Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0112

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 29ης Ιουλίου 2024.
    Ποινική δίκη κατά Procura della Repubblica Tribunale di Napoli κ.λπ.
    Αιτήσεις του Tribunale di Napoli για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ – Ίση μεταχείριση – Μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής και κοινωνικής προστασίας – Προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη – Έμμεση διάκριση.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-112/22 και C-223/22.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:636

    Προσωρινό κείμενο

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 29ης Ιουλίου 2024 (*)

    «Προδικαστική παραπομπή – Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ – Ίση μεταχείριση – Μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής και κοινωνικής προστασίας – Προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη – Έμμεση διάκριση»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑112/22 και C‑223/22,

    με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale di Napoli (πλημμελειοδικείο Νάπολης, Ιταλία) με αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2022 και της 22ας Μαρτίου 2022, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο, αντιστοίχως, στις 17 Φεβρουαρίου 2022 και στις 29 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών κατά των

    CU (C‑112/22),

    ND (C‑223/22),

    παρισταμένων των:

    Procura della Repubblica presso il Tribunale di Napoli (C‑112/22 και C‑223/22),

    Ministero dell’Economia e delle Finanze (C‑112/22 και C‑223/22),

    Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS) (C‑223/22),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, K. Jürimäe, F. Biltgen και N. Piçarra, προέδρους τμήματος, S. Rodin, P. G. Xuereb, I. Jarukaitis (εισηγητή), N. Wahl, I. Ziemele και J. Passer, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

    γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Οκτωβρίου 2023,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        οι CU και ND, εκπροσωπούμενες από την M. Costantino, avvocata,

    –        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους S. Fiorentino και P. Gentili, avvocati dello Stato,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Κατσιμέρου και τους B.‑R. Killmann και P. A. Messina,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιανουαρίου 2024,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 18 και 45 ΣΛΕΕ, του άρθρου 34 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), των άρθρων 30 και 31 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και αναθεωρήθηκε στο Στρασβούργο στις 3 Μαΐου 1996 (στο εξής: Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης), του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1), καθώς και του άρθρου 29 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).

    2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών που κινήθηκαν, στην υπόθεση C‑112/22, κατά της CU, και, στην υπόθεση C‑223/22, κατά της ND, για ψευδείς δηλώσεις σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης του «εισοδήματος του πολίτη».

     Το νομικό πλαίσιο

     Το δίκαιο της Ένωσης

     Η οδηγία 2003/109

    3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 4, 6 και 12 της οδηγίας 2003/109 έχουν ως εξής:

    «(2)      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την ειδική σύνοδό του στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, δήλωσε ότι θα πρέπει να υπάρξει προσέγγιση του νομικού καθεστώτος των υπηκόων τρίτων χωρών προς εκείνο των υπηκόων των κρατών μελών και ότι στα άτομα που έχουν διαμείνει νομίμως σε κράτος μέλος επί περίοδο που θα προσδιορισθεί και τα οποία διαθέτουν άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, θα πρέπει να χορηγείται εντός του εν λόγω κράτους μέλους, σύνολο ενιαίων δικαιωμάτων κατά το δυνατόν παραπλήσιων προς τα δικαιώματα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    (3)      Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και από τον [Χάρτη].

    (4)      Η ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη αποτελεί στοιχείο-κλειδί για την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, θεμελιώδους στόχου της Κοινότητας, ο οποίος ορίζεται στη συνθήκη.

    [...]

    (6)      Το κύριο κριτήριο για την απόκτηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος θα πρέπει να είναι η διάρκεια διαμονής στην επικράτεια ενός κράτους μέλους. Αυτή η κατοίκηση θα πρέπει να ήταν νόμιμη και αδιάλειπτη ώστε να δείχνει την εδραίωση του προσώπου στη χώρα. Θα πρέπει να προβλεφθεί κάποια ευελιξία ώστε να λαμβάνονται υπόψη περιστάσεις που μπορούν τυχόν να αναγκάζουν το πρόσωπο να αναχωρεί προσωρινά από την επικράτεια.

    [...]

    (12)      Προκειμένου να συσταθεί ένα πραγματικό μέσο για την ενσωμάτωση του επί μακρόν διαμένοντος στην κοινωνία στην οποία έχει εγκατασταθεί, οι επί μακρόν διαμένοντες θα πρέπει να απολαύουν ίσης μεταχείρισης με τους πολίτες του κράτους μέλους σε ευρύ φάσμα οικονομικών και κοινωνικών τομέων, δυνάμει των σχετικών όρων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.»

    4        Το άρθρο 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

    «Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    α)      “υπήκοος τρίτης χώρας”: κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 1 της συνθήκης·

    β)      “επί μακρόν διαμένων”: κάθε υπήκοος τρίτης χώρας που απολαύει του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος που προβλέπεται στα άρθρα 4 έως 7».

    5        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διάρκεια παραμονής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτειά τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.»

