EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0645

Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 12ης Οκτωβρίου 2023.
R. A. κ.λπ. κατά «Luminor Bank AS».
Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Αποτελέσματα της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας – Βούληση του καταναλωτή να διατηρηθεί η σύμβαση σε ισχύ κατόπιν τροποποίησης των ρητρών που κρίθηκαν καταχρηστικές – Αρμοδιότητες του εθνικού δικαστή.
Υπόθεση C-645/22.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:774

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Αποτελέσματα της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας – Βούληση του καταναλωτή να διατηρηθεί η σύμβαση σε ισχύ κατόπιν τροποποίησης των ρητρών που κρίθηκαν καταχρηστικές – Αρμοδιότητες του εθνικού δικαστή»

Στην υπόθεση C‑645/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας) με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Οκτωβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

R. A. κ.λπ.

κατά

«Luminor Bank AS», ενεργούσας μέσω του «Luminor Bank AS» Lietuvos skyrius,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Spineanu‑Matei (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, S. Rodin και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η «Luminor Bank AS», ενεργούσα μέσω του «Luminor Bank AS» Lietuvos skyrius, εκπροσωπούμενη από τους K. Karpickis και A. Klezys, advokatai, καθώς και από την A. Sovaitė,

η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους K. Dieninis και S. Grigonis καθώς και από την V. Kazlauskaitė-Švenčionienė,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις P. Barros da Costa, A. Cunha, I. Gameiro και L. Medeiros,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Jokubauskaitė και τον N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των R. A. κ.λπ. και, αφετέρου, της «Luminor Bank AS», ενεργούσας μέσω του «Luminor Bank AS» Lietuvos skyrius, σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών περιλαμβανομένων σε πλείονες δανειακές συμβάσεις, συναφθείσες μεταξύ των ανωτέρω προσώπων, και με τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η εικοστή πρώτη και η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφεύγεται η παρουσία καταχρηστικών ρητρών μέσα στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία· […]

[…]

[Εκτιμώντας] ότι οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».

4

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

5

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

Το λιθουανικό δίκαιο

6

Το άρθρο 6.2284, παράγραφος 8, του Lietuvos Respublikos civilinis kodeksas (αστικού κώδικα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας) προβλέπει τα εξής:

«Όταν το δικαστήριο κρίνει ότι μία ή περισσότερες ρήτρες της σύμβασης είναι καταχρηστικές, η ρήτρα αυτή ή οι ρήτρες αυτές πρέπει να θεωρούνται άκυρες από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης, οι δε λοιπές ρήτρες της σύμβασης εξακολουθούν να δεσμεύουν τα συμβαλλόμενα μέρη, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθεί να είναι δυνατή η εκτέλεση της σύμβασης και μετά την ακύρωση των καταχρηστικών ρητρών.»

7

Το άρθρο 353, παράγραφοι 1 και 2, του Lietuvos Respublikos civilinio proceso kodeksas (κώδικα πολιτικής δικονομίας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας) ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Εντός των ορίων του αντικειμένου της αναιρέσεως, το ακυρωτικό δικαστήριο ασκεί τον αναιρετικό έλεγχό του επί της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και/ή διάταξης, υπό το πρίσμα της εφαρμογής του νόμου. Το ακυρωτικό δικαστήριο δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου περί τα πραγματικά περιστατικά.

2.   Το δικαστήριο δύναται να υπερβεί τα όρια της αναιρέσεως όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος και όταν, εφόσον δεν υπερβεί τα εν λόγω όρια, θα προσβληθούν τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα ενός ατόμου, της κοινωνίας ή του Δημοσίου. […]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8

Κατά τη διάρκεια του 2008, οι ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης συνήψαν δανειακές συμβάσεις συνομολογηθείσες σε ελβετικά φράγκα (στο εξής: επίδικες συμβάσεις) με την εναγομένη-εφεσίβλητη της κύριας δίκης, δυνάμει των οποίων δανείστηκαν από την τελευταία χρηματικό ποσό σε ελβετικά φράγκα, το οποίο είχε μετατραπεί σε ελβετικά φράγκα από υφιστάμενα δάνεια, συνομολογηθέντα είτε σε ευρώ είτε σε λιθουανικά λίτας, ή αναχρηματοδοτηθεί από δάνεια τα οποία είχαν συνομολογήσει αυτοί, σε νόμισμα διαφορετικό από το ελβετικό φράγκο, με άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Τα ως άνω χορηγηθέντα δάνεια έπρεπε να αποπληρωθούν σε ελβετικά φράγκα. Λόγω σημαντικής υποτίμησης του λιθουανικού λίτας έναντι του ελβετικού φράγκου, το αποπληρωτέο ποσό σχεδόν διπλασιάστηκε μετά τη σύναψη των συμβάσεων.

