EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022TJ0411

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα) της 10ης Απριλίου 2024.
Dexia, anciennement Dexia Crédit Local κατά Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης.
Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2022 – Άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 – Πλάνη περί το δίκαιο – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης.
Υπόθεση T-411/22.

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2024:216

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 10ης Απριλίου 2024 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2022 – Άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 – Πλάνη περί το δίκαιο – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης»

Στην υπόθεση T‑411/22,

Dexia, πρώην Dexia Crédit Local, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους H. Gilliams και J.‑M. Gollier, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τους K.‑P. Wojcik, J. Kerlin και την C. De Falco, επικουρούμενους από τους H.‑G. Kamann, F. Louis και P. Gey, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον J. Etienne, τον M. Menegatti και την G. Bartram,

και από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τις E. d’Ursel, J. Haunold και A. Westerhof Löfflerová,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Dexia, πρώην Dexia Crédit Local, ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/ES/2022/18 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 11ης Απριλίου 2022, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) για το 2022 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που την αφορά.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα ήταν γαλλικό πιστωτικό ίδρυμα.

3        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ καθόρισε, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1), τις εκ των προτέρων εισφορές προς το ΕΤΕ (στο εξής: εκ των προτέρων εισφορές), για το έτος 2022 (στο εξής: περίοδος συνεισφοράς 2022), των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 67, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: ιδρύματα), περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας.

4        Με πράξη επιβολής εισφοράς της 25ης Απριλίου 2022, η Autorité de contrôle prudentiel et de résolution (Αρχή προληπτικής εποπτείας και εξυγίανσης, Γαλλία, στο εξής: ACPR), ως εθνική αρχή εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 3, του κανονισμού 806/2014, διέταξε την προσφεύγουσα να καταβάλει την εκ των προτέρων εισφορά της για την περίοδο συνεισφοράς 2022, όπως αυτή καθορίστηκε από το ΕΣΕ.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

5        Η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει το σώμα και τρία παραρτήματα.

6        Στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθεται η διαδικασία καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2022, η οποία εφαρμόζεται ως προς όλα τα ιδρύματα.

7        Προς τούτο, το ΕΣΕ υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, στο τμήμα 5 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, έως το τέλος της αρχικής οκταετούς περιόδου, υπολογιζομένης από την 1η Ιανουαρίου 2016 (στο εξής: αρχική περίοδος), τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν σε επίπεδο‑στόχο (στο εξής: τελικό επίπεδο-στόχος) το οποίο να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων (στο εξής: καλυπτόμενες καταθέσεις) του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε όλα τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) (στο εξής: συμμετέχοντα κράτη μέλη).

8        Εν συνεχεία, στο τμήμα 5 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο, που μνημονεύεται στο άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/81 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, περί ενιαίων όρων εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 όσον αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 15, σ. 1), για την περίοδο συνεισφοράς 2022 (στο εξής: ετήσιο επίπεδο-στόχος). Συναφώς, το ΕΣΕ διευκρίνισε ότι είχε λάβει υπόψη τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/747 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 806/2014 όσον αφορά τα κριτήρια σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών και σχετικά με τις περιστάσεις και προϋποθέσεις υπό τις οποίες η καταβολή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών ενδέχεται να αναβληθεί εξολοκλήρου ή εν μέρει (ΕΕ 2017, L 113, σ. 2).

9        Επιπλέον, το ΕΣΕ εξέθεσε ότι είχε καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο στο ένα όγδοο του 1,6 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων το 2021, όπως το ποσό αυτό προέκυψε από τα στοιχεία που είχαν κοινοποιήσει τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44).

10      Στο τμήμα 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ περιέγραψε τη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2022.

11      Στο τμήμα 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ διευκρίνισε επίσης ότι τα ιδρύματα, πλην εκείνων που καταβάλλουν κατ’ αποκοπήν εισφορά λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, οφείλουν να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορά προσαρμοσμένη στο προφίλ κινδύνου τους, την οποία το ΕΣΕ καθόρισε ακολουθώντας τα εξής κύρια στάδια.

