EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0308

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 25ης Απριλίου 2024.
Pesticide Action Network Europe (PAN Europe) κατά College voor de toelating van gewasbeschermingsmiddelen en biociden.
Αίτηση του College van Beroep voor het bedrijfsleven για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Άδεια για διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Εξέταση για αδειοδότηση – Άρθρο 36 – Περιθώριο εκτιμήσεως του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 2, σχετικά με την επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση αδειοδότησης βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1 – Άρθρο 44 – Ανάκληση ή τροποποίηση άδειας – Αρχή της προφύλαξης – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις.
Υπόθεση C-308/22.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:350

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 25ης Απριλίου 2024 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Άδεια για διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Εξέταση για αδειοδότηση – Άρθρο 36 – Περιθώριο εκτιμήσεως του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 2, σχετικά με την επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση αδειοδότησης βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1 – Άρθρο 44 – Ανάκληση ή τροποποίηση άδειας – Αρχή της προφύλαξης – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις»

Στην υπόθεση C‑308/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 3ης Μαΐου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Μαΐου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Pesticide Action Network Europe (PAN Europe)

κατά

College voor de toelating van gewasbeschermingsmiddelen en biociden,

παρισταμένης της:

Corteva Agriscience Netherlands BV, πρώην Dow AgroScience BV (Dow),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra και M. Gavalec (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Pesticide Action Network Europe (PAN Europe), εκπροσωπούμενη από τους H. Muilerman και G. Simon, εμπειρογνώμονες, καθώς και από τον M. R. J. Baneke, advocaat,

η Corteva Agriscience Netherlands BV, εκπροσωπούμενη από τις E. J. H. Gielen και N. E. Kuijer, advocaten,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Bulterman και C. S. Schillemans,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και R. Kanitz,

η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από την M. Browne, Chief State Solicitor, τον A. Joyce και την M. Lane, επικουρούμενους από τον D. Fennelly, BL,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Κ. Κώνστα, Ε.‑Ε. Κρόμπα, Ε. Λευθεριώτου και Μ. Τασσοπούλου,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. C. Becker και τον M. ter Haar,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 36, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 309, σ. 1), καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Pesticide Action Network Europe (PAN Europe) (στο εξής: PAN Europe) και του College voor de toelating van gewasbeschermingsmiddelen en biociden (Συμβουλίου για την Έγκριση Φυτοπροστατευτικών Προϊόντων και Βιοκτόνων, Κάτω Χώρες) (στο εξής: CTGB) με αντικείμενο την απόρριψη, εκ μέρους του CTGB, της ένστασης την οποία υπέβαλε η PAN Europe κατά της αποφάσεώς του να εγκρίνει την επέκταση της άδειας για τη διάθεση στην αγορά των Κάτω Χωρών του φυτοπροστατευτικού προϊόντος Closer, το οποίο περιέχει τη δραστική ουσία sulfoxaflor.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός 1107/2009

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 8, 9, 24, 25, 28 και 29 του κανονισμού 1107/2009 διαλαμβάνουν τα εξής:

«(5)

Για να απλουστευθεί η εφαρμογή της νέας πράξης και να εξασφαλισθεί η συνοχή σε όλα τα κράτη μέλη, η πράξη θα πρέπει να έχει τη μορφή κανονισμού.

[…]

(8)

Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, και ταυτόχρονα η εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας της Κοινότητας. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην προστασία των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των εγκύων, των βρεφών και των παιδιών. Θα πρέπει να τηρείται η αρχή της προφύλαξης και να εξασφαλίζεται μέσω του παρόντος κανονισμού ότι η βιομηχανία θα αποδεικνύει ότι οι ουσίες ή τα προϊόντα που παράγονται ή διατίθενται στην αγορά δεν έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον.

(9)

Προκειμένου να αρθούν κατά το δυνατόν τα εμπόδια στο εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία οφείλονται στα διαφορετικά επίπεδα προστασίας των κρατών μελών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να καθορίσει εναρμονισμένους κανόνες για την έγκριση των δραστικών ουσιών και τη διάθεση στην αγορά των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, στους οποίους θα περιλαμβάνονται και κανόνες για την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών και για το παράλληλο εμπόριο. Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι ως εκ τούτου να αυξηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων αυτών και η διαθεσιμότητά τους στα κράτη μέλη.

[…]

(24)

Οι διατάξεις που διέπουν την αδειοδότηση πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας. Ειδικότερα, κατά την αδειοδότηση για φυτοπροστατευτικά προϊόντα, θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος σε σχέση με τη βελτίωση της φυτικής παραγωγής. Συνεπώς, θα πρέπει να αποδεικνύεται, πριν από τη διάθεση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, ότι ωφελούν σαφώς τη φυτική παραγωγή και ότι δεν έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων, συμπεριλαμβανομένων των ευπαθών ομάδων, ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον.

(25)

Για λόγους προβλεψιμότητας, αποδοτικότητας και συνέπειας, θα πρέπει να εναρμονισθούν τα κριτήρια, οι διαδικασίες και οι όροι της αδειοδότησης φυτοπροστατευτικών προϊόντων, με συνεκτίμηση των γενικών αρχών της προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος.

[…]

(28)

Θα πρέπει να αυξηθεί η καλή διοικητική συνεργασία μεταξύ κρατών μελών σε όλα τα στάδια της διαδικασίας αδειοδότησης.

(29)

Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης είναι ένα από τα μέσα εξασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας. Προκειμένου να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των εργασιών, να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τη βιομηχανία και για τα κράτη μέλη και να υπάρξει πιο εναρμονισμένη διαθεσιμότητα των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, οι άδειες που χορηγούνται από ένα κράτος μέλος θα πρέπει να γίνονται δεκτές από άλλα κράτη μέλη, όταν οι γεωργικές, φυτοϋγειονομικές και περιβαλλοντικές (καθώς και κλιματικές) συνθήκες είναι συγκρίσιμες. Επομένως, η Κοινότητα θα πρέπει να χωρισθεί σε ζώνες στις οποίες επικρατούν αυτές οι συγκρίσιμες συνθήκες προκειμένου να διευκολυνθεί αυτή η αμοιβαία αναγνώριση. Ωστόσο, οι ιδιάζουσες περιβαλλοντικές ή γεωργικές συνθήκες του εδάφους ενός ή περισσότερων κρατών μελών ενδέχεται να επιβάλλουν ώστε, κατ’ αίτηση, τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν ή να τροποποιούν την άδεια που έχει εκδώσει άλλο κράτος μέλος, ή να μην αδειοδοτούν το φυτοπροστατευτικό προϊόν στο έδαφός τους, εάν αυτό δικαιολογείται λόγω ειδικών περιβαλλοντικών ή γεωργικών συνθηκών ή εάν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί το υψηλό επίπεδο προστασίας, τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό. Θα πρέπει επίσης να είναι δυνατό να επιβάλλονται κατάλληλες προϋποθέσεις σε σχέση με τους στόχους που καθορίζονται στο εθνικό σχέδιο δράσης που εγκρίνεται σύμφωνα με την οδηγία 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, [σχετικά με] τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη [ορθολογικής χρήσης των γεωργικών φαρμάκων (ΕΕ 2009, L 309, σ. 71)].»

4

Το άρθρο 1 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και σκοπός», προβλέπει στις παραγράφους 3 και 4 τα εξής:

«3.   Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος και η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, μέσω της εναρμόνισης των κανόνων σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων με παράλληλη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής.

4.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού βασίζονται στην αρχή της προφύλαξης, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι δραστικές ουσίες ή τα προϊόντα που διατίθενται στη αγορά δεν έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων [ή] στο περιβάλλον. Συγκεκριμένα, δεν επιτρέπεται να εμποδίζεται η εφαρμογή εκ μέρους των κρατών μελών της αρχής της προφύλαξης όταν υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα ως προς τους κινδύνους σε σχέση με την υγεία των ανθρώπων, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον που ενέχουν τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που πρόκειται να εγκριθούν στην επικράτειά τους.»

5

Το άρθρο 4 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Κριτήρια για την έγκριση δραστικών ουσιών», προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 4 τα εξής:

«1.   Μια δραστική ουσία εγκρίνεται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ όταν είναι δυνατόν να αναμένεται, με βάση τις σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια για την έγκριση που ορίζονται στα σημεία 2 και 3 του εν λόγω παραρτήματος, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω δραστική ουσία πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3.

Από την αξιολόγηση της δραστικής ουσίας καθορίζεται καταρχάς εάν πληρούνται τα κριτήρια έγκρισης που προβλέπονται στα σημεία 3.6.2 έως 3.6.4 και 3.7 του παραρτήματος ΙΙ. Εφόσον πληρούνται αυτά τα κριτήρια, η αξιολόγηση καθορίζει στη συνέχεια εάν πληρούνται και τα λοιπά κριτήρια έγκρισης που προβλέπονται στα σημεία 2 και 3 του παραρτήματος ΙΙ.

2.   Τα υπολείμματα των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, τα οποία προκύπτουν από εφαρμογή σύμφωνα με την ορθή πρακτική φυτοπροστασίας και σε ρεαλιστικές συνθήκες χρήσης, πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

δεν έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των ευπαθών ομάδων, ή στην υγεία των ζώων, λαμβάνοντας υπόψη γνωστές συσσωρευτικές και συνεργιστικές επιδράσεις όπου υπάρχουν επιστημονικές μέθοδοι, αποδεκτές από την [Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA)], για την αξιολόγηση των επιδράσεων αυτών, ή στα υπόγεια ύδατα·

β)

δεν έχουν μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον.

