EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0728

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Medina της 4ης Ιουλίου 2024.


ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:582

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

LAILA MEDINA

της 4ης Ιουλίου 2024 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C728/22 έως C730/22

Associazione Nazionale Italiana Bingo – Anib,

Play Game Srl (C728/22),

Associazione Concessionari Bingo – Ascob Srl,

B&B Srl,

TM Srl,

Better Now Srl,

Bingo Adda Srl,

Bingo Baccara Srl,

Bingo Boing Srl,

Bingo Bon Srl,

Bingobrescia Srl,

Bingo Bul Srl,

Bingo Centrum Srl,

Bingo Dolomiti Srl,

Bingo Gallura Srl,

Bingo Globo Srl Unipersonale,

Bi.Pa. Srl,

Bingo Ritz Somalia Srl,

Bingo Seven Monza Srl,

Bingo Star Rovigo Srl,

Bingo Time Trentino Srl,

Borgaro Bingo Srl,

Dora Srl,

Eden Srl,

Eliodoro Srl,

Eurogela Giochi Srl,

Euronissa Giochi Srl,

Fiore Srl,

Hippobingo Firenze Srl,

Hippogroup Cesenate SpA,

Hippogroup Modena Srl,

Iris Srl,

Kristal Palace Srl,

Le Casinò Srl,

AT e Bingo Srl Unipersonale in Amministrazione Giudiziaria,

Milano Giochi Srl,

Mondo Bingo Srl,

Progetto Bingo Srl,

Romulus Srl,

Tutto Gioco Srl (C729/22),

Coral Srl (C730/22)

κατά

Ministero dell’Economia e delle Finanze,

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli,

παρισταμένων των:

B.E. Srl,

Play Game Srl,

Play Line Srl unipersonale,

BC,

BD,

EF,

GL,

HU

[αιτήσεις του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2014/23 – Οδηγία 89/665 – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Συμβάσεις παραχώρησης στοιχηματικών δραστηριοτήτων σχετικά με το παίγνιο μπίνγκο – Καθεστώς “τεχνικής παράτασης” – Καταβολή μηνιαίου τέλους καθορισμένου σε πάγιο ποσό – Ουσιώδης τροποποίηση συμβάσεως παραχώρησης – Διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής να αναστείλει ή να τροποποιήσει τους όρους συμβάσεως παραχώρησης – Απρόβλεπτες περιστάσεις μη δυνάμενες να καταλογισθούν στον παραχωρησιούχο»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι υπό κρίση υποθέσεις αφορούν τρεις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως τις οποίες υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία). Το εν λόγω δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης –κυρίως με την οδηγία 2014/23 (2), την οδηγία 89/665 (3) και το άρθρο 49 ΣΛΕΕ– ορισμένων χαρακτηριστικών του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» που εφαρμόζεται στην Ιταλία στις ανατεθείσες συμβάσεις παραχώρησης σχετικά με τις δραστηριότητες διεξαγωγής του παιγνίου μπίνγκο οι οποίες έχουν λήξει.

2.        Το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» θεσπίστηκε από τον Ιταλό νομοθέτη το 2013 και έκτοτε ισχύει ως μεταβατικό μέτρο εν αναμονή της διεξαγωγής νέας διαδικασίας διαγωνισμού για την ανάθεση εκ νέου των εν λόγω συμβάσεων παραχώρησης. Βάσει του ως άνω καθεστώτος, οι φορείς εκμετάλλευσης οι οποίοι ασκούν στοιχηματικές δραστηριότητες σχετικές με το μπίνγκο υποχρεούνται να καταβάλλουν μηνιαίο τέλος. Η καταβολή του εν λόγω τέλους δεν αποτελούσε όρο της αρχικής ανάθεσης των συμβάσεων παραχώρησής τους, εφαρμόζεται δε στους φορείς εκμετάλλευσης του εν λόγω τομέα σε πάγιο ποσό, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους ικανότητας. Επιπλέον, από της θεσπίσεώς του το εν λόγω τέλος έχει γνωρίσει σταδιακές αυξήσεις. Περαιτέρω, η υπαγωγή στο ως άνω καθεστώς και, κατ’ επέκταση, στην καταβολή του μηνιαίου τέλους συνιστά προϋπόθεση συμμετοχής σε μελλοντική διαδικασία διαγωνισμού, η ημερομηνία της οποίας έχει επανειλημμένως αναβληθεί από τον Δεκέμβριο του 2014 και, επί του παρόντος, δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί.

3.        Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, που κίνησαν, αφενός, δύο ενώσεις φορέων εκμετάλλευσης που δραστηριοποιούνται στον τομέα των στοιχηματικών δραστηριοτήτων σχετικά με το μπίνγκο και, αφετέρου, διάφοροι φορείς εκμετάλλευσης του εν λόγω τομέα δραστηριότητας ατομικά. Θεωρούν ότι θίγονται ιδιαιτέρως από το καθεστώς «τεχνικής παράτασης», ιδίως μετά την πανδημία COVID‑19. Κατ’ ουσίαν, αμφισβητούν την απόφαση της Agenzia delle Dogane e dei Monopoli (Υπηρεσίας Τελωνείων και Μονοπωλίων, Ιταλία· στο εξής: ADM), με την οποία η εν λόγω υπηρεσία δήλωσε ότι δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια να αναστείλει ή να τροποποιήσει τους όρους που διέπουν το καθεστώς της «τεχνικής παράτασης», όπως αυτοί θεσπίστηκαν από τον Ιταλό νομοθέτη.

4.        Οι εν λόγω υποθέσεις παρέχουν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί επί του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2014/23 και επί της διακριτικής ευχέρειας που ενδέχεται να κληθούν να ασκήσουν οι αναθέτουσες αρχές των κρατών μελών προκειμένου να επανεξετάσουν τους όρους μιας συμβάσεως παραχώρησης όταν απρόβλεπτες περιστάσεις, μη δυνάμενες να καταλογισθούν στους παραχωρησιούχους, επηρεάζουν την οικονομική ισορροπία της εκμετάλλευσης μιας υπηρεσίας. Επιπλέον, παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να καθορίσει τα όρια του πότε μια σύμβαση παραχώρησης μπορεί να τροποποιηθεί χωρίς τη διεξαγωγή νέας διαδικασίας ανάθεσης σύμφωνα με την ως άνω οδηγία.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

5.        Πέραν του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως, οι κρίσιμοι για τις υπό κρίση υποθέσεις κανόνες του δικαίου της Ένωσης είναι, πρωτίστως, η οδηγία 2014/23 και η οδηγία 89/665.

6.        Η οδηγία 2014/23 θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων από αναθέτουσες αρχές και τους αναθέτοντες φορείς μέσω σύμβασης παραχώρησης. Εφαρμόζεται στην ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης έργων και υπηρεσιών των οποίων η εκτιμώμενη αξία δεν υπολείπεται των κατώτατων ορίων που ορίζει η ίδια η οδηγία (4). Η αξία αυτή καθορίστηκε σε 5 225 000 ευρώ, στην έκδοση της οδηγίας που ίσχυε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών των υπό κρίση υποθέσεων (5).

7.        Η οδηγία 89/665, με τη σειρά της, ρυθμίζει τις θεμελιώδεις απαιτήσεις και αρχές που ισχύουν για τις προσφυγές σε περίπτωση παραβάσεως των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων της Ένωσης. Επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και συμβάσεων παραχώρησης, καθώς και οι προκαταρκτικές διαδικαστικές αποφάσεις στο πλαίσιο αυτό, να υπόκεινται σε ταχύ και αποτελεσματικό έλεγχο σε περίπτωση παραβίασης του δικαίου της Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις (6).

8.        Οι διατάξεις αμφοτέρων των εν λόγω νομικών πράξεων, στον βαθμό που θα μπορούσαν να είναι κρίσιμες για την παρούσα διαδικασία, παρατίθενται στο τμήμα της εκτίμησης των παρουσών προτάσεων.

Β.      Το ιταλικό δίκαιο

9.        Όσον αφορά το εθνικό δίκαιο, είναι σκόπιμο να υπογραμμιστεί ότι, στην Ιταλία, η οργάνωση του παιγνίου μπίνγκο υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους, το οποίο το ρύθμισε για πρώτη φορά το 2000 με εθνικό διάταγμα (7). Το εν λόγω διάταγμα προέβλεπε ότι η άσκηση των σχετικών δραστηριοτήτων διεξαγωγής παιγνίων θα ανατίθετο σε παραχωρησιούχους κατόπιν διαγωνισμού. Το κράτος ανέθεσε τη διαχείριση του εν λόγω τομέα στην ADM.

10.      Η διάρκεια των συμβάσεων παραχώρησης ορίστηκε αρχικώς σε έξι έτη, μετά την παρέλευση των οποίων οι συμβάσεις παραχώρησης μπορούσαν να ανανεωθούν άπαξ. Σύμφωνα με τις εν λόγω συμβάσεις παραχώρησης δεν προβλεπόταν η καταβολή τέλους υπέρ του Δημοσίου. Η μη επιβολή τελών δικαιολογήθηκε από το γεγονός ότι σε κάθε περίπτωση, η δραστηριότητα των φορέων εκμετάλλευσης προσπόριζε στο Δημόσιο άμεσο οικονομικό όφελος συνιστάμενο στη λεγόμενη «κρατική εισφορά» η οποία επιβαλλόταν στα έσοδα που αποκόμιζαν οι παραχωρησιούχοι από την πώληση των δελτίων παιγνίων.

11.      Προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με την «αρχή του ανταγωνισμού του δικαίου της Ένωσης» κατά την εκ νέου ανάθεση νέων συμβάσεων παραχώρησης, ο Ιταλός νομοθέτης αποφάσισε να διοργανώσει, μετά από χρονική ευθυγράμμιση της πλειονότητας των συμβάσεων παραχώρησης που είχαν λήξει κατά τα έτη 2013 και 2014, ενιαία διαδικασία διαγωνισμού ανοικτή προς όλους τους φορείς εκμετάλλευσης του τομέα. Η διεξαγωγή της εν λόγω διαδικασίας διαγωνισμού είχε αρχικώς προγραμματιστεί για τις 31 Δεκεμβρίου 2014. Ο νομοθέτης όρισε επίσης ότι, εν τω μεταξύ, οι απερχόμενοι παραχωρησιούχοι έπρεπε να δραστηριοποιούνται υπό καθεστώς «τεχνικής παράτασης», καταβάλλοντας στο Δημόσιο μηνιαίο τέλος ύψους 2 800 ευρώ. Επιπλέον, η εν λόγω καταβολή συνιστούσε προϋπόθεση συμμετοχής στον μελλοντικό διαγωνισμό, εισάγοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την αρχή του επαχθούς χαρακτήρα των συμβάσεων παραχώρησης (8).

12.      Μετά την παρέλευση της προθεσμίας που είχε προβλεφθεί αρχικά για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, ο νομοθέτης μετέθεσε την προθεσμία αυτή, πρώτα, στις 31 Δεκεμβρίου 2016 (9) και, εν συνεχεία, στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 (10). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο νομοθέτης επέκτεινε το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» ώστε να καταλαμβάνει και στις συμβάσεις παραχώρησης που έληγαν εντός των χρονικών αυτών διαστημάτων. Παράλληλα, το μηνιαίο τέλος αυξήθηκε, αρχικά, σε 5 000 ευρώ και, εν συνεχεία, σε 7 500 ευρώ.

13.      Με διαδοχικές νομοθετικές παρεμβάσεις, ο Ιταλός νομοθέτης, πρώτον, παρέτεινε περαιτέρω το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» μέχρι το 2023, δεύτερον, ανέστειλε το 2020 την καταβολή του τέλους για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο παρέμειναν κλειστά τα εμπορικά καταστήματα λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19, παρατείνοντας την εξόφληση των οφειλόμενων ποσών, και, τέλος, όρισε ως καταληκτική ημερομηνία για την προκήρυξη του νέου διαγωνισμού την 31η Μαρτίου 2023. Μέχρι σήμερα ο εν λόγω διαγωνισμός δεν έχει προκηρυχθεί.

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

14.      Οι εκκαλούσες στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22 είναι δύο επαγγελματικές ενώσεις επιχειρήσεων που διαχειρίζονται δραστηριότητες διεξαγωγής παιγνίων σχετικών με το μπίνγκο –ήτοι η Associazione Nazionale Italiana Bingo (Anib) και η Associazione Concessionari Bingo (Ascob)– καθώς και άλλες επιχειρήσεις του ίδιου τομέα δραστηριότητας που ενεργούν ατομικά. Η εκκαλούσα στην υπόθεση C‑730/22 είναι επίσης επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον εν λόγω τομέα.

15.      Οι εν λόγω επιχειρήσεις στο σύνολό τους είναι ανάδοχοι συμβάσεων παραχώρησης οι οποίες έχουν λήξει και, ως εκ τούτου, υπάγονται στο καθεστώς «τεχνικής παράτασης» που θέσπισε ο Ιταλός νομοθέτης. Προβάλλουν ότι βρίσκονται σε κατάσταση πολύ σοβαρής οικονομικής δυσχέρειας, τόσο όσον αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας της νόσου COVID‑19 όσο και λόγω της εφαρμογής της εθνικής ρύθμισης που περιγράφηκε ανωτέρω, η οποία, μεταξύ άλλων, προέβλεπε την υπαγωγή των συμβάσεων παραχώρησης σε υποχρεωτική καταβολή μηνιαίου τέλους καθορισμένου σε πάγιο ποσό.

16.      Οι εκκαλούσες στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22 υπέβαλαν στην ADM αίτηση άμεσης αναστολής του τέλους μέχρι την αποκατάσταση των αρχικών όρων της οικονομικής και χρηματοοικονομικής ισορροπίας μετά την πανδημία. Επίσης, ζήτησαν, εν πάση περιπτώσει, την εκ μέρους της ως άνω υπηρεσίας αναπροσαρμογή των οφειλόμενων τελών βάσει της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας εκάστου φορέα εκμετάλλευσης. Προς τούτο, οι εκκαλούσες υποστήριξαν ότι το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» αντέβαινε σε πλείονες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

17.      Με αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2020 και της 18ης Νοεμβρίου 2020, που αποτελούν αντιστοίχως τις προσβαλλόμενες αποφάσεις στις υποθέσεις C‑729/22 και C‑728/22, η ADM απέρριψε το αίτημα των εκκαλουσών, με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσε να τροποποιήσει, με διοικητική πράξη, τα αποτελέσματα νομοθετικής διατάξεως θεσπισθείσας από τον Ιταλό νομοθέτη.

