Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0196

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 16ης Νοεμβρίου 2023.
    IB κατά Regione Lombardia και Provincia di Pavia.
    Προδικαστική παραπομπή – Κοινή γεωργική πολιτική – Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα εγγυήσεων – Κοινοτικό καθεστώς ενισχύσεων των μέτρων για τα δάση στον τομέα της γεωργίας – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2080/92 – Άρθρο 4 – Εφαρμογή από τα κράτη μέλη του καθεστώτος ενισχύσεων μέσω πολυετών προγραμμάτων – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 – Άρθρο 1 – Έννοια της παρατυπίας – Άρθρο 2 – Αποτελεσματικός, αναλογικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων – Άρθρο 4 – Αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους – Τρόποι εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα ενισχύσεων της Ένωσης – Εθνική νομοθεσία που προβλέπει την έκπτωση της ενισχύσεως και την επιστροφή των ληφθέντων ποσών σε περίπτωση διαπιστώσεως παρατυπιών – Αρχή της αναλογικότητας.
    Υπόθεση C-196/22.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:870

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 16ης Νοεμβρίου 2023 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Κοινή γεωργική πολιτική – Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα εγγυήσεων – Κοινοτικό καθεστώς ενισχύσεων των μέτρων για τα δάση στον τομέα της γεωργίας – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2080/92 – Άρθρο 4 – Εφαρμογή από τα κράτη μέλη του καθεστώτος ενισχύσεων μέσω πολυετών προγραμμάτων – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 – Άρθρο 1 – Έννοια της παρατυπίας – Άρθρο 2 – Αποτελεσματικός, αναλογικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων – Άρθρο 4 – Αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους – Τρόποι εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα ενισχύσεων της Ένωσης – Εθνική νομοθεσία που προβλέπει την έκπτωση της ενισχύσεως και την επιστροφή των ληφθέντων ποσών σε περίπτωση διαπιστώσεως παρατυπιών – Αρχή της αναλογικότητας»

    Στην υπόθεση C‑196/22,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

    IB

    κατά

    Regione Lombardia,

    Provincia di Pavia,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra, M. Safjan, N. Jääskinen και M. Gavalec (εισηγητή), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: L. Medina

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο IB, εκπροσωπούμενος από την L. Zanuttigh, avvocata,

    η Regione Lombardia, εκπροσωπούμενη από τους A. Forloni και L. Tamborino, avvocati,

    η Provincia di Pavia, εκπροσωπούμενη από τον G. Roccioletti, avvocato,

    η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Λευθεριώτου, Μ. Τασοπούλου και A.‑E. Βασιλοπούλου,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Rossi και A. Sauka,

    κατόπιν της απόφασης που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 2080/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, για τη θέσπιση κοινοτικού καθεστώτος ενισχύσεων των μέτρων δασοκομίας στη γεωργία (ΕΕ 1992, L 215, σ. 96), και του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1995, L 312, σ. 1).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του IB και, αφετέρου, της Regione Lombardia (περιφέρειας Λομβαρδίας, Ιταλία) και της Provincia di Pavia (επαρχίας Παβίας, Ιταλία) σχετικά με τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η πλήρης έκπτωση ενισχύσεων για τη δάσωση γεωργικών γαιών και διατάχθηκε η πλήρης επιστροφή των επίμαχων ενισχύσεων.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Ο κανονισμός 2080/92

    3

    Ο κανονισμός 2080/92 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (ΕΕ 1999, L 160, σ. 80), από τις 2 Ιουλίου 1999. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 55, παράγραφος 3, του κανονισμού 1257/1999, ο κανονισμός 2080/92 συνέχισε να εφαρμόζεται στις δράσεις τις οποίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε εγκρίνει δυνάμει του συγκεκριμένου κανονισμού πριν από την 1η Ιανουαρίου 2000, με αποτέλεσμα η διαφορά της κύριας δίκης να εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού 2080/92.

    4

    Η πρώτη, η δεύτερη, η τρίτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2080/92 έχουν ως εξής:

    «[Εκτιμώντας] ότι η δάσωση των γεωργικών εκτάσεων έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για τη χρησιμοποίηση του εδάφους και για το περιβάλλον όσο και για τη μείωση του ελλείμματος των δασικών πόρων στην Κοινότητα καθώς και ως συμπληρωματικό μέτρο της κοινοτικής πολιτικής για τον έλεγχο της γεωργικής παραγωγής·

    ότι η εμπειρία στον τομέα της δάσωσης των γεωργικών γαιών από τους γεωργούς απέδειξε ότι τα ισχύοντα καθεστώτα ενίσχυσης για την προώθηση της δάσωσης είναι ανεπαρκή και ότι οι ενέργειες δάσωσης των γεωργικών εκτάσεων που αποσύρονται από τη γεωργική παραγωγή κατά τα τελευταία χρόνια αποδείχτηκαν ανεπαρκείς·

    ότι επομένως κρίνεται αναγκαίο να αντικατασταθούν τα μέτρα που αναφέρονται στον τίτλο VIII του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2328/91 του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1991 για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των γεωργικών διαρθρώσεων [(ΕΕ 1991, L 218, σ. 1)], από μέτρα που ανταποκρίνονται καλύτερα στην ανάγκη αποτελεσματικής ενθάρρυνσης της δάσωσης των γεωργικών εκτάσεων·

    […]

    ότι, μια σταδιακά μειούμενη πριμοδότηση κατά τα πέντε πρώτα έτη που προορίζεται να συνεισφέρει στις δαπάνες για τη διατήρηση των νέων δασωμένων εκτάσεων μπορεί να αποτελέσει σημαντικό στοιχείο για την ενθάρρυνση της δάσωσης».

