί την ακύρωση, πρώτον, της «διοικητικής έρευνας EN‑2101» (στο εξής: διοικητική έρευνα) και της εκθέσεως της εν λόγω διοικητικής έρευνας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 28ης Μαΐου 2021 (στο εξής: έκθεση έρευνας), δεύτερον, της αποφάσεως του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2021 με την οποία της επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της επιπλήξεως (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) και, τρίτον, της αποφάσεως της 1ης Σεπτεμβρίου 2022 με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική της ένσταση (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα προσελήφθη ως υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2006. Την 1η Σεπτεμβρίου 2013 μετατέθηκε στο Συμβούλιο, όπου τοποθετήθηκε στη Γραμματεία της Νομικής Υπηρεσίας.

3        Από την 1η Απριλίου 2019 έως τις 15 Ιουνίου 2021 η προσφεύγουσα κατείχε θέση βοηθού ελεγκτή στη μονάδα «Προϋπολογισμός και Οικονομικά» της Ιατρικής και Κοινωνικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου.

4        Στις 19 Φεβρουαρίου 2021 η A, ιεραρχικώς προϊσταμένη της προσφεύγουσας, απηύθυνε στον C, γενικό διευθυντή οργανωτικής ανάπτυξης και υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, σχέδιο διοικητικού σημειώματος στο οποίο τονίζονταν, μεταξύ άλλων, οι δυσχέρειες επικοινωνίας της προσφεύγουσας και οι απορρέουσες εντάσεις στις εργασιακές της σχέσεις με τους συναδέλφους και τους προϊσταμένους της. Την ίδια ημέρα το σχέδιο σημειώματος διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα προς υποβολή σχολίων.

5        Στις 23 Φεβρουαρίου 2021 η προσφεύγουσα απέστειλε στην A μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο αμφισβητούσε την ακρίβεια των παρατηρήσεών της που περιέχονταν στο σχέδιο διοικητικού σημειώματος, εκτιμώντας ότι αυτό συνιστούσε απόδειξη της παρενοχλήσεως της οποίας ήταν θύμα εκ μέρους της A. Το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κοινοποιήθηκε στον C και στη B, διευθύντρια της μονάδας «Ανθρώπινοι πόροι» της Γενικής Διεύθυνσης «Οργανωτική Ανάπτυξη και Υπηρεσίες».

6        Στις 3 Μαρτίου 2021 η προσφεύγουσα διαβίβασε στην Α τα σχόλιά της επί του σχεδίου διοικητικού σημειώματος.

7        Στις 13 Μαρτίου 2021, αφού η A κάλεσε την προσφεύγουσα να αποσύρει τις κατηγορίες για παρενόχληση που περιέχονταν στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Φεβρουαρίου 2021, η προσφεύγουσα της απέστειλε νέο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αμφισβητώντας την ακρίβεια των δηλώσεων στις οποίες είχε προβεί στο διοικητικό της σημείωμα καθώς και τις διευθυντικές ικανότητές της.

8        Στις 23 Μαρτίου 2021, υπό την ιδιότητά του ως αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ), ο C ανέθεσε στη μονάδα «Νομικοί σύμβουλοι της διοικήσεως» να διεξαγάγει διοικητική έρευνα σχετικά με την προσφεύγουσα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν:

–        κατά την οργάνωση της ετήσιας άδειάς της το 2020, είχε παραβεί τις εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεις της, ιδίως εκείνες που προβλέπονται στα άρθρα 12 και 60 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), καθώς και τις υποχρεώσεις που υπέχει από την απόφαση 1/2014 του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου, της 1ης Ιανουαρίου 2014, για τον καθορισμό κανόνων εφαρμογής των διατάξεων του ΚΥΚ σχετικά με τις άδειες των εν ενεργεία υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου·

–        κατά τη συμπεριφορά της έναντι της A, μέσω επικοινωνιών με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο το 2021, είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον ΚΥΚ, ιδίως τις υποχρεώσεις του άρθρου 12 του ΚΥΚ.

9        Στις 24 Μαρτίου 2021 η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την κίνηση της διοικητικής έρευνας.

10      Στις 8 Απριλίου 2021 η προσφεύγουσα έτυχε ακροάσεως από τους υπευθύνους της έρευνας.

11      Στις 26 Απριλίου 2021 οι υπεύθυνοι της έρευνας απηύθυναν στην προσφεύγουσα δύο γραπτές ερωτήσεις, καλώντας την να σχολιάσει δύο φράσεις, οι οποίες αντλούνταν, αντιστοίχως, από το μήνυμά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Φεβρουαρίου 2021 και από το μήνυμά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 13ης Μαρτίου 2021, που αμφότερα απευθύνονταν στην A και τα οποία περιείχαν κατηγορίες για παρενόχληση. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι είχε ήδη διατυπώσει τη θέση της επ’ αυτού και δεν προσέθεσε τίποτε στις προηγούμενες εξηγήσεις της.

12      Αφού συνέλεξαν τις παρατηρήσεις των μαρτύρων, στις 5 Μαΐου 2021 οι υπεύθυνοι της έρευνας απέστειλαν στην προσφεύγουσα το τμήμα «Πραγματικά περιστατικά» του σχεδίου εκθέσεως έρευνας. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέστειλε παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας, με σημείωμα της 25ης Μαΐου 2021 οι υπεύθυνοι της έρευνας την ενημέρωσαν ότι η τελική έκθεση θα διαβιβαζόταν στην ΑΔΑ προς έκδοση αποφάσεως.

