This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62022CJ0445
Judgment of the Court (Ninth Chamber) of 12 October 2023.#Larko Geniki Metalleftiki kai Metallourgiki AE v European Commission.#Case C-445/22 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 12ης Οκτωβρίου 2023.
Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Μέτρα στηρίξεως τα οποία έλαβαν οι ελληνικές αρχές υπέρ της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο προγράμματος ιδιωτικοποιήσεως της επιχειρήσεως – Εισφορά κεφαλαίου και κρατικές εγγυήσεις – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κρίνουσα ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.
Υπόθεση C-445/22 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 12ης Οκτωβρίου 2023.
Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Μέτρα στηρίξεως τα οποία έλαβαν οι ελληνικές αρχές υπέρ της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο προγράμματος ιδιωτικοποιήσεως της επιχειρήσεως – Εισφορά κεφαλαίου και κρατικές εγγυήσεις – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κρίνουσα ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.
Υπόθεση C-445/22 P.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:773
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)
της 12ης Οκτωβρίου 2023 (*)
«Αίτηση αναιρέσεως – Μέτρα στηρίξεως τα οποία έλαβαν οι ελληνικές αρχές υπέρ της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο προγράμματος ιδιωτικοποιήσεως της επιχειρήσεως – Εισφορά κεφαλαίου και κρατικές εγγυήσεις – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κρίνουσα ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά»
Στην υπόθεση C‑445/22 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 4 Ιουλίου 2022,
Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Ι. Δρυλλεράκη, Ν. Κορογιαννάκη και Ε. Ράντο, δικηγόρους,
αναιρεσείουσα,
όπου ο έτερος διάδικος είναι η:
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Μπουχάγιαρ και Η. Γεωργιόπουλο,
καθής πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),
συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot (εισηγητή), προεδρεύοντα, S. Rodin και L. S. Rossi, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ (στο εξής: Λάρκο) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 4ης Μαΐου 2022, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14 RENV, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:268), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2014/539/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN) που χορήγησε η Ελλάδα προς τη Λάρκο (ΕΕ 2014, L 254, σ. 24, στο εξής: επίμαχη απόφαση).
Το νομικό πλαίσιο
Οι κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση
2 Τα σημεία 9 έως 11 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 244, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση) προβλέπουν τα εξής:
«9. Δεν υπάρχει κοινοτικός ορισμός της προβληματικής επιχείρησης. Ωστόσο, η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή θεωρεί ότι μία επιχείρηση είναι προβληματική, κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, εφόσον δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι ικανή να εξασφαλίσει από τους ιδιοκτήτες/μετόχους της και τους πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία, χωρίς εξωτερική παρέμβαση από το κράτος, θα την οδηγήσει προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα.
10. Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση θεωρείται καταρχήν και ανεξαρτήτως μεγέθους προβληματική, κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εάν πρόκειται για εταιρεία περιορισμένης ευθύνης [...], εφόσον έχει απολεσθεί πάνω από το μισό του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει απολεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών, ή·
β) εάν πρόκειται για εταιρεία στην οποία τουλάχιστον ορισμένα μέλη έχουν απεριόριστη ευθύνη για τα χρέη της εταιρείας [...], εφόσον έχει απολεσθεί πάνω από το μισό του κεφαλαίου της, όπως εμφανίζεται στους λογαριασμούς της εταιρείας, και πάνω από το ένα τέταρτο του κεφαλαίου αυτού έχει απολεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών, ή·
γ) ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου που τη διέπει όσον αφορά την υπαγωγή της σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία.
11. Ακόμα και στην περίπτωση που δεν συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο σημείο 10, μια εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται προβληματική, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν οι συνήθεις ενδείξεις μιας προβληματικής επιχείρησης όπως αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών, διόγκωση των αποθεμάτων, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, φθίνουσα ταμειακή ροή, αυξανόμενη δανειοληψία, αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και εξασθένιση ή εξαφάνιση της αξίας του καθαρού ενεργητικού. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις, η επιχείρηση μπορεί να έχει ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση ή να αποτελεί αντικείμενο συλλογικής πτωχευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που τη διέπει. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ισχύουν για κάθε ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας και η οποία επιτρέπει στην επιχείρηση να συνεχίσει τη δραστηριότητά της. Σε κάθε περίπτωση, μία προβληματική επιχείρηση είναι επιλέξιμη μόνο εφόσον αποδεδειγμένα αδυνατεί να εξασφαλίσει την ανάκαμψή της με δικούς της πόρους ή με την λήψη κεφαλαίων από τους ιδιοκτήτες/μετόχους ή από πηγές της αγοράς.»
Η ανακοίνωση περί εγγυήσεων
3 Η ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων [107] και [108 ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2008, C 155, σ. 10, στο εξής: ανακοίνωση περί εγγυήσεων) προβλέπει στο σημείο της 2.1, τρίτο εδάφιο, τα ακόλουθα:
«Για να αποφευχθούν τυχόν αμφιβολίες, θα πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια των κρατικών πόρων όσον αφορά τις κρατικές εγγυήσεις. Το πλεονέκτημα μιας κρατικής εγγύησης είναι ότι ο κίνδυνος που συνδέεται με την εγγύηση αναλαμβάνεται από το δημόσιο. Κανονικά, για την ανάληψη αυτού του κινδύνου από το κράτος θα έπρεπε να προβλέπεται η καταβολή μιας ενδεδειγμένης προμήθειας εγγύησης. Όταν το κράτος δεν απαιτεί την καταβολή αυτής της προμήθειας, τότε όχι μόνο χορηγείται ένα πλεονέκτημα στην επιχείρηση, αλλά δαπανώνται και κρατικοί πόροι. Έτσι, ακόμη και σε περίπτωση που το κράτος δεν χρειαστεί ποτέ να καταβάλει πληρωμές στο πλαίσιο της εγγύησης, μπορεί εντούτοις να υπάρχει κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου [107], παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ]. Η ενίσχυση χορηγείται όταν παρέχεται η εγγύηση, και όχι όταν η εγγύηση καταπίπτει ή όταν πραγματοποιούνται οι πληρωμές σύμφωνα με τους όρους της εγγύησης. Η εκτίμηση του κατά πόσο μία εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση, και, αν ναι, ο προσδιορισμός του ποσού της κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να πραγματοποιείται κατά τη στιγμή που παρέχεται η εγγύηση.»
4 Στο σημείο 3.2 της εν λόγω ανακοινώσεως επισημαίνονται τα εξής:
«Όσον αφορά μια μεμονωμένη κρατική εγγύηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι αρκεί να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις προκειμένου να διασφαλίζεται η απουσία κρατικής ενίσχυσης.
α) Ο δανειολήπτης δεν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες.
Για να διαπιστωθεί κατά πόσον ο δανειολήπτης αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες, λαμβάνεται υπόψη ο ορισμός που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης. Οι [μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)] που έχουν συσταθεί εδώ και λιγότερο από τρία χρόνια δεν θεωρείται ότι αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες για την εν λόγω περίοδο για τους σκοπούς της παρούσας ανακοίνωσης.
[...]
δ) καταβάλλεται για την εγγύηση τιμή που καθορίζεται βάσει κριτηρίων αγοράς.
Όπως αναφέρεται στο σημείο 2.1, η ανάληψη του κινδύνου θα πρέπει κανονικά να ανταμείβεται με μια κατάλληλη προμήθεια εγγύησης επί του ποσού για το οποίο παρέχεται εγγύηση ή αντεγγύηση. Σε περίπτωση που η τιμή που καταβλήθηκε για την εγγύηση είναι τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη προμήθεια αναφοράς που εφαρμόζεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η εγγύηση δεν περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης.
