Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0770

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 11ης Απριλίου 2024.
    OSTP Italy Srl κατά Agenzia delle Dogane e dei Monopoli, Ufficio delle Dogane di Genova 1 κ.λπ.
    Αίτηση του Commissione tributaria provinciale di Genova για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση – Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013 – Πρωτόδικες αποφάσεις με τις οποίες ακυρώνονται τελωνειακά μέτρα σχετικά με τους παραδοσιακούς ιδίους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άμεση εκτελεστότητα των αποφάσεων αυτών – Μη αναστολή εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων.
    Υπόθεση C-770/22.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:299

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

    της 11ης Απριλίου 2024 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση – Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013 – Πρωτόδικες αποφάσεις με τις οποίες ακυρώνονται τελωνειακά μέτρα σχετικά με τους παραδοσιακούς ιδίους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άμεση εκτελεστότητα των αποφάσεων αυτών – Μη αναστολή εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων»

    Στην υπόθεση C‑770/22,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Corte di giustizia tributaria di primo grado di Genova (πρώην Commissione tributaria provinciale di Genova) (πρωτοβάθμιο φορολογικό δικαστήριο Γένοβας, πρώην επαρχιακό φορολογικό δικαστήριο Γένοβας, Ιταλία) με απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Δεκεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

    OSTP Italy Srl

    κατά

    Agenzia delle Dogane e dei Monopoli, Ufficio delle Dogane di Genova 1,

    Agenzia delle Dogane e dei Monopoli, Ufficio delle Dogane di Genova 2,

    Agenzia delle Entrate – Riscossione – Genova,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Z. Csehi, πρόεδρο τμήματος, E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο του πέμπτου τμήματος, και Δ. Γρατσία, δικαστή,

    γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η OSTP Italy Srl, εκπροσωπούμενη από τους R. Dominici, A. Macchi, F. Munari και S. Pedemonte, avvocati,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον F. Meloncelli, avvocato dello Stato,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Clotuche-Duvieusart και F. Moro,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 43 και 45 του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1, στο εξής: ενωσιακός τελωνειακός κώδικας).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της OSTP Italy Srl (στο εξής: OSTP) και της Agenzia delle Dogane e dei Monopoli, Ufficio delle Dogane di Genova 1 (Υπηρεσίας Τελωνείων και Μονοπωλίων, τελωνειακή υπηρεσία Γένοβας 1, Ιταλία), της Agenzia delle Dogane e dei Monopoli, Ufficio delle Dogane di Genova 2 (Υπηρεσίας Τελωνείων και Μονοπωλίων, τελωνειακή υπηρεσία Γένοβας 2, Ιταλία) (στο εξής, από κοινού: Υπηρεσία Τελωνείων και Μονοπωλίων) και της Agenzia delle Entrate – Riscossione – Genova (φορολογικής αρχής – είσπραξης – Γένοβα, Ιταλία) (στο εξής: φορολογική αρχή), με αντικείμενο την εκτέλεση απαιτήσεως σχετικής με παραδοσιακούς ιδίους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία ακυρώθηκε με απόφαση εθνικού δικαστηρίου, αλλά κατά της οποίας εκκρεμεί έφεση.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας

    3

    Το άρθρο 43 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, το οποίο επιγράφεται «Αποφάσεις δικαστικής αρχής», ορίζει τα εξής:

    «Τα άρθρα 44 και 45 δεν ισχύουν για προσφυγές που ασκούνται με στόχο την ακύρωση, την ανάκληση ή την τροποποίηση απόφασης σχετικά με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας, που λαμβάνεται από δικαστική αρχή, ή από τελωνειακές αρχές που ενεργούν ως δικαστικές αρχές.»

    4

    Το άρθρο 44 του ίδιου κώδικα, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα προσφυγής», ορίζει τα εξής:

    «1.   Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα να προσφεύγει κατά οποιασδήποτε απόφασης λαμβάνεται από τις τελωνειακές αρχές σχετικά με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας και το αφορά άμεσα και ατομικά.

    Κάθε πρόσωπο το οποίο υποβάλλει αίτηση για έκδοση απόφασης στην αρμόδια τελωνειακή αρχή χωρίς να επιτυγχάνει την έκδοση απόφασης εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 έχει επίσης δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή.

    2.   Το δικαίωμα προσφυγής μπορεί να ασκηθεί τουλάχιστον σε δύο στάδια:

    α)

    σε πρώτο στάδιο, ενώπιον των τελωνειακών αρχών ή δικαστικής αρχής ή άλλου φορέα που έχει ορισθεί για τον σκοπό αυτό από τα κράτη μέλη,

    β)

    σε δεύτερο στάδιο, ενώπιον μιας ανώτερης ανεξάρτητης αρχής, η οποία μπορεί να είναι δικαστική αρχή ή ισοδύναμο ειδικευμένο όργανο, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στα κράτη μέλη.

