EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0391

Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 16ης Νοεμβρίου 2023.
Tüke Busz Közösségi Közlekedési Zrt. κατά Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága.
Αίτηση του Pécsi Törvényszék για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3 – Διαφοροποιημένοι φορολογικοί συντελεστές αναλόγως της εμπορικής ή ιδιωτικής χρήσης του πετρελαίου εσωτερικής καύσης – Έννοια της φράσης “εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό” – Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται για την τακτική μεταφορά επιβατών – Εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, εξαιρουμένου του πετρελαίου εσωτερικής καύσης που καταναλώνεται κατά τις διαδρομές που πραγματοποιούνται για τη συντήρηση και τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα των οχημάτων μεταφοράς επιβατών.
Υπόθεση C-391/22.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:892

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 16ης Νοεμβρίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3 – Διαφοροποιημένοι φορολογικοί συντελεστές αναλόγως της εμπορικής ή ιδιωτικής χρήσης του πετρελαίου εσωτερικής καύσης – Έννοια της φράσης “εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό” – Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται για την τακτική μεταφορά επιβατών – Εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, εξαιρουμένου του πετρελαίου εσωτερικής καύσης που καταναλώνεται κατά τις διαδρομές που πραγματοποιούνται για τη συντήρηση και τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα των οχημάτων μεταφοράς επιβατών»

Στην υπόθεση C‑391/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Pécsi Törvényszék (δικαστήριο του Pécs, Ουγγαρία) με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιουνίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Tüke Busz Közösségi Közlekedési Zrt.

κατά

Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič (εισηγητή), προεδρεύοντα του τμήματος, I. Jarukaitis και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και την R. Kissné Berta,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Armenia και τον A. Tokár,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2003, L 283, σ. 51).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Tüke Busz Közösségi Közlekedési Zrt. (στο εξής: Tüke Busz) και της Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága (διεύθυνσης προσφυγών της εθνικής φορολογικής και τελωνειακής υπηρεσίας, Ουγγαρία) (στο εξής: διεύθυνση προσφυγών) σχετικά με την απόρριψη από τη διεύθυνση προσφυγών του αιτήματος της Tüke Busz προς επιστροφή του ποσού του ειδικού φόρου κατανάλωσης για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που καταναλώθηκε κατά τις διαδρομές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν προς τον σκοπό της επισκευής, της συντήρησης και του ανεφοδιασμού των οχημάτων που χρησιμοποιεί η εταιρία στο πλαίσιο της άσκησης της δραστηριότητάς της μεταφοράς επιβατών.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2003/96

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 6, 12, 19 και 20 της οδηγίας 2003/96 έχουν ως εξής:

«(3)

Η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η επίτευξη των στόχων άλλων κοινοτικών πολιτικών απαιτούν τον καθορισμό ελαχίστων επιπέδων φορολογίας σε κοινοτική κλίμακα για τα περισσότερα ενεργειακά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και του άνθρακα.

(4)

Οι σημαντικές διαφορές στα εθνικά επίπεδα φορολογίας της ενέργειας που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να αποδειχθούν επιζήμιες για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(5)

Ο καθορισμός των δεόντων κοινοτικών ελαχίστων επιπέδων φορολογίας θα επιτρέψει τη μείωση των υφισταμένων διαφορών στα εθνικά επίπεδα φορολογίας.

(6)

Σύμφωνα με το άρθρο [11 ΣΛΕΕ], οι απαιτήσεις περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να εντάσσονται στη χάραξη και την εφαρμογή άλλων κοινοτικών πολιτικών.

[…]

(12)

Οι τιμές της ενέργειας αποτελούν ζωτικά στοιχεία των κοινοτικών πολιτικών ενέργειας, μεταφορών και περιβάλλοντος.

[…]

(19)

Η φορολογία του πετρελαίου ντίζελ που χρησιμοποιείται ως καύσιμο κινητήρων [από τους οδικούς μεταφορείς], ιδίως σε διακοινοτικές δραστηριότητες, απαιτεί την ύπαρξη δυνατότητας ειδικής μεταχείρισης, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που να επιτρέπουν τη θέσπιση συστήματος επιβάρυνσης όσων χρησιμοποιούν τους δρόμους, προκειμένου να περιοριστεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού που ενδεχομένως αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις.