Εάν στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν εφαρμόζονται αντίστοιχες προμήθειες αναφοράς, το συνολικό χρηματοοικονομικό κόστος του δανείου που καλύπτεται από την εγγύηση, συμπεριλαμβανομένου του επιτοκίου του δανείου και της προμήθειας εγγύησης θα πρέπει να συγκριθεί με την αγοραία τιμή παρόμοιου μη εγγυημένου δανείου.
Και στις δύο περιπτώσεις, για να προσδιοριστεί η αντίστοιχη αγοραία τιμή, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά της εγγύησης και του υποκείμενου δανείου. Σε αυτά περιλαμβάνονται: το ποσό και η διάρκεια της συναλλαγής, η παρεχόμενη από τον δανειολήπτη ασφάλεια και άλλα στοιχεία του ιστορικού που διαμορφώνουν την εκτίμηση του ποσοστού ανάκτησης, η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων του δανειολήπτη λόγω της οικονομικής του κατάστασης, ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται και οι προοπτικές καθώς και άλλες οικονομικές συνθήκες. Η ανάλυση αυτή θα πρέπει ιδίως να επιτρέπει την κατάταξη του δανειολήπτη σε μια κατηγορία κινδύνου. Η κατάταξη αυτή μπορεί να παρέχεται από διεθνώς αναγνωρισμένο οργανισμό διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας ή, εφόσον υπάρχει, από την εσωτερική διαβάθμιση που χρησιμοποιεί η τράπεζα που παρέχει το υποκείμενο δάνειο. Εν προκειμένω, η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει τη σχέση μεταξύ πιστοληπτικής διαβάθμισης και ποσοστού αθέτησης των υποχρεώσεων που αναγνωρίζεται από διεθνή πιστωτικά ιδρύματα, των οποίων οι εργασίες διατίθενται επίσης δημοσίως [...]. Για να αξιολογηθεί κατά πόσο η προμήθεια εγγύησης είναι σύμφωνη με τους όρους της αγοράς, τα κράτη μέλη μπορούν να πραγματοποιούν σύγκριση των τιμών που καταβάλλονται στην αγορά από επιχειρήσεις με παρόμοια πιστοληπτική διαβάθμιση.
Η Επιτροπή δεν θα δέχεται, συνεπώς, ότι η προμήθεια της εγγύησης μπορεί να οριστεί ως ένα ενιαίο ποσοστό που θα είχε γενικευμένη ισχύ για το σύνολο του κλάδου.»
5 Με το σημείο 3.6 της ως άνω ανακοινώσεως διευκρινίζονται τα εξής:
«Η μη εκπλήρωση μιας από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα σημεία 3.2 έως 3.5 δεν σημαίνει ότι η εγγύηση αυτή ή το καθεστώς εγγυήσεων θεωρείται αυτόματα ότι συνιστά κρατική ενίσχυση. Εάν υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσον μια σχεδιαζόμενη εγγύηση ή ένα σχεδιαζόμενο καθεστώς εγγυήσεων έχουν χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης, τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή.»
6 Στο σημείο 4.1, πρώτο έως και τρίτο εδάφιο, της εν λόγω ανακοινώσεως εκτίθενται τα ακόλουθα:
«Όταν μια μεμονωμένη εγγύηση ή καθεστώς εγγυήσεων δεν πληροί την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, θεωρείται ότι περιλαμβάνει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης. Το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης πρέπει, συνεπώς, να εκφραστεί σε ποσοτικούς όρους προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσο η ενίσχυση θα μπορούσε να είναι συμβιβάσιμη δυνάμει κάποιας συγκεκριμένης εξαίρεσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Κατ’ αρχήν, το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης θεωρείται ότι είναι η διαφορά μεταξύ της ενδεδειγμένης αγοραίας τιμής για την εγγύηση που χορηγείται μεμονωμένα ή μέσω καθεστώτος εγγυήσεων και της πραγματικής τιμής που καταβάλλεται για το μέτρο αυτό.
Τα ετήσια ισοδύναμα επιχορήγησης που προκύπτουν θα πρέπει να αναχθούν στην παρούσα αξία τους με τη χρησιμοποίηση του επιτοκίου αναφοράς, και να προστεθούν για να υπολογιστεί το συνολικό ισοδύναμο επιχορήγησης.
Κατά τον υπολογισμό του στοιχείου ενίσχυσης μιας εγγύησης, η Επιτροπή θα αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στα ακόλουθα στοιχεία:
α) κατά πόσο σε περίπτωση μεμονωμένων εγγυήσεων αντιμετωπίζει ο δανειολήπτης οικονομικές δυσχέρειες. Κατά πόσο σε περίπτωση καθεστώτων εγγυήσεων, προβλέπεται στα κριτήρια επιλεξιμότητας του καθεστώτος η δυνατότητα αποκλεισμού τέτοιων επιχειρήσεων. [βλέπε λεπτομέρειες στο σημείο 3.2, στοιχείο α)].
Η Επιτροπή σημειώνει ότι για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, ένας εγγυητής της αγοράς, εφόσον υπήρχε, θα χρέωνε κατά το χρόνο χορήγησης της εγγύησης υψηλή προμήθεια λαμβάνοντας υπόψη το αναμενόμενο ποσοστό αθέτησης των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Στην περίπτωση που η πιθανότητα ο δανειολήπτης να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει το δάνειο καθίσταται ιδιαίτερα υψηλή, ενδέχεται να μην υφίσταται τέτοια προμήθεια στην αγορά και μάλιστα σε εξαιρετικές περιπτώσεις το στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ίσο με το ποσό που καλύπτεται πραγματικά από την εν λόγω εγγύηση·
[...]».
7 Το σημείο 4.2 της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στοιχείο ενίσχυσης στις μεμονωμένες εγγυήσεις», έχει ως εξής:
«Για μια μεμονωμένη εγγύηση θα πρέπει να υπολογίζεται το ισοδύναμο επιχορήγησης μιας εγγύησης ως η διαφορά μεταξύ της αγοραίας τιμής της εγγύησης και της τιμής που καταβάλλεται στην πραγματικότητα.
Όταν η αγορά δεν παρέχει εγγυήσεις για τη συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγής, δεν είναι διαθέσιμη αγοραία τιμή για την εγγύηση. Στην περίπτωση αυτή, το στοιχείο ενίσχυσης πρέπει να υπολογιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως το ισοδύναμο επιχορήγησης ενός δανείου υπό ευνοϊκούς όρους, δηλαδή ως η διαφορά μεταξύ του συγκεκριμένου επιτοκίου της αγοράς που θα έπρεπε να καταβάλει η εταιρεία αυτή χωρίς την εγγύηση και του επιτοκίου που επιτεύχθηκε χάρη στην κρατική εγγύηση, αφού ληφθούν υπόψη οι καταβληθείσες προμήθειες. Εάν δεν υπάρχει επιτόκιο της αγοράς και το κράτος μέλος επιθυμεί να χρησιμοποιήσει ως προσεγγιστική τιμή το επιτόκιο αναφοράς, η Επιτροπή τονίζει ότι ισχύουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην ανακοίνωση για τα επιτόκια αναφοράς για τον υπολογισμό της έντασης της ενίσχυσης μιας μεμονωμένης [εγγύησης]. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να καταβάλλεται η δέουσα προσοχή στην προσαύξηση που πρέπει να προστεθεί στο βασικό επιτόκιο έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη τα σχετικά χαρακτηριστικά κινδύνου που συνδέονται με την καλυπτόμενη πράξη, την επιχείρηση στην οποία παρέχεται η εγγύηση και τις εξασφαλίσεις που χορηγούνται.»
Το ιστορικό της διαφοράς
8 H Λάρκο είναι επιχείρηση που εξειδικεύεται στην εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλεύματος λατερίτη, την εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή σιδηρονικελίου και υποπροϊόντων του.
