EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0548

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 29ης Φεβρουαρίου 2024.


ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:187

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 29ης Φεβρουαρίου 2024 (1)

Υπόθεση C548/22

M.M.

κατά

Presidenza del Consiglio dei ministri κ.λπ.

[αίτηση του Giudice di pace di Fondi (ειρηνοδικείο του Fondi, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρες 4 και 5 – Δυσμενής διάκριση – Διαδοχικές σχέσεις εργασίας – Επί θητεία δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί – Μετατροπή σε σχέσεις απασχόλησης αορίστου χρόνου – Ex lege παραίτηση από κάθε αξίωση για το χρονικό διάστημα πριν από τη μετατροπή»






I.      Εισαγωγή

1.        Όπως γνωρίζει το Δικαστήριο από άλλες διαδικασίες, ορισμένα καθήκοντα στο ιταλικό δικαστικό σύστημα εκτελούνται από επί θητεία δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, πολλοί από τους οποίους είναι δυσαρεστημένοι με τους όρους απασχόλησής τους. Το λειτούργημά τους χαρακτηρίζεται ως τιμητικό και, ως εκ τούτου, διορίζονται μόνο για ορισμένο χρόνο και αμείβονται κατ’ αποκοπήν για κάθε υπόθεση. Δεν προβλέπονται άδειες μετ’ αποδοχών, κοινωνική προστασία και σύνταξη γήρατος. Ωστόσο, το εύρος των καθηκόντων τους, δηλαδή ο αριθμός των υποθέσεων που χειρίζονται και η συνολική διάρκεια της απασχόλησης, αντιστοιχεί σε πλήρη απασχόληση αορίστου χρόνου (2). Για τον λόγο αυτόν, κατόπιν προηγουμένων αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, έχουν ήδη σημειώσει επιτυχίες, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα άδειας μετ’ αποδοχών (3), καθώς και τα δικαιώματα κοινωνικής προστασίας και σύνταξης γήρατος (4), δεδομένου ότι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους τακτικούς δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς.

2.        Η Ιταλία έχει πλέον θεσπίσει μια διαδικασία αξιολόγησης για τους επί θητεία υπηρετούντες δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, μέσω της οποίας υπάρχει η δυνατότητα μετατροπής της σχέσης απασχόλησής τους σε σχέση μόνιμης απασχόλησης με σταθερές αποδοχές. Ωστόσο, αν συμμετάσχουν στη διαδικασία αυτή, οφείλουν να παραιτηθούν από κάθε περαιτέρω αξίωση που απορρέει από την προηγούμενη επί θητεία υπηρεσία τους. Η παραίτηση αυτή θα περιλαμβάνει ιδίως τις αξιώσεις βάσει του δικαίου της Ένωσης που έχουν ήδη αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο, καθώς και τυχόν περαιτέρω αξιώσεις βάσει του δικαίου της Ένωσης, για παράδειγμα υψηλότερες αποδοχές. Σε περίπτωση που η σχέση απασχόλησής τους δεν μετατραπεί σε αορίστου χρόνου, η ρύθμιση προβλέπει αξίωση εφάπαξ αποζημίωσης για τα καθήκοντα που άσκησαν κατά το παρελθόν, αντί των λοιπών αξιώσεων από τις οποίες οφείλουν να παραιτηθούν.

3.        Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να διευκρινισθεί αν οι σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ιδίως η απαγόρευση των διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αποκλείουν την υποχρεωτική αυτή παραίτηση από αξιώσεις που βασίζονται στο δίκαιο της Ένωσης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, βεβαίως, τόσο το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης όσο και την οδηγία για τον χρόνο εργασίας (5), τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης (6) καθώς και τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου (7). Ωστόσο, εν προκειμένω ενδιαφέρει πρωτίστως η τελευταία.

5.        Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου θεσπίζει την αρχή της μη διάκρισης εις βάρος των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου:

«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»

6.        Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου απαγορεύει την κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου:

«1.      Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2.      Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)      θεωρούνται “διαδοχικές”·

β)      χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

Β.      Το ιταλικό δίκαιο

7.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά τον περιορισμό των αξιώσεων που αφορούν την κατά το παρελθόν άσκηση καθηκόντων, ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 29, παράγραφοι 1, 2, 3 και 5, του decreto legislativo 13 luglio 2017, n. 116 (νομοθετικού διατάγματος 116 της 13ης Ιουλίου 2017), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 629, του νόμου 234, της 30ής Δεκεμβρίου 2021:

«1.      Οι επί θητεία δικαστικοί και [εισαγγελικοί (8)] λειτουργοί που υπηρετούν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος [νομοθετικού διατάγματος] δύνανται, κατόπιν αιτήσεως, να εξακολουθήσουν να υπηρετούν μέχρι τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας τους.

