Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0242

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona της 14ης Ιουλίου 2022.
    Ποινική δίκη κατά TL.
    Αίτηση του Tribunal da Relação de Évora για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2010/64/ΕΕ – Δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση – Άρθρο 2, παράγραφος 1, και άρθρο 3, παράγραφος 1 – Έννοια του “ουσιώδους εγγράφου” – Οδηγία 2012/13/ΕΕ – Δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ – Πεδίο εφαρμογής – Μη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο – Άμεσο αποτέλεσμα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 και άρθρο 48, παράγραφος 2 – Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών – Άρθρο 6 – Καταδίκη σε ποινή φυλάκισης με αναστολή εκτέλεσης υπό όρους – Μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το καθεστώς αναστολής υπό όρους – Παράλειψη μετάφρασης ουσιώδους εγγράφου και μη ορισμός διερμηνέα κατά την κατάρτιση του εγγράφου αυτού – Ανάκληση της αναστολής – Έλλειψη μετάφρασης των διαδικαστικών πράξεων που αφορούν την ανάκληση – Συνέπειες επί του κύρους της εν λόγω ανάκλησης – Διαδικαστική πλημμέλεια συνεπαγόμενη σχετική ακυρότητα.
    Υπόθεση C-242/22 PPU.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:580

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

    της 14ης Ιουλίου 2022 ( 1 )

    Υπόθεση C‑242/22 PPU

    TL,

    παρισταμένου του:

    Ministério Público

    [αίτηση του Tribunal da Relação de Évora
    (εφετείου Évora, Πορτογαλία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγίες 2010/64/ΕΕ και 2012/13/ΕΕ – Πεδίο εφαρμογής – Δικαίωμα σε διερμηνεία, μετάφραση και ενημέρωση στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Έννοια του “ουσιώδους εγγράφου” – Δήλωση ταυτότητας και κατοικίας στη γλώσσα διαδικασίας την οποία δεν κατανοεί ο ύποπτος ή κατηγορούμενος – Έλλειψη διερμηνείας και μετάφρασης – Μη συμμόρφωση προς τους όρους αναστολής της εκτελέσεως ποινής λόγω απουσίας από την καθορισμένη διεύθυνση κατοικίας – Αμετάκλητη διάταξη περί ανακλήσεως της αναστολής εκτέλεσης της ποινής – Δυνατότητα ανακλήσεως – Δεδικασμένο»

    1.

    Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την εφαρμογή των οδηγιών 2010/64/ΕΕ ( 2 ) και 2012/13/ΕΕ ( 3 ) σε ποινική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας πορτογαλικό δικαστήριο καταδίκασε σε τρία έτη φυλάκισης Μολδαβό υπήκοο (στο εξής: TL) ο οποίος γνωρίζει μόνο τη ρουμανική γλώσσα, η οποία είναι η επίσημη γλώσσα της χώρας του.

    2.

    Με την ίδια την καταδικαστική απόφαση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε την αναστολή εκτελέσεως της ποινής υπό όρους. Ένας εξ αυτών ήταν να είναι ο TL ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος στη διεύθυνση κατοικίας που είχε δηλώσει κατά τη «δήλωση ταυτότητας και κατοικίας» (στο εξής: ΔΤΚ). Δεδομένου ότι δεν κατέστη δυνατή η επικοινωνία μαζί του στην ως άνω διεύθυνση κατοικίας, διατάχθηκε η ανάκληση της αναστολής εκτελέσεως και ο TL συνελήφθη για να εκτίσει την ποινή φυλάκισής του.

    3.

    Το Tribunal da Relação de Évora (εφετείο Évora, Πορτογαλία), λαμβάνοντας υπόψη την παράλειψη παρουσίας διερμηνέα και την παράλειψη μετάφρασης ορισμένων εγγράφων στη ρουμανική γλώσσα στο πλαίσιο της ΔΤΚ και άλλων διαδικαστικών πράξεων, ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις επί της ερμηνείας των δύο προαναφερθεισών οδηγιών, σχετικά με την ακυρότητα των πράξεων που διενεργούνται χωρίς να τηρούνται οι επιταγές των εν λόγω οδηγιών.

    I. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

    1. Η οδηγία 2010/64

    4.

    Το άρθρο 1, με τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», διαλαμβάνει τα εξής:

    «1.   Η παρούσα οδηγία καθορίζει κανόνες σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία και τη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

    2.   Το δικαίωμα της παραγράφου 1 ισχύει για πρόσωπα από τη στιγμή κατά την οποία ενημερώνονται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, με επίσημη κοινοποίηση ή με άλλο τρόπο, ότι είναι ύποπτα ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας, που συνίσταται στον τελικό προσδιορισμό του κατά πόσον έχουν διαπράξει το αδίκημα, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον απαιτείται, της καταδίκης και της απόφασης επί ενδεχόμεν[ου ενδίκου μέσου].

    […]»

    5.

    Το άρθρο 2, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα σε διερμηνεία», ορίζει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε στους υπόπτους ή κατηγορουμένους που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας να παρέχεται χωρίς καθυστέρηση διερμηνεία κατά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας ενώπιον ανακριτικών και δικαστικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών ανακρίσεων, όλων των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου και τυχόν αναγκαίων ενδιάμεσων ακροάσεων.

    […]»

    6.

    Το άρθρο 3, το οποίο τιτλοφορείται «Δικαίωμα μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων», προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν, ώστε στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής ποινικής διαδικασίας να παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπεράσπισής τους και προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

    2.   Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν κάποιο άλλο έγγραφο είναι ουσιώδες. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι ή οι συνήγοροί τους δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα προς τον σκοπό αυτό.

    […]»

    2. Η οδηγία 2012/13

    7.

    Το άρθρο 2, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

    «1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται από τη στιγμή που ένα πρόσωπο ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, ότι θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι τον τελικό προσδιορισμό του εάν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν [ενδίκου μέσου].

    […]»

    8.

    Το άρθρο 3, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με τα δικαιώματα», προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την άμεση ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορούμενου όσον αφορά τουλάχιστον τα ακόλουθα δικονομικά δικαιώματα, όπως ισχύουν δυνάμει του εθνικού τους δικαίου, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκησή τους:

    […]

    δ) το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης·

    […]».

    9.

    Κατά το άρθρο 8, με τίτλο «Επαλήθευση και [προσφυγές]»:

    «[…]

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει το δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει τις πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία».

    Β.   Το πορτογαλικό δίκαιο: Código de processo penal ( 4 )

    10.

    Κατά το άρθρο 57, το οποίο τιτλοφορείται «Ιδιότητα του “κατηγορουμένου”», ως «arguido» νοείται κάθε πρόσωπο κατά του οποίου έχουν απαγγελθεί κατηγορίες ή εις βάρος του οποίου διενεργείται ανάκριση στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.

    11.

    Το επιγραφόμενο «Δικονομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις» άρθρο 61, παράγραφος 1, στοιχείο h, του CPP αναγνωρίζει στον «arguido», σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο νόμος, το δικαίωμα ενημερώσεως, από τη δικαστική αρχή ή από το όργανο της εγκληματολογικής αστυνομίας ενώπιον των οποίων καλείται να εμφανιστεί, σχετικά με τα δικαιώματά του.

    12.

    Το τιτλοφορούμενο «Γλώσσα των πράξεων και ορισμός διερμηνέα» άρθρο 92 του CPP ορίζει ότι στις διαδικαστικές πράξεις, έγγραφες ή προφορικές, χρησιμοποιείται η πορτογαλική γλώσσα, όταν όμως καλείται να μετάσχει στη διαδικασία ένα πρόσωπο που δεν είναι γνώστης της εν λόγω γλώσσας, ορίζεται διερμηνέας.

    13.

    Το άρθρο 113 του CPP, με τίτλο «Γενικοί κανόνες σχετικά με τις κοινοποιήσεις», προβλέπει, στην παράγραφο 10, ότι οι κοινοποιήσεις που απευθύνονται στον «arguido» μπορούν να γίνονται προς τον δικηγόρο ή τον συνήγορό του. Από τον ως άνω κανόνα εξαιρούνται οι κοινοποιήσεις που αφορούν το κατηγορητήριο, την κίνηση της ανακριτικής διαδικασίας, την κλήτευση σε δικάσιμο ή σε απαγγελία αποφάσεως, καθώς και εκείνες που αφορούν την εφαρμογή μέτρων εξαναγκασμού που κοινοποιούνται υποχρεωτικώς και στον δικηγόρο.

    14.

    Το άρθρο 119 του CPP, το οποίο επιγράφεται «Μη θεραπεύσιμες ακυρότητες», περιλαμβάνει έξι περιπτώσεις μη θεραπεύσιμων ακυροτήτων, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ( 5 ).

    15.

    Δυνάμει της παραγράφου 1 του επιγραφόμενου «Ακυρότητες που πρέπει να προταθούν» άρθρου 120, οποιαδήποτε άλλη ακυρότητα, εκτός από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 119, πρέπει να προτείνεται από τον ενδιαφερόμενο. Η παράγραφος 2 της εν λόγω διατάξεως απαριθμεί τις ακυρότητες που πρέπει να προτείνονται, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο «μη ορισμός διερμηνέα στις περιπτώσεις στις οποίες ο ορισμός του είναι κατά τον νόμο υποχρεωτικός» (στοιχείο c).