    5

    Το άρθρο 1 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στόχος του καθεστώτος ενισχύσεων», προβλέπει τα εξής:

    «Θεσπίζεται κοινοτικό καθεστώς ενισχύσεων που συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων προκειμένου:

    να πλαισιωθούν οι αλλαγές που προβλέπονται στο πλαίσιο των κοινών οργανώσεων αγοράς,

    να υπάρξει συμβολή στη μακροπρόθεσμη βελτίωση των δασικών πόρων,

    να υπάρξει συμβολή στην πιο εναρμονισμένη διαχείριση του φυσικού χώρου σε σχέση με την ισορροπία του περιβάλλοντος,

    να καταπολεμηθεί το φαινόμενο θερμοκηπίου και να απορροφηθεί το διοξείδιο του άνθρακος.

    Αυτό το κοινοτικό καθεστώς ενισχύσεων αποσκοπεί σε:

    α)

    εναλλακτική χρησιμοποίηση των γεωργικών γαιών με δάσωση·

    β)

    ανάπτυξη των δασικών δραστηριοτήτων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις.»

    6

    Το άρθρο 2 του κανονισμού 2080/92, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθεστώς ενισχύσεων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Το καθεστώς ενισχύσεων μπορεί να περιλαμβάνει:

    α)

    ενισχύσεις που προορίζονται να καλύψουν τις δαπάνες δάσωσης·

    β)

    ετήσια πριμοδότηση ανά δασωμένο εκτάριο για την κάλυψη των δαπανών συντήρησης των εκτάσεων που δασώθηκαν κατά τα πρώτα πέντε έτη·

    γ)

    ετήσια πριμοδότηση ανά εκτάριο για την αντιστάθμιση των απωλειών εισοδήματος που προκύπτουν από τη δάσωση γεωργικών εκτάσεων·

    […]».

    7

    Το άρθρο 3 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ποσό των ενισχύσεων», προβλέπει στο πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, τα εξής:

    «Τα ανώτατα επιλέξιμα ποσά των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 καθορίζονται ως εξής:

    α)

    όσον αφορά τις δαπάνες δάσωσης:

    2000 [ευρώ] ανά εκτάριο για τις φυτεύσεις ευκαλύπτων,

    […]

    β)

    όσον αφορά τις δαπάνες συντήρησης:

    250 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος κατά τα δύο πρώτα έτη και 150 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος κατά τα επόμενα έτη στην περίπτωση φυτεύσεων κωνοφόρων,

    500 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος κατά τα δύο πρώτα έτη και 300 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος κατά τα επόμενα έτη στην περίπτωση φυτεύσεων πλατύφυλλων ή μεικτών φυτεύσεων που περιλαμβάνουν τουλάχιστον 75 % πλατύφυλλα.

    […]

    γ)

    όσον αφορά την πριμοδότηση που προορίζεται να αντισταθμίσει τις απώλειες εισοδημάτων:

    600 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος εάν η δάσωση πραγματοποιείται από κάτοχο γεωργικής εκμετάλλευσης ή από ομάδα κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων οι οποίοι είχαν καλλιεργήσει τα εδάφη αυτά πριν τη δάσωσή τους,

    150 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος εάν η δάσωση πραγματοποιείται από άλλο δικαιούχο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β),

    για μέγιστη διάρκεια 20 ετών που υπολογίζεται από την ημερομηνία της αρχικής δάσωσης.»

    8

    Το άρθρο 4 του κανονισμού 2080/92, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προγράμματα ενισχύσεων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή το καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 2 μέσω εθνικών ή περιφερειακών πολυετών προγραμμάτων που αφορούν τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 1 και με τα οποία καθορίζονται ιδίως:

    τα ποσά και η διάρκεια των ενισχύσεων του άρθρου 2 σε συνάρτηση με τις πραγματικές δαπάνες δάσωσης και τη συντήρηση των ποικιλιών ή των τύπων των δένδρων που χρησιμοποιούνται για τη δάσωση, ή σε συνάρτηση με την απώλεια εισοδημάτων,

    οι όροι χορήγησης ενισχύσεων, ιδίως αυτών που αφορούν τις δασώσεις,

    […]».

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3887/92

    9

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3887/92 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ 1992, L 391, σ. 36), καταργήθηκε από τις 13 Δεκεμβρίου 2001 με τον κανονισμό (ΕΚ) 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου για ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3508/92 του Συμβουλίου (ΕΕ 2001, L 327, σ. 11). Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 53, παράγραφος 1, του κανονισμού 2419/2001, ο κανονισμός 3887/92 συνέχισε να εφαρμόζεται στις αιτήσεις ενισχύσεως που αφορούσαν τις περιόδους εμπορίας ή τις περιόδους αναφοράς των πριμοδοτήσεων που ολοκληρώνονταν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    10

    Το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 3887/92 προέβλεπε τα εξής:

    «Όταν διαπιστωθεί ότι η δηλωθείσα έκταση στην αίτηση ενίσχυσης υπερβαίνει την καθορισθείσα έκταση, το ποσό της ενίσχυσης υπολογίζεται βάσει της έκτασης που έχει πράγματι καθορισθεί κατά τη διάρκεια του ελέγχου. Εντούτοις, εκτός από περιπτώσεις ανωτέρας βίας, η πράγματι καθορισθείσα έκταση μειώνεται:

    κατά το διπλάσιο της διαπιστωθείσας υπέρβασης όταν η εν λόγω υπέρβαση είναι μεγαλύτερη από 2 % ή κατά δύο εκτάρια και ισούται με το 10 %, το πολύ, της καθορισθείσας έκτασης,

    κατά 30 % όταν η διαπιστωθείσα υπέρβαση είναι μεγαλύτερη από το 10 % και ίση με το 20 %, το πολύ, της καθορισθείσας έκτασης.

