EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0201

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 11ης Μαΐου 2023.


Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:400

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 11ης Μαΐου 2023 (1)

Υπόθεση C201/22

Kopiosto r.y.

κατά

Telia Finland Oyj

[αίτηση του Korkein oikeus
(Ανωτάτου Δικαστηρίου, Φινλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας – Οδηγία 2014/26/ΕΕ – Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων – Οργανισμός συλλογικής διαχείρισης – Οδηγία 2004/48/ΕΚ – Μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας – Άρθρο 4 – Πρόσωπα τα οποία νομιμοποιούνται να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκατάστασης που προβλέπονται στην οδηγία – Οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης που έχουν λάβει άδεια να χορηγούν συλλογικές άδειες με διευρυμένη ισχύ – Δικαιούχοι οι οποίοι δεν έχουν εξουσιοδοτήσει τον οργανισμό να τους εκπροσωπεί»






 Εισαγωγή

1.        Παρά την εναρμόνιση επιμέρους σημείων (2), οι δικονομικές πτυχές της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας εξακολουθούν να διέπονται, σε μεγάλο βαθμό, από ετερογενείς εθνικές ρυθμίσεις. Οι διατάξεις της οδηγίας 2004/48/ΕΚ (3) σκοπούν να περιορίσουν τα μειονεκτήματα που η κατάσταση αυτή συνεπάγεται για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, καθορίζοντας προς τούτο έναν κατάλογο μέτρων τα οποία πρέπει να προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο προς διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο ένδικων διαδικασιών.

2.        Οι δυσχέρειες που ανακύπτουν, ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση δεν αφορούν τον συγκεκριμένο κατάλογο μέτρων, αλλά τα πρόσωπα τα οποία νομιμοποιούνται να ζητούν τη λήψη τους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Το κύριο ζήτημα έγκειται στο κατά πόσον το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (στο εξής: ΟΣΔ) την ικανότητα να ενεργούν ιδίω ονόματι σε ένδικες διαφορές με αντικείμενο την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.

3.        Το συγκεκριμένο ζήτημα τίθεται εν προκειμένω σε σχέση με τη δραστηριότητα εκείνων των οργανισμών που έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν τις αποκαλούμενες συλλογικές άδειες εκμετάλλευσης «με διευρυμένη ισχύ». Οι άδειες εκμετάλλευσης με διευρυμένη ισχύ, οι οποίες εισήχθησαν στις σκανδιναβικές χώρες από τη δεκαετία του ʹ60 (4), αποτελούν έναν πρωτότυπο μηχανισμό διαχείρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, στο πλαίσιο του οποίου παρέχεται σε ορισμένους ΟΣΔ η δυνατότητα να χορηγούν δικαιώματα εκμετάλλευσης όχι μόνον εξ ονόματος των μελών τους, αλλά και εξ ονόματος άλλων δικαιούχων οι οποίοι δεν έχουν επιλέξει την ατομική διαχείριση των δικαιωμάτων τους. Ο μηχανισμός αυτός έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός σε τομείς στους οποίους η πληθώρα έργων που μπορούν να αξιοποιηθούν από τους κατόχους άδειας εκμετάλλευσης και ο υπερβολικός κατακερματισμός της αγοράς καθιστούν δυσχερή τη διαχείριση μέσω ατομικών συμβάσεων προκαλώντας σημαντική ανασφάλεια δικαίου (5).

4.        Δεδομένων των διευρυμένων αρμοδιοτήτων των ΟΣΔ όσον αφορά τη διαχείριση των δικαιωμάτων, τίθεται το ερώτημα ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των εν λόγω οργανισμών στη δικαστική προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας. Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι σημαντικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις ένδικες διαδικασίες. Οι διαφορές αυτές εξηγούν, κατά τη γνώμη μου, την επιφυλακτικότητα του νομοθέτη της Ένωσης, ο οποίος, στο πλαίσιο των ισχυουσών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, αποφάσισε να μην προβεί σε πλήρη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 93/83/ΕΟΚ

5.        Το άρθρο 9 της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ (6), το οποίο φέρει τον τίτλο «Άσκηση του δικαιώματος καλωδιακής αναμετάδοσης», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το δικαίωμα των δημιουργών ή των δικαιούχων συγγενών δικαιωμάτων να παρέχουν άδεια ή να αρνούνται την παροχή άδειας σε επιχείρηση εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου για την αναμετάδοση εκπομπής μέσω καλωδίου μπορεί να ασκείται μόνο μέσω εταιρίας συλλογικής διαχείρισης.

2.      Όταν ο δικαιούχος δεν έχει μεταβιβάσει τη διαχείριση των δικαιωμάτων του σε εταιρεία συλλογικής διαχείρισης, η εταιρία συλλογικής διαχείρισης που έχει αναλάβει τη διαχείριση δικαιωμάτων της αυτής κατηγορίας θεωρείται εξουσιοδοτημένη να διαχειρίζεται τα δικαιώματά του. Όταν υπάρχουν περισσότερες από μία εταιρίες συλλογικής διαχείρισης για τα δικαιώματα της εν λόγω κατηγορίας, ο δικαιούχος είναι ελεύθερος να επιλέξει μεταξύ τους την εταιρία διαχείρισης που θεωρείται εξουσιοδοτημένη να διαχειρίζεται τα δικαιώματά του. Ο δικαιούχος που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο απολαύει των αυτών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμφωνία μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης του καλωδιακού δικτύου και της εταιρίας συλλογικής διαχείρισης που θεωρείται εξουσιοδοτημένη να διαχειρίζεται να δικαιώματά του, όπως και οι δικαιούχοι που έχουν εξουσιοδοτήσει την εν λόγω εταιρία συλλογικής διαχείρισης και θα μπορεί να επικαλείται τα δικαιώματα αυτά εντός περιόδου που θα οριστεί από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και θα διαρκεί τουλάχιστον τρία έτη από την ημερομηνία της καλωδιακής αναμετάδοσης που περιλαμβάνει το έργο του ή άλλο αντικείμενο προστασίας.