    16.

    Σύμφωνα με το άρθρο 120, παράγραφος 3, του CPP, οι ακυρότητες που μνημονεύονται στις προηγούμενες παραγράφους πρέπει να προτείνονται:

    Σε περίπτωση ακυρότητας πράξης στην οποία ήταν παρών ο ενδιαφερόμενος, έως την ολοκλήρωσή της (στοιχείο a).

    Σε περίπτωση ακυρότητας της έρευνας ή της ανακρίσεως, έως το πέρας της συζητήσεως για την έρευνα ή, εάν δεν διεξαχθεί ανακριτική διαδικασία, έως πέντε ημέρες μετά την κοινοποίηση της διατάξεως περί περατώσεως της έρευνας (στοιχείο c).

    17.

    Το τιτλοφορούμενο «Δήλωση ταυτότητας και κατοικίας» άρθρο 196 του CPP ορίζει ότι η δικαστική αρχή ή το όργανο της εγκληματολογικής αστυνομίας απαιτεί ΔΤΚ από κάθε κατηγορούμενο. Για τον σκοπό διενέργειας κοινοποιήσεων, το εν λόγω πρόσωπο οφείλει να δηλώσει τον τόπο κατοικίας του, τον τόπο εργασίας του ή άλλη διεύθυνση διαμονής της επιλογής του.

    18.

    Κατά το άρθρο 196, παράγραφος 3, του CPP, η ΔΤΚ πρέπει να αναφέρει ότι ο «arguido» ενημερώθηκε:

    Σχετικά με την υποχρέωση να εμφανίζεται ενώπιον της αρμόδιας αρχής ή να παραμένει στη διάθεσή της, όποτε το ορίζει ο νόμος ή όταν κλητεύεται δεόντως προς τούτο.

    Σχετικά με την υποχρέωση να μην αλλάξει κατοικία ή να μην απουσιάσει από αυτή για περισσότερες από πέντε ημέρες χωρίς να γνωστοποιήσει τη νέα του κατοικία ή τον τόπο όπου μπορεί να εντοπισθεί.

    Σχετικά με το ότι οι μεταγενέστερες κοινοποιήσεις θα πραγματοποιούνται με απλό ταχυδρομείο στη δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας, εκτός εάν ο κατηγορούμενος γνωστοποιήσει άλλη διεύθυνση, μέσω αιτήσεως που παραδίδεται ή αποστέλλεται με συστημένη επιστολή στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο διεξάγεται κατά τον συγκεκριμένο χρόνο η διαδικασία.

    Σχετικά με το ότι η μη τήρηση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων νομιμοποιεί την εκπροσώπησή του από δικηγόρο σε σχέση με όλες τις διαδικαστικές πράξεις στις οποίες δικαιούται ή είναι υποχρεωμένος να παρίσταται αυτοπροσώπως, καθώς επίσης και τη διεξαγωγή της δίκης ερήμην του, υπό τους όρους του άρθρου 333.

    19.

    Το άρθρο 495, το οποίο επιγράφεται «Μη τήρηση των όρων αναστολής εκτέλεσης», ρυθμίζει της πράξεις που δύνανται να οδηγήσουν στην ανάκληση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής.

    II. Τα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη διαφορά και το προδικαστικό ερώτημα

    20.

    Στις 10 Ιουλίου 2019 εκδόθηκε διάταξη περί απαγγελίας κατηγοριών στον «arguido» TL, ο οποίος ούτε κατανοεί ούτε ομιλεί την πορτογαλική γλώσσα.

    21.

    Όπως προκύπτει από την εν λόγω διάταξη, η οποία φέρει την υπογραφή του [TL], η εν λόγω απόφαση «συντάχθηκε στην πορτογαλική γλώσσα και μεταφράστηκε στην επίσημη γλώσσα της Μολδαβίας, τη ρουμανική». ( 6 )

    22.

    Την ίδια ημέρα υποβλήθηκε η ΔΤΚ άνευ συμμετοχής διερμηνέα της ρουμανικής και άνευ μεταφράσεως του εγγράφου στην ως άνω γλώσσα.

    23.

    Στα έγγραφα της ΔΤΚ σημειωνόταν ότι ο TL ενημερώθηκε για την υποχρέωση να εμφανίζεται ενώπιον των αρχών και να γνωστοποιεί τις αλλαγές κατοικίας καθώς και για τις συνέπειες της μη εκπληρώσεως των εν λόγω υποχρεώσεων.

    24.

    Ο TL παρέστη αυτοπροσώπως στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατά τη διάρκεια της οποίας κρίθηκαν οι εις βάρος του κατηγορίες και έτυχε ακροάσεως και εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Στο πλαίσιο αυτό, του παρασχέθηκε επίσης διερμηνέας ο οποίος είχε «οριστεί για τη μετάφραση των πράξεων της επ’ ακροατηρίου συζήτησης».

    25.

    Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, η οποία κατέστη απρόσβλητη στις 26 Σεπτεμβρίου 2019, το Tribunal judicial da comarca de Beja (πρωτοδικείο Beja, Πορτογαλία) καταδίκασε τον TL σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, αλλά ανέστειλε την εκτέλεσή της.

    26.

    Η Direção-Geral de Reeilção e Serviços Prisionais (γενική διεύθυνση επανεντάξεως και σωφρονιστικών υπηρεσιών, Πορτογαλία) επιχείρησε επανειλημμένως, ανεπιτυχώς, να επικοινωνήσει με τον TL στη διεύθυνση κατοικίας που αναγραφόταν στη ΔΤΚ.

    27.

    Στις 7 Ιανουαρίου 2021 το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε διάταξη κλητεύσεως του TL προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον τηρούνταν οι όροι αναστολής της ποινής. Στις 12 Ιανουαρίου 2021, με συστημένη επιστολή, απεστάλη κλήτευση στη διεύθυνση κατοικίας που αναγραφόταν στη ΔΤΚ. Στις 6 Απριλίου 2021 η κλήτευση απεστάλη εκ νέου με τον ίδιο τρόπο.

    28.

    Ο TL δεν παρέστη ενώπιον του δικαστηρίου κατά την προσδιοριζόμενη στις κλητεύσεις ημερομηνία.

    29.

    Στις 9 Ιουνίου 2021, το Tribunal judicial da comarca de Beja (πρωτοδικείο Beja) εξέδωσε διάταξη περί ανακλήσεως της αναστολής της ποινής που είχε επιβληθεί στον TL και διέταξε τη σύλληψή του.

    30.

    Η διάταξη περί ανακλήσεως, η οποία είχε συνταχθεί στην πορτογαλική γλώσσα χωρίς μετάφραση στη ρουμανική, κοινοποιήθηκε στις 25 Ιουνίου 2021 τόσο στη διεύθυνση που αναγραφόταν στη ΔΤΚ όσο και στον δικηγόρο του TL. Ελλείψει εμπρόθεσμης προσβολής της, η εν λόγω διάταξη κατέστη απρόσβλητη στις 20 Σεπτεμβρίου 2021.

    31.

    Στις 30 Σεπτεμβρίου 2021 ο TL συνελήφθη προκειμένου να εκτίσει την ποινή του. Από εκείνη την ημερομηνία κρατείται, στερούμενος την ελευθερία του.

    32.

    Στις 11 Οκτωβρίου 2021 ο TL όρισε νέο συνήγορο και, στις 18 Νοεμβρίου 2021, κατέθεσε προσφυγή ζητώντας να ακυρωθεί η διάταξη περί απαγγελίας κατηγοριών εις βάρος του ως «arguido», η ΔΤΚ, η διάταξη περί κλητεύσεώς του προς διευκρίνιση των περιστάσεων της μη τηρήσεως των όρων αναστολής της ποινής, οι αποπειραθείσες κοινοποιήσεις καθώς και η διάταξη περί ανακλήσεως της εν λόγω αναστολής.

    33.

    Προς στήριξη της αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας των ως άνω πράξεων, ο TL εξέθεσε ότι ουδέποτε έλαβε τις κοινοποιήσεις καθώς είχε αλλάξει διεύθυνση κατοικίας. Το γεγονός αυτό δεν το είχε γνωστοποιήσει διότι αγνοούσε ότι ήταν υποχρεωμένος να το πράξει, περαιτέρω δε αγνοούσε τις συνέπειες της εν λόγω παραλείψεως, λόγω του ότι η ΔΤΚ δεν είχε μεταφρασθεί στη ρουμανική γλώσσα.

    34.

    Η εισαγγελική αρχή αντιτάχθηκε στην αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας, υποστηρίζοντας ότι, μολονότι οι καταγγελλόμενες πλημμέλειες θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνιστούν περίπτωση ακυρότητας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 120 του CPP, εντούτοις οι οικείες πράξεις είχαν κοινοποιηθεί στον δικηγόρο του TL, ο οποίος ούτε είχε προβάλει αντιρρήσεις ούτε είχε ασκήσει προσφυγή κατ’ αυτών εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας.