9 Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ανήκε σε τρεις μετόχους. Το Ελληνικό Δημόσιο κατείχε το 55,2 % των μετοχών της μέσω του Ταμείου Αξιοποιήσεως της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, η οποία αποτελεί ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, κατείχε το 33,4 % των μετοχών, και η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, η οποία αποτελεί τον κύριο παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα και της οποίας πλειοψηφικός μέτοχος είναι το Δημόσιο, κατείχε το 11,4 % των μετοχών.
10 Τον Μάρτιο του 2012 το Ταμείο Αξιοποιήσεως της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου γνωστοποίησε στην Επιτροπή την ύπαρξη σχεδίου ιδιωτικοποιήσεως της Λάρκο.
11 Τον Απρίλιο του 2012 η Επιτροπή κίνησε αυτεπαγγέλτως προκαταρκτικό έλεγχο της εν λόγω προτάσεως ιδιωτικοποιήσεως, σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.
12 Με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2013, η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Ελληνικό Δημόσιο την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου όσον αφορά έξι μέτρα ενισχύσεως τα οποία είχαν χορηγηθεί υπέρ της Λάρκο. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013, C 136, σ. 27).
13 Στις 27 Μαρτίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την επίμαχη απόφαση.
14 Με την εν λόγω απόφαση η Επιτροπή έκρινε ότι, όσον αφορά ποσό κατά τι χαμηλότερο των 136 εκατομμυρίων ευρώ, τα επίμαχα μέτρα αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις, ότι είχαν ληφθεί κατά παράβαση των υποχρεώσεων κοινοποιήσεως και απαγορεύσεως εφαρμογής του μέτρου, οι οποίες επιβάλλονται βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και, τέλος, ότι δεν συμβιβάζονταν με την εσωτερική αγορά και έπρεπε να ανακτηθούν βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).
Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
15 Κατά της επίμαχης αποφάσεως ασκήθηκε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2018:57).
16 Το Δικαστήριο, επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως ασκηθείσας από την νυν αναιρεσείουσα, αναίρεσε εν μέρει την ως άνω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), λόγω πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που είχε προβληθεί με την προσφυγή, κατά το μέρος που αφορούσε το μέτρο 2 το οποίο αποτελούσε αντικείμενο της επίμαχης αποφάσεως.
17 Το εν λόγω μέτρο 2 αφορά εγγύηση την οποία χορήγησε το 2008 το Ελληνικό Δημόσιο στη Λάρκο για δάνειο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο είχε χορηγήσει η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος στην αναιρεσείουσα. Η συγκεκριμένη εγγύηση κάλυπτε το σύνολο του δανείου για μέγιστη χρονική διάρκεια τριών ετών και συνεπαγόταν προμήθεια εγγυήσεως ύψους 1 % σε ετήσια βάση.
18 Το Δικαστήριο έκρινε ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε τεκμήριο κατά το οποίο ένας ιδιώτης επιχειρηματίας ευρισκόμενος στη θέση των ελληνικών αρχών όφειλε να γνωρίζει, κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως εκ μέρους των εν λόγω αρχών, τις δυσχέρειες της Λάρκο και ότι, ως εκ τούτου, δεν θα χορηγούσε τη συγκεκριμένη εγγύηση υπό τους ίδιους όρους. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η Επιτροπή είναι αυτή που φέρει το βάρος να αποδείξει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως.
19 Το Δικαστήριο ανέπεμψε στο Γενικό Δικαστήριο την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορούσε το μέτρο 2, δεδομένου ότι δεν διέθετε τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί οριστικώς επί του ζητήματος, και απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.
20 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, την προσφυγή στο σύνολό της.
21 Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ αρχάς ότι το εν λόγω σκέλος, στο οποίο περιοριζόταν το αντικείμενο της διαφοράς κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), είχε ως σκοπό να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της αιτιολογίας που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 73, 74 και 77 της επίμαχης αποφάσεως, οι οποίες έχουν ως εξής:
«(73) H Επιτροπή διαφωνεί με το επιχείρημα των ελληνικών αρχών ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του [σημείου] 3.2 της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Λάρκο ήταν προβληματική εταιρεία το 2008. Επιπλέον, ετήσια προμήθεια εγγύησης της τάξης του 1 % δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο αθέτησης [πληρωμής] για τα εγγυημένα δάνεια, δεδομένων των σημαντικών οικονομικών δυσχερειών της Λάρκο και, ιδίως, του υψηλού δείκτη χρέους προς μετοχικό κεφάλαιο.
(74) H Επιτροπή θεωρεί ότι ένας συνετός πιστωτής της αγοράς δεν θα χορηγούσε στη Λάρκο εγγύηση υπό αυτές τις προϋποθέσεις. Εφόσον το μέτρο χορηγήθηκε επιλεκτικά στη Λάρκο, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κρατική εγγύηση του 2008 παρείχε επιλεκτικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο.
[...]
(77) Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το μέτρο 2 συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ]. [...]»
22 Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αιτιολογική σκέψη 73 της επίμαχης αποφάσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο στοιχεία αιτιολογίας. Το πρώτο στοιχείο αιτιολογίας στηρίζεται στη διαπίστωση ότι το 2008 η Λάρκο ήταν «προβληματική επιχείρηση», κατά την έννοια του σημείου 3.2, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, σε συνδυασμό με τα σημεία 9 έως 11 των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Κατά το δεύτερο στοιχείο αιτιολογίας, «ετήσια προμήθεια εγγύησης της τάξης του 1 % δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο αθέτησης [πληρωμής] για τα εγγυημένα δάνεια, δεδομένων των σημαντικών οικονομικών δυσχερειών της Λάρκο και, ιδίως, του υψηλού δείκτη χρέους προς μετοχικό κεφάλαιο», κατά την έννοια του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως αυτής.
23 Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι τα ως άνω δύο στοιχεία της αιτιολογίας αποτελούσαν εναλλακτικές αιτιολογήσεις της θέσεως της Επιτροπής.
24 Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε την εκ μέρους του εκτίμηση στην εξέταση του βασίμου των επιχειρημάτων σχετικά με το δεύτερο στοιχείο αιτιολογίας το οποίο έλαβε υπόψη η Επιτροπή και το οποίο άπτεται της εφαρμογής του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, διακριβώνοντας παράλληλα αν οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τις προβαλλόμενες οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο το αργότερο κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2.
25 Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της αρκούντως αξιόπιστα και συνεκτικά στοιχεία ώστε να αποφανθεί ότι η προμήθεια εγγυήσεως που συνδέεται με το μέτρο 2 δεν ήταν σύμφωνη με τους όρους της αγοράς, ιδίως επειδή δεν πληρούνταν τα κριτήρια του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, και συνιστούσε, επομένως, πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
26 Με την αίτηση αναιρέσεως, η Λάρκο ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να εκδικαστεί εκ νέου και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.
27 Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
28 Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ που συνίσταται στη διασφάλιση ανόθευτου ανταγωνισμού, ακόμη και μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, στην έννοια της «ενισχύσεως» κατά την ως άνω διάταξη δεν μπορεί να περιληφθεί μέτρο λαμβανόμενο υπέρ ορισμένης επιχειρήσεως μέσω κρατικών πόρων όταν η επιχείρηση αυτή θα μπορούσε να τύχει του ίδιου πλεονεκτήματος υπό περιστάσεις που αντιστοιχούν στις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Ως εκ τούτου, οι συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε ένα τέτοιο πλεονέκτημα εκτιμώνται, κατ’ αρχήν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2021, Autostrada Wielkopolska κατά Επιτροπής και Πολωνίας, C‑933/19 P, EU:C:2021:905, σκέψη 105, και της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol, C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 73).