18.      Ως εκ τούτου, οι εν λόγω εκκαλούσες άσκησαν προσφυγή κατά της απορριπτικής αποφάσεως της ADM ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale del Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) (στο εξής: TAR Lazio). Ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου η εκκαλούσα της υποθέσεως C‑730/22 είχε προηγουμένως επίσης προσβάλει τη διάταξη που είχε εκδώσει η εν λόγω υπηρεσία για την εφαρμογή της εθνικής διατάξεως η οποία, το 2017, αναδιαμόρφωσε σε 7 500 ευρώ το μηνιαίο ποσό που όφειλαν οι παραχωρησιούχοι ως προϋπόθεση για τη συνέχιση της δραστηριότητάς τους στο πλαίσιο του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» (11). Ωστόσο, το TAR Lazio απέρριψε τις τρεις προσφυγές, επικαλούμενο απόφαση του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ιταλία), με την οποία το εν λόγω δικαστήριο είχε κρίνει αβάσιμες ορισμένες αμφιβολίες ως προς τη συνταγματικότητα της οικείας εθνικής νομοθεσίας (12).

19.      Εν συνεχεία, όλες οι εκκαλούσες άσκησαν έφεση ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στις υπό κρίση υποθέσεις. Ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, προέβαλαν έλλειψη νομιμότητας των νομοθετικών διατάξεων που εφάρμοσε η ADM με την επίδικη απόφαση, τόσο από απόψεως δικαίου της Ένωσης όσο και από απόψεως εθνικού συνταγματικού δικαίου.

20.      Κατ’ ουσίαν, οι εκκαλούσες υποστηρίζουν, αφενός, ότι το γεγονός ότι το ποσό του τέλους που επιβάλλεται στο πλαίσιο του καθεστώτος της «τεχνικής παράτασης» καθορίζεται από τον Ιταλό νομοθέτη και δεν μπορεί να δικαιολογήσει πρακτική με την οποία δεν αναγνωρίζεται στην ADM η διακριτική της ευχέρεια να αποκαθιστά την οικονομική ισορροπία των συμβάσεων παραχώρησης, ιδίως όταν οι όροι εκμετάλλευσης της οικείας υπηρεσίας επηρεάζονται από απρόβλεπτες περιστάσεις. Συναφώς, επισημαίνουν ότι, ακόμη και αν, εξ ορισμού, οι συμβάσεις παραχώρησης συνεπάγονται τη μεταβίβαση του λειτουργικού κινδύνου στον παραχωρησιούχο, το γεγονός αυτό, εντούτοις, δεν αποκλείει τη δυνατότητα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τροποποιήσεως των όρων της οικείας σύμβασης παραχώρησης.

21.      Εξάλλου, οι εκκαλούσες υποστηρίζουν ότι το επίμαχο στις κύριες δίκες καθεστώς «τεχνικής παράτασης» χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά ως μεταβατικό και έκτακτο μέσο και ότι προκάλεσε υπέρμετρες τροποποιήσεις των εν εξελίξει συμβάσεων παραχώρησης κατά τρόπον που υπερβαίνει τα επιτρεπτά βάσει της οδηγίας 2014/23 όρια. Κατά την άποψη των εκκαλουσών, το ως άνω καθεστώς έχει επίσης διαταράξει την οικονομική ισορροπία των εν λόγω συμβάσεων παραχώρησης, δεδομένου ότι δεν επηρέασε στον ίδιο βαθμό όλους τους φορείς εκμετάλλευσης, ενώ επέβαλε περαιτέρω περιορισμούς, όπως την απαγόρευση μεταβίβασης των εγκαταστάσεων των δραστηριοτήτων των παραχωρησιούχων ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε μελλοντικό διαγωνισμό.

22.      Στις διατάξεις περί παραπομπής, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) επισημαίνει ότι οι εκκαλούσες προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι όροι εκμετάλλευσης των συμβάσεων παραχώρησης –ιδίως η βιωσιμότητα των λειτουργικών δαπανών– είχαν τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο λόγω της πανδημίας COVID‑19. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2014/23 στις επίμαχες στις υπό κρίση υποθέσεις συμβάσεις παραχώρησης, καθόσον πρόκειται για συμβάσεις παραχώρησης οι οποίες ανατέθηκαν αρχικά με διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού το 2000.

23.      Σε περίπτωση που η οδηγία 2014/23 έχει εφαρμογή, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) διερωτάται αν η εν λόγω νομοθετική πράξη αντιτίθεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου η οποία συνεπάγεται την αδυναμία διοικητικής υπηρεσίας όπως η ADM να τροποποιεί τους όρους της σύμβασης παραχώρησης σε περίπτωση επελεύσεως απρόβλεπτων γεγονότων. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε γεγονότα μη δυνάμενα να καταλογισθούν στους παραχωρησιούχους τα οποία επηρεάζουν σημαντικά τις φυσιολογικές συνθήκες του λειτουργικού κινδύνου.

24.      Το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) διατηρεί επίσης αμφιβολίες ως προς το αν η οδηγία 2014/23 επιτρέπει στο εθνικό δίκαιο να προβλέπει καθεστώς, όπως το επίμαχο στις υποθέσεις των κύριων δικών, το οποίο είναι εφαρμοστέο στις συμβάσεις παραχώρησης που έχουν λήξει εν αναμονή της προκήρυξης νέου διαγωνισμού. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει την υποχρέωση καταβολής του μηνιαίου τέλους που επιβάλλει το εν λόγω σύστημα, το οποίο δεν προβλεπόταν στην αρχική ανάθεση των συμβάσεων παραχώρησης και το ποσό του οποίου έχει αυξηθεί σημαντικά με την πάροδο του χρόνου. Υπογραμμίζει επίσης ότι το εν λόγω τέλος υπολογίζεται με τρόπο αφηρημένο, χωρίς να λαμβάνει χώρα καμία συγκεκριμένη εκτίμηση των οικονομικών όρων της εκάστοτε συμβάσεως παραχώρησης, όπερ ενδέχεται να συνεπάγεται διατάραξη της γενικής ισορροπίας της συμβάσεως παραχώρησης.

25.      Σε περίπτωση που η οδηγία 2014/23 δεν έχει εφαρμογή στις επίμαχες στις κύριες δίκες παραχωρήσεις, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) διερωτάται αν μπορεί να θεωρηθεί ότι το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» συνάδει με τις γενικές αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 3 ΣΕΕ, στα άρθρα 8, 12, 49, 56, 63, 145 και 151 ΣΛΕΕ, καθώς και στα άρθρα 15, 16, 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Μνημονεύει επίσης τις αρχές της ελευθερίας εγκαταστάσεως, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, ειδικότερα, την ερμηνεία των εν λόγω αρχών από το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Sisal κ.λπ. (C‑721/19 και C‑722/19, EU:C:2021:672). Κατά το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας), το καθεστώς της «τεχνικής παράτασης» εγείρει αμφιβολίες όσον αφορά την αναγκαιότητα, την καταλληλότητα, την αναλογικότητα και τη λυσιτέλειά του σχετικά με τον σκοπό που πράγματι επιδιώκει, κατά τον Ιταλό νομοθέτη –ήτοι την ευθυγράμμιση μιας νέας διαδικασίας διαγωνισμού για όλες τις συμβάσεις παραχώρησης που λήγουν.

26.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει τις ενώπιόν του διαδικασίες στις τρεις υποθέσεις και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

–        Όσον αφορά τις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22:

«1)      Έχουν η [οδηγία 2014/23] σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης, καθώς και οι γενικές αρχές που συνάγονται από τη Συνθήκη, ιδίως τα άρθρα 15, 16, 20 και 21 του [Χάρτη], το άρθρο 3 [ΣΕΕ] και τα άρθρα 8, 49, 56, 12, 145 και 151 [ΣΛΕΕ] [(13)], την έννοια ότι εφαρμόζονται σε συμβάσεις παραχώρησης της εκμετάλλευσης [των παιγνίων μπίνγκο], οι οποίες ανατέθηκαν με διαγωνισμό το έτος 2000, έληξαν και στη συνέχεια παρατάθηκαν επανειλημμένως με νομοθετικές διατάξεις οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας και την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, αντιτίθεται η [οδηγία 2014/23] σε ερμηνεία ή εφαρμογή εθνικών νομοθετικών διατάξεων ή σε πρακτικές που βασίζονται στις διατάξεις αυτές, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν στη Διοίκηση τη [διακριτική ευχέρεια] να κινήσει, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, διοικητική διαδικασία για την τροποποίηση των όρων των συμβάσεων παραχώρησης, με ή χωρίς προκήρυξη νέας διαδικασίας ανάθεσης, αναλόγως του εάν η επαναδιαπραγμάτευση της συμβατικής ισορροπίας [χαρακτηρίζεται] ουσιώδης ή μη τροποποίηση, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επέρχονται περιστάσεις μη δυνάμενες να καταλογισθούν στους συμβαλλόμενους, οι οποίες είναι αιφνίδιες και απρόβλεπτες και οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις φυσιολογικές συνθήκες του λειτουργικού κινδύνου, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν οι περιστάσεις αυτές και για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ενδεχόμενη επαναφορά των αρχικών όρων των συμβάσεων παραχώρησης;

3)      Αντιτίθεται η [οδηγία 89/665], όπως τροποποιήθηκε με την [οδηγία 2014/23], σε ερμηνεία ή εφαρμογή εθνικών κανόνων ή σε πρακτικές που βασίζονται στους κανόνες αυτούς, οι οποίες επιτρέπουν στον νομοθέτη ή στη Δημόσια Διοίκηση να εξαρτήσει τη συμμετοχή στη διαδικασία για την [εκ νέου ανάθεση] των συμβάσεων παραχώρησης της εκμετάλλευσης παιγνίων από την υπαγωγή του παραχωρησιούχου στο καθεστώς τεχνικής παράτασης, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία αποκλείεται το ενδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης παραχώρησης προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία της, λόγω περιστάσεων μη δυνάμενων να καταλογισθούν στους συμβαλλόμενους, οι οποίες είναι αιφνίδιες και απρόβλεπτες και οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις φυσιολογικές συνθήκες του λειτουργικού κινδύνου, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν οι περιστάσεις αυτές και για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ενδεχόμενη επαναφορά των αρχικών όρων των συμβάσεων παραχώρησης;

4)      Εν πάση περιπτώσει, αντιτίθενται τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής έννομης προστασίας, καθώς και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σε ερμηνεία ή εφαρμογή εθνικών νομοθετικών διατάξεων ή σε πρακτικές που βασίζονται στις διατάξεις αυτές, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν στη Διοίκηση τη διακριτική ευχέρεια να κινήσει, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, διοικητική διαδικασία για την τροποποίηση των όρων των συμβάσεων παραχώρησης, με ή χωρίς προκήρυξη νέας διαδικασίας ανάθεσης, αναλόγως του εάν η επαναδιαπραγμάτευση της συμβατικής ισορροπίας [χαρακτηρίζεται] ουσιώδης ή μη τροποποίηση, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επέρχονται περιστάσεις μη δυνάμενες να καταλογισθούν στους συμβαλλόμενους, οι οποίες είναι αιφνίδιες και απρόβλεπτες και οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις φυσιολογικές συνθήκες του λειτουργικού κινδύνου, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν οι περιστάσεις αυτές και για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ενδεχόμενη επαναφορά των αρχικών όρων των συμβάσεων παραχώρησης;

5)      Αντιτίθενται τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής έννομης προστασίας, καθώς και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σε ερμηνεία ή εφαρμογή εθνικών κανόνων ή σε πρακτικές που βασίζονται στους κανόνες αυτούς, οι οποίες επιτρέπουν στον νομοθέτη ή στη Δημόσια Διοίκηση να εξαρτήσει τη συμμετοχή στη διαδικασία για την [εκ νέου ανάθεση] των συμβάσεων παραχώρησης της εκμετάλλευσης παιγνίων από την υπαγωγή του παραχωρησιούχου στο καθεστώς τεχνικής παράτασης, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία αποκλείεται το ενδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης παραχώρησης προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία της, λόγω περιστάσεων μη δυνάμενων να καταλογισθούν στους συμβαλλόμενους, οι οποίες είναι αιφνίδιες και απρόβλεπτες και οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις φυσιολογικές συνθήκες του λειτουργικού κινδύνου, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν οι περιστάσεις αυτές και για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ενδεχόμενη επαναφορά των αρχικών όρων των συμβάσεων παραχώρησης;

6)      Αντιτίθενται, εν γένει, τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής έννομης προστασίας, καθώς και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει για τους φορείς εκμετάλλευσης των αιθουσών μπίνγκο την υποχρέωση καταβολής τέλους τεχνικής παράτασης σε μηνιαία βάση, μη προβλεπόμενου στην αρχική σύμβαση παραχώρησης, το οποίο ανέρχεται στο ίδιο ποσό για όλους τους τύπους φορέων εκμετάλλευσης και το οποίο τροποποιείται κατά καιρούς από τον νομοθέτη χωρίς να συνδέεται αποδεδειγμένα με τα χαρακτηριστικά και την εξέλιξη της εκάστοτε σχέσης παραχώρησης;»

–        Επιπλέον, όσον αφορά μόνον την υπόθεση C‑730/22:

«Αντιτίθενται η οδηγία [2014/23], εφόσον κριθεί ότι είναι εφαρμοστέα, και, εν πάση περιπτώσει, οι γενικές αρχές που συνάγονται από τα άρθρα 26, 49, 56 και 63 ΣΛΕΕ, όπως έχουν ερμηνευθεί και εφαρμοστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως όσον αφορά την απαγόρευση των διακρίσεων, την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και την προστασία του ανταγωνισμού και της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, στην εφαρμογή εθνικών κανόνων, κατά τους οποίους ο εθνικός νομοθέτης ή η Δημόσια Διοίκηση μπορούν, κατά τη διάρκεια της λεγόμενης “τεχνικής παράτασης” η οποία έχει ανανεωθεί επανειλημμένως κατά την τελευταία δεκαετία στον τομέα των συμβάσεων παραχώρησης της εκμετάλλευσης παιγνίων, να επηρεάσουν μονομερώς τις εν εξελίξει σχέσεις, θεσπίζοντας την υποχρέωση καταβολής τελών παραχώρησης, τα οποία αρχικά δεν οφείλονταν, και αυξάνοντας στη συνέχεια επανειλημμένως τα τέλη αυτά, τα οποία καθορίζονται πάντοτε σε πάγιο ποσό για το σύνολο των παραχωρησιούχων, ανεξαρτήτως του κύκλου εργασιών, επιβάλλοντας επίσης περαιτέρω περιορισμούς στη δραστηριότητα των παραχωρησιούχων, όπως την απαγόρευση μεταβίβασης των εγκαταστάσεων, και εξαρτώντας τη συμμετοχή στη μελλοντική διαδικασία για την [εκ νέου ανάθεση] των συμβάσεων παραχώρησης από την υπαγωγή των φορέων εκμετάλλευσης στο καθεστώς της εν λόγω παράτασης;»

27.      Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Νοεμβρίου 2022. Στις 31 Ιανουαρίου 2023 το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, λόγω συνάφειας. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Ιταλική Κυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι διάδικοι των κύριων δικών. Στις 16 Οκτωβρίου 2023 το Δικαστήριο υπέβαλε αίτημα για παροχή διευκρινίσεων στο Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας), σύμφωνα με το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) απάντησε στο αίτημα αυτό με έγγραφο της 16ης Νοεμβρίου 2023. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 24 Απριλίου 2024.