Για τα υπολείμματα που είναι σημαντικά από τοξικολογική, οικοτοξικολογική ή περιβαλλοντική άποψη ή αφορούν το πόσιμο ύδωρ, υπάρχουν μέθοδοι γενικής χρήσης για τη μέτρησή τους. Τα αναλυτικά πρότυπα πρέπει να είναι ευκόλως διαθέσιμα.

3.   Το φυτοπροστατευτικό προϊόν, εφόσον χρησιμοποιείται σύμφωνα με την ορθή πρακτική φυτοπροστασίας και σε ρεαλιστικές συνθήκες χρήσης, πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

είναι επαρκώς αποτελεσματικό·

β)

δεν έχει άμεσες ή με καθυστέρηση επιβλαβείς επιδράσεις ή μελλοντική βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων, περιλαμβανομένων των ευπαθών ομάδων, ή την υγεία των ζώων, άμεσα ή μέσω του πόσιμου νερού (λαμβάνοντας υπόψη τις ουσίες που δημιουργούνται από την επεξεργασία του ύδατος), των τροφίμων, των ζωοτροφών ή του αέρα, ή συνέπειες στο χώρο εργασίας ή άλλες έμμεσες επιδράσεις, λαμβάνοντας υπόψη γνωστές συσσωρευτικές και συνεργιστικές επιδράσεις όταν υπάρχουν επιστημονικές, αποδεκτές από την [EFSA], μέθοδοι αξιολόγησης των επιδράσεων αυτών, ή στα υπόγεια ύδατα·

γ)

δεν έχει μη αποδεκτή επίδραση στα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα·

δ)

δεν προκαλεί αδικαιολόγητους πόνους και ταλαιπωρίες στα σπονδυλωτά που πρέπει να ελεγχθούν·

ε)

δεν έχει μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες, όταν υπάρχουν επιστημονικές μέθοδοι, αποδεκτές από την [EFSA] για την αξιολόγηση των επιδράσεων αυτών […]:

[…]

4.   Οι απαιτήσεις των παραγράφων 2 και 3 αξιολογούνται σύμφωνα με ενιαίες αρχές, όπως αναφέρεται στο άρθρο 29 παράγραφος 6.»

6

Το άρθρο 6 του κανονισμού 1107/2009 ορίζει τους όρους και τους περιορισμούς στους οποίους μπορεί να υπόκειται μια έγκριση.

7

Το άρθρο 21 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επανεξέταση της έγκρισης», προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Σε περίπτωση που η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή συμπεραίνει ότι δεν πληρούνται πλέον τα κριτήρια έγκρισης που αναφέρονται στο άρθρο 4, ή ότι δεν έχουν προσκομισθεί οι απαιτούμενες πρόσθετες πληροφορίες βάσει του άρθρου 6 στοιχείο στ), εκδίδεται κανονισμός για την ανάκληση ή την τροποποίηση της έγκρισης με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 79 παράγραφος 3.

[…]»

8

Στο κεφάλαιο ΙΙΙ του κανονισμού 1107/2009, το οποίο τιτλοφορείται «Φυτοπροστατευτικά προϊόντα», συγκαταλέγεται το τμήμα 1, σχετικά με την άδεια, η δε επιγραφόμενη «Απαιτήσεις και περιεχόμενα» ενότητα 1 του τμήματος αυτού περιλαμβάνει τα άρθρα 28 έως 32 του κανονισμού.

9

Το άρθρο 28 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άδεια για διάθεση στην αγορά και χρήση», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν δεν διατίθεται στην αγορά ούτε χρησιμοποιείται, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, αν δεν έχει αδειοδοτηθεί στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με τον κανονισμό.

10

Το άρθρο 29 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις για την άδεια διάθεσης στην αγορά», προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 50, χορηγείται άδεια σε φυτοπροστατευτικό προϊόν μόνον όταν, σύμφωνα με τις ενιαίες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 6, συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

οι δραστικές ουσίες, τα αντιφυτοτοξικά και τα συνεργιστικά που περιέχει έχουν εγκριθεί·

[…]

ε)

βάσει των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 3·

[…].

6.   Οι ενιαίες αρχές για την αξιολόγηση και την αδειοδότηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων περιέχουν τις απαιτήσεις του παραρτήματος VI της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ 1991, L 230, σ. 1)], και ορίζονται στους κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 79 παράγραφος 2, χωρίς ουσιαστικές τροποποιήσεις. Οι επόμενες τροποποιήσεις των εν λόγω κανονισμών θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

Με βάση αυτές τις αρχές, κατά την αξιολόγηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων λαμβάνεται υπόψη η αλληλεπίδραση μεταξύ της δραστικής ουσίας, των αντιφυτοτοξικών, των συνεργιστικών και των βοηθητικών.»

11

Το άρθρο 31 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιεχόμενο των αδειών», προβλέπει τα εξής:

«1.   Στην άδεια ορίζονται τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και οι μη γεωργικές περιοχές (παραδείγματος χάριν σιδηρόδρομοι, δημόσιοι χώροι, αποθηκευτικοί χώροι) και οι σκοποί για τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιείται το φυτοπροστατευτικό προϊόν.

2.   Στην άδεια ορίζονται οι απαιτήσεις που σχετίζονται με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος. Οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον τους όρους χρήσης που απαιτούνται για να τηρούνται οι όροι και οι απαιτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό για την έγκριση των δραστικών ουσιών, των αντιφυτοτοξικών και των συνεργιστικών.

[…]

3.   Οι απαιτήσεις της παραγράφου 2 περιλαμβάνουν επίσης, εφόσον απαιτείται:

α)

μέγιστη δόση ανά εκτάριο σε κάθε εφαρμογή·

β)

το χρονικό διάστημα μεταξύ της τελευταίας εφαρμογής και της συγκομιδής·

γ)

το μέγιστο αριθμό των εφαρμογών κατ’ έτος.

4.   Οι απαιτήσεις της παραγράφου 2 μπορούν να περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

περιορισμό όσον αφορά τη διανομή και τη χρήση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος […]·

β)

υποχρέωση ενημέρωσης, πριν από τη χρήση του προϊόντος, τυχόν γειτόνων που ενδέχεται να εκτεθούν στο νέφος ψεκασμού και οι οποίοι έχουν ζητήσει να ενημερωθούν·

γ)

υποδείξεις για τη σωστή χρήση σύμφωνα με τις αρχές της ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών […]·

δ)

χαρακτηρισμό κατηγοριών των χρηστών, όπως επαγγελματίες και μη επαγγελματίες·

ε)

εγκεκριμένη ετικέτα·

στ)

το διάστημα μεταξύ εφαρμογών·

ζ)

το διάστημα μεταξύ της τελευταίας εφαρμογής και της κατανάλωσης του φυτικού προϊόντος εφόσον είναι σκόπιμο·

η)

το διάστημα επανεισόδου·

θ)

το μέγεθος και τα υλικά της συσκευασίας.»

12

Η επιγραφόμενη «Διαδικασία» ενότητα 2, η οποία περιλαμβάνεται στο τμήμα 1, σχετικά με την άδεια, του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού 1107/2009, περιλαμβάνει τα άρθρα 33 έως 39.

13

Το άρθρο 33 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αίτηση άδειας ή τροποποίηση άδειας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο αιτών που επιθυμεί να διαθέσει ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά υποβάλλει αίτηση αδείας ή τροποποίησης αδείας, αυτοπροσώπως ή μέσω εκπροσώπου του, σε κάθε κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθεί το φυτοπροστατευτικό προϊόν.»

14

Το άρθρο 35 του κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση», έχει ως ακολούθως:

«Η αίτηση εξετάζεται από το κράτος μέλος το οποίο προτείνει ο αιτών, εκτός εάν ένα άλλο κράτος μέλος της ίδιας ζώνης συμφωνήσει να την εξετάσει. Το κράτος μέλος που θα εξετάσει την αίτηση ενημερώνει τον αιτούντα.

Κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους που εξετάζει την αίτηση, τα άλλα κράτη μέλη της ίδιας ζώνης στα οποία υποβλήθηκε αίτηση, συνεργάζονται, προκειμένου να εξασφαλισθεί δίκαιη κατανομή του φόρτου εργασίας.

Τα άλλα κράτη μέλη της ζώνης στα οποία υποβλήθηκε αίτηση απέχουν από την περαιτέρω διερεύνηση του φακέλου, εν αναμονή της αξιολόγησης από το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση.

Σε περίπτωση που μια αίτηση έχει υποβληθεί σε περισσότερες από μία ζώνες, τα κράτη μέλη που αξιολογούν την αίτηση συμφωνούν σχετικά με την αξιολόγηση των δεδομένων που δεν συνδέονται με τις περιβαλλοντικές και γεωργικές συνθήκες.»

15

Κατά το άρθρο 36 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξέταση για αδειοδότηση»:

«1.   Το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση διενεργεί ανεξάρτητη, αντικειμενική και διαφανή αξιολόγηση, με βάση τις τελευταίες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις χρησιμοποιώντας κατευθυντήρια έγγραφα που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Παρέχει σε όλα τα κράτη μέλη στην ίδια ζώνη τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις οι οποίες εξετάζονται κατά την αξιολόγηση.

Εφαρμόζει τις ενιαίες αρχές για την αξιολόγηση και την αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 6, προκειμένου, κατά το δυνατόν, να διαπιστωθεί κατά πόσον το φυτοπροστατευτικό προϊόν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 29 στην ίδια ζώνη, όταν χρησιμοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 55 και σε ρεαλιστικές συνθήκες χρήσης.

Το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση καθιστά διαθέσιμη την αξιολόγησή του στα άλλα κράτη μέλη της ίδιας ζώνης. Η μορφή της έκθεσης αξιολόγησης καθορίζεται με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 79 παράγραφος 2.