29 Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, να αποδείξει επιπλέον ότι πληρούται η προϋπόθεση περί παροχής πλεονεκτήματος στους δικαιούχους (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Fútbol Club Barcelona, C‑362/19 P, EU:C:2021:169, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία έχει εφαρμογή το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που παρέσχε το οικείο κράτος μέλος, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, με αποτέλεσμα η επίμαχη κρατική παρέμβαση να εμπεριέχει πλεονέκτημα υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol, C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30 Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται στην Επιτροπή να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη κάθε κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο, βάσει του οποίου μπορεί να κρίνει αν ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα μπορούσε να παράσχει το ίδιο πλεονέκτημα στην επιχείρηση η οποία είναι δικαιούχος μέτρου χορηγούμενου μέσω κρατικών πόρων (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol, C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
31 Προς τούτο, η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της γνωστοποιήσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που θα της παράσχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο για να έχει εφαρμογή όσο και για να εφαρμοσθεί η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol, C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
32 Πράγματι, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει άμεση γνώση των περιστάσεων υπό τις οποίες ελήφθη μια επενδυτική απόφαση, πρέπει, για την εφαρμογή της ως άνω αρχής, να στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό στα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία που προσκoμίζει το οικείο κράτος μέλος (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol, C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
33 Ακόμη, όμως, και σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή βρίσκεται ενώπιον κράτους μέλους το οποίο, παραβαίνοντας το καθήκον του συνεργασίας, παρέλειψε να της παράσχει τα στοιχεία που αυτή του είχε ζητήσει να της κοινοποιήσει, το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει να στηρίξει τις αποφάσεις του σε στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνεκτικότητας, τα οποία αποτελούν επαρκή βάση για να συναχθεί ότι μια επιχείρηση έτυχε πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση και τα οποία δύνανται, ως εκ τούτου, να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματά του (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol, C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34 Αντιθέτως, δεν μπορεί να συναχθεί από τα ανωτέρω ότι η Επιτροπή οφείλει να αναζητεί, με δική της πρωτοβουλία και ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής ένδειξης, όλες τις πληροφορίες που θα μπορούσαν να συνδέονται με την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, ακόμη και αν πρόκειται για πληροφορίες που βρίσκονται στη δημόσια σφαίρα (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol, C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
35 Τέλος, κρίσιμα για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή είναι μόνον τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως για πραγματοποίηση της επενδύσεως (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Comune di Milano κατά Επιτροπής, C‑160/19 P, EU:C:2020:1012, σκέψη 112).
36 Όσον αφορά το πλεονέκτημα που παρέχεται σε περίπτωση εγγυήσεως χορηγηθείσας από κράτος μέλος, η Επιτροπή οριοθέτησε την εκ μέρους της εξουσία εκτιμήσεως περί της υπάρξεως τέτοιου πλεονεκτήματος με την ανακοίνωσή της περί εγγυήσεων. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας, με τη δημοσίευσή τους, ότι θα τους εφαρμόζει εφεξής στις περιπτώσεις που αφορούν οι κανόνες αυτοί, αυτοδεσμεύεται κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα της καταλογιστεί παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑431/14 P, EU:C:2016:145, σκέψη 69).
37 Στο σημείο 3.2 της εν λόγω ανακοινώσεως παρατίθενται οι προϋποθέσεις των οποίων η συνδρομή αρκεί για να αποδειχθεί η απουσία κρατικής ενισχύσεως. Ειδικότερα, προβλέπεται, στο στοιχείο αʹ του ως άνω σημείου, ότι ο δανειολήπτης δεν πρέπει να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες και, στο στοιχείο δʹ, ότι για την εγγύηση πρέπει να καταβάλλεται προμήθεια που καθορίζεται βάσει κριτηρίων της αγοράς.
38 Στο εν λόγω σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, επισημαίνονται, λεπτομερώς, τα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιούνται προκειμένου να καθορίζεται αν για την επίμαχη εγγύηση καταβάλλεται προμήθεια σύμφωνη με την αγοραία τιμή και προκειμένου να υπολογίζεται το ύψος της προμήθειας αυτής.
39 Εντούτοις, τα ως άνω κριτήρια δεν μπορούν να τροποποιήσουν τους κανόνες που διέπουν τη μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους κατανομή του βάρους αποδείξεως σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος, όπως αυτοί προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 29 έως 34 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, μολονότι τα κριτήρια με τα οποία η Επιτροπή θέλησε να οριοθετήσει την εκ μέρους της εξουσία εκτιμήσεως δεσμεύουν το εν λόγω θεσμικό όργανο, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορούν, αντιθέτως, να επιβάλουν υποχρεώσεις στα κράτη μέλη (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψεις 40 έως 44).
Επί του μόνου λόγου αναιρέσεως
40 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Λάρκο προβάλλει έναν μόνο λόγο αποτελούμενο από τέσσερα σκέλη και σχετικό με παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το μέτρο 2 παρείχε πλεονέκτημα στην αναιρεσείουσα.
Επί του πρώτου σκέλους του μόνου λόγου αναιρέσεως
– Επιχειρήματα των διαδίκων
41 Κατά πρώτον, η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του σημείου 3.2 της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, μνημονεύοντας τις «σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες» της Λάρκο στο πλαίσιο της εξετάσεως του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω ανακοινώσεως και κρίνοντας ότι η έννοια αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με εκείνην της «προβληματικής επιχειρήσεως», στην οποία αναφέρεται στο σημείο 3.2, στοιχείο αʹ, της συγκεκριμένης ανακοινώσεως.
42 Κατά δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι η Λάρκο αντιμετώπιζε δυσχέρειες το 2008, δεν έλαβε υπόψη τις σκέψεις 60 έως 71 της αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υφίσταται κανένα στοιχείο το οποίο να καταδεικνύει ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η Λάρκο κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως το 2008.
43 Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε δύο στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους νομικά σφάλματα όσον αφορά το βάρος αποδείξεως που φέρει η Επιτροπή.
44 Κατά την αναιρεσείουσα, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο αντικατέστησε το λεπτομερές σύστημα κριτηρίων που προβλέπεται στο σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, τα οποία δέσμευαν την Επιτροπή, με μια αόριστη αναφορά σε «οικονομικές δυσχέρειες» της επιχειρήσεως.
45 Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο απάλλαξε την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να ερευνήσει και να προσδιορίσει το προσήκον ύψος της προμήθειας εγγυήσεως, επιρρίπτοντας στην επιχείρηση και στο κράτος μέλος το βάρος να αποδείξουν το ύψος αυτό. Όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η ευθύνη της διαδικασίας ελέγχου βαρύνει, όμως, την Επιτροπή, η οποία οφείλει να προβεί σε κάποια εκτίμηση. Μια αόριστη αναφορά σε «σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες» δεν αποτελεί καν εκτίμηση δυνάμενη να υποβληθεί σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο.
46 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το πρώτο σκέλος του μόνου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
47 Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι το σημείο 3.2, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων τάσσει την προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης δεν πρέπει να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες και παραπέμπει, σχετικά με την εκτίμηση της συγκεκριμένης προϋποθέσεως, στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, στα σημεία 9 έως 11 των οποίων ορίζεται η έννοια της «προβληματικής επιχειρήσεως».
48 Αφετέρου, στο σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων προβλέπεται ως προϋπόθεση ότι για την εγγύηση καταβάλλεται προμήθεια σύμφωνη με την τιμή της αγοράς, μνημονεύονται δε λεπτομερώς τα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιούνται για να καθορισθεί αν πληρούται η συγκεκριμένη προϋπόθεση. Στο ίδιο σημείο διευκρινίζεται, ειδικότερα, ότι πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνονται υπόψη «η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων του δανειολήπτη λόγω της οικονομικής του κατάστασης, ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται και οι προοπτικές καθώς και άλλες οικονομικές συνθήκες».