    35.

    Με διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2021, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας με το σκεπτικό ότι ( 7 ):

    Οι πλημμέλειες που συνίστανται στην έλλειψη συνδρομής διερμηνέα και την παράλειψη μεταφράσεως της ΔΤΚ, καθώς και της διατάξεως περί ανακλήσεως της αναστολής εκτέλεσης της ποινής του TL συνιστούν πλημμέλειες σχετικής ακυρότητας οι οποίες μπορούν να προβληθούν μόνο μέσω της ασκήσεως των προβλεπόμενων από τον νόμο ενδίκων μέσων. Μετά την εκπνοή άπρακτων των προθεσμιών για την άσκηση των εν λόγω ενδίκων μέσων, τεκμαίρεται ότι οι ως άνω πλημμέλειες έχουν θεραπευθεί.

    Ο TL παρέστη αυτοπροσώπως, έτυχε ακροάσεως και εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Το δικαίωμά του να τοποθετηθεί επί κάθε αποφάσεως δυνάμενης να τον επηρεάσει προσωπικά έγινε σεβαστό, ασκήθηκε δε μέσω του συνηγόρου του. Ο συνήγορός του έλαβε όλες τις κοινοποιήσεις των διαδικαστικών πράξεων που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της αποφάσεως, της διατάξεως περί ορισμού δικασίμου για τη διακρίβωση της τηρήσεως των όρων αναστολής της ποινής καθώς και της διατάξεως περί ανακλήσεως της εν λόγω αναστολής.

    Όλες οι κοινοποιηθείσες αποφάσεις έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, δεδομένου ότι δεν προσβλήθηκαν με ένδικο μέσο και ως εκ τούτου κάθε διαδικαστική πλημμέλεια τεκμαίρεται ότι έχει θεραπευθεί.

    36.

    Ο TL άσκησε έφεση κατά της ως άνω διατάξεως ενώπιον του Tribunal da Relação de Évora (εφετείου Évora), το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχουν τα άρθρα 1 έως 3 της οδηγίας [2010/64] και το άρθρο 3 της οδηγίας [2012/13] […], θεωρούμενα μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της της Ευρωπαϊκής Σύμβασης [για την Προάσπιση] των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ)], την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε διάταξη εθνικού δικαίου η οποία, αφενός, όσον αφορά τον μη ορισμό διερμηνέα και την παράλειψη μετάφρασης ουσιωδών διαδικαστικών πράξεων για πρόσωπο του οποίου η ποινική ευθύνη δεν έχει ακόμη στοιχειοθετηθεί και το οποίο δεν κατανοεί τη γλώσσα της διαδικασίας, προβλέπει σχετική ακυρότητα η οποία πρέπει να προταθεί και, αφετέρου, καθιστά δυνατή την κάλυψη του είδους αυτού ακυρότητας μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου;»

    III. Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

    37.

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Απριλίου 2022.

    38.

    Στις 12 Μαΐου 2022, το Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα περί εφαρμογής της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας.

    39.

    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο TL, η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μόνον οι δύο τελευταίες παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Ιουνίου 2022.

    IV. Εκτίμηση

    Α.   Εισαγωγική παρατήρηση. Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς

    40.

    Μολονότι ο TL ζήτησε την ακύρωση άλλων πράξεων της ποινικής διαδικασίας ( 8 ), το αιτούν δικαστήριο εστιάζει στις εξής τρεις πράξεις: α) τη ΔΤΚ· β) τη διάταξη με την οποία ο TL κλητεύθηκε προς διευκρίνιση των περιστάσεων της μη τηρήσεως των όρων της αναστολής της ποινής· και γ) την ανάκληση της εν λόγω αναστολής ( 9 ).

    41.

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στηρίζεται στις ακόλουθες παραδοχές:

    Οι κρίσιμες διατάξεις των οδηγιών 2010/64 και 2012/13 έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, μολονότι οι εν λόγω οδηγίες δεν μεταφέρθηκαν στο εθνικό δίκαιο ( 10 ).

    Οι προβαλλόμενες διατάξεις έχουν «κάθετο άμεσο αποτέλεσμα», ως κανόνες σαφείς, συγκεκριμένοι και απαλλαγμένοι αιρέσεων οι οποίοι απονέμουν δικαιώματα σε ιδιώτες.

    Οι τρεις πράξεις που μνημονεύονται στο σημείο 40 μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στην έννοια των «ουσιωδών εγγράφων» της ποινικής διαδικασίας.

    Η μη συμμετοχή διερμηνέα και η παράλειψη μεταφράσεως στη ρουμανική γλώσσα των σχετικών με τις ως άνω πράξεις εγγράφων συνιστά περίπτωση σχετικής (όχι απόλυτης) ακυρότητας των εγγράφων που απαριθμούνται στο άρθρο 120 του CPP.

    Η αμφιβολία έγκειται στο αν, όπως είχε αποφασίσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι απορρέουσες από την έλλειψη διερμηνείας και την παράλειψη μεταφράσεως ακυρότητες μπορεί να θεωρηθεί ότι «καλύπτονται» συνεπεία της μη εμπρόθεσμης ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά των οικείων διαδικαστικών πράξεων.

    Β.   Επί της δυνατότητας εφαρμογής των οδηγιών 2010/64 και 2012/13

    1. Γενικά

    42.

    Το άρθρο 2 της οδηγίας 2010/64 ρυθμίζει το δικαίωμα σε προφορική διερμηνεία (όσων διατυπώνονται προφορικά), ενώ το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας καθιερώνει το δικαίωμα σε γραπτή μετάφραση ορισμένων ουσιωδών εγγράφων ( 11 ).

    43.

    Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι πρέπει να λαμβάνουν άμεση ενημέρωση σχετικά με τα δύο δικαιώματα (σε διερμηνεία και σε μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων).

    44.

    Τόσο το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/64 όσο και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/13 καθορίζουν το αρχικό και το τελικό χρονικό σημείο της περιόδου εφαρμογής τους στις ποινικές διαδικασίες:

    Ως αρχικό χρονικό σημείο ορίζεται εκείνο κατά το οποίο ένα πρόσωπο ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, με επίσημη κοινοποίηση ή με άλλο τρόπο, ότι είναι ύποπτο ή κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης.

    Ως τελικό χρονικό σημείο ορίζεται η «ολοκλήρωση της διαδικασίας, που συνίσταται στον τελικό προσδιορισμό του κατά πόσον έχ[ει] διαπράξει το αδίκημα, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον απαιτείται, της καταδίκης και της απόφασης επί ενδεχόμεν[ου ενδίκου μέσου]».

    45.

    Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να ληφθεί υπόψη το τελικό χρονικό σημείο της περιόδου εφαρμογής των οδηγιών 2010/64 και 2012/13, ήτοι η ολοκλήρωση της διαδικασίας υπό την προεκτεθείσα έννοια. Ως εκ τούτου, οι δύο αυτές οδηγίες δεν διέπουν τα στάδια που έπονται της εκδόσεως της αποφάσεως (με εξαίρεση, όπως είναι λογικό, την περίπτωση προσβολής της τελευταίας) με την οποία περατώνεται η συζήτηση περί τελέσεως της αξιόποινης πράξεως.

    46.

    Οι οδηγίες 2010/64 και 2012/13 δεν ρυθμίζουν το «στάδιο της εκτελέσεως της οριστικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου κατά προσώπου καταδικασθέντος για την τέλεση ποινικού αδικήματος», μολονότι το εν λόγω στάδιο αποτελεί, κατά τα λοιπά, τμήμα της ποινικής διαδικασίας ( 12 ). Τούτο ισχύει ακόμη και όταν, κατά το εν λόγω στάδιο, διατάσσονται μέτρα συνεπαγόμενα τον περιορισμό της ελευθερίας του καταδικασθέντος, όπως το επίμαχο εν προκειμένω μέτρο ή οποιοδήποτε από τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο της εκτελέσεως της ποινής σε σωφρονιστικό κατάστημα (για παράδειγμα η κατάργηση των αδειών εξόδου, η ανάκληση της εκτίσεως της ποινής υπό καθεστώς ημιελευθερίας και άλλα παρόμοια δικαιώματα).

    47.

    Το Δικαστήριο είχε στο παρελθόν την ευκαιρία να οριοθετήσει τη δυνατότητα εφαρμογής των δύο αυτών οδηγιών:

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64 έχει την έννοια ότι η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται σε διαδικασία η οποία «διεξάγεται εξ ορισμού αφού προσδιορισθεί τελικώς κατά πόσον έχει τελέσει αξιόποινη πράξη το πρόσωπο που θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται και, ενδεχομένως, αφού το πρόσωπο αυτό καταδικαστεί» ( 13 ).

    Από το άρθρο 1 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/13 «[προκύπτει ότι] διαδικασία η οποία δεν έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης ενός προσώπου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2012/13» ( 14 ).

    48.

