EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0710

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Collins της 11ης Απριλίου 2024.


ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:300

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ANTHONY M. COLLINS

της 11ης Απριλίου 2024 (1)

Υπόθεση C-710/22 P

JCDecaux Street Furniture Belgium

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Ενίσχυση που έθεσαν σε εφαρμογή οι βελγικές αρχές υπέρ της JCDecaux Street Furniture Belgium – Μη καταβολή μισθωμάτων και φόρων για διαφημιστικές πινακίδες εγκατεστημένες στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου Βρυξελλών (Βέλγιο) – Οικονομικό πλεονέκτημα – Μηχανισμός αντισταθμίσεως – Απόφαση της Επιτροπής που κηρύσσει την ενίσχυση ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά και διατάσσει την ανάκτησή της – Δεν υφίσταται αντιφατική αιτιολογία – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους»






 Εισαγωγή

1.        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η JCDecaux Street Furniture Belgium (στο εξής: JCDecaux) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση T-642/19 (2), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2019/2120 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33078 (2015/C) (πρώην 2015/NN) την οποία έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο υπέρ της JCDecaux Belgium Publicité (3). Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει, μεταξύ άλλων, στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί επί της φύσεως και του περιεχομένου του δικαστικού ελέγχου που καλείται να ασκεί κατ’ αναίρεση.

 Το ιστορικό της διαφοράς

2.        Ο Δήμος Βρυξελλών (Βέλγιο) και η JCDecaux συνήψαν δύο διαδοχικές συμβάσεις, εκ των οποία καθεμία είχε διάρκεια δεκαπέντε ετών, σχετικά με την εγκατάσταση στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου διαφημιστικών πλαισίων στάσεων αστικών συγκοινωνιών και ειδών αστικού εξοπλισμού για ενημέρωση (στο εξής: MUPI), μέρος των οποίων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για διαφημιστικούς σκοπούς (4).

3.        Η πρώτη σύμβαση, της 16ης Ιουλίου 1984 (στο εξής: σύμβαση του 1984), αφορούσε διαφημιστικά πλαίσια στάσεων αστικών συγκοινωνιών και MUPI των οποίων θα διατηρούσε την κυριότητα η JCDecaux. Προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι η τελευταία δεν θα κατέβαλλε στον Δήμο Βρυξελλών κανένα ποσό ως μίσθωμα, δικαίωμα χρήσεως ή τέλος για τα διαφημιστικά πλαίσια στάσεων αστικών συγκοινωνιών και τα MUPI, αλλά θα έπρεπε να του διαθέτει ορισμένες παροχές σε είδος, δηλαδή δωρεάν καλάθια απορριμμάτων, δημόσιες τουαλέτες και ηλεκτρονικές εφημερίδες, καθώς και να καταρτίσει γενικό χάρτη του Δήμου, τουριστικό και ξενοδοχειακό χάρτη και χάρτη των πεζοδρόμων του Δήμου. Σε αντάλλαγμα, η JCDecaux θα είχε το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται για διαφημιστικούς λόγους ορισμένες πινακίδες που ήταν ενσωματωμένες στα παρεχόμενα από αυτήν πλαίσια στάσεων αστικών συγκοινωνιών και MUPI, ή διακριτές από αυτά. Θα μπορούσε να εκμεταλλεύεται κάθε πινακίδα για περίοδο δεκαπέντε ετών από την εγκατάστασή της, η οποία θα βεβαιωνόταν βάσει σχετικού πρακτικού υπογεγραμμένου από τους αντισυμβαλλομένους (5).

4.        Το 1998, ο Δήμος Βρυξελλών προκήρυξε διαγωνισμό με αντικείμενο «την κατασκευή, προμήθεια, τοποθέτηση, θέση σε λειτουργία, συντήρηση και επισκευή [MUPI], στεγάστρων αναμονής επιβατών και υπαίθριων πινακίδων, μέρος των οποίων θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διαφημιστικούς σκοπούς». Προκειμένου να τηρήσει τις συμβατικές του δεσμεύσεις που απέρρεαν από τη σύμβαση του 1984 και να διασφαλίσει τη διαφάνεια του διαγωνισμού, ο Δήμος Βρυξελλών απαρίθμησε, στο παράρτημα 10 της ειδικής συγγραφής υποχρεώσεων της προκηρύξεως του διαγωνισμού (στο εξής: παράρτημα 10), 282 διαφημιστικά πλαίσια στάσεων αστικών συγκοινωνιών και 198 MUPI που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 (στο εξής: πινακίδες του παραρτήματος 10) ως προς τις οποίες το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως της JCDecaux δεν είχε ακόμη λήξει σύμφωνα με τις ρήτρες της συμβάσεως αυτής, αναφέροντας την τοποθεσία και την ημερομηνία λήξεως της εκμεταλλεύσεως εκάστης εξ αυτών.

5.        Κατόπιν της κατακυρώσεως του διαγωνισμού στην JCDecaux, στις 14 Οκτωβρίου 1999 συνήφθη δεύτερη σύμβαση μεταξύ της JCDecaux και του Δήμου Βρυξελλών (στο εξής: σύμβαση του 1999). Η σύμβαση αυτή, η οποία αποτελείται από το δελτίο παραγγελίας, την ειδική συγγραφή υποχρεώσεων και τα παραρτήματά της, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματος 10, αντικατέστησε τη σύμβαση του 1984. Προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι ο Δήμος Βρυξελλών θα αποκτούσε την κυριότητα των τοποθετούμενων ειδών αστικού εξοπλισμού, έναντι καταβολής καθαρού κατ’ αποκοπήν τιμήματος για κάθε παρεχόμενο, πλήρως εξοπλισμένο, εγκατεστημένο και λειτουργικό στοιχείο, και ότι η JCDecaux θα έπρεπε να καταβάλλει μηνιαίο μίσθωμα για τη χρήση των εν λόγω ειδών αστικού εξοπλισμού για διαφημιστικούς σκοπούς.

6.        Κατά την εκτέλεση της συμβάσεως του 1999, ορισμένες πινακίδες του παραρτήματος 10 αφαιρέθηκαν πριν από τις αντίστοιχες ημερομηνίες απομακρύνσεώς τους οι οποίες προβλέπονταν στο παράρτημα αυτό, ενώ άλλες εκ των πινακίδων αυτών (στο εξής: επίμαχες πινακίδες) διατηρήθηκαν και εξακολούθησαν να τελούν υπό την εκμετάλλευση της JCDecaux και πέραν των ημερομηνιών αυτών. Για τις τελευταίες, ο Δήμος Βρυξελλών δεν αξίωσε την καταβολή μισθωμάτων ή φόρων. Η κατάσταση αυτή έληξε τον Αύγουστο του 2011, όταν αποσυναρμολογήθηκαν οι τελευταίες πινακίδες του παραρτήματος 10.

7.        Στις 19 Απριλίου 2011, η Clear Channel Belgium (στο εξής: CCB) υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, με την οποία υποστήριζε ότι, καθόσον εξακολούθησε την εκμετάλλευση των επίμαχων πινακίδων πέραν των προβλεπόμενων ημερομηνιών απομακρύνσεώς τους χωρίς να καταβάλλει μίσθωμα ή φόρο στον Δήμο Βρυξελλών, η JCDecaux είχε λάβει κρατική ενίσχυση ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά.

8.        Στις 24 Μαρτίου 2015, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και κάλεσε το Βασίλειο του Βελγίου και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Το Βασίλειο του Βελγίου, η CCB και η JCDecaux υπέβαλαν παρατηρήσεις στην Επιτροπή. Ακολούθησαν και άλλες συζητήσεις και ανταλλαγές επιστολών μεταξύ αυτών και της Επιτροπής.

9.        Με τις παρατηρήσεις τους, οι βελγικές αρχές ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι αποδέχθηκαν τη διατήρηση και την εκμετάλλευση των επίμαχων πινακίδων πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 ημερομηνιών απομακρύνσεως, ώστε να διαφυλάξουν την οικονομική ισορροπία της συμβάσεως του 1984, καθώς ορισμένες πινακίδες που περιλαμβάνονταν στο παράρτημα είχαν απομακρυνθεί πρόωρα κατόπιν αιτήματος του Δήμου Βρυξελλών, ο οποίος, για λόγους κυρίως αισθητικούς, επιθυμούσε να εγκαταστήσει άλλα μοντέλα. Κατά τις βελγικές αρχές, δεδομένου ότι η JCDecaux περιήλθε, λόγω της πρόωρης απομακρύνσεως, σε μειονεκτική θέση, ήταν αποδεκτό να μπορεί, ως αντιστάθμιση, να διατηρήσει σε ισχύ για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ ό,τι προβλεπόταν άλλες πινακίδες και να μην απαιτείται γι’ αυτές καμία καταβολή μισθωμάτων ή φόρων από την πλευρά της (6). Οι βελγικές αρχές παραδέχθηκαν την ύπαρξη μικρής αναντιστοιχίας μεταξύ του αριθμού των πινακίδων που απομακρύνθηκαν πρόωρα και του αριθμού εκείνων που διατηρήθηκαν πέραν των αντίστοιχων ημερομηνιών απομακρύνσεώς τους. Αν υπολογιστεί η διαφορά μεταξύ της εξοικονομήσεως μισθωμάτων και φόρων από την οποία παραιτήθηκε η JCDecaux αποδεχόμενη τις πρόωρες αυτές απομακρύνσεις και της εξοικονομήσεως μισθωμάτων και φόρων που πραγματοποίησε διατηρώντας άλλες πινακίδες πέραν των ημερομηνιών αυτών απομακρύνσεώς τους, φαίνεται τελικά να αποκόμισε οικονομικό πλεονέκτημα που δεν υπερέβη τα 100 000 έως 150 000 ευρώ την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 1999 έως το 2011 (7). Επομένως, το επίμαχο μέτρο θα μπορούσε να συνιστά ενίσχυση ήσσονος σημασίας κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων [107 και 108 ΣΛΕΕ] στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (8).

10.      Στις 24 Ιουνίου 2019, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση.

11.      Στις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 69 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή οριοθέτησε το αντικείμενο της αναλύσεώς της, διευκρινίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων περί παραγραφής του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (9), η ανάλυση αυτή αφορούσε μόνον το κατά πόσον η διατήρηση των επίμαχων πινακίδων πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 ημερομηνιών απομακρύνσεως χωρίς καταβολή μισθωμάτων ή φόρων συνιστούσε κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα στην JCDecaux μετά τις 15 Σεπτεμβρίου 2001.

12.      Στις αιτιολογικές σκέψεις 72 έως 81 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε τις προϋποθέσεις που αφορούν τον καταλογισμό στο κράτος και τη μεταβίβαση κρατικών πόρων. Υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι οι βελγικές αρχές δεν αμφισβητούν ότι το επίμαχο μέτρο καταλογίζεται στις ίδιες ούτε ότι το εν λόγω μέτρο προκαλεί αποθετική ζημία για τον Δήμο Βρυξελλών λόγω των μισθωμάτων και φόρων που δεν εισπράχθηκαν για τις επίμαχες πινακίδες, οι οποίες θα έπρεπε κανονικά να είχαν αντικατασταθεί από πινακίδες που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1999.

13.      Στις αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 96 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέλυσε την προϋπόθεση περί υπάρξεως οικονομικού πλεονεκτήματος.