3.      Ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι, όταν ένας δικαιούχος επιτρέπει την αρχική μετάδοση στο έδαφός του ενός έργου ή άλλου αντικειμένου προστασίας, θεωρείται ότι αποδέχεται να μην ασκήσει τα δικαιώματα καλωδιακής αναμετάδοσης σε ατομική βάση αλλά να ασκήσει σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

 Η οδηγία 2004/48

6.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 10 και 18 της οδηγίας 2004/48 έχουν ως εξής:

«(3)      [...] χωρίς αποτελεσματικά μέσα επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η καινοτομία και η δημιουργικότητα αποθαρρύνονται και οι επενδύσεις μειώνονται. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να ληφθεί μέριμνα ώστε το ουσιαστικό δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο σήμερα εμπίπτει σε μεγάλο βαθμό στο κοινοτικό κεκτημένο, να εφαρμόζεται αποτελεσματικά εντός της Κοινότητας. Από την άποψη αυτή, τα μέσα επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας αποκτούν κεφαλαιώδη σημασία για την επιτυχία της εσωτερικής αγοράς.

[...]

(10)      Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθετικών συστημάτων προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό, ισοδύναμο και ομοιογενές επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά.

[...]

(18)      Τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητούν την εφαρμογή [των] μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης [που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία] δεν θα πρέπει να είναι μόνο οι δικαιούχοι δικαιωμάτων, αλλά και πρόσωπα με άμεσο συμφέρον και ικανότητα διαδίκου, εφόσον το επιτρέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία και σύμφωνα με αυτήν, μεταξύ των οποίων μπορούν να περιλαμβάνονται οι επαγγελματικές οργανώσεις διαχείρισης των εν λόγω δικαιωμάτων ή προάσπισης των συλλογικών και ατομικών συμφερόντων τα οποία έχουν αναλάβει να προστατεύουν.»

7.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/48, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αφορά τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο όρος “δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας” εμπεριέχει τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας.»

8.        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των μέσων που προβλέπονται ή ενδέχεται να προβλεφθούν με τη [νομοθεσία της Ένωσης] ή την εθνική νομοθεσία, καθόσον τα εν λόγω μέσα μπορεί να είναι ευνοϊκότερα για τους δικαιούχους, τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3, σε οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας όπως προβλέπεται από τη [νομοθεσία της Ένωσης] ή/και την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους.»

9.        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενική υποχρέωση», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που απαιτούνται για τη διασφάλιση της επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που ρυθμίζονται με την παρούσα οδηγία. [...]

2.      Τα εν λόγω μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης πρέπει [...] να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία εμποδίων στο νόμιμο εμπόριο και να προβλέπονται εγγυήσεις κατά της κατάχρησής τους.»

10.      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/48, το οποίο τιτλοφορείται «Πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ως πρόσωπα που έχουν δικαίωμα να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης του παρόντος κεφαλαίου:

α)      τους δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας·

β)      κάθε άλλο πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να χρησιμοποιεί τα εν λόγω δικαιώματα, ιδίως οι κάτοχοι άδειας εκμετάλλευσης, εφόσον το επιτρέπουν οι διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας και σύμφωνα με αυτές·

γ)      τους οργανισμούς διαχείρισης συλλογικών δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στους οποίους αναγνωρίζεται συνήθως το δικαίωμα να εκπροσωπούν δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, εφόσον το επιτρέπουν οι διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας και σύμφωνα με αυτές·

δ)      τους οργανισμούς προάσπισης επαγγελματικών συμφερόντων στους οποίους αναγνωρίζεται συνήθως το δικαίωμα να εκπροσωπούν τους δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, εφόσον το επιτρέπουν οι διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας και σύμφωνα με αυτές.»

 Η οδηγία 2014/26/ΕΕ

11.      Η αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2014/26/ΕΕ (7) έχει ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία, αν και εφαρμόζεται σε όλους τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, με εξαίρεση τον τίτλο III που εφαρμόζεται μόνο στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που διαχειρίζονται τα επιγραμμικά δικαιώματα δημιουργών επί μουσικών έργων σε διακρατική βάση, δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει στις ρυθμίσεις που αφορούν στη διαχείριση των δικαιωμάτων στα κράτη μέλη όπως η ατομική διαχείριση, το επεκτατικό αποτέλεσμα μιας συμφωνίας μεταξύ ενός αντιπροσωπευτικού οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και ενός χρήστη, δηλαδή διευρυμένη συλλογική χορήγηση αδειών, υποχρεωτική συλλογική διαχείριση, τεκμήρια εκπροσώπησης και μεταβίβαση δικαιωμάτων σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης.»

12.      Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει στο στοιχείο αʹ τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)      ως “οργανισμός συλλογικής διαχείρισης” νοείται κάθε οργανισμός που εξουσιοδοτείται από τον νόμο ή μέσω εκχώρησης, άδειας ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας, για τη διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων εξ ονόματος περισσοτέρων του ενός δικαιούχων, για το συλλογικό όφελος αυτών των δικαιούχων, ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό του, και ο οποίος πληροί ένα από ή αμφότερα τα ακόλουθα κριτήρια:

i)      ανήκει στα μέλη του ή ελέγχεται από αυτά·

ii)      έχει οργανωθεί σε μη κερδοσκοπική βάση·».