IV.    Εκτίμηση

28.      Με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης ορισμένων στοιχείων που προκύπτουν από το λεγόμενο καθεστώς «τεχνικής παράτασης», το οποίο εφαρμόζεται στην Ιταλία στις ανατεθείσες από το κράτος συμβάσεις παραχώρησης που έχουν λήξει σχετικά με την άσκηση της δραστηριότητας διεξαγωγής παιγνίων μπίνγκο.

29.      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2014/23 –ή, επικουρικώς, ορισμένες διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ, της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη– έχει εφαρμογή στις συμβάσεις παραχώρησης που ανατέθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας και οι οποίες, μετά τη λήξη τους, παρατάθηκαν επανειλημμένως διά της νομοθετικής οδού μετά την εν λόγω έναρξη ισχύος (πρώτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C728/22 και C729/22).

30.      Σε περίπτωση που η οδηγία 2014/23 κριθεί εφαρμοστέα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εν λόγω οδηγία αντιτίθεται σε ερμηνεία της εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως (14) η οποία δεν αναγνωρίζει στη διοίκηση κράτους μέλους τη διακριτική ευχέρεια να τροποποιεί, κατόπιν αιτήσεως των οικείων οικονομικών φορέων, τους όρους ασκήσεως σύμβασης παραχώρησης. Αφορά, ειδικότερα, τις περιπτώσεις στις οποίες επέρχονται απρόβλεπτες περιστάσεις μη δυνάμενες να καταλογισθούν στους συμβαλλομένους, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις φυσιολογικές συνθήκες του λειτουργικού κινδύνου (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C728/22 και C729/22).

31.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επιπλέον αν αντιτίθεται η οδηγία 89/665 στο να εξαρτάται το δικαίωμα συμμετοχής σε διαδικασία για την εκ νέου ανάθεση των συμβάσεων παραχώρησης από την υπαγωγή των παραχωρησιούχων στο καθεστώς «τεχνικής παράτασης», ιδίως όταν οι εν λόγω παραχωρησιούχοι δεν είναι σε θέση να επαναδιαπραγματευθούν τους όρους της σύμβασης παραχώρησης εξαιτίας απρόβλεπτων περιστάσεων (τρίτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C728/22 και C729/22).

32.      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η μονομερής επιβολή μηνιαίου τέλους στο πλαίσιο του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» αντιτίθεται στην οδηγία 2014/23. Το αιτούν δικαστήριο θέτει το ερώτημα αυτό λαμβάνοντας υπόψη i) ότι το εν λόγω τέλος δεν προβλεπόταν στην αρχική ανάθεση, ii) ότι ανέρχεται σε πάγιο ποσό για το σύνολο των φορέων εκμετάλλευσης του τομέα, ανεξάρτητα από την οικονομική τους ικανότητα, iii) ότι το τέλος αυτό αυξήθηκε επανειλημμένα από τότε που επιβλήθηκε για πρώτη φορά και iv) ότι η καταβολή του αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή στη διαδικασία για την εκ νέου ανάθεση των συμβάσεων παραχώρησης (πρώτο σκέλος του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C730/22).

33.      Σε περίπτωση που κριθεί ότι η οδηγία 2014/23 δεν έχει εφαρμογή, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει τα ίδια ερωτήματα με αυτά που παρατίθενται στα σημεία 30 έως 32 των παρουσών προτάσεων όσον αφορά, αφενός, τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της αποτελεσματικότητας της έννομης προστασίας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας (τέταρτο, πέμπτο και έκτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C728/22 και 729/22 και δεύτερο σκέλος του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος, στην υπόθεση C730/22).

34.      Κατ’ αρχάς, θα εξετάσω το πρώτο προδικαστικό ερώτημα των υποθέσεων C‑728/22 και C‑729/22, δεδομένου ότι η απάντηση στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα θα καθορίσει τον κανόνα του δικαίου της Ένωσης που έχει εφαρμογή στις επίμαχες συμβάσεις παραχώρησης. Στη συνέχεια, εφόσον γίνει δεκτό ότι η οδηγία 2014/23 έχει εφαρμογή στην περίπτωση των εν λόγω συμβάσεων παραχώρησης, θα εξετάσω το πρώτο σκέλος του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος της υποθέσεως C‑730/22, δεδομένου ότι καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να αποκλείσει την ανάγκη διενέργειας από το Δικαστήριο περαιτέρω εξέτασης της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Στη συνέχεια, θα αναλύσω το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα των υποθέσεων C‑728/22 και C‑729/22 και, τέλος, θα εξετάσω το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα των υποθέσεων C‑728/22 και C‑729/22, καθώς και το δεύτερο σκέλος του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος της υποθέσεως C‑730/22.

Α.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C728/22 και C729/22

35.      Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22 επιβάλλει την εξέταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2014/23. Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να εξακριβώσει αν οι συμβάσεις παραχώρησης που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εν λόγω οδηγίας και πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη μπορούν μολαταύτα να υπαχθούν σε αυτήν. Επικουρικώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν «οι γενικές αρχές που συνάγονται από τη Συνθήκη, ιδίως τα άρθρα 15, 16, 20 και 21 του [Χάρτη], το άρθρο 3 [ΣΕΕ] και τα άρθρα 8, 49, 56, 12, 145 και 151 [ΣΛΕΕ]» θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στις διαφορές των κύριων δικών.

36.      Προκαταρκτικώς, θα ήθελα να επισημάνω ότι δεν απαιτείται, κατά τη γνώμη μου, να δοθεί απάντηση του Δικαστηρίου όσον αφορά ορισμένες από τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ, της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα της υποθέσεως C‑728/22. Τούτο ισχύει όσον αφορά το άρθρο 3 ΣΕΕ, τα άρθρα 8, 12, 145 και 151 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 15, 16, 20 και 21 του Χάρτη. Συναφώς, αρκεί να αναφερθεί ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει καμία συγκεκριμένη διευκρίνιση σχετικά με τη λυσιτέλεια των ως άνω διατάξεων όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση ούτε των γενικών αρχών οι οποίες, κατά το αιτούν δικαστήριο, «συνάγονται» από αυτές (15). Υπό τις συνθήκες αυτές, και σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (16), προτείνω να κριθεί απαράδεκτο το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑728/22 στον βαθμό που αφορά τις εν λόγω διατάξεις ή γενικές αρχές.

37.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο, απαντώντας στο αίτημα για παροχή διευκρινίσεων που του απηύθυνε το Δικαστήριο, δηλώνει ότι δεν έχει αμφιβολίες ως προς το αν οι επίμαχες συμβάσεις παραχώρησης, αφενός, συνιστούν συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2014/23 και, αφετέρου, πληρούν το ποσοτικό όριο που προβλέπει το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας.

38.      Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το πρώτο από τα στοιχεία αυτά, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση προς την αμφιβολία που εξέφρασε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, οι διαφορές των κύριων δικών δεν αφορούν πράξεις με τις οποίες χορηγείται εξουσιοδότηση ή διοικητική άδεια για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Οι εν λόγω διαφορές αφορούν στην πραγματικότητα συμβάσεις παραχώρησης με τις οποίες η ADM, ως η αναθέτουσα αρχή, μεταβίβασε στις εκκαλούσες των κύριων δικών το δικαίωμα εκμετάλλευσης μιας υπηρεσίας προς όφελος των τελικών χρηστών. Δυνάμει των διατάξεων της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ της ADM και των παραχωρησιούχων, το Δημόσιο εισέπραττε κέρδος, ήτοι την κρατική εισφορά η οποία επιβαλλόταν στα έσοδα που αποκόμιζαν οι παραχωρησιούχοι από την πώληση των δελτίων παιγνίων. Συγχρόνως, οι παραχωρησιούχοι εισέπρατταν επίσης αμοιβή, η οποία αντιστοιχούσε κατ’ ουσίαν στην πώληση δελτίων μπίνγκο, μείον την επιβληθείσα σε αυτούς κρατική εισφορά και τα κέρδη του παίκτη.

39.      Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι επίμαχες στις κύριες δίκες συμβάσεις παραχώρησης τροποποιήθηκαν διά της νομοθετικής οδού δεν είναι ικανό να μεταβάλει τον χαρακτήρα τους ως συμβάσεων παραχώρησης ούτε να μετατρέψει τις εν λόγω συμβάσεις παραχώρησης σε απλή παροχή υπηρεσιών υποκείμενη σε ρύθμιση. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το εθνικό δίκαιο που θεσπίζει το αποκαλούμενο καθεστώς «τεχνικής παράτασης» αναθέτει στην ADM τη θέσπιση των αναγκαίων διατάξεων για την προσαρμογή των εν λόγω συμβάσεων παραχώρησης στους όρους που προέβλεψε ο Ιταλός νομοθέτης (17).

40.      Με βάση τον ορισμό που παρατίθεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2014/23 και τη νομολογία του Δικαστηρίου (18), φρονώ ότι αίρεται κάθε αμφιβολία όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης ως «συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών», οι οποίες εμπίπτουν, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας.

41.      Όσον αφορά το ποσοτικό κατώτατο όριο που πρέπει να επιτυγχάνει η αξία της συμβάσεως παραχώρησης προκειμένου να τυγχάνει εφαρμογής η οδηγία 2014/23, το αιτούν δικαστήριο δηλώνει επίσης ότι δεν διατηρεί καμία αμφιβολία ως προς το ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών συμβάσεις παραχώρησης πληρούν την εν λόγω απαίτηση.

42.      Ειδικότερα, επισημαίνω ότι, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών των κύριων δικών, τα έσοδα των παραχωρησιούχων κατά την εξαετία της συμβάσεως παραχώρησης ανέρχονταν, κατά μέσο όρο, σε ποσό που υπερβαίνει τα 8 000 000 ευρώ. Από τις διευκρινίσεις αυτές προκύπτει επίσης ότι τα εν λόγω έσοδα υπερέβαιναν «σε κάθε περίπτωση» τα 5 382 000 ευρώ. Τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία, τα οποία υπερβαίνουν το κατώτατο όριο που απαιτείτο από την ισχύουσα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών έκδοση της οδηγίας, ήτοι τα 5 225 000 ευρώ (19), επιβεβαιώθηκαν και από τις εκκαλούσες των κύριων δικών κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

43.      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 8 της οδηγίας 2014/23, φρονώ ότι οι υπό κρίση υποθέσεις δεν απαιτούν την παροχή περαιτέρω διευκρινίσεων όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2014/23 ratione materiae, ζήτημα το οποίο κατά την Επιτροπή, επί παραδείγματι, παρέμενε αμφίβολο.

44.      Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει καθοδήγηση σχετικά με το ζήτημα αν η εν λόγω οδηγία έχει εφαρμογή ratione temporis στις επίμαχες στις κύριες δίκες συμβάσεις παραχώρησης, όπερ αποτελεί τη μοναδική κρίσιμη πτυχή που εγείρει το εν λόγω δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη της ακριβούς διατύπωσης του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22 και του σκεπτικού των διατάξεων περί παραπομπής.

45.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η εφαρμοστέα επί συμβάσεως παραχώρησης νομοθεσία της Ένωσης είναι, κατ’ αρχήν, εκείνη που ισχύει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο αναθέτων φορέας επιλέγει το είδος της διαδικασίας που θα εφαρμόσει και αποφασίζει αν υφίσταται ή όχι ανάγκη προκήρυξης διαγωνισμού για την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως. Αντιθέτως, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις οδηγίας της οποίας η προθεσμία για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε μετά το χρονικό αυτό σημείο (20).

46.      Στις υπό κρίση υποθέσεις, η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 2014/23 στην εσωτερική έννομη τάξη έληγε στις 18 Απριλίου 2016, όπερ σημαίνει ότι, εφόσον οι επίμαχες στις κύριες δίκες συμβάσεις παραχώρησης ανατέθηκαν το 2000, η εν λόγω οδηγία δεν έχει, κατ’ αρχήν, εφαρμογή σε αυτές.

47.      Εξάλλου, το άρθρο 54, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/23 διευκρινίζει επίσης ότι οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας δεν εφαρμόζονται στην ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης που προκηρύχθηκαν ή ανατέθηκαν πριν από τις 17 Απριλίου 2014, ήτοι την ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας αυτής. Επομένως, δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, η αρχική ανάθεση των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης, σε κάθε περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/23.