14.      Συναφώς, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή επισήμανε ότι, από το 1999 και μετά και καθώς σταδιακά έληγαν οι άδειες που βασίζονταν στη σύμβαση του 1984, η JCDecaux συνέχισε να εκμεταλλεύεται διαφημιστικές πινακίδες στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου Βρυξελλών χωρίς να καταβάλλει μισθώματα ή φόρους, τη στιγμή που, δυνάμει της συμβάσεως του 1999, έπρεπε να είχαν απομακρυνθεί. Δυνάμει της ίδιας συμβάσεως, η εκμετάλλευση των νέων διαφημιστικών πινακίδων που θα αντικαθιστούσαν τις παλαιότερες συνοδευόταν από την υποχρεωτική καταβολή μισθωμάτων και φόρων (10).

15.      Στη συνέχεια, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι βελγικές αρχές παραδέχθηκαν ότι, «συνολικά», η JCDecaux αποκόμισε οικονομικό πλεονέκτημα και ότι αμφισβητούν απλώς το μέγεθός του. Όσον αφορά το επιχείρημά τους το οποίο αντλείται από την ύπαρξη του μηχανισμού αντισταθμίσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε, παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου Orange κατά Επιτροπής (11), ότι μια κρατική παρέμβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μόνον όταν πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι επιφορτισμένες με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος επιχειρήσεις, προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, σύμφωνα με τα κριτήρια που τέθηκαν με την απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (12). Ωστόσο, η σύμβαση του 1984 και η σύμβαση του 1999 είναι αμιγώς εμπορικές συμβάσεις, οι διατάξεις των οποίων δεν αναθέτουν στην JCDecaux την αποστολή να παρέχει δημόσια υπηρεσία. Επομένως, η προβαλλόμενη αντιστάθμιση, «αν υποτεθεί ότι έχει πράγματι ως σκοπό να αντισταθμίσει το μειονέκτημα που συνδέεται με την πιθανή υποχρέωση της πρόωρης απομάκρυνσης ορισμένων πινακίδων», συνεπάγεται πλεονέκτημα για την JCDecaux. Το συμπέρασμα αυτό είναι κατά μείζονα λόγο προφανές «καθώς είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι [η τελευταία] επλήγη όντως από διαρθρωτικό μειονέκτημα, καθώς ήταν η ίδια [αυτή] που ανέλαβε να απομακρύνει τις εν λόγω πινακίδες· άλλωστε, και οι ίδιες οι βελγικές αρχές αναγνώρισαν ότι η εν λόγω αντιστάθμιση υπερέβη τα όρια αυτού που ήταν αναγκαίο για να καλυφθεί το υποτιθέμενο μειονέκτημα» (13). Η Επιτροπή υποστήριξε επίσης ότι καμία από τις περιπτώσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στα σημεία 69 και 71 της ανακοινώσεώς της σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ] (14) δεν συνέτρεχε εν προκειμένω, επαναλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η JCDecaux ανέλαβε «με δική της πρωτοβουλία» να απομακρύνει ορισμένες πινακίδες που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 (15). Προσέθεσε δε ότι είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι ο Δήμος Βρυξελλών συμπεριφέρθηκε ως ιδιώτης επιχειρηματίας υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Συγκεκριμένα, ο προβαλλόμενος μηχανισμός αντισταθμίσεως δεν ήταν επίσημος και δεν συνοδεύτηκε από κανενός είδους παρακολούθηση, ενώ κανένα από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στην Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι υπήρξε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση μεταξύ του Δήμου Βρυξελλών και της JCDecaux σχετικά με τον μηχανισμό αυτόν και τίποτα δεν αποδεικνύει ότι ο Δήμος Βρυξελλών ανέλυσε την «πραγματική αποθετική ζημία που υπέστη η [JCDecaux] λόγω της πρόωρης αντικατάστασης ορισμένων πινακίδων που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984, σε σύγκριση με το όφελος που αποκόμισε η εταιρεία μέσω της διατήρησης άλλων πινακίδων της ίδιας σύμβασης, οι οποίες, άλλωστε, είχαν αποσβεστεί πλήρως (πράγματι, όπως είναι λογικό, το κόστος των εν λόγω πινακίδων επιστράφηκε στο ακέραιο –συνυπολογιζόμενου και του περιθωρίου κέρδους της [JCDecaux]– χάρη στην εκμετάλλευση των πινακίδων σε όλη τη νόμιμη διάρκεια της σύμβασης του 1984)» (16).

16.      Τέλος, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η θέση της σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος επιβεβαιώθηκε με απόφαση του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών, Βέλγιο) της 29ης Απριλίου 2016 (17), με την οποία κρίθηκε ότι η JCDecaux δεν είχε τηρήσει τις προθεσμίες απομακρύνσεως που προβλέπονται στο παράρτημα 10 όσον αφορά τις επίμαχες πινακίδες και τις είχε εκμεταλλευθεί χωρίς κανένα νόμιμο τίτλο ή δικαίωμα σε κοινόχρηστους χώρους του Δήμου Βρυξελλών. Το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο Βρυξελλών) έκρινε ότι η JCDecaux είχε προβεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε αντικειμενικά αθέμιτες ενέργειες που αντίκεινται στα συναλλακτικά ήθη, καθώς η εκμετάλλευση διαφημιστικών πινακίδων στο δίκτυό της, οι οποίες θα έπρεπε να μην βρίσκονται στο εν λόγω δίκτυο ή θα έπρεπε να έχουν απομακρυνθεί από αυτό, της προσέφεραν αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να απομακρύνει τους διαφημιζόμενους από την ανταγωνίστριά της CCB.

17.      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά το διάστημα 1999-2011, η διατήρηση και η εκμετάλλευση, εκ μέρους της JCDecaux, των επίμαχων πινακίδων πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 ημερομηνιών απομακρύνσεως, χωρίς την καταβολή μισθώματος ή φόρου, είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι επιβαρύνσεις που θα επωμιζόταν κανονικά η JCDecaux κατά την άσκηση της δραστηριότητάς της και συνιστούσε οικονομικό πλεονέκτημα.

18.      Στις αιτιολογικές σκέψεις 97 έως 102 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε την προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι το επίμαχο μέτρο ήταν, κατά βάση, ατομικό μέτρο και ότι, στην περίπτωση αυτή, εφόσον διαπιστωνόταν πλεονέκτημα, τεκμαιρόταν, κατ’ αρχήν, ο επιλεκτικός του χαρακτήρας.

19.      Στις αιτιολογικές σκέψεις 103 έως 121 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το επίμαχο μέτρο ήταν ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Ειδικότερα, απέρριψε το επιχείρημα των βελγικών αρχών ότι το μέτρο θα μπορούσε να συνιστά ενίσχυση ήσσονος σημασίας κατά την έννοια του κανονισμού 1998/2006.

20.      Στην αιτιολογική σκέψη 122 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε, βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

21.      Αφού διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 123 και 124 της επίδικης αποφάσεως, ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε παράνομη κρατική ενίσχυση, καθόσον δεν της είχε κοινοποιηθεί, και στις αιτιολογικές σκέψεις 125 έως 130, ότι η ενίσχυση δεν μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 131 έως 144, εξέτασε το ζήτημα του ύψους της προς ανάκτηση ασύμβατης ενίσχυσης. Συναφώς, εξήγησε ότι η «γενική αρχή» που έπρεπε να εφαρμοστεί για τον υπολογισμό του ποσού αυτού ήταν να εκτιμηθεί το ποσό των μισθωμάτων και των φόρων που θα έπρεπε να έχει εισπράξει ο Δήμος Βρυξελλών αν δεν είχε εφαρμοστεί το επίμαχο μέτρο, διευκρινίζοντας ότι αυτό έπρεπε «να υπολογιστεί για κάθε πινακίδα που εμπίπτει στη σύμβαση του 1984 και παρέμεινε στη θέση της μετά τις 15 Σεπτεμβρίου 2001 με βάση τα μισθώματα που οφείλονται δυνάμει της σύμβασης του 1999 και τους φόρους που ισχύουν εν γένει για τις διαφημιστικές πινακίδες, από την αρχική προβλεπόμενη ημερομηνία απομάκρυνσης (αν αυτή είναι μεταγενέστερη της 15ης Σεπτεμβρίου 2001) ή την 15η Σεπτεμβρίου 2001 (αν η αρχική προβλεπόμενη ημερομηνία απομάκρυνσης ήταν προγενέστερη της 15ης Σεπτεμβρίου 2001) έως την ημερομηνία κατά την οποία απομακρύνθηκαν στην πράξη οι πινακίδες» (18). Αφού υπενθύμισε ότι θεωρούσε την επιχειρηματολογία των βελγικών αρχών σχετικά με τον μηχανισμό αντισταθμίσεως «ανυπόστατη», έκρινε ότι «το πλεονέκτημα που προσφέρθηκε στην JCDecaux [ισοδυναμούσε] με το σύνολο των ποσών που εξοικονόμησε η JCDecaux όσο αυτή συνέχιζε να εκμεταλλεύεται τις πινακίδες που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1984 και δεν τις αντικατέστησε με άλλες πινακίδες δυνάμει της σύμβασης του 1999» (19). Επομένως, το ύψος της ενισχύσεως έπρεπε να υπολογιστεί «χωρίς να υιοθετηθεί η λογική του συμψηφισμού» και λαμβάνοντας υπόψη, «για την εκάστοτε πινακίδα και το εκάστοτε χρονικό διάστημα εκμετάλλευσης, τα μισθώματα και τους φόρους που αναλογούν σε μια πινακίδα της ίδιας επιφάνειας με βάση τις φορολογικές κανονιστικές ρυθμίσεις του 2001 και εφεξής» (20).

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

22.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2019, η JCDecaux άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των άρθρων 1 έως 4 της επίδικης αποφάσεως. Με διάταξη της 22ας Απριλίου 2020, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στην CCB να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

23.      Προς στήριξη της προσφυγής της, η JCDecaux προέβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων τον πρώτο κυρίως και τους τρεις άλλους επικουρικώς. Με τον υποδιαιρούμενο σε τρία σκέλη πρώτο λόγο ακυρώσεως υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και σε νομικό σφάλμα εκτιμώντας ότι η εκμετάλλευση των επίμαχων πινακίδων πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 ημερομηνιών απομακρύνσεώς τους συνιστούσε πλεονέκτημα. Με το πρώτο σκέλος, προσήψε στην Επιτροπή ότι κακώς δεν έλαβε υπόψη τον μηχανισμό αντισταθμίσεως. Με το δεύτερο σκέλος, υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε υιοθετήσει εσφαλμένο αντίστροφο σενάριο θεωρώντας ότι έπρεπε να είχαν εισπραχθεί μισθώματα και φόροι για τις επίμαχες πινακίδες που διατηρήθηκαν πέραν των αντίστοιχων ημερομηνιών απομακρύνσεώς τους. Με το τρίτο σκέλος, υποστήριξε ότι η Επιτροπή εσφαλμένως χαρακτήρισε τη σύμβαση του 1984 ως «αμιγώς εμπορική» αρνούμενη, ως εκ τούτου, να εφαρμόσει τα κριτήρια της αποφάσεως Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (21). Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η JCDecaux υποστήριξε ότι η φερόμενη κρατική ενίσχυση είναι συμβατή προς την εσωτερική αγορά σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (22) και την απόφαση 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (23). Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως υποδιαιρούνταν σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η JCDecaux προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν απάντησε επαρκώς στα στοιχεία που επικαλέστηκαν τα μέρη, ότι προδίκασε, με δελτίο Τύπου, το ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως και ότι παρέβη τους εσωτερικούς διαδικαστικούς κανόνες της. Με το δεύτερο σκέλος, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί ποσοτικά το προβαλλόμενο πλεονέκτημα, δεδομένου ότι η σύμβαση του 1984 δεν προέβλεπε την καταβολή μισθωμάτων, δικαιωμάτων χρήσεως ή τελών. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η JCDecaux υποστήριξε ότι η προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση είχε εν πάση περιπτώσει παραγραφεί.