13      Με εσωτερικό σημείωμα της 28ης Μαΐου 2021, οι υπεύθυνοι της έρευνας απέστειλαν στον C την έκθεση έρευνας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα, αφενός, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε παραβεί καμία διάταξη του ΚΥΚ κατά την οργάνωση της ετήσιας άδειάς της το 2020 και, αφετέρου, ότι, «λαμβανομένων υπόψη των επίμαχων πράξεων, και ιδίως των επικοινωνιών [της προσφεύγουσας] με την [A] μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το 2021, [η προσφεύγουσα] [είχε παραβεί] –κατ’ ελάχιστον– τα άρθρα 12 και 21 του ΚΥΚ».

14      Στις 10 Ιουνίου 2021 η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι είχε δυνατότητα να εξετάσει τα πορίσματα της διοικητικής έρευνας τα οποία περιέχονταν στην έκθεση έρευνας και στα παραρτήματά της στη γραμματεία του C. Η προσφεύγουσα εξέτασε τα έγγραφα αυτά και έλαβε γνώση όλων των στοιχείων του φακέλου στις 21 Ιουνίου 2021.

15      Στις 19 Οκτωβρίου 2021 η ΑΔΑ κίνησε πειθαρχική διαδικασία κατά της προσφεύγουσας, χωρίς διαβούλευση με το πειθαρχικό συμβούλιο.

16      Στις 25 Νοεμβρίου 2021 η ΑΔΑ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 8 Φεβρουαρίου 2022.

17      Στις 2 Μαΐου 2022 η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

18      Την 1η Σεπτεμβρίου 2022 η ΑΔΑ εξέδωσε την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

–        «να ακυρώσει τη διοικητική έρευνα και την έκθεση έρευνας»·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

20      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού του τρίτου αιτήματος, το οποίο στρέφεται κατά της διοικητικής έρευνας και της εκθέσεως έρευνας

21      Το Συμβούλιο προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του ακυρωτικού αιτήματος, καθόσον στρέφεται κατά της διοικητικής έρευνας και της εκθέσεως έρευνας.

22      Υπενθυμίζεται ότι βλαπτικά μέτρα θεωρούνται μόνον αυτά που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν ευθέως και άμεσα τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας σημαντικά τη νομική του κατάσταση. Στην περίπτωση πράξεων ή αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο διαδικασίας, ιδίως εσωτερικής, περιλαμβάνουσας πλείονα στάδια, συνιστούν κατ’ αρχήν πράξεις δεκτικές προσφυγής μόνον τα μέτρα που παγιώνουν τη θέση της Διοικήσεως κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, αποκλειομένων των ενδιάμεσων μέτρων των οποίων σκοπός είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως. Οι προπαρασκευαστικές πράξεις μιας διοικητικής αποφάσεως δεν συνιστούν βλαπτικές πράξεις, μόνον δε επ’ ευκαιρία προσφυγής κατά της αποφάσεως η οποία ελήφθη μετά το πέρας της διαδικασίας μπορεί ο προσφεύγων να προβάλει τον μη σύννομο χαρακτήρα των προγενέστερων πράξεων που είναι στενά συνδεδεμένες με την εν λόγω απόφαση (πρβλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2022, LU κατά ΕΤΕπ, T‑536/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:40, σκέψεις 37 έως 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Εν προκειμένω, σκοπός της διοικητικής έρευνας ήταν να εξακριβωθεί η ύπαρξη παραβάσεως των υποχρεώσεων που υπέχουν οι υπάλληλοι από τον ΚΥΚ. Η έκθεση που περατώνει την έρευνα περιέχει, συναφώς, απλώς σύσταση προς την ΑΔΑ σχετικά με τα συμπεράσματα που πρέπει να συναχθούν από την έρευνα. Επομένως, τόσο η διοικητική έρευνα όσο και η έκθεση έρευνας αποτελούν ενδιάμεσα μέτρα τα οποία δεν προδικάζουν την τελική θέση της ΑΔΑ, όπως προκύπτει εξάλλου από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 73/2006 σχετικά με τη διεξαγωγή και τη διαδικασία των διοικητικών ερευνών και το πειθαρχικό συμβούλιο της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του πειθαρχικού καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρο 86 του ΚΥΚ, καθώς και από τους κανόνες και τις διαδικασίες του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, ούτε η διοικητική έρευνα ούτε η έκθεση έρευνας μπορούν να θεωρηθούν βλαπτικές για την προσφεύγουσα πράξεις.

24      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τρίτο αίτημα, το οποίο στρέφεται κατά της διοικητικής έρευνας και της εκθέσεως έρευνας, απορρίπτεται ως απαράδεκτο.

 Επί του πρώτου και του δευτέρου αιτήματος, με τa οποίa ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως

 Προκαταρκτικές εκτιμήσεις

25      Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

26      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος διαρθρώνεται σε δύο σκέλη, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι οι υπεύθυνοι της έρευνας υπερέβησαν τα όρια της εντολής που τους είχε αναθέσει η ΑΔΑ και, αφετέρου, ότι δεν ήταν αντικειμενικοί και αμερόληπτοι έναντι αυτής.

27      Ο δεύτερος λόγος αφορά έλλειψη νομιμότητας κατά την έκδοση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

28      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας.

29      Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης έναν τέταρτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την έλλειψη αποδείξεως περί παραβάσεως των άρθρων 12 και 21 του ΚΥΚ. Τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως μπορούν να ομαδοποιηθούν, κατ’ ουσίαν, σε τέσσερα σκέλη. Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι:

–        πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αιτιολογία σχετική με τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν παράβαση του άρθρου 21 του ΚΥΚ·

–        δεύτερον, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδεικνύεται παράβαση του άρθρου 21 του ΚΥΚ·

–        τρίτον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία από την οποία να προκύπτει ποια ήταν η «προσβλητική επικοινωνία» που ήταν αντίθετη προς το άρθρο 12 του ΚΥΚ·

–        τέταρτον, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδεικνύεται παράβαση του άρθρου 12 του ΚΥΚ.