9

Το 2017, εκτιμώντας ότι ορισμένες ρήτρες των εν λόγω συμβάσεων ήταν καταχρηστικές, οι ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν ενώπιον του Vilniaus apygardos teismas (πρωτοδικείου περιφέρειας Βίλνιους, Λιθουανία) αγωγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, την αντικατάσταση του ελβετικού φράγκου από το ευρώ, με εφαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά την ημερομηνία της χορήγησης των δανείων, και τον εκ νέου υπολογισμό σε ευρώ των καταβολών που είχαν πραγματοποιηθεί σε ελβετικά φράγκα για την αποπληρωμή του δανείου (για κεφάλαιο και τόκους), με εφαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά την ημερομηνία της πραγματοποίησης των καταβολών.

10

Με απόφαση του δικαστηρίου αυτού της 20ής Νοεμβρίου 2018, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση με απόφαση του Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείου Λιθουανίας) της 5ης Μαΐου 2020, το αίτημα των εναγόντων-εκκαλούντων της κύριας δίκης απορρίφθηκε.

11

Οι ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Λιθουανίας). Με απόφαση της 14ης Απριλίου 2021, το εν λόγω δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση στο Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο Λιθουανίας) προκειμένου να εξεταστεί εκ νέου ο καταχρηστικός χαρακτήρας των επίμαχων ρητρών των επίδικων συμβάσεων. Κατά το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας), το γεγονός ότι η εναγομένη-εφεσίβλητη της κύριας δίκης είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή της να ενημερώσει τους αντισυμβαλλομένους της σχετικά με τον κίνδυνο μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου δεν σήμαινε ότι ο δικαστής δεν υπείχε υποχρέωση να εξετάσει αν οι ρήτρες αυτές ήταν καταχρηστικές.

12

Με διάταξη της 4ης Μαΐου 2021, το Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο Λιθουανίας) υποχρέωσε τους ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης να προτείνουν τον τρόπο με τον οποίο οι επίμαχες ρήτρες των επίδικων συμβάσεων θα έπρεπε, κατά τη γνώμη τους, να τροποποιηθούν στην περίπτωση που διαπιστωνόταν ότι ήταν καταχρηστικές. Οι ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης πρότειναν την τροποποίηση των ρητρών κατά τα διαλαμβανόμενα στο εισαγωγικό δικόγραφο, ήτοι, κατ’ ουσίαν, με αντικατάσταση του ελβετικού φράγκου από το ευρώ και με εφαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά την ημερομηνία της χορήγησης των δανείων. Αντιθέτως, η εναγομένη‑εφεσίβλητη της κύριας δίκης αντιτάχθηκε στη διαπίστωση περί καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών καθώς και στην τροποποίησή τους, λόγω του ότι δεν υφίστανται κανόνες ενδοτικού δικαίου στη λιθουανική έννομη τάξη.

13

Με απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, το Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο Λιθουανίας) έκρινε καταχρηστικές τις ρήτρες των επίδικων συμβάσεων οι οποίες αφορούσαν το νόμισμα στο οποίο είχαν συνομολογηθεί τα δάνεια, με το σκεπτικό ότι δεν πληρούσαν την απαίτηση διαφάνειας, τροποποίησε δε τις συμβάσεις ώστε να ισχύουν ως συνομολογηθείσες σε ευρώ, εφαρμόζοντας τη συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημερομηνία της χορήγησης των δανείων και αντικαθιστώντας τον δείκτη αναφοράς που περιλαμβανόταν στις συμβάσεις, ήτοι τον LIBOR CHF, από τον Euribor. Κατά το δικαστήριο αυτό, η λύση ήταν σύμφωνη με τις αρχές της επιείκειας, της καλής πίστης και της ορθολογικότητας, καθώς και με τους σκοπούς της οδηγίας 93/13.