24.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους ως άνω τέσσερις λόγους ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, την προσφυγή στο σύνολό της, καταδίκασε την JCDecaux στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί η Επιτροπή και καταδίκασε την CCB στα δικά της δικαστικά έξοδα.

25.      Οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου που ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι, κατ’ ουσίαν, αυτές που αφορούν το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως καθώς και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

26.      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή ορθώς είχε κρίνει ότι η διατήρηση και η εκμετάλλευση από την JCDecaux των επίμαχων πινακίδων πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 ημερομηνιών απομακρύνσεώς τους συνιστούσε οικονομικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, «ακόμη και αν η διατήρηση αυτή αποτελούσε μηχανισμό αντισταθμίσεως της συμβάσεως του 1984» (24).

27.      Συναφώς, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η έννοια της «κρατικής ενισχύσεως» αποτελεί αντικειμενική νομική έννοια που ορίζεται άμεσα από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο δεν διακρίνει αναλόγως των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους, οπότε το γεγονός ότι ο σκοπός του κρατικού μέτρου ήταν η διατήρηση της οικονομικής ισορροπίας της συμβάσεως του 1984 ή ότι ο σκοπός αυτός ήταν σύμφωνος με τις αρχές του εθνικού δικαίου δεν επέτρεπε να αποκλειστεί ab initio ο χαρακτηρισμός του συγκεκριμένου μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» (25).

28.      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η JCDecaux συνέχισε να εκμεταλλεύεται τις επίμαχες πινακίδες πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 ημερομηνιών απομακρύνσεώς τους χωρίς την καταβολή μισθώματος ή φόρου στον Δήμο Βρυξελλών συνεπαγόταν ελάφρυνση των επιβαρύνσεων αυτών που θα βάρυναν τον προϋπολογισμό της (26). Επισήμανε ότι, πράγματι, δεν αμφισβητήθηκε ότι, μετά τη σύναψη της συμβάσεως του 1999, η JCDecaux μπορούσε να εγκαταστήσει και να εκμεταλλευθεί είδη αστικού εξοπλισμού στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου Βρυξελλών μόνον υπό τους όρους που προέβλεπε η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με τους οποίους έπρεπε να καταβάλλει μίσθωμα και φόρους. Διαπίστωσε επίσης ότι, σύμφωνα με το παράρτημα 10, κατά παρέκκλιση από τις ρήτρες της συμβάσεως του 1999, οι πινακίδες του εν λόγω παραρτήματος μπορούσαν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται από την JCDecaux υπό τους όρους που προβλέπονταν στη σύμβαση του 1984, αλλά μόνο μέχρι τις ημερομηνίες απομακρύνσεως που προβλέπονταν στο ίδιο παράρτημα. Προσέθεσε δε ότι μετά τις ημερομηνίες αυτές, οι εν λόγω πινακίδες έπρεπε να αντικατασταθούν από νέες βάσει της συμβάσεως του 1999 και ως εκ τούτου να υπόκεινται στην υποχρέωση καταβολής φόρων και μισθωμάτων (27). Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γεγονός της συνεχίσεως της εκμεταλλεύσεως των επίμαχων πινακίδων υπό τους όρους που καθορίζονταν στη σύμβαση του 1984 και πέραν των εν λόγω ημερομηνιών έδωσε στην JCDecaux τη δυνατότητα να αποφύγει την εγκατάσταση και την εκμετάλλευση νέων πινακίδων βάσει της συμβάσεως του 1999 και, κατά συνέπεια, την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων και φόρων σύμφωνα με την τελευταία σύμβαση (28). Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ορισμένες διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο των Βρυξελλών) με την απόφασή του της 29ης Απριλίου 2016 (29).

29.      Τρίτον (30), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς η Επιτροπή άντλησε επιχειρήματα από τις αποφάσεις Orange κατά Επιτροπής (31) και Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (32).

30.      Τέταρτον, δεχόμενο κατ’ ουσίαν τις εκτιμήσεις που εξέθεσε συναφώς η Επιτροπή (33), το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι ο προβαλλόμενος μηχανισμός αντισταθμίσεως δεν μπορούσε να θεωρηθεί σύμφωνος με το κριτήριο της συμπεριφοράς ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (34).

31.      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η JCDecaux είχε επωφεληθεί από εξοικονόμηση μισθωμάτων και φόρων, η οποία συνιστούσε χορήγηση πλεονεκτήματος (35). Όσον αφορά τα μη εισπραχθέντα μισθώματα, το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε ότι, μετά την έναρξη ισχύος της συμβάσεως του 1999, η JCDecaux μπορούσε να εγκαταστήσει και να εκμεταλλευθεί στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου Βρυξελλών είδη αστικού εξοπλισμού μόνον υπό τους όρους που προβλέπονταν στην εν λόγω σύμβαση, σύμφωνα με τους οποίους έπρεπε να καταβάλλει μισθώματα και φόρους (36). Όσον αφορά τους ανείσπρακτους φόρους, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα της JCDecaux ότι, ελλείψει ενιαίου φορολογικού συστήματος στην εθνική επικράτεια, ή ακόμη και στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, οι φορολογικοί κανονισμοί που εξέδωσε ο Δήμος Βρυξελλών δεν μπορούσαν να αποτελέσουν σύστημα αναφοράς. Έκρινε ότι, αν το επιχείρημα αυτό έπρεπε να θεωρηθεί ότι αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου, έπρεπε να απορριφθεί, δεδομένου ότι, εφόσον επρόκειτο για ατομικό μέτρο, τεκμαιρόταν η επιλεκτικότητα του οικονομικού πλεονεκτήματος (37). Εν πάση περιπτώσει, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, οι βελγικές αρχές δεν αμφισβήτησαν ότι οι εν λόγω κανονισμοί αποτελούσαν το φορολογικό καθεστώς αναφοράς (38). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ορθώς η Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι φορολογικοί κανονισμοί που εξέδωσε ο Δήμος Βρυξελλών από το 2001 θα έπρεπε να εφαρμόζονται στις επίμαχες πινακίδες που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά τις αντίστοιχες ημερομηνίες απομακρύνσεώς τους και ότι η απαλλαγή που εφάρμοσε ο Δήμος Βρυξελλών πριν από το φορολογικό έτος 2009 συνιστούσε παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς η οποία συνεπαγόταν χορήγηση πλεονεκτήματος με κρατικούς πόρους εκ μέρους του τελευταίου (39). Έκρινε δε ότι δεν ασκούσαν επιρροή, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, οι δύο αποφάσεις του tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου πρωτοδικείου Βρυξελλών, Βέλγιο) της 4ης Νοεμβρίου 2016 (40), με τις οποίες κρίθηκε ότι η JCDecaux δεν ήταν υπόχρεη για την καταβολή δημοτικών φόρων επί των διαφημίσεων όσον αφορά τη σύμβαση του 1999 (41).

32.      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή είχε εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή της, το πλεονέκτημα το οποίο αποκόμισε η JCDecaux ήταν μεγαλύτερο από αυτό που εκτιμούσαν οι βελγικές αρχές (42). Επιπλέον, απέρριψε το επιχείρημα της JCDecaux σχετικά με την αδυναμία ποσοτικού προσδιορισμού του πλεονεκτήματος αυτού και την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της ως ερειδόμενα επί της εσφαλμένης παραδοχής ότι η διατήρηση και η εκμετάλλευση των επίμαχων πινακίδων πέραν των προβλεπόμενων ημερομηνιών απομακρύνσεώς τους θα αποτελούσε πλεονέκτημα μόνο στο μέτρο που θα υπερέβαινε το όριο της αντιστάθμισης με τον μηχανισμό αντισταθμίσεως (43).

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

33.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Νοεμβρίου 2022, η JCDecaux άσκησε την υπό κρίση αναίρεση. Ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να δεχθεί τα πρωτοδίκως προβληθέντα αιτήματά της, ακυρώνοντας τα άρθρα 1 έως 4 της επίδικης αποφάσεως, και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου 2023, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την JCDecaux στα δικαστικά έξοδα. Η CCB παραιτήθηκε του δικαιώματός της να καταθέσει υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

34.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Ιανουαρίου 2024, η JCDecaux, η Επιτροπή και η CCB αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου. Η CCB ζήτησε από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, αλλά δεν υπέβαλε αίτημα σχετικά με τα δικαστικά έξοδα.

 Ανάλυση

35.      Η JCDecaux προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, καθώς και νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της έννοιας του «οικονομικού πλεονεκτήματος» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και ο δεύτερος από πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

36.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η JCDecaux υποστηρίζει κυρίως ότι, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε αντιφατική αιτιολογία και υπέπεσε σε νομικό σφάλμα διαπιστώνοντας την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος. Η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι, στις σκέψεις 31 και 40 της αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε τις διαπιστώσεις του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών) στην απόφασή του της 29ης Απριλίου 2016, σύμφωνα με τις οποίες «ο Δήμος Βρυξελλών δεν της είχε παραχωρήσει ρητώς δικαίωμα» και είχε εκμεταλλευθεί «χωρίς κανένα νόμιμο τίτλο ή δικαίωμα» στην εδαφική περιφέρεια του τελευταίου πολλές από τις πινακίδες του παραρτήματος 10. Στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, «επί της βάσεως αυτής και μόνον», ότι η διατήρηση και η εκμετάλλευση από την JCDecaux των επίμαχων πινακίδων πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 ημερομηνιών απομακρύνσεως συνιστούσε οικονομικό πλεονέκτημα. Κατά την JCDecaux, εάν το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο των Βρυξελλών) διαπίστωσε ότι οι πινακίδες διατηρήθηκαν «χωρίς κανένα νόμιμο τίτλο ή δικαίωμα», τούτο οφείλεται στο ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Δήμος Βρυξελλών δεν είχε παραχωρήσει ρητώς, ή ακόμη και σιωπηρώς, δικαίωμα «υποκατάστασης» (44) των διαφημιστικών πινακίδων. Ελλείψει, όμως, αποφάσεως ή παρεμβάσεως των δημοσίων αρχών, δεν μπορεί, εξ ορισμού, να υφίσταται κρατική ενίσχυση, δεδομένου ότι αυτή απαιτεί «τουλάχιστον» θετική ή αρνητική ενέργεια των εν λόγω αρχών. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η JCDecaux αποκόμισε πλεονέκτημα, το πλεονέκτημα αυτό απορρέει από το γεγονός ότι η JCDecaux εκμεταλλεύθηκε, αυτοβούλως, τις επίμαχες πινακίδες καταλαμβάνοντας παρανόμως κοινόχρηστο χώρο. Τέτοια συμπεριφορά δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη διαπίστωση της υπάρξεως οικονομικού πλεονεκτήματος χορηγούμενου από τις δημόσιες αρχές, διότι άλλως δημιουργείται πρόδηλη αντίφαση.