30      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα αφορά συγκεκριμένα έλλειψη νομιμότητας της διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως, ειδικότερα δε αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, καθόσον η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως εκδόθηκε από το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

31      Από τη νομολογία προκύπτει ότι ο προσφεύγων πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλει στον έλεγχο του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη νομιμότητα της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής του ενστάσεως όταν προβάλλει λόγο ακυρώσεως που αφορά ειδικώς τη διαδικασία διοικητικής ενστάσεως. Πράγματι, αν η προσφεύγουσα μπορούσε, σε μια τέτοια περίπτωση, να αμφισβητήσει παραδεκτώς μόνον την αρχική απόφαση, θα αποκλειόταν κάθε δυνατότητα αμφισβητήσεως της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως προσφυγής, με συνέπεια την απώλεια του ευεργετήματος μιας διαδικασίας η οποία αποσκοπεί στο να καταστήσει δυνατό και να ευνοήσει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ του υπαλλήλου και της Διοικήσεως και στο να υποχρεώσει την αρχή στην οποία υπάγεται ο υπάλληλος να επανεξετάσει την απόφασή της, τηρώντας τους κανόνες, υπό το φως των τυχόν αντιρρήσεών του (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2015, Z κατά Δικαστηρίου, T‑88/13 P, EU:T:2015:393, σκέψεις 143 έως 146).

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να εξετάσει, κατ’ αρχάς, τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, προτού αποφανθεί επί των λόγων ακυρώσεως που στρέφονται κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Πράγματι, εφόσον αυτός ο λόγος ακυρώσεως αποδειχθεί βάσιμος και το Γενικό Δικαστήριο ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, εναπόκειται στη Διοίκηση να επανεξετάσει τη διοικητική ένσταση, μεριμνώντας για το νομότυπο της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα αιτήματα που στρέφονται κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως θα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, διότι είναι πρόωρα, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν μπορεί να υποβληθεί στον έλεγχο του δικαστή παρά μόνον αν έχει προηγουμένως αποτελέσει αντικείμενο επανεξετάσεως στο πλαίσιο νομότυπης διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, CW κατά Κοινοβουλίου, T‑742/16 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:338, σκέψεις 59 έως 61).

33      Ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στρέφονται τόσο κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως όσο και κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως. Στο πλαίσιο της εξετάσεως των ακυρωτικών αιτημάτων καθόσον στηρίζονται σε αυτούς τους λόγους ακυρώσεως, λαμβάνεται ως αφετηρία η αρχή ότι η προσφυγή, ακόμη και αν τυπικά στρέφεται κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα να υποβάλλεται στην κρίση του δικαστή η βλαπτική πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, εκτός από την περίπτωση που η απόρριψη της ενστάσεως θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2020, WH κατά EUIPO, T‑138/19, EU:T:2020:316, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως μπορεί, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα αμιγώς επιβεβαιωτικό της προσβαλλόμενης από τον προσφεύγοντα πράξεως, ιδίως όταν η Διοίκηση προβαίνει σε επανεξέταση της καταστάσεώς του βάσει νέων νομικών ή πραγματικών στοιχείων ή όταν τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως συνιστά πράξη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξεως, μπορεί δε μάλιστα να θεωρηθεί βλαπτική πράξη, η οποία αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη (βλ. αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 2019, Colombani κατά ΕΥΕΔ, T‑372/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:734, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 8ης Ιουλίου 2020, WH κατά EUIPO, T‑138/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:316, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Εν προκειμένω, η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως επιβεβαιώνει επί της ουσίας την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να μεταβάλει την έννοια ή την έκταση των αποτελεσμάτων της ούτε να προβαίνει σε επανεξέταση της καταστάσεως της προσφεύγουσας βάσει νέων νομικών ή πραγματικών στοιχείων.

35      Επομένως, η νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2022, MZ κατά Επιτροπής, T‑631/20, EU:T:2022:426, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας κατά την έκδοση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως

36      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως διαιρείται σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και το δεύτερο παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

–       Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως

37      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο C, γενικός διευθυντής οργανωτικής ανάπτυξης και υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, ήταν αναρμόδιος να εκδώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής της ενστάσεως. Συναφώς, υποστηρίζει, αφενός, ότι από το άρθρο 1, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως 16/2017 του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου σχετικά με την εκχώρηση της εξουσίας λήψεως αποφάσεων και την παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής όσον αφορά την εφαρμογή του ΚΥΚ και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό προκύπτει ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ αποκλείονταν από την εκχώρηση της εξουσίας λήψεως αποφάσεων από τον γενικό γραμματέα προς τον γενικό διευθυντή διοικήσεως, ο οποίος έκτοτε αποκαλείται γενικός διευθυντής οργανωτικής ανάπτυξης και υπηρεσιών του Συμβουλίου.

38      Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν αποδείχθηκε ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της διοικητικής της ενστάσεως, ήτοι στις 2 Μαΐου 2022, είχε τεθεί σε ισχύ η απόφαση 23/22 του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου για την τροποποίηση της αποφάσεως 16/2017, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια σε περίπτωση υπάρξεως κενής θέσεως γενικού γραμματέα, με την εκχώρηση στον γενικό διευθυντή οργανωτικής ανάπτυξης και υπηρεσιών του Συμβουλίου της αρμοδιότητας εκδόσεως, μεταξύ άλλων, των αποφάσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

39      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

40      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, κάθε όργανο καθορίζει τις αρχές οι οποίες ασκούν εντός αυτού τις εξουσίες που περιέρχονται, σύμφωνα με τον ΚΥΚ, στην ΑΔΑ.