2.      Οι επί θητεία δικαστικοί [και εισαγγελικοί] λειτουργοί που υπηρετούν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος [νομοθετικού διατάγματος] και των οποίων η θητεία δεν παρατείνεται, είτε λόγω μη υποβολής της αίτησης είτε λόγω μη επιτυχούς ολοκλήρωσης της διαδικασίας αξιολόγησης της παραγράφου 3, δικαιούνται, αντίστοιχα, με την επιφύλαξη της άρνησής τους, αποζημίωση ύψους 2 500 ευρώ προ φορολογικών κρατήσεων, για κάθε έτος υπηρεσίας κατά τη διάρκεια του οποίου ο επί θητεία δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός μετείχε σε συνεδριάσεις για τουλάχιστον ογδόντα ημέρες, και ποσού 1 500 ευρώ προ φορολογικών κρατήσεων, για κάθε έτος υπηρεσίας κατά τη διάρκεια του οποίου ο επί θητεία δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός μετείχε σε συνεδριάσεις για λιγότερες από ογδόντα ημέρες, και, σε κάθε περίπτωση, ποσού μέχρι του ορίου των 50 000 ευρώ προ φορολογικών κρατήσεων. Για τον υπολογισμό της οφειλόμενης κατά την προηγούμενη περίοδο αποζημίωσης, η άσκηση καθηκόντων για χρονικό διάστημα άνω των έξι μηνών εξομοιώνεται με ένα έτος. Η είσπραξη της αποζημίωσης συνεπάγεται την παραίτηση από κάθε περαιτέρω αξίωση οποιασδήποτε φύσεως η οποία απορρέει από τη λυθείσα σχέση επί θητεία δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού.

[…]

5.      Η αίτηση συμμετοχής στις διαδικασίες αξιολόγησης της παραγράφου 3 συνεπάγεται παραίτηση από κάθε περαιτέρω αξίωση οποιασδήποτε φύσεως η οποία απορρέει από την προηγούμενη σχέση που έχει ως αντικείμενο την ανάληψη επί θητεία υπηρεσίας, με την επιφύλαξη του δικαιώματος αποζημίωσης της παραγράφου 2 σε περίπτωση μη παράτασης της εν λόγω σχέσης απασχόλησης.

[…]»

8.        Σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 116, η διαδικασία αξιολόγησης συνίσταται σε προφορική εξέταση, μέγιστης διάρκειας μισής ώρας, με αντικείμενο μια πρακτική υπόθεση από το πεδίο στο οποίο είχαν απασχοληθεί οι συμμετέχοντες στην εν λόγω διαδικασία στο πλαίσιο της επί θητεία υπηρεσίας.

9.        Το άρθρο 29, παράγραφος 6, του νομοθετικού διατάγματος 116 προβλέπει ότι οι επί θητεία δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί οι οποίοι μονιμοποιούνται μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης και οι οποίοι επιλέγουν να ασκήσουν αποκλειστικά το λειτούργημα αυτό λαμβάνουν αποδοχές σύμφωνα με ορισμένες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ισχύουν για το διοικητικό προσωπικό της δικαιοσύνης. Η παράγραφος 7 περιέχει ρύθμιση, η οποία βασίζεται στις ίδιες αρχές, σχετικά με τις αποδοχές των επί θητεία δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών των οποίων η σχέση απασχόλησης μετατρέπεται σε σχέση μόνιμης απασχόλησης και οι οποίοι επιθυμούν να ασκούν άλλες δραστηριότητες πέραν του λειτουργήματός τους.

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

10.      Η αιτούσα είναι επί θητεία εισαγγελική λειτουργός και υπηρετεί σε εισαγγελική αρχή της Ιταλικής Δημοκρατίας. Τελεί υπό το ίδιο νομικό και οικονομικό καθεστώς με τους αντίστοιχους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς που ασκούν δικαιοδοτικά καθήκοντα, συγκεκριμένα δε ειρηνοδίκες, για τους οποίους εκδόθηκαν στο παρελθόν αποφάσεις του Δικαστηρίου.

11.      Η αιτούσα εκθέτει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι ασκεί καθήκοντα επί θητεία εισαγγελικού λειτουργού αδιαλείπτως από τις 4 Απριλίου 2001 και ότι η άσκηση των καθηκόντων της έχει επανειλημμένως ανανεωθεί ή παραταθεί διά νόμου μέχρι τις 31 Μαΐου 2024.

12.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ζητεί πρόσθετη αμοιβή για τη συμμετοχή της σε δέκα συνεδριάσεις ποινικού δικαστηρίου. Για καθεμία από τις συνεδριάσεις αυτές έλαβε από τα καθών η αίτηση, ήτοι το Ministero della Giustizia (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Ιταλία) και Ministero dell’Economia e delle Finanze (Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, Ιταλία), αποζημίωση ύψους 98 ευρώ. Επί των ποσών αυτών πραγματοποιήθηκαν φορολογικές κρατήσεις, ενώ δεν καταβλήθηκαν εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, τις οποίες η αιτούσα όφειλε να καταβάλει ιδία δαπάνη στους αρμόδιους φορείς.

13.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ποσό των ακαθάριστων ημερήσιων αποδοχών για τον επαγγελματία δικαστικό λειτουργό που υπηρετεί ως εισαγγελέας ανέρχεται περίπου σε 248 ευρώ. Επιπλέον, το κράτος καταβάλλει στους αρμόδιους φορείς τις επιβαρύνσεις κοινωνικής προστασίας για κάθε επαγγελματία δικαστικό λειτουργό.

14.      Η αιτούσα ζητεί συνεπώς να εκδοθεί διαταγή πληρωμής και να υποχρεωθούν τα καθών η αίτηση να καταβάλουν επιπλέον 150 ευρώ για καθεμία από τις προαναφερθείσες συνεδριάσεις.

15.      Συγκεκριμένα, η αιτούσα, ως επί θητεία εισαγγελική λειτουργός, είναι εργαζόμενη ορισμένου χρόνου η οποία μπορεί να συγκριθεί με δικαστικό λειτουργό ο οποίος υπηρετεί ως εισαγγελέας με σχέση πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, η αιτούσα ασκεί προανακριτικά καθήκοντα και μετέχει στα ακροατήρια του ποινικού δικαστηρίου.