37.      Επικουρικώς, η JCDecaux προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει δεύτερη αντίφαση στην αιτιολογία της, καθόσον, στη σκέψη 42 της αποφάσεως, έκρινε ότι το πλεονέκτημα που της παρέσχε ο Δήμος Βρυξελλών συνιστούσε ενίσχυση ακόμη και αν η διατήρηση των επίμαχων πινακίδων θεωρούνταν ως «μηχανισμός αντισταθμίσεως της συμβάσεως του 1984». Επικρίνει το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν συνήγαγε καμία συνέπεια από τη διαπίστωση αυτή, η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση τόσο τον νομικό χαρακτηρισμό τον οποίο προέκρινε η Επιτροπή όσο και τη μέθοδο υπολογισμού του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως (45). Συγκεκριμένα, η απόφαση οδηγεί στην ανάκτηση του προβαλλόμενου πλεονεκτήματος στο σύνολό του, ήτοι χωρίς να ληφθούν υπόψη οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η JCDecaux λόγω της πρόωρης απομακρύνσεως ορισμένων πινακίδων του παραρτήματος 10 και η προκληθείσα συμβατική ζημία. Κατά την JCDecaux, αν το Γενικό Δικαστήριο δέχεται ότι η διατήρηση των επίμαχων πινακίδων μπορούσε να συνιστά αντιστάθμιση, τότε το σύνολο του ενδεχομένως χορηγηθέντος οικονομικού πλεονεκτήματος δεν μπορεί αυτομάτως να συνιστά κρατική ενίσχυση.

38.      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι, με τα επιχειρήματά της, η JCDecaux επιδιώκει, κατ’ ουσίαν, νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, και ειδικότερα της θεωρίας της περί μηχανισμού αντισταθμίσεως, η οποία είχε απορριφθεί τόσο από τον εθνικό δικαστή όσο και από το Γενικό Δικαστήριο. Όμως, τέτοια νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν εμπίπτει στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

39.      Εν συνεχεία, επαναλαμβάνοντας ορισμένες από τις κρίσεις που εκτίθενται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και συνοψίζονται στα σημεία 27 έως 30 των παρουσών προτάσεων, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ασκεί επιρροή ο μηχανισμός αντισταθμίσεως.

40.      Εξάλλου, όσον αφορά την παραπομπή της JCDecaux στην απόφαση του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών) της 29ης Απριλίου 2016, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι σχετικές με το εθνικό δίκαιο κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου συνιστούν κρίσεις επί πραγματικών περιστατικών οι οποίες, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του εθνικού δικαίου, εκφεύγουν του αναιρετικού ελέγχου του Δικαστηρίου. Η JCDecaux περιορίζεται απλώς στο να αμφισβητήσει το περιεχόμενο και την έκταση εφαρμογής της αποφάσεως αυτής. Επιπλέον, είναι ανακριβής ο ισχυρισμός ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε αποκλειστικά στην εν λόγω απόφαση για να αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Όσον αφορά το επιχείρημα που η JCDecaux αντλεί από την προβαλλόμενη απουσία πράξεως των δημοσίων αρχών, τούτο είναι απαράδεκτο, για τον λόγο ότι αφορά την προϋπόθεση σχετικά με τον καταλογισμό του επίμαχου μέτρου στο κράτος, προϋπόθεση η οποία δεν αμφισβητήθηκε πρωτοδίκως. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα είναι προδήλως αβάσιμο, δεδομένου ότι η υπό κρίση περίπτωση αφορά αρνητική πράξη του Δήμου Βρυξελλών συνιστάμενη στο να παραμείνει σε ισχύ η εκμετάλλευση των επίμαχων πινακίδων χωρίς να επιδιώκεται η είσπραξη μισθωμάτων και φόρων.

41.      Τέλος, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο χαρακτηρισμός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως και ο ποσοτικός προσδιορισμός του ύψους του αποτελούν δύο διακριτά ζητήματα. Θεωρεί ότι η συνεκτίμηση της θεωρίας της αντισταθμίσεως δεν δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την «επανεκτίμηση του μηχανισμού υπολογισμού της ανακτήσεως της ενισχύσεως» που καθορίζεται στην επίδικη απόφαση. Προσθέτει ότι, προκειμένου να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, ο Δήμος Βρυξελλών όφειλε να έχει πραγματοποιήσει εκτίμηση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η JCDecaux. Δεδομένου ότι ο Δήμος Βρυξελλών δεν πραγματοποίησε τέτοια εκτίμηση, το ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως αντιστοιχεί στα μισθώματα και στους φόρους που θα έπρεπε να καταβάλει η JCDecaux κατά τη διάρκεια της εκμεταλλεύσεως των επίμαχων πινακίδων πέραν των προβλεπόμενων ημερομηνιών απομακρύνσεως και μέχρι την πραγματική τους απομάκρυνση. Συνακόλουθα, ακόμη και αν υπήρχε ο μηχανισμός αντισταθμίσεως, όπερ δεν ισχύει, δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση ούτε ο νομικός χαρακτηρισμός του πλεονεκτήματος το οποίο αποκόμισε η JCDecaux ούτε ο υπολογισμός του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως.

 Εκτίμηση

42.      Υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Η εκτίμηση αυτή δεν συνιστά, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει το Γενικό Δικαστήριο (46).

43.      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, φρονώ ότι με τα επιχειρήματα που προβάλλει η JCDecaux προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως δεν ζητείται από το Δικαστήριο νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τον μηχανισμό αντισταθμίσεως ή την εθνική νομολογία. Όπως υπογραμμίζει η JCDecaux στο υπόμνημά της απαντήσεως, η «θεμελιώδης αντίρρηση» την οποία διατυπώνει δεν αφορά ούτε την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ούτε την ερμηνεία του εθνικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά την ύπαρξη φερόμενης «θεμελιώδους αντιφάσεως» στην αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, το ερώτημα αν η αιτιολογία αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατική συνιστά νομικό ζήτημα, δυνάμενο να προβληθεί στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως (47).

44.      Η αντίφαση της αιτιολογίας την οποία προβάλλει κυρίως η JCDecaux έγκειται στο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επισημαίνει, στηριζόμενο στην απόφαση του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών) της 29ης Απριλίου 2016, ότι η JCDecaux είχε εκμεταλλευθεί τις επίμαχες πινακίδες χωρίς κανένα νόμιμο τίτλο ή δικαίωμα και ταυτόχρονα να επικυρώνει το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, συμπέρασμα το οποίο εξ ορισμού συνεπάγεται απόφαση ή παρέμβαση των δημοσίων αρχών που χορηγούν πλεονέκτημα. Όσον αφορά την αντιφατική αιτιολογία που προβάλλει επικουρικώς η JCDecaux, αυτή αντλείται από το ότι ενώ το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το προβαλλόμενο πλεονέκτημα συνιστούσε ενίσχυση, δέχθηκε ταυτοχρόνως ότι η διατήρηση των επίμαχων πινακίδων μπορούσε να αποτελεί μηχανισμό αντισταθμίσεως της συμβάσεως του 1984. Κατά την άποψή μου, με τα επιχειρήματα αυτά η JCDecaux δεν αμφισβητεί ούτε το περιεχόμενο ούτε την έκταση εφαρμογής της αποφάσεως του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών) της 29ης Απριλίου 2016, όπως διαπιστώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο. Αντιθέτως, υιοθετεί τις διαπιστώσεις αυτές για να στηρίξει την κύρια επιχειρηματολογία της. Εξάλλου, παρατηρώ ότι, στα δικόγραφά της, η JCDecaux, μολονότι επαναβεβαιώνει την ύπαρξη του μηχανισμού αντισταθμίσεως, εντούτοις ουδόλως αμφισβητεί τις κρίσεις που διατυπώνονται στις σκέψεις 25, 26 και 34 έως 41 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και οι οποίες επικυρώνουν το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι ο μηχανισμός, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένος, δεν αποκλείει τη χορήγηση πλεονεκτήματος στην JCDecaux.

45.      Κατά την άποψή μου, πρέπει επίσης να απορριφθεί ο έτερος λόγος απαραδέκτου που αντέταξε η Επιτροπή και κατά τον οποίο, με το επιχείρημά της που αντλείται από την προβαλλόμενη απουσία πράξεως των δημοσίων αρχών, η JCDecaux αμφισβητεί για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση την προϋπόθεση σχετικά με τον καταλογισμό του επίμαχου μέτρου στο κράτος. Μολονότι είναι αληθές ότι το επιχείρημα αυτό δεν φαίνεται να προβλήθηκε με τη διατύπωση αυτή από την JCDecaux ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εντούτοις, από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι δεν πρέπει να εκληφθεί ως αυτοτελής και νέος λόγος που θα πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτος διότι προβάλλεται για πρώτη φορά, αλλά απλώς ως επιχείρημα προβαλλόμενο προς στήριξη λόγου στηριζόμενου σε φερόμενη αντιφατική αιτιολογία βάσει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως.

46.      Τούτου λεχθέντος, δεν συμμερίζομαι το επιχείρημα της JCDecaux ότι το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στην ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος εν προκειμένω «επί της βάσεως και μόνο» των επίμαχων διαπιστώσεων του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών). Από την εξέταση της εκτίμησης του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (48) προκύπτει ότι το τελευταίο έκρινε ότι το γεγονός ότι η JCDecaux είχε διατηρήσει και συνέχιζε να εκμεταλλεύεται τις επίμαχες πινακίδες πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 αντίστοιχων ημερομηνιών απομακρύνσεως χωρίς να καταβάλλει μισθώματα ή φόρους είχε ως συνέπεια την ελάφρυνση των επιβαρύνσεων που θα βάρυναν κανονικά τον προϋπολογισμό της. Η εκτίμηση αυτή στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στην εξέταση των όρων της συμβάσεως του 1984 και της συμβάσεως του 1999, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το παράρτημα 10, των εφαρμοστέων διατάξεων των φορολογικών κανονισμών του Δήμου Βρυξελλών που παρατίθενται στην επίδικη απόφαση, καθώς και των παρατηρήσεων που υπέβαλαν οι βελγικές αρχές κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο μηχανισμός αντισταθμίσεως τον οποίο προέβαλαν οι εν λόγω αρχές και η JCDecaux δεν απέκλειε την ύπαρξη πλεονεκτήματος, τούτο δε για τους διάφορους λόγους που συνοψίζονται στα σημεία 27 έως 30 των παρουσών προτάσεων. Επομένως, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου αναφορά στις διαπιστώσεις του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών) αποτελεί ένα μόνον από τα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιου πλεονεκτήματος.

47.      Είμαι της γνώμης ότι κανένας από τους δύο ισχυρισμούς περί αντιφατικής αιτιολογίας που προβάλλει η JCDecaux δεν είναι βάσιμος.