(20)

Τα κράτη μέλη ενδέχεται να χρειαστεί να διαχωρίσουν το εμπορικό από το μη εμπορικό πετρέλαιο ντίζελ. Τα κράτη μέλη δύνανται να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής προκειμένου να μειωθεί η διαφορά στη φορολογία μεταξύ του μη εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό και της βενζίνης.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη επιβάλλουν φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»

5

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα επίπεδα φορολογίας που επιβάλλουν τα κράτη μέλη στα ενεργειακά προϊόντα και στην ηλεκτρική ενέργεια τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “επίπεδο φορολογίας” νοείται το σύνολο των εισπραττόμενων επιβαρύνσεων από όλους τους έμμεσους φόρους (εξαιρουμένου του [φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ)]) που υπολογίζονται άμεσα ή έμμεσα για την ποσότητα ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη στιγμή της παράδοσης προς κατανάλωση.»

6

Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν διαφοροποιημένους φορολογικούς συντελεστές, υπό φορολογικό έλεγχο, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και ότι οι εν λόγω συντελεστές συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο, στις […] περιπτώσεις [που απαριθμούνται στο παρόν άρθρο.]»

7

Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/96 έχει ως εξής:

«1.   Από την 1η Ιανουαρίου 2004 και από την 1η Ιανουαρίου 2010, τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που εφαρμόζονται στα καύσιμα κινητήρων καθορίζονται σύμφωνα με το παράρτημα I πίνακας Α.

Το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2012, το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], ενεργώντας ομόφωνα και αφού ζητήσει τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αποφασίζει, με βάση σχετική έκθεση και πρόταση της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής, τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης για μια νέα περίοδο που θα αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2013.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να διαφοροποιήσουν την εμπορική από τη μη εμπορική χρήση πετρελαίου εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό υπό τον όρο ότι τηρούνται τα ελάχιστα κοινοτικά επίπεδα φορολογίας και ότι ο φορολογικός συντελεστής για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό δεν είναι κατώτερος από το εθνικό επίπεδο φορολογίας που ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003, με την επιφύλαξη τυχόν σχετικών παρεκκλίσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

3.   Ως “εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό” νοείται το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό για τους εξής σκοπούς:

α)

τη μεταφορά εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτου, ή για ίδιο λογαριασμό, με μηχανοκίνητα οχήματα, ή συνδυασμούς συζευγμένων οχημάτων που προορίζονται αποκλειστικά για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων και με μέγιστο επιτρεπόμενο μικτό βάρος ίσο ή ανώτερο των 7,5 τόνων·

β)

την, τακτική ή περιστασιακή, μεταφορά επιβατών με μηχανοκίνητο όχημα των κατηγοριών Μ2 ή Μ3, όπως ορίζονται στην οδηγία 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στην έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους [(ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 46)].

4.   Παρά την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη τα οποία εφαρμόζουν σύστημα διοδίων για τα μηχανοκίνητα οχήματα ή τους συνδυασμούς συζευγμένων οχημάτων που προορίζονται αποκλειστικά για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων δύνανται να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιούν τα οχήματα αυτά ο οποίος θα είναι κατώτερος από το εθνικό επίπεδο φορολογίας που ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003, εφόσον η συνολική φορολογική επιβάρυνση παραμένει γενικώς ισοδύναμη, εφόσον τηρούνται τα κοινοτικά ελάχιστα επίπεδα και εφόσον το εθνικό επίπεδο φορολογίας που ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003 για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό είναι τουλάχιστον κατά δύο φορές υψηλότερο από το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2004.»

Η οδηγία 2007/46/ΕΚ

8

Η οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ 2007, L 263, σ. 1), κατήργησε και αντικατέστησε την οδηγία 70/156.