    Στην περίπτωση που η διαπιστωθείσα επιπλέον έκταση είναι μεγαλύτερη από το 20 % της καθορισθείσας έκτασης, δεν χορηγείται καμία ενίσχυση σχετική με την έκταση.

    […]»

    Ο κανονισμός 2988/95

    11

    Η τρίτη και η δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2988/95 έχουν ως εξής:

    «[Εκτιμώντας] ότι οι διαδικασίες [της] αποκεντρωμένης [οικονομικής] διαχείρισης και των συστημάτων ελέγχου αποτελούν αντικείμενο διάφορων λεπτομερών διατάξεων σύμφωνα με τις εν λόγω κοινοτικές πολιτικές· ότι έχει, εντούτοις, μεγάλη σημασία η καταπολέμηση των πράξεων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων σε όλους τους τομείς·

    […]

    [εκτιμώντας] ότι, δυνάμει της γενικής απαίτησης επιεικείας, της αρχής της αναλογικότητας καθώς και της αρχής “ne bis in idem”, αλλά και τηρουμένου του κοινοτικού κεκτημένου και των διατάξεων που θα προβλέπουν οι ειδικοί κοινοτικοί κανόνες που θα ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να προβλεφθούν οι κατάλληλες διατάξεις για την αποφυγή της σώρευσης των κοινοτικών χρηματικών κυρώσεων και των εθνικών ποινικών κυρώσεων που επιβάλλονται για τις αυτές πράξεις στο αυτό πρόσωπο».

    12

    Κατά το άρθρο 1 του ανωτέρω κανονισμού:

    «1.   Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου.

    2.   Παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες […] με αδικαιολόγητη δαπάνη.»

    13

    Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

    «1.   Οι έλεγχοι και τα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις θεσπίζονται μόνον εφόσον απαιτούνται για την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Πρέπει να εξασφαλίζουν αποτελεσματική, σύμμετρη και αποτρεπτική προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

    2.   Καμία διοικητική κύρωση δεν απαγγέλλεται εάν δεν προβλέπεται από κοινοτική πράξη προγενέστερη της παρατυπίας. Σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης των διατάξεων περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων που περιέχονται σε κοινοτικούς κανόνες, ισχύουν αναδρομικώς οι λιγότερο αυστηρές διατάξεις.

    […]

    4.   Με την επιφύλαξη του εφαρμοστέου κοινοτικού δικαίου, οι διαδικασίες εφαρμογής των κοινοτικών ελέγχων, μέτρων και κυρώσεων διέπονται από το δίκαιο των κρατών μελών.»

    14

    Το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

    «1.   Κάθε παρατυπία συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους:

    με την υποχρέωση καταβολής των οφειλομένων ή επιστροφής των αδικαιολογήτως εισπραχθέντων ποσών,

    με την ολική ή μερική κατάπτωση της εγγύησης που έχει συσταθεί για την υποστήριξη της αίτησης παρασχεθέντος οφέλους ή για την είσπραξη προκαταβολής.

    2.   Η εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 1 περιορίζεται στην αφαίρεση του εξασφαλισθέντος οφέλους προσαυξημένου, εφόσον προβλέπεται, με τόκους που δύνανται να καθοριστούν κατ’ αποκοπήν.

    3.   Οι πράξεις οι οποίες αποδεδειγμένως αποσκοπούν στην εξασφάλιση οφέλους αντίθετου προς τους στόχους των εκάστοτε εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, με την τεχνητή δημιουργία των προϋποθέσεων κτήσης αυτού του οφέλους, έχουν ως συνέπεια, ανάλογα με την περίπτωση, είτε τη μη εξασφάλιση είτε την αφαίρεση του οφέλους.

    4.   Τα μέτρα του παρόντος άρθρου δεν θεωρούνται κυρώσεις.»

    15

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 προβλέπει τα εξής:

    «Οι εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρατυπίες μπορούν να επισύρουν τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:

    […]

    γ)

    ολική ή μερική αφαίρεση του παρασχεθέντος από την κοινοτική νομοθεσία οφέλους, ακόμη και αν ο φορέας έχει λάβει αδικαιολογήτως μέρος μόνο αυτού του οφέλους·

    δ)

    απαγόρευση παροχής ή αφαίρεση του οφέλους για περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου της παρατυπίας·

    […]».

    Το ιταλικό δίκαιο

    16

    Το άρθρο 13 της decreto ministeriale n. 494 – Regolamento recante norme di attuazione del regolamento (ΕΟΚ) n. 2080/92 in material di gestione, pagamenti, controlli e decadenze dell’erogazione di contributi per l’esecuzione di rimboschimenti o miglioramenti boschivi [υπουργικής αποφάσεως 494 – κανονισμός περί διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2080/92 όσον αφορά τη διαχείριση, τις πληρωμές, τους ελέγχους και τις εκπτώσεις από τη χορήγηση ενισχύσεων για την αναδάσωση ή τη βελτίωση των δασώσεων], της18ης Δεκεμβρίου 1998 (GURI αριθ. 16, της 21ης Ιανουαρίου 1999, στο εξής: υπουργική απόφαση 494/98), το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποτελέσματα των ελέγχων μετά την καταβολή των ενισχύσεων», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Εάν, κατά τους ελέγχους για τους οποίους γίνεται λόγος στο άρθρο 12 ανωτέρω, διαπιστωθούν παρατυπίες που οδηγούν σε έκπτωση της ενίσχυσης, το αρμόδιο περιφερειακό όργανο αποφασίζει τη μερική ή ολική έκπτωση, με τις συνέπειες που προβλέπει το άρθρο 14 κατωτέρω, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 του κανονισμού [2988/95].