    3.   Η προσφυγή πρέπει να ασκείται στο κράτος μέλος στο οποίο ελήφθη η απόφαση ή υπεβλήθη η αίτηση για την έκδοσή της.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η διαδικασία προσφυγής καθιστά δυνατή την ταχεία επιβεβαίωση ή τροποποίηση των αποφάσεων που λαμβάνουν οι τελωνειακές αρχές.»

    5

    Το άρθρο 45 του ίδιου κώδικα, το οποίο επιγράφεται «Αναστολή της εκτέλεσης», ορίζει τα εξής:

    «1.   Η άσκηση προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.

    2.   Ωστόσο, οι τελωνειακές αρχές αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης αυτής, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, εφόσον έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συμβιβάζεται με την τελωνειακή νομοθεσία ή όταν υπάρχει κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημίας για τον ενδιαφερόμενο.

    3.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, όταν η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού, η αναστολή εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης εξαρτάται από τη σύσταση εγγύησης, εκτός εάν στοιχειοθετείται βάσει τεκμηριωμένης αξιολόγησης, ότι εγγύηση αυτού του είδους ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα εις βάρος του οφειλέτη.»

    6

    Το άρθρο 90, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κώδικα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρεωτική εγγύηση», προβλέπει τα εξής:

    «Όταν η σύσταση εγγύησης είναι υποχρεωτική, οι τελωνειακές αρχές καθορίζουν το ποσό της εγγύησης αυτής σε επίπεδο ίσο με το ακριβές ποσό του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού που αντιστοιχεί στην τελωνειακή οφειλή και των άλλων επιβαρύνσεων, όταν το ποσό αυτό μπορεί να καθορισθεί με βεβαιότητα τη στιγμή απαίτησης της εγγύησης.»

    7

    Το άρθρο 98 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, με τίτλο «Αποδέσμευση της εγγύησης», ορίζει τα εξής:

    «1.   Οι τελωνειακές αρχές αποδεσμεύουν την εγγύηση αμέσως μόλις αποσβεσθεί η τελωνειακή οφειλή ή η οφειλή άλλων επιβαρύνσεων ή καταστεί αδύνατη πλέον η γένεσή τους.

    2.   Όταν η τελωνειακή οφειλή ή η οφειλή άλλων επιβαρύνσεων αποσβέννυται εν μέρει ή μπορεί πλέον να γεννηθεί για μέρος του εγγυημένου ποσού, η εγγύηση που έχει συσταθεί αποδεσμεύεται κατά αντίστοιχο ποσό, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου, εκτός αν το ύψος του σχετικού ποσού δεν δικαιολογεί τέτοια ενέργεια.»

    8

    Το άρθρο 124, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού, με τίτλο «Απόσβεση», ορίζει τα εξής:

    «Με την επιφύλαξη των κείμενων διατάξεων σχετικά με τη μη ανάκτηση του ποσού του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού που αντιστοιχεί σε τελωνειακή οφειλή σε περίπτωση δικαστικά διαπιστωμένης αφερεγγυότητας του οφειλέτη, η τελωνειακή οφειλή, κατά την εισαγωγή ή την εξαγωγή, αποσβέννυται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

    […]

    β)

    με την καταβολή του ποσού των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών,

    […]

    δ)

    στις περιπτώσεις όπου ακυρώνεται η τελωνειακή διασάφηση, προκειμένου για εμπορεύματα που έχουν δηλωθεί για να υπαχθούν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού,

    […]».

    Ο κανονισμός 609/2014

    9

    Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 609/2014 του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, για τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων και των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ και για τα μέτρα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών (ΕΕ 2014, L 168, σ. 39), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/804 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2016 (ΕΕ 2016, L 132, σ. 85) (στο εξής: κανονισμός 609/2014), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ημερομηνία βεβαίωσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η απαίτηση της Ένωσης επί των παραδοσιακών ιδίων πόρων που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος στοιχείο α) της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ [του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 168, σ. 105)] θεωρείται βεβαιωθείσα άπαξ και πληρούνται οι όροι που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση του ποσού και την κοινοποίησή του στον οφειλέτη.»

