Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CO0776

    Διάταξη του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2023.
    Studio Legale Ughi e Nunziante κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έγκριση της εξετάσεως των αιτήσεων αναιρέσεως – Άρθρο 170β του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Αίτηση με την οποία τεκμηριώνεται η σημασία ενός ζητήματος για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης – Μερική έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως.
    Υπόθεση C-776/22 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:441

     ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων)

    της 8ης Μαΐου 2023 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έγκριση της εξετάσεως των αιτήσεων αναιρέσεως – Άρθρο 170β του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Αίτηση με την οποία τεκμηριώνεται η σημασία ενός ζητήματος για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης – Μερική έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως»

    Στην υπόθεση C‑776/22 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2022,

    Studio Legale Ughi e Nunziante, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους L. Cascone, A. Clemente, F. de Filippis, και A. Marega, avvocati,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι το:

    Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO),

    καθού πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων),

    συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, M. Safjan και N. Jääskinen (εισηγητή), δικαστές,

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την πρόταση του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα J. Richard de la Tour,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Studio Legale Ughi e Nunziante ζητεί την αναίρεση της διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Οκτωβρίου 2022, Studio Legale Ughi e Nunziante κατά EUIPO – Nunziante και Ughi (UGHI E NUNZIANTE) (T‑389/22, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2022:662), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Studio Legale Ughi e Nunziante για ακύρωση της απόφασης του πέμπτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), της 8ης Απριλίου 2022 (υπόθεση R 407/2021‑5), σχετικά με διαδικασία κήρυξης ακυρότητας του σήματος Ughi e Nunziante.

    Επί της αιτήσεως για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως

    2

    Κατά το άρθρο 58α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς προηγούμενη έγκριση του Δικαστηρίου, δεν χωρεί εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως που ασκείται κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου η οποία αφορά απόφαση ανεξάρτητου τμήματος προσφυγών του EUIPO.

    3

    Κατά το άρθρο 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκρίνεται, εν όλω ή εν μέρει, κατά τα προβλεπόμενα λεπτομερώς στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αυτή εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

    4

    Κατά το άρθρο 170α, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, στις περιπτώσεις του άρθρου 58α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, ο αναιρεσείων επισυνάπτει στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως στην οποία εκτίθεται το σημαντικό ζήτημα που εγείρει η αναίρεση για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης και στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της εν λόγω αιτήσεως εγκρίσεως.

    5

    Κατά το άρθρο 170β, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφασίζει επί της αιτήσεως εγκρίσεως το συντομότερο δυνατόν με αιτιολογημένη διάταξη.

    6

    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 170β, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του ίδιου Κανονισμού, η διάταξη που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη επιδίδεται, μαζί με την αίτηση αναιρέσεως, στους διαδίκους της συγκεκριμένης υπόθεσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και προσδιορίζει, όταν η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκρίνεται εν μέρει, τους λόγους αναιρέσεως ή τα σκέλη των λόγων αναιρέσεως τα οποία θα πρέπει να αφορά το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

    Επιχειρήματα της αναιρεσείουσας

    7

    Προς στήριξη της αιτήσεώς της για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι τρεις λόγοι αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται σε παράβαση των άρθρων 119 και 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο δεύτερος σε παράβαση του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 51 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και ο τρίτος σε παράβαση των άρθρων 47 και 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και, ενδεχομένως, του άρθρου 51, παράγραφος 4, και του άρθρου 55, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, εγείρουν όλοι σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

    8

    Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τα άρθρα 119 και 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Συγκεκριμένα, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη δεν περιέχει σκεπτικό που να δικαιολογεί την εφαρμογή της απαίτησης περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου στην περίπτωση που η αναιρεσείουσα είναι δικηγορική εταιρία εκπροσωπούμενη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου από μέλη της. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει τη διαπίστωσή του, στη σκέψη 16 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι το γεγονός και μόνον ότι οι εντεταλμένοι δικηγόροι είναι μέλη της ένωσης ήταν ικανό να αποκλείσει την ανεξαρτησία τους.