    2.   Η δήλωση, στην αίτηση, εκτάσεως μικρότερης από τη διαπιστωθείσα δεν συνιστά παρατυπία. Ωστόσο, για τον υπολογισμό του ποσού της ετήσιας ενισχύσεως, εξακολουθεί να λαμβάνεται υπόψη η δηλωθείσα έκταση.»

    17

    Το άρθρο 14 της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άλλες περιπτώσεις εκπτώσεως», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Πλήρης έκπτωση κηρύσσεται στις περιπτώσεις μη συμμορφώσεως που μνημονεύονται στις παραγράφους 2 και 3 ή/και εάν δεν πληρούνται πλέον οι όροι και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την προσχώρηση στο πρόγραμμα.

    […]

    3.   Η πλήρης έκπτωση κηρύσσεται επίσης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, κατόπιν τελικού ελέγχου και με την επιφύλαξη των περιπτώσεων ανωτέρας βίας που αναφέρονται στο άρθρο 8 ανωτέρω, η αναδασωμένη ή βελτιωμένη έκταση ή τα διαπιστωθέντα χιλιόμετρα δασικού οδικού δικτύου υπολείπονται κατά 20 % εκείνων που κρίθηκαν επιλέξιμα για ενίσχυση και εκκαθαρίστηκαν.

    4.   Οι αποκλίσεις που είναι κατώτερες από το όριο που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο έχουν ως αποτέλεσμα τη μερική έκπτωση του ποσού της ενισχύσεως.»

    18

    Το άρθρο 15 της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποτελέσματα της εκπτώσεως», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Η πλήρης έκπτωση συνεπάγεται την επιστροφή όλων των αδικαιολογήτως εισπραχθεισών ενισχύσεων και τον πλήρη αποκλεισμό από την ενίσχυση για τα έτη δεσμεύσεως που υπολείπονται.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    19

    Στις 16 Ιουνίου 1997 ο IB, ο οποίος ήταν γεωργός, υπέβαλε αίτηση στην επαρχία Παβίας προκειμένου να υπαχθεί στο καθεστώς ενισχύσεων για τη δάσωση γεωργικών γαιών δυνάμει του κανονισμού 2080/92. Στο πλαίσιο της εν λόγω αιτήσεως, ο ΙΒ ανέλαβε την υποχρέωση να δασώσει γεωργική γη εκτάσεως 104 εκταρίων στην οποία έως τότε καλλιεργούνταν σιτάρι και καλαμπόκι, καθώς και να συντηρήσει αυτή τη δάσωση στο σύνολο της προαναφερθείσας εκτάσεως για περίοδο 20 ετών, ήτοι από το 1997 έως το 2017.

    20

    Κατόπιν της υπαγωγής του στο ως άνω καθεστώς, ο IB εισέπραξε, μεταξύ των ετών 1997 και 2008, συνολικό ποσό ενισχύσεων ύψους 1324246,35 ευρώ, ενισχύσεις οι οποίες συνίστανται, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2080/92, στην αρχική ενίσχυση για την κάλυψη των δαπανών δασώσεως, σε ετήσιες πριμοδοτήσεις που καλύπτουν τις δαπάνες συντηρήσεως των δασικών εκτάσεων και σε ετήσιες πριμοδοτήσεις για την αντιστάθμιση της απώλειας εισοδήματος.

    21

    Κατά τη διάρκεια επιτόπιου ελέγχου που διενεργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2009 από την επαρχία Παβίας, η οποία είχε εξουσιοδοτηθεί σχετικώς από την περιφέρεια Λομβαρδίας, αποδείχθηκε ότι η έκταση της δασώσεως που πραγματοποιήθηκε με πόρους της Ένωσης δεν ήταν 104 αλλά 70 εκτάρια, λόγω πρόωρης υλοτομήσεως στην οποία είχε προβεί ο IB. Διαπιστώνοντας ότι αυτή η απόκλιση κατά 38 % μεταξύ της δηλωθείσας και της πραγματικής εκτάσεως δασώσεως υπερέβαινε το 20 % που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του διατάγματος 494/98, η επαρχία Παβίας κήρυξε έκπτωτο τον ΙΒ για το σύνολο των ενισχύσεων που του είχαν καταβληθεί, τον διέταξε να επιστρέψει το σύνολο των επίμαχων ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του ως άνω διατάγματος και τον απέκλεισε από την ενίσχυση για τα έτη δεσμεύσεως που υπολείπονται.

    22

    Ο IB προσέφυγε κατά της κηρυχθείσας εκπτώσεως, καθώς και της εκδοθείσας διαταγής επιστροφής των ενισχύσεων, ενώπιον του Tribunale di Pavia (πρωτοδικείου Παβίας, Ιταλία), το οποίο έκρινε βάσιμη την προσφυγή του.

    23

    Το Corte d’appello di Milano (εφετείο Μιλάνου, Ιταλία), το οποίο εκδίκασε την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, μεταρρύθμισε την πρωτόδικη απόφαση κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η καταλογιζόμενη στον IB παράβαση συνιστούσε σοβαρή παρατυπία αντιβαίνουσα στους επιδιωκόμενους από το καθεστώς ενισχύσεων της Ένωσης σκοπούς. Η παρατυπία αυτή, η οποία είχε ως συνέπεια τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εν λόγω λήπτη, ο οποίος εισέπραττε τις ενισχύσεις της Ένωσης ενώ συγχρόνως αποκόμιζε έσοδα και από την πώληση ξυλείας, δικαιολογούσε την επιστροφή του συνόλου των ληφθεισών ενισχύσεων, υπό την επιφύλαξη περιπτώσεων ανωτέρας βίας και άλλων λόγων ανεξαρτήτων της βουλήσεως του λήπτη.

