EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0297

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2023.
United Parcel Service, Inc. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Αγωγή αποζημιώσεως – Πράξεις συγκέντρωσης μεταξύ επιχειρήσεων – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία η πράξη συγκέντρωσης κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Ακύρωση της απόφασης λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας – Εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αιτιώδης συνάφεια.
Υπόθεση C-297/22 P.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:1027

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2023 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Αγωγή αποζημιώσεως – Πράξεις συγκέντρωσης μεταξύ επιχειρήσεων – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία η πράξη συγκέντρωσης κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Ακύρωση της απόφασης λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας – Εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αιτιώδης συνάφεια»

Στην υπόθεση C‑297/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ασκήθηκε στις 3 Μαΐου 2022,

United Parcel Service Inc., με έδρα την Ατλάντα, Γεωργία (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους F. Hoseinian, advokat, W. Knibbeler, A. Pliego Selie, F. Roscam Abbing, T. van Helfteren, advocaten, και A. Ryan, solicitor,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Berghe, M. Farley και N. Khan,

εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πέμπτου τμήματος, Z. Csehi (εισηγητή), M. Ilešič και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η United Parcel Service Inc. (στο εξής: UPS) ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2022, United Parcel Service κατά Επιτροπής (T‑834/17, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:84), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή που είχε ασκήσει η UPS βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρεται να υπέστη λόγω του παράνομου χαρακτήρα της απόφασης C(2013) 431 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2013, με την οποία κηρύχθηκε συγκέντρωση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.6570 – UPS/TNT Express) (στο εξής: επίμαχη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1), το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναστολή της συγκέντρωσης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Μια συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, ή που θα εξετασθεί από την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5, δεν πραγματοποιείται πριν από την κοινοποίησή της ούτε πριν να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά κατόπιν απόφασης βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο β), ή του άρθρου 8 παράγραφοι 1 ή 2 ή με βάση το τεκμήριο του άρθρου 10 παράγραφος 6.»

3

Το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προθεσμίες για την κίνηση διαδικασίας και τη λήψη αποφάσεων», προβλέπει στην παράγραφο 5 τα ακόλουθα:

«Όταν το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση με την οποία ακυρώνει, εν όλω ή εν μέρει, απόφαση της Επιτροπής που υπόκειται στις προθεσμίες του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή επανεξετάζει τη συγκέντρωση, προκειμένου να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1.

Η συγκέντρωση επανεξετάζεται υπό το πρίσμα των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά.

Τα κοινοποιούντα μέρη υποβάλλουν αμέσως νέα κοινοποίηση ή συμπληρωματική της αρχικής, εφόσον η τελευταία έχει καταστεί ελλιπής λόγω αλλαγών που μεσολάβησαν στις συνθήκες της αγοράς ή στα στοιχεία που είχαν δοθεί. Εφόσον δεν υπάρχουν τέτοιου είδους αλλαγές, τα μέρη επιβεβαιώνουν αμέσως το γεγονός αυτό.

Οι προθεσμίες που ορίζονται στην παράγραφο 1 αρχίζουν την επομένη εργάσιμη ημέρα από την παραλαβή πλήρων στοιχείων με νέα κοινοποίηση, συμπληρωματική κοινοποίηση ή επιβεβαίωση κατά την έννοια του τρίτου εδαφίου.

Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ισχύουν επίσης για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 και στο άρθρο 8 παράγραφος 7.»

Το ιστορικό της διαφοράς

4

Το ιστορικό της διαφοράς, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 13 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έχει ως εξής:

«1

Η ενάγουσα, [UPS], και η TNT Express NV (στο εξής: TNT) είναι δύο εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στις αγορές των διεθνών υπηρεσιών ταχείας διανομής μικρών δεμάτων εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).

2

Στις 26 Ιουνίου 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης (υπόθεση COMP/M.6570 – UPS/TNT Express) (ΕΕ 2012, C 186, σ. 9) […]

3

Στις 11 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την UPS ότι σκόπευε να απαγορεύσει τη σχεδιαζόμενη πράξη συγκέντρωσης μεταξύ αυτής και της TNT.

4

Στις 14 Ιανουαρίου 2013, η πληροφορία αυτή δημοσιεύθηκε από την UPS με ανακοινωθέν Tύπου.

5

[…]

6

Στις 30 Ιανουαρίου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε την [επίμαχη απόφαση]. Η Επιτροπή έκρινε ότι η πράξη συγκέντρωσης μεταξύ της UPS και της TNT συνιστούσε σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών σε δεκαπέντε κράτη μέλη, ήτοι στη Βουλγαρία, στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Δανία, στην Εσθονία, στη Λεττονία, στη Λιθουανία, στην Ουγγαρία, στη Μάλτα, στις Κάτω Χώρες, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στη Σλοβενία, στη Σλοβακία, στη Φινλανδία και στη Σουηδία.

7

Με ανακοινωθέν Τύπου της ίδιας ημέρας, η UPS ανακοίνωσε ότι παραιτούνταν από τη σχεδιαζόμενη πράξη συγκέντρωσης.

8

Στις 5 Απριλίου 2013 η UPS άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή για την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑194/13, και υπέβαλε αίτηση για εκδίκαση της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία, η οποία απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο.

9

Στις 7 Απριλίου 2015 η FedEx Corp. ανακοίνωσε προσφορά εξαγοράς της TNT.

