EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CO0074

Διάταξη του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 1ης Αυγούστου 2022.
Soudal NV και Esko-Graphics BVBA κατά Magnetrol International NV και Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Παρέμβαση – Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή του Βασίλειο του Βελγίου – Παρεμβάσεις οι οποίες επετράπησαν στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου – Αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου – Αναπομπή της υπόθεσης στο Γενικό Δικαστήριο – Απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να περιλάβει στη δικογραφία γραπτές παρατηρήσεις επί της αποφάσεως τις οποίες υπέβαλε παρεμβαίνων στην αναιρετική διαδικασία – Σιωπηρή απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι ο παρεμβαίνων στην αναιρετική διαδικασία έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιόν του – Παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως – Ο παρεμβαίνων στην αναιρετική διαδικασία έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου – Εκπροθέσμως ασκηθείσα αναίρεση – Συγγνωστή πλάνη.
Υπόθεση C-74/22 P(I).

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:632

 ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 1ης Αυγούστου 2022 ( *1 )

[Κείμενο διορθωμένο με διάταξη της 18ης Απριλίου 2023]

«Αίτηση αναιρέσεως – Παρέμβαση – Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή του Βασίλειο του Βελγίου – Παρεμβάσεις οι οποίες επετράπησαν στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου – Αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου – Αναπομπή της υπόθεσης στο Γενικό Δικαστήριο – Απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να περιλάβει στη δικογραφία γραπτές παρατηρήσεις επί της αποφάσεως τις οποίες υπέβαλε παρεμβαίνων στην αναιρετική διαδικασία – Σιωπηρή απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι ο παρεμβαίνων στην αναιρετική διαδικασία έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιόν του – Παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως – Ο παρεμβαίνων στην αναιρετική διαδικασία έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου – Εκπροθέσμως ασκηθείσα αναίρεση – Συγγνωστή πλάνη»

Στην υπόθεση C‑74/22 P(I),

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2022,

Soudal NV, με έδρα το Turnhout (Βέλγιο),

Esko-Graphics BVBA, με έδρα τη Γάνδη (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενες από τον H. Viaene, advocaat,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Magnetrol International NV, με έδρα το Zele (Βέλγιο),

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P.‑J. Loewenthal και την F. Tomat,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, Κ. Λυκούργο, E. Regan, I. Jarukaitis, N. Jääskinen και I. Ziemele, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, P. G. Xuereb, N. Piçarra, L. S. Rossi, A. Kumin, N. Wahl και O. Spineanu‑Matei, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με την αίτησή τους αναιρέσεως, η Soudal NV και η Esko-Graphics BVBA ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 6ης Δεκεμβρίου 2021, με την οποία το τελευταίο αρνήθηκε να τις αναγνωρίσει ως παρεμβαίνουσες στην υπόθεση T‑263/16 RENV και να περιλάβει στη δικογραφία της εν λόγω υπόθεσης τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν σχετικά με τα συμπεράσματα που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), για την επίλυση της διαφοράς στην εν λόγω υπόθεση (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, με τους όρους «διάδικος» και «διάδικοι», χρησιμοποιούμενους χωρίς άλλη ένδειξη, νοείται κάθε διάδικος, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβαινόντων.

3

Το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι οι δικονομικές προθεσμίες παρεκτείνονται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

4

Το άρθρο 79 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει τα εξής:

«Στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύεται ανακοίνωση που περιέχει την ημερομηνία της καταθέσεως του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, το ονοματεπώνυμο των κύριων διαδίκων, τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής καθώς και μνεία των προβαλλόμενων ισχυρισμών και κύριων επιχειρημάτων.»

5

Τα άρθρα 142 έως 145 του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας θέτουν τους κανόνες που διέπουν την παρέμβαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

6

Το άρθρο 143, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει ότι «[η] αίτηση παρεμβάσεως κατατίθεται εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση που προβλέπεται στο άρθρο 79».

7

Κατά το άρθρο 215 του Κανονισμού Διαδικασίας:

«Οσάκις το Δικαστήριο αναιρεί απόφαση ή διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου και αποφασίζει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς εκδίκαση, το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως ή διατάξεως περί αναπομπής.»

8

Το άρθρο 217 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας έχει ως εξής:

«1.   Αν η μεταγενεστέρως αναιρεθείσα από το Δικαστήριο απόφαση ή διάταξη εκδόθηκε μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας επί της ουσίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης μπορούν, εντός δύο μηνών από την επίδοση της αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου, να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συνέπειες που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση ή διάταξη του Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς. Η προθεσμία αυτή δεν παρατείνεται.

[…]

3.   Εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, ο πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει την κατάθεση συμπληρωματικών υπομνημάτων γραπτών παρατηρήσεων.»

9

Το άρθρο 219 του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει τα εξής:

«Το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.»

Το ιστορικό της διαφοράς

10

Με την απόφαση (ΕΕ) 2016/1699, της 11ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων όσον αφορά τη φορολογική απαλλαγή πλεοναζόντων κερδών SA.37667 (2015/C) (πρώην 2015/NN) το οποίο έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο (ΕΕ 2016, L 260, σ. 61, στο εξής: επίμαχη απόφαση), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένες από τις απαλλαγές που χορηγήθηκαν από το Βασίλειο του Βελγίου συνιστούσαν καθεστώς ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο ήταν μη συμβατό με την εσωτερική αγορά και είχε τεθεί σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση των κατ’ αυτόν τον τρόπο χορηγηθεισών ενισχύσεων από τους δικαιούχους, των οποίων ο οριστικός κατάλογος έπρεπε να καταρτισθεί σε μεταγενέστερο στάδιο από το Βασίλειο του Βελγίου.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

11

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου και στις 25 Μαΐου 2016, το Βασίλειο του Βελγίου και η Magnetrol International NV άσκησαν προσφυγές με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης απόφασης, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν με αριθμούς υποθέσεων T‑131/16 και T‑263/16, αντιστοίχως.

12

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Μαΐου 2016, η Soudal άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση αυτής της αποφάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑201/16. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουνίου 2016, η Esko-Graphics άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑335/16.

13

Στη συνέχεια, ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου ενημέρωσε τους διαδίκους στις υποθέσεις T‑201/16 και T‑335/16 ότι ο πρόεδρος του επιληφθέντος της υποθέσεως τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία στις εν λόγω υποθέσεις μέχρι την επίλυση της διαφοράς στις υποθέσεις T‑131/16 και T‑263/16.

14

Με διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, ο πρόεδρος του έβδομου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑131/16 και T‑263/16 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη.