48.      Πράγματι, αφενός, είναι αληθές ότι, στην απόφαση της 29ης Απριλίου 2016, το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο των Βρυξελλών) διαπίστωσε ότι «ο Δήμος Βρυξελλών δεν είχε παραχωρήσει στην JCDecaux ρητώς δικαίωμα “υποκατάστασης” των διαφημιστικών πινακίδων» και ότι «[η] έλλειψη αντιδράσεως εκ μέρους [του πρώτου] όσον αφορά τη διατήρηση των [MUPI] στη θέση τους πέραν της επιτρεπόμενης για καθένα τους ημερομηνίας δεν [μπορούσε] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνεπάγεται σιωπηρή και βέβαιη συμφωνία της δημόσιας αρχής περί παρεκκλίσεως από τις συμφωνηθείσες για κάθε πινακίδα ημερομηνίες απομακρύνσεως». Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση αυτή, το cour d’appel (εφετείο) αποφάνθηκε αποκλειστικώς υπό το πρίσμα του βελγικού νόμου της 14ης Ιουλίου 1991 περί των εμπορικών πρακτικών και περί της πληροφορήσεως και της προστασίας του καταναλωτή (49), καλούμενο να κρίνει αν το γεγονός ότι η JCDecaux διατήρησε στη θέση τους και συνέχισε να εκμεταλλεύεται ορισμένες πινακίδες χωρίς να διαθέτει τις αναγκαίες άδειες συνιστούσε, κατά την έννοια του άρθρου 94 του νόμου αυτού, πράξη αντίθετη προς τα συναλλακτικά ήθη η οποία μπορούσε να βλάψει τα επαγγελματικά συμφέροντα της ανταγωνίστριάς της CCB. Στο πλαίσιο αυτό, κατά την άποψή μου, οι διαπιστώσεις του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών) πρέπει να νοηθούν ως αναφερόμενες στην έλλειψη άδειας κατά την έννοια του βελγικού διοικητικού δικαίου (50). Τούτο ουδόλως αποκλείει, υπό το πρίσμα των κανόνων της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων (51), τη δυνατότητα να συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μια αρνητική ή τουλάχιστον παθητική στάση του Δήμου Βρυξελλών, συνιστάμενη στην, εν πλήρη επιγνώσει, μη εναντίωση στη διατήρηση και εκμετάλλευση, στο έδαφός του, ορισμένων διαφημιστικών πινακίδων από την JCDecaux πέραν των προβλεπόμενων ημερομηνιών απομακρύνσεως και, κυρίως, στη μη είσπραξη των υπό κανονικές συνθήκες οφειλόμενων μισθωμάτων και φόρων (52). Θα προσέθετα δε ότι η JCDecaux δεν μπορεί να υποστηρίζει, όπως το πράττει με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η Επιτροπή, καθόσον χαρακτηρίζει, με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, τη συμπεριφορά αυτή του Δήμου Βρυξελλών ως «αρνητική πράξη», προβάλλει νέο επιχείρημα κατ’ αναίρεση. Πράγματι, η Επιτροπή απλώς απαντά σε επιχείρημα που προέβαλε η JCDecaux προς στήριξη της κύριας αιτιάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

49.      Αφετέρου, όσον αφορά τη φερόμενη αντιφατική αιτιολογία που προβάλλεται επικουρικώς, φρονώ ότι ο σχετικός ισχυρισμός στηρίζεται σε εκ μέρους της JCDecaux εσφαλμένη ερμηνεία της σκέψεως 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Όπως επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, αυτό που το Γενικό Δικαστήριο θέλησε να εκφράσει με την εν λόγω σκέψη είναι ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον το υποστατό του μηχανισμού αντισταθμίσεως και η βούληση του Δήμου Βρυξελλών να τον υιοθετήσει, τούτο δεν εμποδίζει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η JCDecaux αποκόμισε οικονομικό πλεονέκτημα, δεδομένου ότι, μεταξύ άλλων, ο μηχανισμός αυτός δεν πληρούσε την πρώτη προϋπόθεση της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (53) και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως συνήθης συμπεριφορά ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Τούτο προκύπτει κατά τα λοιπά σαφώς από τη συνδυασμένη ερμηνεία της σκέψεως 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και των κρίσεων που προηγήθηκαν αυτής (54). Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ασκεί επιρροή ο προβαλλόμενος μηχανισμός αντισταθμίσεως, δεν μπορεί να του προσαφθεί ούτε ότι δεν επανεξέτασε, υπό το πρίσμα του μηχανισμού αυτού, τη μέθοδο υπολογισμού της προς ανάκτηση ενισχύσεως που καθορίστηκε στην επίδικη απόφαση.

50.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι μεν παραδεκτός, αλλά όχι βάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

51.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος διαρθρώνεται σε δύο σκέλη, η JCDecaux υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε προδήλως τα πραγματικά περιστατικά και το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο κρίνοντας ότι οι επίμαχες πινακίδες οι οποίες διατηρήθηκαν πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 ημερομηνιών απομακρύνσεως ενέπιπταν ipso facto στο νομικό καθεστώς της συμβάσεως του 1999 και, ως εκ τούτου, υπέκειντο στην καταβολή μισθωμάτων και φόρων.

52.      Με το πρώτο σκέλος, η JCDecaux βάλλει κατά των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 29 και 30 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Συναφώς, υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι, σύμφωνα με τις «βασικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων», οι πινακίδες που είχαν τοποθετηθεί δυνάμει της συμβάσεως του 1984 εξακολουθούσαν να διέπονται από τη σύμβαση αυτή μέχρι την πραγματική τους απομάκρυνση, ακόμη και αν αυτή επρόκειτο να λάβει χώρα μετά τις ημερομηνίες απομακρύνσεως που προβλέπονταν στο παράρτημα 10, παρέμεναν στην κυριότητά της και απαλλάσσονταν από κάθε υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων ή φόρων (55). Υπογραμμίζει ότι το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως των διαφημιστικών πλαισίων στάσεων αστικών συγκοινωνιών και των MUPI που τέθηκαν στη διάθεση του Δήμου Βρυξελλών για διαφημιστικούς σκοπούς αποκτήθηκε από αυτήν ως αντάλλαγμα για σημαντική επένδυση, η οποία συνίστατο στον σχεδιασμό, την κατασκευή, την εγκατάσταση και τη συντήρησή τους, και ότι η οικονομική ισορροπία της συμβάσεως στηριζόταν σε συγκεκριμένες συμβατικές υποχρεώσεις. Εν συνεχεία, η JCDecaux εκθέτει ότι κανένας όρος της συμβάσεως του 1999 δεν προέβλεπε την αυτόματη απομάκρυνση των πινακίδων που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 ή οποιουδήποτε άλλου υφιστάμενου στοιχείου αστικού εξοπλισμού· αντιθέτως, η σύμβαση του 1999 προέβλεπε ρητώς ότι οι πινακίδες που θα εγκαθίσταντο το 1999 μπορούσαν, και μάλιστα όφειλαν, να συνυπάρχουν με εκείνες που περιλαμβάνονταν στο παράρτημα 10, χωρίς να τροποποιούνται οι συμβατικοί όροι που εφαρμόζονταν στις τελευταίες αυτές πινακίδες. Προσθέτει ότι δεν υπήρχε επίσης καμία υποχρέωση αντικαταστάσεως, πινακίδα προς πινακίδα και στις ίδιες θέσεις (56), των πινακίδων που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 με νέες πινακίδες εμπίπτουσες στη σύμβαση του 1999. Η διατήρηση ορισμένων πινακίδων που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 και ανήκαν στην JCDecaux δεν θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να αποτρέψει την JCDecaux από το να εγκαταστήσει και να εκμεταλλευθεί διαφορετικές πινακίδες που ανήκαν στον Δήμο Βρυξελλών. Τέλος, η JCDecaux παρατηρεί ότι οι συμβάσεις αυτές παρουσιάζουν θεμελιώδεις διαφορές όσον αφορά την οικονομική λογική στην οποία στηρίζονταν και τους αντίστοιχους όρους τους. Κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε βασίμως να «υποθέσει» ότι, αν είχε αποσύρει τις επίμαχες πινακίδες κατά τις προβλεπόμενες στο παράρτημα 10 ημερομηνίες απομακρύνσεως, θα είχε εγκαταστήσει στις ίδιες θέσεις ίδιο αριθμό πινακίδων εμπιπτουσών στη σύμβαση του 1999 και θα είχε καταβάλει στον Δήμο Βρυξελλών μισθώματα και φόρους που αντιστοιχούν σε σημαντικά διαφορετικές υπηρεσίες, διεπόμενες από την τελευταία αυτή σύμβαση. Με το υπόμνημα απαντήσεως η JCDecaux προσθέτει ότι από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής στο υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει αντιφατική αιτιολογία, στο μέτρο που δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι οι πινακίδες που έχουν εγκατασταθεί δυνάμει της συμβάσεως του 1984 υπάγονται σε διαφορετικό νομικό καθεστώς από εκείνο της συμβάσεως του 1999 και, συγχρόνως, ότι οφείλονται για αυτές τα προβλεπόμενα από την τελευταία αυτή σύμβαση μισθώματα και οι φόροι.

53.      Με το δεύτερο σκέλος, η JCDecaux υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 53, 54 και 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το εφαρμοστέο νομικό καθεστώς όσον αφορά τη φορολόγηση της εκμεταλλεύσεως των επίμαχων πινακίδων οι οποίες διατηρήθηκαν πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 ημερομηνιών απομακρύνσεως.

54.      Συναφώς, αφενός, η JCDecaux υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε «αδικαιολόγητη ερμηνεία του νομικού πλαισίου» για να καταλήξει, με τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως χρησιμοποιώντας ως σύστημα αναφοράς τους φορολογικούς κανονισμούς του Δήμου Βρυξελλών που παρατίθενται στη σκέψη 56 της ίδιας αποφάσεως, στηρίζοντας το συμπέρασμα αυτό στο γεγονός ότι, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, οι βελγικές αρχές δεν είχαν αμφισβητήσει ότι οι εν λόγω φορολογικοί κανονισμοί αποτελούσαν το φορολογικό καθεστώς αναφοράς όσον αφορά τη φορολόγηση της εκμεταλλεύσεως διαφημιστικών πινακίδων στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου Βρυξελλών. Συνακόλουθα, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι Δήμοι απολαύουν φορολογικής αυτονομίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 170, παράγραφος 4, του βελγικού Συντάγματος (57), και ότι, επομένως, δεν υφίσταται ενιαίο φορολογικό καθεστώς στην εθνική επικράτεια, αλλά ούτε καν στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας. Εξάλλου, ο Δήμος Βρυξελλών άρχισε να εκδίδει φορολογικούς κανονισμούς επί των διαφημίσεων μόλις το 2001. Η JCDecaux συνάγει εξ αυτού ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι οι φορολογικοί κανονισμοί του Δήμου αυτού στους οποίους παραπέμπει η Επιτροπή αποτελούσαν σύστημα αναφοράς, κατά μείζονα δε λόγο διότι από δύο αποφάσεις του tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου πρωτοδικείου Βρυξελλών) της 4ης Νοεμβρίου 2016 (58) προκύπτει ότι οι διαφημιστικές πινακίδες που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1999 έπρεπε να απαλλαγούν από την καταβολή δημοτικών φόρων επί διαφημίσεων.

55.      Αφετέρου, η JCDecaux υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι δεν υποχρεώθηκε να καταβάλει φόρους για τις πινακίδες που εκμεταλλευόταν για διαφημιστικούς σκοπούς στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου Βρυξελλών δεν μπορεί να αποτελεί επιλεκτικό πλεονέκτημα δεδομένου ότι, επί σειρά ετών, η CCB δεν είχε παρόμοιες πινακίδες υποκείμενες σε τέτοιο φόρο. Προσθέτει ότι, όταν η CCB εκμεταλλεύθηκε μεταγενέστερα τέτοιες πινακίδες σε αυτή την εδαφική περιφέρεια, αμφισβήτησε τη νομιμότητα του φορολογικού κανονισμού της 15ης Δεκεμβρίου 2008 ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων, τα οποία τον κήρυξαν αντισυνταγματικό και ακύρωσαν τους επιβληθέντες στον συγκεκριμένο ανταγωνιστή φόρους για το έτος 2009. Παραπέμπει, συναφώς, σε απόφαση του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών) της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, της οποίας την ύπαρξη ανακάλυψε τυχαίως και η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με απόφαση του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βέλγιο) της 1ης Οκτωβρίου 2021 (59).