13.      Το άρθρο 35 της εν λόγω οδηγίας τιτλοφορείται «Επίλυση διαφορών» και ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διαφορές μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και χρηστών που αφορούν ιδίως στους ισχύοντες και προτεινόμενους όρους αδειοδότησης ή την παραβίαση της σύμβασης μπορούν να παραπεμφθούν σε δικαστήριο ή, κατά περίπτωση, σε άλλο ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο επίλυσης διαφορών όταν το όργανο αυτό διαθέτει εμπειρία στο δίκαιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

2.      Τα άρθρα 33 και 34 και η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου δεν θίγουν το δικαίωμα των μερών να διεκδικούν και να προασπίζονται τα δικαιώματά τους προσφεύγοντας στα δικαστήρια.»

 Το φινλανδικό δίκαιο

14.      Το άρθρο 26, παράγραφος 1, του tekijänoikeuslaki (404/1961) (νόμου περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 607/2015 (στο εξής: νόμος περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας), φέρει τον τίτλο «Συμβατική άδεια εκμετάλλευσης» και προβλέπει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού σχετικά με τις συμβατικές άδειες εκμετάλλευσης εφαρμόζονται επί συμφωνίας που συνάπτεται μεταξύ ενός χρήστη και ενός οργανισμού αδειοδοτημένου από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ο οποίος εκπροσωπεί, σε συγκεκριμένο κλάδο, πολλούς δημιουργούς έργων που χρησιμοποιούνται στη Φινλανδία, για τη χρήση έργων δημιουργών που εμπίπτουν στον ίδιο κλάδο. Βάσει της συμφωνίας αυτής, ο αδειοδοτημένος οργανισμός λογίζεται ότι έχει εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπεί και τους δημιουργούς άλλων έργων στον ίδιο κλάδο. Ο λήπτης της άδειας ο οποίος έχει αποκτήσει συλλογική άδεια με διευρυμένη ισχύ βάσει μιας τέτοιας συμφωνίας δύναται, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας αυτής, να χρησιμοποιεί όλα τα έργα των δημιουργών που εμπίπτουν στον ίδιο κλάδο.

15.      Σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 4, του νόμου περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, οι όροι που καθορίζονται από τον οργανισμό της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου σχετικά με την κατανομή των αμοιβών για την αναπαραγωγή, την παρουσίαση ή τη μετάδοση των έργων μεταξύ των δημιουργών τους οποίους εκπροσωπεί άμεσα ή τη χρήση των αμοιβών για κοινούς σκοπούς των δημιουργών ισχύουν και για τους δημιουργούς του ίδιου κλάδου οι οποίοι δεν εκπροσωπούνται άμεσα από τον οργανισμό αυτόν.

 Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία της κύριας δίκης

16.      Ο Kopiosto r.y. είναι οργανισμός συλλογικής διαχείρισης ο οποίος εκπροσωπεί τους δικαιούχους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/26 και ο οποίος έχει λάβει άδεια λειτουργίας από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ως οργανισμός που έχει την εξουσία να χορηγεί άδειες εκμετάλλευσης με διευρυμένη ισχύ. Οι άδειες αυτές αφορούν, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα αναμετάδοσης έργων που περιλαμβάνονται σε ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή. Παράλληλα, ο Kopiosto διαχειρίζεται και χορηγεί άδειες εκμετάλλευσης για λογαριασμό μεγάλου αριθμού δημιουργών επί τη βάσει εξουσιοδοτήσεως που οι τελευταίοι τού έχουν παράσχει.

17.      Η εταιρία Telia Finland Oyj (στο εξής: Telia) εκμεταλλεύεται δίκτυο καλωδιακής τηλεόρασης το οποίο μεταδίδει προς δημόσια λήψη το τηλεοπτικό σήμα εγχώριων τηλεοπτικών καναλιών ελεύθερης λήψης.

18.      Στις 24 Ιανουαρίου 2018 ο Kopiosto άσκησε ενώπιον του markkinaoikeus (δικαστηρίου οικονομικών υποθέσεων, Φινλανδία) αγωγή λόγω προσβολής, με αίτημα να αναγνωριστεί δικαστικώς ότι η Telia είχε προβεί σε αναμετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών χωρίς να έχει λάβει άδεια από τον ίδιο. Στο πλαίσιο αυτό, ο Kopiosto ζήτησε αποζημίωση και αποκατάσταση της ζημίας, επικαλούμενος, πρωτίστως, την ιδιότητά του ως οργανισμός που είναι εξουσιοδοτημένος να χορηγεί άδειες με διευρυμένη ισχύ και, δευτερευόντως, την ιδιότητά του ως εντολοδόχου των δημιουργών οι οποίοι του είχαν αναθέσει τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους.

19.      Με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2019 το markkinaoikeus (δικαστήριο οικονομικών υποθέσεων) απέρριψε τα αγωγικά αιτήματα του Kopiosto, με το σκεπτικό ότι ο εν λόγω οργανισμός δεν μπορούσε παραδεκτώς να ασκήσει ιδίω ονόματι αγωγή λόγω προσβολής.

20.      Κατά της αποφάσεως αυτής ο Kopiosto άσκησε αναίρεση ενώπιον του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Φινλανδία), προβάλλοντας ότι έχει άμεσο έννομο συμφέρον σε ένδικες διαφορές σχετικές με τα δικαιώματα που καλύπτονται από τις άδειες εκμετάλλευσης που χορηγεί.

21.      Σε απάντηση στα επιχειρήματα του Kopiosto, η Telia υποστηρίζει ότι η ικανότητα του εν λόγω οργανισμού να χορηγεί συλλογικές άδειες δεν του παρέχει τη δυνατότητα να ασκεί ιδίω ονόματι αγωγές λόγω προσβολής, καθόσον τις αγωγές αυτές επιτρέπεται να ασκήσουν μόνον οι δικαιούχοι των εν λόγω δικαιωμάτων, δηλαδή είτε οι δημιουργοί είτε οι δικαιοδόχοι τους.

 Τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα

22.      Καθόσον δεν υφίστανται διατάξεις στην εθνική νομοθεσία που να διέπουν το επίμαχο στην κύρια δίκη ζήτημα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το παραδεκτό της αγωγής λόγω προσβολής που άσκησε ο Kopiosto εξαρτάται από την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2004/48, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των άρθρων 17 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

23.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ αρχάς, εάν η νομιμοποίηση των ΟΣΔ να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει η οδηγία 2004/48 εξαρτάται αποκλειστικώς από τη γενική ικανότητα διαδίκου σε ένδικες διαφορές ή επίσης και από το εάν υπάρχουν ειδικές προς τούτο διατάξεις στην εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

24.      Το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) διερωτάται, εν συνεχεία, εάν η έννοια του «άμεσου συμφέροντος» που χρησιμοποιείται στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2004/48 συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, κατά τρόπο ώστε η ομοιόμορφη ερμηνεία της έννοιας αυτής να οδηγεί στην αναγνώριση του άμεσου έννομου συμφέροντος των ΟΣΔ να ζητούν ιδίω ονόματι την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.

25.      Τέλος, σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι οι ΟΣΔ νομιμοποιούνται να ζητούν τη λήψη των μέτρων που προβλέπονται στην οδηγία 2004/48, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ποιες θα ήταν οι εντεύθεν συνέπειες, υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων των μη εχόντων την ιδιότητα του μέλους αυτών δικαιούχων, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 17 και 47 του Χάρτη, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι οργανισμοί αυτοί είναι εξουσιοδοτημένοι να χορηγούν συλλογικές άδειες με διευρυμένη ισχύ.

26.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Νοείται όσον αφορά τους οργανισμούς χορήγησης συμβατικών αδειών εκμετάλλευσης οι οποίοι διαχειρίζονται συλλογικώς τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, ότι η προβλεπόμενη στο εθνικό δίκαιο γενική ικανότητα διαδίκου σε ένδικες διαφορές αρκεί αφ’ εαυτής για την αναγνώριση του δικαιώματος  των εν λόγω οργανισμών να είναι διάδικοι σε δίκη προς προάσπιση των ως άνω δικαιωμάτων, που αποτελεί προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης βάσει του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, ή μήπως για την ύπαρξη ενεργητικής νομιμοποίησης πρέπει να προβλέπεται από τις εθνικές διατάξεις ρητώς αναγνωρισμένο δικαίωμα για την ιδίω ονόματι άσκηση ένδικου βοηθήματος προς προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων;

2)      Πρέπει, στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, η φράση “άμεσο συμφέρον προς προάσπιση των πνευματικών δικαιωμάτων των δικαιούχων που εκπροσωπούνται από τον ίδιο” να ερμηνεύεται κατά τρόπο ενιαίο σε όλα τα κράτη μέλη, όταν πρόκειται για το δικαίωμα οργανισμού συλλογικής διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/26 να ασκεί ιδίω ονόματι αγωγές λόγω προσβολής στις περιπτώσεις κατά τις οποίες:

i)      πρόκειται για χρήσεις έργων επί των οποίων ο φορέας διαχείρισης ως οργανισμός χορήγησης συμβατικών αδειών εκμετάλλευσης κατά την έννοια του νόμου περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έχει την εξουσία να χορηγεί συλλογικές άδειες με διευρυμένη ισχύ οι οποίες επιτρέπουν στον κάτοχο της άδειας να χρησιμοποιεί ακόμη και έργα δημιουργών του ιδίου κλάδου οι οποίοι δεν έχουν εξουσιοδοτήσει τον οργανισμό να διαχειρίζεται τα δικαιώματα τους·

ii)      πρόκειται για χρήσεις έργων ως προς τα οποία ο οργανισμός είναι εντεταλμένος από τους δημιουργούς βάσει συμβάσεως ή πληρεξουσίου να διαχειρίζεται τα πνευματικά τους δικαιώματα, χωρίς όμως να έχουν μεταβιβασθεί στον οργανισμό τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας;

3)      Εάν γίνει δεκτό ότι ο οργανισμός χορήγησης συμβατικών αδειών εκμετάλλευσης έχει άμεσο συμφέρον και νομιμοποιείται ενεργητικώς ιδίω ονόματι προς άσκηση ενδίκων βοηθημάτων: Ποια σημασία έχει κατά την εκτίμηση της ενεργητικής νομιμοποίησης, ενδεχομένως υπό το πρίσμα των άρθρων 17 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το γεγονός ότι ως οργανισμός χορήγησης αδειών εκμετάλλευσης εκπροσωπεί ακόμη και δημιουργούς οι οποίοι δεν τον έχουν εξουσιοδοτήσει να διαχειρίζεται τα πνευματικά τους δικαιώματα και ότι δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση ως προς το δικαίωμα του οργανισμού να ασκήσει αγωγή προς προάσπιση των δικαιωμάτων των εν λόγω δημιουργών;»

27.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Μαρτίου 2022. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Φινλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Κατά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι διέθετε επαρκή στοιχεία ώστε να αποφανθεί επί της υποθέσεως χωρίς διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

 Ανάλυση

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

28.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, όσον αφορά τους οργανισμούς χορήγησης συμβατικών αδειών εκμετάλλευσης που διαχειρίζονται συλλογικώς δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, εάν η ικανότητα διαδίκου προς προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, αφορά αποκλειστικώς τη γενική ικανότητα διαδίκου που προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο ή εάν απαιτείται επίσης να προβλέπεται δικαίωμα άσκησης ενδίκου βοηθήματος ιδίω ονόματι το οποίο πρέπει να αναγνωρίζεται ρητώς στο εθνικό δίκαιο.