    10

    Το άρθρο 13 του κανονισμού 609/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μη ανακτήσιμα ποσά», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 2, έσοδα να αποδίδονται στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή κατά τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

    2.   Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα οφειλόμενα έσοδα που βεβαιώθηκαν βάσει του άρθρου 2 ως μη ανακτήσιμα για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

    α)

    για λόγους ανωτέρας βίας·

    β)

    για άλλους λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογισθούν.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσονται της υποχρέωσης να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα οφειλόμενα έσοδα που βεβαιώθηκαν βάσει του άρθρου 2, όταν τα εν λόγω οφειλόμενα ποσά αποδεικνύεται ότι δεν μπορούν να ανακτηθούν λόγω αναβολής της εγγραφής στους λογαριασμούς ή της γνωστοποίησης της τελωνειακής οφειλής, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η ποινική έρευνα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

    Τα ποσά των βεβαιωθέντων δασμών δηλώνονται ως μη ανακτήσιμα με απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής που βεβαιώνει την αδυναμία ανάκτησης.

    Τα ποσά των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα το αργότερο μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία κατά την οποία βεβαιώθηκε το ποσό σύμφωνα με το άρθρο 2 ή, σε περίπτωση διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής, από την κοινοποίηση, γνωστοποίηση ή δημοσίευση της οριστικής απόφασης.

    […]»

    Η απόφαση 2014/335

    11

    Η απόφαση 2014/335 κατήργησε και αντικατέστησε την απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2007, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2007, L 163, σ. 17).

    12

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2014/335, το οποίο επαναλαμβάνει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2007/436, ορίζει τα εξής:

    «Συνιστούν ίδιους πόρους εγγραφόμενους στον προϋπολογισμό της Ένωσης τα έσοδα από:

    α)

    τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους από εισφορές, πριμοδοτήσεις, συμπληρωματικά ή εξισωτικά ποσά, πρόσθετα ποσά ή συντελεστές, δασμούς του κοινού δασμολογίου και λοιπούς δασμούς που έχουν θεσπισθεί ή θα θεσπισθούν από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης επί των συναλλαγών με τρίτες χώρες, τελωνειακούς δασμούς που επιβάλλονται στα προϊόντα τα οποία υπάγονται στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα που έχει λήξει, όπως και από εισφορές και άλλα τέλη στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών ζάχαρης·

    […]».

    Το ιταλικό δίκαιο

    13

    Το άρθρο 47 του decreto legislativo n. 546 – Disposizioni sul processo tributario in attuazione della delega al Governo contenuta nell’art. 30 della legge 30 dicembre 1991, n. 413 (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 546 περί διατάξεων σχετικών με τη φορολογική διαδικασία κατ’ εφαρμογήν της εξουσιοδοτήσεως που δόθηκε στην κυβέρνηση με το άρθρο 30 του νόμου 413 της 30ής Δεκεμβρίου 1991), της 31ης Δεκεμβρίου 1992 (GURI αριθ. 9, της 13ης Ιανουαρίου 1993, τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 8) (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 546/1992), προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι, αν ο προσφεύγων προσβάλλει πράξη της φορολογικής αρχής και η πράξη αυτή μπορεί να του προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, μπορεί να ζητήσει προσωρινή αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω πράξεως μέχρι την εξέταση της προσφυγής του επί της ουσίας.

    14

    Το άρθρο 67-bis του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, το οποίο αφορά την προσωρινή εκτέλεση, προβλέπει ότι οι εκδιδόμενες από τα φορολογικά δικαστήρια αποφάσεις είναι εκτελεστές.

    15

    Το άρθρο 68 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, με τίτλο «Καταβολή του φόρου ενόσω εκκρεμεί η διαδικασία», ορίζει τα εξής:

    «1.   Ακόμη και κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στους ειδικούς φορολογικούς νόμους, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλέπεται η τμηματική είσπραξη του φόρου που αποτελεί το αντικείμενο διαδικασίας ενώπιον των [φορολογικών] δικαστηρίων, ο φόρος, πλέον των σχετικών τόκων που προβλέπονται από τη φορολογική νομοθεσία, πρέπει να καταβάλλεται:

    a)

    κατά τα δύο τρίτα, μετά την έκδοση της αποφάσεως του commissione tributaria provinciale [(επαρχιακού φορολογικού δικαστηρίου)] η οποία απορρίπτει την προσφυγή·

    b)

    κατά το ποσό που προκύπτει από την απόφαση του commissione tributaria provinciale [(επαρχιακού φορολογικού δικαστηρίου)], και εν πάση περιπτώσει όχι άνω των δύο τρίτων, αν η απόφαση αυτή κάνει εν μέρει δεκτή την προσφυγή·

    c)

    κατά το υπολειπόμενο ποσό το οποίο καθορίζεται από το commissione tributaria regionale [(περιφερειακό φορολογικό δικαστήριο)] με την απόφασή του·

    c-bis)

    κατά το οφειλόμενο ποσό, εν αναμονή της πρωτόδικης αποφάσεως, μετά την έκδοση της αποφάσεως του Corte [suprema] di cassazione [(Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία)] η οποία εξαφανίζει την απόφαση και διατάσσει την αναπομπή της υποθέσεως, και για το σύνολο του αναγραφόμενου στην προσβληθείσα πράξη ποσού, εφόσον η υπόθεση δεν αναπεμφθεί.

