Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0697

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 29ης Ιουλίου 2024.
    Koiviston Auto Helsinki Oy, anciennement Helsingin Bussiliikenne Oy κατά Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
    Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – SA.33846 (2015/C) (πρώην 2014/NN) (πρώην 2011/CP) – Κρίσιμο στοιχείο μεταγενέστερο της δημοσιεύσεως της αποφάσεως για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Προσδιορισμός του δικαιούχου της ενίσχυσης – Υποχρέωση δημοσιεύσεως τροποποιητικής αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας – Δικαίωμα του δικαιούχου της ενίσχυσης να υποβάλει τις παρατηρήσεις του – Ουσιώδης τύπος – Ασύμβατο με την εσωτερική αγορά – Ανάκτηση της ενίσχυσης η οποία διατάσσεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Ποσό προς ανάκτηση – Αρμοδιότητα του οικείου κράτους μέλους.
    Υπόθεση C-697/22 P.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:641

    Προσωρινό κείμενο

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 29ης Ιουλίου 2024 (*)

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – SA.33846 (2015/C) (πρώην 2014/NN) (πρώην 2011/CP) – Κρίσιμο στοιχείο μεταγενέστερο της δημοσιεύσεως της αποφάσεως για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Προσδιορισμός του δικαιούχου της ενίσχυσης – Υποχρέωση δημοσιεύσεως τροποποιητικής αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας – Δικαίωμα του δικαιούχου της ενίσχυσης να υποβάλει τις παρατηρήσεις του – Ουσιώδης τύπος – Ασύμβατο με την εσωτερική αγορά – Ανάκτηση της ενίσχυσης η οποία διατάσσεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Ποσό προς ανάκτηση – Αρμοδιότητα του οικείου κράτους μέλους»

    Στην υπόθεση C‑697/22 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2022,

    Koiviston Auto Helsinki Oy, πρώην Helsingin Bussiliikenne Oy, με έδρα το Ελσίνκι (Φινλανδία), εκπροσωπούμενη από τους O. Hyvönen και N. Rosenlund, asianajajat,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Huttunen, και J. Ringborg και από την F. Tomat,

    καθής πρωτοδίκως,

    Δημοκρατία της Φινλανδίας,

    Nobina Oy, με έδρα το Espoo (Φινλανδία),

    Nobina AB, με έδρα τη Solna (Σουηδία),

    παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu-Matei, J.‑C. Bonichot (εισηγητή), S. Rodin και L. S. Rossi, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: L. Medina

    γραμματέας: A. Juhász-Tóth, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Φεβρουαρίου 2024,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαΐου 2024,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Helsingin Bussiliikenne Oy, νυν Koiviston Auto Helsinki Oy, ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, Helsingin Bussiliikenne κατά Επιτροπής (T‑603/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:555), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2020/1814 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33846 (2015/C) (πρώην 2014/NN) (πρώην 2011/CP) την οποία χορήγησε η Φινλανδία υπέρ της εταιρίας Helsingin Bussiliikenne Oy (ΕΕ 2020, L 404, σ. 10, στο εξής: επίμαχη απόφαση).

     Το νομικό πλαίσιο

    2        Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), ορίζει στο άρθρο 1, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», τα εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

    [...]

    η)      “ενδιαφερόμενο μέρος”: κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις.»

    3        Το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επίσημη διαδικασία έρευνας», ορίζει τα εξής:

    «1.      Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την εσωτερική αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.

    2.      Οι παρατηρήσεις που λαμβάνονται διαβιβάζονται στο οικείο κράτος μέλος. Εφόσον ζητηθεί από ένα ενδιαφερόμενο μέρος, για λόγους πιθανής ζημίας, η ταυτότητά του αποκρύπτεται από το οικείο κράτος μέλος. Το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαντήσει στα σχόλια που υποβάλλονται εντός ορισμένης προθεσμίας που δεν υπερβαίνει συνήθως τον έναν μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.»

     Ιστορικό της διαφοράς

    4        Η Helsingin Bussiliikenne (στο εξής: παλαιά HelB) εκμεταλλευόταν λεωφορειακές γραμμές στην περιοχή του Ελσίνκι (Φινλανδία) και προσέφερε υπηρεσίες ναυλωμένων μεταφορών και χρηματοδοτικής μίσθωσης λεωφορείων. Ανήκε εξολοκλήρου στον Helsingin kaupunki (Δήμο του Ελσίνκι, Φινλανδία).

    5        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 3 έως 9 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής.

    «3      Κατά τα έτη 2002 έως 2012, ο Δήμος του Ελσίνκι έλαβε διάφορα μέτρα υπέρ της HKL‑Bussiliikenne [Oy] και της παλαιάς HelB (στο εξής: επίδικα μέτρα). Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, το 2002 χορηγήθηκε στην HKL Bussiliikenne δάνειο εξοπλισμού ύψους 14,5 εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η προμήθεια εξοπλισμού για λεωφορειακές μεταφορές. Το ως άνω δάνειο ανέλαβε η παλαιά HelB την 1η Ιανουαρίου 2005. Δεύτερον, ο Δήμος του Ελσίνκι χορήγησε στην παλαιά HelB, με την ίδρυσή της, κεφαλαιουχικό δάνειο συνολικού ποσού 15 893 700,37 ευρώ για την αναχρηματοδότηση ορισμένων υποχρεώσεων της HKL‑Bussiliikenne και της Suomen Turistiauto [Oy]. Τρίτον, στις 31 Ιανουαρίου 2011 και στις 23 Μαΐου 2012 ο Δήμος του Ελσίνκι χορήγησε στην παλαιά HelB δύο νέα κεφαλαιουχικά δάνεια, ύψους 5,8 εκατομμυρίων ευρώ και 8 εκατομμυρίων ευρώ αντιστοίχως.

    4      Στις 31 Οκτωβρίου 2011 οι εταιρίες παροχής δημόσιων επιβατικών μεταφορών Nobina Sverige AB και Nobina Finland Oy υπέβαλαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταγγελία, στην οποία προσχώρησε στις 15 Νοεμβρίου 2011 και η μητρική τους εταιρία, Nobina AB. Με την καταγγελία τους ισχυρίστηκαν ότι η Δημοκρατία της Φινλανδίας είχε χορηγήσει παράνομη ενίσχυση στην παλαιά HelB. Στις 22 Νοεμβρίου 2011 η Επιτροπή διαβίβασε την ανωτέρω καταγγελία στη Δημοκρατία της Φινλανδίας.