    24

    Ο IB άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

    25

    Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν οι κανονισμοί 2080/92 και 2988/95 αντιτίθενται στο καθεστώς πλήρους εκπτώσεως από την ενίσχυση που προβλέπουν τα άρθρα 14 και 15 του διατάγματος 494/98.

    26

    Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον το καθεστώς πλήρους εκπτώσεως συνιστά «μέτρο» κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 2988/95. Συγκεκριμένα, ενώ το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι κάθε παρατυπία συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους με την υποχρέωση επιστροφής των αδικαιολογήτως εισπραχθέντων ποσών, η πλήρης έκπτωση που προβλέπεται στα άρθρα 14 και 15 του διατάγματος 494/98 συνεπάγεται όχι μόνον την επιστροφή όλων των αδικαιολογήτως εισπραχθέντων ποσών, αλλά και τον πλήρη αποκλεισμό από την ενίσχυση για τα έτη δεσμεύσεως που υπολείπονται.

    27

    Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εθνική αυτή ρύθμιση υπερβαίνει τα όρια που θέτει το άρθρο 4 του κανονισμού 2988/95, καθόσον απαιτεί την πλήρη επιστροφή των ενισχύσεων που έχουν εισπραχθεί όταν η δασωθείσα έκταση είναι κατά 20 % μικρότερη από την έκταση που δηλώθηκε για ενίσχυση.

    28

    Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την αναλογικότητα της εν λόγω εθνικής ρυθμίσεως, καθόσον αυτή προβλέπει, σε περίπτωση πλήρους εκπτώσεως, την επιστροφή όλων των ληφθεισών ενισχύσεων και όχι μόνον εκείνων που αφορούν το έτος κατά το οποίο διαπιστώθηκε η παρατυπία.

    29

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις του κανονισμού [2080/92], για τη θέσπιση κοινοτικού καθεστώτος ενισχύσεων των μέτρων για τα δάση στον τομέα της γεωργίας, οι οποίες δεν προβλέπουν ωστόσο σύστημα έκπτωσης και κυρώσεων, καίτοι λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις του κανονισμού [2988/95], σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αντιτίθενται στην εφαρμογή διάταξης του εθνικού δικαίου η οποία, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του κανονισμού 2080/92, προβλέπει, σε περίπτωση που διαπιστωθεί παρατυπία κατά τη χορήγηση των ενισχύσεων, την έκπτωση από αυτές και την επιστροφή των προς τούτο ληφθέντων ποσών;

    2)

    Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις του κανονισμού [2080/92], καίτοι λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις του κανονισμού [2988/95] και τις αρχές της επιείκειας και της αναλογικότητας που προβλέπονται στην όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, αντιτίθενται στην εφαρμογή διάταξης του εθνικού δικαίου η οποία, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του κανονισμού 2080/92, προβλέπει, σε περίπτωση που διαπιστωθεί παρατυπία κατά τη χορήγηση των ενισχύσεων, την έκπτωση από αυτές και την επιστροφή των προς τούτο ληφθέντων ποσών, όταν η έκταση που αναδασώθηκε ή βελτιώθηκε είναι μικρότερη κατά 20 % σε σχέση με την έκταση που επιλέχθηκε για τη χορήγηση της ενίσχυσης και για την οποία καταβλήθηκε χρηματικό αντάλλαγμα;

    3)

    Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις του κανονισμού [2080/92], καίτοι λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις του κανονισμού [2988/95], αντιτίθενται στην αναδρομική εφαρμογή διάταξης του εθνικού δικαίου η οποία, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του κανονισμού 2080/92, προβλέπει, σε περίπτωση που διαπιστωθεί παρατυπία κατά τη χορήγηση των ενισχύσεων, την έκπτωση από αυτές και την επιστροφή των προς τούτο ληφθέντων ποσών;

    4)

    Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις του κανονισμού [2080/92], καίτοι λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις του κανονισμού [2988/95], αντιτίθενται στην ερμηνεία διάταξης του εθνικού δικαίου η οποία, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του κανονισμού 2080/92, προβλέπει, σε περίπτωση που διαπιστωθεί παρατυπία κατά τη χορήγηση των ενισχύσεων, την έκπτωση από αυτές και την επιστροφή των προς τούτο ληφθέντων ποσών, υπό την έννοια ότι ο δικαιούχος υποχρεούται να επιστρέψει το σύνολο των ποσών που ελήφθησαν προς τούτο και όχι μόνον τα ποσά που αφορούν το έτος για το οποίο διαπιστώθηκε η παρατυπία κατά τη χορήγηση των ενισχύσεων;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

    30

    Η περιφέρεια Λομβαρδίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι απαράδεκτα για δύο λόγους. Αφενός, τα ερωτήματα είναι κατ’ αυτήν αλυσιτελή, δεδομένου ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση απλώς θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 9 του κανονισμού 3887/92, το οποίο είναι άμεσα εφαρμοστέα διάταξη. Αφετέρου, η απάντηση στα συγκεκριμένα ερωτήματα ουδόλως επηρεάζει την έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης, διότι ο IB προέβη στην υλοτόμηση ολόκληρης της δασωθείσας εκτάσεως το 2011, με αποτέλεσμα το ζήτημα των συνεπειών της μειώσεως της εκτάσεως κατά ποσοστό άνω του 20 % να έχει καταστεί υποθετικό.