2.   Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη χορηγούν ή αρνούνται να χορηγήσουν άδειες βάσει των συμπερασμάτων της αξιολόγησης του κράτους μέλους που εξέτασε την αίτηση, όπως προβλέπεται στα άρθρα 31 και 32.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 και με την επιφύλαξη του κοινοτικού δικαίου, είναι δυνατόν να επιβάλλονται κατάλληλοι όροι όσον αφορά τις απαιτήσεις του άρθρου 31 παράγραφοι 3 και 4 και τα λοιπά μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου που απορρέουν από ειδικές συνθήκες χρήσης.

Όταν οι ανησυχίες ενός κράτους μέλους όσον αφορά την υγεία των ανθρώπων, των ζώων ή το περιβάλλον δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με τη θέσπιση των εθνικών μέτρων άμβλυνσης του κινδύνου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το κράτος μέλος δύναται να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια στο φυτοπροστατευτικό προϊόν στο έδαφός του εάν, λόγω των ειδικών περιβαλλοντικών ή γεωργικών συνθηκών του, έχει αιτιολογημένους λόγους να πιστεύει ότι το υπό εξέταση προϊόν εξακολουθεί να παρουσιάζει απαράδεκτους κινδύνους για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων ή για το περιβάλλον.

Το εν λόγω κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως τον αιτούντα και την Επιτροπή για την απόφασή του και παρέχει σχετική τεχνική ή επιστημονική αιτιολόγηση.

Τα κράτη μέλη προβλέπουν τη δυνατότητα προσβολής απόφασης απόρριψης της αδειοδότησης του προϊόντος ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ή άλλων οργάνων προσφυγής.»

16

Η επιγραφόμενη «Ανανέωση, [ανάκληση και τροποποίηση]» ενότητα 4, η οποία περιλαμβάνεται στο τμήμα 1, σχετικά με την άδεια, του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού 1107/2009, περιλαμβάνει τα άρθρα 43 έως 46.

17

Το άρθρο 44 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανάκληση ή τροποποίηση άδειας», έχει ως ακολούθως:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθεωρούν μια άδεια οποτεδήποτε υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν πληρούνται πλέον οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29.

[…]

2.   Όταν ένα κράτος μέλος προτίθεται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει μια άδεια, ενημερώνει τον κάτοχο της άδειας και του παρέχει τη δυνατότητα να υποβάλει σχόλια ή περαιτέρω πληροφοριακά στοιχεία.

3.   Το κράτος μέλος ανακαλεί ή τροποποιεί την άδεια, ανάλογα με την περίπτωση, όταν:

α)

δεν πληρούνται ή έχουν παύσει να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 29·

β)

υποβλήθηκαν πλαστά ή παραπλανητικά στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια·

γ)

δεν τηρήθηκε όρος που περιλαμβανόταν στην άδεια·

δ)

βάσει των εξελίξεων των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, ο τρόπος χρήσης και οι χρησιμοποιούμενες ποσότητες δύνανται να τροποποιούνται· ή

ε)

ο κάτοχος της άδειας δεν συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

4.   Όταν ένα κράτος μέλος ανακαλεί ή τροποποιεί μια άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 3, ενημερώνει αμέσως τον κάτοχο της άδειας, τα άλλα κράτη μέλη, την Επιτροπή και την [EFSA]. Τα άλλα κράτη μέλη που ανήκουν στην ίδια ζώνη ανακαλούν ή τροποποιούν την άδεια ανάλογα, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές συνθήκες και τα μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου, εκτός των περιπτώσεων όπου έχουν εφαρμοσθεί το δεύτερο, το τρίτο ή το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 36 παράγραφος 3. Το άρθρο 46 εφαρμόζεται, ανάλογα με την περίπτωση.»

18

Κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, του κανονισμού:

«Ο κάτοχος άδειας φυτοπροστατευτικού προϊόντος κοινοποιεί αμέσως στα κράτη μέλη που χορήγησαν άδεια κάθε νέα πληροφορία σχετικά με το εκάστοτε φυτοπροστατευτικό προϊόν, τη δραστική ουσία, τους μεταβολίτες της, αντιφυτοτοξικό, συνεργιστικό ή βοηθητικό που περιέχεται στο φυτοπροστατευτικό προϊόν, σύμφωνα με τις οποίες το προϊόν δεν συμμορφώνεται πλέον με τα κριτήρια των άρθρων 29 και 4, αντίστοιχα.»

19

Το κεφάλαιο IX του κανονισμού 1107/2009, το οποίο επιγράφεται «Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης», περιλαμβάνει τα άρθρα 69 έως 71.

20

Το άρθρο 69 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έκτακτα μέτρα», έχει ως εξής:

«Εάν είναι σαφές ότι μια εγκεκριμένη δραστική ουσία, αντιφυτοτοξικό, συνεργιστικό ή βοηθητικό, ή ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν που έχει αδειοδοτηθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό είναι πιθανό να συνιστά σοβαρό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον και ότι αυτός ο κίνδυνος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά με τα μέτρα που λαμβάνουν το ή τα οικεία κράτη μέλη, λαμβάνονται αμέσως μέτρα για τον περιορισμό ή την απαγόρευση της χρήσης ή/και της πώλησης της εν λόγω ουσίας ή του προϊόντος, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 79 παράγραφος 3, είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής είτε κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους. Πριν από τη λήψη αυτών των μέτρων, η Επιτροπή εξετάζει τα διαθέσιμα στοιχεία και μπορεί να ζητεί τη γνώμη της [EFSA]. Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να χορηγείται η εν λόγω γνώμη.»

21

Το κεφάλαιο X του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διοικητικές και δημοσιονομικές διατάξεις», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 77, το οποίο επιγράφεται «Έγγραφα κατευθυντήριων γραμμών» και προβλέπει τα ακόλουθα:

«Σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 79 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ή να τροποποιεί τα τεχνικά έγγραφα και κάθε άλλο έγγραφο κατευθυντήριων γραμμών όπως επεξηγηματικές σημειώσεις ή έγγραφα καθοδήγησης σχετικά με το περιεχόμενο της εφαρμογής όσον αφορά τους μικροοργανισμούς, τις φερομόνες και τα βιολογικά προϊόντα, με σκοπό την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την [EFSA] να συντάξει αυτά τα κείμενα κατευθυντήριων γραμμών ή να συμβάλει στη σύνταξή τους.»

22

Κατά το άρθρο 84, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δʹ, του κανονισμού:

«Μέχρι τις 14 Ιουνίου 2011, η Επιτροπή εκδίδει τους ακόλουθους κανονισμούς:

[…]

δ)

κανονισμό σχετικά με τις ενιαίες αρχές εκτίμησης κινδύνου για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 36».

23

Το παράρτημα Ι του κανονισμού 1107/2009 καθορίζει τρεις ζώνες για την αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων (τη Βόρεια Ζώνη A, την Κεντρική Ζώνη Β και τη Νότια Ζώνη Γ) και ορίζει τα κράτη μέλη που ανήκουν σε καθεμία από τις ζώνες αυτές.

24

Το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού αφορά τη διαδικασία και τα κριτήρια για την έγκριση δραστικών ουσιών, αντιφυτοτοξικών και συνεργιστικών σύμφωνα με το κεφάλαιο II.

Ο κανονισμός (ΕΕ) 546/2011

25

Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 546/2011 της Επιτροπής, της 10ης Ιουνίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις ενιαίες αρχές για την αξιολόγηση και την αδειοδότηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ 2011, L 155, σ. 127), ο οποίος εκδόθηκε επί τη βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 6, και του άρθρου 84 του κανονισμού 1107/2009:

«Οι ενιαίες αρχές για την αξιολόγηση και αδειοδότηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που προβλέπονται στο άρθρο 29 παράγραφος 6 του κανονισμού [1107/2009] καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.»

26

Το μέρος Ι του παραρτήματος του κανονισμού 546/2011, σχετικά με τις «[ε]νιαίες αρχές για την αξιολόγηση και την αδειοδότηση χημικών φυτοπροστατευτικών προϊόντων», περιλαμβάνει τον επιγραφόμενο «Εισαγωγή» τίτλο Α, του οποίου το σημείο 2 έχει ως ακολούθως:

«Κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων και τη χορήγηση αδειών, τα κράτη μέλη:

[…]

γ)

λαμβάνουν υπόψη και άλλες τεχνικές ή επιστημονικές πληροφορίες που μπορούν ευλόγως να έχουν στη διάθεσή τους όσον αφορά την επίδοση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος ή τις πιθανές δυσμενείς επιδράσεις του, των συστατικών του ή των υπολειμμάτων του.»

27

Το μέρος Ι περιλαμβάνει επίσης τον επιγραφόμενο «Αξιολόγηση» τίτλο Β, του οποίου το σημείο 1.1 ορίζει τα εξής:

«Λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, τα κράτη μέλη αξιολογούν τις πληροφορίες που αναφέρονται [στον τίτλο Α, σημείο 2], και ειδικότερα:

α)

αξιολογούν την αποτελεσματικότητα και τη φυτοτοξικότητα του φυτοπροστατευτικού προϊόντος για κάθε χρήση για την οποία ζητείται έγκριση, και

β)

εντοπίζουν τους κινδύνους, αξιολογούν τη σημασία τους και καταλήγουν σε εκτίμηση του πιθανού κινδύνου για τον άνθρωπο, τα ζώα ή το περιβάλλον.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

28

Το Closer είναι φυτοπροστατευτικό προϊόν το οποίο περιέχει τη δραστική ουσία sulfoxaflor.

29

Η sulfoxaflor εγκρίθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως δραστική ουσία, βάσει του κανονισμού 1107/2009, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/1295 της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2015, για την έγκριση της δραστικής ουσίας sulfoxaflor, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, και για την τροποποίηση του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 199, σ. 8), υπό την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται στο παράρτημα Ι του εκτελεστικού κανονισμού 2015/1295.