    5      Με την απόφασή της C(2015) 80 τελικό, της 16ης Ιανουαρίου 2015, σχετικά με το μέτρο κρατικής ενίσχυσης SA.33846 (2015/C) (πρώην 2014/NN) (πρώην 2011/CP) – Φινλανδία – Helsingin Bussiliikenne Oy (ΕΕ 2015, C 116, σ. 22, στο εξής: απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας), η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα επίδικα μέτρα. Η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 10 Απριλίου 2015 και τα ενδιαφερόμενα μέρη κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας ενός μηνός από την εν λόγω δημοσίευση. [...]

    6      Επιπλέον, στις 24 Ιουνίου 2015, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο Δήμος του Ελσίνκι ενημέρωσε την Επιτροπή για τη θέση σε εφαρμογή της διαδικασίας πώλησης της παλαιάς HelB. Στις 5 Νοεμβρίου 2015 η Δημοκρατία της Φινλανδίας διαβίβασε στην Επιτροπή το σχέδιο της σύμβασης πωλήσεως που είχε καταρτίσει με την προσφεύγουσα.

    7      Στις 14 Δεκεμβρίου 2015 η παλαιά HelB πωλήθηκε στην [...] Viikin Linja Oy. Σύμφωνα με τους όρους της πράξης πώλησης, η Viikin Linja Oy μετονομάστηκε σε Helsingin Bussiliikenne Oy (στο εξής: νέα HelB). Στα έγγραφα της σύμβασης πώλησης περιλαμβανόταν διάταξη για την πλήρη αποζημίωση του αγοραστή της παλαιάς HelB σε περίπτωση απαίτησης ανάκτησης κρατικής ενίσχυσης (στο εξής: ρήτρα αποζημίωσης), μέρος δε του τιμήματος της πώλησης κατατέθηκε σε λογαριασμό μεσεγγύησης έως την έκδοση οριστικής απόφασης σχετικά με την κρατική ενίσχυση ή, το αργότερο, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022. Στα εν λόγω έγγραφα περιλαμβανόταν επίσης ρήτρα δικαιώματος επί αποδόσεων, βάσει της οποίας ο αγοραστής αναλάμβανε τη δέσμευση να καταβάλει στον πωλητή πριμοδότηση στον ίδιο λογαριασμό μεσεγγύησης σε περίπτωση υπέρβασης των εκ των προτέρων συμφωνηθέντων επιπέδων κέρδους.

    8      Η πώληση στην Viikin Linja αφορούσε το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της παλαιάς HelB. Η παλαιά HelB δεν διατηρούσε πλέον κανένα στοιχείο ενεργητικού, με εξαίρεση τα εγγεγραμμένα ή προς εγγραφή ποσά σε πίστωση του λογαριασμού μεσεγγύησης. Το παθητικό που προέκυψε από τα επίδικα μέτρα δεν μεταφέρθηκε στη νέα HelB. Κατόπιν της πώλησής της, ο Δήμος του Ελσίνκι απάλλαξε την παλαιά HelB από την υποχρέωση αποπληρωμής του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου εξοπλισμού του 2002. Επιπροσθέτως, στις 11 Δεκεμβρίου 2015 ο Δήμος του Ελσίνκι μετέτρεψε τα κεφαλαιουχικά δάνεια του 2005, του 2011 και του 2012, τα οποία δεν είχαν εξοφληθεί, σε μετοχικό κεφάλαιο της παλαιάς HelB.

    9      Στις 28 Ιουνίου 2019 η Επιτροπή εξέδωσε την [επίμαχη] απόφαση [...] το διατακτικό της [οποίας] έχει ως εξής:

    Άρθρο 1

    Η κρατική ενίσχυση ύψους 54 231 850 [ευρώ], η οποία χορηγήθηκε παράνομα από τη [Δημοκρατία της Φινλανδίας] υπό τα [επίδικα] μέτρα, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ], υπέρ της Helsingin Bussiliikenne Oy δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

    Άρθρο 2

    1.      Η [Δημοκρατία της Φινλανδίας] ανακτά την αναφερόμενη στο άρθρο 1 ενίσχυση από τον δικαιούχο.

    2.      Λόγω της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της παλαιάς HelB (νυν Helsingin kaupungin Linja‑autotoiminta Oy) και της νέας HelB (πλήρης επωνυμία: Helsingin Bussiliikenne Oy, πρώην Viikin Linja Oy), η υποχρέωση επιστροφής της ενίσχυσης επεκτείνεται στη νέα HelB (πλήρης επωνυμία: Helsingin Bussiliikenne Oy).

    3.      Τα ανακτώμενα ποσά βαρύνονται με τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

    [...]

    Άρθρο 4

    1.      Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η [Δημοκρατία της Φινλανδίας] υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)      το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

    [...]”».

     Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    6        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, η νέα HelB άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.

    7        Προς στήριξη της προσφυγής της προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος στηριζόταν στο γεγονός ότι η επίμαχη απόφαση εκδόθηκε κατά προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, ο δεύτερος στηριζόταν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της παλαιάς και της νέας HelB, ο τρίτος στηριζόταν σε ανεπαρκή αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως, ο τέταρτος στηριζόταν σε παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας και ο πέμπτος στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    8        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

     Αιτήματα των διαδίκων κατά την αναιρετική διαδικασία

    9        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    –        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    –        να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση·

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, πλέον νομίμων τόκων.

    10      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    –        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    –        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

     Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    11      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους, οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια και, ο δεύτερος, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

     Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    12      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια.

    13      Με το πρώτο σκέλος του ως άνω λόγου, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να επεκτείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας, σε περίπτωση που ήθελε να εξετάσει την οικονομική συνέχεια μεταξύ της παλαιάς HelB και της νέας HelB. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, με τη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επέκταση της υποχρεώσεως επιστροφής των κρατικών ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στην παλαιά HelB, η οποία δεν προβλεπόταν στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, δεν είχε διευρύνει το αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας, δεδομένου ότι αυτό εξακολουθούσε να αφορά τις ενισχύσεις που μνημονεύονταν στην εν λόγω απόφαση. Η μεταβίβαση της παλαιάς HelB, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2015, ήταν νέο στοιχείο, το οποίο δεν περιλαμβανόταν στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας και το οποίο υποχρέωνε την Επιτροπή να διορθώσει ή να επεκτείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας.