15

Με την απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Βέλγιο και Magnetrol International κατά Επιτροπής (T‑131/16 και T‑263/16, EU:T:2019:91), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίμαχη απόφαση.

16

Στις 24 Απριλίου 2019, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως C‑337/19 P.

17

Με διατάξεις της 15ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτή την παρέμβαση της Anheuser-Busch InBev SA/NV, της Ampar BVBA, της Atlas Copco Airpower NV και της Atlas Copco AB (C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:909), καθώς και της Soudal και της Esko-Graphics (C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:915) υπέρ της Magnetrol International.

18

Με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), το Δικαστήριο:

αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Βέλγιο και Magnetrol International κατά Επιτροπής (T‑131/16 και T‑263/16, EU:T:2019:91

απέρριψε τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως στην υπόθεση T‑131/16, καθώς και τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑263/16·

ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑131/16, καθώς και επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, επί του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑263/16, και

επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

19

Στις 16 Νοεμβρίου 2021, η Soudal και η Esko-Graphics υπέβαλαν στο Γενικό Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 217 του Κανονισμού Διαδικασίας του, παρατηρήσεις σχετικά με τα συμπεράσματα που έπρεπε να αντληθούν από την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), για την επίλυση της διαφοράς στην υπόθεση T‑263/16 RENV (στο εξής: επίμαχες παρατηρήσεις).

20

Με έγγραφο της 6ης Δεκεμβρίου 2021, το οποίο κοινοποιήθηκε στη Soudal και στην Esko-Graphics στις 17 Δεκεμβρίου 2021, ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου τις πληροφόρησε ότι, δεδομένου ότι οι προμνησθείσες παρατηρήσεις δεν συνιστούν έγγραφο προβλεπόμενο από τον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο πρόεδρος του επιληφθέντος της υποθέσεως τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να μην περιληφθούν στη δικογραφία της υποθέσεως.

21

Με έγγραφο της 29ης Δεκεμβρίου 2021 προς τον Πρόεδρο και τα μέλη του Γενικού Δικαστηρίου, η Soudal και η Esko-Graphics, στηριζόμενες ιδίως στη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:915), και στη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, ζήτησαν, αφενός, να διορθωθεί η «πλάνη» στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθώς και, αφετέρου, να επιβεβαιωθεί η ιδιότητά τους ως παρεμβαινουσών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ζητώντας να λάβουν απάντηση εντός πέντε ημερών.

22

Με έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 2022, ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου επιβεβαίωσε τη λήψη του από 29 Δεκεμβρίου 2021 εγγράφου των αναιρεσειουσών. Επέστησε επίσης την προσοχή τους, αφενός, στο «γεγονός» ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου δεν προβλέπει την υποβολή παρατηρήσεων στην υπόθεση T‑263/16 RENV από τους παρεμβαίνοντες στους οποίους επετράπη να μετάσχουν στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑337/19 P και, αφετέρου, στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, σύμφωνα με το οποίο ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να αποφασίσει την επανάληψη ανασταλείσας διαδικασίας πριν από τη λήξη της αναστολής.

Αιτήματα των διαδίκων

23

Η Soudal και η Esko-Graphics ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να διατάξει να περιληφθούν οι γραπτές παρατηρήσεις τους στη δικογραφία της υποθέσεως T‑263/16 RENV και

να διαπιστώσει ότι οι αναιρεσείουσες διατήρησαν την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV κατόπιν της εκ μέρους του Δικαστηρίου αναπομπής της εν λόγω υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο.

24

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη·

άλλως, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και

να καταδικάσει τη Soudal και την Esko-Graphics στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

25

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη τόσο λόγω της φύσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσο και λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της.

Επί της ενστάσεως απαραδέκτου η οποία στηρίζεται στη φύση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

– Επιχειρήματα

26

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απλώς αρνήθηκε να περιλάβει τις επίμαχες παρατηρήσεις στη δικογραφία της υποθέσεως T‑263/16 RENV. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, όμως, δεν εμπίπτει σε κάποια από τις κατηγορίες αποφάσεων κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί αναίρεση δυνάμει του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

27

Επιπλέον, μολονότι το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπει πράγματι την άσκηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίπτεται αίτηση παρεμβάσεως, οι αναιρεσείουσες δεν υπέβαλαν, εν προκειμένω, αίτηση παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέρριψε το αίτημα αυτό και, ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή.

28

Η Soudal και η Esko-Graphics υποστηρίζουν ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να μην περιλάβει τις επίμαχες παρατηρήσεις στη δικογραφία της υποθέσεως T‑263/16 RENV συνιστά σιωπηρή άρνηση εγκρίσεως της παρεμβάσεώς τους στην εν λόγω υπόθεση.

29

Πλην όμως, το σκεπτικό βάσει του οποίου ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτή, με διάταξη της 15ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:915), την παρέμβαση της Soudal και της Esko-Graphics στην αναιρετική διαδικασία ισχύει και για την υπόθεση T‑263/16 RENV.

– Εκτίμηση

30

Κατ’ αρχάς, προκειμένου να εξεταστεί το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της αποφάσεως η οποία περιλαμβάνεται στο έγγραφο του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2021.

31

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι, αν το Δικαστήριο αναιρέσει απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και αποφασίσει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας επί της ουσίας ενώπιόν του, οι διάδικοι της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης μπορούν, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση της εν λόγω αποφάσεως, να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συνέπειες που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση του Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς.

32

Δεν αμφισβητείται πάντως ότι, πρώτον, η υπό κρίση υπόθεση αντιστοιχεί στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή και, δεύτερον, ότι οι γραπτές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν εντός της προβλεπόμενης στην προαναφερθείσα διάταξη προθεσμίας, παρεκτεινόμενης λόγω αποστάσεως όπως ορίζει το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα η απόρριψή τους να μην μπορεί να στηριχθεί στην εκπρόθεσμη υποβολή τους.

33

Επομένως, παρά τον συνοπτικό χαρακτήρα του, το έγγραφο του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2021, καθόσον διατυπώνεται σε αυτό η άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να περιλάβει στη δικογραφία της υποθέσεως T‑263/16 RENV τις επίμαχες παρατηρήσεις με την αιτιολογία ότι αποτελούν έγγραφο μη προβλεπόμενο από τον Κανονισμό Διαδικασίας του, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διαλαμβάνει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να μην αναγνωρίσει στις αναιρεσείουσες την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην εν λόγω υπόθεση, ιδιότητα την οποία οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι απέκτησαν αυτοδικαίως από τη στιγμή που τους επετράπη να μετάσχουν στην αναιρετική διαδικασία στο πλαίσιο της υπόθεσης C‑337/19 P.