    9

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 51 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, μη λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου, κατά την οποία τα συμφέροντα που διασφαλίζονται με την απαίτηση αυτή είναι η προστασία και η υπεράσπιση των συμφερόντων του εντολέα (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Universität Bremen κατά REA, C‑110/21 P, EU:C:2022:555).

    10

    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ως μη ανεξάρτητο τον εταίρο δικηγορικής εταιρίας η οποία ενεργεί ως αναιρεσείουσα ενώπιόν του. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα επισημαίνει συναφώς, αφενός, ότι στην ιταλική έννομη τάξη δεν υφίσταται καμία σχέση εργασίας μεταξύ μιας επαγγελματικής ένωσης και ενός εκ των μελών της, δεδομένου ότι το επάγγελμα του δικηγόρου είναι, στην Ιταλία, διαρθρωτικά ασύμβατο με την έμμισθη απασχόληση κατά την έννοια του ιταλικού δικαίου. Αφετέρου, η παροχή υπηρεσιών στην ένωση από μέλη της συνάδει πλήρως με το ιταλικό δίκαιο και τους κανόνες δεοντολογίας που διέπουν την άσκηση του επαγγέλματος στην Ιταλία, οι οποίοι όλοι προβλέπουν το καθήκον ανεξαρτησίας του δικηγόρου.

    11

    Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει από την απόφαση της 24ης Μαρτίου 2022, PJ και PC κατά EUIPO (C‑529/18 P και C‑531/18 P, EU:C:2022:218, σκέψη 72), κατά την οποία η ύπαρξη οποιασδήποτε συμβατικής σχέσης αστικού δικαίου μεταξύ ενός δικηγόρου και του εντολέα του δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι ο δικηγόρος βρίσκεται σε θέση η οποία προδήλως θίγει την ικανότητά του να υπερασπιστεί με πλήρη ανεξαρτησία τα συμφέροντα του εντολέα του. Η θέση του δικηγόρου που είναι εταίρος δικηγορικής εταιρίας και έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτή να την εκπροσωπεί ως αναιρεσείουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ουδόλως συνεπάγεται σύγκρουση συμφερόντων, αλλά, αντιθέτως, απηχεί μια κοινότητα συμφερόντων.

    12

    Ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη είναι «προσκολλημένη» σε παλαιά νομολογιακή πρακτική του Δικαστηρίου και δεν λαμβάνει υπόψη την πρόσφατη «μεταστροφή» της σχετικής νομολογίας, γεγονός που θίγει σοβαρά την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

    13

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση των άρθρων 47 και 52 του Χάρτη, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν επέτρεψε την τακτοποίηση της προσφυγής, με το σκεπτικό ότι δεν προβλέπεται ρητώς από τον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, και κατά συνέπεια κήρυξε αυτομάτως απαράδεκτη την προσφυγή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε το γεγονός ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου απορρέει από νομολογιακή κατασκευή και ότι, ως εκ τούτου, η τακτοποίηση δεν προβλέπεται ρητώς λόγω της έλλειψης κανόνων περί ανεξαρτησίας. Κατά τα λοιπά, η απαίτηση αυτή καθιερώθηκε κατά παράβαση της ανάγκης νομοθετικής πρόβλεψης κατά την έννοια του άρθρου 52 του Χάρτη.

    14

    Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αυτόματη απόρριψη προσφυγής ως απαράδεκτης λόγω έλλειψης δικαστικής εκπροσώπησης προσκρούει στο ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, στην αρχή της αναλογικότητας καθώς και στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές των κρατών μελών της Ένωσης.