    31

    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται αποκλειστικώς στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να είναι σε θέση να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Επομένως, εφόσον τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφανθεί (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal, C‑882/19, EU:C:2021:800, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    32

    Κατά συνέπεια, τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο δύναται να μην αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal, C‑882/19, EU:C:2021:800, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    33

    Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στην υποβληθείσα αίτηση, δεδομένου ότι η εν λόγω απάντηση θα παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί του εύρους της επιστροφής των ενισχύσεων για δάσωση που έλαβε ο IB, καθόσον διαπιστώθηκε ότι η έκταση που δασώθηκε ήταν μικρότερη κατά ποσοστό άνω του 20 % από την έκταση που είχε γίνει δεκτή στο πλαίσιο πολυετούς δεσμεύσεως ενισχύσεων.

    34

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο δεν είναι προδήλως άσχετη με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κρίνεται παραδεκτή.

    Επί της ουσίας

    35

    Με τα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού 2988/95, τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού 2080/92, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στην περίπτωση που διαπιστωθεί, κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως πολυετούς δεσμεύσεως, ότι η δασωθείσα έκταση είναι μικρότερη κατά 20 % από την έκταση που είχε γίνει δεκτή βάσει της δεσμεύσεως αυτής, προβλέπει την πλήρη έκπτωση των ενισχύσεων δασώσεως και, ως εκ τούτου, την υποχρέωση πλήρους επιστροφής των ενισχύσεων, καθώς και τον πλήρη αποκλεισμό από τις ενισχύσεις που θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί για τα έτη δεσμεύσεως που υπολείπονται.

    36

    Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του κανονισμού 2080/92, σε συνδυασμό με την πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική σκέψη του, ο εν λόγω κανονισμός θέσπισε καθεστώς ενισχύσεων για τη δάσωση γεωργικών γαιών με σκοπό, μεταξύ άλλων, την προώθηση της εναλλακτικής χρήσεως των γεωργικών εκτάσεων με δάσωση, επιτρέποντας παράλληλα την ανάπτυξη δασικών δραστηριοτήτων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, τη συμβολή σε μια διαχείριση του φυσικού χώρου περισσότερο συμβατή με την περιβαλλοντική ισορροπία, την καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου, την απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα, καθώς και τη συμβολή μακροπρόθεσμα στη βελτίωση των δασικών πόρων.

    37

    Επομένως, ο ανωτέρω κανονισμός επιδιώκει σκοπούς γεωργικής πολιτικής που στοχεύουν στη στήριξη του τομέα της δασοκομίας, καθώς και έναν σκοπό προστασίας του περιβάλλοντος, οι οποίοι, ως εκ της φύσεώς τους, έχουν πολυετή διάσταση και απαιτούν την επίτευξη πραγματικής και διαρκούς δασώσεως των γεωργικών γαιών.

    38

    Στη συνέχεια, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι το θεσπισθέν με αυτόν καθεστώς ενισχύσεων για τη δάσωση γεωργικών γαιών μπορεί να περιλαμβάνει ενισχύσεις για την κάλυψη των δαπανών για δάσωση, ετήσια πριμοδότηση προοριζόμενη να καλύψει τις δαπάνες συντηρήσεως των δασικών εκτάσεων κατά τα πέντε πρώτα έτη και ετήσια πριμοδότηση προοριζόμενη να αντισταθμίσει τις απώλειες εισοδήματος που απορρέουν από τη δάσωση των γεωργικών εκτάσεων, αυτές δε οι πριμοδοτήσεις καταβάλλονται «ανά δασωμένο εκτάριο».

    39

    Επιπλέον, το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού 2080/92 περιορίζεται στον καθορισμό των ανώτατων επιλέξιμων ποσών των ενισχύσεων ανάλογα με την έκταση της δασώσεως (σε εκτάρια) καθώς και τη μέγιστη διάρκεια καταβολής των ενισχύσεων αυτών. Συναφώς, ενώ το στοιχείο βʹ του πρώτου εδαφίου του άρθρου 3, σε συνδυασμό με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του οικείου κανονισμού, προβλέπει ότι η καταβολή των πριμοδοτήσεων συντηρήσεως μπορεί να γίνει τμηματικά εντός περιόδου πέντε ετών, το στοιχείο γʹ του εν λόγω εδαφίου προβλέπει ότι η πριμοδότηση λόγω απώλειας εισοδήματος μπορεί να χορηγείται για μέγιστη διάρκεια είκοσι ετών που υπολογίζεται από την ημερομηνία της αρχικής δασώσεως.

    40

    Όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2080/92, αυτό αναθέτει στα κράτη μέλη το καθήκον να εφαρμόσουν το συγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων μέσω εθνικών ή περιφερειακών πολυετών προγραμμάτων των οποίων τις λεπτομέρειες εφαρμογής καθορίζουν τα ίδια. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη καθορίζουν, μεταξύ άλλων, τα ποσά και τη διάρκεια των ενισχύσεων σε συνάρτηση με τις πραγματικές δαπάνες δασώσεως και συντηρήσεως των δένδρων ή των ειδών δένδρων που χρησιμοποιούνται για δάσωση, ή σε συνάρτηση με την απώλεια εισοδήματος, καθώς και τους όρους χορηγήσεως των ενισχύσεων για τη δάσωση.

    41

    Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, αφενός, ότι ο κανονισμός 2080/92, μολονότι δεν καθορίζει άμεσα τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η καταβολή των διαφόρων ενισχύσεων για τη δάσωση, συνδέει τη χορήγηση των εν λόγω ενισχύσεων με την πραγματική δάσωση των εκτάσεων που καλύπτονται από την πολυετή δέσμευση καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της.