    6        Το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/109 προβλέπει τις προϋποθέσεις απόκτησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος. Κατά την παράγραφο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του εν λόγω άρθρου, τα κράτη μέλη απαιτούν από τον υπήκοο τρίτης χώρας να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτει για τον ίδιο και για τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειάς του, αφενός, σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του οικείου κράτους μέλους, και, αφετέρου, ασφάλιση ασθένειας που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων οι οποίοι συνήθως καλύπτονται για τους ημεδαπούς στο οικείο κράτος μέλος. Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 5 ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απαιτήσουν από τους υπηκόους τρίτων χωρών να συμμορφωθούν με όρους ενσωμάτωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

    7        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, προκειμένου να αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, ο ενδιαφερόμενος υπήκοος της τρίτης χώρας υποβάλλει αίτηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει, συνοδευόμενη από τα δικαιολογητικά τα οποία προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο και αποδεικνύουν ότι πληροί τους όρους που απαριθμούνται στα άρθρα 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας.

    8        Το άρθρο 11 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ίση μεταχείριση», ορίζει στις παραγράφους 1, 2 και 4 τα εξής:

    «1.      Ο επί μακρόν διαμένων απολαύει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς όσον αφορά:

    [...]

    δ)      την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο·

    [...]

    2.      Όσον αφορά τις διατάξεις της παραγράφου 1 στοιχεία β), δ), ε), στ) και ζ), το οικείο κράτος μέλος μπορεί να περιορίζει την ίση μεταχείριση σε περιπτώσεις στις οποίες ο καταχωρημένος ή συνήθης τόπος διαμονής του επί μακρόν διαμένοντος, ή των μελών της οικογένειας για τα οποία αυτός ζητά την παροχή ωφελημάτων ευρίσκεται εντός του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

    [...]

    4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ίση μεταχείριση ως προς την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία στα βασικά πλεονεκτήματα.»

     Ο κανονισμός 492/2011

    9        Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2, με τίτλο «Άσκηση της απασχόλησης και ισότητα μεταχείρισης», του κεφαλαίου I, με τίτλο «Απασχόληση, ισότητα μεταχείρισης και οικογένειες εργαζομένων», του κανονισμού αυτού:

    «1.      Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

    2.      Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

    [...]»

     Η οδηγία 2011/95

    10      Το άρθρο 29 της οδηγίας 2011/95, το οποίο επιγράφεται «Κοινωνική αρωγή», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας να λαμβάνουν στο κράτος μέλος στο οποίο έχει χορηγηθεί η προστασία αυτή την αναγκαία συνδρομή, από άποψη κοινωνικής αρωγής, όπως οι υπήκοοι του εν λόγω κράτους μέλους.»

     Το ιταλικό δίκαιο

    11      Το άρθρο 1 της decreto-legge n. 4 «Disposizioni urgenti in materia di reddito di cittadinanza e di pensioni» (πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 4, περί επειγουσών διατάξεων σχετικά με το εισόδημα του πολίτη και τις συντάξεις), της 28ης Ιανουαρίου 2019 (GURI αριθ. 23, της 28ης Ιανουαρίου 2019), όπως κυρώθηκε από τον legge n. 26 (νόμο αριθ. 26), της 28ης Μαρτίου 2019 (GURI αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 2019) (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου 4/2019), ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Από τον Απρίλιο 2019, το εισόδημα του πολίτη [...] ορίζεται ως θεμελιώδες μέτρο της ενεργού εργασιακής πολιτικής για τη διασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία, την καταπολέμηση της φτώχειας, της ανισότητας και του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς και για την ενίσχυση του δικαιώματος στην ενημέρωση, την εκπαίδευση, την κατάρτιση και τον πολιτισμό μέσω πολιτικών που αποσκοπούν στην οικονομική στήριξη και την κοινωνική ένταξη των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο αποκλεισμού στην κοινωνία και στο εργασιακό περιβάλλον. Το [εισόδημα του πολίτη] αποτελεί βασικό πλεονέκτημα εντός των ορίων των διαθέσιμων πόρων.»

    12      Το άρθρο 2 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου, το οποίο επιγράφεται «Δικαιούχοι», ορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης του εισοδήματος του πολίτη. Ως τέτοιες προϋποθέσεις ορίζονται, αφενός, η ιθαγένεια, η κατοικία και η διαμονή του αιτούντος και, αφετέρου, μεταξύ άλλων, το εισόδημα, τα περιουσιακά στοιχεία και τα διαρκή αγαθά που χρησιμοποιεί το νοικοκυριό του αιτούντος. Όσον αφορά τις πρώτες προϋποθέσεις, το άρθρο 2, παράγραφος 1, προβλέπει τα εξής:

    «Το [εισόδημα του πολίτη] χορηγείται στα νοικοκυριά τα οποία, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως και καθ’ όλη τη διάρκεια καταβολής της παροχής, πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    a)      όσον αφορά τις προϋποθέσεις σχετικά με την ιθαγένεια, την κατοικία και τη διαμονή, το αιτούν την παροχή μέλος του νοικοκυριού πρέπει σωρευτικά:

    1)      να έχει την ιταλική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια κράτους μέλους της [...] Ένωσης, ή [να είναι] μέλος της οικογένειάς του, [...], που έχει δικαίωμα διαμονής ή δικαίωμα μόνιμης διαμονής, ή [να είναι] υπήκοος τρίτης χώρας κάτοχος άδειας διαμονής [της Ένωσης για επί μακρόν διαμένοντες]·

    2)      να είναι κάτοικος Ιταλίας επί τουλάχιστον δέκα έτη, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη, υπολογιζόμενα από τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, και καθ’ όλη τη διάρκεια της καταβολής της παροχής, διαμένει στην Ιταλία αδιαλείπτως.