10

Στις 4 Ιουλίου 2015 η Επιτροπή δημοσίευσε προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης (υπόθεση M.7630 – FedEx/TNT Express) (ΕΕ 2015, C 220, σ. 15), σχετικά με την πράξη με την οποία η FedEx προτίθετο να εξαγοράσει την TNT.

11

Στις 8 Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία κήρυξε τη συγκέντρωση συμβατή με την εσωτερική αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση M.7630 – FedEx/TNT Express), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 450, σ. 12), σχετικά με την πράξη συγκέντρωσης μεταξύ της FedEx και της TNT.

12

Με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, United Parcel Service κατά Επιτροπής (T‑194/13, EU:T:2017:144), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίμαχη απόφαση.

13

Στις 16 Μαΐου 2017 η Επιτροπή άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της 7ης Μαρτίου 2017, United Parcel Service κατά Επιτροπής (T‑194/13, EU:T:2017:144), την οποία το Δικαστήριο απέρριψε με την απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2019, Επιτροπή κατά United Parcel Service (C‑265/17 P, EU:C:2019:23).»

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

5

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Δεκεμβρίου 2017, η UPS άσκησε αγωγή με αίτημα, πρώτον, την αποκατάσταση της ζημίας, ύψους 1,742 δισεκατομμυρίων ευρώ, που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω του παράνομου χαρακτήρα της επίμαχης απόφασης και, δεύτερον, τη χορήγηση αποζημίωσης για τους φόρους που θα επιβληθούν επί της χρηματικής αποζημίωσης που θα επιδικαστεί.

6

Κατά το δικόγραφο της αγωγής, η προβαλλόμενη ζημία ύψους 1,742 δισεκατομμυρίων ευρώ συνίστατο στα ακόλουθα ποσά:

131 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στο καθαρό ποσό της ζημίας που υπέστη η UPS ως αποτέλεσμα της αντίστροφης αποζημίωσης λόγω καταγγελίας (ακαθάριστο ποσό 200 εκατομμυρίων ευρώ) που κατέβαλε στην TNT κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας περί συγχώνευσης λόγω μη εκτέλεσης της πράξης συγκέντρωσης·

πάνω από 1,638 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία αντικατοπτρίζουν την καθαρή, μετά την αφαίρεση των φόρων, αξία των συνεργειών κόστους που απωλέσθηκαν μετά την απαγόρευση της πράξης συγκέντρωσης·

πάνω από 2,4 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στη δικαστική δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε η UPS (ακαθάριστο ποσό 3,7 εκατομμυρίων ευρώ) για την παρέμβαση στην πράξη συγκέντρωσης FedEx/TNT·

μείον 29 εκατομμύρια ευρώ για εξοικονομηθείσες δαπάνες σε σχέση με τη συγκέντρωση (ακαθάριστο ποσό 44,2 εκατομμυρίων ευρώ).

7

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της UPS.

8

Κατά πρώτον, όσον αφορά τις παρανομίες που απορρέουν από την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, στις σκέψεις 94 και 123 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της UPS λόγω της μη γνωστοποίησης από την Επιτροπή της τελικής μορφής του οικονομετρικού προτύπου είχε ήδη διαπιστωθεί κατά τρόπο αμετάκλητο με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, United Parcel Service κατά Επιτροπής (T‑194/13, EU:T:2017:144, σκέψεις 221 και 222), η οποία απέκτησε ισχύ δεδικασμένου κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής με την απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2019, Επιτροπή κατά United Parcel Service (C‑265/17 P, EU:C:2019:23). Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η εν λόγω προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της UPS συνιστά κατάφωρη παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

9

Δεύτερον, με τη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο το επιχείρημα της UPS ότι η Επιτροπή προσέβαλε επίσης τα διαδικαστικά δικαιώματα της UPS στο πλαίσιο της αξιολόγησης της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας για τον λόγο ότι δεν γνωστοποίησε τα κριτήρια αξιολόγησης της βελτίωσης αυτής.

10

Τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων λόγω της μη γνωστοποίησης ορισμένων εμπιστευτικών εγγράφων της FedEx, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 172 και 182 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν είχε αποδειχθεί τέτοια προσβολή.

11

Κατά δεύτερον, ως προς τις παρανομίες που φέρονται να απορρέουν από τα προβαλλόμενα σφάλματα σχετικά με την επί της ουσίας εκτίμηση της πράξης συγκέντρωσης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε πρώτον, στη σκέψη 228 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφού στάθμισε τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, ότι οι προβαλλόμενες από την UPS παρατυπίες σε σχέση με το οικονομετρικό πρότυπο της Επιτροπής δεν ήταν κατάφωρες ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

12

Δεύτερον, στη σκέψη 289 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η UPS δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ύπαρξη πλάνης κατά την εκτίμηση του επαληθεύσιμου χαρακτήρα της προβαλλόμενης βελτίωσης της αποτελεσματικότητας η οποία θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

13

Κατά τρίτον, όσον αφορά την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παρανομίας που απορρέει από τη μη γνωστοποίηση του οικονομετρικού προτύπου και των τριών προβαλλόμενων ζημιών των οποίων την αποκατάσταση ζητούσε η UPS λόγω της αδυναμίας υλοποίησης της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε κατ’ αρχάς, στη σκέψη 343 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι έπρεπε να απορριφθεί το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας η οποία αφορά τα έξοδα που συνδέονται με τη συμμετοχή της UPS στη διαδικασία ελέγχου της πράξης συγκέντρωσης μεταξύ της FedEx και της TNT.