30

Στις 30 Απριλίου 2015 η Dow AgroScience BV (Dow), νυν Corteva Agriscience Netherlands BV (στο εξής: Corteva), υπέβαλε αίτηση στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών για την επέκταση της άδειας για τη διάθεση στην αγορά του Closer, ώστε να περιλαμβάνει και τη χρήση του στην καλλιέργεια λάχανου και πατάτας στην ύπαιθρο. Η Corteva υπέβαλε επίσης την ίδια αίτηση, όσον αφορά την Κεντρική Ζώνη Β, στην οποία περιλαμβάνονται το Βέλγιο, η Τσεχική Δημοκρατία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ουγγαρία, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Σλοβακία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

31

Ως κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση αδειοδότησης για διάθεση στην αγορά δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, η Ιρλανδία προέβη, σε συνεργασία με τα άλλα κράτη μέλη, στην επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων που εγκυμονεί το Closer. Η εξέταση που αφορούσε τις επιδράσεις στις μέλισσες διενεργήθηκε βάσει του κατευθυντηρίου εγγράφου της EFSA σχετικά με την εδαφική οικοτοξικότητα, το οποίο δημοσιεύθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2002. Η Ιρλανδία ολοκλήρωσε την εξέτασή της το 2016.

32

Στο πλαίσιο της εν λόγω επιστημονικής αξιολόγησης των κινδύνων, η Ιρλανδία δεν χρησιμοποίησε το έγγραφο με τίτλο «Guidance Document on the risk assessment of plant protection products on bees» (κατευθυντήριο έγγραφο για την εκτίμηση των κινδύνων για τις μέλισσες, στο εξής: κατευθυντήριο έγγραφο του 2013), το οποίο δημοσιεύθηκε στις 4 Ιουλίου 2013 και το οποίο κατάρτισε η EFSA κατόπιν σχετικού αιτήματος εκ μέρους της Επιτροπής το 2011.

33

Στηριζόμενο στη διενεργηθείσα από την Ιρλανδία επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων, το CTGB επέκτεινε, με απόφαση της 5ης Απριλίου 2019, την άδεια του Closer ώστε να περιλαμβάνει και τη χρήση του στις υπαίθριες καλλιέργειες λάχανου και πατάτας, θέτοντας συγχρόνως έναν περιορισμό ο οποίος έχει ως εξής:

«Επικίνδυνο για τις μέλισσες και τους βομβίνους. Για την προστασία των μελισσών και άλλων εντόμων επικονίασης, μην εφαρμόζετε το προϊόν αυτό κατά την ανθοφορία των καλλιεργειών ή σε καλλιέργειες που δεν βρίσκονται υπό ανθοφορία κατά την περίοδο που προσελκύουν σε μεγάλο βαθμό μέλισσες και βομβίνους. Η εφαρμογή επιτρέπεται μόνο μετά την ανθοφορία της πατατοκαλλιέργειας. Μη χρησιμοποιείτε το προϊόν αυτό κοντά σε ζιζάνια σε ανθοφορία. Εκριζώστε τα ζιζάνια προτού ανθίσουν.»

34

Η PAN Europe άσκησε ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία απορρίφθηκε από το CTGB με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2020.

35

Κατόπιν τούτου, η PAN Europe άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 5ης Φεβρουαρίου 2020 ενώπιον του College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικού εφετείου αρμόδιου επί οικονομικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

36

Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η PAN Europe ισχυρίζεται ότι το CTGB δεν έπρεπε να επεκτείνει την άδεια του Closer ώστε να περιλαμβάνει και τη ζητηθείσα χρήση στην αγορά των Κάτω Χωρών. Υποστηρίζει ότι η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων την οποία διενήργησε η Ιρλανδία, και την οποία έλαβε υπόψη το CTGB, δεν βασίστηκε στις τελευταίες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Η αξιολόγηση αυτή έπρεπε να βασιστεί στο κατευθυντήριο έγγραφο του 2013, στο οποίο αναφέρονται νέες επιστημονικές γνώσεις. Κατά την PAN Europe, παραλείποντας να λάβει υπόψη το έγγραφο αυτό, το CTGB υπονόμευσε το υψηλό επίπεδο προστασίας που επιδιώκει ο κανονισμός 1107/2009. Η PAN Europe προσθέτει ότι μια επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων ενός προϊόντος μπορεί να βασιστεί σε κάθε νέα επιστημονική ή τεχνική γνώση, ανεξάρτητα από την πηγή ή το έγγραφο από το οποίο απορρέει. Επιπλέον, από την αρχή της προφύλαξης συνάγεται ότι, σε περίπτωση αβεβαιότητας ως προς τις επιδράσεις ενός προϊόντος, επιβάλλεται η διενέργεια περαιτέρω ερευνών προτού καταστεί δυνατό να χορηγηθεί άδεια.

37

Το CTGB προβάλλει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι μια αίτηση αδειοδότησης για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά πρέπει να εξετάζεται βάσει της ισχύουσας κατά το χρονικό σημείο υποβολής της σχετικής αιτήσεως νομοθεσίας, στο μέτρο που η ασφάλεια δικαίου επιτάσσει να είναι σε θέση ο αιτών να γνωρίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί κατά το χρονικό αυτό σημείο. Ισχυρίζεται επίσης ότι το κατευθυντήριο έγγραφο του 2013 δεν ήταν «διαθέσιμο», κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, αφ’ ης στιγμής δεν είχε ακόμη «εγκριθεί» από την Επιτροπή, λόγω της επιστημονικής αβεβαιότητας και της έλλειψης συναίνεσης μεταξύ των κρατών μελών. Εν πάση περιπτώσει, οι συνδεόμενοι με τη χρήση του Closer κίνδυνοι εξαλείφονται, κατά την άποψή του, χάρη στον περιορισμό που συμπεριέλαβε το CTGB στην απόφαση της 5ης Απριλίου 2019 και που παρατέθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, καθόσον δεν χορηγήθηκε άδεια για τις καλλιέργειες υπό ανθοφορία.

38

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, εάν το κράτος μέλος που αποφασίζει να χορηγήσει άδεια για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά (στο εξής: ενδιαφερόμενο κράτος μέλος) μπορεί να διενεργήσει τη δική του αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει ένα τέτοιο προϊόν οσάκις το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 έχει ήδη διενεργήσει μια τέτοια αξιολόγηση σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ή εάν, βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεσμεύεται από την εν λόγω αξιολόγηση για τους σκοπούς της αδειοδότησης του προϊόντος, χωρίς να δύναται να προβεί στη δική του αξιολόγηση.

39

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 36 του κανονισμού προβλέπει ότι, κατά παρέκκλιση από την παράγραφό του 2, είναι δυνατόν να επιβάλλονται κατάλληλοι όροι όσον αφορά την τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 31, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού, καθώς και τα λοιπά μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου, που όμως πρέπει να απορρέουν από ειδικές συνθήκες χρήσης. Όμως, τούτο δεν ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο μέτρο που η συζήτηση αφορά το εάν η επίμαχη αξιολόγηση των κινδύνων πρέπει να διενεργηθεί βάσει του κατευθυντήριου εγγράφου της EFSA σχετικά με την εδαφική οικοτοξικότητα, το οποίο δημοσιεύθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2002, ή βάσει του κατευθυντήριου εγγράφου του 2013. Εν πάση περιπτώσει, εκτιμώντας ότι τυχόν υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 θα αντέκειτο στην αρχή της προφύλαξης, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δεσμεύεται από την αξιολόγηση αυτή.

40

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν, σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεσμεύεται από την εν λόγω αξιολόγηση, μπορεί να θεωρηθεί ότι τούτο συνάδει προς το προβλεπόμενο στο άρθρο 47 του Χάρτη δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και, ειδικότερα, εάν η αξιολόγηση την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 μπορεί να προσβληθεί ενώπιον των δικαστηρίων του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Συναφώς, επισημαίνει ότι, κατά το ολλανδικό δίκαιο, σε περίπτωση που διοικητική ένσταση βάλλει κατά της αξιολόγησης των κινδύνων την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, το CTGB πρέπει να επανεξετάζει εις βάθος την αξιολόγηση αυτή. Εάν, κατά την άποψή του, η αιτιολογία μιας τέτοιας αξιολόγησης είναι ανεπαρκής, πρέπει να μπορεί να την υποκαταστήσει με τη δική του αιτιολογία.

41

Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση των κινδύνων την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, το κράτος μέλος αυτό υποχρεούται να επανεξετάσει την εν λόγω αξιολόγηση ή εάν εναπόκειται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, κατόπιν διαβουλεύσεων με το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, ή και χωρίς διαβούλευση, να προβεί το ίδιο σε νέα αξιολόγηση. Στο μέτρο που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θα δικαιούτο να προβεί στη δική του αξιολόγηση, τίθεται το ζήτημα εάν τούτο θίγει τις αρχές της ομοιομορφίας και της εναρμόνισης στις οποίες βασίζεται ο κανονισμός 1107/2009.

42

Τέταρτον, αναφερόμενο στην έγκριση των κατευθυντήριων εγγράφων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 77 του κανονισμού 1107/2009, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ερμηνευθεί η φράση «με βάση τις τελευταίες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις χρησιμοποιώντας κατευθυντήρια έγγραφα που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης», η οποία περιέχεται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009. Επισημαίνει ότι η φράση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτεί από το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει της διατάξεως αυτής να διενεργεί την αξιολόγησή του λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικά και μόνον τα κατευθυντήρια έγγραφα που έχουν ήδη εγκριθεί από την Επιτροπή, ακόμη και αν οι επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις που περιέχονται σε αυτά ενδέχεται να μην είναι πλέον, έστω για κάποια από αυτά, επικαιροποιημένες.