56.      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι, με την επιχειρηματολογία της, η JCDecaux επιδιώκει στην πραγματικότητα την επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να αποδεικνύει παραμόρφωσή τους εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος ως προς αμφότερα τα σκέλη του. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η σύμβαση του 1999 δεν περιέχει κανέναν όρο ο οποίος να προβλέπει την αυτόματη απομάκρυνση των διαφημιστικών πινακίδων που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1984. Οι πινακίδες που εγκαταστάθηκαν δυνάμει της συμβάσεως του 1984 και περιλαμβάνονται στο παράρτημα 10 εξακολουθούν να εμπίπτουν στις διατάξεις της συμβάσεως αυτής, ακόμη και μετά την έναρξη ισχύος της συμβάσεως του 1999, αλλά μόνο μέχρι τις ημερομηνίες απομακρύνσεως που προβλέπει το εν λόγω παράρτημα. Αυτό που έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και το οποίο διευκρινίστηκε στις σκέψεις 48 και 49 της αποφάσεως αυτής είναι ότι η JCDecaux θα έπρεπε να έχει καταβάλει μισθώματα για την εκμετάλλευση των τελευταίων αυτών πινακίδων, όπως συνέβη στην περίπτωση της εκμεταλλεύσεως των πινακίδων που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1999. Επομένως, το συμπέρασμα της σκέψης 30 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως είναι βάσιμο. Με αυτό, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως έκρινε ότι οι επίμαχες πινακίδες που διατηρήθηκαν πέραν των προβλεπόμενων ημερομηνιών απομακρύνσεως εμπίπτουν ipso facto στο νομικό καθεστώς της συμβάσεως του 1999. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, η Επιτροπή, κατ’ αρχάς, υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της JCDecaux που αντλείται από το άρθρο 170, παράγραφος 4, του βελγικού Συντάγματος είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι η ερμηνεία του εθνικού δικαίου συνιστά εκτίμηση πραγματικών περιστατικών υπαγόμενη στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, οι βελγικές αρχές δεν αμφισβήτησαν, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, ότι οι φορολογικοί κανονισμοί του Δήμου Βρυξελλών αποτελούσαν το σύστημα αναφοράς. Στη συνέχεια, η Επιτροπή, παραπέμποντας στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ισχυρίζεται ότι δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη τις δύο αποφάσεις του tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου πρωτοδικείου Βρυξελλών) της 4ης Νοεμβρίου 2016, αλλά ότι έκρινε ότι δεν ασκούν επιρροή στην ανάλυση της έννοιας της «κρατικής ενισχύσεως», στο μέτρο που αφορούσαν αστικό εξοπλισμό που ενέπιπτε στη σύμβαση του 1999 και ανήκε στον Δήμο Βρυξελλών. Τέλος, υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η CCB έτυχε φορολογικής απαλλαγής σε άλλους Δήμους του Βελγίου δεν ασκεί επιρροή στην ανάλυση του οικονομικού πλεονεκτήματος το οποίο αποκόμισε η JCDecaux.

 Εκτίμηση

57.      Πέραν των προεκτεθέντων στο σημείο 42 των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, ως εκ της φύσεώς της, νομικό ζήτημα υποκείμενο στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμορφώσεώς τους, και ότι τέτοια παραμόρφωση υπάρχει όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των παρασχεθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη. Η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τη δικογραφία, χωρίς να χρειάζεται νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων (60). Υφίσταται, επίσης, όταν το Γενικό Δικαστήριο προδήλως υπερέβη τα όρια εύλογης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων (61).

58.      Εν προκειμένω, με το πρώτο σκέλος, η JCDecaux υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, κατά το οποίο «το γεγονός της συνεχίσεως της εκμεταλλεύσεως ορισμένων πινακίδων του παραρτήματος 10 υπό τους όρους που καθορίζονται στη σύμβαση του 1984 και μετά τις προθεσμίες που προβλέπονται στο ίδιο παράρτημα [της] έδωσε [...] τη δυνατότητα να αποφύγει την εγκατάσταση και την εκμετάλλευση νέων πινακίδων βάσει της συμβάσεως του 1999 και, κατά συνέπεια, την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων και φόρων, σύμφωνα με την τελευταία σύμβαση», στηρίζεται σε πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου. Από την εν λόγω σκέψη 30 προκύπτει ότι το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στη συλλογιστική τριών σταδίων που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

59.      Συναφώς, κατ’ αρχάς, είμαι της γνώμης ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η JCDecaux, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά κρίνοντας, σε ένα πρώτο στάδιο, στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «δεν αμφισβητείται ότι, μετά τη σύναψη της συμβάσεως του 1999, [η JCDecaux] μπορούσε να εγκαταστήσει και να εκμεταλλευθεί είδη αστικού εξοπλισμού στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου Βρυξελλών μόνον υπό τους όρους που προβλέπει η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με τους οποίους έπρεπε να καταβάλλει μίσθωμα και φόρους». Αντιθέτως, διάφορα στοιχεία της δικογραφίας αποδεικνύουν σαφώς το βάσιμο της κρίσεως αυτής. Πράγματι, αφενός, όπως θα εκθέσω στο σημείο 60 των παρουσών προτάσεων, μετά τις ημερομηνίες απομακρύνσεως που προβλέπονται στο παράρτημα 10, η σύμβαση του 1984 έπαυε να ισχύει. Αφετέρου, ήδη από το 1999, η εγκατάσταση και η εκμετάλλευση νέων πινακίδων στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου Βρυξελλών μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο στο πλαίσιο του καθεστώτος που προέβλεπε η σύμβαση του 1999. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως υπενθύμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 1, στοιχείο g, της ειδικής συγγραφής υποχρεώσεων (62) προέβλεπε υπέρ του αναδόχου –εν προκειμένω της JCDecaux– αποκλειστικότητα για την εκμετάλλευση των διαφημιστικών πινακίδων στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου Βρυξελλών καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως. Επομένως, μόνον το καθεστώς που προέβλεπε η εν λόγω σύμβαση μπορούσε να εφαρμοστεί.

60.      Εν συνεχεία, εκτιμώ ότι η JCDecaux δεν αποδεικνύει ότι το δεύτερο στάδιο της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, κατά το οποίο προκύπτει από «το παράρτημα 10 [ότι], κατά παρέκκλιση από τις ρήτρες της συμβάσεως του 1999, οι πινακίδες του εν λόγω παραρτήματος μπορούσαν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται από [αυτήν] υπό τους όρους που προβλέπονταν στη σύμβαση του 1984, δηλαδή χωρίς την καταβολή μισθώματος ή φόρου, αλλά μόνο εντός των προθεσμιών απομακρύνσεως που προβλέπονται στο ίδιο παράρτημα», στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων. Από την επιχειρηματολογία της JCDecaux προκύπτει ότι αυτή αμφισβητεί την ως άνω κρίση μόνο στον βαθμό που, κατά την άποψή της, οι πινακίδες του παραρτήματος 10 εξακολουθούσαν να υπάγονται στο καθεστώς της συμβάσεως του 1984 μέχρι την πραγματική τους απομάκρυνση, έστω και αν αυτή πραγματοποιούνταν μετά τις εν λόγω ημερομηνίες απομακρύνσεως. Όπως όμως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν στηρίζει, και μάλιστα προδήλως, μια τέτοια άποψη. Τουναντίον, ορισμένα από τα έγγραφα την αντικρούουν ευθέως. Παραδείγματος χάριν, υπενθυμίζω ότι, με την απόφασή του της 29ης Απριλίου 2016, το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο Βρυξελλών) έκρινε ότι η εκμετάλλευση από την JCDecaux των επίμαχων πινακίδων πέραν των αντίστοιχων ημερομηνιών απομακρύνσεώς τους είχε πραγματοποιηθεί χωρίς κανένα νόμιμο τίτλο ή δικαίωμα, γεγονός το οποίο, κατά τη γνώμη μου, αποκλείει, κατ’ αρχήν, το ενδεχόμενο η εκμετάλλευση αυτή να διέπεται από τη σύμβαση του 1984. Εξάλλου, φρονώ ότι το γεγονός ότι το παράρτημα 10 προέβλεπε ειδική ημερομηνία απομακρύνσεως για κάθε μία από τις απαριθμούμενες σε αυτό πινακίδες οφείλεται ακριβώς στο ότι, το αργότερο μέχρι την ημερομηνία αυτή, κάθε μία από τις οικείες πινακίδες έπρεπε να απομακρυνθεί από τη θέση της και ότι, ήδη από το χρονικό αυτό σημείο, οι όροι της συμβάσεως του 1984 δεν είχαν πλέον εφαρμογή επ’ αυτής. Με άλλα λόγια, μόνο μέχρι αυτές τις ημερομηνίες απομακρύνσεως μπορούσαν οι πινακίδες του παραρτήματος 10 να συνυπάρχουν με εκείνες που τοποθετήθηκαν δυνάμει της συμβάσεως του 1999 χωρίς να τροποποιηθούν οι συμβατικοί όροι που εφαρμόζονταν στις πρώτες πινακίδες. Μια τέτοια άποψη όχι μόνον δεν αντιβαίνει στις «βασικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων», όπως υποστηρίζει η JCDecaux, αλλά στην πραγματικότητα είναι, κατά τη γνώμη μου, η μόνη λύση που συνάδει με τις εν λόγω αρχές.

61.      Τέλος, είμαι της γνώμης ότι η JCDecaux επίσης δεν αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο, εκθέτοντας, σε ένα τρίτο στάδιο, στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, μετά τις προβλεπόμενες στο παράρτημα 10 ημερομηνίες απομακρύνσεως, οι πινακίδες του παραρτήματος «έπρεπε να αντικατασταθούν από νέες βάσει της συμβάσεως του 1999 και ως εκ τούτου να υπόκεινται στην υποχρέωση καταβολής φόρων και μισθωμάτων», υπέπεσε σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων. Κατά την άποψή μου, αυτό που το Γενικό Δικαστήριο θέλησε να εκφράσει με την εν λόγω εκτίμηση είναι απλώς ότι, μετά τις ημερομηνίες αυτές, η JCDecaux έπρεπε, αφενός, να έχει απομακρύνει τις πινακίδες του παραρτήματος 10 και, αφετέρου, να έχει εγκαταστήσει νέες πινακίδες σύμφωνα με το καθεστώς της συμβάσεως του 1999. Ως προς το τελευταίο ζήτημα, επισημαίνω ότι από το δελτίο παραγγελίας που αποτελούσε μέρος της συμβάσεως του 1999 προκύπτει ότι η JCDecaux είχε αναλάβει την υποχρέωση «να τηρεί σχολαστικά όλους τους συμβατικούς όρους», μεταξύ των οποίων η εγκατάσταση 280 διαφημιστικών πλαισίων για το σύνολο της εδαφικής περιφέρειας του Δήμου Βρυξελλών, τούτο δε «εντός 8 ημερολογιακών μηνών από την παραλαβή του δελτίου παραγγελίας». Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η JCDecaux, δεν πιστεύω ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, εντούτοις, ότι η τελευταία υπείχε υποχρέωση «αυτόματης» αντικαταστάσεως, «τοποθεσία προς τοποθεσία», κάθε μίας από τις επίμαχες πινακίδες με αντίστοιχο αριθμό πινακίδων εμπιπτουσών στη σύμβαση του 1999 (63). Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε σε μια τέτοια υπόθεση στην επίδικη απόφαση.