14

Η εναγομένη-εφεσίβλητη της κύριας δίκης άσκησε αναίρεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Λιθουανίας), αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι το Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο Λιθουανίας) χαρακτήρισε εσφαλμένως τις επίμαχες ρήτρες των επίδικων συμβάσεων ως «καταχρηστικές» και δεν μπορούσε νομίμως να προβεί σε τροποποίησή τους, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν, στο λιθουανικό δίκαιο, διατάξεις ενδοτικού δικαίου δυνάμενες να αντικαταστήσουν τις ρήτρες αυτές, η δε τροποποίησή τους με βάση τις αρχές της επιείκειας, της καλής πίστης και της ορθολογικότητας απαγορεύεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

15

Με απόφαση της 25ης Αυγούστου 2022, η οποία περάτωσε εν μέρει τη δίκη, το αιτούν δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021 του Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείου Λιθουανίας) ως προς τον χαρακτηρισμό των επίμαχων ρητρών των επίδικων συμβάσεων ως «καταχρηστικών» αλλά έκρινε ότι η διαδικασία έπρεπε να επαναληφθεί ως προς την τροποποίηση των συμβάσεων στην οποία είχε προβεί το τελευταίο αυτό δικαστήριο.

16

Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι, λόγω της αδράνειας της εναγομένης-εφεσίβλητης της κύριας δίκης, δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με ενδεχόμενη τροποποίηση των ρητρών που κρίθηκαν καταχρηστικές. Ισχυρίζονται επίσης ότι οι ίδιοι δεν αποδέχονται τη διατήρηση των ρητρών αυτών σε ισχύ και ζητούν, κατά κύριο λόγο, την τροποποίηση των επίδικων συμβάσεων κατά τον προτεινόμενο με το εισαγωγικό δικόγραφο τρόπο. Ωστόσο, σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι δεν υφίσταται νομική βάση για την τροποποίηση, οι ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης ζητούν την ακύρωση των συμβάσεων και την επιστροφή των παροχών που έχουν πραγματοποιηθεί βάσει αυτών. Η εναγομένη-εφεσίβλητη της κύριας δίκης ζητεί να κηρυχθούν οι συμβάσεις άκυρες για το μέλλον.

17

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες του χαρακτηρισμού των επίμαχων ρητρών των επίδικων συμβάσεων ως «καταχρηστικών», δεδομένου ότι οι ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης έχουν ζητήσει τη διατήρηση των συμβάσεων σε ισχύ και την τροποποίηση των ρητρών. Συναφώς, το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι συμβάσεις δεν μπορούν να εξακολουθήσουν να ισχύουν χωρίς τις εν λόγω ρήτρες. Σημειώνει δε ότι το Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο Λιθουανίας) δεν εξέτασε το ζήτημα αν η ενδεχόμενη ακύρωση των επίδικων συμβάσεων θα είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τους ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, τούτο εξηγείται εκ του ότι με το εισαγωγικό δικόγραφο δεν επιδιωκόταν η ακύρωση των συμβάσεων, αλλά μόνον η τροποποίησή τους, και του ότι το άρθρο 265, παράγραφος 2, και το άρθρο 320, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας απαγορεύουν στο πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να υπερβούν τα όρια των μέσων ένδικης προστασίας των οποίων έχουν επιληφθεί.

18

Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν το εφετείο μπορούσε να τροποποιήσει τις επίδικες συμβάσεις χωρίς να εξετάσει προηγουμένως αν η ακύρωση των συμβάσεων αυτών θα είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τους ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απάντηση ως προς το ζήτημα αυτό εξαρτάται από τη βαρύτητα που πρέπει να αποδοθεί στη βούληση των εναγόντων-εκκαλούντων της κύριας δίκης να διατηρηθούν οι εν λόγω συμβάσεις σε ισχύ κατόπιν τροποποίησης των καταχρηστικών ρητρών τους.