41      Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2017/262, της 6ης Φεβρουαρίου 2017, περί καθορισμού της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής όσον αφορά τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, και για την κατάργηση της απόφασης 2013/811/ΕΕ (ΕΕ 2017, L 39, σ. 4). Από το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως 2017/262 προκύπτει ότι οι εξουσίες που περιέρχονται σύμφωνα με τον ΚΥΚ στην ΑΔΑ ασκούνται από τον γενικό γραμματέα, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της ίδιας αποφάσεως, εξουσιοδοτείται να τις εκχωρεί, εν όλω ή εν μέρει, στον διευθυντή οργανωτικής ανάπτυξης και υπηρεσιών.

42      Ως εκ τούτου, με την απόφαση 16/2017, ο γενικός γραμματέας εκχώρησε τις εξουσίες λήψεως αποφάσεων, οι οποίες του είχαν περιέλθει με την απόφαση 2017/262, στον διευθυντή οργανωτικής ανάπτυξης και υπηρεσιών, εκτός, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (άρθρο 1, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως 16/2017).

43      Ωστόσο, ενόψει της λήξεως των καθηκόντων του, ο γενικός γραμματέας του Συμβουλίου, D, εξέδωσε την απόφαση 23/22, η οποία τροποποίησε την απόφαση 16/2017 προσθέτοντας το άρθρο 1α, το οποίο προβλέπει τα εξής: «[Σ]ε περίπτωση υπάρξεως κενής θέσεως γενικού γραμματέα, έως την ανάληψη των καθηκόντων από τον γενικό γραμματέα ο οποίος διορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 240, παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ] κατόπιν υπάρξεως κενής θέσεως, όλες οι εξουσίες που ανατίθενται στον γενικό γραμματέα με την απόφαση 2017/262 [...] εκχωρούνται στον γενικό διευθυντή οργανωτικής ανάπτυξης και υπηρεσιών, με εξαίρεση τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ[...]». Διευκρινίζεται ότι οι εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της αποφάσεως 16/2017, οι οποίες εξαιρούνται από τις εξουσίες που εκχωρούνται στον γενικό διευθυντή οργανωτικής ανάπτυξης και υπηρεσιών, αφορούν τη λήψη των αποφάσεων σχετικά με τις «ανατοποθετήσεις και [τις] μεταθέσεις προς το συμφέρον της υπηρεσίας που αναφέρονται στο άρθρο 2 εντός των λοιπών γενικών διευθύνσεων πλην της γενικής διευθύνσεως διοικήσεως».

44      Επομένως, η απόφαση 23/22 τροποποίησε το εύρος των εξουσιών λήψεως αποφάσεων που εκχωρήθηκαν από τον γενικό γραμματέα στον διευθυντή οργανωτικής ανάπτυξης και υπηρεσιών, εκχωρώντας σε αυτόν, στην εξαιρετική περίπτωση που είναι κενή η θέση γενικού γραμματέα, το σύνολο σχεδόν των εξουσιών του τελευταίου, συμπεριλαμβανομένης της εκδόσεως αποφάσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

45      Σύμφωνα με το άρθρο 2, η απόφαση 23/22 έπρεπε να τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία υπογραφής της.

46      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ημερομηνία υπογραφής της αποφάσεως 23/22, από την οποία εξαρτάται η έναρξη ισχύος της σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής, δεν αποδεικνύεται. Φρονεί ότι δεν αποδείχθηκε ούτε ότι πληρούνταν η προϋπόθεση της εφαρμογής της, ήτοι το να είναι κενή η θέση του γενικού γραμματέα.

47      Όσον αφορά την ημερομηνία υπογραφής της αποφάσεως 23/22, επισημαίνεται ότι, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο κατέθεσε υπογεγραμμένο κείμενο της αποφάσεως 23/22, συνοδευόμενο από τον οδικό χάρτη που αποδεικνύει ότι η εν λόγω απόφαση είχε πράγματι υπογραφεί από τον γενικό γραμματέα του Συμβουλίου στις 29 Απριλίου 2022.

48      Όσον αφορά την ύπαρξη κενής θέσεως του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου, από το δεύτερο σημείο του σημειώματος προς την Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) της 5ης Απριλίου 2022 προκύπτει ότι η παραίτηση του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου, D, τέθηκε σε ισχύ στις 30 Απριλίου 2022. Εξάλλου, ο νέος γενικός γραμματέας του Συμβουλίου ανέλαβε τα καθήκοντά του μόλις την 1η Νοεμβρίου 2022.

49      Υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε τη διοικητική της ένσταση στις 2 Μαΐου 2022 και ότι η ΑΔΑ την απέρριψε την 1η Σεπτεμβρίου 2022.

50      Επομένως, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η απόφαση 23/22 ήταν σε ισχύ και, κατά συνέπεια, η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του C υπό την ιδιότητά του ως γενικού διευθυντή οργανωτικής ανάπτυξης και υπηρεσιών.

51      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως απορρίπτεται ως αβάσιμο.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη

52      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και στην περίπτωση που ο C ήταν αρμόδιος να εκδώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δυνάμει της επίσημης εκχωρήσεως εξουσιών, ο τελευταίος όφειλε να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις χρηστής διοικήσεως και αμεροληψίας που απορρέουν από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, ιδίως εκχωρώντας την εξέταση της διοικητικής της ενστάσεως σε άλλον γενικό διευθυντή. Το γεγονός ότι ο C δεν απόσχε από το να αποφανθεί επί της διοικητικής ενστάσεως που στρεφόταν κατά της δικής του πειθαρχικής αποφάσεως στέρησε από την προσφεύγουσα το δικαίωμά της σε αμερόληπτη επανεξέταση της αποφάσεως που ελήφθη εις βάρος της, το οποίο εγγυάται το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

53      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

54      Υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, είναι γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της χρηστής διοικήσεως συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2022, JS κατά ΕΣΕ, T‑270/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:651, σκέψη 145 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον ΚΥΚ δύναται να υποβάλει στην ΑΔΑ διοικητική ένσταση κατά οιασδήποτε πράξεως η οποία θίγει τα συμφέροντά του, τόσο στην περίπτωση που η εν λόγω αρχή έχει ήδη λάβει απόφαση όσο και όταν παρέλειψε να λάβει μέτρο που επιβάλλεται από τον ΚΥΚ.