9

Η οδηγία 2007/46, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 678/2011 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2011, για την αντικατάσταση του παραρτήματος II και την τροποποίηση των παραρτημάτων IV, IX και XI της οδηγίας 2007/46 (ΕΕ 2011, L 185, σ. 30), περιλαμβάνει παράρτημα II, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικοί ορισμοί, κριτήρια κατηγοριοποίησης οχημάτων, τύποι οχημάτων και τύποι αμαξώματος», του οποίου το μέρος A, σημείο 1, διευκρινίζει ότι η κατηγορία M2 των οχημάτων αντιστοιχεί στα «[σχεδιασμένα και κατασκευασμένα κυρίως για τη μεταφορά ατόμων και των αποσκευών τους μηχανοκίνητα οχήματα] που περιλαμβάνουν περισσότερες από οκτώ θέσεις καθημένων επιπλέον της θέσης του οδηγού και έχουν μέγιστη μάζα που δεν υπερβαίνει τους 5 τόνους[· τ]α οχήματα κατηγορίας Μ2 μπορούν να διαθέτουν χώρο για όρθιους επιβάτες επιπλέον των θέσεων καθημένων». Η κατηγορία Μ3 αντιστοιχεί στα «[σχεδιασμένα και κατασκευασμένα κυρίως για τη μεταφορά ατόμων και των αποσκευών τους μηχανοκίνητα οχήματα που] περιλαμβάνουν περισσότερες από οκτώ θέσεις καθημένων επιπλέον της θέσης του οδηγού και έχουν μέγιστη μάζα που υπερβαίνει τους 5 τόνους[· τ]α οχήματα που ανήκουν στην κατηγορία Μ3 μπορούν να έχουν χώρο για όρθιους επιβάτες».

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1370/2007

10

Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 (ΕΕ 2007, L 315, σ. 1), έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)

“δημόσιες επιβατικές μεταφορές”: οι υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών γενικού οικονομικού συμφέροντος που προσφέρονται στο κοινό χωρίς διακρίσεις και σε συνεχή βάση».

Το ουγγρικό δίκαιο

Ο νόμος του 2003 για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης

11

Το άρθρο 7, σημείο 51, του a jövedéki adóról és a jövedéki termékek forgalmazásának különös szabályairól szóló 2003. évi CXXVII. törvény (νόμου CXXVII του 2003, για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τους ειδικούς κανόνες εμπορίας των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης), όπως τροποποιήθηκε με τον az adó- és járuléktörvények, a számviteli törvény és a könyvvizsgálói kamarai törvény, valamint az európai közösségi jogharmonizációs kötelezettségek teljesítését célzó adó- és vámjogi tárgyú törvények módosításáról szóló 2010. évi CXXIII. törvény (νόμο CXXIII του 2010, για την τροποποίηση της νομοθεσίας περί φόρων και τελών, περί λογιστικής, περί σώματος ορκωτών ελεγκτών, καθώς και για την τροποποίηση της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων εναρμόνισης τις οποίες επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα), ορίζει, προς τον σκοπό της εφαρμογής του συγκεκριμένου νόμου, τα ακόλουθα:

«εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης: πετρέλαιο εσωτερικής καύσης το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο d, και χρησιμοποιείται για τους εξής σκοπούς:

a)

τη μεταφορά εμπορευμάτων, για λογαριασμό τρίτου ή για ίδιο λογαριασμό, με μηχανοκίνητα οχήματα ή συνδυασμούς συζευγμένων οχημάτων (οδικός ελκυστήρας) που προορίζονται αποκλειστικά για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων και με μέγιστο επιτρεπόμενο μικτό βάρος ίσο ή ανώτερο των 7,5 τόνων, ή

b)

τη μεταφορά επιβατών, τακτική ή περιστασιακή, με μηχανοκίνητο όχημα των κατηγοριών Μ2 ή Μ3, κατά την έννοια της a közúti járművek műszaki megvizsgálásáról szóló miniszteri rendelet (υπουργικής απόφασης για τον τεχνικό έλεγχο των οδικών οχημάτων).»