16.      Βάσει των εγγράφων της υπόθεσης της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι έχει αποδειχθεί ότι η αιτούσα ασκεί πραγματικά και όχι περιστασιακά τα καθήκοντα του επί θητεία εισαγγελικού λειτουργού, για τα οποία αμείβεται. Το εν λόγω δικαστήριο αναφέρει επίσης ότι ένα άλλο δικαστήριο, το Tribunale ordinario di Roma (πρωτοδικείο Ρώμης, Ιταλία), έχει ήδη κρίνει ότι η αιτούσα, ως εργαζομένη ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, δικαιούται κατ’ αρχήν αποζημίωση λόγω της επαναλαμβανόμενης σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου και λόγω δυσμενούς μεταχείρισης. Εντούτοις, το κατά πόσον υφίσταται δυσμενής μεταχείριση όσον αφορά το ύψος της αποζημίωσης δεν αποτελεί, σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, αντικείμενο της άλλης αυτής απόφασης.

17.      Κατόπιν υποβολής αίτησης συμμετοχής σε διαδικασία αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος 116 της 13ης Ιουλίου 2017, η αιτούσα υποχρεώθηκε εκ του νόμου να παραιτηθεί από κάθε περαιτέρω αξίωση οποιασδήποτε φύσεως η οποία απορρέει από την επί θητεία σχέση απασχόλησής της.

18.      Το αιτούν δικαστήριο αντιλαμβάνεται ότι η ως άνω παραίτηση αποκλείει τη δυνατότητα άσκησης της αξίωσης και, ως εκ τούτου, ζητεί από το Δικαστήριο να απαντήσει στο ακόλουθο ερώτημα:

Έχουν το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, τα άρθρα 17, 31, 34 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, καθώς και η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος 116, της 13ης Ιουλίου 2017, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1, παράγραφος 629, του νόμου 234, της 30ής Δεκεμβρίου 2021, η οποία προβλέπει την αυτοδίκαιη ex lege παραίτηση από κάθε αξίωση που αφορά την εφαρμογή των ως άνω οδηγιών, με απώλεια κάθε άλλης προστασίας σε θέματα αποδοχών, απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο ευρωπαϊκό δίκαιο:

-      στην περίπτωση που ένας επί θητεία δικαστικός λειτουργός, Ευρωπαίος εργαζόμενος ορισμένου χρόνου και μερικής απασχόλησης ο οποίος είναι συγκρίσιμος με επαγγελματία δικαστικό λειτουργό, Ευρωπαίο εργαζόμενο αορίστου χρόνου και πλήρους απασχόλησης, υποβάλλει αίτηση συμμετοχής σε διαδικασίες μονιμοποίησης που θέτουν απλώς τυπικά σε εφαρμογή τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου,

-      ή, σε περίπτωση μη επιτυχούς ολοκλήρωσης των εν λόγω διαδικασιών ή μη υποβολής της αίτησης, με την είσπραξη αποζημίωσης προδήλως ανεπαρκούς και δυσανάλογα μικρής σε σχέση με τη ζημία που προκλήθηκε λόγω μη μεταφοράς των εν λόγω οδηγιών στο εθνικό δίκαιο;

19.      Η Ιταλική Δημοκρατία καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις, τις οποίες ανέπτυξαν προφορικά, όπως και η αιτούσα της κύριας δίκης, στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση που έλαβε χώρα την 1η Φεβρουαρίου 2024, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας.

IV.    Νομική εκτίμηση

20.      Προκειμένου να απαντήσω στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, εν συντομία το παραδεκτό της αιτήσεως αυτής, ακολούθως θα προσδιορίσω το ζήτημα που είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς και, τέλος, θα πραγματευθώ κατά πόσον η ρύθμιση για την παραίτηση από τις σχετικές αξιώσεις είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης.

Α.      Επί του παραδεκτού

21.      Όπως και σε άλλες διαδικασίες με αντικείμενο τις αξιώσεις επί θητεία δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών βάσει του δικαίου της Ένωσης, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η διαδικασία είναι «κατασκευασμένη», δεδομένου ότι η αιτούσα διεκδικεί μέρος μόνον της εν δυνάμει απαίτησής της, προκειμένου να μπορέσει να προβάλει τη σχετική αξίωση ενώπιον ενός επί θητεία ειρηνοδίκη, ο οποίος είναι αρμόδιος μόνο για μικροδιαφορές. Ωστόσο, ο τελευταίος έχει συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης και, επομένως, δεν είναι επαρκώς ανεξάρτητος. Καθόσον όμως το Δικαστήριο έχει ήδη απορρίψει τις ενστάσεις αυτές σε παρόμοια διαδικασία (9), δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν ούτε στην προκείμενη διαδικασία.

Β.      Ακριβής καθορισμός της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

22.      Εντούτοις, πρέπει να καθορισθεί επακριβώς το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

23.      Η αιτούσα της κύριας δίκης είναι επί θητεία εισαγγελική λειτουργός. Αν επιθυμεί να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της, πρέπει να παραταθεί η θητεία της μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης του άρθρου 29 του νομοθετικού διατάγματος 116. Πρόκειται για προφορική εξέταση επί ζητημάτων με τα οποία είχε ασχοληθεί στο πλαίσιο της επί θητεία υπηρεσίας της.