49 Επομένως, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη, για την εκτίμηση της προϋποθέσεως του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, οι ενδεχόμενες οικονομικές δυσχέρειες της οικείας επιχειρήσεως. Εντούτοις, δεδομένου ότι το εν λόγω σημείο, αντιθέτως προς το σημείο 3.2, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, ουδόλως παραπέμπει στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, οι ενδεχόμενες οικονομικές δυσχέρειες της οικείας επιχειρήσεως, τις οποίες πρέπει να λάβει υπόψη η Επιτροπή για να εκτιμήσει αν η εγγύηση που χορήγησε το κράτος στην επιχείρηση συνεπάγεται την καταβολή προμήθειας σύμφωνης με τους όρους της αγοράς, δεν πρέπει να εκτιμώνται βάσει της έννοιας της «προβληματικής επιχειρήσεως» κατά τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.
50 Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μνημονεύοντας τις «σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες» της Λάρκο στο πλαίσιο της εξετάσεως της προϋποθέσεως του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων και επισημαίνοντας ότι οι εν λόγω οικονομικές δυσχέρειες δεν πρέπει να συγχέονται με την έννοια της «προβληματικής επιχειρήσεως», στην οποία παραπέμπει το σημείο 3.2, στοιχείο αʹ, της συγκεκριμένης ανακοινώσεως.
51 Κατά δεύτερον, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), ιδίως δε από τις σκέψεις της 60 έως 71, δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίσταται κανένα στοιχείο το οποίο να καταδεικνύει ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η Λάρκο κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως το 2008.
52 Πράγματι, στη σκέψη 71 της ως άνω αποφάσεως, το Δικαστήριο περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε εφαρμόσει τεκμήριο κατά το οποίο οι ελληνικές αρχές όφειλαν να γνωρίζουν τις δυσχέρειες της Λάρκο κατά τη χορήγηση της εγγυήσεως το 2008, αντί να βεβαιωθεί ότι συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, όπως όφειλε να πράξει. Για τον λόγο αυτό, στη σκέψη 123 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο κάλεσε το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αναπομπής της υποθέσεως στο δικαστήριο αυτό, μεταξύ άλλων να διακριβώσει αν ο διοικητικός φάκελος της υποθέσεως περιείχε στοιχεία βάσει των οποίων μπορούσε να συναχθεί ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τις δυσχέρειες της Λάρκο κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως.
53 Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, ελέγχοντας με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αν οι ελληνικές αρχές γνώριζαν τις σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως, παραβίασε το δεδικασμένο της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238).
54 Κατά τρίτον, η αναιρεσείουσα αβασίμως υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο αντικατέστησε τα κριτήρια που μνημονεύονται στο σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων με μια αόριστη αναφορά στις οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο.
55 Πράγματι, επισημαίνεται, αφενός, ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, η συνεκτίμηση των οικονομικών δυσχερειών της επιχειρήσεως καταλέγεται μεταξύ των κριτηρίων του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, τα οποία αποσκοπούν να παράσχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν για την εγγύηση καταβάλλεται προμήθεια σύμφωνη με την αγοραία τιμή.
56 Αφετέρου, η αναιρεσείουσα ερμηνεύει εσφαλμένως την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε αόριστη αναφορά στις σημαντικές οικονομικές δυσχέρειές της. Πράγματι, στις σκέψεις 45 επ. της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο τεκμηρίωσε βάσει πλειόνων στοιχείων τη διαπίστωση περί υπάρξεως τέτοιων οικονομικών δυσχερειών. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε τον ήδη υψηλό δείκτη χρέους προς μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας το 2007 και τη σοβαρή επιδείνωση του συγκεκριμένου δείκτη κατά το έτος 2008. Στις σκέψεις 46 επ. της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε πλείονες ενδείξεις από τις οποίες προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν αυτές τις οικονομικές δυσχέρειες κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 50 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η συγκεκριμένη εγγύηση χορηγήθηκε για το σύνολο του δανείου και, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ίδιες οι αρχές αυτές είχαν δεχθεί, στις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, ότι η αρνητική εικόνα των οικονομικών στοιχείων ήταν ορατή από τον Ιούλιο του 2008. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2023, TUIfly κατά Επιτροπής, C‑763/21 P, EU:C:2023:528, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επισημαίνεται, όμως, ότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο στήριξε τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στις προμνημονευθείσες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
57 Δεύτερον, ωσαύτως δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο απάλλαξε την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να διερευνήσει και να προσδιορίσει το προσήκον ύψος της προμήθειας εγγυήσεως, επιρρίπτοντας στην επιχείρηση και στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος το βάρος να αποδείξουν το ύψος της προμήθειας που αντιστοιχεί στους όρους της αγοράς.
58 Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, αντιθέτως, ιδίως στις σκέψεις 47 έως 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις προσπάθειες που κατέβαλε η Επιτροπή προκειμένου να εκτιμήσει το προσήκον ύψος της προμήθειας. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, η Επιτροπή είχε διευκρινίσει ότι δεν διέθετε καμία ένδειξη για το ύψος αναφοράς όσον αφορά παρόμοιες προμήθειες εγγυήσεως στη χρηματοπιστωτική αγορά. Στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι «η Επιτροπή κάλεσε ρητώς τις ελληνικές αρχές να της προσκομίσουν κάθε κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να της παράσχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα ιδίως των κριτηρίων του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, τον προσήκοντα χαρακτήρα της προμήθειας ύψους 1 % ως αμοιβής για δάνειο καλυπτόμενο σε ποσοστό 100 % από την εγγύηση του 2008, σε σύγκριση με την “αντίστοιχη αγοραία τιμή” και σε σχέση με τον κίνδυνο αθετήσεως των υποχρεώσεων της Λάρκο, αναλόγως, ενδεχομένως, της “κατατάξεως σε κατηγορία κινδύνου”, παραδείγματος χάριν με “σύγκριση των τιμών που καταβάλλονται στην αγορά από επιχειρήσεις με παρόμοια πιστοληπτική διαβάθμιση”». Επιπλέον, στη σκέψη 49 της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, οι ελληνικές αρχές περιορίστηκαν σε ισχυρισμούς προδήλως ανεπαρκείς, ενδεχομένως δε ελλιπείς και αντιφατικούς. Εξάλλου, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία παραπέμπει στις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου οι οποίες εκτίθενται στις σκέψεις 45 έως 51 της εν λόγω αποφάσεως και ως προς τις οποίες η αναιρεσείουσα ουδόλως προέβαλε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε μεταξύ άλλων, αφενός, ότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της, ήδη με την απόφαση περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου, αρκούντως αξιόπιστα και συνεκτικά στοιχεία τα οποία έτειναν να καταδείξουν ότι η χορήγηση της προμήθειας εγγυήσεως δεν αντιστοιχούσε στους όρους της αγοράς και, αφετέρου, ότι κάλεσε ρητώς τις ελληνικές αρχές να προσκομίσουν κρίσιμα στοιχεία ως προς το ζήτημα αυτό, οι οποίες όφειλαν, ως εκ τούτου, προκειμένου να πληρούνται τα κριτήρια του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, να επικαλεσθούν στοιχεία δυνάμενα να κλονίσουν τις εν λόγω ενδείξεις.
59 Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθώς την υπομνησθείσα στις σκέψεις 29 έως 33 της παρούσας αποφάσεως νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το βάρος αποδείξεως στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, και ειδικότερα της υποχρεώσεως διερευνήσεως και προσδιορισμού του προσήκοντος ύψους της προμήθειας εγγυήσεως.
