This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62022CN0401
Case C-401/22 P: Appeal brought on 16 June 2022 by Cargolux Airlines International SA against the judgment of the General Court (Fourth Chamber, Extended Composition) delivered on 30 March 2022 in Case T-334/17, Cargolux Airlines v Commission
Υπόθεση C-401/22 P: Αναίρεση που άσκησε στις 16 Ιουνίου 2022 η Cargolux Airlines International SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στις 30 Μαρτίου 2022 στην υπόθεση T-334/17, Cargolux Airlines κατά Επιτροπής
Υπόθεση C-401/22 P: Αναίρεση που άσκησε στις 16 Ιουνίου 2022 η Cargolux Airlines International SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στις 30 Μαρτίου 2022 στην υπόθεση T-334/17, Cargolux Airlines κατά Επιτροπής
ΕΕ C 303 της 8.8.2022, p. 31–32
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
8.8.2022 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 303/31 |
Αναίρεση που άσκησε στις 16 Ιουνίου 2022 η Cargolux Airlines International SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στις 30 Μαρτίου 2022 στην υπόθεση T-334/17, Cargolux Airlines κατά Επιτροπής
(Υπόθεση C-401/22 P)
(2022/C 303/38)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Cargolux Airlines International SA (εκπρόσωπος: E. Aliende Rodríguez, abogada)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση· |
— |
να ακυρώσει στο σύνολό του το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, της αποφάσεως της Επιτροπής C(2017) 1742 final της 17ης Μαρτίου 2017 σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρου 8 της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Υπόθεση AT.39258 — Αερομεταφορές εμπορευμάτων) (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής), κατά το μέρος που αφορά την αναιρεσείουσα· |
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, της αποφάσεως της Επιτροπής κατά το μέρος που αφορά την αναιρεσείουσα και τη συμπεριφορά που συνδέεται με καταβολή προμήθειας και/ή επίναυλους ασφαλείας· και/ή να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, κατά το μέρος που αφορά την αναιρεσείουσα και τα εισερχόμενα δρομολόγια και, εν πάση περιπτώσει, να μειώσει ουσιωδώς το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα με το άρθρο 3, στοιχείο στ' της αποφάσεως της Επιτροπής· |
— |
να ακυρώσει στο σύνολό του το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα με το άρθρο 3, στοιχείο στ' της αποφάσεως της Επιτροπής, ή, επικουρικώς, να μειώσει ουσιωδώς το εν λόγω πρόστιμο· |
— |
επικουρικώς, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δύναται να εκδώσει οριστική απόφαση, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο· |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου· και |
— |
να διατάξει οποιοδήποτε μέτρο κρίνει πρόσφορο λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τους ακόλουθους τέσσερις λόγους αναιρέσεως.
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή ήταν αρμόδια να διαπιστώσει και να επιβάλει κυρώσεις για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ όσον αφορά τις υπηρεσίες αεροπορικής μεταφοράς φορτίων από τρίτες χώρες προς χώρες του ΕΟΧ (δρομολόγια επιστροφής). Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο προκειμένου να στηρίξει την αρμοδιότητά της βάσει του δημοσίου διεθνούς δικαίου και όχι του δίκαιου της Ένωσης και, εν πάση περιπτώσει, εφάρμοσε εσφαλμένα το κριτήριο των ουσιαστικών επιπτώσεων βάσει του δημοσίου διεθνούς δικαίου.
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον επικύρωσε τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η συμπεριφορά στην οποία συμμετείχε η αναιρεσείουσα συνιστούσε παράβαση ως εκ του αντικειμένου. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον επικύρωσε τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η συμπεριφορά που αφορούσε τη μη καταβολή προμήθειας επί των προσθέτων τελών ισοδυναμούσε με παράβαση ως εκ του αντικειμένου.
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον εσφαλμένως επικαλέστηκε και εφάρμοσε το νομικό κριτήριο που χρησιμεύει για την απόδειξη της υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως και καθόσον εσφαλμένως επικύρωσε την απόφαση περί επιβολής κυρώσεων στην αναιρεσείουσα για την ενιαία και διαρκή αυτή παράβαση. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε ορθώς διαπιστώσει τον συμπληρωματικό και διαρκή χαρακτήρα των συμπεριφορών που συνιστούσαν την ενιαία και διαρκή παράβαση.
Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα ευθυνόταν για όλες τις πτυχές της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, ενώ στην πραγματικότητα η συμμετοχή της ήταν περιορισμένη, ιδίως παραβιάζοντας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατά την εκτίμηση περί συμμετοχής της αναιρεσείουσας στη μη καταβολή προμήθειας επί των προσθέτων τελών και διαπιστώνοντας εσφαλμένως τη διαρκή συμμετοχή της αναιρεσείουσας στα πρόσθετα τέλη ασφάλειας κατά τη διάρκεια περιόδων σε σχέση με τις οποίες δεν προσκομίστηκαν στοιχεία για τη συμμετοχή αυτή.