    [...]»

    13      Το άρθρο 3 της εν λόγω πράξης νομοθετικού περιεχομένου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Οικονομικό πλεονέκτημα», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Το οικονομικό πλεονέκτημα [του εισοδήματος του πολίτη], σε ετήσια βάση, αποτελείται από τα ακόλουθα δύο συστατικά στοιχεία:

    a)      παροχή για τη συμπλήρωση του οικογενειακού εισοδήματος [...] έως ορίου 6 000 ευρώ ετησίως, που πολλαπλασιάζεται επί τον αντίστοιχο συντελεστή της κλίμακας ισοδυναμίας [...]·

    b)      παροχή για τη συμπλήρωση του εισοδήματος των νοικοκυριών που μένουν σε μισθωμένη κατοικία, ίση με το ποσό του ετήσιου μισθώματος που προβλέπεται στη σύμβαση μίσθωσης [...] έως το ποσό των 3 360 ευρώ ετησίως.»

    14      Το άρθρο 7 της ίδιας πράξης νομοθετικού περιεχομένου, το οποίο επιγράφεται «Κυρώσεις», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Πλην των περιπτώσεων στις οποίες η πράξη στοιχειοθετεί βαρύτερο αδίκημα, όποιος, με σκοπό να λάβει αχρεωστήτως την παροχή του άρθρου 3, υποβάλλει ή χρησιμοποιεί δηλώσεις ή έγγραφα που είναι ψευδή ή πιστοποιούν μη αληθή γεγονότα ή παραλείπει να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης δύο έως έξι ετών.»

     Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

    15      Οι CU και ND είναι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίες είναι επί μακρόν διαμένουσες στην Ιταλία. Η CU καταχωρίστηκε ως κάτοικος ημεδαπής στις 29 Μαρτίου 2012. Η δε ND καταχωρίστηκε ως κάτοικος ημεδαπής στις 24 Μαρτίου 2013.

    16      Οι CU και ΝD κατηγορούνται από την Pubblico Ministero della Procura della Repubblica presso il Tribunale di Napoli (εισαγγελία του πρωτοδικείου Νάπολης, Ιταλία) για τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος του άρθρου 7, παράγραφος 1, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 4/2019, καθόσον υπέγραψαν, αντιστοίχως, στις 27 Αυγούστου 2020 και 9 Οκτωβρίου 2020, αιτήσεις προκειμένου να λάβουν το «εισόδημα του πολίτη», με τις οποίες βεβαίωσαν ψευδώς ότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις χορήγησης της εν λόγω παροχής, περιλαμβανομένης της προϋπόθεσης την οποία προβλέπει η εν λόγω πράξη νομοθετικού περιεχομένου περί τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής στην Ιταλία. Με τον τρόπο αυτό, οι CU και ND έλαβαν αχρεωστήτως συνολικά ποσά 3 414,40 ευρώ και 3 186,66 ευρώ, αντιστοίχως.

    17      Το Tribunale di Napoli (πλημμελειοδικείο Νάπολης, Ιταλία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 4/2019 με το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον η εν λόγω πράξη απαιτεί, μεταξύ άλλων, από τους υπηκόους τρίτων χωρών τουλάχιστον δεκαετή διαμονή στην Ιταλία, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, προκειμένου να λάβουν το «εισόδημα του πολίτη», το οποίο αποτελεί παροχή κοινωνικής αρωγής αποσκοπούσα στη διασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πράξη νομοθετικού περιεχομένου προβλέπει δυσμενή μεταχείριση των εν λόγω υπηκόων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διαθέτουν άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, σε σχέση με τη μεταχείριση που προβλέπεται για τους ημεδαπούς.

    18      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει, κατ’ αρχάς, ότι το «εισόδημα του πολίτη» συνιστά παροχή κοινωνικής αρωγής αποσκοπούσα στη διασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου διαβίωσης, η οποία εμπίπτει σε έναν από τους τρεις τομείς που προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, ήτοι την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από την εθνική νομοθεσία. Επιπλέον, το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι το ιταλικό κράτος, θεσπίζοντας την επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση, δεν περιόρισε την ίση μεταχείριση στα βασικά πλεονεκτήματα. Εξάλλου, ακόμη και αν προβλεπόταν από την εν λόγω ρύθμιση, ένας τέτοιος περιορισμός δεν θα ήταν σύμφωνος με την οδηγία 2003/109, στο μέτρο που, κατά την τελευταία περίοδο του άρθρου 1, παράγραφος 1, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 4/2019, το «εισόδημα του πολίτη» συνιστά βασικό πλεονέκτημα εντός των ορίων των διαθέσιμων πόρων.