    Στις περιπτώσεις οι οποίες μνημονεύονται στα προηγούμενα εδάφια, τα ήδη καταβληθέντα ποσά αφαιρούνται σε κάθε περίπτωση από τα καταβλητέα ποσά.

    2.   Αν η προσφυγή γίνει δεκτή, ο επιπλέον καταβληθείς φόρος σε σχέση με τα όσα κρίθηκαν με την απόφαση του commissione tributaria provinciale [(επαρχιακού φορολογικού δικαστηρίου)], καθώς και οι τόκοι που προβλέπει η φορολογική νομοθεσία, πρέπει να επιστραφούν αυτεπαγγέλτως εντός 90 ημερών από την κοινοποίηση της δικαστικής αποφάσεως. Σε περίπτωση μη εκτελέσεως της επιστροφής, ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει την εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 70 από το commissione tributaria provinciale [(επαρχιακό φορολογικό δικαστήριο)] ή, σε περίπτωση εφέσεως κατά της αποφάσεως στα μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας, από το commissione tributaria regionale [(δευτεροβάθμιο περιφερειακό φορολογικό δικαστήριο)].

    3.   […]

    3-bis. Η καταβολή, εν αναμονή της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως, των παραδοσιακών ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως [2007/436] και του φόρου προστιθέμενης αξίας που εισπράττεται κατά την εισαγωγή εξακολουθεί να διέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, [περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1)] όπως τροποποιήθηκε με τον [ενωσιακό τελωνειακό κώδικα] και από τις λοιπές σχετικές διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα αυτόν.»

    16

    Το άρθρο 69 του νομοθετικού διατάγματος 546/1992, με τίτλο «Εκτέλεση των ευνοϊκών για τον φορολογούμενο καταδικαστικών αποφάσεων», ορίζει τα εξής:

    «1.   Οι δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες διατάσσεται η καταβολή ποσών υπέρ του φορολογουμένου και οι αποφάσεις που εκδίδονται κατόπιν προσφυγής κατά των αναφερομένων στο άρθρο 2, παράγραφος 2, κτηματολογικών πράξεων είναι αμέσως εκτελεστές. Εντούτοις, ο δικαστής δύναται να εξαρτήσει την καταβολή ποσών άνω των δέκα χιλιάδων ευρώ, πλην των δικαστικών εξόδων, λαμβανομένων επίσης υπόψη των προϋποθέσεων φερεγγυότητας του προσφεύγοντος, από τη σύσταση κατάλληλης εγγυήσεως.

    […]

    4.   Τα οφειλόμενα λόγω της δικαστικής αποφάσεως ποσά καταβάλλονται εντός 90 ημερών από την κοινοποίησή της ή την προσκόμιση της εγγυήσεως που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εφόσον αυτή είναι απαιτητή.

    5.   Σε περίπτωση μη εκτελέσεως της δικαστικής αποφάσεως, ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει την εκτέλεση δυνάμει του άρθρου 70 από το commissione tributaria provinciale [(επαρχιακό φορολογικό δικαστήριο)] ή, σε περίπτωση εφέσεως κατά της αποφάσεως στα μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας, από το commissione tributaria regionale [(δευτεροβάθμιο περιφερειακό φορολογικό δικαστήριο)].»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    17

    Η Υπηρεσία Τελωνείων και Μονοπωλίων, τελωνειακή υπηρεσία Γένοβας 2, κοινοποίησε στην OSTP, στις 9 Οκτωβρίου 2019, συμπληρωματικές και διορθωτικές πράξεις επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ για την εισαγωγή χαλύβδινων σωλήνων προελεύσεως τρίτων χωρών, με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι οι σωλήνες αυτοί είχαν παρουσιασθεί ως εισαχθέντες από την Ινδία, ενώ στην πραγματικότητα προέρχονταν από την Κίνα. Την επομένη της κοινοποιήσεως των εν λόγω πράξεων κοινοποιήθηκαν οι αποφάσεις περί επιβολής κυρώσεων στην OSTP.

    18

    Η Υπηρεσία Τελωνείων και Μονοπωλίων, υπηρεσία Γένοβας 1, κοινοποίησε επίσης στην OSTP, για τον ίδιο λόγο, διορθωτική πράξη καταλογισμού, την οποία ακολούθησε απόφαση περί επιβολής κυρώσεων εις βάρος της.

    19

    Όλες οι πράξεις καταλογισμού και επιβολής κυρώσεως ακυρώθηκαν στο σύνολό τους από το αιτούν δικαστήριο με αποφάσεις της 17ης και της 19ης Μαΐου 2021.