56      Αφενός, όπως επισήμανε και το Συμβούλιο, παρατηρείται ότι το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ουδόλως επιβάλλει σε αρχή άλλη από την ΑΔΑ, η οποία εξέδωσε τη βλαπτική πράξη, να λάβει γνώση της διοικητικής ενστάσεως που υποβάλλεται κατά της εν λόγω πράξεως. Αντιθέτως, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε περίπτωση κατά την οποία η ίδια αρχή λαμβάνει απόφαση βλαπτική για τον υπάλληλο και, στη συνέχεια, αποφαίνεται επί της υποβληθείσας εκ μέρους του διοικητικής ενστάσεως.

57      Αφετέρου, όσον αφορά την ίδια τη φύση της διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η διαδικασία αυτή δεν αποτελεί διαδικασία εφέσεως, αλλά έχει ως αντικείμενο να υποχρεώσει την αρχή από την οποία εξαρτάται ο υπάλληλος να επανεξετάσει την απόφασή της υπό το πρίσμα των ενδεχόμενων αντιρρήσεων του τελευταίου (πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1980, Vecchioli κατά Επιτροπής, 101/79, EU:C:1980:243, σκέψη 31). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το όργανο που εξέδωσε τη βλαπτική για τον προσφεύγοντα απόφαση μπορεί να μετέχει στις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου που αποφαίνεται επί της ενστάσεως που έχει υποβληθεί κατά της αποφάσεως αυτής. Εξάλλου, στις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1980, Vecchioli κατά Επιτροπής (101/79, EU:C:1980:243), ο γενικός εισαγγελέας J.‑P. Warner υπογράμμισε ότι η διοικητική ένσταση δεν έχει τον χαρακτήρα εφέσεως απευθυνόμενης σε αρχή ανώτερη από την αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Κατά τον γενικό εισαγγελέα, το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ έχει ως σκοπό να παράσχει στους υπαλλήλους τη δυνατότητα να ζητήσουν την επανεξέταση βλαπτικής γι’ αυτούς αποφάσεως υπό το φως των παρατηρήσεων που εκθέτουν. Πάντοτε κατά τον γενικό εισαγγελέα, δεν ασκεί συναφώς επιρροή αν, κατόπιν του καθορισμού της αρμόδιας αρχής, ο οποίος πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 2 του ΚΥΚ, η αρχή που πρέπει να εξετάσει εκ νέου το ζήτημα είναι η ίδια με την αρχή που έλαβε την απόφαση (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J.‑P. Warner στην υπόθεση Vecchioli κατά Επιτροπής, 101/79, EU:C:1980:212).

58      Επιπλέον, με την απόφαση της 8ης Ιουλίου 2020, WH κατά EUIPO (T‑138/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:316, σκέψη 63), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το πρόσωπο που εξέδωσε, υπό την ιδιότητα της ΑΔΑ, απόφαση βλαπτική για υπάλληλο δεν είναι υποχρεωμένο να απέχει από τη συμμετοχή στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως σχετικά με τη διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο εν λόγω υπάλληλος κατά της επίμαχης αποφάσεως.

59      Από όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι, ακόμη και αν η εξέταση της διοικητικής ενστάσεως δεν υποβλήθηκε, εν προκειμένω, σε συλλογικό όργανο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως, δεν μπορεί να συναχθεί παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη εκ μόνου του λόγου ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως ελήφθη, σύμφωνα με τους κανόνες εσωτερικής οργανώσεως του Συμβουλίου, από το ίδιο πρόσωπο με εκείνο που είχε εκδώσει την απόφαση που αποτελούσε το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε την ύπαρξη άλλων περιστάσεων ικανών να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του προσώπου που αποφάνθηκε επί της διοικητικής της ενστάσεως.

60      Επομένως, απορρίπτεται το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του, καθώς και τα ακυρωτικά αιτήματα τα οποία, βάσει του λόγου αυτού, στρέφονται κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

 Επί του πρώτου και του τρίτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τα οποία προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

61      Στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι, πέραν της παραπομπής στα συμπεράσματα της εκθέσεως έρευνας, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αιτιολογία σχετικά με την παράβαση του άρθρου 21 του ΚΥΚ και, δεύτερον, ότι η εν λόγω απόφαση δεν αναφέρει ποια ήταν η προσβλητική επικοινωνία που μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 12 του ΚΥΚ.

62      Χωρίς να απαντά ευθέως στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, το Συμβούλιο αντιτείνει ότι από τα σημεία 36 έως 38 της εκθέσεως έρευνας προκύπτει ότι, στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Φεβρουαρίου και της 13ης Μαρτίου 2021, η προσφεύγουσα διατύπωνε υβριστικές και επιθετικές εκφράσεις έναντι της Α. Η συμπεριφορά αυτή συνιστούσε, αφενός, παράβαση του άρθρου 21 του ΚΥΚ και, αφετέρου, παράβαση του άρθρου 12 του ΚΥΚ, δεδομένου ότι οι κατηγορίες για παρενόχληση χωρίς να συνοδεύονται από το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο, τις οποίες απηύθυνε η προσφεύγουσα κατά της ιεραρχικώς προϊσταμένης της, συνιστούσαν έκφραση μεγάλης επιθετικότητας δυνάμενης να θίξει την υπόληψη και την επαγγελματική τιμή της A.