    42

    Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι ο συγκεκριμένος κανονισμός δεν καθορίζει τις διαδικασίες ελέγχου, ούτε το σύστημα κυρώσεων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της τηρήσεως των προϋποθέσεων χορηγήσεως των ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω διαδικασίες ελέγχου και το εν λόγω σύστημα κυρώσεων εξακολουθούν να διέπονται από το δίκαιο των κρατών μελών.

    43

    Ωστόσο, δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, προς τον σκοπό της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, ο κανονισμός 2988/95 θέσπισε, σύμφωνα με το άρθρο 1, γενικούς κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του δικαίου της Ένωσης, και τούτο, όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του, με σκοπό την καταπολέμηση των πράξεων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε όλους τους τομείς (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Cruz & Companhia, C‑341/13, EU:C:2014:2230, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    44

    Διά της θεσπίσεως του ως άνω κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης σκοπό είχε να θέσει γενικούς κανόνες, απαιτώντας όλες οι τομεακές κανονιστικές ρυθμίσεις, όπως ο κανονισμός 2080/92, να συνάδουν με τους τεθέντες γενικούς κανόνες (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 2010, SGS Belgium κ.λπ., C‑367/09, EU:C:2010:648, σκέψη 37, και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Somvao, C‑599/13, EU:C:2014:2462, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    45

    Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 διευκρινίζει ότι οι διαδικασίες ελέγχου καθώς και τα διοικητικά μέτρα και οι κυρώσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή πρέπει να έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

    46

    Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει τον όρο «παρατυπία» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95 υπό την έννοια ότι καλύπτει όχι μόνον κάθε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης που απορρέει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα που είχε ή θα είχε ως αποτέλεσμα τη βλάβη του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης λόγω καταλογισμού σε αυτόν αδικαιολόγητης δαπάνης, αλλά και την παράβαση διατάξεων του εθνικού δικαίου που έχουν εφαρμογή στις υποστηριζόμενες από τα διαρθρωτικά ταμεία δράσεις, όπως οι διατάξεις που ορίζουν της προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τη χορήγηση ενισχύσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2016, Județul Neamț και Județul Bacău, C‑260/14 και C‑261/14, EU:C:2016:360, σκέψεις 36, 37 και 43, και της 1ης Οκτωβρίου 2020, Elme Messer Metalurgs, C‑743/18, EU:C:2020:767, σκέψεις 52, 53 και 63).

    47

    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95, κάθε «παρατυπία» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού συνεπάγεται κατά γενικό κανόνα την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους με την υποχρέωση επιστροφής των αδικαιολογήτως εισπραχθέντων ποσών.

    48

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 3, του διατάγματος 494/98 συνεπάγεται την πλήρη έκπτωση των ενισχύσεων για τις οποίες, κατόπιν τελικού ελέγχου και υπό την επιφύλαξη περιπτώσεως ανωτέρας βίας, η δασωθείσα έκταση είναι κατά 20 % μικρότερη από εκείνη που είχε γίνει δεκτή για ενίσχυση και εκκαθαρίστηκε, καθώς και των ενισχύσεων για τις οποίες δεν πληρούνται πλέον οι αναγκαίες για την ένταξη στο πρόγραμμα απαιτήσεις και προϋποθέσεις. Επιπλέον, το άρθρο 14, παράγραφος 4, του ως άνω διατάγματος επιβάλλει τη μερική έκπτωση των ενισχύσεων για τις οποίες διαπιστώνεται διαφορά κατώτερη του 20 % μεταξύ της δασωθείσας εκτάσεως και εκείνης που έγινε δεκτή για ενίσχυση. Τέλος, το άρθρο 15, παράγραφος 1, του ανωτέρω διατάγματος διευκρινίζει ότι η πλήρης έκπτωση συνεπάγεται την επιστροφή όλων των αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων καθώς και τον πλήρη αποκλεισμό από την ενίσχυση για τα έτη δεσμεύσεως που υπολείπονται.

    49

    Επομένως, διάταξη όπως το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 3, του διατάγματος 494/98, σχετικά με τη συντήρηση της δασώσεως σε ποσοστό τουλάχιστον 80 % της εκτάσεως που καλύπτεται από την αναληφθείσα πολυετή δέσμευση, συνιστά διάταξη του εθνικού δικαίου εφαρμοστέα σε πράξη χρηματοδοτούμενη από ταμείο η παράβαση της οποίας δύναται να συνιστά «παρατυπία» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95 και, ως εκ τούτου, να συνεπάγεται την επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του οικείου κανονισμού.

    50

    Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ωστόσο, αν η αρχή της αναλογικότητας αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει, σε περίπτωση που η δασωθείσα έκταση είναι κατώτερη κατά 20 % από την έκταση για την οποία χορηγήθηκε ενίσχυση, την πλήρη έκπτωση της ενισχύσεως της Ένωσης και την πλήρη ανάκτησή της, και όχι μόνον την επιστροφή των ενισχύσεων που αντιστοιχούν στην έκταση την οποία αφορά η παρατυπία ή μόνον τα ποσά που αφορούν το έτος για το οποίο διαπιστώθηκε η παρατυπία.

    51

    Συναφώς, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να είναι τα προβλεπόμενα από εθνική διάταξη μέσα πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Avio Lucos, C‑176/20, EU:C:2022:274, σκέψη 42).

    52

    Διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση περί εκπτώσεως επιδιώκει θεμιτό σκοπό. Συγκεκριμένα, θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 2, παράγραφος 4, και το άρθρο 4 του κανονισμού 2988/95, όπως προκύπτει από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του διατάγματος 494/98, και αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων της Ένωσης και, ειδικότερα, των ενισχύσεων για δάσωση τις οποίες χρηματοδοτεί η Ένωση δυνάμει του κανονισμού 2080/92.