Ο νόμος του 2016 για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης

12

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, σημείο 21, του a jövedéki adóról szóló 2016. évi LXVIII. törvény (νόμου LXVIII του 2016, για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, στο εξής: νόμος του 2016 για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης) προβλέπει, όσον αφορά τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων στο πλαίσιο της εφαρμογής του συγκεκριμένου νόμου, τα ακόλουθα:

«εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης: το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται για τους εξής σκοπούς:

a)

τη μεταφορά εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτου, ή για ίδιο λογαριασμό, με μηχανοκίνητα οχήματα ή συνδυασμούς συζευγμένων οχημάτων (οδικός ελκυστήρας) που προορίζονται αποκλειστικά για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων και με μέγιστο επιτρεπόμενο μικτό βάρος ίσο ή ανώτερο των 7,5 τόνων, ή

b)

τη μεταφορά επιβατών, τακτική ή περιστασιακή, με μηχανοκίνητο όχημα των κατηγοριών Μ2 ή Μ3, κατά την έννοια της υπουργικής απόφασης για τον τεχνικό έλεγχο των οδικών οχημάτων.»

13

Κατά το άρθρο 113, παράγραφοι 3 και 5, του νόμου αυτού:

«3.   Τα πρόσωπα που εκμεταλλεύονται, για αστικές και υπεραστικές μεταφορές, λεωφορεία και πούλμαν των κατηγοριών Μ2 και Μ3, όπως οι κατηγορίες αυτές ορίζονται στην υπουργική απόφαση για τον τεχνικό έλεγχο των οδικών οχημάτων, δικαιούνται επιστροφή του φόρου επί του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται για την εν λόγω δραστηριότητα.

[…]

5.   Ο κύριος ή, στην περίπτωση μισθωμένου οχήματος, ο μισθωτής του οχήματος του άρθρου 3, παράγραφος 2, σημείο 21, δικαιούται επιστροφή για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης:

a)

που αγοράζεται στο πρατήριο καυσίμων με χρήση κάρτας καυσίμων ή

b)

που αγοράζεται σε ουγγρικό κατάστημα μέσω χρήσης ηλεκτρονικής συσκευής μέτρησης και διοχετεύεται από δεξαμενή ειδικά σχεδιασμένη για αποθήκευση καυσίμου και εξοπλισμένη με συσκευή αυτόματης διανομής καυσίμου

για ποσό 3,5 [ουγγρικών φιορινιών (HUF)] ανά λίτρο στην περίπτωση εφαρμογής του φορολογικού συντελεστή του άρθρου 110, παράγραφος 1, στοιχείο c, σημείο ca, και 13,5 [HUF] ανά λίτρο στην περίπτωση εφαρμογής του φορολογικού συντελεστή του άρθρου 110, παράγραφος 1, στοιχείο c, σημείο cb.»

14

Σύμφωνα με το άρθρο 149, παράγραφος 1, του νόμου του 2016 για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ο νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2016. Εντούτοις, δυνάμει της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, τα άρθρα 3 και 113 του νόμου τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2017.

Ο νόμος για τις υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών

15

Το άρθρο 2, σημείο 29, του a személyszállítási szolgáltatásokról szóló 2012. évi XLI. törvény (νόμου XLI του 2012, για τις υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών) ορίζει τις δημόσιες επιβατικές μεταφορές ως τις υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1370/2007, οι οποίες εκτελούνται βάσει σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

16

Το άρθρο 2, σημείο 30, του νόμου αυτού ορίζει τις υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών ως τις μεταφορές επιβατών που πραγματοποιούνται με όχημα, κατά την έννοια του εν λόγω νόμου, βάσει σύμβασης και έναντι ανταλλάγματος, καθώς και τις παρεπόμενες υπηρεσίες.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

17

Η Tüke Busz είναι επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ουγγαρία, η οποία ασκεί δραστηριότητα μεταφοράς επιβατών με λεωφορείο βάσει σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

18

Το 2017, η εταιρία αυτή ζήτησε την επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που είχε χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο της εν λόγω δραστηριότητας.