    15

    Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, το οποίο πρέπει να εξεταστεί διότι άλλως θα συνέτρεχε σοβαρή προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη και των διατάξεων του Χάρτη σχετικά με τις δυνατότητες περιορισμού των δικαιωμάτων αυτών.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    16

    Εισαγωγικώς, πρέπει να τονιστεί ότι στον αναιρεσείοντα απόκειται να τεκμηριώσει ότι τα ζητήματα που εγείρονται με την αίτηση αναιρέσεως είναι σημαντικά για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης (διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    17

    Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 170α, παράγραφος 1, και το άρθρο 170β, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να έχει το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της αιτήσεως εγκρίσεως και να προσδιορίσει, σε περίπτωση εν μέρει εγκρίσεως, τους λόγους αναιρέσεως ή τα σκέλη των λόγων αναιρέσεως τα οποία θα πρέπει να αφορά το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, δεδομένου ότι ο μηχανισμός της προηγούμενης εγκρίσεως της εξετάσεως των αιτήσεων αναιρέσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 58α του εν λόγω Οργανισμού, αποσκοπεί στον περιορισμό του ελέγχου του Δικαστηρίου μόνο στα ζητήματα που έχουν σημασία για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, μόνον οι λόγοι αναιρέσεως που εγείρουν τέτοια ζητήματα, την ύπαρξη των οποίων αποδεικνύει ο αναιρεσείων, πρέπει να εξετάζονται από το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση (διατάξεις της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 21, και της 30ής Ιανουαρίου 2023, bonnanwalt κατά EUIPO, C‑580/22 P, EU:C:2023:126, σκέψη 11).

    18

    Επομένως, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να παραθέτει σαφώς και επακριβώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως, να προσδιορίζει με την ίδια ακρίβεια και σαφήνεια το νομικό ζήτημα που εγείρει κάθε λόγος αναιρέσεως, να διευκρινίζει αν το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης και να εκθέτει ειδικώς τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω ζήτημα είναι σημαντικό υπό το πρίσμα του κριτηρίου του οποίου γίνεται επίκληση. Όσον αφορά, ειδικότερα, τους λόγους αναιρέσεως, η αίτηση εγκρίσεως πρέπει να προσδιορίζει τη διάταξη του δικαίου της Ένωσης ή τη νομολογία στην οποία αντιβαίνει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη, να εκθέτει συνοπτικώς σε τι συνίσταται η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο και να επισημαίνει σε ποιον βαθμό η πλάνη αυτή επηρέασε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη. Όταν η προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο απορρέει από παράβαση της νομολογίας, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να εκθέτει συνοπτικώς, αλλά σαφώς και επακριβώς, πρώτον, πού έγκειται η προβαλλόμενη αντίφαση, προσδιορίζοντας τόσο τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως κατά των οποίων βάλλει ο αναιρεσείων όσο και τις σκέψεις της αποφάσεως του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου που παραβιάστηκαν, και, δεύτερον, τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η αντίφαση αυτή εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης (διατάξεις της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 22, και της 30ής Ιανουαρίου 2023, bonnanwalt κατά EUIPO, C‑580/22 P, EU:C:2023:126, σκέψη 12).

    19

    Σύμφωνα με την αρχή ότι το βάρος αποδείξεως φέρει ο αιτών την έγκριση της εξετάσεως αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων πρέπει να τεκμηριώσει ότι, ανεξαρτήτως των νομικών ζητημάτων που προβάλλει με την αίτηση αναιρέσεως, η αίτηση αυτή εγείρει ένα ή περισσότερα σημαντικά ζητήματα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι το περιεχόμενο του κριτηρίου αυτού υπερβαίνει το πλαίσιο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και, εν τέλει, της αιτήσεως αναιρέσεως (διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2022, EUIPO κατά Nowhere, C‑337/22 P, EU:C:2022:908, σκέψη 32, και της 30ής Ιανουαρίου 2023, bonnanwalt κατά EUIPO, C‑580/22 P, EU:C:2023:126, σκέψη 15).

    20

    Προς τούτο, πρέπει να αποδεικνύεται τόσο η ύπαρξη όσο και η σπουδαιότητα τέτοιων ζητημάτων, μέσω συγκεκριμένων και ιδιαίτερων στοιχείων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και όχι απλώς μέσω επιχειρημάτων γενικής φύσεως (διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2022, EUIPO κατά Nowhere, C‑337/22 P, EU:C:2022:908, σκέψη 33, και της 30ής Ιανουαρίου 2023, bonnanwalt κατά EUIPO, C‑580/22 P, EU:C:2023:126, σκέψη 16).