43

Πέμπτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 δεν δύναται να περιοριστεί στο να στηρίξει την αξιολόγησή του στα κατευθυντήρια έγγραφα που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν αρκεί να διενεργήσει το εν λόγω κράτος την αξιολόγηση αυτή επί τη βάσει κατευθυντήριου εγγράφου του οποίου τα δεδομένα είναι ήδη διαθέσιμα, πλην όμως το έγγραφο αυτό δεν έχει ακόμη εγκριθεί από την Επιτροπή, ή εάν πρέπει να λάβει επίσης υπόψη όλες τις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ακόμη και αν δεν εκτίθενται στα κατευθυντήρια έγγραφα. Επισημαίνει συναφώς ότι, για τους σκοπούς της χορήγησης άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά, το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει την απαίτηση να συμμορφώνεται το εν λόγω προϊόν, βάσει των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, με τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού. Πλην όμως, στη διάταξη αυτή δεν γίνεται μνεία στα κατευθυντήρια έγγραφα. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η αρχή της προφύλαξης συνηγορεί επίσης υπέρ της συνεκτίμησης όλων των διαθέσιμων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, δεδομένου ότι η αρχή αυτή επιβάλλει μια συνολική εκτίμηση βάσει των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και των πλέον πρόσφατων αποτελεσμάτων της διεθνούς έρευνας.

44

Υπό τις συνθήκες αυτές, το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Δύναται το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, το οποίο αποφασίζει για τη χορήγηση άδειας σε φυτοπροστατευτικό προϊόν σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού [1107/2009], να αποκλίνει από την αξιολόγηση του κράτους μέλους-εισηγητή ζώνης, το οποίο εξέτασε την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του [κανονισμού αυτού] και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, σε ποιον βαθμό;

2)

Σε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να αποκλίνει ή δύναται να αποκλίνει μόνο σε περιορισμένο βαθμό, ποια μορφή προσλαμβάνει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη; Μπορεί, στην περίπτωση αυτή, να αμφισβητηθεί πλήρως η ορθότητα της αξιολόγησης του κράτους μέλους‑εισηγητή ζώνης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους;

3)

Σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή το δικαστήριο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση του κράτους μέλους-εισηγητή ζώνης δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, σε ποιον βαθμό οφείλει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να συμπεριλάβει το κράτος μέλος-εισηγητή ζώνης στους μετέχοντες στην κατάρτιση επαρκώς αιτιολογημένης αξιολόγησης;

4)

Δύναται το κράτος μέλος-εισηγητής ζώνης να περιοριστεί σε αξιολόγηση που βασίζεται αποκλειστικά σε εγκριθέντα κατευθυντήρια έγγραφα, ακόμη και αν οι επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις που περιέχονται σε αυτά δεν είναι πλέον απολύτως επικαιροποιημένες;

5)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο προηγούμενο προδικαστικό ερώτημα, μπορεί το κράτος μέλος-εισηγητής ζώνης να στηριχθεί επιπλέον μόνο σε επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις που περιέχονται σε κατευθυντήρια έγγραφα τα οποία έχουν ήδη καταρτιστεί, αλλά δεν έχουν ακόμη εγκριθεί, ή πρέπει το κράτος μέλος αυτό να λάβει υπόψη όλες τις διαθέσιμες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ακόμη και αν δεν περιέχονται σε κατευθυντήρια έγγραφα;»

Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας

45

Κατόπιν της αναπτύξεως των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, η Corteva, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Οκτωβρίου 2023, ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

46

Δυνάμει της διατάξεως αυτής, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας ή την επανάληψή της, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς, ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου ή ακόμη όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένων.

47

Στην αίτησή της, η Corteva ισχυρίζεται ότι οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέα δεν είναι διατυπωμένες με αμεροληψία, ότι περιέχουν contra legem ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία της νομολογίας του Δικαστηρίου και ότι βάσει των προτεινομένων σε αυτές απαντήσεων δεν καθίσταται δυνατόν να δοθεί απάντηση στα υπό κρίση προδικαστικά ερωτήματα.

48

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσία, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του, προκειμένου να συνδράμει το Δικαστήριο στην εκπλήρωση του έργου του, το οποίο συνίσταται στη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών.

49

Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Περαιτέρω, ούτε ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε ο Κανονισμός Διαδικασίας του προβλέπουν ότι οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα. Επομένως, η διαφωνία οποιουδήποτε από τους ενδιαφερομένους με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν συνιστά per se επαρκή λόγο για την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, LACD, C‑133/22, EU:C:2023:710, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50

Εν προκειμένω, αφ’ ης στιγμής η Corteva απλώς αμφισβητεί ορισμένα σημεία των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα και απλώς διατυπώνει παρατηρήσεις επί του περιεχομένου τους, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

51

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 36 του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι το κράτος μέλος που λαμβάνει απόφαση σχετική με τη χορήγηση άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά, βάσει του άρθρου 36, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού, δύναται να αποκλίνει από την επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων που σχετίζονται με το εν λόγω προϊόν την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση για μια τέτοια αδειοδότηση, βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού.

52

Το κεφάλαιο ΙΙΙ του κανονισμού 1107/2009 αφορά τα «Φυτοπροστατευτικά προϊόντα». Το τμήμα 1 του κεφαλαίου αυτού διέπει τις σχετικές με τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα άδειες. Η ενότητα 1 του τμήματος αυτού, η οποία περιλαμβάνει τα άρθρα 28 έως 32 του κανονισμού, ρυθμίζει τις απαιτήσεις στις οποίες υπόκεινται οι άδειες αυτές και το περιεχόμενό τους. Όσον αφορά την ενότητα 2 του τμήματος αυτού, η οποία περιλαμβάνει τα άρθρα 33 έως 39 του κανονισμού, αυτή διέπει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται.

53

Από το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 προκύπτει ότι ο αιτών υποχρεούται να υποβάλει αίτηση αδείας σε κάθε κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθεί το φυτοπροστατευτικό προϊόν. Κατά το άρθρο 35, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού, η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, ήτοι από το κράτος μέλος το οποίο προτείνει ο αιτών, εκτός εάν ένα άλλο κράτος μέλος της ίδιας ζώνης συμφωνήσει να την εξετάσει.

54

Σύμφωνα με το άρθρο 35, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού, τα άλλα κράτη μέλη της ίδιας ζώνης συνεργάζονται, προκειμένου να εξασφαλισθεί δίκαιη κατανομή του φόρτου εργασίας. Τα συγκεκριμένα κράτη μέλη έχουν επίσης τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους οι οποίες θα εξεταστούν κατά την αξιολόγηση των κινδύνων που σχετίζονται με το εν λόγω προϊόν.

55

Ωστόσο, η αξιολόγηση των κινδύνων βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1107/2009 διενεργείται αποκλειστικά από το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση αδείας δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού, χωρίς να απαιτείται η έγκριση της αξιολόγησης αυτής από τα άλλα κράτη μέλη που ανήκουν στην ίδια ζώνη.

56

Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, ήτοι τα κράτη μέλη στα οποία έχει υποβληθεί αίτηση αδείας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά στο έδαφός τους, χορηγούν ή αρνούνται να χορηγήσουν την άδεια αυτή ακριβώς βάσει της εν λόγω αξιολόγησης.

57

Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ένα από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να μη συμφωνεί με τα συμπεράσματα της διενεργηθείσας δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1107/2009 αξιολόγησης των κινδύνων. Η κατάσταση αυτή μπορεί να ανακύψει ανεξάρτητα από το εάν το συγκεκριμένο κράτος μέλος υπέβαλε πράγματι τις παρατηρήσεις του στο πλαίσιο της σχετικής με την αξιολόγηση των κινδύνων διαδικασίας.

58

Συναφώς, το άρθρο 36, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να επιβάλλει, αφενός, κατάλληλους όρους όσον αφορά το περιεχόμενο και τη διάρκεια της χορηγηθείσας αδείας στο έδαφός του καθώς και, αφετέρου, τα λοιπά μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου που απορρέουν από ειδικές συνθήκες χρήσης.

59

Επιπροσθέτως, όταν οι ανησυχίες του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους όσον αφορά την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή το περιβάλλον δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με τη θέσπιση τέτοιων εθνικών μέτρων άμβλυνσης του κινδύνου, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δύναται να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια στο φυτοπροστατευτικό προϊόν στο έδαφός του, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού, με την αιτιολογία ότι, λόγω των ειδικών περιβαλλοντικών ή γεωργικών συνθηκών του, το υπό εξέταση προϊόν εξακολουθεί να παρουσιάζει απαράδεκτους κινδύνους για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον.

60

Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του κανονισμού 1107/2009, τα οποία έχουν στη διάθεσή τους αξιολόγηση διενεργηθείσα από άλλο κράτος μέλος, δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, δύνανται, εντός των προβλεπομένων στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου ορίων, να επιβάλλουν μέτρα άμβλυνσης, ή ακόμη και να αρνούνται να χορηγήσουν άδεια σε ένα τέτοιο προϊόν στο έδαφός τους, προκειμένου να εξαλείψουν απαράδεκτους κινδύνους για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον.

61

Πρέπει, εντούτοις, να ληφθεί επίσης υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 36 του κανονισμού 1107/2009. Συναφώς, δέον να υπομνησθεί, πρώτον, ότι το άρθρο 28 του κανονισμού διευκρινίζει ρητώς στην παράγραφο 1 ότι ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν δεν διατίθεται στην αγορά ούτε χρησιμοποιείται αν δεν έχει αδειοδοτηθεί στο οικείο κράτος μέλος «σύμφωνα με τον [εν λόγω] κανονισμό», όπερ επιτάσσει την τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 36 του κανονισμού 1107/2009 διαδικασίας.