19

Αφού η διεύθυνση προσφυγών διαπίστωσε ότι το αίτημα της Tüke Busz προς επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης δεν αφορούσε μόνο το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που είχε καταναλωθεί για την άσκηση αυτής καθεαυτήν της δραστηριότητας μεταφοράς αλλά, επιπλέον, το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που είχε καταναλωθεί κατά τη διάρκεια διαδρομών που συνδέονταν με τη συντήρηση και τον ανεφοδιασμό των σχετικών οχημάτων σε καύσιμα, η αρχή αυτή εξέδωσε απόφαση περί διαπίστωσης του παράνομου χαρακτήρα της επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που είχε χρησιμοποιηθεί για τις συγκεκριμένες διαδρομές και αύξησε, κατά συνέπεια, τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των ενεργειακών προϊόντων τον οποίον όφειλε η Tüke Busz για τους μήνες Ιανουάριο έως Δεκέμβριο του 2017.

20

Ενώπιον του Pécsi Törvényszék (δικαστηρίου του Pécs, Ουγγαρία), αιτούντος δικαστηρίου, η διεύθυνση προσφυγών υποστηρίζει ότι μόνον οι υπηρεσίες που συνδέονται με κύρια υποχρέωση μπορούν να χαρακτηριστούν ως παρεπόμενες υπηρεσίες. Στην περίπτωση των επιβατικών μεταφορών, ως τέτοιες μπορούν να χαρακτηριστούν οι υπηρεσίες που παρέχονται εξ επαχθούς αιτίας από τον μεταφορέα προς τους επιβάτες, όπως, μεταξύ άλλων, η μεταφορά αποσκευών, ποδηλάτων ή ζώων.

21

Αντιθέτως, δεδομένου ότι οι επιβάτες δεν αποτελούν τους αποδέκτες των υπηρεσιών επισκευής ή συντήρησης των οικείων οχημάτων, οι υπηρεσίες αυτές δεν εμπίπτουν στην έννοια της «παρεπόμενης υπηρεσίας».

22

Η διεύθυνση προσφυγών συνάγει εκ των ανωτέρω ότι δεν χωρεί επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης επί του πετρελαίου εσωτερικής καύσης που καταναλώνεται κατά τη διάρκεια των διαδρομών που πραγματοποιούνται για την επισκευή ή τη συντήρηση οχημάτων μεταφοράς επιβατών, διότι δεν πρόκειται για υπηρεσίες συνδεόμενες με την υπηρεσία μεταφοράς επιβατών.

23

Η Tüke Busz ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι, όσον αφορά τα λεωφορεία που λειτουργούν με φυσικό αέριο, το άρθρο 113, παράγραφος 3, του νόμου του 2016 για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης προβλέπει την επιστροφή του φόρου επί του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται για τη «δραστηριότητα», όχι δε μόνο για την εν στενή εννοία μεταφορά των επιβατών, με αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται η εφαρμογή διαφορετικού κανόνα όσον αφορά την επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης επί του πετρελαίου εσωτερικής καύσης.

24

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Pécsi Törvényszék (δικαστήριο του Pécs) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι συμβατές με τις διατάξεις της οδηγίας [2003/96] η απόφαση που εξέδωσε στην υπό κρίση υπόθεση η [διεύθυνση προσφυγών] και η πρακτική που ακολουθεί η ως άνω αρχή, σύμφωνα με τις οποίες “δεν εμπίπτει στην τακτική μεταφορά επιβατών η χιλιομετρική απόσταση η οποία πρέπει να διανυθεί για τη συντήρηση των μέσων τακτικής μεταφοράς επιβατών ή τον ανεφοδιασμό τους σε καύσιμα”;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Επί του παραδεκτού

25

Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση περί απαραδέκτου της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ορισμένα στοιχεία του πραγματικού και νομικού πλαισίου της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως περιεγράφη από το αιτούν δικαστήριο, στερούνται ακρίβειας. Ειδικότερα, στην απόφαση περί παραπομπής έχει παραλειφθεί η μνεία της νομικής βάσης στην οποία στηρίζεται η Tüke Busz για να επικαλεσθεί δικαίωμα επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης επί του πετρελαίου εσωτερικής καύσης που καταναλώνουν τα λεωφορεία τα οποία εκμεταλλεύεται, καθώς και του συντελεστή του οποίου την εφαρμογή ζητεί η εταιρία σχετικά με την επιστροφή του φόρου.