    14      Με το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, με τη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή παραλείποντας να παράσχει στην αναιρεσείουσα δυνατότητα συμμετοχής στην επίσημη διαδικασία έρευνας, δεν συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου, αλλά μόνο διαδικαστική πλημμέλεια, η οποία μπορούσε να επιφέρει την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως μόνον εφόσον αποδεικνυόταν ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η επίμαχη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο.

    15      Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε επίσης κρίνοντας, με τις σκέψεις 50 και 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παράλειψη της Επιτροπής να παράσχει στα ενδιαφερόμενα μέρη δυνατότητα συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία δεν μπορούσε να συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου παρά μόνον αν η παράλειψη αυτή αφορούσε το περιεχόμενο της αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας.

    16      Συγκεκριμένα, πρώτον, κατά το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου, το δικαίωμα του αγοραστή επιχειρήσεως η οποία είναι δικαιούχος κρατικής ενίσχυσης να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί της επίσημης διαδικασίας έρευνας της εν λόγω ενίσχυσης, διαφέρει ανάλογα με το χρονικό σημείο απόκτησης της εν λόγω επιχειρήσεως.

    17      Δεύτερον, θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της ισότητας να τίθεται ο αποκτών δραστηριότητα που μεταβιβάζεται κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας σε δυσμενέστερη θέση από εκείνη του αποκτώντος δραστηριότητα που μεταβιβάζεται πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας και ο οποίος έχει, επομένως, τη δυνατότητα να υποβάλει συναφώς παρατηρήσεις κατά το στάδιο της εν λόγω αποφάσεως, ή από εκείνη του αποκτώντος δραστηριότητα που μεταβιβάζεται μόνο μετά την τελική απόφαση της Επιτροπής και ο οποίος μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις κατά το εθνικό στάδιο της εκτέλεσης.

    18      Τρίτον, η ανωτέρω προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου οδηγεί σε μια κατάσταση στην οποία ενδιαφερόμενος ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη της αναιρεσείουσας δεν έχει τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις, κρίσιμες πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία πριν από την έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής περί ανακτήσεως ενισχύσεως την οποία αυτή θεωρεί παράνομη.

    19      Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο στήριξε τη διάκριση στην οποία προέβη μεταξύ παραβάσεως ουσιώδους τύπου και άλλης διαδικαστικής πλημμέλειας σε νομολογιακά προηγούμενα των οποίων τα πραγματικά περιστατικά διαφέρουν από εκείνα της υπό κρίση υποθέσεως. Αφενός, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση που μνημονεύεται στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και από τις οποίες απορρέει η νομολογία στην οποία παραπέμπει η μνημονευόμενη απόφαση, ο ενδιαφερόμενος διάδικος είχε τη δυνατότητα να ακουστεί, η δε παράβαση της υποχρεώσεως ακροάσεως αφορούσε μόνον ορισμένα έγγραφα της δικογραφίας. Αφετέρου, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η νομολογία στην οποία παραπέμπει η απόφαση που μνημονεύεται στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν είναι συγκρίσιμα με εκείνα της υπό κρίση υποθέσεως.

    20      Αντιθέτως, από την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C‑334/07 P, EU:C:2008:709, σκέψη 55), προκύπτει, κατά την αναιρεσείουσα, ότι, «όταν η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας για ένα σχέδιο ενισχύσεως, οφείλει να δώσει στους ενδιαφερομένους, μεταξύ των οποίων και η επιχείρηση ή οι επιχειρήσεις για τις οποίες πρόκειται, τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους[, ο] κανόνας [δε] αυτός έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου».

    21      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επίσης ότι το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο αναγνωρίζεται από το δίκαιο της Ένωσης και κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης». Η προσβολή του συνιστά ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια η οποία δικαιολογεί την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως, χωρίς ο θιγόμενος να υποχρεούται να αποδείξει τις ενδεχόμενες συνέπειες της ακροάσεώς του επί της αποφάσεως που θα εκδοθεί στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Κρίνοντας ότι η στέρηση του δικαιώματος ακροάσεως συνιστά απλώς διαδικαστική πλημμέλεια, το Γενικό Δικαστήριο υπονοεί ότι το δικαίωμα αυτό δεν αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, αλλά δικαίωμα το οποίο μπορεί να προσβληθεί ατιμωρητί.

    22      Το δικαίωμα ακροάσεως συνιστά επίσης γενική αρχή του δικαίου, η οποία κατοχυρώθηκε στο δίκαιο του ανταγωνισμού με την απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1974, Transocean Marine Paint Association κατά Επιτροπής (17/74, EU:C:1974:106, σκέψη 15), η οποία υπογραμμίζει ότι το δικαίωμα αυτό αποκτά μεγαλύτερη σημασία όταν η επίμαχη απόφαση επιβάλλει «μη αμελητέα και εκτεταμένα βάρη».

    23      Εν προκειμένω, κατά την αναιρεσείουσα, η επίμαχη απόφαση είχε σοβαρές συνέπειες για τη νέα HelB, καθόσον της επέβαλε την υποχρέωση να καταβάλει ποσό περίπου 54 εκατομμυρίων ευρώ, πλέον τόκων, το οποίο συνδεόταν με την ανάκτηση της παράνομης κρατικής ενίσχυσης, θέτοντάς τη σε κίνδυνο πτώχευσης και αναγκάζοντάς τη να υποβάλει αίτηση για αναδιάρθρωση τον Ιούνιο του 2021. Η διαδικασία αναδιάρθρωσης ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2022 με την πώληση του ομίλου Koiviston Auto ο οποίος είχε αποκτήσει τη νέα HelB, διότι η οικογένεια που ίδρυσε τον εν λόγω όμιλο τη δεκαετία του 1920 αναγκάστηκε να προβεί στην πώληση προκειμένου να μπορέσει να καταβάλει το ποσό της εν λόγω ανάκτησης. Αντιθέτως, η ανάκτηση αυτή ωφέλησε τον Δήμο του Ελσίνκι, ο οποίος, ωστόσο, ήταν υπεύθυνος για την παράνομη κρατική ενίσχυση, δεδομένου ότι ανέκτησε την ενίσχυση που είχε χορηγήσει στη δική του εταιρία, ενώ παράλληλα διατήρησε το συνολικό τίμημα αγοράς που είχε καταβάλει η αναιρεσείουσα.