    21

    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι στην αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως εκτίθενται με ακρίβεια και σαφήνεια οι τρεις προβαλλόμενοι στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως λόγοι, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση των άρθρων 119 και 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο δεύτερος εσφαλμένη εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του άρθρου 51 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, και ο τρίτος παράβαση των άρθρων 47 και 52 του Χάρτη καθώς και, ενδεχομένως, του άρθρου 51, παράγραφος 4, και του άρθρου 55, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

    22

    Όσον αφορά, δεύτερον, τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως εκθέτει επαρκώς κατά νόμον σε τι συνίσταται η προβαλλόμενη πλάνη που απορρέει από την παράβαση των άρθρων 119 και 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, από την αίτηση αυτή προκύπτει ότι η προβαλλόμενη πλάνη έγκειται στο γεγονός ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, αφενός, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να εκθέσει πλήρη συλλογιστική επί του σημείου αυτού, απλώς παρέπεμψε σε προγενέστερη απόφασή του στην οποία επίσης δεν είχε αιτιολογήσει την εφαρμογή της απαίτησης περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου στην περίπτωση που η αναιρεσείουσα ήταν δικηγορική εταιρία και ένα από τα μέλη της την εκπροσωπούσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι την παρέθεσε στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, παρέλειψε να λάβει υπόψη και να εφαρμόσει την πλέον πρόσφατη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος.

    23

    Αντιθέτως, καίτοι η αναιρεσείουσα προσδιορίζει το ζήτημα που εγείρεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το οποίο συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στον προσδιορισμό του αν υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας οσάκις το Γενικό Δικαστήριο αρκείται να παραπέμψει κατ’ αναλογίαν σε προγενέστερες αποφάσεις που αφορούν το οικείο ζήτημα, χωρίς να εκθέτει πλήρη συλλογιστική επ’ αυτού, δεν αποδεικνύει, εν πάση περιπτώσει, επαρκώς κατά νόμον για ποιον λόγο η προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, η αναιρεσείουσα, περιοριζόμενη στην προβολή επιχειρημάτων γενικής φύσεως, δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο λόγος αυτός εγείρει ζήτημα του οποίου η σημασία υπερβαίνει το πλαίσιο της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης και, εν τέλει, της αιτήσεως αναιρέσεως.

    24

    Τρίτον, όσον αφορά το ζήτημα που εγείρεται με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, διαπιστώνεται ότι η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως εκθέτει επαρκώς κατά νόμον σε τι συνίσταται η προβαλλόμενη πλάνη η οποία απορρέει από μη τήρηση της νομολογίας, σε ποιον βαθμό η προβαλλόμενη αυτή πλάνη επηρέασε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η πλάνη αυτή, αν αποδειχθεί, εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

    25

    Πράγματι, από την αίτηση αυτή προκύπτει ότι η προβαλλόμενη πλάνη έγκειται στο γεγονός ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη αγνόησε τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Universität Bremen κατά REA (C‑110/21 P, EU:C:2022:555, σκέψη 67), κατά την οποία η προβλεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να συντρέχει περίπτωση απαραδέκτου μόνον εάν προκύπτει προδήλως ότι ο οικείος εκπρόσωπος δεν είναι σε θέση να φέρει εις πέρας το υπερασπιστικό του έργο υπηρετώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του εντολέα του, με αποτέλεσμα να πρέπει να αποκλειστεί προς το συμφέρον του εντολέα του. Σύμφωνα όμως με την υπό κρίση αίτηση, αν όντως συντρέχει τέτοια πλάνη, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα έπρεπε να έχει κριθεί παραδεκτή.