12      Στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου, το ΕΣΕ υπολόγισε, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, τη βασική ετήσια εισφορά κάθε ιδρύματος, που καθορίζεται με βάση τον λόγο μεταξύ του ύψους των υποχρεώσεων του οικείου ιδρύματος, πλην ιδίων κεφαλαίων και καλυπτόμενων καταθέσεων (στο εξής: καθαρές υποχρεώσεις), και των καθαρών υποχρεώσεων του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το ΕΣΕ αφαίρεσε ορισμένα είδη υποχρεώσεων από τις καθαρές υποχρεώσεις του ιδρύματος που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της εισφοράς αυτής.

13      Στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς, το ΕΣΕ προέβη σε προσαρμογή της βασικής ετήσιας εισφοράς ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του οικείου ιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014.

14      Το ΕΣΕ υπολόγισε την εκ των προτέρων εισφορά κάθε ιδρύματος κατανέμοντας το ετήσιο επίπεδο-στόχο μεταξύ όλων των ιδρυμάτων κατ’ αναλογία προς την προσαρμοσμένη ανάλογα με το προφίλ κινδύνου βασική ετήσια εισφορά.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που την αφορά·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

16      Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά της μέχρι την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

17      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά το μέρος που στηρίζεται στην προβαλλόμενη με τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

18      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν:

–        ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 69, παράγραφος 2, και του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014·

–        ο δεύτερος, παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63·

–        ο τρίτος, παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης με την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        ο τέταρτος, ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 5, 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 καθότι το άρθρο 114 ΣΛΕΕ συνιστά απρόσφορη νομική βάση για τις εν λόγω διατάξεις·

–        ο πέμπτος, ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 λόγω του φερόμενου φορολογικού χαρακτήρα των εκ των προτέρων εισφορών, ο οποίος θέτει εν αμφιβόλω το άρθρο 114 ΣΛΕΕ ως νομική βάση για τις εν λόγω διατάξεις.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 69, παράγραφος 2, και του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014

20      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο αιτιάσεις οι οποίες αφορούν, η μεν πρώτη, παράβαση του άρθρου 69, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014 και, η δεύτερη, παράβαση του άρθρου 70, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού.

21      Πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς η δεύτερη αιτίαση.

22      Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, καθορίζοντας το ετήσιο επίπεδο-στόχο στο ποσό των 14 253 573 821,46 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ένα όγδοο του 1,6 % των καλυπτόμενων καταθέσεων το 2021, το ΕΣΕ καταστρατήγησε και, επομένως, παρέβη το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, το οποίο του επιβάλλει την υποχρέωση να υπολογίζει τις επιμέρους εκ των προτέρων εισφορές κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζει ότι οι εκ των προτέρων εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου (στο εξής: ανώτατο όριο του 12,5 %).

23      Το ΕΣΕ υποστηρίζει, κυρίως, ότι ο κανόνας που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, σχετικά με τη μη υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του 12,5 %, δεν εφαρμόζεται κατά την αρχική περίοδο. Κατά το ΕΣΕ, ο κανόνας του άρθρου 69, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, κατά τον οποίο οι εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος, υπερισχύει της απαίτησης που προκύπτει από το άρθρο 70, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, καθότι ο πρώτος κανόνας συνιστά lex specialis ratione temporis σε σχέση με τη δεύτερη απαίτηση η οποία είναι, αντιθέτως, lex generalis.

24      Επικουρικώς, το ΕΣΕ προβάλλει, όπως διευκρίνισε μεταξύ άλλων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο κανόνας του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, σχετικά με τη μη υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του 12,5 %, δεν είναι απόλυτος. Το ΕΣΕ, όπως υποστηρίζει, αδυνατεί να εφαρμόσει τον ως άνω κανόνα και συγχρόνως να συμμορφωθεί προς την απαίτηση του άρθρου 69, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η οποία του επιβάλλει την υποχρέωση να εξασφαλίζει ότι στο τέλος της αρχικής περιόδου το ΕΤΕ θα επιτυγχάνει το τελικό επίπεδο-στόχο του, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων. Τούτο οφείλεται κυρίως στον δυναμικό χαρακτήρα του τελικού επιπέδου-στόχου, υπό την έννοια ότι το επίπεδο αυτό είναι δυνατόν να αυξηθεί κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου. Επομένως, στην υποθετική περίπτωση αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, συνεπαγόμενης αύξηση του τελικού επιπέδου-στόχου, και υποτίμησης από το ΕΣΕ του ύψους του εν λόγω επιπέδου-στόχου κατά την έναρξη της αρχικής περιόδου, η κατά γράμμα εφαρμογή του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 θα εμπόδιζε το ΕΣΕ να προβεί σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη προσαρμογή των χρηματοδοτικών μέσων που πρέπει να συγκεντρωθούν στο ΕΤΕ για την αντιμετώπιση της εν λόγω υποτίμησης. Πλην όμως, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για το ΕΣΕ να προβλέψει με ακρίβεια το τελικό επίπεδο-στόχο, λόγω των απρόβλεπτων γεγονότων που ενδέχεται να επέλθουν κατά την αρχική περίοδο και να επηρεάσουν την εξέλιξη του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω περιστάσεων, καθώς και του σκοπού γενικού συμφέροντος τον οποίο επιδιώκει το ΕΤΕ –ήτοι, να συμβάλλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης–, το ΕΣΕ όφειλε να δώσει προτεραιότητα στον σκοπό της επίτευξης του τελικού επιπέδου-στόχου στο τέλος της αρχικής περιόδου και, επομένως, η απαίτηση του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ή θα πρέπει να ερμηνευθεί ελαστικά.