    20

    Η Τελωνειακή Υπηρεσία και Μονοπωλίων άσκησε έφεση κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Corte di giustizia tributaria di secondo grado della Liguria (πρώην Commissione Tributaria Regionale della Liguria) (δευτεροβάθμιου φορολογικού δικαστηρίου, πρώην δευτεροβάθμιο περιφερειακό φορολογικό δικαστήριο Λιγουρίας, Ιταλία), το οποίο δεν εξέδωσε απόφαση περί αναστολής της εκτελέσεως των εν λόγω αποφάσεων.

    21

    Στις 26 Ιανουαρίου 2022 η φορολογική αρχή προειδοποίησε εγγράφως την OSTP ότι, σε περίπτωση μη καταβολής των ποσών που αναγράφονταν στις πράξεις καταλογισμού, θα προχωρούσε στην εγγραφή υποθήκης επί των ακινήτων της για ποσό διπλάσιο του ύψους της οφειλής.

    22

    Η OSTP προσέβαλε την εν λόγω πράξη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι, κατά την εθνική νομοθεσία περί εισπράξεως τελωνειακών δασμών και φόρων, όταν πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει δεχθεί, εν όλω ή εν μέρει, προσφυγή κατά πράξεως καταλογισμού, τα ποσά που ζητούνται με την πράξη αυτή παύουν να είναι απαιτητά.

    23

    Η Υπηρεσία Τελωνείων και Μονοπωλίων παρέστη στην εκδίκαση της δεύτερης αυτής διαφοράς. Υποστηρίζει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, δεδομένου ότι η OSTP έχει έκτοτε καταβάλει στο ακέραιο τα ποσά που περιλαμβάνονται στις ακυρωθείσες πράξεις καταλογισμού, οπότε εξέλειπε το αντικείμενο της διαφοράς.

    24

    Επικουρικώς, η Υπηρεσία Τελωνείων και Μονοπωλίων επικαλείται, προς στήριξη της απόψεως της φορολογικής αρχής, την υπ’ αριθ. 22012 διάταξη του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) της 13ης Οκτωβρίου 2020.

    25

    Με την ανωτέρω διάταξη, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι, δυνάμει του άρθρου 45 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, η άσκηση προσφυγής ενώπιον διοικητικής αρχής ή δικαστηρίου δεν αναστέλλει την εκτελεστότητα αποφάσεως περί εφαρμογής της τελωνειακής νομοθεσίας και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 98 του ίδιου κώδικα, η εγγύηση που έχει συσταθεί για τελωνειακή οφειλή δεν μπορεί να αποδεσμευθεί αν η οφειλή αυτή δεν έχει αποσβεσθεί.

    26

    Το ανωτέρω δικαστήριο συνήγαγε, κατ’ αρχάς, ότι τα μέτρα που έλαβε η τελωνειακή αρχή πρέπει να θεωρηθούν αμέσως εκτελεστά, εν συνεχεία, ότι η προστασία του φορολογουμένου από ενδεχομένως ανεπανόρθωτη ζημία λόγω του παράνομου χαρακτήρα της πράξεως καταλογισμού πρέπει να θεωρηθεί ότι διασφαλίζεται με τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως διαγραφής των απαιτήσεων, αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της διορθωτικής πράξεως ή, κατά τη διάρκεια της δίκης, αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της πράξεως καταλογισμού και, τέλος, ότι μη αμετάκλητη απόφαση της δικαστικής αρχής ευνοϊκή για τον φορολογούμενο δεν συνεπάγεται δικαίωμα του φορολογουμένου για επιστροφή των ήδη εξοφληθέντων ποσών, δεδομένου ότι τα καταβληθέντα ποσά παραμένουν ως εγγύηση για την καταβολή της τελωνειακής οφειλής μέχρι την οριστική απόσβεσή της.

    27

    Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, καθώς και της υποχρεώσεως που υπέχουν τα κράτη μέλη, την οποία υπενθύμισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Ίδιοι πόροι – Είσπραξη τελωνειακής οφειλής) (C‑304/18, EU:C:2019:601), όταν ένα μέτρο της διοικητικής αρχής δεν έχει ανασταλεί βάσει των τελωνειακών κωδίκων, να ενεργήσουν εγκαίρως προκειμένου να διασφαλισθούν οι ίδιοι πόροι της Ένωσης, το εν λόγω δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, «όσον αφορά τους δασμούς που εισπράττονται στα σύνορα, οι οποίοι αποτελούν ιδίους πόρους της [Ένωσης], η μη αμετάκλητη δικαστική απόφαση που προβλέπει την επιστροφή, υπέρ του φορολογουμένου, των δασμών που θεωρήθηκαν ως μη οφειλόμενοι δεν μπορεί να θεωρηθεί άμεσα εκτελεστή δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος [546/1992] […], [διότι η] διάταξη αυτή [είναι] ασυμβίβαστη […] με τον τελωνειακό κώδικα [της Ένωσης]».