62.      Φρονώ ότι το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το οποίο επαναλαμβάνεται στο σημείο 58 των παρουσών προτάσεων, αποτελεί απλώς τη λογική συνέπεια των εκτιμήσεων που εκτίθενται στα σημεία 59 έως 61 των παρουσών προτάσεων και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων. Κατά την άποψή μου και αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η JCDecaux, το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας, στη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η JCDecaux μπόρεσε με τον τρόπο αυτό να αποφύγει την καταβολή των μισθωμάτων και των φόρων που όφειλε να καταβάλει δυνάμει της συμβάσεως του 1999, δεν έκρινε ότι οι επίμαχες πινακίδες που η JCDecaux διατήρησε και εκμεταλλεύτηκε πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 ημερομηνιών απομακρύνσεως ενέπιπταν «ipso facto» στο καθεστώς της συμβάσεως του 1999. Όπως εξέθεσε η Επιτροπή με τα υπομνήματά της ενώπιον του Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από νομικής απόψεως, οι πινακίδες αυτές δεν ενέπιπταν ούτε στη σύμβαση του 1984 ούτε στη σύμβαση του 1999. Γεγονός ωστόσο παραμένει ότι, όπως διαπιστώθηκε ιδίως από τα βελγικά δικαστήρια, η διατήρηση και εκμετάλλευση των επίμαχων πινακίδων πέραν των αντίστοιχων ημερομηνιών απομακρύνσεώς τους έγινε παρανόμως. Λαμβανομένης υπόψη αυτής της πραγματικής καταστάσεως, η οποία παρέσχε στην JCDecaux τη δυνατότητα να αποκομίσει σημαντικά έσοδα από διαφημίσεις χωρίς να υποχρεούται να καταβάλλει μισθώματα ή φόρους, εναπέκειτο στην Επιτροπή, προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος, να υιοθετήσει, για να επαναλάβω την έκφραση που η ίδια χρησιμοποίησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ένα «αντίστροφο σενάριο» (64). Κατά την άποψή μου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπερέβη προδήλως τα όρια της εύλογης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων επικυρώνοντας, συναφώς, το «σενάριο» που προέκρινε η Επιτροπή και το οποίο συνίστατο στην εφαρμογή, διά παραπομπής, της ρυθμίσεως που ίσχυε κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών, ήτοι του νομικού καθεστώτος της συμβάσεως του 1999. Υπενθυμίζω, συγκεκριμένα, ότι, λαμβανομένης υπόψη της ρήτρας περί αποκλειστικότητας που περιεχόταν στη σύμβαση, επρόκειτο για το μόνο καθεστώς που ίσχυε όσον αφορά την εκμετάλλευση, για διαφημιστικούς σκοπούς, πινακίδων όπως οι επίμαχες σε κοινόχρηστους χώρους του Δήμου Βρυξελλών.

63.      Προσθέτω ότι, όπως επισήμαναν η Επιτροπή και η CCB κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της συμβάσεως του 1999, σε αντίθεση προς τη σύμβαση του 1984, προβλεπόταν μεταβίβαση της κυριότητας των ειδών αστικού εξοπλισμού υπέρ του Δήμου Βρυξελλών δεν είναι αυτό καθεαυτό καθοριστικό όσον αφορά το ζήτημα της καταβολής των μισθωμάτων. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, τα μισθώματα αφορούν όχι την κατά κυριολεξία εκμίσθωση του αστικού εξοπλισμού, αλλά την εκμετάλλευση υπαίθριων πινακίδων για διαφημιστικούς σκοπούς σε κοινόχρηστους χώρους (65).

64.      Το δεύτερο σκέλος βάλλει κατά των σκέψεων 53, 54 και 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και με αυτό προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το εφαρμοστέο νομικό καθεστώς όσον αφορά τη θέσπιση του συστήματος αναφοράς και τη φορολόγηση της εκμεταλλεύσεως των επίμαχων πινακίδων.

65.      Προκαταρκτικώς, επισημαίνω ότι, όπως και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, από την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η JCDecaux προς στήριξη του δεύτερου αυτού σκέλους δεν προκύπτει σαφώς αν αυτή αμφισβητεί τις εκτιμήσεις σχετικά με την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος ή τις εκτιμήσεις σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου (66). Ακόμη και αν υποτεθεί ότι πρέπει να γίνει δεκτή η δεύτερη περίπτωση, φρονώ ότι το συμπέρασμα, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η επιχειρηματολογία της JCDecaux πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι, καθόσον πρόκειται για ατομικό μέτρο, τεκμαίρεται η επιλεκτικότητα του οικονομικού πλεονεκτήματος, παραμένει πλήρως βάσιμο (67). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται πράγματι για ατομική ενίσχυση και όχι για γενικό καθεστώς ενισχύσεων.

66.      Εν πάση περιπτώσει, εκτιμώ ότι η JCDecaux δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει προδήλως ότι, με τις επικρινόμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου ή κατέληξε σε διαπιστώσεις ή εκτιμήσεις αντίθετες προς το περιεχόμενο του δικαίου αυτού.

67.      Όσον αφορά τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, από τη σχετική επιχειρηματολογία δεν φαίνεται να προκύπτει ότι η JCDecaux βάλλει κατ’ αυτής καθεαυτήν της διαπίστωσης του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι βελγικές αρχές δεν αμφισβήτησαν, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, ότι οι φορολογικοί κανονισμοί του Δήμου Βρυξελλών αποτελούσαν το φορολογικό καθεστώς αναφοράς. Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο, επικυρώνοντας τη θέση της Επιτροπής ότι οι φορολογικοί αυτοί κανονισμοί συνιστούσαν το καθεστώς αναφοράς, δεν προέβη σε εκτίμηση προδήλως αντίθετη προς το περιεχόμενο του άρθρου 170, παράγραφος 4, του βελγικού Συντάγματος. Μολονότι, βεβαίως, η διάταξη αυτή καθιερώνει τη φορολογική αυτονομία των Δήμων στο Βέλγιο, όπερ συνεπάγεται ότι το καθεστώς φορολογήσεως της εκμεταλλεύσεως των διαφημιστικών πινακίδων μπορεί να διαφέρει από τον ένα Δήμο στον άλλο, δεν αντιλαμβάνομαι με ποιον τρόπο θα μπορούσε τούτο να εμποδίσει την Επιτροπή να λάβει υπόψη, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος εν προκειμένω, μόνον τη φορολογική νομοθεσία που εφαρμόζεται στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου Βρυξελλών.

68.      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλεί η JCDecaux από τις δύο αποφάσεις του tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου πρωτοδικείου Βρυξελλών) της 4ης Νοεμβρίου 2016, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι, στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν τις παραγνωρίζει, αλλά διαπιστώνει ότι δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως. Με τις αποφάσεις αυτές, το tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών) έκρινε ότι η JCDecaux δεν ήταν υπόχρεη για την καταβολή των φόρων επί των διαφημιστικών πινακίδων που προβλέπουν οι φορολογικοί κανονισμοί της 20ής Δεκεμβρίου 2010 και της 5ης Δεκεμβρίου 2011, δεδομένου ότι το άρθρο 9, πρώτη περίπτωση, των φορολογικών αυτών κανονισμών απαλλάσσει από τον εν λόγω φόρο τις διαφημιστικές πινακίδες που ανήκουν στον Δήμο Βρυξελλών. Μολονότι οι πινακίδες που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1999 ανήκαν πράγματι στην κυριότητα του Δήμου Βρυξελλών, δεν ίσχυε το ίδιο για αυτές που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984, οι οποίες ανήκαν στην κυριότητα της JCDecaux. Όσον αφορά τις επίμαχες πινακίδες τις οποίες η τελευταία διατήρησε στη θέση τους και συνέχισε να εκμεταλλεύεται πέραν των προβλεπόμενων στο παράρτημα 10 ημερομηνιών απομακρύνσεως, αυτές παρέμεναν μεν στην ιδιοκτησία της, αλλά, όπως εκτέθηκε στο σημείο 60 των παρουσών προτάσεων, η εκμετάλλευσή τους δεν διεπόταν πλέον από τη σύμβαση του 1984. Επομένως, από την παρέλευση των ημερομηνιών απομακρύνσεως ενέπιπταν στους φορολογικούς κανονισμούς που εξέδωσε ο Δήμος Βρυξελλών από το 2001 και εφεξής. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο οποιαδήποτε πρόδηλη παραμόρφωση της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας ή της σχετικής εθνικής νομολογίας.

69.      Τέλος, συμφωνώ επίσης με την Επιτροπή ότι το γεγονός ότι, επί σειρά ετών, η CCB δεν υποχρεώθηκε να καταβάλει φόρο επί των διαφημιστικών πινακίδων που εκμεταλλευόταν στην εδαφική περιφέρεια άλλων Δήμων δεν ασκεί επιρροή στην ανάλυση του πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο αποκόμισε η JCDecaux. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η CCB έτυχε, εν πάση περιπτώσει, φορολογικής απαλλαγής σε άλλους Δήμους πλην του Δήμου Βρυξελλών δεν σημαίνει ότι η φορολογική απαλλαγή που χορηγήθηκε στην JCDecaux στον Δήμο Βρυξελλών πρέπει να μη χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση. Το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε ρητώς το ζήτημα αυτό στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη πρόδηλης παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών ή του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου. Δεν συνιστά τέτοια παραμόρφωση ούτε το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την απόφαση του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών) της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με απόφαση του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 1ης Οκτωβρίου 2021, καθόσον από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι αποφάσεις αυτές περιήλθαν σε γνώση του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της ενώπιόν του διαδικασίας.

70.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Πρόταση

71.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και, σύμφωνα με το άρθρο 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να καταδικάσει την JCDecaux Street Furniture Belgium στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Clear Channel Belgium, παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως, μετέσχε στην ενώπιον του Δικαστηρίου προφορική διαδικασία, αλλά δεν ζήτησε την καταδίκη της JCDecaux στα δικαστικά έξοδα. Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, πρέπει να κριθεί ότι φέρει τα δικαστικά της έξοδα που αφορούν την αναιρετική δίκη.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: γαλλικά.


2      Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, JCDecaux Street Furniture Belgium κατά Επιτροπής (T‑642/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:503).


3      ΕΕ 2019, L 320, σ. 119 (στο εξής: επίδικη απόφαση).


4      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 της επίδικης αποφάσεως, «[ο]ι δύο συμβάσεις αφορούν την εγκατάσταση ειδών αστικού εξοπλισμού με αντάλλαγμα την εκμετάλλευση διαφημιστικών πινακίδων μεγέθους περίπου 2 m², οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιούνται για την προβολή διαφημίσεων [...]». Οι πινακίδες αυτές είχαν συνήθως δύο όψεις, εκ των οποίων η μία προοριζόταν για υπαίθρια διαφήμιση και την άλλη θα χρησιμοποιούσε αποκλειστικά ο Δήμος Βρυξελλών για την παροχή διοικητικών και κοινωνικοπολιτιστικών πληροφοριών.


5      Κατά συνέπεια, το 1999, κατά τη λήξη της συμβάσεως του 1984, η JCDecaux εξακολουθούσε να μπορεί να εκμεταλλεύεται ορισμένες πινακίδες που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 μέχρι τη λήξη της περιόδου εκμεταλλεύσεως των 15 ετών.


6      Στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, θα γίνεται αναφορά στον εν λόγω διακανονισμό με την έκφραση «μηχανισμός αντισταθμίσεως». Η JCDecaux διατύπωσε την ίδια άποψη στις παρατηρήσεις της, υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η εκμετάλλευση των επίμαχων πινακίδων δεν διεπόταν από τη σύμβαση του 1999 και ότι η διατήρησή τους έλαβε χώρα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως του 1984 χωρίς την παραμικρή μεταβίβαση δημοσίων πόρων. Υποστήριξε επίσης ότι ούτε οι πινακίδες που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 ούτε οι πινακίδες που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1999 βαρύνονταν με φόρους.