24.      Ωστόσο, η αίτησή της για τη συμμετοχή στη διαδικασία αυτή είχε ως συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 5, την παραίτηση από κάθε περαιτέρω αξίωση οποιασδήποτε φύσεως η οποία απορρέει από την επί θητεία εργασιακή σχέση της. Το αιτούν δικαστήριο, όπως και εγώ η ίδια, αντιλαμβανόμαστε ότι η παραίτηση αυτή αφορά αξιώσεις που υπερβαίνουν τα ποσά που καταβάλλονται κατ’ αποκοπήν για κάθε υπόθεση, με τα οποία αμείβονται μέχρι σήμερα οι επί θητεία δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί. Επομένως, καλύπτει επίσης τις πρόσθετες αποδοχές που διεκδικεί η αιτούσα στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπως επίσης και τις αξιώσεις επιδομάτων αδείας καθώς και τα δικαιώματα κοινωνικής προστασίας και σύνταξης γήρατος που έχει ήδη αναγνωρίσει το Δικαστήριο.

25.      Μόνον εάν δεν επιτύχει σε αυτή τη διαδικασία αξιολόγησης μπορεί η αιτούσα, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 116, να εγείρει αξιώσεις για εφάπαξ αποζημίωση. Οι αξιώσεις αυτές υπολογίζονται σε συνάρτηση με τη διάρκεια και το εύρος της επί θητεία υπηρεσίας κατά το παρελθόν, όχι όμως βάσει του ακριβούς ύψους των αξιώσεων που θα μπορούσε εν δυνάμει να εγείρει και να διεκδικήσει η αιτούσα βάσει του δικαίου της Ένωσης.

26.      Αν, απεναντίας, η θητεία της αιτούσας παραταθεί κατόπιν της διαδικασίας αξιολόγησης, αυτή μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της μέχρι τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας της, λαμβάνοντας στο μέλλον αποδοχές βάσει της συλλογικής σύμβασης εργασίας που ισχύει για ορισμένες άλλες κατηγορίες απασχολουμένων στη δικαιοσύνη. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, η ιταλική ρύθμιση αποκλείει περαιτέρω αξιώσεις αναφορικά με την κατά το παρελθόν άσκηση καθηκόντων.

27.      Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ζητείται να διευκρινισθεί αν η εν λόγω ρύθμιση για την παραίτηση από τις αξιώσεις είναι ανεπίτρεπτη, ιδίως λόγω παράβασης της οδηγίας 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, της ρήτρας 4 της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, καθώς και της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου. Βεβαίως, η παράβαση των εν λόγω ρυθμίσεων μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεμελιώσει δικαιώματα των επί θητεία δικαστικών λειτουργών (10), πλην όμως η διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δεν αφορά ούτε τον χρόνο εργασίας, ιδίως το δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών, ούτε την εργασία μερικής απασχόλησης.

28.      Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτούσα είναι εργαζόμενη ορισμένου χρόνου που προβάλλει αξιώσεις για υψηλότερη αμοιβή για δέκα ποινικές συνεδριάσεις στις οποίες συμμετείχε ως εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής.

29.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι αξιώσεις αυτές θα μπορούσαν να απορρέουν από το γεγονός ότι η αιτούσα βρίσκεται σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη ενός τακτικού εισαγγελικού λειτουργού που ασκεί τα ίδια καθήκοντα. Ωστόσο, για κάθε συνεδρίαση λάμβανε 98 ευρώ, ενώ οι τακτικοί εισαγγελικοί λειτουργοί λάμβαναν περίπου 248 ευρώ ημερησίως και επιπλέον το κράτος κατέβαλλε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης στους αρμόδιους φορείς.

30.      Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου απαγορεύει να αντιμετωπίζονται οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

31.      Το αιτούν δικαστήριο δεν εξετάζει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εάν και κατά πόσον δικαιολογούνται οι διαφορές στις αποδοχές.

32.      Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει ήδη εκφράσει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να απολαύουν πλήρως των ίδιων συνθηκών απασχόλησης με τους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να δικαιολογούνται ευνοϊκότερες συνθήκες απασχόλησης για τους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς, συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων αποδοχών, με βάση τη διαδικασία επιλογής και τα καθήκοντα που τους ανατίθενται (11). Έχω εκφράσει μάλιστα αμφιβολίες ως προς τη συγκρισιμότητα των δύο ομάδων από πλευράς αποδοχών (12).

33.      Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, φαίνεται μάλλον να ανακύπτει το ζήτημα σε ποιον βαθμό δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση των δύο ομάδων (13). Συγκεκριμένα, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων δεν επιτάσσει απλώς να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ή σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους (14). Πολύ περισσότερο, η διαφορετική μεταχείριση πρέπει να είναι ανάλογη με τον σκοπό που επιδιώκεται με την εν λόγω μεταχείριση (15). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ο αποκλεισμός των επί θητεία δικαστικών λειτουργών από το δικαίωμα αδείας, καθώς και από κάθε μορφής κοινωνικής ασφαλίσεως πρόνοιας, δεν μπορεί να γίνει δεκτός (16), χωρίς να απαιτείται να χορηγούνται τα δικαιώματα αυτά στον ίδιο βαθμό όπως και στην περίπτωση των τακτικών δικαστικών λειτουργών.

34.      Όσον αφορά τις αποδοχές, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου παρέχει τη δυνατότητα οι τακτικοί δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί να αμείβονται καλύτερα από τους επί θητεία δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς. Ωστόσο, τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι τελευταίοι να λαμβάνουν συγκριτικά πολύ χαμηλές αποδοχές και, ως εκ τούτου, να μπορούν να ζητήσουν αναλογική προσαύξηση βάσει της εν λόγω διάταξης. Συναφώς, οι μελλοντικές αποδοχές των επί θητεία δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, των οποίων η θητεία παρατείνεται μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τουλάχιστον ένδειξη αναφορικά με τις αποδοχές που ο Ιταλός νομοθέτης θεωρεί προσήκουσες για την εν λόγω δραστηριότητα (17).