    Ο αποκλεισμός των μεταγενέστερων της εκδόσεως της αποφάσεως σταδίων δεν οφείλεται σε κεκτημένη ταχύτητα, αλλά αποτελεί συνειδητή απόφαση του νομοθέτη της Ένωσης, ο οποίος δεν θέλησε να επεκτείνει στα εν λόγω στάδια την κατοχύρωση των δικαιωμάτων που προβλέπουν οι προαναφερθείσες οδηγίες.

    49.

    Επομένως, όσον αφορά την εκτέλεση της ποινής η οποία επιβλήθηκε μετά την κήρυξη της διαπιστωθείσας με την απόφαση ενοχής, οι οδηγίες 2010/64 και 2012/13 δεν παρέχουν στους καταδικασθέντες τα ίδια δικαιώματα με αυτά που αναγνωρίζονται στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους.

    50.

    Κατά συνέπεια, τα ζητήματα που αφορούν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής, τα οποία εμπίπτουν στο στάδιο εκτελέσεως της αποφάσεως (δηλαδή αφού έχει εκδοθεί η εν λόγω απόφαση), δεν καταλαμβάνονται από τις εν λόγω οδηγίες. Για την ανάκληση της χορηγηθείσας αναστολής, καμία από τις δύο ανωτέρω οδηγίες δεν απαιτεί να απολαύει ο καταδικασθείς των δικαιωμάτων τα οποία σκοπούν να προστατεύσουν.

    2. Η διαφορά της κύριας δίκης

    51.

    Όσον αφορά την υπό κρίση διαφορά, η υποβολή της ΔΤΚ (που αποτελεί την πλέον επίμαχη πράξη, καθόσον συνιστά την αφετηρία όσων έλαβαν χώρα κατά το στάδιο της αναστολής της ποινής) πραγματοποιήθηκε σε στάδιο προγενέστερο της δίκης και της καταδικαστικής αποφάσεως.

    52.

    Η ΔΤΚ δεν αφορά τον «προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης», δεδομένου ότι πρόκειται για πράξη με την οποία γνωστοποιείται η ταυτότητα και η κατοικία του «arguido», προκειμένου να του αποστέλλονται οι μεταγενέστερες κοινοποιήσεις. Με το ίδιο σκεπτικό, η ΔΤΚ δεν θα πρέπει να επηρεάζει την απόφαση περί του αν το εν λόγω πρόσωπο διέπραξε ή όχι τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται.

    53.

    Ωστόσο, η ΔΤΚ μπορεί να επισύρει σημαντικές συνέπειες για όσους αναγκάζονται να υποβάλλουν μια τέτοια δήλωση ( 15 ), οι οποίες μπορεί να κυμανθούν από τη δίκη του κατηγορουμένου ερήμην (η οποία είναι πιθανή, κατά το άρθρο 196, παράγραφος 3, στοιχείο d, του CPP, εφόσον ο τελευταίος δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της ΔΤΚ) μέχρι την ανάκληση της αναστολής της επιβληθείσας ποινής, όπως συνέβη εν προκειμένω ( 16 ).

    54.

    Στην υπό κρίση υπόθεση, η ανάκληση της αναστολής της ποινής του TL συνδέεται άρρηκτα με τις πλημμέλειες της ΔΤΚ: αμφότερες πρέπει να εξεταστούν από κοινού, προκειμένου να μη δημιουργηθεί στρεβλή αντίληψη για την πορεία της ποινικής διαδικασίας ( 17 ).

    55.

    Στο πλαίσιο αυτό, και λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων της ΔΤΚ στις μεταγενέστερες πράξεις, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ευλόγως τη σημασία της εν λόγω πράξης, χαρακτηρίζοντάς τη ως ουσιώδες έγγραφο. Η μετάφρασή της είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί στους υπόπτους ή κατηγορουμένους που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας η πλήρης άσκηση των δικαιωμάτων τους υπεράσπισης και ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας [άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης)].

    56.

    Επομένως, εξετάζοντας τη ΔΤΚ υπό το πρίσμα των πράξεων με τις οποίες συνδέεται στην υπό κρίση υπόθεση (ιδίως την ανάκληση της αναστολής της εκτέλεσης ποινής και την επακόλουθη φυλάκιση), αντιλαμβάνομαι ότι έπρεπε να έχουν παρασχεθεί στον TL: α) η συνδρομή διερμηνέα που θα του επέτρεπε να λάβει γνώση των υποχρεώσεων που του επιβλήθηκαν δυνάμει της εν λόγω διαδικαστικής πράξεως καθώς επίσης και των συνεπειών της μη τήρησης αυτών· και β) μετάφραση της ΔΤΚ σε γλώσσα την οποία να κατανοεί.

    57.

    Εν ολίγοις, φρονώ ότι:

    Κατ’ αρχήν, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/64 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/13 δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν κατά την εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως και σκοπούσαν την ανάκληση της αποφάσεως αναστολής στερητικής της ελευθερίας ποινής.

    Εντούτοις, οι ως άνω διατάξεις έχουν εφαρμογή όταν οι εν λόγω διαδικαστικές πράξεις απορρέουν από την παράβαση υποχρεώσεως που επιβάλλει η ΔΤΚ (κατά το προγενέστερο της εκδόσεως της αποφάσεως στάδιο), της οποίας των συνεπειών δεν μπόρεσε να λάβει γνώση ο «arguido» καθόσον αγνοούσε τη γλώσσα στην οποία υπεβλήθη η ΔΤΚ και δεν του παρασχέθηκε μετάφραση του περιεχομένου της τελευταίας.

    Γ.   Επί του άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών 2010/64 και 2012/13

    58.

    Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί δεδομένο ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64 καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13 έχουν άμεσο αποτέλεσμα.

    59.

    Συμμερίζομαι την ως άνω εκτίμηση, δεδομένου ότι οι εν λόγω διατάξεις περιέχουν κανόνες συγκεκριμένους και απαλλαγμένους αιρέσεων με αποδέκτες τα κράτη μέλη, οι αρχές των οποίων, ιδίως δε οι δικαστικές, οφείλουν να διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που οι κανόνες αυτοί διακηρύσσουν.

    60.

    Ως εκ τούτου, οι εν λόγω διατάξεις έχουν άμεσο αποτέλεσμα και κατά συνέπεια οι ιδιώτες δύνανται να τις επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    61.

    Το άρθρο 3 της οδηγίας 2010/64 περιέχει ειδική μνεία σε τρία ουσιώδη έγγραφα [ήτοι «οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση» (παράγραφος 2)] ( 18 ), αλλά αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να αποφασίζουν οι αρμόδιες αρχές, «σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν κάποιο άλλο έγγραφο είναι ουσιώδες» (παράγραφος 3) ( 19 ).

    62.

    Επομένως, αντιλαμβάνομαι ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2010/64 περιέχει και αυτό κανόνα συγκεκριμένο και απαλλαγμένο αιρέσεων, μολονότι ο προβλεπόμενος από αυτό κατάλογος των ουσιωδών εγγράφων δεν είναι εξαντλητικός, αφήνοντας περιθώριο στη δικαστική αρχή να θεωρήσει ως τέτοια, κατά την κρίση της, και άλλα έγγραφα, πέραν των προσδιοριζόμενων. Η μετάφραση του συνόλου των εγγράφων αυτών, ανεξαρτήτως της παραγράφου του άρθρου 3 της οδηγίας στην οποία μνημονεύονται, αποτελεί δικαίωμα κάθε υπόπτου ή κατηγορουμένου.

    Δ.   Επί της προσβολής του δικαιώματος σε διερμηνεία, μετάφραση και ενημέρωση για τα δύο αυτά δικαιώματα

    63.

    Το αιτούν δικαστήριο δέχεται, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι στην υπό κρίση υπόθεση συντρέχει περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων του TL σε διερμηνεία και σε μετάφραση ουσιωδών εγγράφων, όπως αυτά απορρέουν από την οδηγία 2010/64.

    64.

    Εντούτοις, μολονότι η διάταξη περί παραπομπής περιέχει ρητή μνεία στο δικαίωμα ενημερώσεως, το οποίο κατοχυρώνεται με την οδηγία 2012/13, δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την ενδεχόμενη προσβολή του.

    65.

    Θα αναφερθώ χωριστά στις δύο αυτές κατηγορίες προσβολής δικαιωμάτων.

    1. Δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση

    66.

    Η διαπίστωση, εκ μέρους του πρωτοβάθμιου και του αιτούντος δικαστηρίου, ότι στοιχειοθετείται προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων με απαλλάσσει από την υποχρέωση να διατυπώσω περαιτέρω παρατηρήσεις συναφώς.

    67.

    Όσον αφορά τη μετάφραση, τα «ουσιώδη έγγραφα» της ποινικής διαδικασίας πρέπει να παρέχονται στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο συνοδευόμενα από απόδοση στη γλώσσα την οποία κατανοεί. Δεδομένου ότι η οδηγία 2010/64 «δεν περιέχει παραπομπή στην εθνική νομοθεσία, πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης [η οποία πρέπει] να ερμηνεύεται ενιαία εντός αυτής» ( 20 ).

    68.