7      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η CCB εξέθεσε ότι το οικονομικό πλεονέκτημα που αποκόμισε η JCDecaux από την εκμετάλλευση των επίμαχων πινακίδων πέραν των αντίστοιχων ημερομηνιών απομακρύνσεώς τους υπερέβαινε τα 2 150 000 ευρώ, χωρίς τους τόκους.


8      ΕΕ 2006, L 379, σ. 5.


9      ΕΕ 2015, L 248, σ. 9.


10      Αιτιολογική σκέψη 84 της επίδικης αποφάσεως.


11      Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016 (C-211/15 P, EU:C:2016:798, σκέψεις 41 έως 44).


12      Απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003 (C-280/00, EU:C:2003:415).


13      Αιτιολογική σκέψη 89 της επίδικης αποφάσεως.


14      ΕΕ 2016, C 262, σ. 1.


15      Αιτιολογικές σκέψεις 91 και 93 της επίδικης αποφάσεως.


16      Αιτιολογική σκέψη 94 της επίδικης αποφάσεως.


17      Απόφαση του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών) της 29ης Απριλίου 2016 (9ο τμήμα) στο πλαίσιο της υποθέσεως 2011/AR/140.


18      Αιτιολογική σκέψη 132 της επίδικης αποφάσεως.


19      Αιτιολογική σκέψη 134 της επίδικης αποφάσεως.


20      Αιτιολογική σκέψη 137 της επίδικης αποφάσεως. Οι επίμαχοι φορολογικοί κανονισμοί μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 138 της επίδικης αποφάσεως καθώς και στις υποσημειώσεις 46 και 49 της αποφάσεως αυτής. Βλ., επίσης, σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


21      Απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003 (C-280/00, EU:C:2003:415).


22      ΕΕ 2012, C 8, σ. 15.


23      ΕΕ 2012, L 7, σ. 3.


24      Σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


25      Σκέψεις 24 έως 26 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


26      Σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


27      Σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


28      Σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


29      Σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


30      Σκέψεις 34 έως 36 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


31      Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016 (C-211/15 P, EU:C:2016:798).


32      Απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003 (C-280/00, EU:C:2003:415). Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε λεπτομερέστερα το ζήτημα των προϋποθέσεων που θέτει η νομολογία η οποία απορρέει από την απόφαση αυτή στις σκέψεις 66 έως 75 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καταλήγοντας, με την αιτιολογική σκέψη 88 της επίδικης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι η σύμβαση του 1984 ήταν αμιγώς εμπορική σύμβαση, με αποτέλεσμα να μην πληρούται η πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές.


33      Βλ. σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.


34      Σκέψεις 37 έως 41 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


35      Σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


36      Σκέψεις 48 και 49 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


37      Σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


38      Σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


39      Σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


40      Αποφάσεις του tribunal de première instance de Bruxelles (γαλλόφωνου πρωτοδικείου Βρυξελλών) της 4ης Νοεμβρίου 2016 (RG 2012/9807/A + 2012/9808/A και RG 2012/14576/A και 2014/5965/A).


41      Σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


42      Σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


43      Σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


44      Από την απόφαση του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών) της 29ης Απριλίου 2016 προκύπτει ότι η JCDecaux, παραπέμποντας στη «θεωρία της υποκαταστάσεως», επιχειρεί να εξηγήσει ότι «απλώς και μόνο διατήρησε ορισμένο παλαιό αστικό εξοπλισμό πέραν της ημερομηνίας [απομακρύνσεώς] του για να αντισταθμίσει την πρόωρη αντικατάσταση παλαιού αστικού εξοπλισμού ο οποίος μπορούσε να παραμείνει στη θέση του με νέο».


45      Συναφώς, η JCDecaux βάλλει, ειδικότερα, κατά των σκέψεων 83 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


46      Απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Klein κατά Επιτροπής (C-430/20 P, EU:C:2022:377, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


47      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής (C-385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


48      Σκέψεις 17 έως 76 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


49      Moniteur belge της 29ης Αυγούστου 1991.


50      Στην απόφαση αυτή, το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο των Βρυξελλών) επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι «η εγκατάσταση αστικού εξοπλισμού σε κοινόχρηστους χώρους και η εκμετάλλευσή του για διαφημιστικούς σκοπούς απαιτεί άδεια της δημόσιας αρχής, η οποία μπορεί να λάβει διάφορες μορφές· ελλείψει αδείας, η εγκατάσταση και η εκμετάλλευση πραγματοποιούνται χωρίς κανένα νόμιμο τίτλο ή δικαίωμα και, ως εκ τούτου, είναι παράνομες». Υπενθύμισε επίσης ότι «[κ]άθε πινακίδα υπόκειται σε άδεια η οποία χορηγείται για συγκεκριμένη τοποθεσία και διάρκεια» και ότι «[ο]ι άδειες και οι πινακίδες δεν είναι εναλλάξιμες κατά τη βούληση του δικαιούχου τους». Εξάλλου, το cour d’appel (εφετείο) επισήμανε ότι «η CCB [έστρεψε] την αγωγή της κατά της [JCDecaux], η οποία προέβη στην επίδικη πρακτική, και όχι κατά του Δήμου Βρυξελλών» και ότι «δεν [επιδίωκε], εν προκειμένω, να ελέγξει τον τρόπο με τον οποίο [ο τελευταίος εκτελούσε] τη σύμβαση του 1984 και τη δημόσια σύμβαση του 1999».


51      Στην απόφασή του της 29ης Απριλίου 2016, το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο των Βρυξελλών) υπογραμμίζει ότι «δεν χρειάζεται να εξετάσει αν η [JCDecaux] έλαβε κρατικές ενισχύσεις ούτε να υπολογίσει το ύψος τους».


52      Απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2000, Ισπανία κατά Επιτροπής (C-480/98, EU:C:2000:559, σκέψεις 19 έως 21). Βλ., επίσης, σημείο 68 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.


53      Απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003 (C-280/00, EU:C:2003:415).


54      Βλ. σκέψεις 25, 26, 28 έως 41 και 68 έως 75 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η JCDecaux δεν αμφισβητεί τις εκτιμήσεις με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ασκεί επιρροή ο προβαλλόμενος μηχανισμός αντισταθμίσεως.


55      Κατά την JCDecaux, ο Δήμος Βρυξελλών θα μπορούσε, το πολύ, να αξιώσει δικαστικώς την απομάκρυνση των επίμαχων πινακίδων και/ή αποζημίωση. Επιπλέον, θα μπορούσε να εισπράξει από την JCDecaux το ειδικό τέλος που θέσπισε στις 17 Σεπτεμβρίου 2001 για την περίπτωση κατάληψης κοινόχρηστου χώρου του για εμπορικούς σκοπούς.


56      Η JCDecaux επισημαίνει, συναφώς, ότι η εξέλιξη των χώρου στο οργανωτικό πλαίσιο και η πολεοδομική νομοθεσία καθιστούν συχνά αναγκαίο να βρεθούν νέες τοποθεσίες.


57      Κατά τη διάταξη αυτή, «Χρεώσεις και επιβαρύνσεις μπορούν να επιβληθούν από τον οικισμό, από την ένωση δήμων και από τον δήμο μόνο με απόφαση του συμβουλίου τους».


58      Αποφάσεις του tribunal de première instance de Bruxelles (γαλλόφωνου πρωτοδικείου Βρυξελλών) της 4ης Νοεμβρίου 2016 (RG 2012/9807/A + 2012/9808/A και RG 2012/14576/A και 2014/5965/A).


59      Απόφαση αριθ. F.19.0012.F του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 1ης Οκτωβρίου 2021 (BE:CASS:2021:ARR.20211001.1F.7).


60      Απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, PV κατά Επιτροπής (C-640/20 P, EU:C:2023:232, σκέψεις 77 και 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


61      Αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2014, Strack κατά Επιτροπής (C-127/13 P, EU:C:2014:2250, σκέψη 79), και της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Hansen & Rosenthal και H & R Wax Company Vertrieb κατά Επιτροπής (C-90/15 P, EU:C:2017:123, σκέψη 48).


62      To οποίo έχει ως εξής: «Κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως, η αναθέτουσα αρχή δεσμεύεται να μην εκτελέσει ούτε [να] επιτρέψει την παροχή υπηρεσιών που αφορούν αστικό εξοπλισμό που διαθέτει διαφημιστικά μέσα, πανομοιότυπα ή ανάλογα με εκείνα που περιγράφονται στην παρούσα ειδική συγγραφή υποχρεώσεων, από άλλους επιχειρηματίες ή από τις δικές της υπηρεσίες, τούτο δε για το σύνολο της εδαφικής της περιφέρειας».


63      Επισημαίνω ότι στο δελτίο παραγγελίας προβλέπεται επίσης ότι, «[ό]ταν πρόκειται να αντικατασταθούν τα υπάρχοντα στοιχεία εξοπλισμού με νέο μοντέλο στεγάστρων αναμονής επιβατών ή με υπαίθρια πινακίδα, η [JCDecaux αναλαμβάνει την υποχρέωση] να εκτελέσει τις εργασίες αντικαταστάσεως εντός προθεσμίας 48 έως 72 ωρών ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες». Στο δελτίο παραγγελίας επισυνάπτεται παράρτημα στο οποίο «περιλαμβάνονται οι λεπτομερείς κατάλογοι των τοποθεσιών των στεγάστρων αναμονής επιβατών, καθώς και εκείνοι των υπαίθριων πινακίδων, προκειμένου να παρέχεται [στην JCDecaux] η δυνατότητα να καταρτίσει την πρότασή [της] εγκαταστάσεως, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση των υφιστάμενων στοιχείων εξοπλισμού και τις ημερομηνίες απομακρύνσεως των υφιστάμενων πινακίδων.


64      Βλ. σημείο 67 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ: «Για την αξιολόγηση της ύπαρξης [πλεονεκτήματος], θα πρέπει να συγκριθεί η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης μετά το μέτρο με την οικονομική της κατάσταση εάν δεν είχε ληφθεί το μέτρο».


65      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η CCB εξέθεσε, χωρίς να αντικρουστεί από την JCDecaux, ότι η τελευταία εκμεταλλευόταν για διαφημιστικούς σκοπούς, στην εδαφική περιφέρεια του γειτονικού Δήμου Uccle (Βέλγιο), πινακίδες εγκατεστημένες επί αστικού εξοπλισμού του οποίου ήταν ιδιοκτήτρια και ότι κατέβαλλε μισθώματα για την εκμετάλλευση αυτή.


66      Με το υπόμνημα αντικρούσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή είχε διατυπώσει τέτοια παρατήρηση. Η JCDecaux απάντησε, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι τα επιχειρήματά της δεν αφορούσαν τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου και ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, «[αμφισβητούσε] με απλό και σαφή τρόπο τη λυσιτέλεια της εκ μέρους της Επιτροπής χρήσεως του φορολογικού κανονισμού του 2001 σχετικά με τις διαφημιστικές πινακίδες του Δήμου προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ της JCDecaux (όπερ δεν ισχύει) και ως βάση υπολογισμού του ποσού ενδεχόμενης ενισχύσεως που θα έπρεπε να ανακτήσει το Βελγικό Δημόσιο».


67      Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά MOL (C-15/14 P, EU:C:2015:362, σκέψη 60).

Top