    24      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν παρέβη εν προκειμένω ουσιώδη τύπο και ότι υπέπεσε απλώς σε διαδικαστική πλημμέλεια, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι παρατηρήσεις της αναιρεσείουσας δεν θα μπορούσαν να μεταβάλουν την επίμαχη απόφαση.

    25      Η πλάνη αυτή αποτελεί συνέπεια μιας άλλης πλάνης στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον έκρινε ότι οι παρατηρήσεις, οι οποίες, κατά την αναιρεσείουσα, θα μπορούσαν να είχαν υποβληθεί αν δεν είχε λάβει χώρα η διαπιστωθείσα διαδικαστική πλημμέλεια, αφορούσαν ένα μόνον από τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαπίστωση της ύπαρξης οικονομικής συνέχειας, ήτοι την οικονομική λογική της συναλλαγής. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 και 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η επίσημη διαδικασία έρευνας θα είχε οδηγήσει ή θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, κυρίως όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας και το υποστατό της μεταβίβασης της κρατικής ενίσχυσης στη νέα HelB.

    26      Επιπλέον, κατά την αναιρεσείουσα, όταν μια απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, η απόφαση αυτή εξετάζεται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων και των εγγράφων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C‑290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 91). Δεδομένου ότι ο προσφεύγων εξαρτάται αποκλειστικώς από τα στοιχεία του φακέλου της επίσημης διαδικασίας έρευνας, δεν θα ήταν, συνεπώς, σε θέση, ούτε και στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, να προσκομίσει στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι η συμμετοχή του στην επίσημη διαδικασία έρευνας θα μπορούσε να έχει επηρεάσει την εν λόγω απόφαση. Επομένως, δεν θα ήταν σε θέση να αποδείξει ότι η συμμετοχή αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει την ίδια απόφαση.

    27      Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η αναιρεσείουσα αναφέρει ότι συμμερίζεται την εκτίμηση της Επιτροπής, που διατυπώνεται στο σημείο 73 του υπομνήματός της επί της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι η εξέταση της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης και η εξέταση της οικονομικής συνέχειας αποτελούν διακριτά ζητήματα. Για τον λόγο αυτό, τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ακουστούν επί αμφοτέρων των ζητημάτων.

    28      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας.

    29      Κατά πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει, όσον αφορά το επιχείρημα ότι όφειλε να διορθώσει ή να επεκτείνει την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν είχε μεταβάλει γνώμη, μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, ως προς τον δικαιούχο της κρατικής ενίσχυσης και, με τη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν είχε μεταβάλει γνώμη ούτε ως προς το αντικείμενο της ενίσχυσης, το οποίο περιοριζόταν στα τέσσερα μέτρα που προσδιορίζονταν στην εν λόγω απόφαση. Επομένως, η διαπίστωση της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της νέας HelB και της παλαιάς HelB δεν θα μετέβαλε την εκτίμηση της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη ούτε να διορθώσει ούτε να επεκτείνει την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

    30      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή αμφισβητεί την προβαλλόμενη παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά το μέρος που παρέλειψε να καλέσει τη νέα HelB να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της οικονομικής συνέχειας.

    31      Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με την αρχή της ισότητας, στο μέτρο που έκρινε ότι το δικαίωμα των ωφελουμένων από μεταβίβαση δραστηριότητας να ακουστούν στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας διαφέρει ανάλογα με την ημερομηνία της μεταβίβασης, η Επιτροπή φρονεί ότι η διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο δικαιολογείται από την αντικειμενική διαφορά των καταστάσεων. Συγκεκριμένα, αν η μεταβίβαση πραγματοποιείται μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ο αποκτών έχει γνώση της εν εξελίξει επίσημης διαδικασίας έρευνας και αναμένεται ότι αποδέχεται την υφιστάμενη κατάσταση, ήτοι το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι η επίμαχη κρατική ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και πρέπει να ανακτηθεί. Στην περίπτωση αυτή τίποτε δεν εμποδίζει τον αποκτώντα, ο οποίος είναι, επομένως, ο οικονομικός διάδοχος, να λάβει υπόψη τον κίνδυνο αυτό στις διαπραγματεύσεις του με τον πωλητή.

    32      Στην υπό κρίση υπόθεση, ειδικότερα, δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί ότι η νέα HelB ήταν ενήμερη για την εν εξελίξει επίσημη διαδικασία έρευνας, δεδομένου ότι μια ρήτρα της συμβάσεως πωλήσεως εγγυάτο σε αυτήν πλήρη αποζημίωση σε περίπτωση αξίωσης ανάκτησης της κρατικής ενίσχυσης.

    33      Δεύτερον, όσον αφορά το αβάσιμο, κατά την αναιρεσείουσα, της διακρίσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ παραβάσεως ουσιώδους τύπου και άλλης διαδικαστικής πλημμέλειας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διάκριση αυτή προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά την Επιτροπή, η αναιρεσείουσα, συγχέοντας το δικαίωμα ακροάσεως με το δικαίωμα συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία σχετικά με κρατική ενίσχυση, δεν λαμβάνει υπόψη τη νομολογία αυτή. Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2020:192), την οποία η αναιρεσείουσα εσφαλμένως θεωρεί ως μη κρίσιμη για την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν μετάσχει στη διοικητική διαδικασία, αλλά όχι σε επαρκή βαθμό.

    34      Η διαδικαστική πλημμέλεια θα είχε ως συνέπεια την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως μόνον αν αποδεικνυόταν ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η επίμαχη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    35      Τρίτον, όσον αφορά το σφάλμα στο οποίο φέρεται να υπέπεσε, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε ότι η παράλειψη της Επιτροπής να καλέσει την αναιρεσείουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται τέτοια παράβαση οσάκις το στοιχείο του οποίου η παράλειψη στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας προσάπτεται στην Επιτροπή δεν συνιστά κρίσιμο πραγματικό ή νομικό στοιχείο για την εξέταση του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Freistaat Bayern κ.λπ., C‑167/19 P, EU:C:2022:176, σκέψη 96). Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν παρέλειψε κανένα κρίσιμο στοιχείο για την εξέταση των επίμαχων μέτρων στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

    36      Τέταρτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν υποχρεούται να παράσχει δυνατότητα συμμετοχής στην επίσημη διαδικασία έρευνας στον οικονομικό διάδοχο που αποκτά μια εταιρία μετά την έκδοση της αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας αυτής. Για τον λόγο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 47, 48 και 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και ζητεί από το Δικαστήριο να αντικαταστήσει το εσφαλμένο σκεπτικό που διατυπώνεται στις σκέψεις αυτές με το σκεπτικό που εκτίθεται κατωτέρω.