34

Η εν λόγω εκτίμηση επιρρωννύεται από το έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 2022, με το οποίο ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου επέστησε την προσοχή των αναιρεσειουσών στο «γεγονός» ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου δεν προβλέπει την υποβολή παρατηρήσεων στην υπόθεση T‑263/16 RENV από τους παρεμβαίνοντες στους οποίους επετράπη να μετάσχουν στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑337/19 P.

35

Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απλώς δεν έγινε δεκτή η προσθήκη των επίμαχων παρατηρήσεων στη δικογραφία της υποθέσεως T‑263/16 RENV.

36

Όσον αφορά το δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι στις 8 Μαρτίου 2022 το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έπρεπε να θεωρηθεί ως αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, οι δε διάδικοι ενημερώθηκαν για τον εν λόγω (επανα)χαρακτηρισμό κατά την επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως με το από 14 Μαρτίου 2022 έγγραφο της Γραμματείας του Δικαστηρίου.

37

Το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού ορίζει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου η αίτηση παρεμβάσεως απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, εντός δύο εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της απορριπτικής αποφάσεως.

38

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται βεβαίως ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέρριψε αίτηση παρεμβάσεως, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες δεν υπέβαλαν τέτοια αίτηση ενώπιόν του.

39

Εντούτοις, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2021 και με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι οι αναιρεσείουσες έχουν την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV παράγει αποτελέσματα ανάλογα προς εκείνα μιας απόφασης με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει αίτηση παρεμβάσεως υποβληθείσα από τις αναιρεσείουσες, συνεπάγεται δηλαδή ότι ο διάδικος ο οποίος υποστηρίζει ότι, λόγω του συμφέροντός του στην επίλυση της διαφοράς, έχει, δυνάμει του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερη δικονομική θέση στερείται το σύνολο των δικαιωμάτων που απορρέουν από την εν λόγω θέση.

40

Επιπλέον, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει την αίτηση αναιρέσεως βάσιμη, αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και αναπέμψει την υπόθεση ενώπιόν του, δεν μπορεί ευλόγως να αναμένεται από παρεμβαίνοντα στην αίτηση αναιρέσεως, ο οποίος εκτιμά ότι έχει αυτοδικαίως την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, να υποβάλει επισήμως αίτηση παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με μοναδικό σκοπό να μπορέσει να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναίρεση κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του.

41

Συγκεκριμένα, ένα τέτοιο αίτημα δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει παρά να απορριφθεί από το Γενικό Δικαστήριο ως εκπρόθεσμο, δεδομένου ότι το άρθρο 143, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 79 του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας, προβλέπει ότι η αίτηση παρεμβάσεως πρέπει να κατατίθεται εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων η οποία εκκινεί από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανακοινώσεως με την οποία γνωστοποιείται αρχικώς η κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης στην οικεία υπόθεση.

42

Στο πλαίσιο αυτό, αν γινόταν δεκτό ότι ο παρεμβαίνων σε αναιρετική δίκη, ο οποίος θεωρεί ότι έχει αυτοδικαίως την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατόπιν αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο, δεν μπορεί να ασκήσει αναίρεση δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί μη αναγνωρίσεως της ιδιότητας αυτής, για τον λόγο και μόνον ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απέρριψε ρητώς αίτηση παρεμβάσεως, ο ενδιαφερόμενος διάδικος θα στερούνταν κάθε δικαστικής προστασίας προκειμένου να υπερασπίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τα δικονομικά δικαιώματα που θεωρεί ότι αντλεί από το άρθρο 40 του Οργανισμού, ενώ το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού αποσκοπεί ειδικά στη διασφάλιση αυτής της προστασίας.

43

Πράγματι, εάν ο παρεμβαίνων ορθώς υποστηρίζει ότι έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε υπόθεση που έχει αναπεμφθεί από το Δικαστήριο, ζήτημα που πρέπει να κριθεί στο στάδιο της εξετάσεως επί της ουσίας της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επιλυθεί κατά το στάδιο της εκτιμήσεως του παραδεκτού της, δεν διαθέτει κανένα άλλο ένδικο βοήθημα για να διεκδικήσει τα απορρέοντα από το άρθρο 40 του ίδιου Οργανισμού διαδικαστικά του δικαιώματα.

44

Συγκεκριμένα, πρώτον, ο παρεμβαίνων σε αναιρετική διαδικασία δεν μπορεί να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναίρεση κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία δεν του αναγνωρίζεται η ιδιότητα του παρεμβαίνοντος στην υπόθεση η οποία αναπέμφθηκε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού από το Δικαστήριο.

45

Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι είναι δυνατή η άσκηση αναιρέσεως κατά των οριστικών αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και κατά των αποφάσεων που επιλύουν εν μέρει τη διαφορά ως προς την ουσία ή επιλύουν δικονομικό ζήτημα που αφορά ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου.

46

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περατώνει τη δίκη στην υπόθεση T‑263/16 RENV ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ότι δεν επιλύει, έστω εν μέρει, τη διαφορά στην υπόθεση αυτή ως προς την ουσία.

47

Επιπλέον, μολονότι η απόφαση αυτή επιλύει πράγματι δικονομικό ζήτημα σχετικό με την ιδιότητα των αναιρεσειουσών ως παρεμβαινουσών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εντούτοις το εν λόγω ζήτημα δεν σχετίζεται με ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου.

48

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου που επιλύουν δικονομικό ζήτημα διαφορετικής φύσεως από τα δικονομικά ζητήματα που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη πρέπει να απορρίπτονται ως απαράδεκτες (πρβλ. διάταξη της 4ης Οκτωβρίου 1999, Επιτροπή κατά ADT Projekt, C‑349/99 P, EU:C:1999:475, σκέψεις 10 και 11, και απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 2002, Γαλλία κατά Monsanto και Επιτροπής, C‑248/99 P, EU:C:2002:1, σκέψη 46).

49

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλύει δικονομικό ζήτημα σχετικό με ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου, αποφαίνεται επί αιτήματος διαδίκου με το οποίο ζητείται η περάτωση της δίκης χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, για τον λόγο δε αυτόν μια τέτοια απόφαση πρέπει να μπορεί να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο δίχως να αναμένεται η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας. Αντιθέτως, τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση αποφάσεως με την οποία επιλύεται δικονομικό ζήτημα σχετικά με παρέμβαση.

50

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο δέχεται αίτηση παρεμβάσεως δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Bayerische Motoren Werke και Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, C‑654/17 P, EU:C:2019:634, σκέψεις 29 και 30).

51

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η λύση αυτή πρέπει να εφαρμοστεί και σε περίπτωση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί μη αναγνωρίσεως της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος σε υπόθεση που του αναπέμφθηκε από το Δικαστήριο.