62

Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 37 των προτάσεών της, η τήρηση των λεπτομερών κανόνων που διέπουν τη διαδικασία αυτή καθιστά δυνατόν να διασφαλισθεί η κατανομή των ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών. Στο κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση απόκειται να διενεργήσει την αξιολόγηση των κινδύνων, ενώ τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη αναλαμβάνουν τη διαχείριση των κινδύνων λαμβάνοντας την τελική απόφαση αδειοδότησης στο έδαφος εκάστου εξ αυτών.

63

Μια τέτοια οριοθέτηση του περιθωρίου δράσεως των κρατών μελών στο πλαίσιο των διαδικασιών για την αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων απορρέει από την εναρμόνιση των εφαρμοστέων κανόνων, με σκοπό να απλουστευθούν οι διαδικασίες αυτές και να εξασφαλισθεί η συνοχή σε όλα τα κράτη μέλη, όπως τούτο προκύπτει, όσον αφορά το φυτοπροστατευτικά προϊόντα, από το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 5, 9, 25 και 29 του κανονισμού.

64

Δεύτερον, στο πλαίσιο υποθέσεως αφορώσας τις σχετικές με την αμοιβαία αναγνώριση αδειών για φυτοφαρμακευτικά προϊόντα διατάξεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στην ενότητα 3 του τμήματος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού 1107/2009, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, όταν ένα κράτος μέλος λαμβάνει αίτηση για τη χορήγηση αδείας διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικού προϊόντος του οποίου η διάθεση στην αγορά έχει ήδη αδειοδοτηθεί για την ίδια χρήση από άλλο κράτος μέλος, δεν υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια αυτή εφόσον εφαρμόζονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού λόγω των ειδικών περιβαλλοντικών ή γεωργικών συνθηκών του (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Région de Bruxelles-Capitale κατά Επιτροπής, C‑352/19 P, EU:C:2020:978, σκέψεις 51 και 53).

65

Τρίτον, δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι τα κράτη μέλη μπορούν, βάσει του άρθρου 44, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 1107/2009, αφενός, να αναθεωρούν μια άδεια οποτεδήποτε υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν πληρούνται πλέον οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού και, αφετέρου, να ανακαλούν ή να τροποποιούν την άδεια αυτή εάν καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι έχουν παύσει να πληρούνται οι απαιτήσεις αυτές.

66

Συνακόλουθα, ένα κράτος μέλος υποχρεούται να ανακαλέσει μια άδεια, συμφώνως προς το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 44, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1107/2009, εάν διαπιστώσει ότι το φυτοπροστατευτικό προϊόν έχει, βάσει των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων ή την υγεία των ζώων ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και/ή εʹ, του κανονισμού [πρβλ. σημερινή απόφαση, PAN Europe (Αξιολόγηση των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής), C‑309/22 και C‑310/22, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67

Πάντως, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών της, ένα κράτος μέλος μπορεί να ανακαλέσει μια άδεια στην περίπτωση που οι πλέον αξιόπιστες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις τις οποίες έχει στη διάθεσή του υποδεικνύουν ότι μπορεί να επέλθουν άμεσες επιβλαβείς επιδράσεις ή μελλοντική βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή στην υγεία των ζώων ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον. Επομένως, δεν είναι δυνατόν, κατά μείζονα λόγο, να υποχρεούται ένα ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009, να χορηγήσει άδεια για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά εάν υφίστανται επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις που προσδιορίζουν έναν συνδεόμενο με τη χρήση του προϊόντος αυτού μη αποδεκτό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον [πρβλ. σημερινή απόφαση, PAN Europe (Αξιολόγηση των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής), C‑309/22 και C‑310/22, σκέψη 83].

68

Η ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 36 του κανονισμού 1107/2009 ενισχύεται και από τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός αυτός και ο οποίος συνίσταται, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο του 1, παράγραφος 3, και όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη του 8, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος. Συναφώς, παραπέμποντας στην αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού 1107/2009, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, κατά την αδειοδότηση για τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, «θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα» στην προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος σε σχέση με τη βελτίωση της φυτικής παραγωγής (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2023, Pesticide Action Network Europe κ.λπ., C‑162/21, EU:C:2023:30, σκέψεις 46 και 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69

Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1107/2009, ενώ τονίζει την ανάγκη να υπάρξει περισσότερο εναρμονισμένη διαθεσιμότητα των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, αναγνωρίζει συγχρόνως ότι οι ιδιάζουσες περιβαλλοντικές ή γεωργικές συνθήκες του εδάφους ενός ή περισσότερων κρατών μελών ενδέχεται να δικαιολογούν την άρνηση αδειοδότησης, εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους ή των οικείων κρατών μελών, του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο έδαφός τους, οσάκις αυτό δικαιολογείται λόγω ειδικών περιβαλλοντικών ή γεωργικών συνθηκών ή εάν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί το υψηλό επίπεδο προστασίας, τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος.

70

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 36 του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι το κράτος μέλος που λαμβάνει απόφαση σχετική με τη χορήγηση άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά, βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού, δύναται να αποκλίνει από την επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων που σχετίζονται με το εν λόγω προϊόν την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση για μια τέτοια αδειοδότηση, βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 36, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού, και ιδίως οσάκις έχει στη διάθεσή του τα πλέον αξιόπιστα επιστημονικά ή τεχνικά δεδομένα τα οποία το τελευταίο κράτος μέλος δεν έλαβε υπόψη κατά την προετοιμασία της αξιολόγησής του και τα οποία προσδιορίζουν έναν μη αποδεκτό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

71

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 36 του κανονισμού 1107/2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, έχει την έννοια ότι τα συμπεράσματα της αξιολόγησης την οποία διενήργησε το αρμόδιο κατ’ άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού κράτος μέλος μπορούν να υπόκεινται στον έλεγχο του δικαστηρίου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού, το οποίο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος κατά αποφάσεως ληφθείσας επί τη βάσει του άρθρου 36, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού.

72

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι το άρθρο 36, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 1107/2009 επιβάλλει στα κράτη μέλη μόνο να προβλέπουν τη δυνατότητα προσβολής απόφασης απόρριψης της αδειοδότησης φυτοπροστατευτικών προϊόντων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ή άλλων οργάνων προσφυγής. Ωστόσο, από την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, Associazione GranoSalus κατά Επιτροπής (C‑313/19 P, EU:C:2020:869), προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να προβλέπουν σύστημα μέσων ένδικης προστασίας καθώς και διαδικασιών δυνάμενων να διασφαλίσουν επίσης και τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος πραγματικής προσφυγής των τρίτων που επικαλούνται σχετικό έννομο συμφέρον στο πλαίσιο της εφαρμογής, εκ μέρους των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, του κανονισμού.

73

Συναφώς, αφ’ ης στιγμής οι εκδοθείσες στο πλαίσιο του άρθρου 36, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1107/2009 αποφάσεις λαμβάνονται επί τη βάσει των συμπερασμάτων της αξιολόγησης την οποία διενήργησε το αρμόδιο κατ’ άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού κράτος μέλος, τα εν λόγω συμπεράσματα αποτελούν, κατ’ ανάγκην, μέρος των σχετικών στοιχείων της καταστάσεως στη ρύθμιση της οποίας σκοπούν οι αποφάσεις αυτές. Επομένως, οσάκις τα δικαστήρια του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού, αποφαίνονται επί του βασίμου των αποφάσεων αυτών, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εν λόγω συμπεράσματα (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical, C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 34).

74

Αντιθέτως, καθόσον οι αποφάσεις περί των οποίων έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως έχουν ληφθεί βάσει αξιολογήσεων πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως άκρως περίπλοκων, τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να υποκαθιστούν τις αρμόδιες εθνικές αρχές στην εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999, Upjohn, C‑120/97, EU:C:1999:14,, σκέψεις 33 έως 35).

75

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι τα δικαστήρια του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009, τα οποία καλούνται να αποφανθούν επί του βασίμου των αποφάσεων που έχουν ληφθεί βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 2 ή 3, του κανονισμού, είναι αρμόδια να αξιολογήσουν τη νομιμότητα των αποφάσεων αυτών με γνώμονα τις προβλεπόμενες στις διατάξεις αυτές ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Monsanto κ.λπ., C‑58/10 έως C‑68/10, EU:C:2011:553, σκέψη 79), εξυπακουομένου ότι τα δικαστήρια αυτά, αφενός, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα συμπεράσματα της αξιολόγησης την οποία διενήργησε το αρμόδιο κατ’ άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού κράτος μέλος, αλλά, αφετέρου, δεν δύνανται να υποκαταστήσουν με τη δική τους εκτίμηση περί των πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως εκείνη των αρμόδιων εθνικών αρχών.

76

Με βάση τα ανωτέρω, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 36 του κανονισμού 1107/2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, έχει την έννοια ότι τα συμπεράσματα της αξιολόγησης την οποία διενήργησε το αρμόδιο κατ’ άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού κράτος μέλος μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού, το οποίο καλείται να αποφανθεί επί της νομιμότητας αποφάσεως ληφθείσας βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 2 ή 3, του κανονισμού, υπό το πρίσμα των ουσιαστικών και δικονομικών προϋποθέσεων που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές, εξυπακουομένου ότι το δικαστήριο αυτό δεν δύναται να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση περί των πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως εκείνη των αρμόδιων εθνικών αρχών.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

77

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 36, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι, οσάκις το κράτος μέλος που λαμβάνει απόφαση όσον αφορά τη χορήγηση άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά βάσει των διατάξεων αυτών θεωρεί ότι η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, οφείλει να συμπεριλάβει το τελευταίο αυτό κράτος μέλος στους μετέχοντες στη διενέργεια νέας αξιολόγησης επί τη βάσει της οποίας μπορεί να ληφθεί η απόφαση αδειοδότησης για τη διάθεση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά.