    37      Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ περιορίζονται στις απαιτήσεις που αφορούν την απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας και συνδέονται με την εν λόγω απόφαση. Όσον αφορά, ειδικότερα, την απαίτηση παροχής στα ενδιαφερόμενα μέρη της δυνατότητας προσήκουσας συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία σε ζητήματα κρατικών ενισχύσεων, η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αποκτούν οι ενδιαφερόμενοι τα ίδια δικαιώματα με το οικείο κράτος μέλος. Το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή όφειλε να παράσχει ειδικώς στην αναιρεσείουσα δυνατότητα συμμετοχής στην επίσημη διαδικασία έρευνας καθώς και δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των πτυχών που συνδέονται με την οικονομική συνέχεια λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχή ότι οι έρευνες για τις κρατικές ενισχύσεις είναι κατ’ ουσίαν διαδικασίες κατά του κράτους μέλους το οποίο χορήγησε την επίμαχη ενίσχυση.

    38      Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προσβάλλει το δικαίωμα ακροάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και έχει, ως εκ τούτου, τον χαρακτήρα παραβάσεως ουσιώδους τύπου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν έχουν δικαίωμα ακροάσεως, αλλά μόνον το δικαίωμα να μετάσχουν στη διοικητική διαδικασία που διεξάγει η Επιτροπή στον προσήκοντα, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βαθμό (αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 2020, C‑468/09 P, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής κ.λπ., T‑448/18, EU:T:2021:626, σκέψη 102).

    39      Κατά την Επιτροπή, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν δύνανται, βάσει γενικών αρχών του δικαίου, όπως το δικαίωμα ακροάσεως, να επεκτείνουν τα δικονομικά δικαιώματα που απονέμουν στα ενδιαφερόμενα μέρη η Συνθήκη ΛΕΕ και το παράγωγο δίκαιο. Η διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι διαδικασία inter partes αποκλειστικά για το οικείο κράτος μέλος, αλλά όχι για τους λοιπούς διαδίκους (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, T‑228/99 και T‑233/99, EU:T:2003:57, σκέψη 168). Στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων, οι δικαιούχοι της κρατικής ενίσχυσης δεν δύνανται, επομένως, να επικαλεστούν τα δικαιώματα άμυνας.

    40      Η υποχρέωση της Επιτροπής να γνωστοποιεί προηγουμένως στους δικαιούχους της κρατικής ενίσχυσης τα στοιχεία επί των οποίων προτίθεται να στηρίξει την οριστική απόφασή της ισοδυναμεί με διεξαγωγή κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως όπως αυτή η οποία διεξάγεται με το υπεύθυνο για τη χορήγηση της ενίσχυσης κράτος μέλος. Μια τέτοια υποχρέωση είναι αντίθετη προς την απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψεις 74 και 75).

    41      Κατά τρίτον, όσον αφορά την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κρίνοντας ότι οι παρατηρήσεις της αναιρεσείουσας δεν μπορούσαν να μεταβάλουν την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή φρονεί ότι η αιτίαση αυτή είναι προδήλως απαράδεκτη, στο μέτρο που, στην πραγματικότητα, αφορά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο.

    42      Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι αβάσιμο το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το Γενικό Δικαστήριο της επέβαλε ένα βάρος αποδείξεως στο οποίο της ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί, δεδομένου ότι είχε το δικαίωμα να προσκομίσει μόνον τα στοιχεία τα οποία ήταν γνωστά στην Επιτροπή κατά την ημερομηνία εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως. Το εν λόγω θεσμικό όργανο υποστηρίζει ότι η αναιρεσείουσα μπορούσε να προσκομίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όλα τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία και ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που όφειλε να προσκομίσει.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    43      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν παρέβη ουσιώδη τύπο καθόσον παρέλειψε να παράσχει στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με τα επίμαχα μέτρα.

    44      Με το πρώτο σκέλος του ως άνω λόγου, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τις σκέψεις 36 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε το επιχείρημά της ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, κατόπιν της μεταβιβάσεως της παλαιάς HelB, να συμπληρώσει ή να διορθώσει την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

    45      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, την οποία προβλέπει το άρθρο 108 ΣΛΕΕ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως των ενισχύσεων που θεσπίζει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, και το οποίο έχει ως μοναδικό σκοπό να δώσει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη ως προς το αν η συγκεκριμένη ενίσχυση συμβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει με την κοινή αγορά, και, αφετέρου, του σταδίου εξετάσεως το οποίο προβλέπει η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Μόνο στο πλαίσιο του τελευταίου αυτού σταδίου, το οποίο έχει ως σκοπό να επιτρέψει στην Επιτροπή να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως, προβλέπει η Συνθήκη υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η υποχρέωση αυτή έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου, δεδομένου ότι συνιστά ουσιώδη διαδικαστική προϋπόθεση άρρηκτα συνδεδεμένη με την ορθή διαμόρφωση ή έκφραση της βούλησης της αρχής που εξέδωσε την πράξη (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, C‑334/07 P, EU:C:2008:709, σκέψη 55, καθώς και της 10ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Freistaat Bayern κ.λπ., C‑167/19 P και C‑171/19 P, EU:C:2022:176, σκέψη 89).

    46      Η έκταση της υποχρεώσεως αυτής καθορίζεται από το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, κατά το οποίο στην κατηγορία των «ενδιαφερομένων μερών» περιλαμβάνεται «κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις».

    47      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, δεδομένου ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων κινείται, ως προκύπτει εκ της όλης οικονομίας της, κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται για τη χορήγηση της ενισχύσεως, οι ενδιαφερόμενοι, πλην του οικείου κράτους μέλους, δεν μπορούν να απαιτήσουν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που διεξάγεται με το εν λόγω κράτος μέλος (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψεις 81 και 82), και έχει επίσης κρίνει ότι ο αποδέκτης της ενισχύσεως δεν διαθέτει ευρύτερα δικαιώματα από τους λοιπούς ενδιαφερομένους (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 75).