14

Εν συνεχεία, στη σκέψη 350 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η εκ μέρους της UPS καταβολή προς την TNT αποζημίωσης λόγω καταγγελίας, ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ, απορρέει ευθέως από τη συμφωνία μεταξύ των εν λόγω δύο επιχειρήσεων, δεν αποδείχθηκε ότι η προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της UPS ή οι λοιπές παραβάσεις που αυτή προέβαλλε αποτελούσαν την καθοριστική αιτία της εν λόγω ζημίας.

15

Όσον αφορά, τέλος, τη ζημία που συνίσταται στο διαφυγόν κέρδος της UPS λόγω της αδυναμίας υλοποίησης της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, στη σκέψη 353 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το αίτημα της UPS έπρεπε να ερμηνευθεί ως αποσκοπούν στην καταβολή αποζημίωσης όχι για την απώλεια ευκαιρίας προς υλοποίηση της εν λόγω πράξης, αλλά για τη βέβαιη απώλεια συνεργειών που αφορούν δαπάνες. Στο μέτρο, όμως, που η UPS δεν διευκρίνισε ότι το αίτημα αποζημίωσης στηριζόταν, ως έναν βαθμό, και στην απώλεια ευκαιρίας παρά μόνον όταν απάντησε σε ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το τελευταίο έκρινε ότι το νέο αυτό κεφάλαιο της ζημίας προβλήθηκε εκπροθέσμως και ήταν, επομένως, απαράδεκτο.

16

Δεύτερον, στις σκέψεις 355 και 358 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η UPS ούτε απέδειξε ούτε προσκόμισε τα στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί, με την απαιτούμενη βεβαιότητα, ότι τα προβαλλόμενα σφάλματα κατά τη διαμόρφωση του επιλεγέντος οικονομετρικού προτύπου αρκούσαν για να αναιρέσουν το σύνολο της οικονομικής ανάλυσης της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης και τη διαπίστωση περί σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης, στις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν μπορούσε να συναχθεί ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας είχε αποφασιστική σημασία για την έκβαση της διαδικασίας ελέγχου της σχεδιαζόμενης πράξης.

17

Τρίτον, στη σκέψη 365 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, δεδομένου ότι η UPS παραιτήθηκε από το σχέδιό της για εξαγορά της TNT ήδη από τις 14 Ιανουαρίου 2013, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η πλημμέλεια στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την έκδοση της επίμαχης απόφασης μπορούσε να προκαλέσει διαφυγόν κέρδος στην UPS, το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή παραιτήθηκε από τη σχεδιαζόμενη πράξη αμέσως μετά την ανακοίνωση της επίμαχης απόφασης είχε ως αποτέλεσμα τη διάρρηξη οποιασδήποτε άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εν λόγω πλημμέλειας και της προβαλλόμενης ζημίας.

18

Στη σκέψη 371 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της UPS ή οι λοιπές προβαλλόμενες από αυτήν παραβάσεις αποτελούσαν την καθοριστική αιτία του φερόμενου διαφυγόντος κέρδους της και ότι, επομένως, έπρεπε να απορριφθεί το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας αυτής.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

19

Η UPS ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να επιδικάσει στην UPS αποζημίωση πλέον τόκων για τη ζημία που υπέστη, όπως ζητήθηκε πρωτοδίκως, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 340 ΣΛΕΕ·

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

20

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την UPS στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

21

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η UPS προβάλλει έξι λόγους. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, αφενός, ότι τα καταλογιστέα στην Επιτροπή σοβαρά σφάλματα σχετικά με το οικονομετρικό πρότυπο που χρησιμοποίησε το θεσμικό αυτό όργανο δεν ήταν ικανά να στοιχειοθετήσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης και, αφετέρου, ότι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια με την προβαλλόμενη ζημία. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η αποζημίωση λόγω καταγγελίας δεν μπορούσε να αναζητηθεί διότι είχε συμφωνηθεί οικειοθελώς. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διαπραχθείσας από την Επιτροπή σοβαρής παράβασης και της ζημίας που συνίσταται στο διαφυγόν κέρδος είχε διαρραγεί λόγω των ενεργειών της UPS μετά την έκδοση της επίμαχης απόφασης. Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή είχε διακριτική ευχέρεια να δεχθεί τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και, επομένως, δεν υπέπεσε σε κατάφωρη πλάνη όσον αφορά την αξιολόγηση της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας. Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η UPS δεν είχε υποβάλει στον σύμβουλο ακροάσεων τις απαιτούμενες αιτήσεις πρόσβασης στα έγγραφα της FedEx. Με τον έκτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η ζημία λόγω απώλειας ευκαιρίας συνιστούσε νέο κεφάλαιο ζημίας το οποίο, ως εκ τούτου, ήταν απαράδεκτο.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

22

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί αρχικά, η UPS προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε, στις σκέψεις 364 και 365 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβη η UPS μετά την έκδοση της επίμαχης απόφασης είχαν ως αποτέλεσμα τη διάρρηξη της άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της σοβαρής παράβασης που διέπραξε η Επιτροπή και της ζημίας που συνίσταται στο διαφυγόν κέρδος της UPS λόγω της αδυναμίας υλοποίησης της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης. Κατά την UPS, οι ενέργειες στις οποίες προέβη αποτέλεσαν άμεση συνέπεια της επίμαχης απόφασης.