52

Δεύτερον, η άσκηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά οριστικής αποφάσεως σε υπόθεση στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θεωρεί ότι έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος δεν παρέχει στο πρόσωπο αυτό επαρκή δικαστική προστασία, δεδομένου ότι, αφενός, το εν λόγω ένδικο μέσο είναι διαθέσιμο μόνο στους διαδίκους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, η άσκηση ενός τέτοιου ενδίκου μέσου δεν θα διαφύλασσε εν πάση περιπτώσει τη χρησιμότητα ενδεχόμενης παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς δεν θα διασφαλιζόταν ότι η αίτηση παρεμβάσεως θα γινόταν δεκτή σε στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο η παρέμβαση μπορεί πράγματι να συμβάλει στη διαδικασία ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.

53

Κατόπιν των προεκτεθέντων, η απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνείται να περιλάβει στη δικογραφία υποθέσεως αναπεμφθείσας ενώπιόν του, κατόπιν αναιρέσεως της αποφάσεώς του από το Δικαστήριο, τις παρατηρήσεις παρεμβαίνοντος στην αναιρετική διαδικασία, με την αιτιολογία ότι αποτελούν έγγραφο μη προβλεπόμενο από τον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ισοδυναμεί με σιωπηρή άρνηση αναγνωρίσεως στον παρεμβαίνοντα στην αναιρετική διαδικασία της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος στην υπόθεση αυτή και μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

54

Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής που στηρίζεται στη φύση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί της ενστάσεως απαραδέκτου που στηρίζεται στην εκπρόθεσμη υποβολή της αιτήσεως αναιρέσεως

– Επιχειρήματα

55

[Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 18ης Απριλίου 2023] Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι αναίρεση κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίπτεται αίτηση παρεμβάσεως πρέπει ασκηθεί εντός δύο εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της απορριπτικής αποφάσεως. Επομένως, εάν θεωρηθεί ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, εφόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στις αναιρεσείουσες στις 17 Δεκεμβρίου 2021, η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως έληξε στις 10 Ιανουαρίου 2022. Δεδομένου ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2022, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

56

Η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων περί δικονομικών προθεσμιών είναι ουσιώδης για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και την αποφυγή κάθε δυσμενούς διακρίσεως ή αυθαίρετης μεταχειρίσεως.

57

Εν προκειμένω, η Επιτροπή φρονεί ότι οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν βασίμως να επικαλεστούν τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων προκειμένου να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως. Υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η έννοια της «συγγνωστής πλάνης» πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Οι δε αναιρεσείουσες δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι αγνοούσαν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έκδοση οριστικής αποφάσεως πριν από την παραλαβή του από 11 Ιανουαρίου 2022 εγγράφου της γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου. Αντιθέτως, αναγνωρίζουν με τα δικόγραφά τους ότι το έγγραφο αυτό απλώς επιβεβαίωνε την προηγούμενη θέση του Γενικού Δικαστηρίου. Δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά του Γενικού Δικαστηρίου μπορούσε να προκαλέσει επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο διάδικο που επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο με συνήθη ενημέρωση.

58

Η Soudal και η Esko-Graphics υποστηρίζουν ότι η πλάνη στην οποία υπέπεσαν ως προς την επιλογή του νομικού ερείσματος της αιτήσεώς τους αναιρέσεως είναι συγγνωστή.

59

Εκθέτουν συναφώς ότι δεν είχαν τυπικώς υποβάλει αίτηση παρεμβάσεως. Επιπλέον, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν τους επιδόθηκε με διάταξη. Ομοίως, από τα έγγραφα του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο προτίθετο να απορρίψει αίτηση παρεμβάσεως. Επομένως, η συμπεριφορά του Γενικού Δικαστηρίου μπορούσε να προκαλέσει επιτρεπτή σύγχυση στις αναιρεσείουσες όσον αφορά το είδος της αιτήσεως αναιρέσεως που έπρεπε να ασκηθεί κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες ενήργησαν καλοπίστως και με όλη την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο με συνήθη ενημέρωση, όπως μαρτυρεί το από 29 Δεκεμβρίου 2021 έγγραφό τους.

60

Η Soudal και η Esko-Graphics υποστηρίζουν, περαιτέρω, ότι η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως άρχισε, εν προκειμένω, να τρέχει από την παραλαβή του από 11 Ιανουαρίου 2022 εγγράφου της γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, μόνο μετά την παραλαβή του εγγράφου αυτού βεβαιώθηκαν οι αναιρεσείουσες ότι η άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να περιλάβει στη δικογραφία της υποθέσεως T‑263/16 RENV τις επίμαχες παρατηρήσεις δεν ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης εκτιμήσεως, αλλά συνειδητή απόφαση. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, επικουρικώς, ότι η καθυστέρηση στην άσκηση της αιτήσεώς τους αναιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί συγγνωστή, λαμβανομένης υπόψη της αμφίσημης συμπεριφοράς του Γενικού Δικαστηρίου.

– Εκτίμηση

61

Το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου η αίτηση παρεμβάσεως απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, εντός δύο εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της απορριπτικής αποφάσεως.

62

Σύμφωνα με το άρθρο 51 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

63

Εν προκειμένω, κατόπιν της υποβολής των επίμαχων παρατηρήσεων στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, κοινοποιήθηκαν στις αναιρεσείουσες δύο έγγραφα του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου με ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου 2021 και 11 Ιανουαρίου 2022.

64

Από τις σκέψεις 31 έως 34 και 53 της παρούσας διατάξεως προκύπτει ότι το από 6 Δεκεμβρίου 2021 έγγραφο του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου περιέχει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να μην αναγνωρίσει στις αναιρεσείουσες την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV, η απόφαση δε αυτή μπορεί να προσβληθεί με αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

65

Επομένως, η προθεσμία άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως άρχισε, εν προκειμένω, να τρέχει στις 18 Δεκεμβρίου 2021, ήτοι την επομένη της κοινοποιήσεως του εν λόγω εγγράφου.

66

Το γεγονός ότι ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου απέστειλε στις αναιρεσείουσες νέο έγγραφο, με ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 2022, απαντώντας στο από 29 Δεκεμβρίου 2021 έγγραφό τους, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη νέας προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως.