    48      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνεται ως πρόσφορο μέσο γνωστοποιήσεως προς όλους τους ενδιαφερομένους της ενάρξεως μιας επίσημης διαδικασίας έρευνας. Η ανακοίνωση αυτή αποβλέπει στη συλλογή, εκ μέρους των ενδιαφερομένων, όλων των πληροφοριών που προορίζονται να διαφωτίσουν την Επιτροπή στις μελλοντικές ενέργειές της. Η διαδικασία αυτή παρέχει, επίσης, στα λοιπά κράτη μέλη και στους ενδιαφερόμενους κύκλους την εγγύηση ότι μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψη 80).

    49      Εντούτοις, τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι σε θέση να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους μόνον εάν η δημοσιευθείσα απόφαση μνημονεύει ρητώς και σαφώς τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2015/1589 (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Freistaat Bayern κ.λπ., C‑167/19 P και C‑171/19 P, EU:C:2022:176, σκέψη 91).

    50      Ως εκ τούτου, η απλή δημοσίευση αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, χωρίς το περιεχόμενο της αποφάσεως να είναι σύμφωνο με όσα επιτάσσει η διάταξη αυτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί την υποχρέωση την οποία υπέχει η Επιτροπή κατά τον χρόνο κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και η οποία χαρακτηρίζεται ως ουσιώδης τύπος, κατά την έννοια του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Freistaat Bayern κ.λπ., C‑167/19 P και C‑171/19 P, EU:C:2022:176, σκέψη 92).

    51      Τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας είναι εκείνα τα οποία η διαδικασία αυτή έχει ως αντικείμενο να εξετάσει ενόψει της εκδόσεως της τελικής αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή αποφαίνεται επί της υπάρξεως και επί της συμβατότητας της επίμαχης κρατικής ενίσχυσης, καθώς και, ενδεχομένως, επί της υποχρεώσεως ανακτήσεως της ενίσχυσης.

    52      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η διαπίστωση νέων ή διαφορετικών πραγματικών περιστατικών σε σχέση με εκείνα που εκτίθενται στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας ή ακόμη η επέλευση ουσιωδών τροποποιήσεων του σχετικού νομικού πλαισίου ενδέχεται να απαιτούν μεγαλύτερη συμμετοχή των ενδιαφερομένων και μάλιστα να επιτάσσουν τη δημοσίευση συμπληρωματικής ή διορθωμένης αποφάσεως για την κίνηση διαδικασίας (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Autostrada Wielkopolska κατά Επιτροπής και Πολωνίας, C‑933/19 P, EU:C:2021:905, σκέψη 71).

    53      Όταν τα νέα στοιχεία που ανακύπτουν μετά την απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας αποτελούν «κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, η υποχρέωση της Επιτροπής να ενημερώσει σχετικώς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ώστε να μπορέσουν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους μπορεί να τηρηθεί μόνο με τη δημοσίευση συμπληρωματικής αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, τα ενδιαφερόμενα μέρη αποτελούν ένα απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών, η ενημέρωση των οποίων μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με τη δημοσίευση.

    54      Εν προκειμένω, η παλαιά HelB, η οποία οριζόταν ως δικαιούχος της επίμαχης κρατικής ενίσχυσης στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, εξαγοράσθηκε από τη νέα HelB μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως.

    55      Όπως, ωστόσο, υπενθύμισε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 49 των προτάσεών της, από τις σκέψεις 42 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε ενημερωθεί για τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της παλαιάς HelB ήδη από τον Ιούνιο του 2015 και ότι μεταξύ της ημερομηνίας της μεταβιβάσεως αυτής και της ημερομηνίας εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως μεσολάβησε χρονικό διάστημα τριάμισι ετών. Συναφώς, επισημαίνεται ότι στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή ανέφερε μόνον την παλαιά HelB ως δυνητική δικαιούχο της επίμαχης ενίσχυσης. Κατά συνέπεια, η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της παλαιάς HelB, αφ’ ης στιγμής περιήλθε σε γνώση της Επιτροπής, αποτελούσε κρίσιμο στοιχείο της εξέτασης στην οποία προέβη, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589.

    56      Εντούτοις, το κρίσιμο αυτό στοιχείο δεν ήταν δυνατό να περιλαμβάνεται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, δεδομένου ότι ανέκυψε μετά τη δημοσίευσή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να παράσχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους, όπως απαιτεί το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, η Επιτροπή όφειλε να δημοσιεύσει συμπληρωματική απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας στην οποία να μνημονεύεται το νέο αυτό κρίσιμο στοιχείο.

    57      Όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 53 και 54 των προτάσεών της, ελλείψει τέτοιας δημοσιεύσεως, ούτε στην αναιρεσείουσα ούτε σε κανένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος, και ιδίως στις ανταγωνίστριες της αναιρεσείουσας επιχειρήσεις, δόθηκε η δυνατότητα, σε οποιοδήποτε στάδιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την οικονομική συνέχεια μεταξύ της παλαιάς HelB και της νέας HelB και, ως εκ τούτου, σχετικά με τη δυνατότητα ανάκτησης από την τελευταία της επίμαχης κρατικής ενίσχυσης.

    58      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να επεκτείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας μέσω συμπληρωματικής αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας.

    59      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, με τη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή παραλείποντας να παράσχει στην αναιρεσείουσα δυνατότητα συμμετοχής στην επίσημη διαδικασία έρευνας, δεν συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου, αλλά μόνο διαδικαστική πλημμέλεια, η οποία μπορούσε να επιφέρει την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως μόνον εφόσον αποδεικνυόταν ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η επίμαχη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο.

    60      Αφενός, όπως υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 45 και 50 της παρούσας αποφάσεως, η υποχρέωση παροχής στα ενδιαφερόμενα μέρη, μέσω της δημοσιεύσεως της αποφάσεως για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, της δυνατότητας να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    61      Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 55 και 56 της παρούσας αποφάσεως, η μεταβίβαση της παλαιάς HelB στη νέα HelB συνιστούσε κρίσιμο στοιχείο, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, το οποίο, εφόσον δεν μπορούσε να έχει περιληφθεί στην προγενέστερη του γεγονότος αυτού απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, έπρεπε να οδηγήσει στη δημοσίευση συμπληρωματικής αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους.

    62      Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα βασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να της παράσχει δυνατότητα συμμετοχής στην επίσημη διαδικασία έρευνας, δεν παρέβη ουσιώδη τύπο, αλλά απλώς υπέπεσε σε διαδικαστική πλημμέλεια.

    63      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

    64      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του τρίτου σκέλους του.

     Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    65      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

    66      Με τη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει σε ποιον βαθμό η απορρέουσα από τα επίμαχα μέτρα κρατική ενίσχυση έπρεπε να ανακτηθεί από τη νέα HelB. Ωστόσο, κατά την αναιρεσείουσα, το ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό που πράγματι της μεταφέρθηκε. Συγκεκριμένα, η ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης δεν έχει τον χαρακτήρα κυρώσεως, αλλά αποσκοπεί στην επαναφορά των συνθηκών που επικρατούσαν πριν από τη χορήγηση της ενισχύσεως και στην εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από την ενίσχυση.

    67      Ανάκτηση της οποίας το ποσό υπερβαίνει το ποσό της ληφθείσας κρατικής ενίσχυσης αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας. Σε αντίθεση, όμως, προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το προς ανάκτηση ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς να εκτιμηθεί η αγοραία τιμή της παλαιάς HelB, όπως εξέθεσε η αναιρεσείουσα με το δικόγραφο της προσφυγής της. Η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι, αν γνώριζε ότι θα θεωρείτο υπεύθυνη για την παράνομη κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στον πωλητή και ότι δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί τη ρήτρα αποζημιώσεως, η αξία της δραστηριότητας θα ήταν αρνητική.

    68      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η υποχρέωση του αποκτώντος να επιστρέψει την κρατική ενίσχυση μπορεί να υφίσταται μόνον όταν η αξία της επιχειρήσεως δεν έχει εκτιμηθεί στην αγοραία τιμή και εφόσον αποδειχθεί ότι ο αποκτών διατηρεί στην πράξη το όφελος από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που συνδέεται με την ενίσχυση (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑277/00, EU:C:2004:238, σκέψεις 86, 92 και 93, καθώς και της 13ης Νοεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑214/07, EU:C:2008:619, σκέψη 58).

    69      Ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι, ακόμη και αν υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η τιμή αγοράς ήταν σύμφωνη με την αγοραία τιμή, τούτο δεν απάλλασσε την Επιτροπή από την υποχρέωση να εξετάσει σε ποιον βαθμό είχε μεταβιβαστεί η κρατική ενίσχυση.

    70      Εξάλλου κατά την αναιρεσείουσα, η προσέγγιση της Επιτροπής, την οποία επικύρωσε το Γενικό Δικαστήριο, εισάγει δυσμενή διάκριση εις βάρος των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η υποχρέωση επιστροφής και οι οποίες, όπως η αναιρεσείουσα, απέκτησαν δραστηριότητα από δημόσιο φορέα, ευνοεί δε εκείνες οι οποίες, υπό αντίστοιχες συνθήκες, απέκτησαν δραστηριότητα από ιδιωτική επιχείρηση η οποία είχε λάβει παράνομη κρατική ενίσχυση. Οι δεύτερες μπορούν να αξιώσουν και να επιτύχουν από τον πωλητή μείωση της τιμής αγοράς ή αποζημίωση βάσει των συμβατικών όρων, όπερ δεν θα μπορούσαν να πράξουν οι πρώτες, διότι, στην περίπτωσή τους, η μείωση της τιμής αγοράς θα θεωρούνταν νέα κρατική ενίσχυση.

    71      Τέλος, κατά την αναιρεσείουσα, ο Δήμος του Ελσίνκι έλαβε αδικαιολόγητο οικονομικό πλεονέκτημα λόγω της καταβολής των παράνομων κρατικών ενισχύσεων. Ως ιδιοκτήτης της παλαιάς HelB, έλαβε, αρχικώς, το τίμημα αγοράς ύψους περίπου 36 εκατομμυρίων ευρώ από τη νέα HelB και, στη συνέχεια, 44 εκατομμύρια ευρώ από την ανάκτηση.

    72      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας.

    73      Πρώτον, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η Επιτροπή όφειλε να καθορίσει την «ορθή» τιμή πωλήσεως της παλαιάς HelB είναι αβάσιμο. Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η διαπίστωση περί υπάρξεως οικονομικής συνέχειας διαφέρει από τον προσδιορισμό της αναλογίας κατά την οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί η ανάκτηση της ενισχύσεως από τους διαφόρους δικαιούχους. Για τη διαπίστωση της οικονομικής συνέχειας, δεν είναι αναγκαίο η Επιτροπή να προσδιορίσει την ακριβή αναλογία κατά την οποία οι δικαιούχοι της παράνομης κρατικής ενισχύσεως πρέπει να επιστρέψουν την ενίσχυση. Όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 86 και 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για τη διαπίστωση της οικονομικής συνέχειας δεν είναι αναγκαίο να καθοριστεί η αγοραία τιμή της οικονομικής δραστηριότητας της παλαιάς HelB, αλλά αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η τιμή πωλήσεως της εν λόγω δραστηριότητας δεν αντιστοιχούσε στην αγοραία τιμή (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2021, Fortischem κατά Επιτροπής, C‑890/19 P, EU:C:2021:345, σκέψεις 77 έως 81, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Fortischem κατά Επιτροπής, T‑121/15, EU:T:2019:684, σκέψη 221).

    74      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει κατά πόσον η κρατική ενίσχυση της οποίας η ανάκτηση είχε διαταχθεί με την επίμαχη απόφαση έπρεπε να ανακτηθεί από την αναιρεσείουσα. Απόκειτο στη Δημοκρατία της Φινλανδίας να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πραγματική είσπραξη των οφειλομένων ποσών.

    75      Τρίτον, κατά την Επιτροπή, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εισάγει αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του αποκτώντος δημόσια επιχείρηση η οποία είναι δικαιούχος κρατικής ενισχύσεως και του αποκτώντος ιδιωτική επιχείρηση η οποία είναι δικαιούχος τέτοιας ενισχύσεως συγχέει τους διακριτούς ρόλους ενός δημόσιου φορέα και ενός οικονομικού φορέα ο οποίος ανήκει σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.

    76      Τέταρτον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η απόρριψη από το Γενικό Δικαστήριο του δευτέρου λόγου της προσφυγής, ο οποίος στρεφόταν κατά της διαπιστώσεως της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της παλαιάς HelB και της νέας HelB, δεν αμφισβητείται με την αίτηση αναιρέσεως. Δεδομένου, ωστόσο, ότι αυτή η οικονομική συνέχεια πρέπει να γίνει δεκτή, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η παράνομη κρατική ενίσχυση μεταφέρθηκε από τη μία επιχείρηση στην άλλη.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    77      Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς [αποφάσεις της 17ης Μαΐου 1984, Denkavit Nederland, 15/83, EU:C:1984:183, σκέψη 25, και της 30ής Απριλίου 2019, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Αλιευτική ποσόστωση για τον ξιφία της Μεσογείου), C‑611/17, EU:C:2019:332, σκέψη 55].