    Όπως επισήμανα, το αιτούν δικαστήριο ουδόλως κωλύεται να κρίνει ότι η ΔΤΚ έχει χαρακτήρα ουσιώδους εγγράφου στην υπό κρίση υπόθεση.

    69.

    Όσον αφορά την προφορική διερμηνεία πρέπει να παρέχεται η συνδρομή διερμηνέα σε κατηγορούμενο ο οποίος δεν γνωρίζει ή δεν κατέχει πλήρως τη γλώσσα διενέργειας της πράξεως η οποία τον υποχρεώνει σε υποβολή ΔΤΚ, προκειμένου να μπορέσει να αντιληφθεί τη σημασία της.

    70.

    Στην πραγματικότητα, η υποχρέωση διορισμού διερμηνέα στη ΔΤΚ απορρέει, χωρίς περαιτέρω ζήτημα ερμηνείας, όχι μόνον από την οδηγία 2010/64, αλλά και από την εθνική ρύθμιση (άρθρο 92 του CPP). Υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, οι πορτογαλικοί δικονομικοί κανόνες σχετικά με τη διερμηνεία σε κάθε διαδικαστική πράξη καθιστούν δυνατή την προστασία του συναφούς δικαιώματος του προσώπου που δεν γνωρίζει την πορτογαλική γλώσσα ( 21 ). Διαφορετικό ζήτημα είναι το κατά πόσον το εν λόγω δικαίωμα, που αναγνωρίζεται από την εθνική νομοθεσία, γίνεται σεβαστό ή όχι στο πλαίσιο της δικονομικής πρακτικής.

    2. Δικαίωμα ενημερώσεως

    71.

    Μολονότι το αιτούν δικαστήριο εστιάζει λιγότερο στην ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση σε γλώσσα κατανοητή από τον κατηγορούμενο ή τον ύποπτο, πρέπει εντούτοις να εξεταστεί η συνδρομή της εν λόγω ενημερώσεως στην υπό κρίση υπόθεση.

    72.

    Το δικαίωμα ενημερώσεως τελεί σε άμεση σχέση με τους κανόνες της οδηγίας 2010/64 ( 22 ). Προς τον σκοπό αυτόν, «ο στόχος της [εν λόγω] οδηγίας είναι να διασφαλίσει το δικαίωμα των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, ώστε να διαφυλάσσεται το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη» ( 23 ).

    73.

    Το δικαίωμα ενημερώσεως σχετικά με τα δικαιώματα σε διερμηνεία και μετάφραση αναγνωρίζεται σε κάθε ύποπτο ή κατηγορούμενο με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13.

    74.

    Οι πορτογαλικοί κανόνες ποινικής δικονομίας επιτρέπουν, κατά τη γνώμη μου, να γίνεται σεβαστό το εν λόγω δικαίωμα ενημερώσεως, υπό την προϋπόθεση ότι το άρθρο 61, παράγραφος 1, στοιχείο h, του CPP εφαρμόζεται προσηκόντως. Ισχύει και σε αυτή την περίπτωση ότι τυχόν δυσλειτουργίες δεν θα οφείλονται στον ίδιο τον κανόνα, αλλά στην πρακτική εφαρμογή του.

    75.

    Στο μέτρο που το άρθρο 61, παράγραφος 1, στοιχείο h, του CPP αναγνωρίζει στον «arguido» το δικαίωμα ενημερώσεως από τη δικαστική αρχή ή από το όργανο της εγκληματολογικής αστυνομίας ενώπιον των οποίων καλείται να εμφανιστεί σχετικά με τα δικαιώματά του, η σύμφωνη με την οδηγία 2012/13 ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να οδηγήσει την ως άνω αρχή ή τον εν λόγω φορέα να ενημερώσουν το πρόσωπο ότι θα έχει στη διάθεσή του διερμηνεία και μετάφραση, κατά τα οριζόμενα στην οδηγία 2010/64.

    76.

    Μολονότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί επ’ αυτού, στην υπό κρίση υπόθεση όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι υπήρξε προσβολή του εν λόγω δικαιώματος ενημερώσεως αφ’ ης στιγμής η ΔΤΚ διεξήχθη χωρίς τη συμμετοχή διερμηνέα της ρουμανικής γλώσσας. Η απουσία διερμηνέα είχε ως συνέπεια να μη δοθεί στον TL η δυνατότητα να λάβει γνώση των δικαιωμάτων του όσον αφορά την εν λόγω διαδικαστική πράξη.

    Ε.   Επί της ακυρότητας λόγω προσβολής των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τις οδηγίες 2010/64 και 2012/13

    77.

    Οι οδηγίες 2010/64 και 2012/13 δεν περιέχουν κανέναν κανόνα δυνάμει του οποίου η προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν θα πρέπει να οδηγεί αναπόδραστα στην κήρυξη της απόλυτης ακυρότητας των πράξεων ποινικής διαδικασίας στο πλαίσιο των οποίων συντελέστηκε η προσβολή.

    78.

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «ελλείψει σχετικών κανόνων της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες περί ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης στους ιδιώτες, υπό τον όρο ωστόσο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας)» ( 24 ).

    79.

    Επομένως, αυτό που έχει σημασία στην υπό κρίση υπόθεση είναι οι εθνικοί κανόνες να διασφαλίζουν στους κατηγορουμένους και στους υπόπτους τη δυνατότητα νομικής αντιμετωπίσεως της προσβολής των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στις οδηγίες 2010/64 και 2012/13, ώστε να υπερισχύσουν οι διατάξεις των τελευταίων.

    80.

    Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, η εφαρμογή του CPP συνεπάγεται ότι η προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων επισύρει τη (σχετική) ακυρότητα των αντίστοιχων διαδικαστικών πράξεων, την οποία πρέπει να προβάλουν οι ενδιαφερόμενοι.

    81.

    Ειδικότερα, κατά το άρθρο 120, παράγραφος 2, στοιχείο c, του CPP, σε περίπτωση που ο νόμος (εν προκειμένω, η οδηγία) προβλέπει ως υποχρεωτικό τον ορισμό διερμηνέα, η παράλειψη ορισμού του επισύρει ως κύρωση τη σχετική ακυρότητα. Όπως πρότεινα σχετικά με άλλη διάταξη του CPP ( 25 ), η ίδια κύρωση θα πρέπει να επιβάλλεται στην περίπτωση παράλειψης μεταφράσεως ουσιώδους εγγράφου της δίκης.

    82.

    In abstracto, το σύστημα ποινικής δικονομίας που θεσπίζουν τα άρθρα 119 και 120 του CPP δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, επικριτέο υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτοτέλειας, τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίσουν τον χαρακτηρισμό «μη θεραπεύσιμες ακυρότητες» σε εκείνες που απορρέουν από ορισμένες πλημμέλειες και να αποδίδουν τον χαρακτηρισμό «ακυρότητες που πρέπει να προταθούν» σε εκείνες που απορρέουν από άλλες πλημμέλειες, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

    83.

    Όσον αφορά τις δύο αυτές αρχές:

    Τα άρθρα 119 και 120 του CPP εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του αν οι διαδικαστικές πλημμέλειες οφείλονται στην παράβαση εθνικού κανόνα ή κανόνα του δικαίου της Ένωσης, συνεπώς αποκλείεται η παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας.

    Τίποτα δεν εμποδίζει, ως γενικό κριτήριο, την εξάρτηση της κηρύξεως της ακυρότητας από την προσβολή της οικείας πράξεως από τον ενδιαφερόμενο. Αναγκαία προϋπόθεση για να προσβληθεί μια τέτοια πράξη (ήτοι για να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας) είναι να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος γνώση, με τη δέουσα βεβαιότητα, του περιεχομένου της, στο μέτρο που ενδέχεται να βλάπτει τα συμφέροντά του.

    84.

    Όταν, λόγω του ότι πρόκειται για πρόσωπο που αγνοεί τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος ή ο ύποπτος δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τη σημασία της εν λόγω διαδικαστικής πράξεως και τις συνέπειές της, η δυνατότητα αποτελεσματικής προσβολής της, προκειμένου να προβληθεί η (σχετική) ακυρότητά της, είναι πλασματική.

    85.

    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται κατ’ αρχήν ότι εθνική ρύθμιση (εν προκειμένω, το άρθρο 120 του CPP) η οποία εξαρτά την προσβολή πράξεως που πάσχει ακυρότητα και της οποίας το περιεχόμενο, ελλείψει διερμηνείας και μεταφράσεως σε γλώσσα που γνωρίζει το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό από το τελευταίο δεν συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικότητας.

    86.

    Σε μια τέτοια περίπτωση, η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος σε μετάφραση και διερμηνεία, το οποίο προστατεύεται από την οδηγία 2010/64, και του δικαιώματος ενημερώσεως, το οποίο κατοχυρώνεται από την οδηγία 2012/13, επιτάσσει η προθεσμία για την προσβολή της πράξεως που πάσχει σχετική ακυρότητα να αρχίζει να τρέχει από τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει ακριβή γνώση του περιεχομένου της σε γλώσσα την οποία κατανοεί ( 26 ).