25      Συναφώς, το ΕΣΕ υποστηρίζει επιπλέον ότι, εάν ο κανόνας περί μη υπέρβασης του ανωτάτου ορίου του 12,5 %, που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 είχε εφαρμογή κατά την αρχική περίοδο και δη εάν εφαρμοζόταν αυστηρά, το ΕΣΕ δεν θα ήταν σε θέση να συμμορφωθεί προς το άρθρο 69, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιτάσσει, αφενός, οι εκ των προτέρων εισφορές να κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά και, αφετέρου, το ΕΣΕ να λαμβάνει υπόψη τη φάση του οικονομικού κύκλου και τον αντίκτυπο των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων. Για την επίλυση της ανακολουθίας μεταξύ των δύο επίμαχων διατάξεων, το ανώτατο όριο του 12,5 % θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απλώς εξειδικεύει, κατά τρόπο μη δεσμευτικό, την απαίτηση περί της όσο το δυνατόν ισομερούς χρονικά κατανομής των εκ των προτέρων εισφορών.

26      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεωρούν ότι, αντιθέτως προς τους κύριους ισχυρισμούς του ΕΣΕ, η απαίτηση περί μη υπέρβασης του ανωτάτου ορίου του 12,5 % που προκύπτει από το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 εφαρμόζεται κατά την αρχική περίοδο. Εντούτοις, συντάσσονται με το επιχείρημα που προέβαλε επικουρικώς το ΕΣΕ ότι η εν λόγω απαίτηση δεν είναι απόλυτη και πρέπει να τυγχάνει ελαστικής ερμηνείας και εφαρμογής υπό το πρίσμα του βασικού σκοπού, ήτοι της επίτευξης από το ΕΤΕ του τελικού επιπέδου-στόχου έως το τέλος της αρχικής περιόδου.

27      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 ορίζει ότι, έως το τέλος της αρχικής περιόδου, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του ΕΤΕ πρέπει να ανέρχονται στο τελικό επίπεδο‑στόχο το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

28      Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, κατά την αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προμνησθέν στη σκέψη 27 τελικό επίπεδο‑στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

29      Περαιτέρω, το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 προβλέπει ότι «[τ]ο [ΕΣΕ] υπολογίζει ετησίως […] τις επιμέρους εισφορές, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του επιπέδου-στόχου». Το άρθρο 70, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού προσθέτει ότι «[τ]ο συνολικό ποσό των επιμέρους εισφορών όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών […] δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το 12,5 % του επιπέδου-στόχου ετησίως».

30      Κατά πρώτον, όσον αφορά την κατά χρόνο εφαρμογή της απαίτησης περί ανωτάτου ορίου 12,5 % που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απαίτηση αυτή έχει εφαρμογή κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψεις 68, 69 και 100).

31      Τούτο προκύπτει, κατ’ αρχάς, από το σαφές γράμμα του άρθρου 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, το οποίο προβλέπει ότι «[κ]ατά την αρχική περίοδο» οι εκ των προτέρων εισφορές υπολογίζονται «σύμφωνα με το άρθρο 70» του κανονισμού αυτού, η δε παραπομπή δηλώνει, χωρίς αμφισημία, ότι όλες οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην τελευταία ως άνω διάταξη, συμπεριλαμβανομένης της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, εφαρμόζονται κατά την αρχική περίοδο.