26

Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει τους λόγους που το ώθησαν να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 2003/96 ούτε τη σχέση που εκτιμά ότι υφίσταται μεταξύ της συγκεκριμένης οδηγίας και των διατάξεων του νόμου XLI του 2012 για τις υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών.

27

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, Elme Messer Metalurgs, C‑743/18, EU:C:2020:767, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28

Κατά πάγια επίσης νομολογία, την οποία απηχεί πλέον το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που να είναι χρήσιμη για τον εθνικό δικαστή επιβάλλει να ορίσει αυτός το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγήσει τις πραγματικές περιστάσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Η απόφαση περί παραπομπής πρέπει, επιπλέον, να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που ώθησαν τον εθνικό δικαστή να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να θεωρήσει αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, Elme Messer Metalurgs, C‑743/18, EU:C:2020:767, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Ωστόσο, λόγω του πνεύματος συνεργασίας που πρυτανεύει στις σχέσεις μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, η έλλειψη ορισμένων προγενέστερων διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου δεν έχει κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως εάν το Δικαστήριο εκτιμά, παρά τις ελλείψεις αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δικογραφία, ότι είναι σε θέση να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, Elme Messer Metalurgs, C‑743/18, EU:C:2020:767, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30

Εν προκειμένω, καίτοι θα ήταν ασφαλώς χρήσιμο το αιτούν δικαστήριο να έχει προσδιορίσει περαιτέρω το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το ερώτημά του καθώς και τους λόγους που το ώθησαν να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 2003/96, εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του περιεχομένου της διάταξης του δικαίου της Ένωσης της οποίας ζητείται η ερμηνεία, η εν λόγω έλλειψη ακρίβειας δεν εμποδίζει την επαρκή κατανόηση των περιστάσεων υπό τις οποίες ανακύπτει το ερώτημα.

31

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η Tüke Busz υποστηρίζει ενώπιόν του, κατ’ ουσίαν, ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 113, παράγραφος 3, του νόμου του 2016 για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, χωρεί επιστροφή του εν λόγω φόρου επί του πετρελαίου εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται για τις διαδρομές που συνδέονται με την επισκευή, τη συντήρηση ή τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα των οχημάτων με τα οποία εκτελείται το συγκεκριμένο είδος μεταφορών. Επομένως, η έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το ζήτημα αν αντιβαίνει στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/96 διάταξη του δικαίου κράτους μέλους ή πρακτική των φορολογικών αρχών του η οποία προβλέπει τέτοια επιστροφή. Τούτο θα συμβαίνει στην περίπτωση που το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται με τον ως άνω τρόπο δεν είναι δυνατόν να εμπίπτει στην έννοια του «εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό» κατά την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου 7. Συναφώς, παρά τις ανωτέρω ανακρίβειες, τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο σε σχέση με το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο καθιστούν δυνατή την εξέταση του ως άνω ζητήματος και την παροχή στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμης απάντησης για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

32

Κατά συνέπεια, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

33

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96 έχει την έννοια ότι το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που καταναλώνεται κατά τις διαδρομές που πραγματοποιούνται για την επισκευή, τη συντήρηση ή τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα των οχημάτων με τα οποία εκτελούνται μεταφορές επιβατών συνιστά «εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό», κατά τη συγκεκριμένη διάταξη.

34

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, για τον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θέσπισης μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να προσφέρει στοιχεία χρήσιμα για την ερμηνεία της.