23

Η UPS διευκρινίζει, κατά πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η UPS είχε αποφασίσει να «εγκαταλείψει» τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον κατέληξε σε νομικώς εσφαλμένο συμπέρασμα, στηριζόμενο σε προδήλως διαστρεβλωτική ερμηνεία των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, η UPS δεν παραιτήθηκε από το σχέδιο της για εξαγορά, δεδομένου ότι ζήτησε την ακύρωση της επίμαχης απόφασης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας. Επιπλέον, η UPS δεσμεύθηκε συμβατικώς να διατηρήσει την προσφορά της ενόσω η Επιτροπή δεν την απαγόρευε. Με ανακοινωθέν Τύπου της 14ης Ιανουαρίου 2013, ενημέρωσε τις κεφαλαιαγορές ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή εξέδιδε πράγματι απόφαση περί απαγόρευσης, θα ήταν νομικώς αδύνατο για την UPS να υλοποιήσει την προσφορά, η οποία θα έληγε σύμφωνα με τους σχετικούς συμβατικούς όρους. Εν συνεχεία, στις 30 Ιανουαρίου 2013, ημερομηνία έκδοσης της επίμαχης απόφασης, η UPS δημοσίευσε ανακοινωθέν Τύπου όπου εξηγούσε τα απαιτούμενα συμβατικά μέτρα, τα οποία ελήφθησαν συνεπεία της απόφασης αυτής. Όσον αφορά τα εν λόγω συμβατικά μέτρα, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να προσάψει στην UPS ότι προέβη στις ενέργειες που απαιτούνταν κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 139/2004, το οποίο προβλέπει ότι οι συγκεντρώσεις που έχουν απαγορευθεί δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν.

24

Κατά δεύτερον, η UPS υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου κατά το οποίο η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της σοβαρής πλάνης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή και της ζημίας που συνίσταται στο διαφυγόν κέρδος της UPS λόγω της αδυναμίας υλοποίησης της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης διερράγη διότι η UPS δεν υπέβαλε δεύτερη προσφορά εξαγοράς της TNT ούτε αντέδρασε στην προσφορά της FedEx υποβάλλοντας ανταγωνιστική προσφορά είναι εσφαλμένο και δεν αντικατοπτρίζει την οικονομική πραγματικότητα.

25

Συγκεκριμένα, πρώτον, η UPS δεν είχε κανέναν λόγο να αναμένει διαφορετική έκβαση, καθόσον, αφενός, η διαδικασία ακύρωσης της επίμαχης απόφασης εξακολουθούσε να εκκρεμεί και η Επιτροπή υπερασπιζόταν σθεναρά τη νομιμότητα της απόφασης αυτής. Αφετέρου, δεν μπορούσε να απαιτηθεί από κανένα μέρος να συνεχίσει να κοινοποιεί την πράξη συγκέντρωσης ελπίζοντας να λάβει τελικά την έγκριση, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό κατ’ εφαρμογήν των κανόνων περί δημοσίων προσφορών εξαγοράς, από εμπορικής ή άλλης απόψεως.

26

Δεύτερον, πέραν του ότι η νέα αυτή προσφορά δεν θα είχε εγκριθεί ή ήταν εξαιρετικά απίθανο να εγκριθεί από την ολλανδική ρυθμιστική αρχή του χρηματοπιστωτικού τομέα δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας περί δημοσίων προσφορών εξαγοράς, η οποία απαιτούσε από την εν λόγω αρχή να εγκρίνει υπόμνημα σχετικό με τη δημόσια προσφορά εξαγοράς προτού ένα μέρος να μπορέσει να πραγματοποιήσει την εξαγορά, η UPS υπογραμμίζει ότι είναι ανακριβές και μη ρεαλιστικό να υποστηρίζεται ότι η ίδια μπορούσε να υποβάλει αναθεωρημένη προσφορά πριν το Γενικό Δικαστήριο ακυρώσει την επίμαχη απόφαση.

27

Τρίτον, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίμαχη απόφαση, η TNT είχε εξαγοραστεί από τη FedEx και η UPS δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να υποβάλει προσφορά για την εξαγορά της TNT. Υπό τις συνθήκες αυτές, η UPS δεν μπορούσε επίσης να ζητήσει από την Επιτροπή να συνεχίσει την αξιολόγηση μιας προσφοράς της UPS σχετικά με την TNT. Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε να εκδικαστεί κατά προτεραιότητα η υπόθεση, αλλά η ακύρωση επήλθε ένα και πλέον έτος μετά την εξαγορά της TNT από τη FedEx.

28

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

29

Υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι μόνον αρμόδιο να ελέγξει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, τη νομική υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και τις εξ αυτής αντληθείσες έννομες συνέπειες (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, NRW. Bank κατά ΕΣΕ,C‑662/19 P, EU:C:2021:846, σκέψη 35). Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, νομικό ζήτημα υποκείμενο, καθαυτό, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής,C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 68).

30

Οσάκις ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να προσδιορίζει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία, κατ’ αυτόν, παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να καταδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως στα οποία υπέπεσε, κατά την εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του παραμόρφωση. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol,C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Μια τέτοια παραμόρφωση προϋποθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη προδήλως τα όρια της εύλογης εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων. Συναφώς, δεν αρκεί να δειχθεί ότι ένα έγγραφο μπορεί να τύχει διαφορετικής ερμηνείας από εκείνη που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο (αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 2021, Qualcomm και Qualcomm Europe κατά Επιτροπής, C‑466/19 P, EU:C:2021:76, σκέψη 44, καθώς και της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Ιταλίας,C‑623/20 P, EU:C:2023:97, σκέψη 128).