32      Περαιτέρω, το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζεται ότι το ΕΣΕ πρέπει να συμμορφώνεται προς την απαίτηση του ανωτάτου ορίου του 12,5 % «ετησίως», χωρίς να περιορίζει χρονικά την εφαρμογή της στο μετά την αρχική περίοδο διάστημα.

33      Ομοίως, ουδεμία άλλη διάταξη του κανονισμού 806/2014 υποδηλώνει ότι η απαίτηση περί ανωτάτου ορίου 12,5 % δεν εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου ή ότι το ΕΣΕ μπορεί να παρεκκλίνει από την ως άνω απαίτηση κατά την περίοδο αυτή.

34      Τέλος, η ερμηνεία κατά την οποία η εν λόγω απαίτηση εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου επιρρωννύεται από το ιστορικό θεσπίσεως του κανονισμού 806/2014.

35      Συγκεκριμένα, από το σημείο 4.3.2 της αιτιολογικής έκθεσης και το άρθρο 65, παράγραφος 1, της πρότασης COM(2013) 520 final της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 2013, η οποία κατέληξε στην έκδοση του κανονισμού 806/2014, προκύπτει ότι η Επιτροπή, στη νομοθετική της πρόταση, είχε προτείνει η αρχική περίοδος για τη σύσταση του ΕΤΕ να εκτείνεται σε δέκα έτη.

36      Κατά τα επόμενα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας, το Συμβούλιο, όπως προκύπτει από το διοργανικό έγγραφο της 27ης Μαρτίου 2014 (8078/1/14 REV 1), σχετικά με το οποίο ανταλλάχθηκαν επιχειρήματα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, είχε προτείνει για τις εκ των προτέρων εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών τη θέσπιση ανωτάτου ορίου ετησίως, ανερχόμενου στο 10 % του τελικού επιπέδου-στόχου. Όταν, όμως, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφώνησαν, στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας, τη σύντμηση της αρχικής περιόδου σε οκτώ έτη, αποφάσισαν, συγχρόνως, να αυξήσουν σε 12,5 % το ανώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014.

37      Επομένως, όπως άλλωστε επιβεβαίωσε το Συμβούλιο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο νομοθέτης της Ένωσης συνέδεσε τον αριθμό των ετών της αρχικής περιόδου με το ποσοστό του ανωτάτου ορίου που καθορίζεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014.

38      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το ανώτατο όριο του 12,5 %, που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, εφαρμόζεται κατά την αρχική περίοδο.

39      Τούτο αναγνώρισε, άλλωστε, το ίδιο το ΕΣΕ στο σημείο 106 του παραρτήματος III της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου αξιολογεί τις παρατηρήσεις των ιδρυμάτων που μετείχαν στη διαβούλευση σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές προς το ΕΤΕ για το 2022, διευκρινίζοντας ότι, «[μ]ε την εφαρμογή συντελεστή ανερχόμενου στο [ένα όγδοο] του συνολικού ποσού των επίμαχων καταθέσεων, [το ΕΣΕ] συμμορφώνεται προς το ανώτατο όριο του 12,5 %».

40      Κατά δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο της απαίτησης περί ανωτάτου ορίου 12,5 %, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ οφείλει να μεριμνά ώστε οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών να μην υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

41      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως επιβεβαιώνεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 806/2014, το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού βασίζεται σε δυναμική προσέγγιση του τελικού επιπέδου-στόχου, υπό την έννοια ότι τούτο πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων στο τέλος της αρχικής περιόδου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, στο σημείο 4.3.2 της αιτιολογικής έκθεσης της πρότασής της COM(2013) 520 final, της 10ης Ιουλίου 2013, η οποία κατέληξε στην έκδοση του εν λόγω κανονισμού, εξέθεσε ότι το τελικό επίπεδο-στόχος θα παραμένει δυναμικό και θα αυξάνεται σε περίπτωση μεγέθυνσης του τραπεζικού τομέα.

42      Η αναγκαιότητα συνεκτίμησης της εξέλιξης του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων εξηγείται, επιπλέον, από τον σκοπό της είσπραξης των εκ των προτέρων εισφορών, ο οποίος έγκειται, μεταξύ άλλων, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας ασφαλιστικής λογικής, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014 (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113). Κατά την αιτιολογική σκέψη 12 του ως άνω κανονισμού, ο σκοπός του ΕΜΕ συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αύξηση της σταθερότητας των ιδρυμάτων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και στην αποτροπή των δευτερογενών επιπτώσεων των ενδεχόμενων κρίσεων στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη.