29.      Για λόγους σαφήνειας, και προκειμένου να καταστεί σαφής η διάκριση μεταξύ της ικανότητας διαδίκου (η οποία απορρέει γενικώς από τη νομική προσωπικότητα) και της ενεργητικής νομιμοποίησης (η οποία κρίνεται με βάση τη φύση και το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς), προτείνω στο Δικαστήριο την αναδιατύπωση του εν λόγω ερωτήματος υπό την έννοια ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν, προκειμένου οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας να έχουν το δικαίωμα να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκατάστασης που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας 2004/48, κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας, η ικανότητα διαδίκου των εν λόγω οργανισμών αρκεί αφ’ εαυτής ή απαιτείται επίσης και η ρητή κατοχύρωση στο εθνικό δίκαιο της ενεργητικής νομιμοποίησής τους προς άσκηση ενδίκων βοηθημάτων με σκοπό την προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων την προστασία των οποίων έχουν αναλάβει.

30.      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει εκ προοιμίου να διαπιστωθεί εάν προϋπόθεση για το «δικαίωμα [των ΟΣΔ] να ζητούν» την εφαρμογή μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 αποτελεί μόνον η ικανότητα διαδίκου των ΟΣΔ ή, επίσης, και η ύπαρξη ενεργητικής νομιμοποίησης των εν λόγω οργανισμών. Στη δεύτερη περίπτωση, πρέπει περαιτέρω να διαπιστωθεί εάν αυτή η ενεργητική νομιμοποίηση πρέπει να κατοχυρώνεται ρητώς στην εφαρμοστέα νομοθεσία.

 Επί της ερμηνείας της φράσης «έχουν δικαίωμα να ζητούν» κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48

31.      Φρονώ ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν είναι ιδιαιτέρως περίπλοκο. Κατά τη γνώμη μου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι προϋπόθεση για το δικαίωμα των ΟΣΔ να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας 2004/48 είναι η ενεργητική νομιμοποίησή τους, οπότε η γενική ικανότητα διαδίκου αφ’ εαυτής δεν αρκεί προς τούτο.

32.      Η έννοια της φράσης «έχουν δικαίωμα να ζητούν», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, φαίνεται εν προκειμένω να μην είναι σαφής. Ωστόσο, η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 18 της οδηγίας. Τα όσα διαλαμβάνονται σε αυτήν έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση SNB-REACT (8), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναγνωρίζουν σε οργανισμό συλλογικής εκπροσώπησης δικαιούχων σημάτων [...] το δικαίωμα να ζητεί, ιδίω ονόματι, τη λήψη των προβλεπόμενων στην [προμνησθείσα] οδηγία μέτρων αποκατάστασης με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων των δικαιούχων αυτών καθώς και να προσφεύγει στη δικαιοσύνη, ιδίω ονόματι, προβάλλοντας τα εν λόγω δικαιώματα, υπό την προϋπόθεση ότι ο οργανισμός αυτός έχει, κατά την εθνική νομοθεσία, άμεσο συμφέρον προς προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων και η νομοθεσία αυτή του αναγνωρίζει, προς τούτο, την ικανότητα διαδίκου» (9).

33.      Εξ αυτού συνάγεται σαφώς, κατά τη γνώμη μου, ότι το «δικαίωμα να ζητούν», κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, προϋποθέτει όχι μόνον τη γενική ικανότητα διαδίκου, αλλά και το να διαθέτουν οι ΟΣΔ ενεργητική νομιμοποίηση βάσει της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

34.      Προσθέτω δε ότι τυχόν αντίθετη ερμηνεία, η οποία θα εξαρτούσε «το δικαίωμα να ζητούν», κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, μόνον από την ικανότητα διαδίκου, θα καθιστούσε ουσιαστικώς την εν λόγω προϋπόθεση άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

35.      Ειδικότερα, όπως επεσήμανε η Φινλανδική Κυβέρνηση (10), η ικανότητα διαδίκου αποτελεί σύνηθες χαρακτηριστικό της νομικής προσωπικότητας της οποίας απολαύουν κατά κανόνα οι ΟΣΔ, ανεξαρτήτως της ποικιλίας των μορφών που λαμβάνουν οι οργανισμοί αυτοί δυνάμει των εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων (11). Στην πράξη, αβεβαιότητα υπάρχει μόνον όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον των ΟΣΔ (12).

36.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, φρονώ ότι προϋπόθεση για το δικαίωμα των ΟΣΔ να ζητούν την εφαρμογή μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 αποτελεί η κατοχύρωση της ενεργητικής νομιμοποίησης των ΟΣΔ. Πρέπει, επομένως, να διαπιστωθεί εάν η κατοχύρωση της νομιμοποίησης αυτής πρέπει να είναι ρητή.

 Επί της ανάγκης ρητής κατοχύρωσης της ενεργητικής νομιμοποίησης

37.      Στον βαθμό που το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ανάγκη ρητής κατοχύρωσης της ενεργητικής νομιμοποίησης των ΟΣΔ στο εθνικό δίκαιο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η κατοχύρωση της νομιμοποίησης αυτής πρέπει να εδράζεται σε διάταξη του γραπτού δικαίου.

38.      Επί του σημείου αυτού, λαμβανομένων υπόψη των δυσχερειών που ανακύπτουν σε σχέση με την ενδεχόμενη αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποίησης των ΟΣΔ να ενεργούν ιδίω ονόματι αντί των δικαιούχων των δικαιωμάτων (13), εκτιμώ ότι η θέσπιση νομοθεσίας θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ικανοποιηθεί η επιταγή περί ασφάλειας δικαίου.