67

Συγκεκριμένα, αφενός, το δεύτερο αυτό έγγραφο περιορίζεται στην «επιβεβαίωση παραλαβής» του από 29 Δεκεμβρίου 2021 εγγράφου των αναιρεσειουσών. Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το από 11 Ιανουαρίου 2022 έγγραφο του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απορρίπτει τους ισχυρισμούς που διατύπωσαν οι αναιρεσείουσες στο από 29 Δεκεμβρίου 2021 έγγραφό τους, το εν λόγω έγγραφο του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου απλώς επιβεβαιώνει, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των ισχυρισμών αυτών, την απόφαση που είχε ήδη διατυπώσει το Γενικό Δικαστήριο με το από 6 Δεκεμβρίου 2021 έγγραφο του Γραμματέα του.

68

Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εκπροθέσμως.

69

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, παρέκκλιση από την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης περί δικονομικών προθεσμιών χωρεί μόνον υπό περιστάσεις εντελώς εξαιρετικές, τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης [πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2016, SV Capital κατά ΕΑΤ, C‑577/15 P, EU:C:2016:947, σκέψη 56, και διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2018, Müller κ.λπ. κατά QH, C‑187/18 P(I), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:543, σκέψεις 20 και 21].

70

Επιπλέον, είναι αληθές ότι από την ως άνω νομοθεσία της Ένωσης χωρεί επίσης παρέκκλιση σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας από τους διαδίκους έχει υποπέσει σε συγγνωστή πλάνη, η εν λόγω δε έννοια, η οποία πρέπει να τυγχάνει στενής ερμηνείας, αφορά αποκλειστικώς εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες, ιδίως, το οικείο θεσμικό όργανο επέδειξε συμπεριφορά η οποία, αφ’ εαυτής ή καθοριστικώς, μπορούσε να προκαλέσει εύλογη σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη ο οποίος επέδειξε καθόλα την επιμέλεια που απαιτείται από επαρκώς ενημερωμένο πρόσωπο [πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2016, SV Capital κατά ΕΑΤ, C‑577/15 P, EU:C:2016:947, σκέψη 59, και διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2018, Müller κ.λπ. κατά QH, C‑187/18 P(I), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:543, σκέψη 42].

71

Το συγγνωστό της πλάνης ενός διαδίκου δεν μπορεί να αναγνωριστεί όταν η υπέρβαση δικονομικής προθεσμίας οφείλεται σε πλημμελή λειτουργία των υπηρεσιών του οικείου διαδίκου ή σε παράβαση των δικών του εσωτερικών κανονισμών ούτε οσάκις τίθεται ζήτημα εφαρμογής διατάξεως η οποία δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσχέρειες ερμηνείας και εφαρμογής [πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, Bayer κατά Επιτροπής, C‑195/91 P, EU:C:1994:412, σκέψη 28, διάταξη της 14ης Ιανουαρίου 2010, SGAE κατά Επιτροπής, C‑112/09 P, EU:C:2010:16, σκέψη 24, καθώς και διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2018, Müller κ.λπ. κατά QH, C‑187/18 P(I), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:543, σκέψη 43].

72

Αντιθέτως, το συγγνωστό της πλάνης μπορεί να αναγνωριστεί σε εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος διάδικος, λόγω της συμπεριφοράς ενός θεσμικού οργάνου και λαμβανομένης υπόψη της διατύπωσης των εφαρμοστέων κανόνων, έρχεται αντιμέτωπος με πραγματική αβεβαιότητα, ιδίως, ως προς την ταυτότητα της προσβαλλόμενης πράξεως και ως προς τις προθεσμίες εντός των οποίων η εν λόγω πράξη μπορεί να προσβληθεί (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1977, Schertzer κατά Κοινοβουλίου, 25/68, EU:C:1977:158, σκέψη 19, και της 5ης Απριλίου 1979, Orlandi κατά Επιτροπής, 117/78, EU:C:1979:109, σκέψη 11).

73

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι το συγγνωστό της πλάνης μπορεί να αναγνωριστεί όταν μια τέτοια εξαιρετική περίπτωση οφείλεται στη συμπεριφορά δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης [πρβλ. διάταξη της 14ης Ιανουαρίου 2010, SGAE κατά Επιτροπής, C‑112/09 P, EU:C:2010:16, σκέψη 29, και διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2018, Müller κ.λπ. κατά QH, C‑187/18 P(I), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:543, σκέψη 43].

74

Εν προκειμένω, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να αναγνωρίσει στις Soudal και Esko-Graphics την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV, μολονότι είχαν την ιδιότητα αυτή στην υπόθεση C‑337/19 P, συνιστά, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 79 των προτάσεών του, εγκατάλειψη μιας μακροχρόνιας πρακτικής του Γενικού Δικαστηρίου η οποία έχει επισήμως επικυρωθεί από τη νομολογία του.

75

Ειδικότερα, στη σκέψη 24 της αποφάσεώς του της 23ης Μαρτίου 1993, Gill κατά Επιτροπής (T‑43/89, EU:T:1993:24), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον το Δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων παρεμβαίνοντος, αλλά ανέπεμψε την υπόθεση στο σύνολό της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο παρεμβαίνων κατ’ αναίρεση εξακολουθούσε να έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μετά την αναπομπή της υποθέσεως.

76

Είναι γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέκκλινε από τη λύση αυτή με τις σκέψεις 23 έως 26 της διατάξεώς του της 16ης Ιουνίου 2020, Uniwersytet Wrocławski κατά REA (T‑137/16 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:275).

77

Εντούτοις, αργότερα επιβεβαίωσε την ορθότητα της εν λόγω λύσεως με τη σκέψη 65 της αποφάσεώς του της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑515/13 RENV και T‑719/13 RENV, EU:T:2020:434), επισημαίνοντας ότι η λύση αυτή είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και είναι συμβατή με τον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

78

Ουδεμία επιρροή ασκεί εν προκειμένω το γεγονός ότι η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως, στο μέτρο που η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία των δικών του δικονομικών κανόνων στην εν λόγω απόφαση μπορούσε εν πάση περιπτώσει ευλόγως να δημιουργήσει στις αναιρεσείουσες, όταν αυτές παρέλαβαν το από 6 Δεκεμβρίου 2021 έγγραφο του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου, την εντύπωση ότι αντικατοπτρίζει την ακολουθούμενη στο πλαίσιο του εν λόγω δικαιοδοτικού οργάνου πρακτική.

79

Εν συνεχεία, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το έγγραφο αυτό είχε συνοπτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν διευκρίνιζε ρητώς ότι το Γενικό Δικαστήριο αρνούνταν στις αναιρεσείουσες την ιδιότητά τους ως παρεμβαινουσών και ότι δεν περιείχε, πέραν μιας γενικής μνείας του Κανονισμού Διαδικασίας του, καμία αναφορά στο έρεισμα της αποφάσεως ούτε, κατά μείζονα λόγο, παρέθετε τον τρόπο με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο προτίθετο να ερμηνεύει πλέον δικούς του δικονομικούς κανόνες.