43      Συναφώς, από το σημείο 4.3.2 της αιτιολογικής έκθεσης της πρότασης COM(2013) 520 final προκύπτει ότι όσο ο τραπεζικός τομέας μεγεθύνεται με την πάροδο του χρόνου τόσο πρέπει να αυξάνονται οι οικονομικοί πόροι που τίθενται στη διάθεση του ΕΤΕ. Επομένως, η εκτίμηση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα καθιστά δυνατή την πρόβλεψη του ύψους των χρηματοδοτικών μέσων που θα πρέπει να παρασχεθούν στο ΕΤΕ, προκειμένου να μπορεί να χρησιμοποιηθεί, σε περίπτωση κρίσης στον τραπεζικό τομέα, για τη χρηματοδότηση των εργαλείων εξυγίανσης και, συνακόλουθα, για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής τους, σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 101 του ίδιου κανονισμού.

44      Στο πλαίσιο, όμως, του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε μια προσέγγιση βάσει της οποίας το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα και τον συνακόλουθο υπολογισμό των οικονομικών πόρων που πρέπει να τεθούν στη διάθεση του ΕΤΕ. Υπό αυτό το πρίσμα, ενδεχόμενη αύξηση του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων στο διάστημα από την έναρξη έως το τέλος της αρχικής περιόδου αντικατοπτρίζει μεγέθυνση του τραπεζικού τομέα, τούτο δε συνεπάγεται αύξηση των χρηματοδοτικών μέσων που απαιτούνται από το ΕΤΕ κατά το τέλος της εν λόγω περιόδου.

45      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, σε σχέση με το οποίο εφαρμόζεται το ανώτατο όριο του 12,5 %, πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένου υπόψη του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όπως διαμορφώνεται στο τέλος της αρχικής περιόδου, εξυπακούεται δε ότι το ποσό αυτό μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα μόνον στο τέλος της εν λόγω περιόδου.

46      Τούτου δοθέντος, στο μέτρο που, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού 806/2014, ο υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών είναι διαδικασία επαναλαμβανόμενη σε ετήσια βάση, η οποία στηρίζεται στον καθορισμό ενός τελικού επιπέδου-στόχου που πρέπει να έχει επιτευχθεί στο τέλος της αρχικής περιόδου, εν συνεχεία δε ενός ετήσιου επιπέδου-στόχου που πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113), το ΕΣΕ οφείλει, για κάθε περίοδο εισφορών, να εκτιμά με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια το τελικό επίπεδο-στόχο βάσει των διαθέσιμων κατά τον χρόνο της εκτίμησης στοιχείων (στο εξής: προβλεπόμενο τελικό επίπεδο-στόχος).

47      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι καθοριστικής σημασίας για την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 12,5 % είναι το προβλεπόμενο τελικό επίπεδο-στόχος.

48      Κατά συνέπεια, όταν το ΕΣΕ υπολογίζει τις εκ των προτέρων εισφορές κατά τη διάρκεια δεδομένης περιόδου συνεισφοράς, οφείλει να μεριμνά, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, ώστε το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών να μην υπερβαίνει το 12,5 % του προβλεπόμενου τελικού επιπέδου-στόχου.

49      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία του ΕΣΕ, του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατά την οποία η απαίτηση του ανωτάτου ορίου του 12,5 % θα πρέπει είτε να μη ληφθεί υπόψη είτε να ερμηνευθεί «ελαστικά». Σε αυτό το πλαίσιο, το ΕΣΕ υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν θα ήταν σε θέση να τηρήσει το εν λόγω ανώτατο όριο και συγχρόνως να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 69, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 806/2014 κατά τις οποίες, πρώτον, το ΕΣΕ πρέπει να εξασφαλίσει την επίτευξη από το ΕΤΕ του τελικού επιπέδου-στόχου που αντιστοιχεί σε τουλάχιστον 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων έως το τέλος της αρχικής περιόδου και, δεύτερον, οι εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το τελικό επίπεδο-στόχος, λαμβανομένης, όμως, δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων. Από τα ανωτέρω το ΕΣΕ, υποστηριζόμενο από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνήγαγε, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 69, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, κατά το οποίο οι εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να κατανέμονται «όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά», όπερ θα επέτρεπε, κατά την άποψή τους, την ελαστική ερμηνεία της απαίτησης περί ανωτάτου ορίου 12,5 %.