19

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, δεύτερον, αν η απάντηση στο ανωτέρω ζήτημα εξαρτάται από το αν ο εθνικός δικαστής έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει μια καταχρηστική ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή με διάταξη που μπορεί να τύχει εφαρμογής επί της οικείας σύμβασης όταν υφίσταται σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

20

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι απαντήσεις ως προς τα δύο ως άνω εκτιθέμενα ζητήματα θα μπορούσαν να είναι καταφατικές. Συνεπώς, αφενός, καταφατική απάντηση ως προς το πρώτο ζήτημα θα ήταν σύμφωνη προς τον σκοπό της οδηγίας 93/13, ο οποίος συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και στην καταρχήν διατήρηση του κύρους της σύμβασης ως συνόλου και όχι στην ακύρωση όλων των συμβάσεων που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič, C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 31). Αφετέρου, ως προς το δεύτερο ζήτημα θα μπορούσε επίσης να δοθεί καταφατική απάντηση, δεδομένου ότι, αν υφίσταται δυνατότητα αντικατάστασης μιας καταχρηστικής ρήτρας με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή με διάταξη που τυγχάνει εφαρμογής επί της οικείας σύμβασης όταν υφίσταται σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και αν ο καταναλωτής ζητεί τη διατήρηση της σύμβασης σε ισχύ κατόπιν τροποποίησης της καταχρηστικής ρήτρας, ο εθνικός δικαστής πρέπει να είναι σε θέση να επιλύσει το ζήτημα της ενδεχόμενης τροποποίησης της ρήτρας χωρίς να εξετάσει προηγουμένως τις συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης στο σύνολό της.

21

Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, όταν το εθνικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει κατάλληλη διάταξη ενδοτικού δικαίου και τα συμβαλλόμενα μέρη δεν καταλήγουν σε τέτοια συμφωνία, ο δικαστής οφείλει, ανεξαρτήτως της βούλησης που εκφράζει ο καταναλωτής, να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, εκτός αν ο καταναλωτής επιθυμεί να διατηρηθούν σε ισχύ οι καταχρηστικές ρήτρες. Συναφώς, ο δικαστής υποχρεούται να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να προστατεύσει τον καταναλωτή από τις ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες που θα έχει η ακύρωση αυτή.

22

Επομένως, εν προκειμένω, δεδομένου ότι το λιθουανικό δίκαιο δεν προβλέπει διατάξεις ενδοτικού δικαίου που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τις ρήτρες των επίδικων συμβάσεων που κρίθηκαν καταχρηστικές και δεδομένου ότι δεν επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σχετικά με διάταξη που θα μπορούσε να έχει εφαρμογή συναφώς, η βούληση των εναγόντων-εκκαλούντων της κύριας δίκης να διατηρηθούν σε ισχύ οι συμβάσεις και να τροποποιηθούν οι ρήτρες δεν μπορεί να εμποδίσει τον εθνικό δικαστή να κηρύξει άκυρες τις συμβάσεις.

23

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13] την έννοια ότι, στην περίπτωση που ο καταναλωτής επιθυμεί να διατηρηθεί σε ισχύ μια σύμβαση με αντικατάσταση της περιεχόμενης σε αυτήν καταχρηστικής ρήτρας, ο δικαστής μπορεί, εφόσον διαπιστώσει ότι η σύμβαση δεν μπορεί να παραμείνει σε ισχύ μετά την κατάργηση της εν λόγω ρήτρας, να αποφανθεί επί του ζητήματος της αντικατάστασης της καταχρηστικής ρήτρας χωρίς προηγουμένως να εξετάσει το ενδεχόμενο ακύρωσης της σύμβασης στο σύνολό της;

2)

Εξαρτάται η απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα από το εάν ο εθνικός δικαστής έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει την καταχρηστική ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή με διάταξη που τυγχάνει εφαρμογής όταν υφίσταται σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

24

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο, μολονότι ζητεί την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, εντούτοις διερωτάται ως προς τις συνέπειες της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας. Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν αποκλειστικά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

25

Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, εφόσον ο εθνικός δικαστής έχει διαπιστώσει ότι δεν είναι εφικτή η διατήρηση μιας σύμβασης σε ισχύ μετά την κατάργηση καταχρηστικής ρήτρας της και εφόσον ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής επιθυμεί να διατηρηθεί η σύμβαση σε ισχύ κατόπιν τροποποίησης της εν λόγω ρήτρας, αντιτίθεται στο να έχει ο δικαστής αυτός τη δυνατότητα να αποφανθεί επί των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την αποκατάσταση της πραγματικής ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών χωρίς να εξετάσει προηγουμένως τις συνέπειες που θα είχε η ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επιπλέον, αν ασκεί επιρροή επ’ αυτού η δυνατότητα του εν λόγω δικαστή να αντικαταστήσει τη ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή με διάταξη που τυγχάνει εφαρμογής όταν υφίσταται σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