78

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι οι εθνικές αρχές που καλούνται να παρέμβουν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 36 του κανονισμού 1107/2009 οφείλουν να συμμορφώνονται προς τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί χρηστής διοικήσεως, η οποία εμπεριέχει απαιτήσεις τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Μεταξύ των απαιτήσεων αυτών, όλως ιδιαίτερη σημασία έχει η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων μιας εθνικής αρχής, καθόσον παρέχει τη δυνατότητα στους μεν αποδέκτες τους να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και να αποφασίσουν, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν πρέπει να ασκήσουν ένδικη προσφυγή κατά των ως άνω αποφάσεων (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 1987, Heylens κ.λπ., 222/86, EU:C:1987:442, σκέψη 15, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Infraestruturas de Portugal και Futrifer Indústrias Ferroviárias, C‑66/22, EU:C:2023:1016, σκέψη 87).

79

Τούτου λεχθέντος, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, ο κανονισμός 1107/2009 δεν προβλέπει ειδικές ρυθμίσεις που να διέπουν τη διάσταση απόψεων μεταξύ των κρατών μελών σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θεωρεί, κατά την επεξεργασία αιτήσεως αδειοδότησης για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά, ότι επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων την οποία έχει διενεργήσει το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού περιέχει ανεπαρκή αιτιολογία σε σχέση με τις ανησυχίες του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους όσον αφορά την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή το περιβάλλον, σε συνάρτηση με τις ειδικές περιβαλλοντικές ή γεωργικές συνθήκες που επικρατούν στο έδαφός του.

80

Εντούτοις, από το άρθρο 36, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1107/2009 προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος που αρνείται να χορηγήσει άδεια στο φυτοπροστατευτικό προϊόν στο έδαφός του βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού, παρά τη διενεργηθείσα από το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού αξιολόγηση, οφείλει να ενημερώνει αμέσως τον αιτούντα και την Επιτροπή και να παράσχει σχετική τεχνική ή επιστημονική αιτιολόγηση.

81

Περαιτέρω, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, όσον αφορά τις σχετικές με την ανανέωση, την ανάκληση και την τροποποίηση των αδειών διάθεσης φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά διατάξεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στην ενότητα 4 του τμήματος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού 1107/2009, τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού, να αναθεωρούν μια άδεια διάθεσης στην αγορά οποτεδήποτε υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν πληρούνται πλέον οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού.

82

Όμως, στο πλαίσιο της αναθεώρησης που διενεργείται επί τη βάσει του άρθρου 44 του κανονισμού 1107/2009, η ανάκληση ή η τροποποίηση της άδειας διάθεσης στην αγορά δεν προϋποθέτουν επ’ ουδενί την προηγούμενη τροποποίηση της αξιολόγησης την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξέτασε την αίτηση αδειοδότησης βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού. Τουναντίον, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 4, του κανονισμού, όταν ένα κράτος μέλος ανακαλεί ή τροποποιεί μια άδεια σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 3, ενημερώνει αμέσως, μεταξύ άλλων, τον κάτοχο της άδειας, τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

83

Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009, οσάκις προβαίνει στη διενέργεια δικής του αξιολόγησης των κινδύνων στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας για τη διάθεση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά στο έδαφός του, βάσει του άρθρου 36, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού, να υποχρεούται να συμπεριλάβει, αποκλειστικά και μόνον επί τη βάσει του κανονισμού αυτού, το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού, ούτε τα λοιπά κράτη μέλη που ανήκουν στην ίδια ζώνη, στους μετέχοντες στη διενέργεια της αξιολόγησης.

84

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 36, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι, οσάκις το κράτος μέλος που λαμβάνει απόφαση όσον αφορά τη χορήγηση άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά βάσει των διατάξεων αυτών θεωρεί ότι η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη με γνώμονα τις ανησυχίες του όσον αφορά την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή το περιβάλλον, σε συνάρτηση με τις ειδικές περιβαλλοντικές ή γεωργικές συνθήκες που επικρατούν στο έδαφός του, δεν οφείλει να συμπεριλάβει το τελευταίο αυτό κράτος μέλος στους μετέχοντες στη διενέργεια νέας αξιολόγησης επί τη βάσει της οποίας μπορεί να ληφθεί η απόφαση αδειοδότησης για τη διάθεση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά.

Επί του τετάρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

85

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, Krüger, C‑334/95, EU:C:1997:378, σκέψεις 22 και 23, και της 18ης Νοεμβρίου 2021, A. S.A., C‑212/20, EU:C:2021:934, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

86

Προς τούτο, το Δικαστήριο μπορεί να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης τα οποία χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης. Επιπλέον, το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειαστεί να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε το εθνικό δικαστήριο με το ερώτημά του (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1984, Haug-Adrion, 251/83, EU:C:1984:397, σκέψη 9, της 20ής Μαρτίου 1986, Tissier, 35/85, EU:C:1986:143, σκέψη 9, και της 29ης Απριλίου 2021, Banco de Portugal κ.λπ., C‑504/19, EU:C:2021:335, σκέψη 30).

87

Στην υπό κρίση υπόθεση, επισημαίνεται ότι το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση αδειοδότησης βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, εν προκειμένω την Ιρλανδία, ενώ η διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο έχει ως αντικείμενο την απόρριψη, από το CTGB, της ενστάσεως την οποία υπέβαλε η PAN Europe ενώπιόν του κατά της αποφάσεως με την οποία εγκρίθηκε η επέκταση της άδειας για τη διάθεση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά των Κάτω Χωρών.

88

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, να γίνει δεκτό ότι, με το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009 έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να προσβληθεί η απόφαση αδειοδότησης φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο έδαφος του κράτους μέλους που λαμβάνει απόφαση σχετική με τη χορήγηση τέτοιας άδειας βάσει της τελευταίας ως άνω διατάξεως, μπορεί να γίνει επίκληση, ενώπιον των αρχών ή των δικαστηρίων του κράτους μέλους αυτού, των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών ή τεχνικών δεδομένων, με σκοπό να αποδειχθεί ότι η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού, όσον αφορά το συγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν, είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

89

Κατά πρώτον, όσον αφορά το γράμμα των διατάξεων αυτών, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το άρθρο 29 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο αφορά τις απαιτήσεις για την άδεια διάθεσης φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο εʹ, ότι, με την επιφύλαξη του άρθρου 50 του κανονισμού, χορηγείται άδεια σε φυτοπροστατευτικό προϊόν μόνον όταν, «βάσει των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 3», του κανονισμού.

90

Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, κατά το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, το κράτος μέλος ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για τη χορήγηση αδείας φυτοπροστατευτικού προϊόντος πρέπει να διενεργεί ανεξάρτητη, αντικειμενική και διαφανή αξιολόγηση της αιτήσεως αυτής με βάση τις σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Υπό το πρίσμα αυτό, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές, ειδικότερα, να λαμβάνουν υπόψη τα πλέον αξιόπιστα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, καθώς και τα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα του διεθνούς ερευνητικού έργου και να μη δίδουν σε όλες τις περιπτώσεις εξέχουσα βαρύτητα στις προσκομιζόμενες από τον αιτούντα μελέτες (πρβλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ., C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψεις 66 και 94).

91

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ούτε το γράμμα του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ ούτε το γράμμα του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009 υποδηλώνουν ότι, οσάκις πρόκειται να ληφθεί, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, διοικητική ή δικαστική απόφαση σχετική με τη χορήγηση άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην εθνική αγορά, οι αρχές και τα δικαστήρια του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη μόνον ορισμένες κατηγορίες επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεων, ανάλογα με την πηγή τους ή ανάλογα με το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι γνώσεις αυτές κατέστησαν προσβάσιμες.

92

Επομένως, το γράμμα του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ και το γράμμα του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009 δεν αποκλείουν την επίκληση, ενώπιον των ως άνω αρχών ή δικαστηρίων, των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών ή τεχνικών δεδομένων, με σκοπό να προσβληθεί η απόφαση αδειοδότησης ενός τέτοιου προϊόντος στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, και τούτο ανεξαρτήτως της πηγής τους ή του χρονικού σημείου κατά το οποίο τα δεδομένα αυτά κατέστησαν προσβάσιμα.

93

Η περιεχόμενη στο άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού αναφορά στη χρησιμοποίηση των κατευθυντήριων εγγράφων που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης δεν αναιρεί την ερμηνεία που εκτέθηκε ανωτέρω. Πράγματι, από τη διάταξη αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση πρέπει να περιοριστεί στο να στηρίξει την αξιολόγηση των κινδύνων στην οποία προβαίνει μόνο στα διαθέσιμα κατευθυντήρια έγγραφα, αφ’ ης στιγμής εκτιμά ότι τα έγγραφα αυτά δεν αντικατοπτρίζουν επαρκώς τις σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις υπό το πρίσμα των οποίων οφείλει να διενεργήσει την αξιολόγησή του.

94

Πέραν του ότι η ερμηνεία αυτή θα ήταν αντίθετη προς τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 90 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας των εγγράφων αυτών. Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών της, καθόσον το άρθρο 77 του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει απλώς και μόνον δυνατότητα εγκρίσεώς τους από την Επιτροπή, το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση περί της οποίας έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως πρέπει να μπορεί και αυτό, ελλείψει τέτοιων εγγράφων, να διενεργεί την αξιολόγησή του σχετικά με τους κινδύνους στηριζόμενο στα πλέον αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα καθώς και στα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας.