35

Όσον αφορά, κατά πρώτον, το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96, σημειώνεται ότι από τη φράση «που χρησιμοποιείται ως προωθητικό για τους […] σκοπούς […] τη[ς], τακτική[ς] ή περιστασιακή[ς], μεταφορά[ς] επιβατών με μηχανοκίνητο όχημα των κατηγοριών Μ2 ή Μ3», σε συνδυασμό με το μέρος A, σημείο 1, του παραρτήματος II της οδηγίας 2007/46, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 678/2011, η οποία αντικατέστησε την οδηγία 70/156, προκύπτει ότι, για να εμπίπτει στη διάταξη αυτή, το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης πρέπει όχι μόνο να χρησιμοποιείται από όχημα το οποίο έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί για τη μεταφορά επιβατών, αλλά και να χρησιμοποιείται προς τον σκοπό της μεταφοράς επιβατών.

36

Επομένως, κατά την εν λόγω διάταξη, η έννοια του «εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό» απαιτεί την πλήρωση διττού κριτηρίου το οποίο στηρίζεται τόσο στην κατηγορία στην οποία εμπίπτει το οικείο μηχανοκίνητο όχημα όσο και στον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιείται το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Autoservizi Giordano, C‑513/18, EU:C:2020:59, σκέψη 20).

37

Συνεπώς, στη συγκεκριμένη έννοια εμπίπτει το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που καταναλώνεται από μηχανοκίνητο όχημα της κατηγορίας M2 ή M3 κατά τις διαδρομές που εξυπηρετούν άμεσα την παροχή υπηρεσίας μεταφοράς επιβατών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Vakarų Baltijos laivų statykla, C‑151/16, EU:C:2017:537, σκέψη 29). Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τη διαδρομή μεταξύ του αμαξοστασίου και του πρώτου σταθμού επιβίβασης επιβατών καθώς και όσον αφορά τη διαδρομή της επιστροφής στο αμαξοστάσιο μετά την αποβίβαση των επιβατών.

38

Αντιθέτως, δεδομένου ότι οι διαδρομές που πραγματοποιούνται αποκλειστικώς προς τον σκοπό της επισκευής, της συντήρησης ή του ανεφοδιασμού των οικείων οχημάτων σε καύσιμα πραγματοποιούνται, κατ’ αρχήν, «χωρίς φορτίο» και δεν προορίζονται για την επιβίβαση επιβατών, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «μεταφορά επιβατών», καθόσον δεν εξυπηρετούν άμεσα την παροχή υπηρεσίας μεταφοράς επιβατών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Vakarų Baltijos laivų statykla, C‑151/16, EU:C:2017:537, σκέψεις 30, 35 και 36).

39

Κατά δεύτερον, η ανωτέρω ερμηνεία ενισχύεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96.

40

Συναφώς, επισημαίνεται ότι η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου 7 προβλέπει ότι τα καύσιμα κινητήρων υπόκεινται σε ελάχιστα επίπεδα φορολογίας. Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 και το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, η οδηγία δεν έχει ως σκοπό την πλήρη εναρμόνιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια, αλλά, απλώς, τον καθορισμό εναρμονισμένων ελάχιστων επιπέδων φορολογίας.

41

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/96 ορίζει, επομένως, ότι η παρεχόμενη στα κράτη μέλη ευχέρεια να προβλέπουν διαφορετικά επίπεδα φορολογίας αναλόγως της εμπορικής ή μη εμπορικής χρήσης του πετρελαίου εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό υπόκειται στην τήρηση των ελάχιστων επιπέδων φορολογίας που καθορίζονται στη συγκεκριμένη οδηγία. Επιπλέον, η διάταξη αυτή απαγορεύει στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν, όσον αφορά το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης, φορολογικό συντελεστή κατώτερο από τον εθνικό φορολογικό συντελεστή που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 2003. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας δεν έπρεπε να συνεπάγεται τη μείωση του επιπέδου φορολογίας του εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσης.

42

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν χωρεί διασταλτική ερμηνεία της έννοιας του «εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό».