26

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα προεκτεθέντα προδικαστικά ερωτήματα, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας πρέπει να επιτρέπει την επαναφορά της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής ελλείψει της συγκεκριμένης καταχρηστικής ρήτρας [απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, D. V. (Δικηγορική αμοιβή – Αρχή της ωριαίας χρεώσεως), C‑395/21, EU:C:2023:14, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

27

Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αφήνει ανεφάρμοστες τις καταχρηστικές ρήτρες προκειμένου αυτές να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός αν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό. Εντούτοις, η οικεία σύμβαση πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει, καταρχήν, χωρίς καμία άλλη τροποποίηση πέραν εκείνης που προκύπτει από την κατάργηση των καταχρηστικών ρητρών, κατά το μέτρο που, βάσει των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, η διατήρηση της σύμβασης σε ισχύ είναι νομικώς εφικτή [απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, D. V. (Δικηγορική αμοιβή – Αρχή της ωριαίας χρεώσεως), C‑395/21, EU:C:2023:14, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

28

Συνεπώς, ο εθνικός δικαστής δεν υποχρεούται να αφήσει ανεφάρμοστη καταχρηστική ρήτρα αν ο καταναλωτής, αφού ενημερωθεί από τον δικαστή αυτόν, δεν προτίθεται να προβάλει τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό της χαρακτήρα, δίνοντας επομένως ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για την επίμαχη ρήτρα (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak,C‑260/18, EU:C:2019:819, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στον βαθμό που το σύστημα προστασίας το οποίο καθιερώνει η οδηγία 93/13 δεν έχει εφαρμογή αν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό, ο εν λόγω καταναλωτής πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να έχει το δικαίωμα να αντιταχθεί στην προστασία που του παρέχεται, κατ’ εφαρμογήν του ίδιου συστήματος, από τις επιζήμιες συνέπειες που προκαλούνται από την ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της όταν δεν επιθυμεί να επικαλεστεί την εν λόγω προστασία (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak,C‑260/18, EU:C:2019:819, σκέψη 55).

30

Αντιθέτως, όταν ο καταναλωτής εκφράζει τη βούληση να επικαλεστεί την προστασία που του παρέχει η οδηγία 93/13, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάσει αν, υπό το πρίσμα των κριτηρίων που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, η σύμβαση μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς καμία άλλη τροποποίηση πλην εκείνης που προκύπτει από την κατάργηση της οικείας καταχρηστικής ρήτρας.

31

Η εξέταση αυτή του κατά πόσον είναι εφικτό να εξακολουθήσει να ισχύει η σύμβαση χωρίς την οικεία καταχρηστική ρήτρα συνιστά αντικειμενική εξέταση στην οποία οφείλει να προβεί το εθνικό δικαστήριο υπό το πρίσμα των κανόνων του εθνικού δικαίου και ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής εκφράζει τη βούληση να διατηρηθεί η σύμβαση σε ισχύ (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak,C‑260/18, EU:C:2019:819, σκέψεις 39 έως 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32

Στην περίπτωση που, κατ’ εφαρμογήν των σχετικών κανόνων του εσωτερικού δικαίου, η σύμβαση δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει μετά την κατάργηση της καταχρηστικής ρήτρας, το άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν αντιτίθεται στην ακύρωσή της [πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, D. V. (Δικηγορική αμοιβή – Αρχή της ωριαίας χρεώσεως), C‑395/21, EU:C:2023:14, σκέψη 59].

33

Μόνο στην περίπτωση που η ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της θα είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, όπως το να περιέλθει αυτός σε κατάσταση ανασφάλειας δικαίου, οι οποίες όμως δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε αμιγώς χρηματικής φύσεως συνέπειες, δύναται κατ’ εξαίρεση ο εθνικός δικαστής να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα καταχρηστική ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή με εθνική διάταξη που τυγχάνει εφαρμογής όταν υπάρχει σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων στην επίμαχη σύμβαση [πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, D. V. (Δικηγορική αμοιβή – Αρχή της ωριαίας χρεώσεως), C‑395/21, EU:C:2023:14, σκέψεις 60 έως 62].