32

Εν προκειμένω, με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, η UPS δεν προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών κρίνοντας, στη σκέψη 365 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το γεγονός ότι η UPS παραιτήθηκε από τη σχεδιαζόμενη πράξη συγκέντρωσης που αποσκοπούσε στην εξαγορά της TNT αμέσως μετά την ανακοίνωση της επίμαχης απόφασης, και, ως εκ τούτου, πολύ πριν η FedEx ανακοινώσει την προσφορά της για την εξαγορά της TNT, συνιστά πράξη που διέρρηξε την άμεση αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πλημμέλειας στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την έκδοση της επίμαχης απόφασης και της προβαλλόμενης ζημίας. Η UPS προσάπτει, αντιθέτως, στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία κρίνοντας, στις σκέψεις 364 και 365 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι αυτή είχε παραιτηθεί από την εν λόγω πράξη.

33

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στις σκέψεις 364 και 365 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε, στο πλαίσιο της εκ μέρους του ανέλεγκτης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, ότι η UPS, με το πρώτο ανακοινωθέν Τύπου της 14ης Ιανουαρίου 2013, επισήμανε απερίφραστα ότι είχε λάβει την απόφαση να εγκαταλείψει τη σχεδιαζόμενη πράξη συγκέντρωσης με την TNT και, με δεύτερο ανακοινωθέν Τύπου της 30ής Ιανουαρίου 2013, ανακοίνωσε την απόσυρση της προσφοράς της για την TNT και την απόφαση των δύο αυτών επιχειρήσεων να θέσουν τέρμα στη συμφωνία τους περί συγχώνευσης. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ανελέγκτως ότι η UPS είχε παραιτηθεί από την εξαγορά της TNT ήδη από τις 14 Ιανουαρίου 2013 και ότι ουδέποτε ανακάλεσε την παραίτηση αυτή, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι η UPS δεν υπέβαλε νέα προσφορά για την TNT μετά την επίμαχη απόφαση ούτε αντέδρασε στην προσφορά της FedEx υποβάλλοντας ανταγωνιστική προσφορά.

34

Διαπιστώνεται, όμως, ότι, με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει προς στήριξη του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, η UPS απλώς προβάλλει μια ερμηνεία των εγγράφων, εν προκειμένω των ανακοινωθέντων Τύπου της 14ης και της 30ής Ιανουαρίου 2013, και των πραγματικών περιστάσεων που συνέτρεχαν κατά την έκδοσή τους, η οποία είναι διαφορετική από εκείνη που υιοθετήθηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να αποδεικνύει ότι, ως προς το ζήτημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η UPS είχε αποφασίσει να παραιτηθεί από την επίμαχη πράξη συγκέντρωσης, παραμόρφωσε προδήλως τα έγγραφα της δικογραφίας και υπερέβη τα όρια της εύλογης εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων. Συναφώς, επισημαίνεται εξάλλου ότι η UPS δεν προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε παραμόρφωση όταν έκρινε, στη σκέψη 363 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η συμφωνία περί συγχώνευσης της 19ης Μαρτίου 2012 παρείχε στην UPS τη δυνατότητα, σε περίπτωση διαπίστωσης περί ασυμβιβάστου, να παρατείνει την προσφορά της για την TNT, τούτο δε κατ’ απόλυτη διακριτική ευχέρεια.

35

Όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε στο πλαίσιο αυτό η UPS σχετικά με το κατά πόσον ασκεί επιρροή η μη υποβολή δεύτερης προσφοράς εξαγοράς της TNT ή ανταγωνιστικής προσφοράς σε αντίδραση προς την προσφορά της FedEx, ούτε το επιχείρημα αυτό αποδεικνύει την ύπαρξη παραμόρφωσης. Πράγματι, με το εν λόγω επιχείρημα, η UPS όχι μόνο δεν αμφισβητεί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 365 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και κατά την οποία η UPS δεν υπέβαλε ούτε δεύτερη προσφορά εξαγοράς της TNT ούτε ανταγωνιστική προσφορά σε αντίδραση προς την προσφορά της FedEx, αλλά αναγνωρίζει την ορθότητα της εν λόγω εκτίμησης, περιοριζόμενη στην επίκληση περιστάσεων που δικαιολογούν, κατά την άποψή της, τα πραγματικά αυτά περιστατικά.

36

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

37

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η UPS προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε, στις σκέψεις 346, 347 και 350 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απέρριψε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της καταλογιστέας στην Επιτροπή κατάφωρης πλάνης και της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας για τον λόγο και μόνον ότι η αποζημίωση αυτή είχε συμφωνηθεί ελεύθερα.

38

Η UPS υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι, όταν η ζημία που υπέστη ένας ιδιώτης οφείλεται άμεσα σε κατάφωρη πλάνη θεσμικού οργάνου της Ένωσης, θεμελιώνεται εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, ανεξαρτήτως του αν η πράξη που προκάλεσε τη ζημία είναι σύμβαση μεταξύ ιδιωτών της οποίας η βασική υποχρέωση συνομολογήθηκε πριν από την επέλευση της εν λόγω κατάφωρης πλάνης. Η UPS διευκρινίζει συναφώς ότι, σύμφωνα με τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, η Ένωση ουδέποτε ευθύνεται για τη ζημία που υπέστησαν ιδιώτες λόγω κατάφωρης πλάνης καταλογιστέας σε θεσμικό όργανο σε περίπτωση που οι εμπλεκόμενοι ιδιώτες συνήψαν οικειοθελώς τη βασική συμβατική σχέση ή συναίνεσαν σε αυτήν. Το Γενικό Δικαστήριο ανάγει την εικαζόμενη βούληση και την ελεύθερη συναίνεση των ιδιωτών που θίγονται από πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης σε καθοριστικά στοιχεία για τη διαπίστωση της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας. Εντούτοις, το άρθρο 340 ΣΛΕΕ ουδόλως αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του την αποκατάσταση των ζημιών που συνδέονται με συμβατικές συμφωνίες μεταξύ ιδιωτών οι οποίες συνήφθησαν οικειοθελώς και ελεύθερα.