35.      Το αιτούν δικαστήριο δεν απευθύνει, όμως, αντίστοιχο ερώτημα στο Δικαστήριο. Τούτο είναι εξάλλου λογικό, δεδομένου ότι το Δικαστήριο –όπως αναφέρθηκε– έχει ήδη εξετάσει το ζήτημα της δυνατότητας σύγκρισης των επί θητεία και των τακτικών δικαστικών λειτουργών στην Ιταλία, καθώς και το ζήτημα της δικαιολόγησης της διαφορετικής μεταχείρισης, αφήνοντας στα εθνικά δικαστήρια την τελική απόφαση επ’ αυτών (18). Δεδομένου ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτουν νέα στοιχεία σε σχέση με τις προηγούμενες αυτές διαδικασίες αναφορικά με τη σύγκριση μεταξύ των δύο ομάδων δικαστικών λειτουργών, δεν θα μπορούσε από ένα αντίστοιχο ερώτημα να αναμένεται περαιτέρω αποσαφήνιση.

36.      Δεδομένου ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν έχει ως αντικείμενο (ούτε μπορεί) να αποσαφηνίσει αν ή σε ποιον βαθμό οι χαμηλότερες αποδοχές της αιτούσας πρέπει να θεωρηθούν ως δυσμενής μεταχείριση η οποία δεν δικαιολογείται, κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, δεν είναι σαφές ποια σημασία μπορεί να έχει το άρθρο 31 του Χάρτη, ήτοι το δικαίωμα σε δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας, και το άρθρο 34, ήτοι το δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης και αρωγής.

37.      Αντιθέτως, το άρθρο 17 του Χάρτη, ήτοι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, και το άρθρο 47, το πρώτο εδάφιο του οποίου προστατεύει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, είναι, κατ’ αρχήν, συναφή. Συγκεκριμένα, η επίμαχη ιταλική ρύθμιση σχετικά με την παραίτηση από αξιώσεις είναι δυνατόν να προσβάλλει υφιστάμενα δικαιώματα και την άσκηση αυτών. Εντούτοις, οι διατάξεις αυτές, όπως και το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, το οποίο επίσης μνημονεύεται στο προδικαστικό ερώτημα, έχουν ήδη συγκεκριμενοποιηθεί επαρκώς με τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας και, ως εκ τούτου, δεν χρήζουν ειδικής εξέτασης.

38.      Επομένως, απομένει να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου και η αρχή της αποτελεσματικότητας αποκλείουν την παραίτηση από αξιώσεις που προβλέπει το ιταλικό δίκαιο για τους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς, λόγω αδικαιολόγητης δυσμενούς μεταχείρισης σε σχέση με τους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς κατά την υποβολή της αίτησης συμμετοχής σε διαδικασία αξιολόγησης με σκοπό την απασχόληση με καθεστώς αορίστου χρόνου.

Γ.      Επί της αναγκαστικής παραίτησης από αξιώσεις

39.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η αιτούσα προβάλλει αξιώσεις για τον λόγο ότι, ως επί θητεία εισαγγελική λειτουργός με σχέση απασχόλησης ορισμένου χρόνου, έλαβε χαμηλότερες αποδοχές από εκείνες ενός τακτικού εισαγγελικού λειτουργού. Κατά την άποψή της, τούτο συνιστά διάκριση η οποία δεν συμβιβάζεται με τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου.

40.      Θα εκθέσω, κατ’ αρχάς, τη φύση των αξιώσεων που απορρέουν από τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, στη συνέχεια θα πραγματευθώ τις συνέπειες της ιταλικής ρύθμισης για την παραίτηση από τις αξιώσεις υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας και, τέλος, θα εξετάσω τη νομολογία σχετικά με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, στην οποία, κατά τους ισχυρισμούς της Ιταλικής Δημοκρατίας, βασίζεται η ρύθμιση για την παραίτηση από τις αξιώσεις.

1.      Αξιώσεις βάσει της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου

41.      Σύμφωνα με τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

42.      Η διάταξη αυτή έχει άμεση εφαρμογή και, συνεπώς, μπορεί να αντιταχθεί στο κράτος μέλος υπό την ιδιότητά του ως εργοδότη (19). Περιλαμβάνει τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των όρων των σχετικών με τις αποδοχές και τις συντάξεις που καταβάλλονται βάσει της σχέσης απασχόλησης (20).

43.      Επομένως, όταν, χωρίς να υπάρχει αντικειμενικός λόγος, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όσον αφορά τις αποδοχές τους σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για αξίωση που αποσκοπεί στη χορήγηση αποδοχών σε εργαζόμενο ορισμένου χρόνου, τις οποίες το εθνικό δίκαιο επιφυλάσσει μόνο στους εργαζομένους αορίστου χρόνου (21).

44.      Όπως αναφέρθηκε ήδη, τα ιταλικά δικαστήρια πρέπει να διευκρινίσουν κατ’ αρχήν εάν –και κατά πόσον– οι επί θητεία εισαγγελικοί λειτουργοί μπορούν να εγείρουν τέτοια αξίωση (22). Αντιθέτως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, στηριζόμενη στην παραδοχή ότι τέτοιες αξιώσεις υφίστανται, έχει ως αντικείμενο τους περιορισμούς που αφορούν τη δικαστική επιδίωξή τους.