    19      Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, με την απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C‑571/10, EU:C:2012:233), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στο άρθρο αυτό εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει, όσον αφορά τη χορήγηση στεγαστικού επιδόματος, διαφορετική μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν υπαχθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος από εκείνη που προβλέπεται για τους ημεδαπούς. Μνημονεύει επίσης τις αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1985, Hoeckx (249/83, EU:C:1985:139), και της 27ης Μαρτίου 1985, Scrivner και Cole (122/84, EU:C:1985:145), οι οποίες αφορούσαν μέτρο κοινωνικής αρωγής παρόμοιο με το «εισόδημα του πολίτη». Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό 492/2011, ένα τέτοιο μέτρο έπρεπε να χορηγείται τόσο στους ημεδαπούς εργαζομένους όσο και στους εργαζομένους άλλων κρατών μελών.

    20      Αντιθέτως, κατά το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του ζητήματος αν εθνική διάταξη η οποία προβλέπει τη χορήγηση «εισοδήματος του πολίτη» μόνο στους αιτούντες που πληρούν προϋπόθεση διαμονής όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης. Εν προκειμένω, στο μέτρο που ενδεχόμενη έλλειψη νομιμότητας της προϋπόθεσης του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, σημείο 2, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 4/2019 θα είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη της αντικειμενικής υπόστασης του οικείου ποινικού αδικήματος, η απάντηση στο ερώτημα αυτό καθίσταται αναγκαία για την έκδοση απόφασης επί των υποθέσεων των κύριων δικών.

    21      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale di Napoli (πλημμελειοδικείο Νάπολης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν πανομοιότυπη διατύπωση στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑112/22 και C‑223/22:

    «1)      Αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα προς [τα άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ], το άρθρο 7, παράγραφος 2, του [κανονισμού 492/2011], το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας [2003/109], το άρθρο 29 της οδηγίας [2011/95], το άρθρο 34 του [Χάρτη] και τα άρθρα 30 και 31 του [Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη], εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, της [πράξης νομοθετικού περιεχομένου 4/2019], καθόσον, με το να εξαρτά τη χορήγηση του επιδόματος του πολίτη από την προϋπόθεση διαμονής στην Ιταλία επί τουλάχιστον δέκα έτη (και την πρόσθετη προϋπόθεση αδιάλειπτης διαμονής κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη, υπολογιζόμενα από τον χρόνο υποβολής της αίτησης, καθώς και καθ’ όλη τη διάρκεια της καταβολής της παροχής), επιφυλάσσει δυσμενή μεταχείριση στους Ιταλούς υπηκόους, στους υπηκόους [της Ένωσης] που έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής ή στους [υπηκόους τρίτων χωρών] που είναι επί μακρόν διαμένοντες [στην Ιταλία] για χρονικό διάστημα μικρότερο των δέκα ετών ή για διάστημα δέκα ετών, αλλά όχι αδιαλείπτως διαμένοντες κατά τα δύο τελευταία από τα έτη αυτά, σε σχέση με τις ίδιες κατηγορίες που διαμένουν επί δέκα έτη στην Ιταλία, και αδιαλείπτως κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη;

    Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

    2)      Αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα προς το άρθρο 18 [ΣΛΕΕ], το άρθρο 45 [ΣΛΕΕ], το άρθρο 7, παράγραφος 2, του [κανονισμού 492/2011], το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2003/109], το άρθρο 29 της [οδηγίας 2011/95], το άρθρο 34 του [Χάρτη] και τα άρθρα 30 και 31 του [Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη], εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 1, [της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 4/2019], σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, [αυτής], στον βαθμό που επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των επί μακρόν διαμενόντων, οι οποίοι μπορούν να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής σε κράτος μέλος της [Ένωσης] αφού έχουν διαμείνει επί πέντε έτη στο κράτος μέλος υποδοχής, και των επί μακρόν διαμενόντων που έχουν διαμείνει [στην Ιταλία] επί δέκα έτη, και αδιαλείπτως κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη;

    3)      Αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα προς [τα άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ], το άρθρο 7, παράγραφος 2, του [κανονισμού 492/2011], το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2003/109] καθώς και το άρθρο 29 της [οδηγίας 2011/95], εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 1, [της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 4/2019], σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, [αυτής], η οποία επιβάλλει στους Ιταλούς υπηκόους, στους υπηκόους [της Ένωσης] και στους υπηκόους [τρίτων χωρών] υποχρέωση δεκαετούς διαμονής (και υποχρέωση αδιάλειπτης διαμονής κατά τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη) προκειμένου να δικαιούνται να λάβουν το εισόδημα του πολίτη;

    4)      Αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα προς [τα άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ], το άρθρο 7, παράγραφος 2, του [κανονισμού 492/2011], το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2003/109], το άρθρο 29 της [οδηγίας 2011/95], το άρθρο 34 του [Χάρτη] και τα άρθρα 30 και 31 του [Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη], εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 1, [της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 4/2019], σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, [αυτής], στον βαθμό που υποχρεώνει τους Ιταλούς υπηκόους, τους υπηκόους [της Ένωσης] και τους υπηκόους [τρίτων χωρών] να δηλώσουν, προκειμένου να λάβουν το εισόδημα του πολίτη, ότι έχουν διαμείνει επί δέκα έτη, και αδιαλείπτως τα δύο τελευταία από τα εν λόγω έτη, στην Ιταλία, προβλέποντας σοβαρές ποινικές κυρώσεις για την περίπτωση ψευδούς δήλωσης;»

     Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    22      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 3ης Μαΐου 2022, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑112/22 και C‑223/22 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

    23      Στις 8 Μαΐου 2023 το Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, του Κανονισμού του Διαδικασίας, ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να του παράσχει διευκρινίσεις, καλώντας το να προσδιορίσει το νομικό καθεστώς των προσώπων τα οποία αφορούν οι ποινικές διαδικασίες των κύριων δικών καθώς και τις συγκεκριμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν εφαρμογή στα πρόσωπα αυτά, των οποίων την ερμηνεία κρίνει αναγκαία για την επίλυση των υποθέσεων των οποίων έχει επιληφθεί. Το αιτούν δικαστήριο απάντησε στην αίτηση αυτή στις 9 Ιουνίου 2023 στην υπόθεση C‑223/22 και στις 13 Ιουνίου 2023 στην υπόθεση C‑112/22, επισημαίνοντας ότι τα επίμαχα στις κύριες δίκες πρόσωπα είναι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίες είναι επί μακρόν διαμένουσες στην Ιταλία. Επιπλέον, στην απάντηση που δόθηκε στην υπόθεση C‑112/22 το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η διάταξη της οποίας η ερμηνεία είναι χρήσιμη για την υπόθεση της κύριας δίκης είναι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109.

    24      Σύμφωνα με το άρθρο 16, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών από το τμήμα μείζονος συνθέσεως, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό από το Δικαστήριο στις 10 Ιουλίου 2023.

     Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

    25      Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα, δεδομένου ότι οι εφαρμοστέες στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικές διατάξεις αφορούν παροχή προβλεπόμενη από την εθνική κανονιστική ρύθμιση που θεσπίστηκε στο πλαίσιο της άσκησης αποκλειστικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών. Το επίμαχο στις κύριες δίκες «εισόδημα του πολίτη» δεν αποτελεί μέτρο κοινωνικής προστασίας ή κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο έχει απλώς ως σκοπό να εξασφαλίσει στους ενδιαφερομένους ορισμένο επίπεδο εισοδήματος, αλλά συνιστά σύνθετο μέτρο που αποσκοπεί κυρίως να προωθήσει την κοινωνική ένταξη και την επανένταξη των ενδιαφερομένων στην αγορά εργασίας.

    26      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, ζήτημα που προδήλως εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου [πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    27      Επιπλέον, στο μέτρο που η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί, με το επιχείρημά της, ότι το επίμαχο στις κύριες δίκες «εισόδημα του πολίτη» εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, διαπιστώνεται ότι, όπως παρατήρησε η ίδια η κυβέρνηση αυτή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το εν λόγω επιχείρημα δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, αλλά πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο της επί της ουσίας εξετάσεως των ερωτημάτων αυτών (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 76).

    28      Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει, στα ερωτήματά του, και τα άρθρα 30 και 31 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Μολονότι, σύμφωνα με τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), το άρθρο 34, παράγραφος 3, αυτού εμπνέεται από τα άρθρα 30 και 31 του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύει τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi, C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    29      Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, πλην κατά το μέρος που αφορά τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    30      Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλονται, αντλώντας από το σύνολο των στοιχείων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς [πρβλ. απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Eesti Vabariik (Põllumajanduse Registrite ja Informatsiooni Amet), C‑437/22, EU:C:2024:176, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    31      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αναφέρονται σε πλείονες κατηγορίες προσώπων τα οποία θα μπορούσαν, κατά το αιτούν δικαστήριο, να περιέλθουν σε μειονεκτική θέση λόγω της επίμαχης στις κύριες δίκες εθνικής ρύθμισης, ήτοι στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, σε ορισμένους ημεδαπούς, στους πολίτες της Ένωσης καθώς και στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας υπηκόους τρίτων χωρών. Ωστόσο, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δεν διευκρινίζουν σε ποια από τις ανωτέρω κατηγορίες ανήκουν τα επίμαχα στις κύριες δίκες πρόσωπα.

    32      Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης, με τις απαντήσεις του στην αίτηση του Δικαστηρίου για παροχή διευκρινίσεων, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι τα επίμαχα στις κύριες δίκες πρόσωπα είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, επί μακρόν διαμένουσες στην Ιταλία. Επιπλέον, στην υπόθεση C‑112/22, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η διάταξη της οποίας η ερμηνεία είναι χρήσιμη για την υπόθεση της κύριας δίκης είναι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109. Πράγματι, εφαρμογή στην εν λόγω κατηγορία προσώπων έχει η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 34 του Χάρτη, και όχι τα άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 ή το άρθρο 29 της οδηγίας 2011/95, τα οποία επίσης μνημονεύονται στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα. Επομένως, οι τελευταίες αυτές διατάξεις δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, διότι δεν συνδέονται με τις διαφορές των κύριων δικών.