39.      Στην πράξη, ωστόσο, στα περισσότερα κράτη μέλη δεν υπάρχει νομοθετική διάταξη που να ρυθμίζει ειδικώς την ενεργητική νομιμοποίηση των ΟΣΔ (14). Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το ζήτημα αυτό να διέπεται από γενικές δικονομικές διατάξεις ή ακόμη να κρίνεται από τη νομολογία (15), ιδίως σε εκείνα τα κράτη μέλη όπου τα κατώτερα δικαστήρια υποχρεούνται τυπικώς να ακολουθούν τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων (16).

40.      Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι μια κατά γράμμα ερμηνεία του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, στον βαθμό που το άρθρο αυτό εξαρτά την ενεργητική νομιμοποίηση των ΟΣΔ από τις «διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας» (η υπογράμμιση δική μου), ενέχει τον κίνδυνο αποδυνάμωσης, υπό ορισμένες περιστάσεις, της πρακτικής αποτελεσματικότητας της εν λόγω οδηγίας.

41.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να εμπνευσθεί εν προκειμένω από τη νομολογία του σχετικά με τον τρόπο μεταφοράς των οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο (17). Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, «για να μεταφερθεί οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να επαναληφθούν κατά γράμμα οι διατάξεις της σε ρητή και ειδική νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση, αλλά μπορεί να αρκεί και ένα γενικό νομικό πλαίσιο, εφόσον αυτό διασφαλίζει στην πράξη, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας»(18).

42.      Ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο μπορεί να απορρέει, μεταξύ άλλων, από πάγια νομολογιακή πρακτική (19).

43.      Προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι το δικαίωμα των ΟΣΔ να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέσων αποκατάστασης που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας 2004/48, κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας, προϋποθέτει την κατοχύρωση της ενεργητικής νομιμοποίησής τους προς προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων την προστασία των οποίων έχουν αναλάβει. Σε περίπτωση που δεν υφίστανται διατάξεις θεσπισθείσες προς τούτο στην εφαρμοστέα νομοθεσία, η νομιμοποίησή τους μπορεί να απορρέει από το γενικότερο νομικό πλαίσιο, υπό την προϋπόθεση ότι η έκταση και οι συνέπειές της επί της καταστάσεως των διαδίκων καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

44.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, όπως έχει διατυπωθεί, ζητείται να εξεταστεί ο αυτοτελής χαρακτήρας της φράσεως «άμεσο συμφέρον προς προάσπιση των πνευματικών δικαιωμάτων των δικαιούχων που εκπροσωπούνται από τον ίδιο».

45.      Η φράση αυτή δεν περιλαμβάνεται σε καμία διάταξη της οδηγίας 2004/48. Με ελαφρώς διαφορετική διατύπωση, χρησιμοποιήθηκε ωστόσο από το Δικαστήριο στην απόφαση SNB-REACT (20), στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 18 της οδηγίας αυτής (21), η οποία αναφέρεται στην έννοια του «άμεσου συμφέροντος».

46.      Ερειδόμενο στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι, όταν οργανισμός συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας έχει, κατά την εθνική νομοθεσία, άμεσο συμφέρον προς προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναγνωρίζουν στον οργανισμό αυτόν το δικαίωμα να ζητεί την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία (22).

47.      Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι αυτό που επιδιώκει να διαπιστώσει το αιτούν δικαστήριο, ζητώντας από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τον αυτοτελή χαρακτήρα της έννοιας του «άμεσου συμφέροντος» περί της οποίας γίνεται λόγος στην απόφαση SNB-REACT, είναι η ύπαρξη και το περιεχόμενο το οποίο τυχόν έχει η υποχρέωση την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2004/48 να αναγνωρίζουν το συμφέρον των ΟΣΔ να ενεργούν ιδίω ονόματι στις ένδικες διαφορές σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας, στην περίπτωση που το συμφέρον αυτό δεν απορρέει από την εθνική νομοθεσία.

48.      Προτείνω, επομένως, να αναδιατυπωθεί το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα υπό την έννοια ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν οι διατάξεις του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 έχουν την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναγνωρίζουν το άμεσο συμφέρον των οργανισμών που έχουν εξουσιοδοτηθεί να χορηγούν συλλογικές άδειες εκμετάλλευσης και τους οποίους αφορά η συγκεκριμένη διάταξη να ζητούν ιδίω ονόματι την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέσων αποκατάστασης που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας, όπως είναι η αγωγή λόγω προσβολής, σε περίπτωση που ένα τέτοιο συμφέρον δεν απορρέει από την εθνική νομοθεσία.

49.      Κατ’ ουσίαν, το ερώτημα αυτό απαντήθηκε αρνητικά στην απόφαση SNB‑REACT (23) και δεν βλέπω κανένα λόγο για τον οποίο θα έπρεπε το Δικαστήριο να δώσει διαφορετική απάντηση στην υπό κρίση υπόθεση.

50.      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, η νομιμοποίηση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εξακολουθεί να εξαρτάται από τις «διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας». Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, «ενώ το άρθρο 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/48 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν, σε κάθε περίπτωση, στους έχοντες δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας το δικαίωμα να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκατάστασης του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής, τα στοιχεία βʹ έως δʹ του άρθρου 4 της οδηγίας διευκρινίζουν, και τα τρία, ότι τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν το ίδιο δικαίωμα σε άλλα πρόσωπα καθώς και σε συγκεκριμένους οργανισμούς μόνον εφόσον το επιτρέπουν οι διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας και σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές»(24).