34

Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, όταν δεν υφίσταται εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή διάταξη εφαρμοστέα όταν υπάρχει σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, η οποία μπορεί να αντικαταστήσει τις οικείες καταχρηστικές ρήτρες, και όταν η ακύρωση της σύμβασης θα είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, ο εθνικός δικαστής οφείλει, λαμβάνοντας υπόψη το εσωτερικό του δίκαιο στο σύνολό του, να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να προστατεύσει τον καταναλωτή από τις συνέπειες αυτές και να αποκαταστήσει, κατά τον τρόπο αυτόν, την πραγματική ισορροπία μεταξύ των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων (πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Banca B.,C‑269/19, EU:C:2020:954, σκέψη 41).

35

Τα μέτρα που μπορεί να λάβει ο εθνικός δικαστής στην περίπτωση που διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας της οποίας η κατάργηση θα συνεπαγόταν την ακύρωση της σύμβασης στην οποία αυτή περιέχεται δεν έχουν εξαντλητικό χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Banca B.,C‑269/19, EU:C:2020:954, σκέψη 40), αποκλειομένης της δυνατότητας του εθνικού δικαστή να συμπληρώσει τη σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της ρήτρας [αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 53, και της 12ης Ιανουαρίου 2023, D. V. (Αμοιβή δικηγόρου – Αρχή της ωριαίας χρέωσης), C‑395/21, EU:C:2023:14, σκέψη 65].

36

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη συμπλήρωση των κενών μιας σύμβασης, τα οποία προκαλούνται από την κατάργηση των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε αυτή, αποκλειστικώς και μόνον βάσει εθνικών διατάξεων γενικού χαρακτήρα οι οποίες προβλέπουν ότι οι έννομες συνέπειες δικαιοπραξίας συμπληρώνονται, μεταξύ άλλων, από τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την αρχή της επιεικείας ή από τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίες δεν αποτελούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου ούτε διατάξεις που τυγχάνουν εφαρμογής όταν υπάρχει σχετική συμφωνία των συμβαλλομένων μερών (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak,C‑260/18, EU:C:2019:819, σκέψη 62).

37

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, αφενός, η βούληση που εκφράζει ο καταναλωτής να κάνει χρήση της παρεχόμενης από την οδηγία 93/13 προστασίας και να διατηρηθεί μια σύμβαση σε ισχύ δεν επηρεάζει την υποχρέωση του εθνικού δικαστή να εξετάσει, βάσει αντικειμενικής προσέγγισης και υπό το πρίσμα των κανόνων του εθνικού δικαίου, αν η σύμβαση μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει μετά την κατάργηση της οικείας καταχρηστικής ρήτρας.

38

Αφετέρου, εφόσον ο δικαστής αυτός έχει διαπιστώσει ότι η διατήρηση της σύμβασης σε ισχύ μετά την κατάργηση μιας τέτοιας καταχρηστικής ρήτρας δεν είναι εφικτή, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εν λόγω ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή με διάταξη που τυγχάνει εφαρμογής όταν υπάρχει σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ή, αν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει τέτοιες διατάξεις, να λάβει άλλα μέτρα προς τον σκοπό της αποκατάστασης της πραγματικής ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, χωρίς προηγουμένως να προβεί σε εξέταση και να διαπιστώσει ότι η ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της θα είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον συγκεκριμένο καταναλωτή.