    33      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 34 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, αφενός, εξαρτά την πρόσβαση των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε μέτρο κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας από την ισχύουσα και για τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής σε αυτό το κράτος μέλος, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, και, αφετέρου, προβλέπει ότι τιμωρείται ποινικώς κάθε ψευδής δήλωση σχετικά με την εν λόγω προϋπόθεση διαμονής.

    34      Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, ο επί μακρόν διαμένων απολαύει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

    35      Πρώτον, στο μέτρο που η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί ότι το επίμαχο στις υποθέσεις των κύριων δικών «εισόδημα του πολίτη» εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης, υπενθυμίζεται ότι, όταν διάταξη του δικαίου της Ένωσης, όπως το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, παραπέμπει ρητώς στο εθνικό δίκαιο, το Δικαστήριο δεν καλείται να δώσει στις οικείες έννοιες αυτοτελή και ενιαίο ορισμό με βάση το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, η παραπομπή αυτή σημαίνει ότι η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να γίνουν σεβαστές οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ των κρατών μελών ως προς τον ορισμό και το ακριβές περιεχόμενο των επίμαχων εννοιών. Εντούτοις, το γεγονός ότι δεν υπάρχει αυτοτελής και ενιαίος ορισμός, με βάση το δίκαιο της Ένωσης, των εννοιών της κοινωνικής ασφάλισης, της κοινωνικής αρωγής και της κοινωνικής προστασίας και ότι η διάταξη αυτή παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο σε σχέση με τις εν λόγω έννοιες δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, κατά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, να θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2003/109 (αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψεις 77 και 78, και της 28ης Οκτωβρίου 2021, ASGI κ.λπ., C‑462/20, EU:C:2021:894, σκέψη 31).

    36      Επιπλέον, κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι διατάξεις του απευθύνονται στα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Ομοίως, από την αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2003/109 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη.

    37      Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη, όταν καθορίζουν τα μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής και κοινωνικής προστασίας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους, τα οποία πρέπει να διέπονται από την αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, οφείλουν να σέβονται τα δικαιώματα και να τηρούν τις αρχές που προβλέπονται από τον Χάρτη, και συγκεκριμένα τα δικαιώματα και τις αρχές που διακηρύσσονται στο άρθρο 34 του Χάρτη. Κατά το άρθρο 34, παράγραφος 3, του Χάρτη, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια, η Ένωση –και, επομένως, τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης– «αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα κοινωνικής αρωγής και στεγαστικής βοήθειας προς εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλους όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές» (απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 80).

    38      Δεδομένου ότι τόσο το άρθρο 34 του Χάρτη όσο και το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 παραπέμπουν στο εθνικό δίκαιο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν το επίμαχο στις κύριες δίκες «εισόδημα του πολίτη» συνιστά κοινωνική παροχή εμπίπτουσα στις προβλεπόμενες από την εν λόγω οδηγία (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 81, και της 28ης Οκτωβρίου 2021, ASGI κ.λπ., C‑462/20, EU:C:2021:894, σκέψη 32).

    39      Όπως, όμως, επισημάνθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει με τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως ότι το «εισόδημα του πολίτη» συνιστά παροχή κοινωνικής αρωγής αποσκοπούσα στη διασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου διαβίωσης, η οποία εμπίπτει σε έναν από τους τρεις τομείς που προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, ήτοι την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από την εθνική νομοθεσία.

    40      Βεβαίως, η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί την εν λόγω διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου. Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα όπως προσδιορίζεται με την απόφαση περί παραπομπής. Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως της κριτικής που ασκεί η κυβέρνηση κράτους μέλους στην ερμηνεία του εθνικού δικαίου από το αιτούν δικαστήριο, η εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων πρέπει να βασιστεί στην ερμηνεία αυτή και δεν απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει την ακρίβειά της (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2016, New Valmar, C‑15/15, EU:C:2016:464, σκέψη 25, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Cofidis, C‑340/22, EU:C:2023:1019, σκέψη 31).

    41      Επομένως, στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων, το Δικαστήριο πρέπει να στηριχθεί στην παραδοχή ότι το επίμαχο στις κύριες δίκες «εισόδημα του πολίτη» συνιστά μέτρο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 34 του Χάρτη.

    42      Επιπλέον, μολονότι, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ίση μεταχείριση, ως προς την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, στα βασικά πλεονεκτήματα, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει με τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως ότι η εν λόγω διάταξη, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, αφενός, οι αρμόδιες για την εφαρμογή της οδηγίας ιταλικές αρχές δεν εξέφρασαν σαφώς την πρόθεσή τους να επικαλεστούν την παρέκκλιση που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. Αφετέρου, το «εισόδημα του πολίτη» συνιστά ακριβώς τέτοιο «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια της ίδιας διάταξης. Η έννοια αυτή προσδιορίζει τις παροχές οι οποίες συμβάλλουν στην κάλυψη των βασικών αναγκών του ατόμου, όπως είναι η τροφή, η στέγαση και η υγεία (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψεις 86 έως 92).