48.      Εντούτοις, όπως ορθώς υπενθυμίζει το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε περίπτωση ουσιώδους τροποποίησης των όρων μιας συμβάσεως παραχώρησης, η νομοθεσία της Ένωσης βάσει της οποίας πρέπει να εκτιμηθεί η εν λόγω τροποποίηση είναι εκείνη που ίσχυε κατά τον χρόνο της θέσπισής της. Το γεγονός ότι η σύναψη της αρχικής συμβάσεως παραχώρησης είναι προγενέστερη της θέσπισης των σχετικών κανόνων της Ένωσης δεν έχει συνέπειες συναφώς (21).

49.      Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 17 των παρουσών προτάσεων, η διαφορά στο εθνικό επίπεδο αφορά δύο αποφάσεις που εξέδωσε η ADM, αντιστοίχως, στις 9 Ιουλίου 2020 (υπόθεση C729/22) και στις 18 Νοεμβρίου 2020 (υπόθεση C728/22). Οι εν λόγω αποφάσεις βασίζονται στην ιταλική νομοθεσία που θεσπίστηκε τον Δεκέμβριο του 2017, η οποία τροποποίησε για δεύτερη φορά το καθεστώς «τεχνικής παράτασης», που είχε αρχικά τεθεί σε εφαρμογή το 2013, μετά την πρώτη του τροποποίηση το 2015 (22).  Κατά συνέπεια, αν το καθεστώς «τεχνικής παράτασης», όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, θεωρηθεί ως ουσιώδης τροποποίηση των αρχικών συμβάσεων παραχώρησης, κατά την έννοια της προμνημονευθείσας νομολογίας, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η οδηγία 2014/23 τυγχάνει εφαρμογής στις διαφορές των κύριων δικών.

50.      Συναφώς, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι εθνική νομοθεσία μπορεί να συνιστά ουσιώδη τροποποίηση των αρχικώς ανατεθεισών συμβάσεων παραχώρησης όταν, επί παραδείγματι, η διάρκεια της σύμβασης παραχώρησης παρατείνεται μονομερώς κατά τρόπον που δεν προβλεπόταν στην αρχική ανάθεση. Το ίδιο ισχύει και όταν η εθνική αυτή ρύθμιση επιβάλλει νέες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση της συμβάσεως παραχώρησης, ιδίως όσον αφορά το αντάλλαγμα που οι παραχωρησιούχοι οφείλουν να καταβάλουν για την εκμετάλλευση της οικείας υπηρεσίας.

51.      Όσον αφορά τις υπό κρίση υποθέσεις, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η ιταλική νομοθεσία που θεσπίστηκε το 2013, όπως τροποποιήθηκε εν συνεχεία το 2015 και το 2017, αποτελούσε ουσιώδη τροποποίηση όσον αφορά τους όρους των συμβάσεων παραχώρησης που ανατέθηκαν το 2000. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προκύπτουν από τις διατάξεις περί παραπομπής, φρονώ ότι είναι προφανές ότι η εν λόγω νομοθεσία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το καθεστώς «τεχνικής παράτασης», μετέβαλε τους σχετικούς όρους των συμβάσεων παραχώρησης της εκμετάλλευσης των παιγνίων μπίνγκο, ιδίως σε σύγκριση με τους όρους που συμφωνήθηκαν κατά τον χρόνο της αρχικής τους ανάθεσης:

–        πρώτον, το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» παρέτεινε τις συμβάσεις παραχώρησης που είχαν ήδη λήξει, επιμηκύνοντας με τον τρόπο αυτό την αρχικώς συμφωνηθείσα διάρκεια ισχύος τους. Λαμβανομένης υπόψη της τροποποιήσεως που επέφερε ο Ιταλός νομοθέτης το 2015 (23), η οποία στη συνέχεια διατηρήθηκε το 2017, τούτο είχε ως αποτέλεσμα την παράταση της ισχύος των υφισταμένων συμβάσεων παραχώρησης που ενέπιπταν στο εν λόγω καθεστώς κατά εννέα έτη, ήτοι κατά μιάμιση φορά πάνω από την αρχική τους διάρκεια·

–        δεύτερον, το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» επέβαλε την καταβολή μηνιαίου τέλους για την εκμετάλλευση των συμβάσεων παραχώρησης, κάτι το οποίο δεν προβλεπόταν στην αρχική διαδικασία αναθέσεως. Τούτο μετέβαλε τον τρόπο με τον οποίο το κράτος θα εισέπραττε τα κέρδη του από την εκμετάλλευση των υπηρεσιών από τους παραχωρησιούχους, ο οποίος, μέχρι τότε, συνίστατο στην είσπραξη κρατικής εισφοράς επί των εσόδων από την πώληση δελτίων παιγνίων (24)· και

–        τρίτον, το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» καθιστούσε υποχρεωτική τη συμμετοχή στο εν λόγω καθεστώς και την καταβολή του μηνιαίου τέλους για τους παραχωρησιούχους που επιθυμούσαν να μετάσχουν σε μελλοντική διαδικασία ανάθεσης, κάτι το οποίο αποτελούσε επιπλέον νέα προϋπόθεση σε σχέση με τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν στην αρχική ανάθεση (25).

52.      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη της εκτιμήσεως που θα πραγματοποιηθεί από το αιτούν δικαστήριο, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ως άνω οδηγία τυγχάνει εφαρμογής στις επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών συμβάσεις παραχώρησης, εφόσον οι προϋποθέσεις της αρχικής αναθέσεως τροποποιήθηκαν ουσιωδώς με τη θέσπιση του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» και των μεταγενέστερων τροποποιήσεών του.

53.      Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22 ότι η οδηγία 2014/23 έχει όντως εφαρμογή στις επίμαχες στις κύριες δίκες συμβάσεις παραχώρησης.

54.      Εξάλλου, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, εθνικό μέτρο που εμπίπτει σε τομέα ο οποίος έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ένωσης πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα τις διατάξεις του εν λόγω μέτρου εναρμονίσεως και όχι εκείνες της Συνθήκης (26). Τούτο σημαίνει ότι, αν το Δικαστήριο συμμεριστεί την ανάλυση που παρατίθεται στα προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων, τούτο θα είχε ως συνέπεια ότι τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, τα οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22, δεν ασκούν επιρροή στις διαφορές των υπό κρίση υποθέσεων. Τούτο θα είχε επίσης ως συνέπεια ότι ούτε το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα των ίδιων υποθέσεων καθώς και το δεύτερο σκέλος του μοναδικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑730/22 χρήζουν απαντήσεως από το Δικαστήριο.

Β.      Επί του πρώτου σκέλους του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C730/22

55.      Αφού διαπιστώθηκε η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2014/23 στις επίμαχες στις κύριες δίκες συμβάσεις παραχώρησης, πρέπει τώρα να δοθεί απάντηση στο πρώτο σκέλος του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑730/22, το οποίο τίθεται όσον αφορά πρωτίστως την εν λόγω οδηγία (27). Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η υποχρέωση καταβολής του μηνιαίου τέλους που θεσπίζεται στο πλαίσιο του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» είναι συμβατή με την εν λόγω οδηγία, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των ιδιαιτεροτήτων του εν λόγω τέλους που μνημονεύονται στο σημείο 32 των παρουσών προτάσεων.

56.      Προκαταρκτικώς, επισημαίνω ότι, στο πρώτο σκέλος του μοναδικού αυτού προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο δεν μνημονεύει καμία συγκεκριμένη διάταξη της οδηγίας 2014/23 ως πιθανή βάση του μη συμβατού της καταβολής του επιβληθέντος μηνιαίου τέλους. Εντούτοις, από τα στοιχεία που παρέχονται στις διατάξεις περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 43 της εν λόγω οδηγίας.

57.      Το άρθρο 43 της οδηγίας 2014/23, το οποίο επιγράφεται «Τροποποίηση συμβάσεων κατά τη διάρκειά τους», ρυθμίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι τροποποιήσεις που επέρχονται σε σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών κατά την εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης. Η διάταξη αυτή εκκινεί από την παραδοχή ότι οι συμβάσεις παραχώρησης συνεπάγονται κατά κανόνα μακροπρόθεσμες και πολύπλοκες οικονομικές ρυθμίσεις, οι οποίες συχνά υπόκεινται σε μεταβολή των συνθηκών (28). Για τον λόγο αυτό, σκοπεί να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η τροποποίηση μιας συμβάσεως παραχώρησης υπηρεσιών επιτάσσει –ή δεν επιτάσσει– την κίνηση νέας διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης (29).

58.      Ειδικότερα, το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2014/23 ορίζει ότι οι συμβάσεις παραχώρησης μπορούν να τροποποιούνται άνευ διεξαγωγής νέας διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης, όταν η τροποποίηση, ανεξαρτήτως της αξίας της, δεν είναι ουσιώδης κατά την έννοια της παραγράφου 4 του εν λόγω άρθρου. Συγκεκριμένα, το άρθρο 43, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2014/23 ορίζει, ως γενικό κριτήριο, ότι τυχόν τροποποίηση συμβάσεως παραχώρησης κατά τη διάρκεια ισχύος της θεωρείται ουσιώδης εάν τροποποιεί ουσιωδώς τη σύμβαση σε σχέση με εκείνη που είχε αρχικά συναφθεί. Κατά το στοιχείο αʹ, της ίδιας διατάξεως, τούτο συμβαίνει, εν πάση περιπτώσει, στην περίπτωση κατά την οποία η τροποποίηση εισάγει όρους οι οποίοι, εάν αποτελούσαν μέρος της αρχικής διαδικασίας ανάθεσης της συμβάσεως παραχώρησης, θα είχαν επιτρέψει την αποδοχή άλλων υποψηφίων από αυτούς που επιλέχθηκαν αρχικά. Τέλος, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι, σε περίπτωση που η τροποποίηση μιας συμβάσεως παραχώρησης κριθεί ουσιώδης, το άρθρο 43, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/23 ορίζει ότι πρέπει να προκηρυχθεί νέα διαδικασία ανάθεσης.

59.      Στις υπό κρίση υποθέσεις, έχω ήδη επισημάνει, στο πλαίσιο της αναλύσεώς μου επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22, ότι το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» επέφερε αρκετές τροποποιήσεις των σχετικών όρων των συμβάσεων παραχώρησης της εκμετάλλευσης παιγνίων μπίνγκο (30). Οι εν λόγω τροποποιήσεις αφορούσαν ορισμένα από τα ουσιώδη στοιχεία των εν λόγω συμβάσεων παραχώρησης, ήτοι, αφενός, τη διάρκειά τους, σε σύγκριση με εκείνη που είχε αρχικώς καθοριστεί γι’ αυτές, και, αφετέρου, τον τρόπο με τον οποίο οι παραχωρησιούχοι όφειλαν να αποζημιώσουν την αναθέτουσα αρχή για την εκμετάλλευση των οικείων υπηρεσιών.

60.      Επισημαίνω ότι το μοναδικό στοιχείο του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» που αφορά το παρόν ερώτημα, όπως έχει διατυπωθεί από το αιτούν δικαστήριο, είναι η υποχρέωση καταβολής μηνιαίου τέλους που απορρέει από το καθεστώς αυτό και όχι το γεγονός ότι το εν λόγω καθεστώς επέφερε επίσης σημαντική παράταση στη διάρκεια των συμβάσεων παραχώρησης. Για τον λόγο αυτό, μολονότι η εν λόγω παράταση θα μπορούσε να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι υπήρξε ουσιώδης τροποποίηση των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης, κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/23 (31), εντούτοις, το εν λόγω στοιχείο του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» μπορεί, κατά γνώμη μου, να εξαιρεθεί από την ανάλυση του Δικαστηρίου.

61.      Όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής μηνιαίου τέλους, η εν λόγω υποχρέωση σαφώς δεν προβλεπόταν στην αρχική ανάθεση των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών συμβάσεων παραχώρησης. Ενδεχομένως, προβλέφθηκε προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η παράταση της ισχύος των συμβάσεων παραχώρησης βάσει του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» ήταν αντίστοιχη με την αντιπαροχή για την παρατεταμένη εκμετάλλευση των εν λόγω υπηρεσιών. Τούτου δοθέντος, η θέσπιση του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» μετέβαλε τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η καταβολή της εν λόγω αντιπαροχής, δεδομένου ότι, μέχρι τότε, συνίστατο κατ’ ουσίαν στην είσπραξη από το Δημόσιο μιας κρατικής εισφοράς, η οποία επιβαλλόταν στα έσοδα που αποκόμιζαν οι παραχωρησιούχοι από την πώληση των δελτίων παιγνίων.

62.      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η είσπραξη της κρατικής εισφοράς, όπως προβλεπόταν από την αρχική ανάθεση των συμβάσεων παραχώρησης, στηριζόταν σε έμμεση καταβολή εκ μέρους των τελικών χρηστών των δραστηριοτήτων παιγνίων μπίνγκο. Επίσης είχε ως συνέπεια ότι η αντιπαροχή που έπρεπε να καταβάλλουν οι παραχωρησιούχοι για την εκμετάλλευση των υπηρεσιών τους ήταν προσαρμοσμένη σύμφωνα με τα πραγματικά τους έσοδα.

63.      Αντιθέτως, η καταβολή του τέλους που θεσπίστηκε με το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» μετέβαλε, μονομερώς, το σκεπτικό που διείπε την εν λόγω αντιπαροχή, δεδομένου ότι, αφενός, επέβαλε τον μηχανισμό της αποζημίωσης απευθείας στους παραχωρησιούχους και, αφετέρου, ότι η εν λόγω αποζημίωση ορίστηκε σε πάγιο ποσό, όπερ σημαίνει ότι όλοι οι εν λόγω παραχωρησιούχοι όφειλαν να καταβάλλουν το ίδιο ποσό, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους ικανότητας ή της διάρκειας της αρχικής παραχώρησης. Συγχρόνως, το γεγονός ότι σημειώθηκαν επανειλημμένες αυξήσεις του μηνιαίου τέλους με εκάστη τροποποίηση του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» –οι οποίες, το 2017, ανήλθαν στο τριπλάσιο της αξίας που είχε το εν λόγω τέλος την πρώτη φορά που επιβλήθηκε– αύξησε την οικονομική πίεση επί των παραχωρησιούχων με τα χαμηλότερα έσοδα. Από την πλευρά του, το Δημόσιο μπορούσε να είναι σίγουρο, βάσει της αρχής του επαχθούς χαρακτήρα των συμβάσεων παραχώρησης, ότι θα εισέπραττε ένα πάγιο ποσό από τα κέρδη από την εκμετάλλευση των επίμαχων υπηρεσιών, το οποίο δεν αντανακλά τον μεταβλητό χαρακτήρα της αντιπαροχής των συμβάσεων παραχώρησης όπως είχαν αρχικώς σχεδιαστεί.