51.      Όσον αφορά τους όρους «εφαρμοστέα νομοθεσία» που διαλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αναφέρονται τόσο στην εθνική νομοθεσία όσο και στη νομοθεσία της Ένωσης (25).

52.      Επομένως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον οι νυν ισχύουσες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης αναγνωρίζουν το άμεσο συμφέρον των ΟΣΔ, όπως είναι ο Kopiosto, να ζητούν ιδίω ονόματι την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει η οδηγία 2004/48.

53.      Κατά τη γνώμη μου, τούτο δεν ισχύει.

54.      Κατά πρώτον, τέτοιο συμφέρον δεν μπορεί να συναχθεί από τις διατάξεις της οδηγίας 2004/48.

55.      Αντιθέτως –και ανεξαρτήτως του περιεχομένου του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι σαφές–, από τις σχετικές με τη διάταξη αυτή νομοπαρασκευαστικές εργασίες συνάγεται ότι η εν λόγω οδηγία δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν στους ΟΣΔ ενεργητική νομιμοποίηση σε ένδικες διαφορές σχετικά με τα ατομικά δικαιώματα των δικαιούχων. Συγκεκριμένα, μια διάταξη η οποία είχε περιληφθεί στην αρχική πρόταση της Επιτροπής και η οποία προέβλεπε μια τέτοια υποχρέωση απαλείφθηκε (26).

56.      Κατά δεύτερον, φρονώ ότι το έννομο συμφέρον των ΟΣΔ δεν απορρέει ούτε από τις διατάξεις της οδηγίας 2014/26. Επί του σημείου αυτού, ωστόσο, εκτιμώ ότι εγείρονται ορισμένες αμφιβολίες.

57.      Ειδικότερα, στο άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/26 προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι «οι διαφορές μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και χρηστών που αφορούν ιδίως στους ισχύοντες και προτεινόμενους όρους αδειοδότησης ή την παραβίαση της σύμβασης μπορούν να παραπεμφθούν σε δικαστήριο» (η υπογράμμιση δική μου). Από τη διάταξη αυτή θα μπορούσε να συναχθεί η σιωπηρή αναγνώριση του έννομου συμφέροντος των ΟΣΔ σε ένδικες διαφορές μεταξύ των ίδιων και των χρηστών.

58.      Ωστόσο, μια εκτός συγκείμενου ανάγνωση της διάταξης αυτής θα ήταν αντίθετη προς τους σκοπούς και την εν γένει οικονομία της οδηγίας 2014/26, η οποία δεν αποσκοπεί στη ρύθμιση της ικανότητας των ΟΣΔ να παρίστανται σε δίκη (27). Εξάλλου, μια τέτοια ανάγνωση δυσχερώς συμβιβάζεται με τις διατάξεις του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, οι οποίες διέπουν το θέμα αυτό και από τις οποίες η οδηγία 2014/16 δεν έχει σκοπό να παρεκκλίνει. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι το έννομο συμφέρον των ΟΣΔ δεν κατοχυρώνεται νομοθετικά στο άρθρο 35, παράγραφος 1, της τελευταίας αυτής οδηγίας.

59.      Τέλος, τέτοιο έννομο συμφέρον δεν απορρέει ούτε από το άρθρο 12 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 (28), το οποίο παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν το καθεστώς των συλλογικών αδειών με διευρυμένη ισχύ (29) σε ορισμένες περιπτώσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

60.      Επί του σημείου αυτού, δεν συμφωνώ με την ανάλυση της Επιτροπής (30), η οποία ερμηνεύει τους όρους «οργανισμός [...] [ο οποίος] τεκμαίρεται ότι εκπροσωπεί τους δικαιούχους» και «τεκμήρια εκπροσώπησης», που διαλαμβάνονται αντιστοίχως στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2019/790 και στην αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2014/26, ως αναφερόμενους στις δικονομικές ικανότητες των ΟΣΔ. Αντιθέτως, οι συγκεκριμένοι όροι, εντός του πλαισίου στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν, αναφέρονται σε έναν από  τους τρόπους χορηγήσεως αδειών με διευρυμένη ισχύ, ο οποίος διακρίνεται από το «κλασικό» μοντέλο λόγω της μεγαλύτερης ελευθερίας την οποία καταλείπει στους δικαιούχους (31).

61.      Θα προσέθετα ότι η παραχώρηση του δικαιώματος διαχείρισης των δικαιωμάτων δεν συνεπάγεται και την αναγνώριση της σχετικής ενεργητικής νομιμοποίησης ή του σχετικού εννόμου συμφέροντος. Ορισμένοι μηχανισμοί συλλογικής διαχείρισης, όπως το εκ του νόμου τεκμήριο εκπροσώπησης, δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην στην εκχώρηση δικαιωμάτων στους ΟΣΔ, με αποτέλεσμα το δικαίωμα χορηγήσεως αδειών με διευρυμένη ισχύ να μη συνεπάγεται τη σιωπηρή αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποίησης των ΟΣΔ αντί του δικαιούχου των δικαιωμάτων (32). Η ενεργητική νομιμοποίησή τους μπορεί να απορρέει, ενδεχομένως, από ειδικώς θεσπισθείσες προς τούτο διατάξεις (33).

62.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι οι ισχύουσες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αναγνωρίζουν το έννομο συμφέρον των ΟΣΔ να ενεργούν ιδίω ονόματι σε ένδικες διαφορές σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στην οδηγία 2004/48.