    43      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το σύστημα το οποίο καθιερώνει η οδηγία 2003/109 προβλέπει σαφώς ότι η υπαγωγή στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος δυνάμει της οδηγίας αυτής υπόκειται σε ειδική διαδικασία και, επιπλέον, εξαρτάται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του κεφαλαίου II της εν λόγω οδηγίας.

    44      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτειά τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Το άρθρο 5 της οδηγίας εξαρτά την υπαγωγή στο καθεστώς αυτό από την απόδειξη του ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας που ζητεί να υπαχθεί σε αυτό διαθέτει επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθενείας. Τέλος, το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας ορίζει ειδικότερα τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την υπαγωγή στο εν λόγω καθεστώς.

    45      Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 4, 6 και 12 της οδηγίας 2003/109 προκύπτει ότι σκοπός της είναι η εξασφάλιση της ενσωμάτωσης των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν νομίμως και για μεγάλο χρονικό διάστημα εντός των κρατών μελών και, προς τούτο, η προσέγγιση των δικαιωμάτων των υπηκόων αυτών προς τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης, ιδίως με την καθιέρωση ίσης μεταχείρισης με τους πολίτες της Ένωσης σε ευρύ φάσμα οικονομικών και κοινωνικών τομέων. Επομένως, το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος παρέχει στο πρόσωπο υπέρ του οποίου αυτό αναγνωρίζεται τη δυνατότητα να τυγχάνει ίσης μεταχείρισης στους τομείς που μνημονεύονται στο άρθρο 11 της οδηγίας, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού [απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Istituto nazionale della previdenza sociale (Οικογενειακές παροχές για τους επί μακρόν διαμένοντες), C‑303/19, EU:C:2020:958, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    46      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών του, το καθεστώς αυτό αντιστοιχεί στο πλέον προχωρημένο στάδιο ενσωμάτωσης για τους υπηκόους τρίτων χωρών και δικαιολογεί τη διασφάλιση υπέρ αυτών ίσης μεταχείρισης με τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής, ιδίως όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία.

    47      Τρίτον, όσον αφορά το ζήτημα αν η προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής στην Ιταλία, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, την οποία επιβάλλει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, σημείο 2, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 4/2019 για τη χορήγηση του «εισοδήματος του πολίτη», είναι συμβατή με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 34 του Χάρτη, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η εν λόγω προϋπόθεση διαμονής εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο τόσο στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών όσο και στους Ιταλούς υπηκόους. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, κατ’ ουσίαν, ότι η εν λόγω προϋπόθεση περιάγει σε δυσμενέστερη θέση τους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών σε σχέση με τους Ιταλούς υπηκόους που διαμένουν στην Ιταλία και δεν έχουν εγκαταλείψει το έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους προκειμένου να διαμείνουν επί μακρόν στην αλλοδαπή.

    48      Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του, η προβλεπόμενη από το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/109 αρχή της ίσης μεταχείρισης απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, αλλά και κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή δυσμενούς διάκρισης η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διαφοροποίησης, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα.

    49      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξακριβωθεί, κατά πρώτον, αν προϋπόθεση δεκαετούς διαμονής, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, καταλήγει σε διαφορετική μεταχείριση η οποία συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση εις βάρος των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε σχέση με τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους.

    50      Συναφώς, επισημαίνεται ότι μια τέτοια προϋπόθεση δεκαετούς διαμονής, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, πλήττει κυρίως τους αλλοδαπούς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι υπήκοοι τρίτων χωρών.

    51      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, εξάλλου, ότι η προϋπόθεση δεκαετούς διαμονής, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, θίγει επίσης τα συμφέροντα των Ιταλών υπηκόων που επιστρέφουν στην Ιταλία έπειτα από μια περίοδο διαμονής σε άλλο κράτος μέλος. Είναι, πάντως, αδιάφορο αν το επίμαχο στις κύριες δίκες μέτρο πλήττει ενδεχομένως τόσο τους ημεδαπούς που δεν είναι σε θέση να τηρήσουν την προϋπόθεση αυτή όσο και τους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών. Πράγματι, για να μπορεί ένα μέτρο να χαρακτηριστεί ως έμμεση διάκριση, δεν είναι αναγκαίο να ευνοεί, εξ αποτελέσματος, το σύνολο των ημεδαπών ή να περιάγει σε δυσμενή θέση αποκλειστικώς και μόνον τους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών χωρίς να θίγει τους ημεδαπούς (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 45).

    52      Ως εκ τούτου, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και των ημεδαπών, η οποία απορρέει από το γεγονός ότι εθνική ρύθμιση τάσσει προϋπόθεση δεκαετούς διαμονής, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση.

    53      Κατά δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι μια τέτοια διάκριση κατ’ αρχήν απαγορεύεται, εκτός αν δικαιολογείται αντικειμενικώς. Προκειμένου να δικαιολογείται, πρέπει να είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού και να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου.