60 Επιπλέον, μολονότι στο σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων εκτίθενται οι μέθοδοι που πρέπει να ακολουθούνται για την εκτίμηση του ύψους της προμήθειας που αντιστοιχεί στους όρους της αγοράς, δεν επιβάλλεται, πάντως, στην Επιτροπή υποχρέωση να προσδιορίζει το ποσό αυτό σε κάθε περίπτωση, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Συναφώς, στο σημείο 4.1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω ανακοινώσεως αντιμετωπίζεται ρητώς η περίπτωση κατά την οποία, εφόσον καθίσταται ιδιαιτέρως υψηλή η πιθανότητα ο δανειολήπτης να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει το δάνειο, «ενδέχεται να μην υφίσταται τέτοια προμήθεια στην αγορά και μάλιστα σε εξαιρετικές περιπτώσεις το στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ίσο με το ποσό που καλύπτεται πραγματικά από την εν λόγω εγγύηση».
61 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του μόνου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί του δευτέρου και του τετάρτου σκέλους του μόνου λόγου αναιρέσεως
– Επιχειρήματα των διαδίκων
62 Με το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τους κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος το οποίο παρέχεται από κράτος μέλος σε επιχείρηση.
63 Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η Λάρκο υποστηρίζει ότι, οσάκις δύναται να τύχει εφαρμογής το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Επιπλέον, κατά την αναιρεσείουσα, η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση, βάσει του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, να προβεί σε εξέταση και σε απόδειξη της συνδρομής των επιμέρους προϋποθέσεων που προβλέπονται στο εν λόγω σημείο. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, ειδικότερα, από το σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, και από το σημείο 4.2 της ως άνω ανακοινώσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε προηγούμενη αναζήτηση ενδεχόμενης αγοραίας τιμής, είτε από άποψη εγγύησης είτε από άποψη υποκείμενου δανείου, με την οποία να συγκρίνονται οι όροι της επίμαχης πράξεως. Αντιθέτως, η εν λόγω ανακοίνωση δεν προβλέπει γενικό τεκμήριο κατά το οποίο στην περίπτωση προβληματικής επιχείρησης δεν μπορεί να υπάρχει αγοραία τιμή.
64 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή, τεκμαίροντας ότι κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν θα δεχόταν να εγγυηθεί το δάνειο της Λάρκο το 2008 και ότι, ως εκ τούτου, δεν προσφερόταν εντός της αγοράς αντίστοιχη προμήθεια εγγυήσεως αναφοράς, παρέβη τους κανόνες που διέπουν την κατανομή του βάρους αποδείξεως μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, ενώ περαιτέρω δεν έλαβε προσηκόντως υπόψη την ανακοίνωση περί εγγυήσεων την οποία, ωστόσο, όφειλε να τηρεί. Η αναιρεσείουσα παραπέμπει συναφώς στην απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance (C‑75/05 P και C‑80/05 P, EU:C:2008:482, σκέψεις 60 και 61).
65 Επιπλέον, κατά την αναιρεσείουσα, το Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 69 της αποφάσεώς του της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλαγεί από το βάρος αποδείξεως για τον λόγο ότι το οικείο κράτος μέλος, παραβαίνοντας την υποχρέωσή του συνεργασίας, παρέλειψε να παράσχει στην Επιτροπή τα στοιχεία που αυτή του είχε ζητήσει να της κοινοποιήσει. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή οφείλει να στηρίξει τις αποφάσεις της σε στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνεκτικότητας τα οποία αποτελούν επαρκή βάση για να συναχθεί ότι μια επιχείρηση έτυχε πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση. Προς στήριξη των επιχειρημάτων της, η αναιρεσείουσα μνημονεύει επίσης την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά MTU Friedrichshafen (C‑520/07 P, EU:C:2009:557, σκέψεις 54 έως 56).
66 Με το τέταρτο σκέλος του μόνου λόγου αναιρέσεως, η Λάρκο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς έκρινε, στις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το 2008 χορηγήθηκε στη Λάρκο εγγύηση η οποία συνιστούσε κρατική ενίσχυση, στηριζόμενο στην έλλειψη στοιχείων βάσει των οποίων να μπορεί να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα.
67 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο, στην εν λόγω σκέψη 56, μνημόνευσε μόνον απλές ενδείξεις ως προς τις οποίες το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, στη σκέψη 58 της αποφάσεώς του της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), ότι δεν αποδεικνύουν με βεβαιότητα ότι το κράτος μέλος γνώριζε την προβληματική οικονομική κατάσταση της Λάρκο κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως το 2008.
68 Δεύτερον, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δικαιολόγησε την εκτίμησή του υιοθετώντας, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατανομή του βάρους αποδείξεως η οποία δεν συνάδει με τα κριθέντα στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως δε στην προηγούμενη απόφασή του στην ίδια υπόθεση.
69 Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, υπό τον μανδύα της «διευκολύνσεως» της εκ μέρους κράτους μέλους αποδείξεως περί του ότι μια ατομική εγγύηση του Δημοσίου δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, υποκείμενη σε γνωστοποίηση, το Γενικό Δικαστήριο οδηγήθηκε σε υποχρέωση του κράτους μέλους να παράσχει εκείνο τα κρίσιμα εκείνα στοιχεία, ιδίως οικονομικής φύσεως, τα οποία δύνανται, κατά την Επιτροπή, να αποκλείσουν σε επαρκή βαθμό την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Με τον τρόπο αυτό, όμως, θεσμοθετείται κατ’ ουσίαν πλήρες βάρος αποδείξεως του κράτους μέλους να αποδείξει εκείνο, και όχι η Επιτροπή, τη συνδρομή των κρίσιμων στοιχείων για τη στοιχειοθέτηση ή μη κρατικής ενισχύσεως.
70 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά MTU Friedrichshafen (C‑520/07 P, EU:C:2009:557, σκέψεις 54 έως 56), ότι, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή βρίσκεται ενώπιον κράτους μέλους το οποίο, παραβαίνοντας το καθήκον του συνεργασίας, παρέλειψε να της παράσχει τα στοιχεία που αυτή του είχε ζητήσει να της κοινοποιήσει, το θεσμικό αυτό όργανο εξακολουθεί πάντως να φέρει το σχετικό βάρος αποδείξεως και οφείλει να στηρίξει τις αποφάσεις του σε στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνεκτικότητας, τα οποία αποτελούν επαρκή βάση για να συναχθεί ότι μια επιχείρηση έτυχε πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση και τα οποία δύνανται, ως εκ τούτου, να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η Επιτροπή.
71 Κατά την αναιρεσείουσα, δεδομένου ότι η ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως της οποίας έτυχε ο δικαιούχος αυτής αποσκοπεί στην εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από συγκεκριμένο σχετικό πλεονέκτημα και στην αποκατάσταση της προτέρας της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής καταστάσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποθέσει ότι μια επιχείρηση έτυχε πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση βασιζόμενη απλώς σε αρνητικό τεκμήριο, το οποίο στηρίζεται στην έλλειψη στοιχείων βάσει των οποίων να μπορεί να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα. Η αναιρεσείουσα παραπέμπει εκ νέου στην απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά MTU Friedrichshafen (C‑520/07 P, EU:C:2009:557, σκέψεις 57 και 58).
72 Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η ευχέρεια των κρατών μελών να παρέχουν στην Επιτροπή ορισμένα στοιχεία, ιδίως οικονομικής φύσεως, των οποίων έλαβαν προηγουμένως γνώση, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν εκείνα, αντί της Επιτροπής, ελλείποντα στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα ώστε να καταδειχθεί καταφατικώς ή να αντικρουσθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση. Η υποχρέωση να καταδειχθεί η ύπαρξη τέτοιου πλεονεκτήματος εξακολουθεί να βαρύνει, σε κάθε περίπτωση, την Επιτροπή. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει ως προς το ζήτημα αυτό πλάνη περί το δίκαιο.
73 Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ως άνω επιχειρημάτων.