80

Ο συνοπτικός χαρακτήρας του εν λόγω εγγράφου πρέπει να θεωρηθεί, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου που περιγράφεται στις σκέψεις 74 έως 78 της παρούσας διατάξεως, ως στοιχείο ικανό να προκαλέσει επιτρεπτή σύγχυση στον καλόπιστο διάδικο όσον αφορά το περιεχόμενο του εγγράφου και όσον αφορά τη δυνατότητά του να ασκήσει αμελλητί αναίρεση κατά της αποφάσεως που διαλαμβάνεται σε αυτό.

81

Στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή των προσφευγουσών να επιχειρήσουν να άρουν τη σύγχυση αυτή απευθυνόμενες αμέσως στο Γενικό Δικαστήριο με το από 29 Δεκεμβρίου 2021 έγγραφό τους, προκειμένου να εκθέσουν επιχειρήματα σχετικά με την ειδική διαδικαστική τους κατάσταση και να ζητήσουν διευκρινίσεις ως προς τη θέση που το Γενικό Δικαστήριο επρόκειτο να υιοθετήσει ως προς την κατάσταση αυτή, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως επιλογή επαρκώς ενημερωμένου και επιμελούς προσώπου.

82

Τέλος, από τις σκέψεις 36 έως 53 της παρούσας διατάξεως προκύπτει ότι η νομική βάση στην οποία στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε σε κατ’ αναίρεση παρεμβαίνοντα την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος σε υπόθεση αναπεμφθείσα ενώπιόν του από το Δικαστήριο δεν προέκυπτε σαφώς, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, από το γράμμα των άρθρων 56 και 57 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

83

Η δυσκολία καθορισμού, κατά την ημερομηνία αυτή, των εφαρμοστέων κανόνων προκειμένου περί αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει εν προκειμένω καθοριστική σημασία, στο μέτρο που αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού αυτού πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας δύο μηνών από της εκδόσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ενώ η αίτηση αναιρέσεως βάσει του άρθρου 57 του εν λόγω Οργανισμού πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων.

84

Από τον συνδυασμό του συνόλου των στοιχείων που εκτίθενται στις σκέψεις 74 έως 83 της παρούσας διατάξεως προκύπτει ότι πρέπει να θεωρηθεί συγγνωστή η πλάνη στην οποία υπέπεσαν οι αναιρεσείουσες ως προς την προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να ασκηθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

85

Ως εκ τούτου, η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής που στηρίζεται σε εκπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

86

Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

Επί της ουσίας

Επιχειρήματα

87

Με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως που προβάλλουν, οι Soudal και Esko-Graphics υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε διττώς σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά, πρώτον, την άρνηση να τους αναγνωρισθεί η ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV και, δεύτερον, την άρνηση να περιληφθούν στη δικογραφία της υποθέσεως αυτής οι παρατηρήσεις που επιθυμούν να υποβάλουν επί των συνεπειών που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741).

88

Πρώτον, από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου δεν ορίζει την έννοια των «διαδίκων της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας» και ότι, επομένως, η διάταξη αυτή δεν αποκλείει τη δυνατότητα αναγνωρίσεως της ιδιότητας αυτής στους παρεμβαίνοντες ενώπιον του Δικαστηρίου σε περίπτωση αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο. Βάσει της νομολογίας αυτής, η Soudal και η Esko-Graphics θα έπρεπε να είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 217, παράγραφος 1, όπερ και έπραξαν εντός των προβλεπόμενων στο εν λόγω άρθρο προθεσμιών.

89

Δεύτερον, όπως έχει επανειλημμένως τονίσει το Γενικό Δικαστήριο, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της συνέχειας της συζητήσεως στο πλαίσιο της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας να διατηρεί ο διάδικος στον οποίο έχει επιτραπεί η παρέμβαση στην αναιρετική διαδικασία την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος σε περίπτωση αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μετά την αναίρεση της αποφάσεώς του. Ως εκ τούτου, οι αναιρεσείουσες έπρεπε να θεωρηθούν παρεμβαίνουσες στην υπόθεση T‑263/16 RENV, χωρίς να χρειάζεται να υποβάλουν αίτηση παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

90

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, η λύση αυτή θα ήταν επίσης δικαιολογημένη στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα πριν από την αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον θα του παρείχε τη δυνατότητα να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τέτοια ακριβώς περίπτωση συντρέχει εν προκειμένω.

91

Η Επιτροπή φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς δεν αναγνώρισε στις αναιρεσείουσες την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV.

92

Συγκεκριμένα, το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου επιτρέπει την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων, κατόπιν αναπομπής της υποθέσεως από το Δικαστήριο στο Γενικό Δικαστήριο, όχι από «τους διαδίκους της ενώπιον του Δικαστηρίου δίκης» ή από τους «διαδίκους της αναιρετικής δίκης», αλλά μόνον από τους «διαδίκους της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης». Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου διευκρινίζει το περιεχόμενο του άρθρου 217, παράγραφος 1, ορίζοντας ότι οι όροι «διάδικοι» και «διάδικος» καταλαμβάνουν «κάθε διάδικο, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβαινόντων».

93

Κατά την Επιτροπή, εφόσον οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν την ιδιότητα του «διαδίκου της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης», η αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως θα ισοδυναμούσε με τη δημιουργία ειδικής κατηγορίας παρεμβαινόντων, η οποία δεν υπόκειται ούτε στην τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 143, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ούτε στην τήρηση των προϋποθέσεων που επιβάλλει το άρθρο 143, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας. Αν επιτρεπόταν η παρέμβαση των εν λόγω διαδίκων, η Επιτροπή δεν θα είχε τη δυνατότητα να απαντήσει στις παρατηρήσεις τους. Επιπλέον, μια τέτοια λύση θα οδηγούσε, στην πράξη, σε καταστρατήγηση των μέτρων αναστολής ορισμένων διαδικασιών που έχουν ληφθεί προκειμένου να καταστεί δυνατός ο ορισμός ορισμένων υποθέσεων ως «πιλοτικών» και η κατά προτεραιότητα εκδίκασή τους.

94

Επιπλέον, η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου την οποία επικαλούνται οι αναιρεσείουσες περιορίζεται σε δύο αποφάσεις, εκ των οποίων η πλέον πρόσφατη αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή αμφισβητεί την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, η κατάσταση των αναιρεσειουσών διαφέρει από εκείνη των διαδίκων των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι δύο αυτές αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

Εκτίμηση

95

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι με τους όρους «διάδικος» και «διάδικοι», χρησιμοποιούμενους χωρίς άλλη ένδειξη, νοείται, στο πλαίσιο της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, κάθε διάδικος, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβαινόντων.