39

Περαιτέρω, κατά την UPS, μολονότι η ύπαρξη αποζημίωσης λόγω καταγγελίας απορρέει από τη συμφωνία συγχώνευσης της 19ης Μαρτίου 2012, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά την καταβολή της αποζημίωσης αυτής, η οποία καταβολή αποτελεί συνέπεια της επίμαχης απόφασης. Συναφώς, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Επιτροπή κατά Schneider Electric (C‑440/07 P, EU:C:2009:459). Συγκεκριμένα, στην υπόθεση εκείνη, η Schneider θα μπορούσε να έχει αποφύγει την προβαλλόμενη ζημία εάν είχε συνεχίσει τη διαδικασία ελέγχου της συγκέντρωσης προκειμένου να λάβει έγκριση για την εξαγορά της Legrand μετά την ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της απαγόρευσης της ήδη υλοποιηθείσας πράξης συγκέντρωσης, αλλά επέλεξε να εγκαταλείψει τη διαδικασία. Εν προκειμένω, όμως, η UPS δεν μπορούσε να αποφύγει την καταβολή της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας δεδομένου ότι η αποζημίωση αυτή ήταν, στην πράξη, υποχρεωτική.

40

Τέλος, η UPS υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στο επιχείρημά της ότι η συμπερίληψη της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας στη συμφωνία συγχώνευσης της 19ης Μαρτίου 2012 ήταν, στην πράξη, υποχρεωτική. Συναφώς, η UPS διευκρινίζει ότι το επιχείρημα ότι η αποζημίωση λόγω καταγγελίας δεν μπορεί να αναζητηθεί για τον λόγο και μόνον ότι η αποζημίωση είχε συμφωνηθεί ελεύθερα είναι εσφαλμένο. Τούτο διότι οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά μια δημόσια προσφορά εξαγοράς εμμένουν, στην πράξη, στο να συμπεριληφθεί αποζημίωση λόγω καταγγελίας.

41

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

42

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 344 και 345 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η καταβολή της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας πήγαζε από συμβατική υποχρέωση απορρέουσα από τους όρους της συμφωνίας συγχώνευσης της 19ης Μαρτίου 2012. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε ότι η εκ μέρους της UPS δημόσια προσφορά εξαγοράς για τις μετοχές της ΤΝΤ υποβλήθηκε υπό την αναβλητική αίρεση της έκδοσης θετικής απόφασης της Επιτροπής και ότι η μη πλήρωση της αίρεσης αυτής συνιστούσε λόγο καταγγελίας της συμφωνίας συγχώνευσης, που παρείχε στην TNT τη δυνατότητα να επιτύχει, σε πρώτη ζήτηση, την καταβολή από την UPS αποζημίωσης λόγω καταγγελίας ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ.

43

Στις σκέψεις 346 και 347 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η συμβατική αυτή δέσμευση αποτελούσε απόρροια της βούλησης των μερών να κατανείμουν μεταξύ τους, κατ’ ελεύθερη εκτίμηση, τον κίνδυνο η σχεδιαζόμενη πράξη συγκέντρωσης να μη λάβει την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, κίνδυνο ο οποίος, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στη σκέψη 203 της απόφασης της 16ης Ιουλίου 2009, Επιτροπή κατά Schneider Electric (C‑440/07 P, EU:C:2009:459), είναι συμφυής με κάθε διαδικασία ελέγχου συγκεντρώσεων. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, παραπέμποντας στη σκέψη 205 της τελευταίας αυτής απόφασης, ότι οι επιζήμιες συνέπειες συμβατικών δεσμεύσεων τις οποίες αναλαμβάνει ελεύθερα ο αποδέκτης απόφασης της Επιτροπής δεν μπορούν να αποτελούν την καθοριστική αιτία της ζημίας που προκλήθηκε λόγω παρανομιών που βαρύνουν την απόφαση της Επιτροπής.

44

Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση της UPS η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης, διαπιστώνεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει την ευθύνη θεσμικού οργάνου της Ένωσης σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η προβαλλόμενη ζημία πηγάζει από συμβατικές σχέσεις. Ασφαλώς, εξεταζόμενη μεμονωμένα, η παρατήρηση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 347 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία οι επιζήμιες συνέπειες συμβατικών δεσμεύσεων τις οποίες ανέλαβε ελεύθερα ο αποδέκτης απόφασης της Επιτροπής δεν μπορούν να αποτελούν την καθοριστική αιτία της ζημίας που προκλήθηκε λόγω παρανομιών που βαρύνουν την απόφαση της Επιτροπής, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τέτοια ερμηνεία. Ωστόσο, και όπως προκύπτει από τις σκέψεις 344 έως 347 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης εξεταζόμενες στο σύνολό τους, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου αφορά ειδικά την επίμαχη εν προκειμένω συμβατική ρήτρα, με την οποία τα μέρη κατένειμαν μεταξύ τους, κατ’ ελεύθερη εκτίμηση, τον κίνδυνο η σχεδιαζόμενη πράξη συγκέντρωσης να μη λάβει την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, καθορίζοντας ένα κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ.