    54      Συναφώς, η Ιταλική Κυβέρνηση επισημαίνει, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι, στο μέτρο που το «εισόδημα του πολίτη» αποτελεί οικονομικό πλεονέκτημα του οποίου η χορήγηση εξαρτάται από τη συμμετοχή των ενήλικων μελών του οικείου νοικοκυριού σε μια εξατομικευμένη πορεία υποστήριξης προς την απασχόληση και την κοινωνική ένταξη βάσει ειδικών συμφωνιών, η χορήγηση του πλεονεκτήματος αυτού συνεπάγεται μια ιδιαίτερα περίπλοκη διεργασία κοινωνικής και επαγγελματικής ένταξης σε διοικητικό επίπεδο. Επομένως, κατά την κυβέρνηση αυτή, ο εθνικός νομοθέτης δεόντως επιφύλαξε την πρόσβαση στο μέτρο αυτό μόνο στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν μόνιμα και έχουν πράγματι ενσωματωθεί στην Ιταλία.

    55      Πάντως, επισημαίνεται ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 προβλέπει εξαντλητικώς τις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν, όσον αφορά τη διαμονή, από την ίση μεταχείριση μεταξύ των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και των ημεδαπών. Επομένως, πέραν των περιπτώσεων αυτών, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών υπηκόων συνιστά, αφ’ εαυτής, παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας [πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Istituto nazionale della previdenza sociale (Οικογενειακές παροχές για τους επί μακρόν διαμένοντες), C‑303/19, EU:C:2020:958, σκέψη 23].

    56      Ειδικότερα, διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και των υπηκόων του οικείου κράτους μέλους δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση λόγω των αντίστοιχων δεσμών τους με το εν λόγω κράτος μέλος. Μια τέτοια δικαιολόγηση θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, το οποίο επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους στους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης, της κοινωνικής αρωγής και της κοινωνικής προστασίας [απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Istituto nazionale della previdenza sociale (Οικογενειακές παροχές για τους επί μακρόν διαμένοντες), C‑303/19, EU:C:2020:958, σκέψη 34].

    57      Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης, η οδηγία 2003/109 προβλέπει, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, προϋπόθεση νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής πέντε ετών στο έδαφος κράτους μέλους, προκειμένου να αναγνωριστεί σε υπήκοο τρίτης χώρας το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος από το εν λόγω κράτος μέλος. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι μια τέτοια περίοδος νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής πέντε ετών μαρτυρεί την «εδραίωση του προσώπου στη χώρα» και πρέπει, επομένως, να θεωρείται επαρκής ώστε το πρόσωπο αυτό να δικαιούται, μετά την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, ίση μεταχείριση με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους, ιδίως όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας.

    58      Ως εκ τούτου, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, χωρίς να παραβεί την τελευταία αυτή διάταξη και τον σκοπό που αυτή επιδιώκει, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 12 της ίδιας οδηγίας, στο να διασφαλιστεί ότι το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος αποτελεί «ένα πραγματικό μέσο για την ενσωμάτωση του επί μακρόν διαμένοντος στην κοινωνία στην οποία έχει εγκατασταθεί», να παρατείνει μονομερώς την περίοδο διαμονής που απαιτείται προκειμένου ο επί μακρόν διαμένων να μπορεί να απολαύει του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109.

    59      Επομένως, προϋπόθεση περί δεκαετούς διαμονής, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών προϋπόθεση, αντιβαίνει στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109.

    60      Τέλος, τέταρτον, όσον αφορά το ζήτημα της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, με την οδηγία 2003/109, εθνικής διάταξης η οποία προβλέπει την επιβολή ποινικής κύρωσης στους αιτούντες τη χορήγηση μέτρου κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας σε περίπτωση ψευδούς δήλωσης εκ μέρους τους όσον αφορά τις προϋποθέσεις χορήγησης τέτοιου μέτρου, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, εθνικός μηχανισμός επιβολής κυρώσεων δεν είναι συμβατός με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/109 όταν επιβάλλεται προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση μιας υποχρέωσης η οποία δεν συνάδει αφ’ εαυτής προς τις εν λόγω διατάξεις [πρβλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 2022, Landespolizeidirektion Steiermark (Μέγιστο χρονικό διάστημα διενέργειας ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα), C‑368/20 και C‑369/20, EU:C:2022:298, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    61      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 34 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, αφενός, εξαρτά την πρόσβαση των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε μέτρο κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας από την ισχύουσα και για τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής σε αυτό το κράτος μέλος, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, και, αφετέρου, προβλέπει ότι τιμωρείται ποινικώς κάθε ψευδής δήλωση σχετικά με την εν λόγω προϋπόθεση διαμονής.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    62      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

    Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 34 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    έχει την έννοια ότι:

    αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, αφενός, εξαρτά την πρόσβαση των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε μέτρο κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας από την ισχύουσα και για τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής σε αυτό το κράτος μέλος, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, και, αφετέρου, προβλέπει ότι τιμωρείται ποινικώς κάθε ψευδής δήλωση σχετικά με την εν λόγω προϋπόθεση διαμονής.

    (υπογραφές)


    *      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top