39

Εν προκειμένω, το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας) έχει επιληφθεί αναιρέσεως ασκηθείσας κατά αποφάσεως του Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείου Λιθουανίας) με την οποία το τελευταίο αυτό δικαστήριο, αφού προηγουμένως διαπίστωσε τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών οι οποίες αφορούν το κύριο αντικείμενο των επίδικων συμβάσεων, ήτοι εκείνων που αφορούν το νόμισμα στο οποίο έχουν συνομολογηθεί τα δάνεια, έκανε δεκτό το αίτημα των εναγόντων-εκκαλούντων της κύριας δίκης και τροποποίησε τις συμβάσεις χωρίς να εξετάσει προηγουμένως τις συνέπειες που θα είχε για αυτούς ενδεχόμενη ακύρωση των συμβάσεων. Το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας) επικύρωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό των ρητρών ως «καταχρηστικών». Αντιθέτως, όσον αφορά τις συνέπειες του χαρακτηρισμού αυτού, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το εφετείο μπορούσε να κάνει δεκτό το αίτημα των εναγόντων-εκκαλούντων της κύριας δίκης να διατηρηθούν οι επίδικες συμβάσεις σε ισχύ, κατόπιν τροποποίησης, όμως, των επίμαχων ρητρών, χωρίς να εξετάσει προηγουμένως αν η εν λόγω ακύρωση θα είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τους ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης.

40

Πλην όμως, όπως προκύπτει από την υπομνησθείσα στις σκέψεις 26 έως 38 της παρούσας αποφάσεως νομολογία του Δικαστηρίου, εφόσον οι ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης επιθυμούν να κάνουν χρήση της παρεχόμενης από την οδηγία 93/13 προστασίας και εφόσον, βάσει του εθνικού δικαίου, οι επίδικες συμβάσεις δεν μπορούν να εξακολουθήσουν να ισχύουν μετά την κατάργηση των επίμαχων καταχρηστικών ρητρών, η εξέταση των συνεπειών που θα είχε η ακύρωση των συμβάσεων αυτών συνιστά υποχρέωση την οποία υπέχει ο εθνικός δικαστής, ανεξαρτήτως της βούλησης την οποία εκφράζουν οι ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης να διατηρηθούν οι εν λόγω συμβάσεις σε ισχύ, κατόπιν τροποποίησης των επίμαχων ρητρών. Ειδικότερα, μόνον αν οι ανωτέρω συνέπειες είναι τόσο σοβαρές ώστε να μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ιδιαιτέρως επιζήμιες» για τους ενάγοντες-εκκαλούντες της κύριας δίκης, δύναται ο συγκεκριμένος δικαστής, ελλείψει διατάξεων ενδοτικού δικαίου ή διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής όταν υφίσταται σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία του καταναλωτή έναντι των εν λόγω συνεπειών και για την αποκατάσταση της πραγματικής ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, αποκλειομένης της δυνατότητάς του να συμπληρώσει τις συμβάσεις με αναθεώρηση του περιεχομένου των ρητρών.

41

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, εφόσον ο εθνικός δικαστής έχει διαπιστώσει ότι δεν είναι εφικτή η διατήρηση μιας σύμβασης σε ισχύ μετά την κατάργηση καταχρηστικής ρήτρας της και εφόσον ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής επιθυμεί να διατηρηθεί η σύμβαση σε ισχύ κατόπιν τροποποίησης της εν λόγω ρήτρας, αντιτίθεται στο να έχει ο δικαστής αυτός τη δυνατότητα να αποφανθεί επί των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την αποκατάσταση της πραγματικής ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών χωρίς να εξετάσει προηγουμένως τις συνέπειες που θα είχε η ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της, τούτο δε ακόμη και αν ο ανωτέρω δικαστής έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει τη ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή με διάταξη που τυγχάνει εφαρμογής όταν υφίσταται σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

Επί των δικαστικών εξόδων

42

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,

 

έχει την έννοια ότι:

 

εφόσον ο εθνικός δικαστής έχει διαπιστώσει ότι δεν είναι εφικτή η διατήρηση μιας σύμβασης σε ισχύ μετά την κατάργηση καταχρηστικής ρήτρας της και εφόσον ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής επιθυμεί να διατηρηθεί η σύμβαση σε ισχύ κατόπιν τροποποίησης της εν λόγω ρήτρας, αντιτίθεται στο να έχει ο δικαστής αυτός τη δυνατότητα να αποφανθεί επί των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την αποκατάσταση της πραγματικής ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών χωρίς να εξετάσει προηγουμένως τις συνέπειες που θα είχε η ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της, τούτο δε ακόμη και αν ο ανωτέρω δικαστής έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει τη ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή με διάταξη που τυγχάνει εφαρμογής όταν υφίσταται σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.

Top