    53

    Δεύτερον, όσον αφορά το κατά πόσον η εν λόγω εθνική ρύθμιση είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 3, του διατάγματος 494/98 πλήρης έκπτωση της ενωσιακής ενισχύσεως είναι πρόσφορη για την αποτελεσματική χορήγηση των ενισχύσεων για δάσωση και, ως εκ τούτου, για την αποτελεσματική επιδίωξη των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός 2080/92, όπως αυτοί υπομνήσθηκαν στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, η πλήρης έκπτωση και τα συνδεόμενα με αυτήν αποτελέσματα, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του επίμαχου διατάγματος, είναι ικανά να αποτρέψουν τη χορήγηση κονδυλίων της Ένωσης σε επιχείρηση δασώσεως η οποία δεν θα ήταν σύμφωνη με τους σκοπούς της πραγματικής και διαρκούς δασώσεως που επιδιώκει ο οικείος κανονισμός.

    54

    Εξάλλου, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση, καθόσον συνδέει την πλήρη αυτή έκπτωση με τον πλήρη αποκλεισμό των ενισχύσεων που έπρεπε να είχαν καταβληθεί για τα έτη δεσμεύσεως που υπολείπονται, καθιστά επίσης δυνατή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης λόγω του αποτρεπτικού της αποτελέσματος.

    55

    Τρίτον, όσον αφορά τον αναγκαίο και αναλογικό χαρακτήρα της πλήρους εκπτώσεως και των αποτελεσμάτων της, που προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 3, και στο άρθρο 15 παράγραφος 1, του διατάγματος 494/98, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το σύστημα αυτό δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου. Πράγματι, καθόσον εναπόκειται στα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, να καθορίσουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των ενισχύσεων σχετικά με τη δάσωση, επιτρέπεται στα κράτη αυτά να θεωρήσουν ότι η μη τήρηση προϋποθέσεως επιλεξιμότητας όπως η σχετική με το όριο του 20 % της προς δάσωση εκτάσεως ενδέχεται να θίξει σοβαρά την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός 2080/92, και να συναγάγουν εξ αυτού ότι η αρχική δέσμευση είναι πλημμελής σε τέτοιο βαθμό ώστε να επισύρει την κύρωση της πλήρους εκπτώσεως.

    56

    Εξάλλου, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης καθεστώς εκπτώσεως χαρακτηρίζεται από την προοδευτικότητά του, διότι, ενώ διαφορά μικρότερη του 20 % μεταξύ της διαπιστωθείσας δασωθείσας εκτάσεως και εκείνης που έγινε δεκτή για ενίσχυση οδηγεί σε μερική έκπτωση, διαφορά ίση ή μεγαλύτερη από το όριο αυτό οδηγεί σε πλήρη έκπτωση και στην επιστροφή του συνόλου των ληφθεισών ενισχύσεων, καθώς και σε πλήρη αποκλεισμό των ενισχύσεων για τα έτη δεσμεύσεως που υπολείπονται.

    57

    Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι το επίμαχο καθεστώς πλήρους εκπτώσεως των ενισχύσεων συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι αφορά μόνον περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων, ήτοι εκείνες κατά τις οποίες διαπιστώνεται ότι η δασωθείσα έκταση είναι κατά 20 % κατώτερη από την έκταση για την οποία έχει χορηγηθεί ενίσχυση και ότι παρέχει στον λήπτη τη δυνατότητα να επικαλεστεί περίπτωση ανωτέρας βίας.

    58

    Τέλος, στο μέτρο που προβλέπει, στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η δασωθείσα έκταση είναι μικρότερη κατά 20 % από την έκταση που έγινε δεκτή για ενίσχυση, την επιστροφή του συνόλου των ενισχύσεων για δάσωση που εισπράχθηκαν στο πλαίσιο της πολυετούς δεσμεύσεως, και όχι την επιστροφή μόνον των ποσών που αφορούν το έτος για το οποίο διαπιστώθηκε η παρατυπία, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία συνάδει επίσης με την αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, μόνον η πλήρης επιστροφή των ενισχύσεων αυτών είναι ικανή να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης και να διασφαλίσει την αποτελεσματική και βιώσιμη δάσωση των γεωργικών γαιών.

    59

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού 2988/95, τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού 2080/92, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στην περίπτωση που διαπιστωθεί, κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως πολυετούς δεσμεύσεως, ότι η δασωθείσα έκταση είναι μικρότερη κατά 20 % από την έκταση που είχε γίνει δεκτή βάσει της δεσμεύσεως αυτής, προβλέπει την πλήρη έκπτωση των ενισχύσεων δασώσεως και, ως εκ τούτου, την υποχρέωση πλήρους επιστροφής των ενισχύσεων, καθώς και τον πλήρη αποκλεισμό από τις ενισχύσεις που θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί για τα έτη δεσμεύσεως που υπολείπονται.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    60

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    Τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2080/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, για τη θέσπιση κοινοτικού καθεστώτος ενισχύσεων των μέτρων δασοκομίας στη γεωργία, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας,

     

    έχουν την έννοια ότι:

     

    δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στην περίπτωση που διαπιστωθεί, κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως πολυετούς δεσμεύσεως, ότι η δασωθείσα έκταση είναι μικρότερη κατά 20 % από την έκταση που είχε γίνει δεκτή βάσει της δεσμεύσεως αυτής, προβλέπει την πλήρη έκπτωση των ενισχύσεων δασώσεως και, ως εκ τούτου, την υποχρέωση πλήρους επιστροφής των ενισχύσεων, καθώς και τον πλήρη αποκλεισμό από τις ενισχύσεις που θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί για τα έτη δεσμεύσεως που υπολείπονται.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top