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
74 Με το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του μόνου λόγου αναιρέσεως η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη τους κανόνες που διέπουν τη μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους κατανομή του βάρους αποδείξεως όσον αφορά την ύπαρξη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος παρεχόμενου από κράτος μέλος σε επιχείρηση, όπως οι κανόνες αυτοί διευκρινίζονται ιδίως στο σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων.
75 Κατά πρώτον, κατά το μέρος που η Λάρκο προβάλλει παράβαση των ως άνω κανόνων από το Γενικό Δικαστήριο, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε τους συγκεκριμένους κανόνες συμμορφούμενο προς την υπομνησθείσα στις σκέψεις 29 έως 33 της παρούσας αποφάσεως νομολογία του Δικαστηρίου, όπερ δεν αμφισβητήθηκε, άλλωστε, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας. Εξέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι, ακόμη και σε περίπτωση που η Επιτροπή βρίσκεται ενώπιον κράτους μέλους το οποίο, παραβαίνοντας το καθήκον συνεργασίας, παρέλειψε να της παράσχει τα στοιχεία που αυτή του είχε ζητήσει να της κοινοποιήσει, το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει να στηρίξει τις αποφάσεις του σε στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνεκτικότητας, τα οποία αποτελούν επαρκή βάση για να συναχθεί ότι η οικεία επιχείρηση έτυχε πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση.
76 Όπως διαπιστώθηκε δε στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εφάρμοσε τους προμνημονευθέντες κανόνες στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον οι ελληνικές αρχές παρέλειψαν να προσκομίσουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που αυτή τους είχε ρητώς ζητήσει, και διαπίστωσε ότι «η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της, ήδη με την απόφαση περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου, αρκούντως αξιόπιστα και συνεκτικά στοιχεία τα οποία έτειναν να καταδείξουν ότι οι ελληνικές αρχές είχαν επίγνωση της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως της Λάρκο κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2 και ότι το μέτρο αυτό δεν αντιστοιχούσε στους όρους της αγοράς».
77 Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι υφίσταται εγγύηση συνιστώσα κρατική ενίσχυση στηριζόμενο στην έλλειψη στοιχείων βάσει των οποίων να μπορεί να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επιρρίψει στα κράτη μέλη την υποχρέωσή της να αποδείξει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε προσηκόντως υπόψη το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, όπως αυτό ορίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.
78 Κατά δεύτερον, η αναιρεσείουσα αβασίμως ωσαύτως προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε προσηκόντως υπόψη τις υποχρεώσεις της Επιτροπής όσον αφορά το βάρος αποδείξεως οι οποίες απορρέουν, κατά την αναιρεσείουσα, από την ανακοίνωση περί εγγυήσεων, ειδικότερα δε από το σημείο της 3.2, στοιχείο δʹ. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, τα κριτήρια του εν λόγω σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, τα οποία, όπως και η ανακοίνωση στο σύνολό της, επιβάλλουν υποχρέωση μόνον στην Επιτροπή, δεν μπορούν να τροποποιήσουν τους κανόνες που διέπουν τη μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους κατανομή του βάρους αποδείξεως της υπάρξεως πλεονεκτήματος.
79 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του μόνου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.
Επί του τρίτου σκέλους του μόνου λόγου αναιρέσεως
– Επιχειρήματα των διαδίκων
80 Η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 47 έως 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίχθηκε σε στοιχεία ανεπαρκή και μεταγενέστερα της λήψεως του μέτρου 2 προκειμένου να κρίνει, αφενός, ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν, κατά τον χρόνο λήψεως του συγκεκριμένου μέτρου, τις προβαλλόμενες δυσχέρειές της και, αφετέρου, ότι οι εν λόγω αρχές δεν είχαν αμφισβητήσει κατά τη διοικητική διαδικασία ότι ήταν ενήμερες για τις δυσχέρειες αυτές.
81 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο αλλοίωσε το νόημα των παρατηρήσεων των ελληνικών αρχών επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, παραθέτοντας τις εν λόγω παρατηρήσεις αποσπασματικά στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Οι ελληνικές αρχές ουδέποτε και σε ουδέν στάδιο της διαδικασίας έκαναν μνεία του χρονικού σημείου κατά το οποίο έλαβαν γνώση της οικονομικής καταστάσεως της Λάρκο.
82 Κατά την αναιρεσείουσα, δεύτερον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μνημονεύει, στις σκέψεις της 45 και 50, τις οικονομικές καταστάσεις για το έτος 2008 ως στοιχείο το οποίο καταδεικνύει ότι οι ελληνικές αρχές είχαν επίγνωση των δυσχερειών της Λάρκο, μολονότι το Δικαστήριο έκρινε, ιδίως στις σκέψεις 53 και 122 της αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), ότι οι εν λόγω οικονομικές καταστάσεις αποτελούν «στοιχεία μεταγενέστερα της λήψεως του μέτρου 2». Κατά τον χρόνο λήψεως του συγκεκριμένου μέτρου, οι ελληνικές αρχές είχαν στη διάθεσή τους μόνον τις οικονομικές καταστάσεις των οικονομικών ετών 2006 και 2007, κατά τη διάρκεια των οποίων η Λάρκο είχε πραγματοποιήσει κέρδη.
83 Τρίτον, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 88 της αποφάσεώς του της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2018:57), ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν αποδείξει κατά τη διοικητική διαδικασία ούτε ότι ήταν ενήμερες για την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της Λάρκο κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως του 2008 ούτε ότι μπορούσαν να αγνοούν την κατάσταση αυτή, όπως επιβεβαιώθηκε και στη σκέψη 58 της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν μπορεί να γίνει δεκτό, κατά την αναιρεσείουσα, ότι πληρούνται τα κριτήρια που έχουν διατυπωθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 124 της αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), συγκεκριμένα δε ότι «η έκδοση πράξεως εκ μέρους της Επιτροπής εντάσσεται σε πλαίσιο το οποίο γνωρίζουν καλώς οι ενδιαφερόμενοι», έτσι ώστε η εν λόγω πράξη να «μπορεί να αιτιολογείται συνοπτικώς».
84 Τέταρτον, κατά την αναιρεσείουσα, το σκεπτικό το οποίο παραθέτει το Γενικό Δικαστήριο, στην τελευταία περίοδο της σκέψεως 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, και κατά το οποίο «το γεγονός και μόνον ότι, όπως επικαλέστηκαν οι ελληνικές αρχές, το 2008 χορηγήθηκε στη Λάρκο και άλλο δάνειο, από την [Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος], χωρίς να ζητηθεί εγγύηση του Δημοσίου δεν δύναται να κλονίσει την εκτίμηση αυτή, δεδομένου ότι η Επιτροπή ορθώς υπενθύμισε ότι, κατά το συγκεκριμένο χρονικό στάδιο, η εν λόγω τράπεζα ελεγχόταν από το Ελληνικό Δημόσιο και ότι η χορήγηση του δανείου αυτού δεν απέκλειε μεταγενέστερη επιδείνωση της οικονομικής καταστάσεως της Λάρκο κατά το ίδιο έτος», είναι εντελώς εσφαλμένο.