45

Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της UPS που αντλείται από τον φερόμενο ως υποχρεωτικό, στην πράξη, χαρακτήρα της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας, αρκεί η διαπίστωση ότι με το επιχείρημα αυτό αμφισβητείται η διαπίστωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 346 και 347 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο πλαίσιο της εκ μέρους του ανέλεγκτης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, και κατά την οποία η συνομολογηθείσα εν προκειμένω αποζημίωση λόγω καταγγελίας συμφωνήθηκε ελεύθερα, χωρίς να προβάλλεται ούτε να αποδεικνύεται η παραμικρή παραμόρφωση.

46

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας απόφασης, το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο κατ’ αναίρεση.

47

Τρίτον, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στο επιχείρημα της UPS ότι η αποζημίωση δεν είχε συμφωνηθεί ελεύθερα, αλλά ήταν, στην πράξη, υποχρεωτική, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική που ακολούθησε, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο. Η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό τον όρο ότι παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να αντιληφθούν το σκεπτικό στο οποίο στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο και στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την εκ μέρους του άσκηση του αναιρετικού ελέγχου (απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής,C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Εν προκειμένω, αρκεί να επισημανθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο απάντησε ακριβώς στο επιχείρημα της UPS ότι η αποζημίωση ήταν στην πράξη υποχρεωτική, αναφέροντας, στη σκέψη 346 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η συμβατική δέσμευση περί κατανομής μεταξύ της UPS και της TNT του κινδύνου η σχεδιαζόμενη πράξη συγκέντρωσης να μη λάβει την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής –κινδύνου ο οποίος, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο, είναι συμφυής με κάθε διαδικασία ελέγχου συγκεντρώσεων– είχε αναληφθεί ελεύθερα.

49

Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

50

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η UPS προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι, ιδίως στις σκέψεις 356 έως 358 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίμαχης απόφασης, καθόσον έκρινε ότι το οικονομετρικό πρότυπο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή ήταν ένα μόνον από τα στοιχεία που δικαιολογούσαν την απαγόρευση και ότι η UPS δεν απέδειξε τον αποφασιστικό αντίκτυπο των εντοπισθέντων σοβαρών νομικών σφαλμάτων στην έκβαση της επίμαχης απόφασης.

51

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το σκέλος αυτό είναι εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

52

Υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 354 έως 358 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η κατάφωρη προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της UPS, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 123 της απόφασης αυτής, ή τα προβαλλόμενα σφάλματα κατά τη διαμόρφωση του οικονομετρικού προτύπου που επέλεξε η Επιτροπή δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως αιτία της υλικής ζημίας που συνδέεται με το διαφυγόν κέρδος της UPS λόγω της αδυναμίας υλοποίησης της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης.

53

Στη σκέψη 365 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η πλημμέλεια στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την έκδοση της επίμαχης απόφασης μπορούσε να προκαλέσει διαφυγόν κέρδος στην UPS, το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή παραιτήθηκε από τη σχεδιαζόμενη πράξη αμέσως μετά την ανακοίνωση της επίμαχης απόφασης είχε ως αποτέλεσμα τη διάρρηξη οποιασδήποτε άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εν λόγω πλημμέλειας και της προβαλλόμενης ζημίας.

54

Καθόσον, όπως προκύπτει από το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 32 έως 36 της παρούσας απόφασης, απορρίφθηκαν τα επιχειρήματα με τα οποία η UPS αμφισβήτησε την εν λόγω διαπίστωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 365 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι σκέψεις 355 έως 358 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης παρατίθενται επαλλήλως όσον αφορά την εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων της UPS ή των λοιπών παραβάσεων που φέρεται να διέπραξε η Επιτροπή και της προβαλλόμενης υλικής ζημίας που συνδέεται με το διαφυγόν κέρδος της UPS λόγω της αδυναμίας υλοποίησης της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης.

55

Κατά πάγια, όμως, νομολογία του Δικαστηρίου, τα επιχειρήματα που στρέφονται κατά επαλλήλως παρατιθέμενου μέρους του σκεπτικού απόφασης ή διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να επιφέρουν την αναίρεσή της και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελή (διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 2023, Θεοδωράκης και Θεοδωράκη κατά Συμβουλίου, C‑137/22 P, EU:C:2023:41, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56

Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως καθώς και επί του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

57

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η UPS υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 216 και 226 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε οικονομετρικό πρότυπο που πάσχει από παρατυπίες, δηλαδή μια μη συμβατική μέθοδο η οποία βασίζεται σε μη δοκιμασμένες και μη ελεγχθείσες υποθέσεις, χωρίς να εξετάσει την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της και την ευαισθησία του προτύπου, δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι παρατυπίες αυτές είναι κατάφωρες ώστε να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

58

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος διαιρείται σε τρία σκέλη, η UPS υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, ιδίως στις σκέψεις 124 έως 143 καθώς και στις σκέψεις 229 έως 289 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την αξιολόγηση της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας.

59

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η UPS προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε, στις σκέψεις 172, 182 και 183 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η UPS δεν είχε παράσχει διευκρινίσεις με τις αιτήσεις της για πρόσβαση στα έγγραφα που αφορούσαν την ανταγωνιστικότητα της FedEx, με αποτέλεσμα να απολέσει το δικαίωμά της για πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα της FedEx.