2.      Αρχή της αποτελεσματικότητας

45.      Βεβαίως, το δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει κανόνες σχετικά με την έγερση τέτοιας αξίωσης, οπότε τα κράτη μέλη διαθέτουν ως προς αυτό δικονομική αυτονομία. Εφαρμόζονται, ωστόσο, οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Ειδικότερα, οι εθνικές ρυθμίσεις δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (23).

46.      Το άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος 116 δεν καθιστά εντελώς αδύνατη την έγερση ενδεχόμενης αξίωσης βάσει της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου. Εάν οι ενδιαφερόμενοι δεν υποβάλουν αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία αξιολόγησης και δεν αποδεχθούν την εφάπαξ αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, κατά τη λήξη της επί θητεία υπηρεσίας τους, οι διατάξεις περί παραίτησης που προβλέπονται στο άρθρο 29, παράγραφος 5, ή στο άρθρο 29, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, δεν αποκλείουν την άσκηση αγωγής για την επιδίωξη περαιτέρω αξιώσεων βάσει της ρήτρας 4, σημείο 1.

47.      Εάν οι επί θητεία δικαστικοί ή εισαγγελικοί λειτουργοί δεν συμμετάσχουν στη διαδικασία αξιολόγησης και αποδεχθούν απλώς την εφάπαξ αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του νομοθετικού διατάγματος 116, η διάταξη περί παραίτησης που προβλέπεται στην τρίτη περίοδο δεν φαίνεται προβληματική. Στην περίπτωση αυτή, οι δικαιούχοι, οι οποίοι άλλωστε είναι κατ’ επάγγελμα νομικοί, παραιτούνται οικειοθελώς από την έγερση αξιώσεων, οι οποίες ενδεχομένως έχουν ευρύτερο περιεχόμενο.

48.      Αντιθέτως, οι επί θητεία δικαστικοί ή εισαγγελικοί λειτουργοί που συμμετέχουν στη διαδικασία αξιολόγησης, πλην όμως η θητεία τους δεν παρατείνεται, δεν επιλέγουν οικειοθελώς την εφάπαξ αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του νομοθετικού διατάγματος 116. Επιθυμία τους είναι μάλλον η συνέχιση της υπηρεσίας τους στη δικαιοσύνη.

49.      Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η εφάπαξ αποζημίωση να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας.

50.      Βεβαίως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ποσό της αποζημίωσης των 2 500 ευρώ και των 1 500 ευρώ, κατά περίπτωση, για κάθε έτος άσκησης καθηκόντων κατά το παρελθόν μπορεί να είναι χαμηλότερο από τις αξιώσεις που μπορούν να εγείρουν οι ενδιαφερόμενοι βάσει της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου και της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας. Εκτός από τις αξιώσεις για υψηλότερες αποδοχές που προβάλλονται στο πλαίσιο της κύριας δίκης, των οποίων η ύπαρξη και το περιεχόμενο δεν είναι ακόμη σαφή, θα πρέπει συναφώς να ληφθούν υπόψη οι ήδη αναγνωρισμένες αξιώσεις επιδομάτων αδείας καθώς και τα δικαιώματα κοινωνικής προστασίας και σύνταξης γήρατος. Οι αξιώσεις επιδομάτων αδείας κατ’ έτος θα μπορούσαν να είναι ήδη υψηλότερες από την αποζημίωση σε περίπτωση εργασίας υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (24).

51.      Εντούτοις, σε περίπτωση αποδοχής της αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 29, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του νομοθετικού διατάγματος 116, οι ενδιαφερόμενοι δεν υποχρεούνται να κινήσουν δικαστική διαδικασία και, προφανώς, δεν λαμβάνεται υπόψη ενδεχόμενη παραγραφή των αξιώσεων. Ως εκ τούτου, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να είναι σαφώς υψηλότερο από εκείνο των αξιώσεων που οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να εγείρουν επιπροσθέτως βάσει της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου και της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας.

52.      Αυτή η τυποποίηση των αξιώσεων αποζημίωσης μπορεί να δικαιολογηθεί από τη διοικητική απλούστευση και την ασφάλεια δικαίου, δεδομένου ότι η διεξοδική εξέταση όλων των μεμονωμένων περιπτώσεων θα συνεπαγόταν σημαντική επιβάρυνση και δυσχέρειες (25). Η συνεκτίμηση τέτοιων στοιχείων είναι σύμφυτη με την αρχή της αποτελεσματικότητας, δεδομένου ότι η αρχή αυτή δεν επιτάσσει τη δίχως περιορισμό δυνατότητα έγερσης αξιώσεων που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά, απλώς, δεν επιτρέπει να καθίσταται η δυνατότητα αυτή εξαιρετικά δυσχερής. Επομένως, η αρχή αυτή επιτρέπει τον καθορισμό εύλογων προθεσμιών για την άσκηση αγωγής για λόγους ασφαλείας δικαίου (26).

53.      Εντούτοις, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμήσουν εν τέλει αν η εφάπαξ αποζημίωση, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική παραίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος 116, καθιστά εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης, αν δηλαδή δεν είναι αναλογική. Αυτά πρέπει, συναφώς, να λαμβάνουν υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις, όπως είναι οι κανόνες περί παραγραφής ή το ύψος τυχόν πρόσθετων αξιώσεων αποδοχών.