    28

    Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αποκλειστικώς ως προς το αν, κατ’ ουσίαν, μπορούσε πράγματι να συναχθεί από το άρθρο 45, ή ακόμη και από τα άρθρα 43 και 44 του εν λόγω κώδικα, ότι τα κράτη μέλη δεν πρέπει να αναγνωρίζουν άμεσα εκτελεστό χαρακτήρα στις πρωτόδικες αποφάσεις με τις οποίες ακυρώθηκαν πράξεις καταλογισμού σχετικά με τους παραδοσιακούς ιδίους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως μια τέτοια λύση είναι αντίθετη προς το δικαίωμα προσφυγής, το οποίο υπενθυμίζεται στο άρθρο 44 του ίδιου κώδικα ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 ΣΕΕ και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν την αναστολή της εκτελέσεως κάθε διοικητικής αποφάσεως η οποία ακυρώθηκε από πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τούτο δε προκειμένου τα προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία ένδικα βοηθήματα να είναι όντως χρήσιμα για τον ιδιώτη.

    29

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, ακόμη και αν η OSTP κατέβαλε τελικώς τα ζητούμενα ποσά, θεωρεί αναγκαία την άρση των αμφιβολιών αυτών, αφενός, διότι δεν αποκλείεται η συγκεκριμένη εταιρία να ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο φοβούμενη την εγγραφή υποθήκης, δεδομένου ότι η υποθήκη αυτή ισούται με το διπλάσιο των ποσών τα οποία αφορούν οι προβαλλόμενες απαιτήσεις, και, αφετέρου, διότι το ζήτημα του βασίμου των ισχυρισμών της Υπηρεσίας Τελωνείων και Μονοπωλίων επηρεάζει την επιδίκαση των εξόδων των διαδικασιών επί των οποίων πρέπει ακόμη να αποφανθεί.

    30

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte di giustizia tributaria di primo grado di Genova (πρώην Commissione tributaria provinciale di Genova) (πρωτοβάθμιο φορολογικό δικαστήριο Γένοβας, πρώην επαρχιακό φορολογικό δικαστήριο Γένοβας, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

    «Έχουν τα άρθρα 43 [έως] 45 [του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα] την έννοια ότι δεν είναι συμβατή με το δίκαιο της [Ένωσης] εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την άμεση εκτελεστότητα των πρωτόδικων αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την ακύρωση, εν όλω ή εν μέρει, των πράξεων επιβολής φόρου που αφορούν ίδιους πόρους της [Ένωσης];»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    Επί του παραδεκτού

    31

    Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι εξέλιπε το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης μετά την καταβολή από την προσφεύγουσα των ζητούμενων ποσών και ότι, με την αίτησή του, το αιτούν δικαστήριο τόνισε ότι υπέβαλε το ερώτημά του λαμβάνοντας υπόψη την υποθετική περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν έχει εισέτι καταβάλει τα ζητούμενα ποσά.

    32

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή, όπως και η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου. Ομοίως, απόκειται αποκλειστικώς στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως η οποία πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υποθέσεως, αν τα ερωτήματα τα οποία υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι αναγκαία και λυσιτελή. Κατά συνέπεια, όταν τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει [αποφάσεις της 7ης Αυγούστου 2018, Banco Santander και Escobedo Cortés, C‑96/16 και C‑94/17, EU:C:2018:643, σκέψη 50, και της 24ης Νοεμβρίου 2022, Varhoven administrativen sad (Κατάργηση της επίμαχης διάταξης), C‑289/21, EU:C:2022:920, σκέψη 24].

    33

    Επομένως, το τεκμήριο λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Pupino,C‑105/03, EU:C:2005:386, σκέψη 30). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο, μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin,C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 62).

    34

    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία τα οποία παραθέτει η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί, βεβαίως, να συναχθεί ότι η καταβολή, από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, των ζητούμενων ποσών ήρε την απειλή εγγραφής υποθήκης επί των ακινήτων της. Εντούτοις, το υποβληθέν ερώτημα εξακολουθεί να είναι λυσιτελές στο μέτρο που, υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, η προσφεύγουσα θα μπορούσε, αναλόγως της απαντήσεως του Δικαστηρίου, να αντιταχθεί, όπως ακριβώς έπραξε στην υπόθεση της κύριας δίκης, στα μέτρα για την είσπραξη μη απαιτητών ποσών και να προβάλει το δικαίωμά της για επιστροφή των ήδη καταβληθέντων ποσών. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι χρειάζεται να έχει απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα το οποίο υπέβαλε προκειμένου να αποφανθεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, επί της κατανομής των δικαστικών εξόδων, η δε κατανομή τους εξαρτάται από το βάσιμο της προσφυγής.