64.      Επομένως, όπως υποστηρίζουν οι εκκαλούσες των κύριων δικών, η υποχρέωση καταβολής του μηνιαίου τέλους στο πλαίσιο του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» τροποποίησε τις βασικές οικονομικές παραμέτρους των συμβάσεων παραχώρησης, όπως αυτές είχαν καθοριστεί κατά την αρχική τους ανάθεση. Από την άποψη αυτή, φρονώ ότι οι ως άνω εκκαλούσες ορθώς υποστηρίζουν ότι, μετά τη θέσπιση του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» και των τροποποιήσεών του, ο χαρακτήρας των εν λόγω συμβάσεων παραχώρησης κατέστη ουσιωδώς διαφορετικός από εκείνον των αρχικώς συναφθεισών συμβάσεων παραχώρησης (32). Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, εάν οι όροι αυτοί είχαν αποτελέσει μέρος της αρχικής διαδικασίας ανάθεσης των συμβάσεων παραχώρησης, θα είχαν επιλεγεί υποψήφιοι διαφορετικοί από εκείνους που αρχικά επιλέχθηκαν.

65.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, φρονώ ότι πληρούνται τα γενικά και ειδικά κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 43, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/23 και στο στοιχείο αʹ της ίδιας διατάξεως, αντίστοιχα (33). Επιπλέον, οι ανωτέρω σκέψεις με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, επιβάλλοντας στους παραχωρησιούχους την υποχρέωση να καταβάλλουν μηνιαίο τέλος υπό τους όρους υπό τους οποίους θεσπίστηκε, το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» επέφερε ουσιώδη τροποποίηση των επίμαχων στις κύριες δίκες συμβάσεων παραχώρησης, κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2014/23. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/23, θα έπρεπε να είχε προκηρυχθεί νέα διαδικασία ανάθεσης πριν από την πραγματοποίηση των εν λόγω τροποποιήσεων.

66.      Το ίδιο συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί όσον αφορά την υποχρέωση των παραχωρησιούχων να συμμορφώνονται προς την υποχρέωση καταβολής του προβλεπόμενου στο πλαίσιο του συστήματος «τεχνικής παράτασης» τέλους ως προϋπόθεση η οποία πρέπει να πληρούται προκειμένου να μπορούν να μετάσχουν σε νέα διαδικασία ανάθεσης. Βεβαίως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η υποχρέωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο το οποίο σκοπεί να αντισταθμίσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχουν οι απερχόμενοι παραχωρησιούχοι έναντι των νέων παραχωρησιούχων. Ωστόσο, επιβεβαιώνει την τροποποίηση των οικονομικών παραμέτρων των συμβάσεων παραχώρησης σε σύγκριση με την αρχική τους διαμόρφωση. Συγχρόνως, στον βαθμό που η κίνηση της διαδικασίας αναθέσεως νέων συμβάσεων παραχώρησης παραμένει αβέβαιη, η εφαρμογή της ως άνω προϋπόθεσης συνεπάγεται νέα τροποποίηση του περιεχομένου της συμβάσεως παραχώρησης, κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 4, της οδηγίας.

67.      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/23 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία προβλέπει την υποχρέωση καταβολής μηνιαίου τέλους το οποίο δεν προβλεπόταν στην αρχική ανάθεση, στον βαθμό που μεταβάλλει τις βασικές οικονομικές παραμέτρους των οικείων συμβάσεων παραχώρησης, επί παραδείγματι καθορίζοντας το εν λόγω τέλος σε ενιαίο ποσό για όλους τους φορείς εκμετάλλευσης του οικείου τομέα, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους ικανότητας, και αυξάνοντας σημαντικά το ποσό του εν λόγω τέλους από τον χρόνο της πρώτης επιβολής του. Επίσης, αμφότερες οι διατάξεις αντιτίθενται στην εν λόγω ρύθμιση, στον βαθμό που η καταβολή του ως άνω τέλους έχει θεσπιστεί ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε μελλοντικό διαγωνισμό για την εκ νέου ανάθεση των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης.

Γ.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C728/22 και C729/22

68.      Όπως επισήμανα στο σημείο 34 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι η καταφατική απάντηση στο πρώτο σκέλος του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑730/22 καθιστά περιττή την πραγματοποίηση από το Δικαστήριο περαιτέρω εξέτασης των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως. Πράγματι, αν το Δικαστήριο συμμεριστεί το συμπέρασμα ότι η υποχρέωση καταβολής μηνιαίου τέλους, όπως διαμορφώνεται σύμφωνα με το καθεστώς «τεχνικής παράτασης», αντίκειται στην οδηγία 2014/23, τότε θα παρείλκε η εξέταση του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22, με τα οποία ζητείται να διευκρινιστεί αν το εν λόγω τέλος θα μπορούσε να επανεξεταστεί από την εθνική διοίκηση στο πλαίσιο επέλευσης απρόβλεπτων περιστάσεων. Εντούτοις, θα εξετάσω αμφότερα τα προδικαστικά ερωτήματα για λόγους πληρότητας.

69.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22 αφορά την περίπτωση στην οποία η αναθέτουσα αρχή αρνείται να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους συμβάσεως παραχώρησης σε περίπτωση επέλευσης απρόβλεπτων περιστάσεων μη δυνάμενων να καταλογισθούν στους παραχωρησιούχους. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2014/23 αντιτίθεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου η οποία έχει ως αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζεται σε αναθέτουσα αρχή, όπως η ADM, η διακριτική της ευχέρεια να επανεξετάζει τους όρους μιας δημόσιας συμβάσεως υπό τις περιστάσεις αυτές.

70.      Η επαναδιαπραγμάτευση των δημοσίων συμβάσεων σε μεταγενέστερο στάδιο της εκτέλεσής τους αποτελεί κλασικό ζήτημα της νομικής θεωρίας του διοικητικού δικαίου, ιδίως στον τομέα των δημόσιων διαγωνισμών (34). Αποτελεί εξαίρεση μιας εκ των θεμελιωδών αρχών της εκτέλεσης των συμβάσεων παραχώρησης, ήτοι ότι οι παραχωρησιούχοι πρέπει να πραγματοποιούν την εκμετάλλευση της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί με δική τους ευθύνη («à ses risques et périls») (35), οι δε αναθέτουσες αρχές δεν πρέπει, για τον λόγο αυτό, να εμπλέκονται στις οικονομικές συνέπειες της εν λόγω δραστηριότητας. Η επαναδιαπραγμάτευση των δημόσιων συμβάσεων αντιμετωπίζεται γενικά με δυσπιστία, δεδομένου ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνητρα για καιροσκοπικές συμπεριφορές εκ μέρους των συμμετεχόντων σε διαδικασία ανάθεσης (36).

71.      Πάντως, όταν επέρχονται γεγονότα τα οποία οι παραχωρησιούχοι δεν μπορούσαν να προβλέψουν και για τα οποία δεν είναι υπεύθυνοι, οι εθνικές έννομες τάξεις συχνά παρέχουν στις αναθέτουσες αρχές τη διακριτική ευχέρεια να επανεξετάζουν τους όρους της σύμβασης παραχώρησης (37). Η προσέγγιση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι συμβάσεις παραχώρησης βασίζονται σε οικονομική και χρηματοοικονομική ισορροπία, η οποία θα πρέπει να αποκαθίσταται όταν περιστάσεις που δεν υπόκεινται στον έλεγχο των παραχωρησιούχων επηρεάζουν τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να εκτελείται μια σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών σύμφωνα με τους αρχικούς όρους της σύμβασης παραχώρησης. Η δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης των όρων μιας δημόσιας συμβάσεως υφίσταται κάθε φορά που οι περιστάσεις αυτές μπορούν να διαταράξουν την ισορροπία της εν λόγω συμβάσεως (38).

72.      Από τις διατάξεις περί παραπομπής προκύπτει ότι η ιταλική έννομη τάξη προβλέπει διάταξη η οποία λαμβάνει υπόψη την ανάγκη διατηρήσεως της οικονομικής και χρηματοοικονομικής ισορροπίας των συμβάσεων παραχώρησης όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών (39). Ωστόσο, στις αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2020 και της 18ης Νοεμβρίου 2020, η ADM φαίνεται να δηλώνει αναρμόδια να εφαρμόσει την εν λόγω διάταξη κατόπιν αιτήσεως των εκκαλουσών, δεδομένου ότι, ως διοικητική υπηρεσία, δεν μπορεί να αποφανθεί κατά των εθνικών μέτρων νομοθετικής φύσεως που θέσπισαν και εν συνεχεία τροποποίησαν το καθεστώς «τεχνικής παράτασης».

73.      Συναφώς, επισημαίνω, αφενός, ότι το σκεπτικό της ADM –το οποίο στηρίζεται την αρχή της ιεραρχήσεως των αρμοδιοτήτων και των κανόνων στην εθνική έννομη τάξη– δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εξετάσεως του ζητήματος αν η οδηγία 2014/23 παρέχει στις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να επαναξιολογούν, κάνοντας χρήση της διακριτικής ευχέρειας που τους αναγνωρίζεται, τους όρους μιας συμβάσεως παραχώρησης. Πράγματι, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αναθέτουσες αρχές διαθέτουν την εν λόγω διακριτική ευχέρεια, η ADM θα δικαιούνταν να την ασκήσει παρά το γεγονός ότι το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» θεσπίστηκε και τροποποιήθηκε διά της νομοθετικής οδού ή, ακόμη, και παρά το γεγονός ότι η εν λόγω υπηρεσία ενεργεί επί τη βάσει δέσμιας αρμοδιότητας που της επιβάλλεται από τον εθνικό νομοθέτη.

74.      Αντιθέτως, κατά την εξέταση των στοιχείων που παρέχονται με την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να έχει δεχθεί ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι η πανδημία COVID‑19 συνιστά απρόβλεπτη περίσταση, μη δυνάμενη να καταλογισθεί στις εκκαλούσες των κύριων δικών και ικανή να επηρεάσει την οικονομική και χρηματοοικονομική ισορροπία των συμβάσεων παραχώρησης (40). Τούτο σημαίνει ότι, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία 2014/23 παρέχει στις αναθέτουσες αρχές τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμούν την ανάγκη επαναδιαπραγματεύσεως των όρων των δημοσίων συμβάσεων σε περίπτωση επέλευσης απρόβλεπτων περιστάσεων, η εν λόγω προϋπόθεση πληρούται εν προκειμένω (41).

75.      Όσον αφορά το ζήτημα αν η διακριτική ευχέρεια των αναθετουσών αρχών για την επανεξέταση των όρων εκμεταλλεύσεως μιας συμβάσεως παραχώρησης μπορεί να θεμελιωθεί στην οδηγία 2014/23, επισημαίνω ότι καμία διάταξη δεν μνημονεύει ρητώς την εν λόγω ευχέρεια.

76.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τον όρο «σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών» και ότι η διάταξη αυτή ορίζει περαιτέρω ότι ο παραχωρησιούχος πρέπει να θεωρείται ότι αναλαμβάνει τον λειτουργικό κίνδυνο εκμετάλλευσης της υπηρεσίας «υπό φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας» (42). Κατά το εν λόγω δικαστήριο, από τη διάταξη αυτή θα μπορούσε να συναχθεί ότι, εφόσον απρόβλεπτες συνθήκες μπορούν να μεταβάλουν την οικονομική ισορροπία μιας δημόσιας συμβάσεως, οι παραχωρησιούχοι πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν τροποποίηση της συμβάσεως αυτής.

77.      Κατ’ εμέ, σε αντίθεση με τα επιχειρήματα των εκκαλουσών των κύριων δικών, είναι σαφές ότι ο ορισμός που διατυπώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/23 δεν μπορεί από μόνος του να χρησιμεύσει ως βάση για την παροχή σε αναθέτουσα αρχή της διακριτικής ευχέρειας να επανεξετάζει τους όρους δημόσιας σύμβασης, πολλώ δε μάλλον για την παροχή στους παραχωρησιούχους δικαιώματος να ζητήσουν την άσκηση της ευχέρειας αυτής. Ο εν λόγω ορισμός παρέχεται μόνο για τους σκοπούς της εφαρμογής της οδηγίας 2014/23 (43) και, ειδικότερα, για τους σκοπούς του ορισμού του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτής.  

78.      Τούτων δοθέντων, το άρθρο 43 της οδηγίας 2014/23, το οποίο έχω ήδη μνημονεύσει στις παρούσες προτάσεις, ορίζει στην παράγραφο 1, στοιχείο γʹ, ότι οι συμβάσεις παραχώρησης μπορούν να τροποποιούνται χωρίς νέα διαδικασία ανάθεσης, όταν η ανάγκη τροποποίησης προέκυψε λόγω περιστάσεων που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν από επιμελή αναθέτουσα αρχή ή αναθέτοντα φορέα.

79.      Η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 76 της οδηγίας 2014/23, η οποία διαλαμβάνει ότι οι αναθέτουσες αρχές και οι αναθέτοντες φορείς μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπίσουν εξαιρετικές περιστάσεις τις οποίες ήταν αδύνατον να προβλέψουν όταν ανέθεταν τη σύμβαση παραχώρησης, ιδίως όταν η εκτέλεση της σύμβασης καλύπτει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, σε αυτή την περίπτωση απαιτείται ένας βαθμός ευελιξίας για την προσαρμογή της σύμβασης παραχώρησης στις εν λόγω περιστάσεις χωρίς νέα διαδικασία ανάθεσης.

80.      Επομένως, η οδηγία 2014/23 προβλέπει ότι απρόβλεπτες περιστάσεις ενδέχεται να επηρεάσουν τους όρους των δημοσίων συμβάσεων, όπως αυτοί συμφωνήθηκαν αρχικώς μεταξύ των αναθετουσών αρχών και των παραχωρησιούχων. Για τον λόγο αυτό, η ίδια οδηγία προβλέπει ένα σύνολο κανόνων που πρέπει να εφαρμοστούν αν κριθεί ότι απαιτείται προσαρμογή της εν λόγω σύμβασης στις νέες περιστάσεις, ιδίως χωρίς τη διεξαγωγή νέας διαδικασίας ανάθεσης.