43

Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96, το οποίο, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 7, επιτρέπει στα κράτη μέλη, υπό ορισμένες περιστάσεις, να εφαρμόζουν, όσον αφορά το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται από τα μηχανοκίνητα οχήματα ή τους συνδυασμούς συζευγμένων οχημάτων που προορίζονται αποκλειστικά για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων, μειωμένο συντελεστή ο οποίος μπορεί να είναι κατώτερος από το εθνικό επίπεδο φορολογίας που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 2003. Ειδικότερα, τυχόν ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό» θα είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθεί αναλόγως το περιεχόμενο της παρέκκλισης αυτής, όπερ θα αντέβαινε στην αρχή σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις που εισάγουν παρεκκλίσεις, όπως το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96, πρέπει να ερμηνεύονται στενά.

44

Κατά τρίτον, η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως, επιβεβαιώνεται από τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η οδηγία. Ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 6, 12 και 20 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η οδηγία έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, να θέσει σε εφαρμογή απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος, ιδίως ενθαρρύνοντας τη μείωση της διαφοράς στη φορολογία μεταξύ του μη εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό και της βενζίνης. Υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 3 έως 5 και 19 της εν λόγω οδηγίας, η οδηγία έχει επίσης ως σκοπό την προσέγγιση των εθνικών επιπέδων φορολογίας του πετρελαίου εσωτερικής καύσης, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, να προαχθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Autoservizi Giordano, C‑513/18, EU:C:2020:59, σκέψεις 30 και 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45

Πλην όμως, η στενή ερμηνεία της έννοιας του «εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό» καθιστά δυνατή τη συμβολή στην υλοποίηση τόσο του ως άνω επιδιωκόμενου σκοπού περιβαλλοντικής πολιτικής, δεδομένου ότι περιορίζει τις δυνατότητες υπαγωγής σε μειωμένο συντελεστή και, ως εκ τούτου, παρέχει κίνητρα για τη μείωση της συνολικής κατανάλωσης καυσίμων, όσο και του σκοπού της προαγωγής της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, καθόσον διασφαλίζει μεγαλύτερη προσέγγιση των επιπέδων φορολογίας του πετρελαίου εσωτερικής καύσης.

46

Τέλος, κατά τέταρτον, η γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96 επιρρωννύεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας αυτής, από τις οποίες διαφαίνεται η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να οριοθετήσει αυστηρά τη δυνατότητα πρόβλεψης διαφοροποιημένων φορολογικών συντελεστών για το ίδιο προϊόν.

47

Ενώ το άρθρο 5, παράγραφος 1, της πρότασης οδηγίας του Συμβουλίου για την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων (ΕΕ 1997, C 139, σ. 14), κατά το οποίο «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν διαφοροποιημένους φορολογικούς συντελεστές ανάλογα με τη χρησιμοποίηση ή την ποιότητα ενός προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που ορίζονται την παρούσα οδηγία και ότι οι εν λόγω συντελεστές συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο», παρείχε στα κράτη μέλη σχετικά ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό των φορολογικών συντελεστών των ενεργειακών προϊόντων, το περιθώριο αυτό μειώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας. Πράγματι, το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/96 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, τηρουμένων των ελάχιστων επιπέδων φορολογίας που προβλέπει η οδηγία αυτή καθώς και τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, διαφοροποιημένους φορολογικούς συντελεστές μόνο στις περιοριστικώς απαριθμούμενες στο άρθρο αυτό περιπτώσεις.

48

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96 έχει την έννοια ότι το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που καταναλώνεται κατά τις διαδρομές που πραγματοποιούνται για την επισκευή, τη συντήρηση ή τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα των οχημάτων με τα οποία εκτελούνται μεταφορές επιβατών δεν συνιστά «εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό», κατά τη συγκεκριμένη διάταξη.

Επί των δικαστικών εξόδων

49

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, έχει την έννοια ότι το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που καταναλώνεται κατά τις διαδρομές που πραγματοποιούνται για την επισκευή, τη συντήρηση ή τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα των οχημάτων με τα οποία εκτελούνται μεταφορές επιβατών δεν συνιστά «εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό», κατά τη συγκεκριμένη διάταξη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.

Top