96

Εντούτοις, η εν λόγω γενικής ισχύος διάταξη δεν διευκρινίζει τις περιπτώσεις στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αναγνωρίσει σε ένα πρόσωπο την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιόν του.

97

Συναφώς, τα άρθρα 142 έως 145 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ενώ ρυθμίζουν το καθεστώς παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, θεσπίζοντας τους κανόνες σχετικά με την υποβολή των αιτήσεων παρεμβάσεως και την εξέτασή τους, ουδέν προβλέπουν σχετικά με την ιδιότητα που πρέπει να αναγνωριστεί στα πρόσωπα στα οποία το Δικαστήριο επέτρεψε να παρέμβουν σε υπόθεση στο στάδιο της αναιρέσεως, σε περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε βάσιμη την αίτηση αναιρέσεως, αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ανέπεμψε την υπόθεση σε αυτό.

98

Ομοίως, τα άρθρα 217 και 218 του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας, τα οποία αφορούν τη διεξαγωγή της διαδικασίας και περιλαμβάνουν τους εφαρμοστέους κανόνες στο πλαίσιο των διαδικασιών που διεξάγονται μετά την αναίρεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και την αναπομπή της υποθέσεως σε αυτό, δεν περιλαμβάνουν κανέναν κανόνα που να προσδιορίζει το καθεστώς που διέπει στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών τους διαδίκους που παρενέβησαν στην αναιρετική διαδικασία.

99

Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, όπως υπογραμμίζουν οι αναιρεσείουσες, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξέταση υποθέσεως, κατόπιν αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία αναιρείται η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και αναπέμπεται η υπόθεση σε αυτό, εντάσσεται στο πλαίσιο της συνέχειας της αναιρετικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

100

Η συνέχεια αυτή αποτυπώνεται σαφώς στον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Πρώτον, από το άρθρο 215 του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται απευθείας της υποθέσεως κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου περί αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και αναπομπής της υποθέσεως σε αυτό. Έπειτα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 217 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία που έχει ταχθεί για την υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν, για την επίλυση της διαφοράς, από την απόφαση του Δικαστηρίου, εκκινεί από την επίδοση της εν λόγω αποφάσεως. Τέλος, το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά όχι μόνον τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες, αλλά και την αναιρετική διαδικασία.

101

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση που το Δικαστήριο αναιρέσει απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και αναπέμψει την υπόθεση ενώπιόν του, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου.

102

Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, κατά την επανεξέταση της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής κατόπιν αναπομπής της υποθέσεως ενώπιόν του, να καθορίσει τις συνέπειες που έχει η επί της αιτήσεως αναιρέσεως απόφαση του Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων.

103

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 217 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου επιτρέπει στους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις προκειμένου ακριβώς να τους παράσχει τη δυνατότητα να εκθέσουν την άποψή τους ως προς τις συνέπειες αυτές επί της επίλυσης της διαφοράς και να συμπληρώσουν την σχετική πληροφόρηση του Γενικού Δικαστηρίου.

104

Επομένως, η διάταξη αυτή, όπως και το άρθρο 172 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο επιτρέπει σε κάθε διάδικο της εκδικαζόμενης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεως που έχει συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να υποβάλει υπόμνημα αντικρούσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, αποσκοπεί στη διασφάλιση της συνέχειας της συζήτησης στο πλαίσιο της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας κατά την εκδίκαση της ίδιας υποθέσεως ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

105

Πλην όμως, κατά πρώτον, προϋπόθεση για να αναγνωρίσει το Δικαστήριο ότι ένα πρόσωπο έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι να μπόρεσε το πρόσωπο αυτό να δικαιολογήσει συμφέρον στην επίλυση της υποβληθείσας στο Δικαστήριο διαφοράς.

106

Επομένως, η μη αναγνώριση στον παρεμβαίνοντα κατ’ αναίρεση της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατόπιν αναπομπής της υπόθεσης από το Δικαστήριο στο Γενικό Δικαστήριο, στο μέτρο που το πρόσωπο αυτό δεν είναι πλέον σε θέση να υποβάλει αίτηση παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για τον λόγο που εκτίθεται στη σκέψη 41 της παρούσας διατάξεως, έχει ως συνέπεια να στερήσει από το εν λόγω πρόσωπο κάθε δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επί των συνεπειών που πρέπει να αντληθούν από απόφαση του Δικαστηρίου η οποία ωστόσο έθιξε τα συμφέροντά του.

107

Το άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει εξάλλου ότι τα πρόσωπα που έχουν συμφέρον στην επίλυση «διαφοράς» που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο δύνανται να παρέμβουν σε αυτή. Όπως προκύπτει, όμως, από τα άρθρα 55 και 56 του Οργανισμού αυτού, τουλάχιστον από τη διατύπωσή τους στη γαλλική γλώσσα, η έννοια της «διαφοράς», στο μέτρο που αφορά τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων, διακρίνεται από την έννοια της «δίκης», η οποία αφορά τη διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του επιληφθέντος της διαφοράς δικαστηρίου.

108

Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως όταν το Δικαστήριο έχει αποφανθεί οριστικά επί ορισμένων πτυχών μιας υποθέσεως προτού την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο, ο παρεμβαίνων στην αναιρετική δίκη να μην έχει πλέον συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Εντούτοις, η περίσταση αυτή από μόνη της δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη αναγνώριση σε κατ’ αναίρεση παρεμβαίνοντα της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος σε υπόθεση η οποία αναπέμφθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι εναπόκειται στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να εξακριβώσουν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εάν το συμφέρον που δικαιολογούσε την παρέμβαση εξακολουθεί να υφίσταται (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Hüls κατά Επιτροπής, C‑199/92 P, EU:C:1999:358, σκέψεις 52 έως 55).

109

Εν προκειμένω, όπως υπογραμμίζουν οι αναιρεσείουσες, η αίτησή τους παρεμβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου έγινε δεκτή για τον λόγο ότι είχαν συμφέρον να καταστεί οριστική η ex tunc και erga omnes ακύρωση της επίδικης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International, C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:915, σκέψη 17), ακύρωση η οποία συνιστά ακριβώς το αντικείμενο της διαδικασίας στην υπόθεση T‑263/16 RENV, στην οποία οι αναιρεσείουσες ζητούν να τους επιτραπεί να παρέμβουν.