50      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 προκύπτει χωρίς αμφισημία από το ίδιο το γράμμα της διάταξης.

51      Κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης υπό το πρίσμα του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και του σκοπού της δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το σαφές και ακριβές γράμμα της διάταξης αυτής, ειδάλλως η ερμηνεία αυτή θα είναι contra legem και, ως εκ τούτου, μη συμβατή προς τις επιταγές της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Επομένως, εφόσον η έννοια διάταξης του δικαίου της Ένωσης προκύπτει χωρίς αμφισημία από το ίδιο το γράμμα της, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αποκλίνει από την ερμηνεία αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2023, Mensing, C‑180/22, EU:C:2023:565, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Ιουνίου 2021, Lucaccioni κατά Επιτροπής, T‑316/19, EU:T:2021:367, σκέψη 118 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο για το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, διότι η διάταξη αυτή έχει επιτακτική διατύπωση, όπως καταδεικνύει η χρήση των φράσεων «δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του επιπέδου-στόχου» (πρώτο εδάφιο) και «[τ]ο συνολικό ποσό των […] εισφορών δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το 12,5 % του επιπέδου-στόχου ετησίως» (τέταρτο εδάφιο). Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη καθορίζει το ανώτατο όριο σε 12,5 % ακριβώς, επαναλαμβάνοντάς το δύο φορές και χωρίς να προβλέπει εξαίρεση, με αποτέλεσμα το όριο αυτό να μην μπορεί να διαφοροποιηθεί ή να προσαρμοστεί από την αρμόδια για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών αρχή.

53      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 έχει την έννοια, υπό το πρίσμα της απαίτησης του άρθρου 69, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ότι το ανώτατο όριο του 12,5 % μπορούσε να μη ληφθεί υπόψη ή ότι ήταν απλώς και μόνον ενδεικτικό, με αποτέλεσμα το ΕΣΕ να μπορεί να παρεκκλίνει από αυτό προκειμένου να επιτευχθεί το τελικό επίπεδο-στόχος.

54      Ομοίως, το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το τελικό επίπεδο-στόχος, δεν επιτρέπει την ερμηνεία του ανωτάτου ορίου του 12,5 % του άρθρου 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού ως μη δεσμευτικού ή ως αμιγώς ενδεικτικού. Πράγματι, πέραν του ότι τέτοια ερμηνεία θα προσέκρουε στο σαφές και ακριβές γράμμα του άρθρου 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, αφενός, υπογραμμίζεται ότι ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης, ορίζοντας ρητώς στο άρθρο 69, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού ότι οι εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να «υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 70», προέβλεψε την ταυτόχρονη εφαρμογή τόσο του ανωτάτου ορίου του 12,5 % όσο και της απαίτησης περί κατανομής των εν λόγω εκ των προτέρων εισφορών όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά. Αφετέρου, σκοπός του άρθρου 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 είναι η χρονική και κατά το δυνατόν ισομερής κατανομή της οικονομικής επιβάρυνσης των ιδρυμάτων, προκειμένου να αποφευχθούν σημαντικές ανά έτος διαφοροποιήσεις της εν λόγω επιβάρυνσης και να ληφθούν τοιουτοτρόπως υπόψη η φάση του οικονομικού κύκλου και ο αντίκτυπος που ενδέχεται να έχουν φιλοκυκλικές εισφορές στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων. Αντιθέτως, σκοπός του άρθρου 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού είναι να θέσει ανώτατο όριο, για κάθε επιμέρους έτος, στο ύψος των εισφορών που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Συνεπώς, το άρθρο 69, παράγραφος 2, και το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 επιδιώκουν διαφορετικούς, καίτοι συμπληρωματικούς, σκοπούς. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα ότι το άρθρο 69, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού επιβάλλει «ελαστική» ερμηνεία της απαίτησης περί ανωτάτου ορίου 12,5 %, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, είναι απορριπτέο.

55      Το συμπέρασμα αυτό είναι κατά μείζονα λόγο επιβεβλημένο διότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το ΕΣΕ, δεν είναι αδύνατος ο συμβιβασμός των απαιτήσεων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 49 ανωτέρω.