    78      Επομένως, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας η οποία επιβάλλεται στην Επιτροπή όταν αποφασίζει την ανάκτηση παράνομης κρατικής ενισχύσεως πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με μια τέτοια απόφαση.

    79      Κατά πάγια νομολογία, η ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως αποσκοπεί στην επαναφορά της προτέρας καταστάσεως και ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται όταν οι δικαιούχοι ή, με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις που ωφελήθηκαν πραγματικά επιστρέφουν τις οικείες ενισχύσεις, προσαυξημένες ενδεχομένως με τόκους υπερημερίας. Με την επιστροφή αυτή ο δικαιούχος της ενισχύσεως χάνει πράγματι το πλεονέκτημα που αποκόμισε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και αποκαθίσταται η προτέρα κατάσταση (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, Electrabel και Dunamenti Erőmű κατά Επιτροπής, C‑357/14 P, EU:C:2015:642, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    80      Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ανάκτηση της ενισχύσεως, με σκοπό την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, δεν μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Aer Lingus και Ryanair Designated Activity, C‑164/15 P και C‑165/15 P, EU:C:2016:990, σκέψη 116 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το μέτρο ανακτήσεως της παράνομης κρατικής ενισχύσεως παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας μόνον αν το ποσό που πρέπει να επιστρέψει ο δικαιούχος της υπερβαίνει το αναπροσαρμοσμένο ποσό της ενισχύσεως την οποία έλαβε.

    81      Όταν η εταιρία η οποία έλαβε παράνομη κρατική ενίσχυση έχει εξαγοραστεί από άλλη εταιρία, η ενίσχυση πρέπει να αναζητηθεί από την εταιρία που εξακολουθεί την οικονομική δραστηριότητα της επιχειρήσεως η οποία είχε ωφεληθεί αρχικώς από την ενίσχυση, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι η εν λόγω εταιρία, στην πράξη, απολαύει ακόμη του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος το οποίο συνδέεται με την ίδια ενίσχυση (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, SNCF Mobilités κατά Επιτροπής, C‑127/16 P, EU:C:2018:165, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στην περίπτωση αυτή, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η υποχρέωση επιστροφής την οποία υπέχει ο αγοραστής της επιχειρήσεως η οποία είχε ωφεληθεί αρχικώς από την ενίσχυση περιορίζεται στο ποσό του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος το οποίο ο αγοραστής πράγματι διατήρησε.

    82      Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας κρίνοντας, με τη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει σε ποιον βαθμό η κρατική ενίσχυση έπρεπε να ανακτηθεί από την αναιρεσείουσα. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε με τη σκέψη αυτή ότι η Επιτροπή μπορούσε να της επιβάλει την υποχρέωση να επιστρέψει το σύνολο των ενισχύσεων οι οποίες είχαν καταβληθεί στην πρώην HelB, χωρίς να εκτιμήσει τον βαθμό στον οποίο οι ενισχύσεις αυτές της είχαν πράγματι μεταβιβαστεί.

    83      Εντούτοις, τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της σκέψεως 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, με τη σκέψη αυτή το Γενικό Δικαστήριο απλώς διαπίστωσε χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να καθορίσει το ποσό της κρατικής ενίσχυσης την οποία οι φινλανδικές αρχές όφειλαν να ανακτήσουν από τη νέα HelB.

    84      Πράγματι, με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε την οικονομική συνέχεια μεταξύ της παλαιάς HelB και της νέας HelB και συνήγαγε εξ αυτού ότι η υποχρέωση επιστροφής της κρατικής ενίσχυσης έπρεπε να επεκταθεί στη νέα HelB. Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε ως προς το ύψος της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στην παλαιά HelB και της οποίας η νέα HelB διατήρησε πράγματι το όφελος. Όπως επισήμανε το εν λόγω θεσμικό όργανο με τα δικόγραφά του, η διαπίστωση περί υπάρξεως οικονομικής συνέχειας διαφέρει από τον προσδιορισμό της αναλογίας κατά την οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί η ανάκτηση της ενισχύσεως από τους διαφόρους δικαιούχους της. Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν δύναται βασίμως να υποστηρίξει ότι η σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε, κατ’ ουσίαν, στη διαφορά αυτή.

    85      Υπό τις συνθήκες αυτές, απόκειται στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να καθορίσει το ποσό της κρατικής ενίσχυσης το οποίο πρέπει να ανακτηθεί από τη νέα HelB.

    86      Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να απορριφθεί.

    87      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κρίθηκε βάσιμος, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

     Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    88      Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    89      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί οριστικά επί της υπό κρίση διαφοράς, η οποία είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    90      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η νέα HelB υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε, μετά την υπ’ αυτής εξαγορά της παλαιάς HelB, να εκδώσει συμπληρωματική απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας προκειμένου να της παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να εκδώσει μια τέτοια απόφαση προκειμένου να παράσχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, παρέβη ουσιώδη τύπο.

    91      Από τις σκέψεις 43 έως 64 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο λόγος αυτός είναι βάσιμος και πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός.

    92      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η παράβαση ουσιώδους τύπου συνεπάγεται αυτοδικαίως την ακύρωση της πράξεως (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Freistaat Bayern κ.λπ., C‑167/19 P και C‑171/19 P, EU:C:2022:176, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η επίμαχη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    93      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των εξόδων.

    94      Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η νέα HelB, νυν Koiviston Auto Helsinki, ζήτησε να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, η Επιτροπή πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η νέα HelB, τόσο στην πρωτόδικη όσο και στην αναιρετική διαδικασία.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, Helsingin Bussiliikenne κατά Επιτροπής (T603/19, EU:T:2022:555).

    2)      Ακυρώνει την απόφαση (ΕΕ) 2020/1814 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.33846 (2015/C) (πρώην 2014/NN) (πρώην 2011/CP) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Φινλανδία υπέρ της Helsingin Bussiliikenne Oy.

    3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Koiviston Auto Helsinki Oy, τόσο στην πρωτόδικη όσο και στην αναιρετική διαδικασία.

    (υπογραφές)


    *      Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.

    Top