85 Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι ορισμένες αποφάσεις ληφθείσες στο πλαίσιο της πιστωτικής πολιτικής της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος θα μπορούσαν πράγματι να είχαν επηρεασθεί από τον έλεγχο που ασκούσε το Δημόσιο επί της εν λόγω τράπεζας, εκείνος που θα επιχειρούσε να προβάλει τέτοιον ισχυρισμό θα όφειλε, πάντως, να τον τεκμηριώσει συγκεκριμένα και επακριβώς σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Το ότι η Επιτροπή υποστηρίζει αδιακρίτως και «ελαφρά τη καρδία» ότι μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες εκ προοιμίου και κατά τεκμήριο δεν λειτουργούσε ορθολογικά, ως ιδιώτης πιστωτής, απλώς και μόνον επειδή ελεγχόταν από το Δημόσιο κατά τον χρόνο εκείνο, καθώς και η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου αποδοχή τέτοιων ισχυρισμών χωρίς καμία περαιτέρω τεκμηρίωση, εγείρει, κατά την αναιρεσείουσα, σοβαρό ζήτημα αξιοπιστίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
86 Επιπλέον, μολονότι το ζήτημα αυτό τέθηκε από τις ελληνικές αρχές στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, ουδόλως μνημονεύεται στην επίμαχη απόφαση το δάνειο που χορήγησε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Επομένως, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, προκειμένου να διακριβώσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος, ένα κρίσιμο στοιχείο εκτιμήσεως.
87 Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, τεκμαίροντας ότι κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν επρόκειτο να συστήσει εγγύηση υπέρ επιχειρήσεως που αντιμετώπιζε «οικονομικές δυσκολίες» και, ως εκ τούτου, ότι δεν προσφερόταν στην αγορά αντίστοιχη προμήθεια εγγύησης αναφοράς, δεν έλαβε προσηκόντως υπόψη την ανακοίνωση περί εγγυήσεων, η οποία τη δεσμεύει βάσει της αποφάσεως της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance (C‑75/05 P και C‑80/05 P, EU:C:2008:482, σκέψεις 60 και 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η αναιρεσείουσα παραπέμπει συναφώς στις αποφάσεις της 12ης Μαρτίου 2020, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T‑732/16, EU:T:2020:98, σκέψη 134), και της 12ης Μαρτίου 2020, Elche Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T‑901/16, EU:T:2020:97, σκέψη 132).
88 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το τρίτο σκέλος του μόνου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
89 Κατά πρώτον, η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον στηρίχθηκε σε στοιχεία μεταγενέστερα της λήψεως του μέτρου 2 προκειμένου να κρίνει ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν, κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου, τις προβαλλόμενες δυσχέρειες της Λάρκο.
90 Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, είναι ακριβές ότι κρίσιμα για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή είναι μόνον τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως για πραγματοποίηση της επενδύσεως (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Comune di Milano κατά Επιτροπής, C‑160/19 P, EU:C:2020:1012, σκέψη 112).
91 Εντούτοις, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε στοιχεία προγενέστερα ή σύγχρονα της χορηγήσεως της εγγυήσεως.
92 Συγκεκριμένα, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε τον ήδη από το 2007 υψηλό δείκτη χρέους προς μετοχικό κεφάλαιο και τη σοβαρή επιδείνωσή του πριν καν ληφθεί το μέτρο 2 τον Δεκέμβριο του 2008. Στις σκέψεις 46 επ. της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε πλείονες ενδείξεις βάσει των οποίων μπορούσε να συναχθεί ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν τις συγκεκριμένες οικονομικές δυσχέρειες κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως και ειδικότερα, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι η εγγύηση αυτή είχε χορηγηθεί για το σύνολο του δανείου, όπερ, κατά το σημείο 3.2, στοιχείο γʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, μπορεί να προκαλέσει υπόνοιες ότι η εν λόγω εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση.
93 Ομοίως, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, στις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, οι ελληνικές αρχές είχαν δηλώσει ότι η επιδείνωση της καταστάσεως της Λάρκο «προκλήθηκε κυρίως από τη ραγδαία πτώση της τιμής του νικελίου από τα μέσα του 2008 και έπειτα» και ότι «η αρνητική εικόνα των οικονομικών στοιχείων [...] άρχισε να διαπιστώνεται από τον Ιούλιο [του] 2008».
94 Η μνημονευόμενη από την αναιρεσείουσα περίσταση ότι οι παρατηρήσεις των ελληνικών αρχών επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου είναι μεταγενέστερες της χορηγήσεως της εγγυήσεως δεν συνεπάγεται ότι οι παρατηρήσεις αυτές, οι οποίες είναι εξ ορισμού μεταγενέστερες του χρονικού σημείου κατά το οποίο ελήφθη το δυνάμενο να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση μέτρο, δεν μπορούν να περιγράψουν γεγονότα προγενέστερα ή σύγχρονα της χορηγήσεως της εν λόγω εγγυήσεως και ότι δεν παρέχουν αξιόπιστες και συνεκτικές ενδείξεις περί του ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν τις οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο κατά το ως άνω χρονικό σημείο. Ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εσφαλμένως από τα μνημονευθέντα στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αφορούν γεγονότα προγενέστερα ή σύγχρονα της χορηγήσεως της εγγυήσεως, ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν, από τα μέσα του έτους 2008, την ιδιαιτέρως δυσχερή οικονομική κατάσταση της Λάρκο και, από τον Σεπτέμβριο του 2008, τη ραγδαία επιδείνωση της καταστάσεως αυτής. Άλλωστε, η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί ότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν αποτελούσε, κατά τη διοικητική διαδικασία, αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των εν λόγω αρχών και της Επιτροπής, όπως επισήμανε στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο, με τη σκέψη 123 της αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238), είχε κληθεί από το Δικαστήριο να διακριβώσει το ζήτημα αυτό.
95 Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι ελληνικές αρχές είχαν επίγνωση των οικονομικών δυσχερειών της Λάρκο κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως, στηριζόμενο σε στοιχεία μεταγενέστερα του εν λόγω χρονικού σημείου.
96 Κατά δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο για να κρίνει ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν τις οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο κατά τον χρόνο της εκ μέρους τους χορηγήσεως της εγγυήσεως ήταν, επιπλέον, ανεπαρκή.
97 Είναι ακριβές ότι τα μνημονευθέντα στις σκέψεις 92 και 93 της παρούσας αποφάσεως στοιχεία, στα οποία στηρίχθηκε η ως άνω εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, δεν συνιστούν πλήρη απόδειξη περί του ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν τις εν λόγω οικονομικές δυσχέρειες κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως.
98 Ωστόσο, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή βρίσκεται ενώπιον κράτους μέλους το οποίο, παραβαίνοντας το καθήκον του συνεργασίας, παρέλειψε να παράσχει στην Επιτροπή τα στοιχεία που αυτή του είχε ζητήσει να της κοινοποιήσει, η απόφαση του εν λόγω θεσμικού οργάνου είναι αιτιολογημένη εφόσον στηρίζεται σε στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνεκτικότητας.
99 Βεβαίως, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως ότι η Επιτροπή διέθετε, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς της, στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνεκτικότητας τα οποία αποτελούν επαρκή βάση για να συναχθεί ότι η αναιρεσείουσα έτυχε ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Η Λάρκο υποστηρίζει μάλιστα ότι η συνεκτίμηση άλλων στοιχείων, ειδικότερα δε του δανείου που της χορήγησε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος το 2008 χωρίς να ζητηθεί η παροχή εγγυήσεως του Δημοσίου, θα έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή στο αντίθετο συμπέρασμα.
100 Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν συνιστά νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, CJ κατά ECDC, C‑170/18 P, EU:C:2019:410, σκέψη 39). Τέτοια παραμόρφωση, όμως, δεν προβάλλεται από την αναιρεσείουσα και, εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, όπως απαιτεί η νομολογία (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Calvin Klein Trademark Trust κατά ΓΕΕΑ, C‑254/09 P, EU:C:2010:488, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
101 Ως εκ τούτου, το τρίτο σκέλος του μόνου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
102 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί των δικαστικών εξόδων
103 Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Λάρκο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2) Καταδικάζει τη Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ στα δικαστικά έξοδα.
Bonichot |
Rodin |
Rossi |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Οκτωβρίου 2023.
Ο Γραμματέας |
Ο προεδρεύων του τμήματος |
Α. Calot Escobar |
J.‑C. Bonichot |
* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.