54.      Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η σύμβαση εργασίας σχεδόν όλων των επί θητεία δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που συμμετείχαν στη διαδικασία αξιολόγησης, μεταξύ των οποίων πιθανώς και της αιτούσας, παρατάθηκε. Δεν έλαβαν εφάπαξ αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του νομοθετικού διατάγματος 116 και, ακολούθως, με τη συμμετοχή τους στη διαδικασία αξιολόγησης παραιτήθηκαν, κατ’ αποτέλεσμα, εξ ολοκλήρου, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 5, από περαιτέρω αξιώσεις που απορρέουν από την προηγούμενη επί θητεία υπηρεσία τους.

55.      Η αναγκαστική αυτή παραίτηση από αξιώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως από αξιώσεις βάσει της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, είναι συμβατή με την αρχή της αποτελεσματικότητας μόνον εάν οι συμμετασχόντες στη διαδικασία αξιολόγησης των οποίων οι συμβάσεις παρατάθηκαν λαμβάνουν την προσήκουσα αποζημίωση.

56.      Βεβαίως, οι συμμετασχόντες στη διαδικασία αξιολόγησης των οποίων η σχέση εργασίας έχει παραταθεί απολαύουν σημαντικών πλεονεκτημάτων, δεδομένου ότι μπορούν να συνεχίσουν την άσκηση των καθηκόντων τους στο μέλλον με σταθερές αποδοχές, και δη μέχρι τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας τους, δηλαδή πρακτικά για αόριστο χρόνο. Ωστόσο, εκ πρώτης όψεως, οι εν λόγω συνθήκες εργασίας αποτελούν απλώς αντιπαροχή για τη μελλοντική τους υπηρεσία στη δικαιοσύνη.

57.      Εντούτοις, η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί ότι τούτο συνιστά προσήκουσα αντιστάθμιση. Τούτο καταδεικνύεται ιδίως από το γεγονός ότι οι νεοδιοριζόμενοι επί θητεία δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί δεν απολαύουν των συνθηκών εργασίας που ισχύουν για τους συμμετασχόντες στη διαδικασία αξιολόγησης των οποίων η σχέση εργασίας έχει παραταθεί.

58.      Αντιθέτως, η αιτούσα υποστηρίζει, κατά τρόπο πειστικό, ότι οι μελλοντικές αποδοχές δεν συνιστούν επαρκή αντιστάθμιση, ιδίως όσον αφορά τη συνταξιοδότησή της, στο μέτρο που το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά της δεν είναι αρκετό ώστε να θεμελιώσει δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης η αντιστάθμιση να προσανατολίζεται περισσότερο στα μειονεκτήματα υπέστησαν οι ενδιαφερόμενοι κατά το παρελθόν.

59.      Το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να κρίνει ποια από τις δύο αυτές απόψεις είναι ορθή, καθόσον δεν διαθέτει τις απαραίτητες πληροφορίες. Επομένως, το ζήτημα κατά πόσον οι συνθήκες απασχόλησης των συμμετασχόντων στη διαδικασία αξιολόγησης των οποίων η σχέση εργασίας έχει παραταθεί περιέχουν επαρκή αντιστάθμιση για την υποχρεωτική παραίτηση από περαιτέρω αξιώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης λόγω της επί θητεία υπηρεσίας τους κατά το παρελθόν πρέπει επίσης να κριθεί από τα εθνικά δικαστήρια.

3.      Νομολογία σχετικά με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου

60.      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, κανένα άλλο στοιχείο δεν προκύπτει από τη νομολογία σχετικά με τις αξιώσεις αποζημίωσης λόγω παράβασης της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου.

61.      Σύμφωνα με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Ως εκ τούτου, σε τέτοιες περιπτώσεις κατάχρησης, πρέπει να λαμβάνουν μέτρα που να είναι αναλογικά, αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου (27).

62.      Όσον αφορά τον τομέα της εκπαίδευσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μετά την προβλεπόμενη στον νόμο μετατροπή μιας σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν απαιτείται καμία περαιτέρω κύρωση για την καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (28). Ειδικότερα, σε τέτοια περίπτωση δεν είναι απαραίτητο να χορηγηθεί πρόσθετη χρηματική αποζημίωση στους ενδιαφερομένους (29).

63.      Εκ πρώτης όψεως, η νομολογία αυτή φαίνεται να αντιστοιχεί στην προκείμενη ρύθμιση περί παραίτησης, καθόσον εμποδίζει την έγερση αξιώσεων για το παρελθόν μόνο για εκείνους από τους επί θητεία εισαγγελικούς λειτουργούς των οποίων η σχέση απασχόλησης ορισμένου χρόνου μετατρέπεται σε σχέση απασχόλησης αορίστου χρόνου.

64.      Ωστόσο, μια προσεκτικότερη εξέταση αποκαλύπτει ότι δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της νομολογίας αυτής, καθώς οι αξιώσεις βάσει της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου είναι εντελώς διαφορετικής φύσης από τις αξιώσεις αποζημίωσης βάσει της ρήτρας 5.

65.      Οι αξιώσεις βάσει της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου στηρίζονται στην απαγόρευση των διακρίσεων και, επομένως, το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο, μέσω της σύγκρισης μεταξύ μιας ομάδας που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και μιας προνομιούχου ομάδας. Όπως υπογραμμίζει η αιτούσα, τέτοιου είδους αξιώσεις δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της προαναφερθείσας νομολογίας σχετικά με τον τομέα της εκπαίδευσης.

66.      Αντιθέτως, από τη σύγκριση αυτή δεν προκύπτουν «αξιώσεις αποζημίωσης» λόγω παράβασης της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου. Ομοίως, δεν πρόκειται για ζημία η οποία πρέπει να αποκατασταθεί, καθόσον δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προσδιορισθεί η έκταση της ζημίας που προκαλείται από την καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (30). Πρόκειται μάλλον για μέτρα επιβολής κυρώσεων που αποσκοπούν στην αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Ωστόσο, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή των μέτρων επιβολής κυρώσεων, στον βαθμό που τα μέτρα αυτά καταπολεμούν αποτελεσματικά τις καταχρήσεις (31).