    35

    Δεδομένου ότι, μεταξύ άλλων, το αιτούν δικαστήριο δεν έχει ήδη αποφανθεί επί του βασίμου της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι το πρόβλημα το οποίο εγείρεται έχει καταστεί υποθετικής φύσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2018, Amt Azienda Trasporti e Mobilità κ.λπ., C‑328/17, EU:C:2018:958, σκέψεις 35 έως 38).

    36

    Η ανωτέρω εκτίμηση δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι το αιτούν δικαστήριο ανέφερε στην αίτησή του ότι θέτει το ερώτημά του έχοντας υπόψη την υποθετική περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν έχει εισέτι καταβάλει τα ζητούμενα ποσά. Πράγματι, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Βεβαίως, στην αίτησή του, το αιτούν δικαστήριο αναφέρθηκε στην «περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν έχει εισέτι πληρώσει», πλην όμως η αναφορά αυτή έγινε με σκοπό να υπομνησθεί απλώς η θέση της Υπηρεσίας Τελωνείων και Μονοπωλίων επί διατάξεως εκδοθείσας από το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), θέση η οποία, κατά την άποψή της, «επεκτείνει […] την αρχή του δικαίου την οποία διατύπωσε [το εν λόγω δικαστήριο] και στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν έχει εισέτι πληρώσει».

    37

    Δεδομένου, εξάλλου, ότι το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο ερώτημα που του υποβλήθηκε, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

    Επί της ουσίας

    38

    Προκαταρκτικώς, δεν αμφισβητείται ότι οι αμφιβολίες τις οποίες εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο συνδέονται με την ερμηνεία στην οποία προέβη το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) με την υπ’ αριθ. 22012 διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2020. Συγκεκριμένα, με τη διάταξη αυτήν, το ανωτέρω δικαστήριο απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 546/1992, το οποίο προβλέπει την άμεση εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες διατάσσεται η καταβολή ποσών υπέρ του φορολογουμένου, με το σκεπτικό, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 45 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα απαιτεί την αναστολή της εκτελέσεως κάθε πρωτόδικης αποφάσεως με την οποία ακυρώνονται πράξεις καταλογισμού οι οποίες αφορούν παραδοσιακούς ιδίους πόρους της Ένωσης, ενόσω η απόφαση αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη. Το δε αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η ερμηνεία του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) είναι σύμφωνη με το άρθρο 45 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο του 43.

    39

    Επομένως, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 43 έως 45 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει την άμεση εκτελεστότητα των πρωτόδικων αποφάσεων που δεν έχουν ακόμη καταστεί αμετάκλητες όταν πρόκειται για παραδοσιακούς ιδίους πόρους της Ένωσης.

    40

    Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι ούτε το άρθρο 44 ούτε το άρθρο 45 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα μπορούν να είναι κρίσιμα για την εκτίμηση της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής νομοθεσίας η οποία προβλέπει την άμεση εκτελεστότητα των πρωτόδικων αποφάσεων, ακόμη και όταν οι αποφάσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την ολική ή μερική ακύρωση των πράξεων καταλογισμού σχετικά με παραδοσιακούς ιδίους πόρους της Ένωσης.

    41

    Πράγματι, το άρθρο 43 του ανωτέρω κώδικα ορίζει ρητώς ότι τα άρθρα του 44 και 45 δεν εφαρμόζονται στις προσφυγές που ασκούνται με σκοπό την ακύρωση, την ανάκληση ή την τροποποίηση αποφάσεως σχετικής με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας η οποία λαμβάνεται από δικαστική αρχή. Επομένως, μολονότι το άρθρο 44, παράγραφος 2, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα αφορά την περίπτωση κατά την οποία το δικαίωμα προσφυγής, περί του οποίου η ανωτέρω διάταξη προβλέπει ότι πρέπει να μπορεί να ασκηθεί σε δύο στάδια, ασκείται διαδοχικώς ενώπιον δύο δικαστικών αρχών, γεγονός παραμένει ότι ο κανόνας του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, κατά τον οποίο η άσκηση προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ισχύει μόνο για τις προσφυγές που ασκούνται κατά αποφάσεων των τελωνειακών αρχών σχετικά με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας και όχι κατά των δικαστικών αποφάσεων που αποφαίνονται επί των προσφυγών αυτών.

    42

    Δεδομένου ότι το ζήτημα της άμεσης ή μη εκτελεστότητας των πρωτόδικων αποφάσεων, καθώς και το νομικό καθεστώς της εφέσεως, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 44 και 45 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν ούτε να αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει την άμεση εκτελεστότητα των πρωτόδικων αποφάσεων οι οποίες δεν έχουν ακόμη καταστεί αμετάκλητες, αλλά ούτε να απαιτούν να προβλέπει η εθνική νομοθεσία την άμεση εκτελεστότητά τους.