60

Η Επιτροπή αντικρούει όλα τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους και των υπό κρίση λόγων αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

61

Όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, οι οποίες αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο της Ένωσης συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του οργάνου αυτού και της προβαλλόμενης ζημίας. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, εφόσον δεν πληρούται μία εξ αυτών των προϋποθέσεων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης (απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Dalli κατά Επιτροπής,C‑615/19 P, EU:C:2021:133, σκέψεις 41 και 42 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να εξετάζει τις προϋποθέσεις αυτές με καθορισμένη σειρά (απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62

Δεδομένου ότι ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως απορρίφθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η UPS δεν αμφισβητεί λυσιτελώς τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 350 και 365 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και κατά τις οποίες δεν αποδείχθηκε η αιτιώδης συνάφεια ούτε ως προς τη ζημία που φέρεται να συνίσταται στην καταβολή της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας ούτε ως προς το προβαλλόμενο διαφυγόν κέρδος της UPS λόγω της αδυναμίας υλοποίησης της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης. Επιπλέον, η UPS δεν αμφισβήτησε τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 343 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας ως προς τη ζημία που αφορά τα έξοδα τα οποία συνδέονται με τη συμμετοχή της UPS στη διαδικασία ελέγχου της πράξης συγκέντρωσης μεταξύ της FedEx και της TNT.

63

Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια ως προς τις προβαλλόμενες τρεις διακριτές ζημίες.

64

Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, εφόσον ένα από τα σημεία του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου αρκεί για να δικαιολογήσει το διατακτικό της απόφασής του, τα ενδεχόμενα σφάλματα άλλου σημείου του σκεπτικού δεν ασκούν επιρροή στο εν λόγω διατακτικό, οπότε ο λόγος αναιρέσεως στο πλαίσιο του οποίου προβάλλονται είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2014, Buono κ.λπ. κατά Επιτροπής,C‑12/13 P και C‑13/13 P, EU:C:2014:2284, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής,C‑650/19 P, EU:C:2021:879, σκέψη 86).

65

Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα με τα οποία η UPS επιδιώκει να αποδείξει, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και στο πλαίσιο του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, την ύπαρξη κατάφωρων παραβάσεων κανόνων δικαίου πέραν της παράβασης η οποία αφορά τα δικαιώματα άμυνας, και η οποία διαπιστώθηκε αμετάκλητα με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, United Parcel Service κατά Επιτροπής (T‑194/13, EU:T:2017:144, σκέψεις 221 και 222), ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμα, δεν μπορούν να οδηγήσουν στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

66

Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η UPS προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε, στη σκέψη 353 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη ζημία λόγω απώλειας κερδών αφορούσε μόνον την εκτιμώμενη συνολική απώλεια των συνεργειών και ότι κάθε αίτημα αποζημίωσης διατυπωθέν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για ποσό μικρότερο από την εκτιμώμενη συνολική αυτή απώλεια κερδών συνιστούσε νέο κεφάλαιο της ζημίας το οποίο ήταν απαράδεκτο διότι είχε προβληθεί εκπρόθεσμα. Ειδικότερα, η UPS υποστηρίζει ότι, εάν, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η UPS δεν δικαιούται πλήρη αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας που απορρέει από τις απολεσθείσες συνέργειες, θα εναπέκειτο φυσικά στο Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, σε ποιον βαθμό η καταβλητέα αποζημίωση θα έπρεπε να είναι μικρότερη από το συνολικό ζητηθέν ποσό.

67

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

68

Επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία της UPS στηρίζεται στην παραδοχή ότι, αντιθέτως προς ό,τι δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 353 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η υλική ζημία που συνδέεται με το διαφυγόν κέρδος περιλαμβάνει τη ζημία που απορρέει από την απώλεια ευκαιρίας, η οποία, επομένως, αποτελεί ήσσον στοιχείο σε σχέση με την αρχικώς προβληθείσα ζημία, δηλαδή ποσό χαμηλότερο από το συνολικό ζητηθέν ποσό.

69

Ωστόσο, από τις σκέψεις 5 και 6 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 353 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το αίτημα αποζημίωσης λόγω απώλειας ευκαιρίας συνιστούσε νέο κεφάλαιο της ζημίας, το οποίο δεν είχε προβληθεί με το δικόγραφο της αγωγής. Δεδομένου ότι η ζημία που συνδέεται με την απώλεια ευκαιρίας προς υλοποίηση της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης διακρίνεται θεμελιωδώς από τη ζημία που συνδέεται με το διαφυγόν κέρδος το οποίο απορρέει από την απαγόρευση της πράξης αυτής, το πρώτο κεφάλαιο της ζημίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ήσσον στοιχείο σε σχέση με το δεύτερο. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι το συνδεόμενο με την απώλεια ευκαιρίας κεφάλαιο της ζημίας, το οποίο παρουσιάστηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μόνον ως απάντηση σε ερωτήσεις του τελευταίου, προβλήθηκε εκπρόθεσμα και ήταν, ως εκ τούτου, απαράδεκτο (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2000, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:2000:38, σκέψη 47, καθώς και της 7ης Νοεμβρίου 2019, Rose Vision κατά Επιτροπής,C‑346/18 P, EU:C:2019:939, σκέψη 43).

70

Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

71

Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η UPS δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

72

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

73

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

74

Δεδομένου ότι η UPS ηττήθηκε και η Επιτροπή είχε υποβάλει τέτοιο αίτημα, η UPS πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την United Parcel Service Inc. στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top