56      Βεβαίως, λόγω της διάρκειας της αρχικής περιόδου και του κινδύνου επέλευσης απρόβλεπτων γεγονότων κατά την περίοδο αυτή, η εκτίμηση του τελικού επιπέδου-στόχου βασίζεται σε ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων, όπερ συνεπάγεται ότι η εν λόγω εκτίμηση ενέχει αβεβαιότητα.

57      Εντούτοις, η συνεκτίμηση της αβεβαιότητας αυτής είναι σύμφυτη με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο ΕΣΕ. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ είναι υπεύθυνο να μεριμνά για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ΕΜΕ. Προς τούτο, το ΕΣΕ οφείλει να διασφαλίζει την επίτευξη του τελικού επιπέδου-στόχου έως το τέλος της αρχικής περιόδου, τηρώντας συγχρόνως το ανώτατο όριο του 12,5 %. Το γεγονός ότι η εκτίμησή του για το τελικό επίπεδο-στόχο αφορά το μέλλον συνεπάγεται ότι το ΕΣΕ πρέπει να εκτιμά αρκούντως συντηρητικά την εξέλιξη του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχικής περιόδου, ώστε να διαθέτει επαρκή κεφάλαια για τον συμβιβασμό της τήρησης του ανωτάτου ορίου του 12,5 % με τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 49 ανωτέρω.

58      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το τελικό επίπεδο-στόχος πρέπει να ανέρχεται «τουλάχιστον» στο 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων στο τέλος της αρχικής περιόδου. Επομένως, η ως άνω διάταξη δεν υποχρεώνει το ΕΣΕ να διασφαλίζει ότι το επίπεδο-στόχος αντιστοιχεί επακριβώς στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων, αλλά του παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμά, βάσει συντηρητικών προβλέψεων, την εξέλιξη του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται το εν λόγω επίπεδο-στόχος, τηρουμένου συγχρόνως του ανωτάτου ορίου του 12,5 %.

59      Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι, κατά την εκπόνηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/747, η Επιτροπή είχε επίσης υπόψη την ταυτόχρονη εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 12,5 % και των υπομνησθεισών στη σκέψη 49 απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 69, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 806/2014. Συγκεκριμένα, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2017/747, ο οποίος έχει ως αντικείμενο, κατά το άρθρο του 1, σημείο 1, να καθορίσει, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια για τη χρονική κατανομή των εισφορών στο ΕΤΕ σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, προβλέπει στο άρθρο 3, παράγραφος 4, ότι, σε κάθε δεδομένη περίοδο συνεισφοράς, το επίπεδο των ετήσιων εισφορών μπορεί να είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο των ετήσιων εισφορών «που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, και το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού [806/2014]» μόνο στην περίπτωση που το ΕΣΕ επαληθεύει ότι, βάσει συντηρητικών προβλέψεων, το τελικό επίπεδο-στόχος μπορεί να έχει επιτευχθεί στο τέλος της αρχικής περιόδου.

60      Κατά τρίτον, πρέπει επομένως να εξεταστεί αν, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ συμμορφώθηκε προς την απαίτηση περί ανωτάτου ορίου 12,5 %, όπως προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014.

61      Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 45 και 60 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει κατ’ αρχάς ότι το ΕΣΕ εκτίμησε το προβλεπόμενο τελικό επίπεδο-στόχο στο ποσό των 79 987 450 580 ευρώ.

62      Επομένως, όταν το ΕΣΕ υπολόγισε τις εκ των προτέρων εισφορές για την περίοδο συνεισφοράς 2022, όφειλε να μεριμνήσει, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, και βάσει της δικής του εκτίμησης για το τελικό επίπεδο-στόχο, ώστε το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών το οποίο οφειλόταν από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών να μην υπερβαίνει το ποσό των 9 998 431 322,50 ευρώ.

63      Όπως προκύπτει, όμως, από την αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το σημείο 124 του παραρτήματος III της απόφασης αυτή και με τη στήλη «Τελικό κοινοποιηθέν ποσό για το 2022 (iii)» του πίνακα που περιλαμβάνεται στην πρώτη σελίδα του παραρτήματος II της εν λόγω απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2022 στο ποσό των 14 253 573 821,46 ευρώ, ποσό το οποίο μειώθηκε σε 13 675 366 302,18 ευρώ κατόπιν, μεταξύ άλλων, των αφαιρέσεων που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

64      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται, όπως άλλωστε αναγνώρισε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καθόρισε το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών που οφείλονταν από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών σε ύψος που υπερέβαινε το ανώτατο όριο του 12,5 % του προβλεπόμενου τελικού επιπέδου-στόχου.