63      Υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις προκειμένου να εκτιμήσει τη βασιμότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του όσον αφορά τη νομιμότητα της πράξεως (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, DK κατά ΕΥΕΔ, T‑217/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:571, σκέψη 146 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ο επαρκής χαρακτήρας της αιτιολογίας δεν πρέπει να εκτιμάται μόνον από απόψεως της γραμματικής διατυπώσεώς του, αλλά και του πραγματικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, DK κατά ΕΥΕΔ, T‑217/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:571, σκέψη 147 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Εν προκειμένω, στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η ΑΔΑ διαπιστώνει ότι, «σύμφωνα με τα πορίσματα [της διοικητικής έρευνας,] [η προσφεύγουσα], με τις πράξεις της, και ιδίως με τις επικοινωνίες της με την [A] μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το 2021, παρέβη, κατ’ ελάχιστον, τα άρθρα 12 και 21 του ΚΥΚ».

65      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η έκθεση των πραγματικών περιστατικών τα οποία έλαβε υπόψη η ΑΔΑ εις βάρος της προσφεύγουσας απλώς επαναλαμβάνει μερικώς το σημείο 105 της εκθέσεως έρευνας, που περιλαμβάνεται στο τμήμα «Τελικά συμπεράσματα» της εν λόγω εκθέσεως. Εντούτοις, το σημείο αυτό δεν αποτελεί παρά συνοπτική σύνθεση των εκτιμήσεων των υπευθύνων της έρευνας που περιλαμβάνονται στα προηγούμενα σημεία της εκθέσεως έρευνας. Το προαναφερθέν χωρίο, το οποίο παρατίθεται εκτός του πλαισίου του, δεν μπορεί να αναδείξει με ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος της προσφεύγουσας.

66      Πράγματι, αφενός, μια γενική αναφορά στις «επικοινωνίες [...] μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το 2021», η οποία δεν συνοδεύεται από καμία εξήγηση σχετικά με το περιεχόμενο των επικοινωνιών αυτών, δεν επιτρέπει να γίνει αντιληπτό ποιες εκφράσεις της προσφεύγουσας έναντι της Α θεωρήθηκαν από την ΑΔΑ ότι στοιχειοθετούν παράβαση του άρθρου 12 ή του άρθρου 21 του ΚΥΚ. Αφετέρου, η χρήση του όρου «ιδίως» υποδηλώνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλει κυρώσεις στην προσφεύγουσα για άλλες συμπεριφορές πέραν των ηλεκτρονικών επικοινωνιών έναντι της A το 2021, χωρίς να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες συναφώς.

67      Επίσης, η ΑΔΑ δεν παρέσχε στην προσφεύγουσα εξηγήσεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος της με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, μολονότι, με τη διοικητική της ένσταση, η προσφεύγουσα υποστήριξε, αφενός, ότι αγνοούσε ποια συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορούσε να συνιστά παράβαση του άρθρου 21 του ΚΥΚ, στον βαθμό που η Α ουδέποτε αμφισβήτησε την ποιότητα της εργασίας της, και, αφετέρου, έμειναν χωρίς απάντηση τα ερωτήματά της σχετικά με τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των οποίων η αποστολή παραβίαζε το άρθρο 12 του ΚΥΚ. Πέραν του γεγονότος ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως σιωπά επί των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας που περιλαμβάνονται στη διοικητική ένσταση σχετικά με την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς την παράβαση των άρθρων 12 και 21 του ΚΥΚ, όσον αφορά πραγματικά περιστατικά που καταλογίζονται στην προσφεύγουσα, η απόφαση αυτή απλώς επαναλαμβάνει μερικώς, στο σημείο 7, τη διατύπωση του σημείου 105 της εκθέσεως έρευνας.

68      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 23 ανωτέρω, η έκθεση έρευνας διατυπώνει σύσταση προς την ΑΔΑ σχετικά με τα συμπεράσματα που πρέπει να συναχθούν από τη διοικητική έρευνα και δεν προδικάζει την τελική θέση της τελευταίας. Πράγματι, η ΑΔΑ υποχρεούται να εξετάσει την έκθεση έρευνας και να λάβει τα μέτρα που θεωρεί κατάλληλα, αιτιολογώντας την απόφασή της. Εντούτοις, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει στην εν λόγω έκθεση έρευνας, στην οποία είχε πρόσβαση η προσφεύγουσα, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό με την έκθεση έρευνας, περιέχει αιτιολογία ανταποκρινόμενη στις νομολογιακές απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 63 ανωτέρω.

69      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τις επικοινωνίες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το 2021, το Συμβούλιο υποστηρίζει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι από τα σημεία 36 έως 38 της εκθέσεως έρευνας προκύπτει ότι οι πράξεις που καταλογίζονται στην προσφεύγουσα συνίστανται στην αποστολή των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Φεβρουαρίου και της 13ης Μαρτίου 2021, στα οποία η προσφεύγουσα είχε διατυπώσει υβριστικές και επιθετικές εκφράσεις έναντι της Α κατηγορώντας την για παρενόχληση.

70      Διαπιστώνεται ότι, στο σημείο 36 της εκθέσεως έρευνας, οι υπεύθυνοι της έρευνας εξηγούν ότι «το ύφος, το περιεχόμενο, η μορφή και η φύση της επικοινωνίας [της προσφεύγουσας] με την [A] ήταν συχνά ανάρμοστη» και παραθέτουν απόσπασμα του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Φεβρουαρίου 2021 (αποσταλέν στις 14:31) και απόσπασμα μηνύματος της 13ης Μαρτίου 2021 (αποσταλέν στις 11:49).