110

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η λύση στην οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η συνέχεια της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως και η έκταση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση παρεμβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου από την απόφαση που λαμβάνει το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς ή, αντιθέτως, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

111

Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 87 των προτάσεών του, όταν το Δικαστήριο, αντί να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, αποφαίνεται οριστικά επί της διαφοράς, ο κατ’ αναίρεση παρεμβαίνων μπορεί να προβάλει τα επιχειρήματά του ενώπιον του δικαστηρίου της Ένωσης που καλείται να αποφανθεί επί της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής, ενώ σε περίπτωση αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο στερείται της δυνατότητας αυτής.

112

Τρίτον, η λύση την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο είναι κατά μείζονα λόγο ικανή να επηρεάσει τη συνέχεια της διαφοράς ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, καθόσον ο παρεμβαίνων στην αναιρετική διαδικασία θα μπορούσε να μετάσχει εκ νέου, τηρουμένων των προϋποθέσεων τόσο του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία σε περίπτωση αναιρέσεως κατά νέας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου εκδοθείσας κατόπιν της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιόν του από το Δικαστήριο και, συνεπώς, δεν θα μετείχε αδιαλείπτως στη διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς.

113

Τέταρτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει ότι, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

114

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει εξ αντιδιαστολής ότι, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη αλλά το Δικαστήριο αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν αποφαίνεται το Δικαστήριο επί των δικαστικών εξόδων.

115

Σε αυτή την περίπτωση, εναπόκειται κατ’ ανάγκη στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων της αναιρετικής διαδικασίας, όπως εξάλλου ρητώς προβλέπει το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

116

Επομένως, η μη αναγνώριση στον κατ’ αναίρεση παρεμβαίνοντα της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος στην αναπεμφθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υπόθεση, όταν έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο προτάσεις με τις οποίες ζητείται η επιβάρυνση του άλλου διαδίκου με τα δικαστικά έξοδα του εν λόγω παρεμβαίνοντος ή η καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα άλλου διαδίκου, συνεπάγεται είτε ότι το αίτημα αυτό δεν θα εξεταστεί από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης είτε ότι το Γενικό Δικαστήριο θα αποφανθεί επί αιτημάτων που αφορούν πρόσωπο το οποίο δεν ήταν διάδικος στην ενώπιόν του διαδικασία.

117

Αυτή ακριβώς η περίπτωση συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση.

118

Πράγματι, εν προκειμένω, η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας στην υπόθεση C‑337/19 P.

119

Δεδομένου ότι, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα, το Γενικό Δικαστήριο καλείται, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, να αποφανθεί, κατά την εξέταση της υποθέσεως T‑263/16 RENV, επί της ενδεχόμενης καταδίκης τους στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας στην υπόθεση C‑337/19 P.

120

Πέμπτον, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή κατά της αναγνωρίσεως σε κατ’ αναίρεση παρεμβαίνοντα της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος σε υπόθεση η οποία αναπέμφθηκε από το Δικαστήριο στο Γενικό Δικαστήριο.

121

Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, μολονότι η αναγνώριση της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε παρεμβαίνοντα στην ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία δεν διέπεται από τους κανόνες του άρθρου 143 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μια τέτοια παρέμβαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επιτρέπεται χωρίς καμία ουσιαστική ή τυπική προϋπόθεση. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο πρέπει να έχει προηγουμένως επιτρέψει στον ενδιαφερόμενο να παρέμβει ενώπιόν του, υπό τους όρους του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

122

Έπειτα, το γεγονός ότι η λύση αυτή παρέχει στον διάδικο τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις στις οποίες οι λοιποί διάδικοι της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν θα μπορούσαν να απαντήσουν δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι, αφενός, ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου δεν παρέχει γενικώς δικαίωμα απαντήσεως στις παρατηρήσεις που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου του 217 και, αφετέρου, το άρθρο 217, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει εντούτοις ότι επιτρέπεται η κατάθεση συμπληρωματικών υπομνημάτων γραπτών παρατηρήσεων αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από τις περιστάσεις.

123

Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής σύμφωνα με το οποίο η αναγνώριση της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε κατ’ αναίρεση παρεμβαίνοντα, ο οποίος είναι επίσης προσφεύγων σε υπόθεση, η εκδίκαση της οποίας έχει ανασταλεί από το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο στο πλαίσιο του ορισμού «πιλοτικής» υποθέσεως, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση της αποφάσεως περί αναστολής, υπογραμμίζεται ότι μια τέτοια απόφαση περί αναστολής δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η παρέμβαση του εν λόγω προσφεύγοντος ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, όταν η παρέμβαση αυτή πρέπει να επιτραπεί δυνάμει του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International, C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:915, σκέψεις 14 και 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

124

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο σεβασμός των διαδικαστικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται για τους παρεμβαίνοντες στον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και η αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης επιβάλλουν, στο πλαίσιο της συνεκτικής διαρθρώσεως των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, να έχει αυτοδικαίως ο παρεμβαίνων κατ’ αναίρεση την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όταν μια υπόθεση αναπέμπεται σε αυτό μετά από αναίρεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου από το Δικαστήριο.

125

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι με τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:915), επετράπη στις Soudal και Esko-Graphic να παρέμβουν ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑337/19 P και, αφετέρου, ότι με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Βέλγιο και Magnetrol International κατά Επιτροπής (T‑131/16 και T‑263/16, EU:T:2019:91), και ανέπεμψε τις υποθέσεις T‑131/16 και T‑263/16 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί ορισμένων λόγων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των εν λόγω υποθέσεων.

126

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν αναγνώρισε στις αναιρεσείουσες την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV.

127

Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

Επί της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

128

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

129

Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 124 έως 126 της παρούσας διατάξεως προκύπτει ότι η Soudal και η Esko-Graphic έχουν αυτοδικαίως την ιδιότητα των παρεμβαινουσών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση αυτή και, ως εκ τούτου, έχουν όλα τα απορρέοντα από την εν λόγω ιδιότητα δικαιώματα, ιδίως το δικαίωμα να υποβολής παρατηρήσεων δυνάμει του άρθρου 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

130

Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να λάβει τα διαδικαστικά μέτρα που συνεπάγεται η εν λόγω ιδιότητα.

Επί των δικαστικών εξόδων

131

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

132

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

133

Μολονότι όμως η Επιτροπή ηττήθηκε, η Soudal και η Esko-Graphic δεν ζήτησαν την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα. Ως εκ τούτου, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) διατάσσει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 6ης Δεκεμβρίου 2021, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να αναγνωρίσει στις Soudal NV Esko-Graphics BVBA την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV και να περιλάβει στη δικογραφία της εν λόγω υποθέσεως τις γραπτές παρατηρήσεις που αυτές υπέβαλαν σχετικά με τα συμπεράσματα που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), για την επίλυση της διαφοράς στην εν λόγω υπόθεση.

 

2)

Οι Soudal NV, Esko-Graphics BVBA και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top