95

Κατά δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται το άρθρο 29, παράγραφος 1, και το άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009, δέον να ληφθούν υπόψη οι ενιαίες αρχές για την αξιολόγηση και την αδειοδότηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, στις οποίες παραπέμπει η πρώτη από τις διατάξεις αυτές και οι οποίες καθορίζονται στο παράρτημα του κανονισμού 546/2011.

96

Σύμφωνα με το σημείο 2, στοιχείο γʹ, το οποίο περιέχεται κάτωθι του τίτλου Α του μέρους Ι του εν λόγω παραρτήματος, κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων αδειοδότησης και τη χορήγηση αδειών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη και άλλες τεχνικές ή επιστημονικές πληροφορίες που μπορούν ευλόγως να έχουν στη διάθεσή τους όσον αφορά τις πιθανές δυσμενείς επιδράσεις του φυτοπροστατευτικού προϊόντος ή των συστατικών του.

97

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι και τα άρθρα 44 και 56 του κανονισμού 1107/2009 αναφέρονται στη συνεκτίμηση της εξέλιξης των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων.

98

Συγκεκριμένα, αφενός, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, από το άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αναθεωρούν μια άδεια οποτεδήποτε υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν πληρούνται πλέον οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού. Προς τούτο, στο άρθρο 44, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού προβλέπεται ρητώς ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ανακαλεί ή τροποποιεί τη χορηγηθείσα σε προγενέστερο χρόνο άδεια όταν, βάσει των εξελίξεων των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, ο τρόπος χρήσης και οι χρησιμοποιούμενες ποσότητες δύνανται να τροποποιούνται.

99

Αφετέρου, το άρθρο 56 του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει ότι ο κάτοχος άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά οφείλει να κοινοποιεί αμέσως στα κράτη μέλη που χορήγησαν την άδεια κάθε νέα πληροφορία σχετικά με το συγκεκριμένο προϊόν σύμφωνα με την οποία το προϊόν δεν συμμορφώνεται πλέον με τα κριτήρια των άρθρων 4 και 29 του κανονισμού.

100

Σύμφωνα με το άρθρο 56, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού, η εν λόγω υποχρέωση κοινοποίησης καλύπτει τις πληροφορίες που αφορούν αποφάσεις ή αξιολογήσεις από διεθνείς οργανισμούς ή δημόσιους φορείς που αδειοδοτούν φυτοπροστατευτικά προϊόντα ή δραστικές ουσίες σε τρίτες χώρες.

101

Κατά τρίτον, η ερμηνεία που προκρίθηκε στη σκέψη 92 της παρούσας αποφάσεως ενισχύεται και από τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός 1107/2009.

102

Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 68 της παρούσας αποφάσεως, ο κανονισμός αποσκοπεί στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος. Περαιτέρω, όπως ορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού, οι διατάξεις του κανονισμού βασίζονται στην αρχή της προφύλαξης, ενώ δεν επιτρέπεται να εμποδίζεται η εφαρμογή εκ μέρους των κρατών μελών της αρχής αυτής όταν υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα ως προς τους κινδύνους σε σχέση με την υγεία των ανθρώπων, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον που ενέχουν τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που πρόκειται να εγκριθούν στην επικράτειά τους.

103

Πάντως, η δυνατότητα επίκλησης κάθε επιστημονικής ή τεχνικής γνώσης που είναι σχετική, αξιόπιστη και σύγχρονη, ενώπιον των αρχών και των δικαστηρίων του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού, προκειμένου να προσβληθεί η απόφαση αδειοδότησης φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, συμβάλλει, τηρουμένης της αρχής της προφύλαξης, στην υλοποίηση του σκοπού αυτού.

104

Εξάλλου, η επιταγή περί τηρήσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου δεν θέτει εν αμφιβόλω τις εκτιμήσεις που εξετέθησαν στις προεκτεθείσες σκέψεις.

105

Στις γραπτές παρατηρήσεις τις, η Corteva προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η εν λόγω αρχή επιτάσσει η εξέταση αιτήσεως αδειοδότησης για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά να διενεργείται με γνώμονα τις επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις που είναι διαθέσιμες κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αιτήσεως.

106

Kατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, για να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να καθορίζουν αναλόγως τη συμπεριφορά τους στις έννομες καταστάσεις και σχέσεις που καλύπτονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (απόφαση της 6ης Μαϊου 2021, Bayer CropScience και Bayer κατά Επιτροπής, C‑499/18 P, EU:C:2021:367, σκέψη 101).

107

Στον συγκεκριμένο τομέα των αδειών για τη χορήγηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, η αρχή αυτή πρέπει, εντούτοις, να σταθμίζεται με την αρχή της προφύλαξης επί της οποίας βασίζεται ο κανονισμός 1107/2009 και η οποία αποσκοπεί, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 68 και 102 της παρούσας αποφάσεως, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος. Συνακόλουθα, εάν ανακύψουν στοιχεία αποδεικνύοντα ότι μια δραστική ουσία ή ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων ή στην υγεία των ζώων, ή έχουν μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον, είναι δυνατόν η Επιτροπή και/ή τα κράτη μέλη να υποχρεωθούν να αποσύρουν την έγκριση της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας ή να ανακαλέσουν την άδεια για τη διάθεση του συγκεκριμένου φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά καθώς και, κατά περίπτωση, να λάβουν έκτακτα μέτρα.

108

Επομένως, στο πλαίσιο του κανονισμού αυτού, ο εκάστοτε αιτών που επιθυμεί να διαθέσει φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά μπορεί να αναμένει ως πιθανή τη μεταβολή της εξέλιξης των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων καθ’ ο χρόνο διαρκεί η διαδικασία αδειοδότησης ή κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει εγκριθεί μια δραστική ουσία ή έχει αδειοδοτηθεί ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν. Επιπροσθέτως, από τα άρθρα 46 και 69 έως 71 του κανονισμού προκύπτει ότι είναι δυνατόν η ανάκληση μιας άδειας ή η λήψη εκτάκτων μέτρων να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους αμέσως, ούτως ώστε να μην επιτρέπεται πλέον η διάθεση στην αγορά καθώς και η χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων του επίμαχου προϊόντος.

109

Επομένως, η συνεκτίμηση μιας σχετικής και αξιόπιστης επιστημονικής ή τεχνικής γνώσης η οποία δεν ήταν ακόμη προσβάσιμη κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως αδειοδότησης για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά δεν πρέπει να θεωρηθεί ως αντίθετη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

110

Με βάση τα ανωτέρω, στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009 έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να προσβληθεί η απόφαση αδειοδότησης φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο έδαφος του κράτους μέλους που λαμβάνει απόφαση σχετική με τη χορήγηση τέτοιας άδειας βάσει της τελευταίας ως άνω διατάξεως, μπορεί να γίνει επίκληση, ενώπιον των αρχών ή των δικαστηρίων του κράτους μέλους αυτού, των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών ή τεχνικών δεδομένων, με σκοπό να αποδειχθεί ότι η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού, όσον αφορά το συγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν, είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

Επί των δικαστικών εξόδων

111

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου,

έχει την έννοια ότι:

το κράτος μέλος που λαμβάνει απόφαση σχετική με τη χορήγηση άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά, βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού, δύναται να αποκλίνει από την επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων που σχετίζονται με το εν λόγω προϊόν την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση για μια τέτοια αδειοδότηση, βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 36, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού, και ιδίως οσάκις έχει στη διάθεσή του τα πλέον αξιόπιστα επιστημονικά ή τεχνικά δεδομένα τα οποία το τελευταίο κράτος μέλος δεν έλαβε υπόψη κατά την προετοιμασία της αξιολόγησής του και τα οποία προσδιορίζουν έναν μη αποδεκτό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον.

 

2)

Το άρθρο 36 του κανονισμού 1107/2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας,

έχει την έννοια ότι:

τα συμπεράσματα της αξιολόγησης την οποία διενήργησε το αρμόδιο κατ’ άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού κράτος μέλος μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού, το οποίο καλείται να αποφανθεί επί της νομιμότητας αποφάσεως ληφθείσας βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 2 ή 3, του κανονισμού, υπό το πρίσμα των ουσιαστικών και δικονομικών προϋποθέσεων που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές, εξυπακουομένου ότι το δικαστήριο αυτό δεν δύναται να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση περί των πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως εκείνη των αρμόδιων εθνικών αρχών.

 

3)

Το άρθρο 36, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1107/2009

έχει την έννοια ότι:

οσάκις το κράτος μέλος που λαμβάνει απόφαση όσον αφορά τη χορήγηση άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά βάσει των διατάξεων αυτών θεωρεί ότι η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη με γνώμονα τις ανησυχίες του όσον αφορά την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή το περιβάλλον, σε συνάρτηση με τις ειδικές περιβαλλοντικές ή γεωργικές συνθήκες που επικρατούν στο έδαφός του, δεν οφείλει να συμπεριλάβει το τελευταίο αυτό κράτος μέλος στους μετέχοντες στη διενέργεια νέας αξιολόγησης επί τη βάσει της οποίας μπορεί να ληφθεί η απόφαση αδειοδότησης για τη διάθεση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά.

 

4)

Το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009

έχουν την έννοια ότι:

προκειμένου να προσβληθεί η απόφαση αδειοδότησης φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο έδαφος του κράτους μέλους που λαμβάνει απόφαση σχετική με τη χορήγηση τέτοιας άδειας βάσει της τελευταίας ως άνω διατάξεως, μπορεί να γίνει επίκληση, ενώπιον των αρχών ή των δικαστηρίων του κράτους μέλους αυτού, των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών ή τεχνικών δεδομένων, με σκοπό να αποδειχθεί ότι η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων την οποία διενήργησε το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού, όσον αφορά το συγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν, είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top