81.      Επισημαίνεται ότι η ανωτέρω διαπίστωση δεν συνεπάγεται, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες των κύριων δικών, ότι οι παραχωρησιούχοι έχουν δικαίωμα βάσει του οποίου η αναθέτουσα αρχή οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να προβεί σε επαναδιαπραγμάτευση των όρων μιας συμβάσεως παραχώρησης σε περίπτωση επελεύσεως απρόβλεπτων περιστάσεων. Ορθώς η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει, συναφώς, ότι ο σκοπός της οδηγίας 2014/23 είναι πρωτίστως ο συντονισμός των διαδικασιών αναθέσεως ορισμένων συμβάσεων παραχώρησης και ότι η οδηγία αυτή δεν αφορά τα δικαιώματα των οποίων απολαύουν οι παραχωρησιούχοι λόγω περιστάσεων που επήλθαν κατά την εκτέλεση της δημόσιας συμβάσεως.

82.      Εντούτοις, το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/23, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 76 της εν λόγω οδηγίας, καταδεικνύει ότι, στο πλαίσιο απρόβλεπτου σεναρίου όσον αφορά την εκτέλεση συμβάσεως παραχώρησης υπηρεσιών δυνάμενου να επηρεάσει την οικονομική και χρηματοοικονομική ισορροπία της, το δίκαιο της Ένωσης θέτει στη διάθεση των αναθετουσών αρχών ένα σύνολο κανόνων για την επανεξέταση των όρων της συμβάσεως παραχώρησης υπηρεσιών. Οι εν λόγω κανόνες μπορούν να είναι αποτελεσματικοί μόνον αν η αρχή αυτή είναι σε θέση να διακρίνει, εκ των προτέρων, αν η οικονομική ισορροπία μιας συμβάσεως παραχώρησης πρέπει να αποκατασταθεί λόγω επελεύσεως απρόβλεπτων περιστάσεων. Κατά συνέπεια, εάν εθνική νομοθετική ρύθμιση –ή η ερμηνεία της– εμποδίζει μια αναθέτουσα αρχή να λάβει απόφαση, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας, σχετικά με την ανάγκη αποκαταστάσεως του επιπέδου οικονομικής και χρηματοοικονομικής ισορροπίας μιας συμβάσεως παραχώρησης, τότε συντρέχει παράβαση του άρθρου 43, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/23 και κίνδυνος να θιγεί η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.

83.      Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η ADM έσφαλε κατά την έκδοση των αποφάσεων της 9ης Ιουλίου 2020 και της 18ης Νοεμβρίου 2020, δηλώνοντας ιδίως ότι δεν είχε δικαίωμα να επανεξετάσει τους όρους των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών, εφόσον οι διατάξεις που προβλέπουν το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» θεσπίστηκαν από τον Ιταλό νομοθέτη.

84.      Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι μια αναθέτουσα αρχή έχει υποπέσει στο ως άνω λόγω σφάλμα όταν παραλείπει να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι το δίκαιο της Ένωσης –συγκεκριμένα, το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/23– θέτει τους κανόνες που πρέπει να τηρούνται για την επανεξέταση των όρων μιας σύμβασης παραχώρησης υπηρεσιών στο πλαίσιο απρόβλεπτων περιστάσεων, η αποτελεσματικότητα των οποίων, εξ ορισμού, απαιτεί την άσκηση διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους της εν λόγω αρχής.

85.      Στο πλαίσιο αυτό, προσθέτω ότι ουδεμία αμφιβολία υφίσταται ότι η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας δεν συνεπάγεται ότι η αναθέτουσα αρχή πρέπει να συμφωνήσει επί της ανάγκης τροποποιήσεως μιας συμβάσεως παραχώρησης υπηρεσιών ή προσαρμογής της υπό τους συγκεκριμένους όρους που ζητούν οι οικείοι παραχωρησιούχοι. Μπορεί μάλιστα να αρνηθεί ακόμη και την ύπαρξη απρόβλεπτων περιστάσεων που δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση. Ωστόσο, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να στηριχθεί στο εθνικό δίκαιο ή στην ερμηνεία του εν λόγω δικαίου για να αποφύγει να προβεί σε μια τέτοια εκτίμηση, η οποία, παρεμπιπτόντως, πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο από τα εθνικά δικαστήρια.

86.      Κατά συνέπεια καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/23 αντιτίθεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου η οποία δεν αναγνωρίζει στην αναθέτουσα αρχή τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμά κατά πόσον απρόβλεπτα γεγονότα, μη δυνάμενα να καταλογισθούν στους παραχωρησιούχους και ικανά να επηρεάσουν την οικονομική και χρηματοοικονομική ισορροπία των συμβάσεων παραχώρησης, δικαιολογούν τυχόν επανεξέταση των όρων μιας σύμβασης παραχώρησης.

87.      Όσον αφορά την εν λόγω ερμηνεία, η Επιτροπή προβάλλει ότι, με την απόφαση Consorzio Italian Management (44), το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να θεσπίσουν διοικητική ή συμβατική διαδικασία προκειμένου να ληφθούν υπόψη περιστάσεις δυνάμενες να δικαιολογήσουν τροποποίηση δημόσιας συμβάσεως κατά τη διάρκεια της εκτελέσεώς της (45). Ωστόσο, επίμαχη στην εν λόγω απόφαση ήταν η οδηγία 2004/17 (46), η οποία δεν βρίσκεται πλέον σε ισχύ και δεν περιείχε καμία διάταξη παρόμοια με το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/23. Για τον λόγο αυτό φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να στηριχθεί στην εν λόγω απόφαση ως νομολογιακό προηγούμενο για την εξέταση του παρόντος προδικαστικού ερωτήματος.

88.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει καταφατική απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22 και, κατ’ επέκταση, να κρίνει ότι η οδηγία 2014/23 αντιτίθεται στο να μην αναγνωρίζεται στην αναθέτουσα αρχή η διακριτική της ευχέρεια να εκτιμά κατά πόσον οι όροι μιας συμβάσεως παραχώρησης θα πρέπει να επανεξετασθούν στο πλαίσιο των περιστάσεων που περιγράφονται από το αιτούν δικαστήριο.

Δ.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C728/22 και C729/22

89.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν η οδηγία 89/665 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει στους παραχωρησιούχους, ως προϋπόθεση η οποία πρέπει να συντρέχει για τη συμμετοχή τους σε μελλοντική διαδικασία ανάθεσης, να υπαχθούν σε καθεστώς «τεχνικής παράτασης» όπως το επίμαχο στις υποθέσεις των κύριων δικών. Υποβάλλει το εν λόγω ερώτημα μνημονεύοντας την περίπτωση στην οποία η αναθέτουσα αρχή δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους εκμεταλλεύσεως μιας συμβάσεως παραχώρησης στο πλαίσιο απρόβλεπτων περιστάσεων.

90.      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι το υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα στηρίζεται στην παραδοχή ότι, σε αντίθεση προς την ανάλυσή μου όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η οδηγία 2014/23 δεν απαγορεύει το να μην αναγνωρίζεται στην αναθέτουσα αρχή η διακριτική της ευχέρεια να τροποποιεί τους όρους μιας συμβάσεως παραχώρησης σε περίπτωση επελεύσεως απρόβλεπτων περιστάσεων. Επομένως, όπως προαναφέρθηκε, μόνο στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί την ανάλυση αυτή επιβάλλεται να δοθεί συγκεκριμένη απάντηση στο παρόν προδικαστικό ερώτημα.

91.      Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι η οδηγία 89/665 δεν δικαιολογεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

92.      Η οδηγία 89/665, η οποία συγκαταλέγεται στις λεγόμενες «οδηγίες που προβλέπουν προσφυγές» (47), εφαρμόζεται στις συμβάσεις παραχώρησης που ανατίθενται από τις αναθέτουσες αρχές σύμφωνα με την οδηγία 2014/23 (48). Σε αυτές συγκαταλέγονται οι συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών όπως αυτές που αποτέλεσαν το αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών (49). Κατ’ ουσίαν, η εν λόγω οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις περί αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων και συμβάσεων παραχώρησης, καθώς και οι συναφείς προκαταρκτικές διαδικαστικές αποφάσεις, να υπόκεινται σε ταχείες και αποτελεσματικές προσφυγές (50). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 89/665 συγκεκριμενοποιεί τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που κατοχυρώνει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής στον συγκεκριμένο τομέα των δημοσίων συμβάσεων (51).

93.      Προς τούτο, η οδηγία 89/665 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίζουν, βάσει λεπτομερών κανόνων, διαδικασίες προσφυγής οι οποίες πρέπει να μπορούν να κινηθούν, κατ’ ουσίαν, από οποιοδήποτε πρόσωπο έχει συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση του δικαίου της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων (52). Οι εθνικές προσφυγές πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα λήψης προσωρινών μέτρων, ακύρωσης παράνομων αποφάσεων και επιδίκασης αποζημίωσης (53). Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τις αρχές που θα είναι υπεύθυνες για τις αποφάσεις επί των προσφυγών δυνάμει της οδηγίας. Αυτές μπορεί να είναι είτε δικαστικά όργανα είτε, επικουρικώς, μη δικαστικά όργανα ελέγχου, εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα εν λόγω όργανα πληρούν ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις (54).

94.      Στις υπό κρίση υποθέσεις, αρκεί η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η Επιτροπή, ότι από την περιγραφή των διαφορών των κύριων δικών δεν προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 89/665 παραβιάστηκαν από τη θέσπιση και την εν συνεχεία τροποποίηση του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης». Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι καμία από τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας δεν φαίνεται να είναι λυσιτελής για την εκτίμηση της νομιμότητας του να καθίσταται η υπαγωγή των παραχωρησιούχων στο εν λόγω καθεστώς, προϋπόθεση η οποία πρέπει να πληρούται για τη συμμετοχή τους σε μελλοντική διαδικασία ανάθεσης.

95.      Πράγματι, από τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στις διατάξεις περί παραπομπής προκύπτει ότι οι εν λόγω παραχωρησιούχοι είχαν τη δυνατότητα να προσβάλουν τις δύο αποφάσεις που εξέδωσε η ADM επί των αντίστοιχων αιτήσεών τους. Ειδικότερα, είχαν την ευκαιρία να προσβάλουν την απόφαση της εν λόγω υπηρεσίας να αρνηθεί την αναστολή και την τροποποίηση της καταβολής του προβλεπόμενου από το εν λόγω καθεστώς μηνιαίου τέλους. Προς τούτο, αξιοποίησαν τα προβλεπόμενα από το ιταλικό δίκαιο μέσα ένδικης προστασίας, τα οποία τους παρείχαν πρόσβαση σε δύο δικαιοδοτικά όργανα και τη δυνατότητα να προβάλουν την έλλειψη νομιμότητας των νομοθετικών διατάξεων επί των οποίων η ADM θεμελίωσε τις αποφάσεις της. Οι εν λόγω ενέργειες οδήγησαν μάλιστα στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

96.      Εξάλλου, το γεγονός ότι η ιταλική έννομη τάξη δεν προβλέπει διοικητική προσφυγή που να παρέχει στον παραχωρησιούχο τη δυνατότητα να αιτηθεί την κίνηση εκ μέρους αναθέτουσας αρχής διαδικασίας επαναδιαπραγματεύσεως των όρων δημόσιας συμβάσεως δεν είναι ικανό να μεταβάλει το ως άνω συμπέρασμα. Η υποχρέωση παροχής προσβάσεως στην εν λόγω διοικητική προσφυγή μπορεί να θεμελιωθεί βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/23, όπως έχει ήδη εξηγηθεί στο πλαίσιο της αναλύσεώς μου επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, αλλά δεν προκύπτει ευθέως από την οδηγία 89/665.

97.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η οδηγία 89/665 δεν συνιστά νομική βάση δυνάμενη να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως όπως η επίμαχη στις διαφορές των κύριων δικών, η οποία εξαρτά τη συμμετοχή σε μελλοντική διαδικασία ανάθεσης από την υπαγωγή στο καθεστώς «τεχνικής παράτασης». Το εν λόγω συμπέρασμα στηρίζεται προφανώς στην παραδοχή ότι οι ενδιαφερόμενοι φορείς εκμετάλλευσης έχουν στη διάθεσή τους τα αναγκαία μέσα προστασίας για να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της εν λόγω ρυθμίσεως, ενδεχομένως μέσω προβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας.

Ε.      Επί του τετάρτου, του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C728/22 και C729/22 και επί του δευτέρου σκέλους του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C730/22

98.      Στο σημείο 54 των παρουσών προτάσεων, επισήμανα ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία 2014/23 έχει εφαρμογή στις επίμαχες στις κύριες δίκες συμβάσεις παραχώρησης, τότε παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα (υποθέσεις C‑729/22 και C‑730/22) ή στο δεύτερο σκέλος του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος (υπόθεση C‑730/22). Στα επόμενα σημεία παρέχεται καθοδήγηση στο Δικαστήριο για την περίπτωση που δεν συμμεριστεί την ως άνω θέση (55).

99.      Κατά πάγια νομολογία, οι δημόσιες αρχές, όταν προτίθενται να συνάψουν σύμβαση παραχώρησης η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών σχετικά με τις διάφορες κατηγορίες δημοσίων συμβάσεων, υποχρεούνται να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ (56).

100. Στις υπό κρίση υποθέσεις, μολονότι το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει κατά κύριο λόγο τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ στα προδικαστικά του ερωτήματα, εντούτοις, μόνον η πρώτη από τις εν λόγω διατάξεις είναι κρίσιμη για τους σκοπούς της παρούσας αναλύσεως (57). Άλλωστε, οι συμβάσεις παραχώρησης που αφορούν την εκμετάλλευση χώρων λειτουργίας παιγνίων μπίνγκο, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών, απαιτούν σταθερή και μόνιμη βάση στο κράτος μέλος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες παιγνίων μπίνγκο. Υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, το γεγονός αυτό επιτάσσει την εφαρμογή του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, που αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως, και, αντιθέτως, αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (58). Οι εκκαλούσες επιβεβαίωσαν περαιτέρω κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι οι υπό κρίση υποθέσεις δεν αφορούσαν κανένα άλλο είδος υπηρεσιών παιγνίων μπίνγκο, παρεχομένων, επί παραδείγματι, μέσω διαδικτύου.