65      Ως εκ τούτου, το ΕΣΕ παρέβη το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 και, επομένως, η δεύτερη αιτίαση του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτή.

66      Η ως άνω πλάνη περί το δίκαιο είναι αφ’ εαυτής ικανή να επισύρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα.

67      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν η πρώτη αιτίαση που προβάλλεται προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως.

 Επί του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης

68      Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά της έως την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η δικαστική απόφαση θα καταστεί αμετάκλητη, καθότι ενδεχόμενη ακύρωση θα έχει σοβαρές συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην τραπεζική ένωση.

69      Η προσφεύγουσα δήλωσε ότι επαφίεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον ενδεχόμενο καθορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως.

70      Κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να προσδιορίσει εκείνα τα έννομα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξης που θεωρούνται οριστικά. Προς άσκηση της εξουσίας την οποία του απονέμει το άρθρο αυτό, ο δικαστής της Ένωσης λαμβάνει υπόψη τον σεβασμό της αρχής της ασφάλειας δικαίου και των λοιπών δημόσιων ή ιδιωτικών συμφερόντων (βλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑389/19 P, EU:C:2021:131, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 122).

71      Συνακόλουθα, το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει, για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, τη διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων ακυρωθείσας απόφασης, τόσο για λόγους ασφάλειας δικαίου όσο και για λόγους σχετικούς με την αποφυγή διακοπής ή καθυστερήσεων στην εφαρμογή πολιτικών που υλοποιούνται ή υποστηρίζονται από την Ένωση (βλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑699/17, EU:T:2021:44, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Εν προκειμένω, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, με αποτέλεσμα να καθορίζει την εκ των προτέρων εισφορά της προσφεύγουσας σε υπερβολικά υψηλό ποσό, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε, απεναντίας, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, πλάνη η οποία να επηρεάζει την υποχρέωση καθεαυτήν της προσφεύγουσας να καταβάλει εκ των προτέρων εισφορά για την περίοδο συνεισφοράς 2022.

73      Υπό τις συνθήκες αυτές, και όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ (C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 177), η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να προβλέπεται η διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων της θα μπορούσε να θίξει την εφαρμογή της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), του κανονισμού 806/2014 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, που αποτελούν ουσιώδες μέρος της τραπεζικής ένωσης, η οποία συμβάλλει στη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης στο σύνολό της. Πράγματι, αν το ΕΣΕ όφειλε να επιστρέψει αμέσως το ποσό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας καθώς και τα ποσά των εκ των προτέρων εισφορών άλλων ιδρυμάτων, όπως εκείνα που έχουν ασκήσει παρόμοια προσφυγή προβάλλοντας τον ίδιο λόγο ακυρώσεως με αυτόν που γίνεται δεκτός στην υπό κρίση προσφυγή, μολονότι τα ιδρύματα αυτά παραμένουν, κατ’ αρχήν, υπόχρεα προς καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών, η επιστροφή αυτή θα ενείχε τον κίνδυνο να στερήσει από το ΕΤΕ τα χρηματοδοτικά μέσα που μπορεί να αποβούν αναγκαία για τη διασφάλιση της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Ένωσης.

74      Κατά συνέπεια, η απόρριψη του αιτήματος περί διατήρησης σε ισχύ των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσε να θίξει τον σκοπό της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τον σκοπό της εγκαθίδρυσης οικονομικής και νομισματικής ένωσης, της οποίας το νόμισμα είναι το ευρώ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

75      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα έως ότου το ΕΣΕ λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης, τούτο δε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η παρούσα απόφαση θα καταστεί αμετάκλητη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

76      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ΕΣΕ ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

77      Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SRB/ES/2022/18 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 11ης Απριλίου 2022, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) για το 2022, κατά το μέρος που αφορά την Dexia.

2)      Τα αποτελέσματα της απόφασης SRB/ES/2022/18, κατά το μέρος που αφορά την Dexia, διατηρούνται σε ισχύ έως ότου το ΕΣΕ λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης, τούτο δε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η παρούσα απόφαση θα καταστεί αμετάκλητη.

3)      Το ΕΣΕ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Dexia.

4)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Απριλίου 2024.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Προσβαλλόμενη απόφαση

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 69, παράγραφος 2, και του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014

Επί του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης

Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα της διαδικασίας: η γαλλική.

Top