    26

    Επιπλέον, η αναιρεσείουσα προσδιορίζει το ζήτημα που εγείρεται με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, το οποίο συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στο να καθοριστεί αν η νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Universität Bremen κατά REA (C‑110/21 P, EU:C:2022:555, σκέψη 67), σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπάγεται ότι οι δικηγόροι που είναι εταίροι δικηγορικής εταιρείας και έχουν εξουσιοδοτηθεί από αυτήν πληρούν την απαίτηση περί ανεξαρτησίας, όπως αυτή έχει καθοριστεί από το Δικαστήριο. Υπογραμμίζοντας ότι, κατά το ιταλικό δίκαιο, δεν υφίσταται καμία εργασιακή σχέση μεταξύ μιας επαγγελματικής ένωσης δικηγόρων και ενός από τα μέλη της και ότι το μέλος που έχει εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπήσει την ένωση ενώπιον δικαστηρίου δεν μπορεί να έχει σύγκρουση συμφερόντων με αυτήν, η αναιρεσείουσα υπαινίσσεται ότι το νομικό ζήτημα που εγείρεται με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως βαίνει πέραν του πλαισίου της συγκεκριμένης αιτήσεως αναιρέσεως, δεδομένου ότι η απάντηση στο ζήτημα αυτό θα έχει συνέπειες πολύ πέραν της υπό κρίση υπόθεσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αναιρεσείουσα εκθέτει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

    27

    Τέταρτον, όσον αφορά το ζήτημα που εγείρεται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, διαπιστώνεται ότι η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως εκθέτει επαρκώς κατά νόμον σε τι συνίσταται η προβαλλόμενη πλάνη η οποία απορρέει από μη τήρηση της νομολογίας, σε ποιον βαθμό η προβαλλόμενη αυτή πλάνη επηρέασε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η πλάνη αυτή, αν αποδειχθεί, εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

    28

    Πράγματι, από την αίτηση αυτή προκύπτει ότι η προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε την έλλειψη ανεξαρτησίας των τριών δικηγόρων που εκπροσωπούσαν την αναιρεσείουσα ενώπιόν του, έκρινε ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου δεν προέβλεπε ρητώς δυνατότητα τακτοποίησης. Στην αντίθετη περίπτωση, η νυν αναιρεσείουσα θα είχε τη δυνατότητα να αποφύγει την απόρριψη της προσφυγής της ως απαράδεκτης.

    29

    Επιπλέον, αφενός, η αναιρεσείουσα προσδιορίζει το ζήτημα που εγείρεται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, το οποίο συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στο να καθοριστεί αν, όταν ένας διάδικος δεν εκπροσωπείται δεόντως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, από δικηγόρο, κατά την έννοια του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα άρθρα 47 και 52 του Χάρτη συνεπάγονται ότι το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, πριν από την έκδοση απόφασης περί απόρριψης της προσφυγής, να το επισημάνει στον εν λόγω διάδικο προκειμένου να του παρασχεθεί η δυνατότητα να εκπροσωπηθεί προσηκόντως. Αφετέρου, από την αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι η σημασία της υποχρέωσης που ενδεχομένως υπέχει το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να μην προσβληθούν δικαιώματα κατοχυρούμενα στον Χάρτη, να παράσχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να τακτοποιήσει την προσφυγή του πριν το ίδιο διαπιστώσει το απαράδεκτό της, υπερβαίνει το πλαίσιο της διάταξης που αναιρεσιβάλλεται εν προκειμένω. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το ζήτημα αυτό δεν συνδέεται με συγκεκριμένο τομέα του δικαίου της Ένωσης, αλλά αφορά κάθε είδους διαφορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για την οποία απαιτείται εκπροσώπηση από δικηγόρο, κατά την έννοια του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    30

    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εξέθεσε η αναιρεσείουσα, η υπό κρίση αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον ότι ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως εγείρουν σημαντικά ζητήματα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

    31

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να εγκριθεί ως προς τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, τους οποίους θα πρέπει να αφορά το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, και να μην εγκριθεί κατά τα λοιπά.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    32

    Κατά το άρθρο 170β, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, εφόσον η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκριθεί, εν όλω ή εν μέρει, υπό το πρίσμα των κριτηρίων του άρθρου 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 171 έως 190α του εν λόγω Κανονισμού.

    33

    Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην κατ’ αναίρεση διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα έξοδα με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

    34

    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκρίθηκε εν μέρει, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων) διατάσσει:

     

    1)

    Εγκρίνει εν μέρει την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως.

     

    2)

    Το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως θα αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως.

     

    3)

    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top