    87.

    Το αντίθετο θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, στο οποίο παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, και των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπερασπίσεως του κατηγορουμένου ( 27 ).

    ΣΤ.   Ακυρότητα και συνδρομή δικηγόρου

    88.

    Μολονότι το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αυτό καθεαυτό αφορά μόνον την αποσαφήνιση της πιθανής ασυμβατότητας προς τις οδηγίες 2010/64 και 2012/13 εθνικής ρυθμίσεως η οποία, όσον αφορά την παράλειψη διερμηνείας και μετάφρασης ουσιωδών διαδικαστικών πράξεων, προβλέπει σχετική ακυρότητα, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προέκυψαν και άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να είναι κρίσιμοι για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

    89.

    Ο πρώτος είναι ότι, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, ο TL συνεπικουρήθηκε από δικηγόρο στον οποίο κοινοποιήθηκαν οι θεμελιώδεις αποφάσεις (μεταξύ των οποίων και η διάταξη περί ανακλήσεως της αναστολής εκτέλεσης της ποινής), χωρίς να τις προσβάλει ( 28 ).

    90.

    Βεβαίως, ο δικηγόρος του TL μπορούσε να έχει προσβάλει, εντός της αντίστοιχης προθεσμίας, οποιαδήποτε εκ των ως άνω αποφάσεων, προβάλλοντας ότι ήταν άκυρες καθόσον ο εντολέας του, ακριβώς λόγω της απουσίας διερμηνέα και της παραλείψεως μεταφράσεως των εγγράφων, δεν μπόρεσε να λάβει γνώση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονταν κατά την υποβολή της ΔΤΚ.

    91.

    Η παρέμβαση δικηγόρου προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13: ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει «το δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει τις πληροφορίες» σχετικά με το δικαίωμά του σε διερμηνεία και μετάφραση.

    92.

    Επομένως, το δικαίωμα προσφυγής παρέχεται όχι μόνο στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο, αλλά και στον συνήγορό του, σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου. Μολονότι η ερμηνεία των εν λόγω κανόνων εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, όλα φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της συμμορφώσεώς τους προς την ως άνω διάταξη της οδηγίας 2012/13.

    93.

    Ο δεύτερος παράγοντας, που συνδέεται με τον πρώτο, είναι ότι, λόγω της αδράνειας του δικηγόρου του TL, οι διαδικαστικές πράξεις οι οποίες έβλαψαν τη θέση του τελευταίου (ιδίως δε η διάταξη περί ανακλήσεως της αναστολής εκτέλεσης της ποινής) δεν προσβλήθηκαν, παρά την πρόδηλη ακυρότητά τους ( 29 ).

    94.

    Υπενθυμίζω συναφώς ότι, ανεξαρτήτως της συνδρομής δικηγόρου, εναπόκειται στη δικαστική αρχή να μεριμνά ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος (εν προκειμένω, ο «arguido») να λαμβάνει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμά του σε διερμηνεία και μετάφραση. Το δικαίωμα λήψεως των εν λόγω πληροφοριών απορρέει ευθέως από το άρθρο 3 της οδηγίας 2012/13, αποτυπώνεται στο άρθρο 61 του CPP και αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο ή στον ύποπτο ως ενδιαφερόμενο, ήτοι είτε συνεπικουρείται από δικηγόρο είτε όχι.

    95.

    Επομένως, η συνδρομή δικηγόρου δεν απαλλάσσει τις δικαστικές ή αστυνομικές ενδεχομένως αρχές από την υποχρέωση ενημερώσεως του ενδιαφερομένου σχετικά με το δικαίωμά του σε μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων της ποινικής διαδικασίας και σε διερμηνεία πράξεων που διατυπώνονται προφορικά σε γλώσσα την οποία κατανοεί ( 30 ).

    Ζ.   Επί του δεδικασμένου

    96.

    Σε περίπτωση που το πορτογαλικό ποινικό δικονομικό σύστημα δεν προβλέπει μηχανισμό αναψηλάφησης ( 31 ) πράξεων που πάσχουν ακυρότητα και οι οποίες έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν εξακολουθεί να είναι δυνατή η επανεξέταση μιας άκυρης αποφάσεως όπως η επίμαχη, προκειμένου να αποκατασταθεί η συμβατότητα της απορρέουσας καταστάσεως προς το δίκαιο της Ένωσης ( 32 ).

    97.

    Χωρίς να έχω την πρόθεση να υποκαταστήσω το αιτούν δικαστήριο στη σχετική εκτίμηση, διερωτώμαι αν η ανάκληση της αναστολής στερητικής της ελευθερίας ποινής απολαύει στην πραγματικότητα των χαρακτηριστικών του δεδικασμένου ή αν, αντιθέτως, μπορεί να μεταβληθεί βάσει των αρχών που διέπουν την υπό όρους αναστολή της ποινής.

    98.

    Γενικώς, οι εν λόγω αρχές πηγάζουν από την πρόθεση περιορισμού, ως προς ορισμένα εγκλήματα, της αντιμετωπίσεώς τους μέσω του σωφρονιστικού συστήματος, εφόσον μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι θα επέλθει σωφρονισμός και τεκμαίρεται ότι ο καταδικασθείς δεν θα διαπράξει περαιτέρω αδικήματα. Τα δικαστήρια διαθέτουν επίσης, κατά κανόνα, ευρείες εξουσίες για να εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβαλλόμενες περιστάσεις, αν η ποινή χρήζει αναστολής στο εκάστοτε χρονικό σημείο, χωρίς να δεσμεύονται κατ’ ανάγκην από προηγούμενες αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν βάσει των τότε υφισταμένων παραγόντων.

    99.

    Υπό το πρίσμα αυτό, εκτιμώ ότι ουδόλως κωλύεται το δικαιοδοτικό όργανο το οποίο προέβη, χωρίς ο ενδιαφερόμενος να τύχει ακροάσεως, στην ανάκληση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής του να αποφασίσει μεταγενέστερα, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου και αφού ακούσει τους λόγους της μη τηρήσεως της ΔΤΚ, να αναστείλει εκ νέου την εκτέλεση της ποινής φυλακίσεως.

    100.

    Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο που ανέστειλε την εκτέλεση της ποινής θα μπορούσε να λάβει υπόψη, τηρουμένων των αναλογιών, τα κριτήρια που διέπουν, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2016/343 ( 33 ), την επανάληψη ποινικής διαδικασίας όταν ο καταδικασθείς δικάστηκε ερήμην ( 34 ).

    101.

    Είναι αληθές ότι, όσον αφορά το δικαίωμα παραστάσεως, η οδηγία 2016/343 δεν έχει εφαρμογή στην αναστολή της εκτέλεσης ποινής (η οποία, εξ ορισμού, είναι μεταγενέστερη της δίκης). Όταν όμως, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, προκύπτει ζήτημα σχετικά με διαδικαστική απόφαση που συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας και ο ενδιαφερόμενος δεν μπόρεσε, χωρίς δική του υπαιτιότητα, να ενημερωθεί για το δικαίωμά του ακροάσεως πριν από την έκδοσή της ( 35 ), εκτιμώ ότι η οδηγία 2016/343 παρέχει κριτήρια δυνάμενα να εφαρμοστούν εν προκειμένω κατ’ αναλογίαν.

    102.

    Η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων στην περίπτωση προσώπου που, για λόγο ανεξάρτητο από τη θέλησή του, δεν προσήλθε στην ακρόαση σχετικά με την ανάκληση της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής του (δεδομένου ότι δεν γνώριζε τη γλώσσα της διαδικασίας και, ελλείψει μεταφράσεως και διερμηνείας, αγνοούσε τις υποχρεώσεις που υπείχε δυνάμει της ΔΤΚ) συνεπάγεται ότι, μετά την ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας και τον εντοπισμό του εν λόγω προσώπου, το τελευταίο πρέπει να λάβει ενημέρωση όσον αφορά τις διενεργηθείσες ερήμην του πράξεις. Από το χρονικό αυτό σημείο και εξής δύναται να αποφασίσει είτε ότι δεν θα προβάλει την ως άνω έλλειψη προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της οικείας ενέργειας είτε ότι επιθυμεί την επανάληψη της τελευταίας ώστε να μπορέσει να μετάσχει σε αυτήν ( 36 ).

    103.

    Οι ως άνω εκτιμήσεις καθιστούν σαφές ότι η προστασία η οποία, για λόγους ασφάλειας δικαίου, παρέχεται βάσει του μη αναστρέψιμου χαρακτήρα που είναι σύμφυτος με το δεδικασμένο δεν εκτείνεται, φρονώ, σε δικαστικές αποφάσεις όπως η επίμαχη οι οποίες εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερομένου όταν ο τελευταίος αγνοούσε, χωρίς δική του υπαιτιότητα, την υποχρέωση (να μην αλλάξει τόπο κατοικίας), η μη τήρηση της οποίας οδήγησε στη στέρηση της ελευθερίας του.

    104.