    43

    Η ανωτέρω ερμηνεία δεν αναιρείται από την υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 13 του κανονισμού 609/2014, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αποφάσεως 2014/335, να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις της Ένωσης επί των παραδοσιακών ιδίων πόρων, την οποία επικαλείται η Ιταλική Κυβέρνηση στα υπομνήματά της.

    44

    Βεβαίως, δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, η άσκηση προσφυγής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, οπότε, κατ’ αρχήν, όταν ο υποκείμενος στον φόρο προσβάλλει διορθωτική πράξη καταλογισμού, ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο θα έχει, κατ’ αρχήν, ήδη καταβάλει τα ζητούμενα ποσά όταν η προσφυγή του θα κριθεί σε πρώτο βαθμό ή, τουλάχιστον, αν οι τελωνειακές αρχές του έχουν χορηγήσει αναστολή εκτελέσεως δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 2, του κώδικα αυτού, θα έχει συστήσει τελωνειακή εγγύηση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 45, παράγραφος 3, του εν λόγω κώδικα. Επομένως, όταν, κατόπιν εφέσεως των τελωνειακών αρχών, εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση με την οποία ακυρώνονται διορθωτικές πράξεις καταλογισμού, το κράτος μέλος θεωρείται ότι διαθέτει ήδη το ποσό που αντιστοιχεί στις απαιτήσεις της Ένωσης επί των παραδοσιακών ιδίων πόρων, ποσό το οποίο θα πρέπει να αποδώσει στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 13 του κανονισμού 609/2014, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της αποφάσεως 2014/335.

    45

    Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να έκρινε το Corte suprema di Cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) με την υπ’ αριθ. 22012 διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2020, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η εκ μέρους της Ένωσης είσπραξη των απαιτήσεων που βεβαιώθηκαν δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 609/2014, το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στις τελωνειακές αρχές, όταν αυτές έχουν καθυστερήσει να εισπράξουν το ποσό της διορθωτικής πράξεως καταλογισμού την οποία εξέδωσαν, να συνεχίσουν να το πράττουν και μετά την έκδοση πρωτόδικης αποφάσεως ακυρώνουσας την εν λόγω πράξη καταλογισμού, ενόσω η απόφαση αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη.

    46

    Ήδη, αντιθέτως προς την παραδοχή στην οποία φαίνεται να στηρίζεται η εκτίμηση αυτή, μια τέτοια ερμηνεία δεν φαίνεται αναγκαία για τη διασφάλιση της εισπράξεως, από την Ένωση, των βεβαιωμένων δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 609/2014 απαιτήσεων. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι τα σφάλματα που διέπραξαν οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους δεν το απαλλάσσουν από την υποχρέωσή του να αποδώσει στην Ένωση τις απαιτήσεις τις οποίες θα έπρεπε να έχει βεβαιώσει, ενδεχομένως πλέον τόκων υπερημερίας [πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Ίδιοι πόροι – Είσπραξη τελωνειακής οφειλής), C‑304/18, EU:C:2019:601, σκέψη 61]. Ομοίως, η έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους των τελωνειακών αρχών δεν απαλλάσσει το κράτος μέλος από την υποχρέωση αυτή.

    47

    Προ πάντων όμως, δεδομένου ότι το γράμμα του άρθρου 43 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα είναι απολύτως σαφές και αναμφήριστο όσον αφορά τη μη εφαρμογή των άρθρων 44 και 45 του κώδικα αυτού στις προσφυγές που ασκούνται κατά αποφάσεως δικαστικής αρχής, ουδεμία άλλη ερμηνεία των διατάξεων αυτών μπορεί να αναζητηθεί [πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Ύδατα – Ενημέρωση των σχεδίων διαχείρισης των Καναρίων Νήσων), C‑556/18, EU:C:2019:785, σκέψη 34].

    48

    Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί η λυσιτέλεια, εν προκειμένω, των αρχών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 19 ΣΕΕ και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι τα άρθρα 43 έως 45 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει την άμεση εκτελεστότητα των πρωτόδικων αποφάσεων οι οποίες δεν έχουν ακόμη καταστεί αμετάκλητες οσάκις πρόκειται για παραδοσιακούς ιδίους πόρους της Ένωσης.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    49

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Τα άρθρα 43 έως 45 του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα,

     

    έχουν την έννοια ότι:

     

    δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει την άμεση εκτελεστότητα των πρωτόδικων αποφάσεων οι οποίες δεν έχουν ακόμη καταστεί αμετάκλητες οσάκις πρόκειται για παραδοσιακούς ιδίους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top