71      Επιπλέον, στα σημεία 37 και 38 της εκθέσεως έρευνας, οι υπεύθυνοι της έρευνας εξηγούν ότι, κατά την εκτίμησή τους, η προσφεύγουσα διατύπωσε έναντι της A σοβαρές κατηγορίες για παρενόχληση και ότι τέτοιες κατηγορίες, εάν είχαν διατυπωθεί καταχρηστικώς, θα μπορούσαν να επισύρουν πειθαρχικές κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, της αποφάσεως 15/2015 του γενικού γραμματέα σχετικά με την ψυχολογική και τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας εντός της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου.

72      Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 12 του ΚΥΚ, από το σημείο 91 της εκθέσεως έρευνας προκύπτει ότι ο τρόπος επικοινωνίας της προσφεύγουσας με την ιεραρχικώς προϊσταμένη της το 2021 θεωρήθηκε ως «αγενής, κακόβουλος και ταπεινωτικός» καθώς και ότι «προσέγγιζε την απείθεια» και, ως εκ τούτου, στοιχειοθετούσε παράβαση του άρθρου 12.

73      Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 21 του ΚΥΚ, από τη συνδυασμένη ανάγνωση των σημείων 59 και 97 της εκθέσεως έρευνας προκύπτει ότι, στον βαθμό που η διάταξη αυτή επιβάλλει στον υπάλληλο υποχρέωση να επικουρεί και να συμβουλεύει τους προϊσταμένους του, κρίθηκε ότι ήταν «απαράδεκτο να κατηγορεί [η προσφεύγουσα] την [A], ελαφρά τη καρδία, για παρενόχληση –χωρίς να προσκομίσει το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο, στηριζόμενη σε ελάχιστες ενδείξεις· και [ότι] επίσης [η προσφεύγουσα] κατέστησε τις κατηγορίες αυτές αντικείμενο παζαρέματος, προτείνοντας να τις αποσύρει αν η [A] [απέσυρε] το διοικητικό της σημείωμα».

74      Εντούτοις, παρά τα διάφορα σχόλια σχετικά με την ανάρμοστη επικοινωνία της προσφεύγουσας καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας της με την A, από την έκθεση έρευνας δεν προκύπτει σαφώς ποια στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται ειδικώς στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Φεβρουαρίου και της 13ης Μαρτίου 2021, στήριξαν τα συμπεράσματα των υπευθύνων της έρευνας σχετικά με την παράβαση των άρθρων 12 και 21 του ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε σε εντελώς άγνωστο στην προσφεύγουσα πλαίσιο, η προσφεύγουσα ορθώς υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό με την έκθεση έρευνας, δεν περιέχει επαρκή αιτιολογία κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 63 ανωτέρω, όσον αφορά τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες της με την A το 2021.

75      Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 66 ανωτέρω, η χρήση στην προσβαλλόμενη απόφαση του όρου «ιδίως» υποδηλώνει ότι η απόφαση αυτή επιβάλλει κυρώσεις στην προσφεύγουσα επίσης για συμπεριφορές πέραν των ηλεκτρονικών επικοινωνιών με την A το 2021, χωρίς να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες συναφώς.

76      Επισημαίνεται ότι από το σημείο 105 της εκθέσεως έρευνας, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα «Τελικά συμπεράσματα», προκύπτει ότι, «[λ]αμβανομένων υπόψη των επίμαχων πράξεων, και ιδίως των επικοινωνιών [της προσφεύγουσας] μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με την [A] το 2021, οι υπεύθυνοι της έρευνας συνάγουν ότι [η προσφεύγουσα] παρέβη –κατ’ ελάχιστον– τα άρθρα 12 και 21 του ΚΥΚ». Επομένως, όπως εκτίθεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα τελικά συμπεράσματα της εκθέσεως έρευνας αφήνουν να εννοηθεί ότι οι συμπεριφορές που προσάπτονται στην προσφεύγουσα λόγω παραβάσεως των επίμαχων διατάξεων του ΚΥΚ καλύπτουν σαφώς και άλλες πράξεις πέραν των επικοινωνιών της προσφεύγουσας με την A μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το 2021. Συγχρόνως, από την ανάγνωση της εκθέσεως έρευνας στο σύνολό της δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό σε τι συνίστανται οι «επίμαχες πράξεις» πέραν των επικοινωνιών με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που μνημονεύονται στο σημείο 105 της εν λόγω εκθέσεως, οι οποίες, σύμφωνα με τα τελικά συμπεράσματα της εκθέσεως έρευνας, προσάπτονται στην προσφεύγουσα λόγω της εκ μέρους της παραβάσεως των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεών της.

77      Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το γράμμα της εκθέσεως έρευνας, στους υπευθύνους της έρευνας ανατέθηκε, βάσει της εντολής τους, να διεξαγάγουν διοικητική έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί «αν, κατά τη συμπεριφορά της έναντι της [A], μέσω επικοινωνιών με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο το 2021, [η προσφεύγουσα] είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον ΚΥΚ» (σημεία 1, 8 και 75 της εκθέσεως έρευνας). Υπογραμμίζεται συναφώς, στο σημείο 36 της εκθέσεως έρευνας, ότι «η εντολή αφορά μόνον το πρόσωπο [της A] και μόνον: [i] το 2021 (όχι το 2020)· και [ii] τις επικοινωνίες με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο». Συγχρόνως, η έκθεση παραπέμπει επανειλημμένως στην επιθετική στάση και στις επιθετικές ενέργειες της προσφεύγουσας έναντι άλλων συναδέλφων, καθώς και στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας έναντι της A, πέραν των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του 2021.