    Αν το αιτούν δικαστήριο επιμείνει, παρά τα προεκτεθέντα, ότι οι επίμαχες δικαστικές αποφάσεις έχουν ισχύ δεδικασμένου, θα πρέπει να προσδιοριστεί σε ποιον βαθμό το δεδικασμένο συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, την παραβίαση των οποίων αναγνωρίζει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο.

    105.

    Η αντιμετώπιση του δεδικασμένου στο πλαίσιο της νομολογίας του Δικαστηρίου ως ορίου για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, κατά τη γνώμη μου, σε επαρκή βαθμό ώστε να αίρεται κάθε αμφιβολία που τυχόν προκύπτει σχετικά με τον εν λόγω θεσμό, όσον αφορά εθνικές δικαστικές αποφάσεις αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης ( 37 ).

    106.

    Στο πλαίσιο μιας αρχικής προσεγγίσεως, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το δεδικασμένο, το οποίο απορρέει από την αρχή της ασφάλειας δικαίου, μπορεί να υπερισχύσει άλλων παραγόντων που συνδέονται με την παράβαση κανόνων της Ένωσης, με αποτέλεσμα να καθίστανται απρόσβλητες οι τελεσίδικες ή αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις που δεν προσβλήθηκαν εντός της εκ του νόμου προβλεπόμενης προθεσμίας ( 38 ).

    107.

    Ωστόσο, στη συνέχεια, με μεγαλύτερη σαφήνεια από την απόφαση Lucchini ( 39 ) και έπειτα, το Δικαστήριο εισήγαγε παρεκκλίσεις από την απόλυτη ισχύ του δεδικασμένου, επεκτείνοντας στο πλαίσιο αυτό τη σημασία των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, οι οποίες διέπουν την αλληλεπίδραση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και των κανόνων των κρατών μελών που θεσπίζονται δυνάμει της δικονομικής τους αυτοτέλειας ( 40 ).

    108.

    Με πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου ( 41 ) διευρύνθηκε το πεδίο των παρεκκλίσεων από το μη αναστρέψιμο των εθνικών δικαστικών αποφάσεων με ισχύ δεδικασμένου, επί τη βάσει ακριβώς της αρχής της αποτελεσματικότητας, προκειμένου να παρακαμφθεί η μη εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης ( 42 ).

    109.

    Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, η νομολογία του Δικαστηρίου επιτάσσει την ανάλυση των εσωτερικών κανόνων με στάθμιση της θέσεως που κατέχουν στο σύνολο της διαδικασίας. Πρέπει να «λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, οι αρχές στις οποίες βασίζεται το οικείο εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της δίκης» ( 43 ).

    110.

    Πάντως, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, όπου η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται ταυτόχρονη προσβολή των άρθρων 47 και 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μεριμνά ώστε τα δικαιώματα αυτά να μην καθίστανται κενά περιεχομένου και να εξεύρει στη δική του έννομη τάξη τη δικονομική λύση που θα καταστήσει δυνατή τη διασφάλισή τους στην πράξη.

    111.

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πορτογαλική Κυβέρνηση επέμεινε στο γεγονός ότι τη λύση παρέχει ο ίδιος ο CPP, ο οποίος επιτρέπει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να επανεξετάσει την ανάκληση της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής, ακόμη και όταν η πράξη της ανάκλησης δεν έχει προσβληθεί εμπροθέσμως.

    V. Πρόταση

    112.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Tribunal da Relação de Évora (εφετείο Évora, Πορτογαλία) ως εξής:

    «Η οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, και η οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών:

    Δεν έχουν εφαρμογή επί διαδικαστικών πράξεων μεταγενέστερων του τελικού προσδιορισμού του κατά πόσον ο ύποπτος ή κατηγορούμενος διέπραξε την αξιόποινη πράξη για την οποία κινήθηκε η εις βάρος του διαδικασία.

    Εντούτοις, έχουν εφαρμογή επί διαδικαστικών πράξεων προγενέστερων του ως άνω τελικού προσδιορισμού, καθώς επίσης και επί των ενδεχόμενων συνεπειών τους επί μεταγενέστερων πράξεων, εφόσον βάσει των εν λόγω προγενέστερων πράξεων στοιχειοθετείται προσβολή των οικείων δικαιωμάτων.

    Δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία, όσον αφορά την παράλειψη ορισμού διερμηνέα και την παράλειψη μεταφράσεως ουσιωδών διαδικαστικών πράξεων, προβλέπει σχετική ακυρότητα, η οποία πρέπει να προταθεί επί προσβολής της οικείας πράξεως, όταν ο κατηγορούμενος ή ο ύποπτος δεν κατανοεί τη γλώσσα της διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι: α) η εύλογη προθεσμία προσβολής της άκυρης πράξεως αρχίζει να τρέχει από τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε, σε γλώσσα την οποία κατανοεί, για το δικαίωμά του σε διερμηνεία και μετάφραση· και β) γίνονται σεβαστά τα άρθρα 47 και 48, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου».


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

    ( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ 2010, L 280, σ. 1).

    ( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1).

    ( 4 ) Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, DL αριθ. 78/87, της 17ης Φεβρουαρίου 1987 (στο εξής: CPP).

    ( 5 ) Οι περιπτώσεις αυτές, στις οποίες προστίθενται και όσες προβλέπονται από άλλες διατάξεις νόμου, είναι οι εξής: α) η μη συμπλήρωση του αριθμού δικαστών ή ενόρκων που πρέπει να συγκροτούν το δικαστήριο ή η παράβαση των κανόνων σχετικά με τον τρόπο καθορισμού της αντίστοιχης συνθέσεώς του· β) η μη κίνηση της διαδικασίας από την εισαγγελική αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 48 του CPP, καθώς και η απουσία της εν λόγω αρχής από τις πράξεις στις οποίες απαιτείται να παρίσταται· γ) η απουσία του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του στις περιπτώσεις που ο νόμος επιβάλλει την εμφάνισή τους· δ) η μη διεξαγωγή έρευνας ή ανακρίσεως στις περιπτώσεις που αυτή προβλέπεται από τον νόμο ως υποχρεωτική· ε) η παράβαση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 32, αριθ. 2, του CPP · στ) η εφαρμογή του ειδικού τρόπου διεξαγωγής της διαδικασίας σε περιπτώσεις πέραν των προβλεπομένων από τον νόμο.

    ( 6 ) Διάταξη περί παραπομπής, τίτλος II.III. Λίγο παρακάτω, υπό τον ίδιο τίτλο, επισημαίνεται ότι ουδόλως ορίστηκε διερμηνέας προς αρωγή του «arguido» κατά την εν λόγω πράξη ή κατά τη ΔΤΚ.

    ( 7 ) Σημείο I. II της διατάξεως περί παραπομπής.

    ( 8 ) Συγκεκριμένα, της διατάξεως περί απαγγελίας κατηγοριών εις βάρος του ως «arguido» και των κλήσεων προς εμφάνιση (βλ. σημείο 32 των παρουσών προτάσεων).

    ( 9 ) Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καθόσον το εν λόγω δικαστήριο εκτίμησε ότι ο TL προέβαλε την ακυρότητα της ΔΤΚ, της κοινοποιήσεως, στην πορτογαλική γλώσσα, σύμφωνα με το άρθρο 495, παράγραφος 2, του CPP, και της διατάξεως περί ανακλήσεως της αναστολής της ποινής.

    ( 10 ) Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, οι δύο οδηγίες δεν ενσωματώθηκαν τυπικά στο πορτογαλικό δίκαιο πριν από την προβλεπόμενη για τη μεταφορά τους ημερομηνία. Η Επιτροπή σημειώνει (υποσημείωση 3 των γραπτών παρατηρήσεών της) ότι το 2021 κίνησε διαδικασίες λόγω παραβάσεως κατά της Πορτογαλίας λόγω της μη ορθής μεταφοράς των ανωτέρω δύο οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η εφαρμογή, στην πράξη, των κανόνων του CPP συνάδει με το περιεχόμενο των οδηγιών 2010/64 και 2012/13.

    ( 11 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Covaci (C‑216/14, EU:C:2015:686, σκέψη 30).

    ( 12 ) Προς στήριξη της αντίθετης απόψεως, η Επιτροπή επικαλείται τις σκέψεις 54 και 55 της αποφάσεως της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456), σχετικά με τα εντάλματα συλλήψεως και παραδόσεως. Όπως επισημαίνεται στη σκέψη 54 της εν λόγω αποφάσεως, ο όρος «διαδικασία […] εκλαμβάνεται υπό την ευρεία του έννοια, μπορεί να καλύπτει την ποινική διαδικασία στο σύνολό της, δηλαδή το στάδιο της προδικασίας, την ποινική δίκη καθαυτή και το στάδιο της εκτελέσεως της οριστικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου κατά προσώπου καταδικασθέντος για την τέλεση ποινικού αδικήματος».

    ( 13 ) Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C‑25/15, EU:C:2016:423, σκέψη 37). Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 14 ) Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, AB κ.λπ. (Ανάκληση αμνηστίας) (C‑203/20, EU:C:2021:1016, σκέψη 70).

    ( 15 ) Ο CPP περιλαμβάνει τη ΔΤΚ μεταξύ των «μέτρων εξαναγκασμού».