101. Εξάλλου, προκειμένου να συναχθεί συμπέρασμα ως προς την εφαρμογή του άρθρου 49 ΣΛΕΕ στις υποθέσεις των κύριων δικών, πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη αναμφισβήτητου διασυνοριακού ενδιαφέροντος, πράγμα το οποίο εναπόκειται, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει (59). Συναφώς, επισημαίνω ότι το αιτούν δικαστήριο, με την απάντηση στο αίτημα παροχής διευκρινίσεων που υποβλήθηκε από το Δικαστήριο, επισημαίνει ρητώς ότι, σε περίπτωση που κριθεί ότι η οδηγία 2014/23 δεν έχει εφαρμογή στις επίμαχες συμβάσεις παραχώρησης, το εν λόγω δικαστήριο «πολύ εύκολα θα διαπίστωνε, με ενδελεχή εκτίμηση, με ποιον τρόπο οι επίμαχες συμβάσεις παραχώρησης παρουσιάζουν διασυνοριακό ενδιαφέρον κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου». Εν πάση περιπτώσει, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εκκαλούσες των κύριων δικών επιβεβαίωσαν ότι ορισμένες από τις επίμαχες συμβάσεις παραχώρησης ανήκαν σε φορείς εκμετάλλευσης εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη (60) και, κατά συνέπεια, ότι υπόκεινται σε όρους και περιορισμούς επιβαλλόμενους από την επίμαχη εθνική νομοθεσία. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάσει περαιτέρω, υπό το πρίσμα άλλων αντικειμενικών κριτηρίων (61), αν οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών συμβάσεις παραχώρησης πληρούν την εν λόγω προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.

102. Όσον αφορά την ουσία, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται.

103. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε κάθε εθνικό μέτρο το οποίο, ακόμη και αν εφαρμόζεται άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, ενδέχεται να αποκλείσει, να δυσχεράνει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ελευθερίας εγκαταστάσεως που διασφαλίζει η εν λόγω διάταξη της Συνθήκης (62).

104. Κατά τη γνώμη μου, εν προκειμένω, ανεξαρτήτως της παρατάσεως που εισάγεται από την εθνική ρύθμιση, όσον αφορά τις επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών συμβάσεις παραχώρησης, ζήτημα το οποίο δεν αφορά κανένα από τα ερωτήματα που εξετάζονται με τις παρούσες προτάσεις (63), το αιτούν δικαστήριο ερωτά σχετικά με τη συμβατότητα με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ i) της ερμηνείας εθνικής νομοθετικής διάταξης που δεν αναγνωρίζει στην αναθέτουσα αρχή τη διακριτική της ευχέρεια να επανεξετάσει τους όρους δημόσιας σύμβασης στο πλαίσιο απρόβλεπτων περιστάσεων· ii) της εξάρτησης της συμμετοχής σε μελλοντική διαδικασία ανάθεσης από την υπαγωγή στο καθεστώς «τεχνικής παράτασης» και iii) της υποχρέωσης καταβολής μηνιαίου τέλους το οποίο δεν προβλεπόταν στην αρχική ανάθεση των συμβάσεων παραχώρησης.

105. Συναφώς, φρονώ ότι είναι σαφές, πρώτον, ότι οι τροποποιήσεις που εισήχθησαν με το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» στις συμβάσεις παραχώρησης, οι οποίες ήταν ικανές να μεταβάλουν τις βασικές οικονομικές παραμέτρους σε σύγκριση με την αρχική ανάθεση (64), αρκούν αυτές καθεαυτές για να θεωρηθεί ότι μπορούν να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στο σημείο 103 των παρουσών προτάσεων. Τούτο ισχύει πολύ περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ο μονομερής χαρακτήρας των εν λόγω τροποποιήσεων και το γεγονός ότι αυτές δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

106. Δεύτερον, τούτο ισχύει επίσης όσον αφορά την υποχρέωση συμμετοχής στο καθεστώς «τεχνικής παράτασης» και, ως εκ τούτου, την υποχρέωση καταβολής του μηνιαίου τέλους για τη συμμετοχή σε μελλοντική διαδικασία ανάθεσης. Πράγματι, αν ληφθούν υπόψη οι εν λόγω υποχρεώσεις, καθίσταται σαφές ότι η άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως είναι λιγότερο ελκυστική –ή, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, αδύνατη– για κάθε φορέα εκμετάλλευσης εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος ο οποίος επιθυμεί να εκμεταλλευθεί εγκαταστάσεις διεξαγωγής παιγνίων μπίνγκο στην Ιταλία.

107. Τέλος, δεν πρέπει να υφίσταται αμφιβολία ότι και η αδυναμία της αναθέτουσας αρχής να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους των συμβάσεων παραχώρησης στο πλαίσιο των απρόβλεπτων συνθηκών συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως. Πράγματι, οι φορείς εκμετάλλευσης δεν θα είχαν κίνητρο να εγκατασταθούν στην Ιταλία, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η οικονομική και χρηματοοικονομική ισορροπία των συμβάσεων παραχώρησης δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί μετά τη διατάραξή της από γεγονότα για τα οποία δεν ευθύνονται οι παραχωρησιούχοι.

108. Όσον αφορά τους θεμιτούς σκοπούς τους οποίους μπορεί να επικαλεστεί το κράτος μέλος προκειμένου να δικαιολογήσει περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως (65), είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι κανένας περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως δεν επιτρέπεται, εκτός αν, πρώτον, δικαιολογείται από υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος και, δεύτερον, συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, όπερ προϋποθέτει ότι είναι κατάλληλος να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (66).

109. Η νομοθεσία που μνημονεύεται από το αιτούν δικαστήριο θέτει, ως μοναδικό σκοπό της, την ευθυγράμμιση των συμβάσεων παραχώρησης που λήγουν και μιας νέας διαδικασίας ανάθεσης προκειμένου να συμβιβαστεί η αρχή του δικαίου της Ένωσης ότι οι δημόσιες συμβάσεις παραχώρησης πρέπει να ανατίθενται ή να ανατίθενται εκ νέου, μετά τη λήξη τους, βάσει ανταγωνιστικών διαδικασιών επιλογής, με την ανάγκη συνέχισης της είσπραξης στοιχημάτων του παιγνίου μπίνγκο.

110. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι σαφές πώς η παράταση ή η χρονική ευθυγράμμιση των τρεχουσών συμβάσεων παραχώρησης και της υποχρέωσης συνέχισης της εκμετάλλευσης της υπηρεσίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η εκ νέου ανάθεση των εν λόγω συμβάσεων παραχώρησης σε μεταγενέστερη ημερομηνία, όπως αυτών που προβλέπονται στην επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία, μπορεί να δικαιολογηθεί, επί παραδείγματι, υπό το πρίσμα της ανάγκης για διασφάλιση της συνέχισης παροχής της υπηρεσίας (67). Ειδικότερα, η απουσία σαφούς ημερομηνίας λήξεως όσον αφορά τη διάρκεια των συμβάσεων παραχώρησης καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερές να θεωρηθεί ότι ο ως άνω δικαιολογητικός λόγος συντρέχει εν προκειμένω.

111. Εν πάση περιπτώσει, εκτιμώ, πρώτον, ότι ο εν λόγω σκοπός θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί με πιο κατάλληλο τρόπο, επί παραδείγματι με την πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου εντός της οποίας οι ανατεθείσες συμβάσεις παραχώρησης θα είχαν διαφορετικές διάρκειες. Δεύτερον, η επιδίωξη του εν λόγω σκοπού φαίνεται ανακόλουθη, δεδομένου ότι το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» εφαρμοζόταν επί δέκα έτη, ακόμη και μετά τη λήξη της τελευταίας συμβάσεως παραχώρησης.

112. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 49 ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία επιβάλλει στον παραχωρησιούχο να αποδεχθεί τους όρους που προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση, συγκεκριμένα την υποχρέωση καταβολής μηνιαίου τέλους η οποία δεν προβλεπόταν στην αρχική ανάθεση των συμβάσεων παραχώρησης, προκειμένου να μπορεί να μετάσχει σε νέο διαγωνισμό για την εκ νέου ανάθεση νέων συμβάσεων παραχώρησης. Επίσης αντιτίθεται σε ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας η οποία δεν αναγνωρίζει σε αναθέτουσα αρχή τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμά κατά πόσον απρόβλεπτες περιστάσεις, μη δυνάμενες να καταλογισθούν στους παραχωρησιούχους και ικανές να επηρεάσουν την οικονομική και χρηματοοικονομική ισορροπία των συμβάσεων παραχώρησης, δικαιολογούν τυχόν επανεξέταση των όρων σύμβασης παραχώρησης.

V.      Πρόταση

113. Βάσει της προηγηθείσας αναλύσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) ως εξής:

–        Όσον αφορά τις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22:

1)      Η οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης,

έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι οποίες ανατέθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας και οι οποίες, κατά τη λήξη τους, παρατάθηκαν επανειλημμένως με νομοθετικές διατάξεις οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ μετά την εν λόγω έναρξη ισχύος, εφόσον οι όροι της αρχικής αναθέσεως έχουν τροποποιηθεί ουσιωδώς, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

2)      Το άρθρο 43, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2014/23

έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία προβλέπει την υποχρέωση καταβολής μηνιαίου τέλους το οποίο δεν προβλεπόταν στην αρχική ανάθεση, στον βαθμό που μεταβάλλει τις βασικές οικονομικές παραμέτρους των οικείων συμβάσεων παραχώρησης, επί παραδείγματι, καθορίζοντας το εν λόγω τέλος σε ενιαίο ποσό ως προς όλους τους φορείς εκμετάλλευσης του οικείου τομέα, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους ικανότητας, και αυξάνοντας σημαντικά το ποσό του εν λόγω τέλους από τον χρόνο της πρώτης επιβολής του. Αμφότερες οι διατάξεις αντιτίθενται επίσης στην εν λόγω ρύθμιση, στον βαθμό που η καταβολή του ως άνω τέλους έχει θεσπιστεί ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε μελλοντικό διαγωνισμό για την εκ νέου ανάθεση των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης.

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί το συμπέρασμα που διατυπώνεται στο σημείο 2, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη συμπληρωματική απάντηση:

3)      Το άρθρο 43, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/23

έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου που δεν αναγνωρίζει στην αναθέτουσα αρχή τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμήσει κατά πόσον απρόβλεπτα γεγονότα, μη δυνάμενα να καταλογισθούν στους παραχωρησιούχους, δικαιολογούν τυχόν επανεξέταση των όρων μιας συμβάσεως παραχώρησης.

4)      Η οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων,

έχει την έννοια ότι δεν συνιστά νομική βάση δυνάμενη να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία εξαρτά τη συμμετοχή σε μελλοντική διαδικασία ανάθεσης από την υπαγωγή στο καθεστώς «τεχνικής παράτασης».

Αν το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί το συμπέρασμα που διατυπώνεται στο σημείο 1, τουλάχιστον εν μέρει, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη πρόσθετη απάντηση:

5)      Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ

έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία επιβάλλει στον παραχωρησιούχο να αποδεχθεί τους όρους που προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση, συγκεκριμένα την υποχρέωση καταβολής μηνιαίου τέλους η οποία δεν προβλεπόταν στην αρχική ανάθεση των συμβάσεων παραχώρησης, προκειμένου να μπορεί να μετάσχει σε νέο διαγωνισμό για την εκ νέου ανάθεση νέων συμβάσεων παραχώρησης. Επίσης αντιτίθεται σε ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας η οποία δεν αναγνωρίζει σε αναθέτουσα αρχή τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμά κατά πόσον απρόβλεπτες περιστάσεις, μη δυνάμενες να καταλογισθούν στους παραχωρησιούχους και ικανές να επηρεάσουν την οικονομική και χρηματοοικονομική ισορροπία των συμβάσεων παραχώρησης, δικαιολογούν τυχόν επανεξέταση των όρων συμβάσεως παραχώρησης.

–        Επιπλέον, όσον αφορά μόνον την υπόθεση C‑730/22:

6)      Το άρθρο 43, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2014/23

έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία προβλέπει την υποχρέωση καταβολής μηνιαίου τέλους το οποίο δεν προβλεπόταν στην αρχική ανάθεση, στον βαθμό που μεταβάλλει τις βασικές οικονομικές παραμέτρους των οικείων συμβάσεων παραχώρησης, επί παραδείγματι, καθορίζοντας το εν λόγω τέλος σε ενιαίο ποσό ως προς όλους τους φορείς εκμετάλλευσης του οικείου τομέα, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους ικανότητας, και αυξάνοντας σημαντικά το ποσό του εν λόγω τέλους από τον χρόνο της πρώτης επιβολής του. Αμφότερες οι διατάξεις αντιτίθενται επίσης στην εν λόγω ρύθμιση, στον βαθμό που η καταβολή του ως άνω τέλους έχει θεσπιστεί ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε μελλοντικό διαγωνισμό για την εκ νέου ανάθεση των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης.

Αν το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί το συμπέρασμα που διατυπώνεται στο σημείο 1, τουλάχιστον εν μέρει, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη πρόσθετη απάντηση:

7)      Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ

έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία επιβάλλει στον παραχωρησιούχο να αποδεχθεί τους όρους που προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση, συγκεκριμένα την υποχρέωση καταβολής μηνιαίου τέλους η οποία δεν προβλεπόταν στην αρχική ανάθεση των συμβάσεων παραχώρησης, προκειμένου να μπορεί να μετάσχει σε νέο διαγωνισμό για την εκ νέου ανάθεση νέων συμβάσεων παραχώρησης. Επίσης αντιτίθεται σε ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας η οποία δεν αναγνωρίζει σε αναθέτουσα αρχή τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμά κατά πόσον απρόβλεπτες περιστάσεις, μη δυνάμενες να καταλογισθούν στους παραχωρησιούχους και ικανές να επηρεάσουν την οικονομική και χρηματοοικονομική ισορροπία των συμβάσεων παραχώρησης, δικαιολογούν τυχόν επανεξέταση των όρων συμβάσεως παραχώρησης.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ 2014, L 94, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2014/23).