67.      Ως εκ τούτου, η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου μπορεί επίσης να τύχει άμεσης εφαρμογής (32), ενώ το ίδιο δεν ισχύει για τη ρήτρα 5, σημείο 1 (33).

68.      Ο προβλεπόμενος στο άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος 116 συνδυασμός της μετατροπής της σχέσης απασχόλησης με την αξίωση αποζημίωσης σε περίπτωση μη μετατροπής της μπορεί, επομένως, να συνιστά αποτελεσματικό και κατάλληλο μέτρο για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης σχέσεων απασχόλησης ορισμένου χρόνου των επί θητεία δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου. Ωστόσο, από τα ανωτέρω δεν δικαιολογείται κατ’ ανάγκην ο πλήρης αποκλεισμός των αξιώσεων που στηρίζονται στη ρήτρα 4, σημείο 1, όσον αφορά την κατά το παρελθόν άσκηση καθηκόντων.

V.      Πρόταση

69.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:

Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι

–        δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση η οποία εξαναγκάζει μια επί θητεία εισαγγελική λειτουργό να παραιτηθεί από αξιώσεις οι οποίες αφορούν την κατά το παρελθόν άσκηση καθηκόντων και οι οποίες στηρίζονται στην εν λόγω ρήτρα 4, σημείο 1, προκειμένου να συμμετάσχει σε διαδικασία αξιολόγησης η οποία της παρέχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα καθήκοντα αυτά στο μέλλον για αόριστο χρόνο, μέχρι τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας της και με σταθερές αποδοχές, εφόσον οι μελλοντικές συνθήκες απασχόλησης, πέραν του ότι αποτελούν αντιπαροχή για τη μελλοντική εργασία, αντισταθμίζουν προσηκόντως τις αξιώσεις από τις οποίες υποχρεώθηκε να παραιτηθεί, και

–        δεν αντιτίθεται σε μια τέτοια ρύθμιση, στο μέτρο που αυτή προβλέπει, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα της διαδικασίας αξιολόγησης δεν παρέχει στην επί θητεία εισαγγελική λειτουργό τη δυνατότητα να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της, προσήκουσα εφάπαξ αποζημίωση για την κατά το παρελθόν άσκηση των καθηκόντων της,

εφόσον η εν λόγω επί θητεία εισαγγελική λειτουργός εμπίπτει στην έννοια της «εργαζομένης ορισμένου χρόνου».


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Χαρακτηριστικά, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψεις 16 και 17).


3      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑658/18, EU:C:2020:572, ιδίως σκέψεις 113 και 163).


4      Απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑236/20, EU:C:2022:263, ιδίως σκέψη 53).


5      Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).


6      Οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 131, σ. 10).


7      Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).


8      Η ρύθμιση αφορά τους «magistrati onorari», στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι δικαστικοί όσο και οι εισαγγελικοί λειτουργοί.


9      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑658/18, EU:C:2020:572, ιδίως σκέψεις 56 και 60 έως 62).


10      Βλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑658/18, EU:C:2020:572, ιδίως σκέψεις 113 και 163), και της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑236/20, EU:C:2022:263, ιδίως σκέψεις 54 και 66).


11      Αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψεις 158 έως 162), και της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψεις 47 και 53).


12      Προτάσεις μου στην υπόθεση Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑658/18, EU:C:2020:33, σημείο 108).


13      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑658/18, EU:C:2020:33, σημεία 103 έως 111).


14      Αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, IATA και ELFAA (C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 95), και της 12ης Ιουλίου 2012, Association Kokopelli (C‑59/11, EU:C:2012:447, σκέψη 70).


15      Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 47). Βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Iberdrola και Gas Natural (C‑566/11, C‑567/11, C‑580/11, C‑591/11, C‑620/11 και C‑640/11, EU:C:2013:191, σημείο 96) με περαιτέρω παραπομπές.


16      Απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 53).


17      Βλ., εντούτοις, επ’ αυτού, επίσης, σημεία 55 έως 59 των παρουσών προτάσεων.


18      Αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψεις 148 και 162), και της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψεις 48 και 53).


19      Απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψεις 60 έως 68).


20      Απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 134).


21      Πρβλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso (C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψεις 47 και 48), και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro και Iglesias Torres (C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 50).


22      Βλ. σημεία 31 επ. των παρουσών προτάσεων.


23      Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5), και της 15ης Απριλίου 2008, Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψεις 44 και 46).


24      Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 19).


25      Βλ. αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Dansk Jurist- og Økonomforbund (C‑546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 70), και της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 78).


26      Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5), και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, TDC (C‑327/15, EU:C:2016:974, σκέψη 98).


27      Αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ. (C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 94), της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ. (C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 158), της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ. (C‑22/13, C‑61/13 έως C‑63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 162), και της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 61).


28      Απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F.A. Bonporti (C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψεις 36, 37 και 40).


29      Απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F.A. Bonporti (C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψεις 41 έως 43).


30      Βλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Santoro (C‑494/16, EU:C:2018:166, σκέψεις 46 έως 50).


31      Αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F.A. Bonporti (C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψεις 24 και 25), και της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 58).


32      Απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψεις 60 έως 68).


33      Απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψεις 70 έως 80).

Top