    ( 16 ) Σε περίπτωση καταδίκης, τα αποτελέσματα της ΔΤΚ διατηρούνται μέχρι την εξάλειψη της ποινής.

    ( 17 ) Παρόμοια σχέση μεταξύ διαδικαστικών πράξεων αναφέρεται στην απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Sleutjes (C‑278/16, EU:C:2017:757, σκέψεις 30 και 31).

    ( 18 ) Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στα σημεία 44 έως 50 των παρουσών προτάσεων, είμαι της γνώμης ότι, με τον όρο απόφαση που «συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου», στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε από τις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την απόφαση, και όχι εκείνες που εκδόθηκαν προς εκτέλεσή της. Τυχόν αντίθετο συμπέρασμα θα σήμαινε υπέρβαση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2010/64.

    ( 19 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Covaci (C‑216/14, EU:C:2015:686, σκέψη 50): «[ε]ναπόκειται […] στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα […] χαρακτηριστικά της διαδικασίας που εφαρμόζεται για την εκδοθείσα κατά την συνοπτική διαδικασία ποινική απόφαση την οποία αφορά η διαφορά της κύριας δίκης καθώς και την υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, κατά πόσον οι εγγράφως προβληθείσες αντιρρήσεις κατά ποινικής αποφάσεως εκδοθείσας κατά τη συνοπτική διαδικασία πρέπει να θεωρηθούν ουσιώδες έγγραφο που απαιτείται να μεταφραστεί».

    ( 20 ) Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, Deckmyn και Vrijheidsfonds (C‑201/13, EU:C:2014:2132, σκέψη 15).

    ( 21 ) Το άρθρο 92 του CPP αφορά αποκλειστικώς τη διερμηνεία και όχι τη (γραπτή) μετάφραση. Η έλλειψη σχετικής αναφοράς, συγκριτικά με την οδηγία 2010/64, μπορεί να υπερκεραστεί χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, βάσει της αρχής της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας, ούτως ώστε, όπως υποστήριξε η Πορτογαλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να επεκταθεί κατ’ αναλογίαν η εφαρμογή του κανόνα που εισάγει η ως άνω διάταξη στη μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων της διαδικασίας. Εντούτοις, αρμόδια για την ερμηνεία του άρθρου 92 του CPP είναι αποκλειστικά και μόνον τα πορτογαλικά δικαστήρια.

    ( 22 ) Αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας 2012/13.

    ( 23 ) Αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2010/64. Η λειτουργική σημασία του δικαιώματος σε διερμηνεία και του δικαιώματος σε μετάφραση στο πλαίσιο του καταλόγου δικονομικών δικαιωμάτων του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/13, ο οποίος είναι σωρευτικός, είναι θεμελιώδης: χωρίς τα δύο αυτά δικαιώματα, η ενημέρωση σχετικά με τα λοιπά δικαιώματα ενδέχεται να καταστεί ατελέσφορη.

    ( 24 ) Αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 41 έως 44 της αποφάσεως της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (C‑746/18, EU:C:2021:152), και επαναλαμβάνονται στην απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ. (C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 127). Οι δύο αυτές αποφάσεις αφορούσαν το παραδεκτό ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν, στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, κατά παράβαση των κανόνων της Ένωσης. Η θεωρία μπορεί να εφαρμοστεί, mutatis mutandis, και όσον αφορά άλλες παραβάσεις των διατάξεων της Ένωσης που εφαρμόζονται στις ποινικές διαδικασίες.

    ( 25 ) Βλ. υποσημείωση 21 των παρουσών προτάσεων. Η Επιτροπή συμμερίζεται την εν λόγω άποψη (σημείο 31 των γραπτών της παρατηρήσεων) και προσθέτει ότι «το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να εκκινεί από την αρχή ότι η διάταξη αυτή (το άρθρο 120, παράγραφος 2, στοιχείο c, του CPP) μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία στην περίπτωση παράλειψης μεταφράσεως».

    ( 26 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πορτογαλική Κυβέρνηση επισήμανε ότι τούτο όχι μόνον επιτρέπεται δυνάμει του CPP, αλλά περαιτέρω ότι, αν ο δικαστής αντιληφθεί ότι συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως όπως η επίμαχη, οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη θεραπεία των υφιστάμενων πλημμελειών.

    ( 27 ) Στην αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2010/64 σημειώνεται ότι «[η] παρούσα οδηγία σέβεται τα ανωτέρω δικαιώματα και θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως».

    ( 28 ) Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τόσο η Επιτροπή όσο και η Πορτογαλική Κυβέρνηση δήλωσαν ότι κατά την υποβολή της ΔΤΚ δεν παρασχέθηκε καν η συνδρομή δικηγόρου. Τούτο θα πρέπει να εξακριβωθεί από το αιτούν δικαστήριο.

    ( 29 ) Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της ΕΣΔΑ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα σε νομική αρωγή που να είναι πρακτική και αποτελεσματική, και όχι θεωρητική ή εικονική. Δεν νοείται αποτελεσματική νομική αρωγή όταν ο εντεταλμένος δικηγόρος παραμελεί τις υποχρεώσεις του. Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 26ης Ιουλίου 2011, Huseyn κ.λπ. κατά Αζερμπαϊτζάν (CE:ECHR:2011:0726JUD003548505, § 180).

    ( 30 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πορτογαλική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η συνδρομή δικηγόρου δεν αίρει την προβλεπόμενη στο άρθρο 63, παράγραφος 1, του CPP ανάγκη να κοινοποιούνται ορισμένες διαδικαστικές πράξεις αυτοπροσώπως στον ύποπτο ή κατηγορούμενο κατά τρόπο ώστε να είναι κατανοητές σε αυτόν.

    ( 31 ) Ως τέτοια αντιλαμβάνομαι ότι νοείται το έκτακτο ένδικο μέσο που, σε ορισμένα νομικά συστήματα, καθιστά δυνατή την προσβολή, για συγκεκριμένους λόγους, διαδικαστικών πράξεων που έχουν καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες.

    ( 32 ) Όπως επισήμανε η Πορτογαλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διαθέτει τέτοιες εξουσίες, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι εν προκειμένω δεν ασκήθηκε εμπροθέσμως κάποιο ένδικο μέσο.

    ( 33 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1).

    ( 34 ) Βλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη κατηγορουμένου που φυγοδίκησε) (C‑569/20, EU:C:2022:401), σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2016/343 στους καταδικασθέντες ερήμην.

    ( 35 ) Το άρθρο 495, παράγραφος 2, του CPP επιτάσσει την ακρόαση του καταδικασθέντος στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως σχετικά με την τήρηση των όρων αναστολής της εκτέλεσης της ποινής.

    ( 36 ) Τούτη ήταν η περίπτωση της διαφοράς επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2020, Spetsializirana prokuratura (Ερημοδικία) (C‑688/18, EU:C:2020:94, σκέψη 49).

    ( 37 ) Βλ. Turmo, A., «National res iudicata in the European Union: revisiting the tension between the temptation of effectiveness and the acknowledgement of domestic procedural law», Common Market Law Review, 2021, τόμος 58, τεύχος 2, σ. 361 έως 390.

    ( 38 ) Το Δικαστήριο υπενθύμισε τη «σημασία την οποία έχει, τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, η αρχή του δεδικασμένου. Συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλισθεί τόσο η σταθερότητα του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί τελεσίδικες και αμετάκλητες […] μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση των ενδίκων μέσων αυτών». Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târșia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 28).

    ( 39 ) Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007 (C‑119/05, EU:C:2007:434, σκέψη 63): το δίκαιο της Ένωσης «απαγορεύει την εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου σκοπούσας στη θέσπιση της αρχής του δεδικασμένου, όπως το άρθρο 2909 του ιταλικού αστικού κώδικα, κατά το μέτρο που η εφαρμογή της εμποδίζει την ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως χορηγηθείσας κατά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, της οποίας το ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά έχει διαπιστωθεί με απόφαση της Επιτροπής που κατέστη απρόσβλητη».

    ( 40 ) Απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Impresa Pizzarotti (C‑213/13, EU:C:2014:2067, σκέψη 54): «ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως της Ένωσης, στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών εναπόκειται ο καθορισμός των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, τηρουμένων πάντως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας».

    ( 41 ) Αποφάσεις της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines (C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψεις 95 και 96), της 17ης Μαΐου 2022, MA (C‑600/19, EU:C:2022:394), SPV Project 1503 κ.λπ. (C‑693/19, EU:C:2022:395), Impuls Leasing România (C‑725/19, EU:C:2022:396), και Unicaja Banco (C‑869/19, EU:C:2022:397).

    ( 42 ) Η αρχή της ισοδυναμίας δεν δημιουργεί, συνήθως, προβλήματα: το δεδικασμένο ισχύει ανεξαρτήτως της εφαρμογής του εθνικού δικαίου ή του δικαίου της Ένωσης, γεγονός που αποκλείει το ενδεχόμενο παραβιάσεως της εν λόγω αρχής.

    ( 43 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târșia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψεις 36 και 37). Η υπογράμμιση δική μου.

    Top