3      Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ 1989, L 395, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε μετέπειτα με την οδηγία 2014/23 (στο εξής: οδηγία 89/665).


4      Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2014/23.


5      Άρθρο 8 της οδηγίας 2014/23, όπως τροποποιήθηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/2172 της Επιτροπής της 24ης Νοεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 307, σ. 9).


6      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665.


7      Decreto del Ministro delle finanze n. 29 – Regolamento recante norme per l’istituzione del gioco ‘Bingo’ ai sensi dell’articolo 16 della legge 13 maggio 1999, n. 133 (απόφαση αριθ. 29 του Υπουργού Οικονομικών – Κανονιστική απόφαση περί καθορισμού των κανόνων για την καθιέρωση του παιγνίου «μπίνγκο» κατά την έννοια του άρθρου 16 του νόμου 133, της 13ης Μαΐου 1999), της 31ης Ιανουαρίου 2000 (GURI αριθ. 43, της 22ας Φεβρουαρίου 2000).


8      Άρθρο 1, παράγραφοι 636 έως 638, του legge n. 147 – Disposizioni per la formazione del bilancio annual e pluriennale dello Stato (legge di stabilità 2014) [νόμος 147, περί διατάξεων για την κατάρτιση του ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος περί σταθερότητας για το έτος 2014)], της 27ης Δεκεμβρίου 2013 (GURI αριθ. 302, της 27ης Δεκεμβρίου 2013 – Τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 87) (στο εξής: νόμος 147/2013).


9      Άρθρο 1, παράγραφος 934, του legge n. 208 – Disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge di stabilità 2016) [νόμος 208, περί διατάξεων για την κατάρτιση του ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος περί σταθερότητας για το έτος 2016)], της 28ης Δεκεμβρίου 2015 (GURI αριθ. 70, της 30ής Δεκεμβρίου 2015) (στο εξής: νόμος 208/2015).


10      Άρθρο 1, παράγραφος 1047, του legge n. 205 – Bilancio di previsione dello Stato per l’anno finanziario 2018 e bilancio pluriennale per il triennio 2018-2020 (νόμου 205, περί του προσωρινού κρατικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2018 και πολυετούς προϋπολογισμού για την τριετή περίοδο από το 2018 έως το 2020), της 27ης Δεκεμβρίου 2017 (GURI αριθ. 302, της 29ης Δεκεμβρίου 2017 – Τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 62) (στο εξής: νόμος 205/2017).


11      Βλ. υποσημείωση 10 των παρουσών προτάσεων.


12      Απόφαση αριθ. 49 της 29ης Μαρτίου 2021 (IT:COST:2021:49).


13      Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑729/22 μνημονεύει μόνον την οδηγία 2014/23 και τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ. Δεν μνημονεύει τις λοιπές διατάξεις που περιλαμβάνονται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑728/22.


14      Για τη διατύπωση του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22, το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιεί, κατά βάση, τους όρους «ερμηνεία ή εφαρμογή εθνικών νομοθετικών διατάξεων ή σε πρακτικές που βασίζονται στις διατάξεις αυτές». Για λόγους απλούστευσης, θα αντικαταστήσω την έκφραση αυτή με τους όρους «ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας» ή με αντίστοιχη έκφραση.


15      Όπως αναφέρεται στην υποσημείωση 13 των παρουσών προτάσεων, η διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑729/22 δεν μνημονεύει όλες τις εν λόγω διατάξεις.


16      Βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 10ης Ιανουαρίου 2022, ZI και TQ (C‑437/20, EU:C:2022:53, σκέψεις 18 έως 21), καθώς και απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi (C‑152/17, EU:C:2018:264, σκέψεις 21 έως 24).


17      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 637, του νόμου 147/2013.


18      Βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Promoimpresa κ.λπ. (C‑458/14 και C‑67/15, EU:C:2016:558, σκέψη 46), την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο.


19      Βεβαίως, το γεγονός ότι το αναγραφόμενο ποσό είναι απλώς ένα μέσο αριθμητικό στοιχείο θα μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν συμβάσεις παραχώρησης που δεν επιτυγχάνουν το απαιτούμενο όριο. Εντούτοις, είναι, κατά τη γνώμη μου, σαφές ότι η δήλωση του αιτούντος δικαστηρίου γίνεται, στο πλαίσιο της απαντήσεώς του στην αίτηση παροχής διευκρινίσεων, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι δεν διατηρεί καμία αμφιβολία συναφώς.


20      Απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Sisal κ.λπ. (C‑721/19 και C‑722/19, EU:C:2021:672, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


21      Όπ.π. (σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Βλ. σημείο 12 των παρουσών προτάσεων. Από το έτος 2017 εισήχθησαν περαιτέρω τροποποιήσεις στη νομοθεσία σχετικά με το καθεστώς «τεχνικής παράτασης». Ωστόσο, οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν ασκούν επιρροή στις υπό κρίση υποθέσεις.


23      Βλ. υποσημείωση 9 των παρουσών προτάσεων.


24      Βλ. σημείο 12 των παρουσών προτάσεων.


25      Στη διάταξη περί παραπομπής στην υπόθεση C‑739/22, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι το καθεστώς «τεχνικής παράτασης» περιελάμβανε την επιβολή συναφών περιορισμών στους κατόχους των συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών, οι οποίοι συνίσταντο, επί παραδείγματι, στην απαγόρευση μεταφοράς των χώρων παροχής των εν λόγω υπηρεσιών. Ωστόσο, οι εν λόγω περιορισμοί εισήχθησαν με τροποποιήσεις του καθεστώτος «τεχνικής παράτασης» οι οποίες θεσπίστηκαν μετά το 2017. Για τον λόγο αυτό, φρονώ ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης.


26      Απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Sisal κ.λπ. (C‑721/19 και C‑722/19, EU:C:2021:672, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


27      Στον βαθμό που με το πρώτο σκέλος του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑730/22 ζητείται εμμέσως να διαπιστωθεί κατά πόσον η οδηγία 2014/23 τυγχάνει εφαρμογής στις επίμαχες στην εν λόγω υπόθεση συμβάσεις παραχώρησης, οι εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν ως τμήμα της ανάλυσης του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22 ισχύουν και εν προκειμένω.


28      Bovis, C. και Clarke, C., «Title ΙΙΙ. Rules on performance of concessions», σε Steinecke, M. και Vesterdorf, P. L., EU Public Procurement Law – Brussels Commentary, C.H. Beck, 2018, σ. 1195.


29      Πρβλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Sisal κ.λπ. (C‑721/19 και C‑722/19, EU:C:2021:672, σκέψη 33).


30      Βλ. σημείο 51 των παρουσών προτάσεων.


31      Βλ. συναφώς, άρθρο 43, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/23, το οποίο αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες «η τροποποίηση επεκτείνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής της παραχώρησης» (η υπογράμμιση δική μου).


32      Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, επισημαίνω, συμφωνώντας με τις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, ότι στο άρθρο 43, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/23 δεν εμπίπτουν μόνον τροποποιήσεις που συνεπάγονται ευνοϊκές συνέπειες για τον παραχωρησιούχο. Η εν λόγω διάταξη μπορεί επίσης να αφορά μεταβολές οι οποίες είναι επωφελείς για την αναθέτουσα αρχή. Βλ., συναφώς, Bogdanowicz, P., Contract Modifications in EU Procurement Law, Edward Elgar Publishing, 2021, σ. 60.


33      Επίσης, δεν εφαρμόζεται κανένα άλλο εδάφιο του άρθρου 43, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/23.


34      Βλ., μεταξύ άλλων, Dufau, J., Les concessions de service public, Éd. du Moniteur, 1979, σ. 7 και 18, και Mestre Delgado, J. F., La extinción de la concesión de servicio público, La Ley, 1992, σ. 66 έως 86.


35      Bettinger, C., La concession de service public et de travaux publics, Berger-Levrault, 1978, σ. 117. Βλ. αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2014/23 και απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Kansaneläkelaitos (C‑269/14, EU:C:2015:329, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


36      Βλ. Beuve, J. και Saussier, S., «Renegotiations of public contracts: A blessing in disguise?», σε Bandiera, O., Bosio, E. και Spagnolo, G. (επιμ.), Procurement in Focus: Rules, Discretion, and Emergencies, CEPR Press, 2021, σ. 23 έως 31, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://cepr.org/publications/books-and-reports/procurement-focus-rules-discretion-and-emergencies.


37      Στη γαλλική έννομη τάξη, η νομική θεωρία αναφέρει την arrêt du Conseil d’État du 3 mars 1916 (απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της 3ης Μαρτίου 1916) Compagnie genérale d’éclairage de Bordeaux ως πηγή της «théorie de l’imprévision» (θεωρίας του απρόβλεπτου) στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων. Βλ. Hauriou, Μ., Précis élémentaire de droit administratif, Sirey, 1943, σ. 445.


38      Philippe, D.M., Changement de circonstances et bouleversement de l’économie contractuelle, Bruylant, 1986. Βλ. επίσης, Mestre Delgado, J. F., όπ.π., σ. 77.


39      Άρθρο 165 του Decreto legislativo 18 aprile 2016, n. 50 (Codice dei contratti pubblici) (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 50, της 18ης Απριλίου 2016, για τη θέσπιση κώδικα δημόσιων συμβάσεων) (GURI αριθ. 91, της 19ης Απριλίου 2016 – Τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 10).


40      Στις διατάξεις περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι εκκαλούσες προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι όροι των συμβάσεων παραχώρησης, ιδίως η βιωσιμότητα των λειτουργικών δαπανών, είχαν τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο λόγω της πανδημίας COVID‑19. Βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


41      Η οδηγία 2014/23 διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, στην αιτιολογική σκέψη 76 ότι η έννοια των «απρόβλεπτων περιστάσεων» αφορά εξαιρετικές περιστάσεις που δεν θα ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, παρά την ευλόγως επιμελή προετοιμασία της αρχικής ανάθεσης.


42      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2014/23.


43      Βλ. άρθρο 5, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2014/23.


44      Απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi (C‑152/17, EU:C:2018:264).


45      Όπ.π. (σκέψεις 29 και 30).


46      Οδηγία 2004/17/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 1).


47      Βλ., επίσης, οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1992, L 76, σ. 14). Τόσο η οδηγία 89/665 όσο και η οδηγία 92/13 τροποποιήθηκαν ουσιωδώς με την οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ 2007, L 335, σ. 31), και με την οδηγία 2014/23.


48      Άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665.


49      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 89/665. Τούτο συμβαίνει μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στην οδηγία 89/665 η οδηγία 2014/23.


50      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 1 και 3 της οδηγίας 89/665. Βλ., επίσης, διάταξη της 4ης Οκτωβρίου 2007, Consorzio Elisoccorso San Raffaele (C‑492/06, EU:C:2007:583, σκέψη 29).


51      Διάταξη της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Vanbreda Risk & Benefits [C‑35/15 P(R), EU:C:2015:275, σκέψη 28].


52      Άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, όπως ερμηνεύθηκε, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, VZ (Ανώνυμος αιτών που αποκλείεται οριστικά) (C‑53/22, EU:C:2023:88, σκέψη 29).


53      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665.


54      Το άρθρο 2, παράγραφος 9, της οδηγίας 89/665.


55      Τούτο θα συνέβαινε, επί παραδείγματι, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι παραμένει αβέβαιο κατά πόσον επιτεύχθηκε το κατώτατο όριο του άρθρου 8 της οδηγίας 2014/23 όσον αφορά ορισμένες από τις επίμαχες στις κύριες δίκες συμβάσεις παραχώρησης ή αν εκτιμά ότι η τροποποίηση των εν λόγω συμβάσεων παραχώρησης διά της νομοθετικής οδού τις μετέτρεψε σε απλή παροχή υπηρεσιών υποκείμενη σε ρύθμιση. Βλ., συναφώς, σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.


56      Απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Promoimpresa κ.λπ. (C‑458/14 και C‑67/15, EU:C:2016:558, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


57      Στο τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑728/22 και C‑729/22, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει επίσης τις «αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής έννομης προστασίας, καθώς και [την] αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης». Αντιστοίχως, στο δεύτερο σκέλος του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑730/22, το εν λόγω δικαστήριο μνημονεύει, πλέον των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ, τα άρθρα 26, 56 και 63 της Συνθήκης ΛΕΕ καθώς και την «απαγόρευση των διακρίσεων, την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και την προστασία του ανταγωνισμού και της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και των κεφαλαίων». Για λόγους παρεμφερείς με εκείνους που εκτίθενται στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι όλα τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτα, όσον αφορά τις εν λόγω διατάξεις ή αρχές.


58      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Garkalns (C‑470/11, EU:C:2012:505, σκέψεις 26 και 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


59      Απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Serrantoni και Consorzio stabile edili (C‑376/08, EU:C:2009:808, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2016, Tecnoedi Costruzioni (C‑318/15, EU:C:2016:747, σκέψη 26), και απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, ASADE (C‑436/20, EU:C:2022:559, σκέψη 49).


60      Πρβλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Crono Service κ.λπ. (C‑419/12 και C‑420/12, EU:C:2014:81, σκέψεις 35 έως 37).


61      Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2016, Tecnoedi Costruzioni (C‑318/15, EU:C:2016:747, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


62      Απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, Katoen Natie Bulk Terminals και General Services Antwerp (C‑407/19 και C‑471/19, EU:C:2021:107, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


63      Βλ., συναφώς, σημείο 60 των παρουσών προτάσεων.


64      Βλ. σημεία 63 και 64 των παρουσών προτάσεων.


65      Απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2015, Stanley International Betting and Stanleybet Malta (C‑463/13, EU:C:2015:25, σκέψη 53).


66      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Τριτοβάθμια εκπαίδευση) (C‑66/18, EU:C:2020:792, σκέψη 178).


67      Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2023, OL (Παράταση ιταλικών αδειών) (C‑517/20, EU:C:2023:219, σκέψεις 49 έως 51).

Top