78      Παραδείγματος χάριν, στα σημεία 40 και 57 της εκθέσεως έρευνας, οι υπεύθυνοι της έρευνας κάνουν λόγο για τις επικρίσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τη διαχείριση από την A της μονάδας της και για τον τρόπο με τον οποίο η προσφεύγουσα επικοινώνησε προσωπικά μαζί της. Προβάλλουν, αφενός, ότι η στάση της προσφεύγουσας «στρέφεται ταχέως σε επιθετική καταγγελία της διαχείρισης από την [Α] της μονάδας της και σε περιφρόνηση των αποφάσεων, οδηγιών, αιτημάτων και συμβουλών της» και, αφετέρου, ότι «[η προσφεύγουσα] ύψωσε πολύ την ένταση της φωνής της προς την [A] και δεν της παρέσχε τη δυνατότητα, κατ’ επανάληψη, να εκφράσει τις απόψεις της κατά τρόπο ήρεμο και συγκροτημένο», αλλά ότι, «[α]ντιθέτως, την έκρινε προκατειλημμένα ως διευθυντικό στέλεχος που δεν μπαίνει στην ουσία των προβλημάτων και τείνει να παραβλέπει τον πραγματικό λόγο για τις δυσλειτουργίες που χαρακτηρίζουν τη μονάδα του».

79      Εξάλλου, στο σημείο 59, η έκθεση έρευνας παραπέμπει στις βαθμολογίες για τα έτη 2019 και 2020 και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δεν είναι ανεκτό να αντιδρά [η προσφεύγουσα] στις βαθμολογίες για το 2019 και το 2020 με περιφρόνηση και να είναι ελεύθερη να μην εργάζεται πλέον σε ορισμένες υποθέσεις (διότι θα [ήταν] καταλληλότερες για άλλους συναδέλφους) ή να αρνείται τη συνεργασία της (διότι οι οδηγίες δεν ήταν σαφείς)».

80      Τέλος, στο σημείο 62 της εκθέσεως έρευνας, οι υπεύθυνοι της έρευνας διαπιστώνουν ότι η προσφεύγουσα «καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εργασία των συναδέλφων της» και ότι ο φάκελος «περιέχει πλήθος εγγράφων που καταδεικνύουν ότι, ήδη από το 2020, [η προσφεύγουσα] κατέκλυσε το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο των προϊσταμένων της με μηνύματα (ενίοτε μακροσκελή) τα οποία περιέπλεκαν ασκόπως τη διαχείριση των υποθέσεων· ή με μηνύματα όπου επικοινωνούσε με συνομιλητές σε διάφορες υπηρεσίες».

81      Από τα σημεία 59 και 60 της εκθέσεως έρευνας προκύπτει ότι οι υπεύθυνοι της έρευνας θεωρούσαν, «με την εντολή τους», ότι μπορούσαν να αξιολογήσουν τη συμπεριφορά που μνημονεύθηκε, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 79 ανωτέρω. Βεβαίως, οι διαπιστώσεις που γίνονται σε διάφορα σημεία της εκθέσεως έρευνας ως προς την έκταση της εντολής μπορούν, αυτές καθεαυτές, υπό το φως των σημείων 39 και 88 της εκθέσεως, να εξηγηθούν ως εκφράζουσες τη θέση ότι το γεγονός ότι η εντολή περιοριζόταν στις επικοινωνίες της προσφεύγουσας με την A με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το 2021 δεν εμπόδιζε τους υπευθύνους της έρευνας να εξετάσουν άλλες ενέργειες και επικοινωνίες της προσφεύγουσας προκειμένου να αξιολογήσουν ορθώς το περιεχόμενο των επίμαχων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Εντούτοις, η αντίφαση μεταξύ, αφενός, των ορίων της εντολής που καθορίστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο και, αφετέρου, των τελικών συμπερασμάτων της εκθέσεως, όπως διευκρινίστηκαν στη σκέψη 76 ανωτέρω, αφήνει να πλανώνται αμφιβολίες ως προς τον καθορισμό των πράξεων τις οποίες αφορούν τα τελικά συμπεράσματα της εκθέσεως αυτής και για τις οποίες στη συνέχεια επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθιστά δυνατή τη σαφή διάκριση μεταξύ των συμπεριφορών για τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις και των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη ως στοιχεία του γενικότερου πλαισίου.

82      Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 21 του ΚΥΚ, βεβαίως, το σημείο 97 της εκθέσεως έρευνας, σε συνδυασμό με τα σημεία 59 και 64 της εκθέσεως, κάνει λόγο για τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας έναντι «άλλων στην ιεραρχία» ή στο γεγονός ότι «διατάραξε τις κανονικές συνθήκες εργασίας» αρνούμενη, μεταξύ άλλων, «την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων», ότι ανέλαβε τον ρόλο του «σερίφη», ακόμη και ότι αντέδρασε με «περιφρόνηση» στις βαθμολογίες για τα έτη 2019 και 2020. Εντούτοις, οι συνοπτικές και γενικές αυτές διατυπώσεις δεν καθιστούν δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό των συμπεριφορών που δύνανται να συνιστούν παράβαση του άρθρου 21 του ΚΥΚ και για ποιους λόγους.

83      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι, δεδομένου ότι ο δικαστικός έλεγχος επί του βασίμου της προσβαλλόμενης αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί μόνον αν προσδιοριστούν τα πραγματικά περιστατικά που καταλογίζονται εις βάρος υπαλλήλου ως παράβαση των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεών του, η έλλειψη λεπτομερειών σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που προσάπτονται στην προσφεύγουσα εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει το βάσιμο της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

84      Ως εκ τούτου, γίνεται δεκτό το πρώτο και το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως και ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν άλλοι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά της αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

85      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Νοεμβρίου 2021 για την επίπληξη της Maria Canel Ferreiro.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Porchia

Jaeger

Madise

Nihoul

 

      Verschuur

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Μαΐου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top