63.      Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι οι διατάξεις του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 έχουν την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να αναγνωρίζουν στους οργανισμούς οι οποίοι έχουν εξουσιοδοτηθεί να χορηγούν συλλογικές άδειες εκμετάλλευσης, τους οποίους αφορούν οι εν λόγω διατάξεις, το άμεσο συμφέρον να ζητούν ιδίω ονόματι την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της εν λόγω οδηγίας, όπως είναι η αγωγή λόγω προσβολής, στην περίπτωση που τέτοιο συμφέρον δεν απορρέει από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

64.      Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται για την περίπτωση κατά την οποία, ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως στο εθνικό δίκαιο, γινόταν δεκτό ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2004/48 υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν ότι οι ΟΣΔ νομιμοποιούνται ενεργητικώς ιδίω ονόματι σε ένδικες διαφορές σχετικά με δικαιώματα που καλύπτονται από άδειες με διευρυμένη ισχύ. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν μια τέτοια υποχρέωση συνάδει με τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 17 και 47 του Χάρτη.

65.      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει κατά τη γνώμη μου η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα. Το πρόβλημα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο μπορεί να ανακύψει και να εξετασθεί μόνο στο πλαίσιο εθνικής νομοθεσίας που κατοχυρώνει την ενεργητική νομιμοποίηση ή το έννομο συμφέρον των ΟΣΔ, η οποία δεν υφίσταται εν προκειμένω (34).

66.      Θα ήθελα να προσθέσω ότι ενεργητική νομιμοποίηση των ΟΣΔ μπορεί λυσιτελώς να αναγνωριστεί μόνον εφόσον διασφαλίζονται επαρκώς τα συμφέροντα και τα θεμελιώδη δικαιώματα των δημιουργών, όπερ εξαρτάται από ένα σύνολο ουσιαστικών και δικονομικών ρυθμίσεων του εθνικού δικαίου, οι οποίες έχουν εν μέρει εναρμονιστεί με τις διατάξεις της οδηγίας 2014/26.

67.      Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν ζητήματα όπως η ύπαρξη μηχανισμού εξαίρεσης («opt-out») σε σχέση με τη διαχείριση των δικαιωμάτων, το δικαίωμα παρέμβασης ή εναντίωσης εκ μέρους του δικαιούχου, οι συνέπειες ενδεχόμενης παραίτησης του ΟΣΔ, το περιεχόμενο και οι συνέπειες των διαδικασιών εναλλακτικής επίλυσης διαφορών ή ακόμα η δυνατότητα θεμελιώσεως ευθύνης αποζημιώσεως του διαχειριστή στο πλαίσιο μιας οιονεί συμβατικής σχέσεως, όπως η διοίκηση αλλοτρίων (negotiorum gestio). Ωστόσο, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, τα ερωτήματα αυτά έχουν υποθετικό χαρακτήρα.

 Πρόταση

68.      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) ως εξής:

1)      Το δικαίωμα των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας να ζητούν την εφαρμογή μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας, προϋποθέτει την κατοχύρωση της ενεργητικής νομιμοποίησής τους προς προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων την προστασία των οποίων έχουν αναλάβει. Σε περίπτωση που δεν υφίστανται διατάξεις θεσπισθείσες προς τούτο στην εφαρμοστέα νομοθεσία, η νομιμοποίησή τους μπορεί να απορρέει από το γενικότερο νομικό πλαίσιο, υπό την προϋπόθεση ότι η έκταση και οι συνέπειές της επί της καταστάσεως των διαδίκων καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή.

2)      Οι διατάξεις του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 έχουν την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να αναγνωρίζουν στους οργανισμούς οι οποίοι έχουν εξουσιοδοτηθεί να χορηγούν συλλογικές άδειες εκμετάλλευσης, τους οποίους αφορούν οι εν λόγω διατάξεις, το άμεσο συμφέρον να ζητούν ιδίω ονόματι την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της εν λόγω οδηγίας, όπως είναι η αγωγή λόγω προσβολής, στην περίπτωση που τέτοιο συμφέρον δεν απορρέει από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Βλ. άρθρο 8 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10).


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ 2004, L 157, σ. 45, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 195, σ. 16, και ΕΕ 2007, L 204, σ. 27).


4      Για τη θέσπιση των συλλογικών αδειών με διευρυμένη ισχύ στο δίκαιο της Ένωσης, βλ. Quaedvlieg, A., «Les licences collectives étendues. Un oiseau exotique des lacs du Nord fait un atterrissage réussi à Bruxelles», Revue internationale du droit d’auteur, αριθ. 4, 2020, σ. 189.


5      Για μια γενική περιγραφή του μηχανισμού και μια λεπτομερή χαρτογράφηση των λύσεων που έχουν υιοθετήσει τα κράτη μέλη όσον αφορά τις άδειες με διευρυμένη ισχύ στις ψηφιακές αγορές, βλ. μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Study on Emerging Issues on Collective Licensing Practices in the Digital Environment, Publications Office of the European Union, Λουξεμβούργο, 2021, σ. 131 έως 242.


6      Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (ΕΕ 1993, L 248, σ. 15).


7      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2014, L 84, σ. 72).


8      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018 (C‑521/17, στο εξής: απόφαση SNB-REACT, EU:C:2018:639).


9      Απόφαση SNB-REACT (σκέψη 39). Η υπογράμμιση δική μου.


10      Βλ. γραπτές παρατηρήσεις της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, σημεία 12 και 14.


11      Από την αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2014/26 προκύπτει σαφώς ότι η οδηγία δεν επιβάλλει στους ΟΣΔ να λάβουν συγκεκριμένη νομική μορφή. Στην πράξη, οι οργανισμοί αυτοί έχουν τη μορφή εταιριών, σωματείων, συνδικαλιστικών οργανώσεων ή ιδρυμάτων.


12      Όσον αφορά τις διχογνωμίες που έχουν ανακύψει ως προς το ζήτημα αυτό στο γαλλικό δίκαιο, βλ. Vijant, M., Bruguière, J.-M., Droit d’auteur et droits voisins, 4η έκδ., Dalloz, Παρίσι, 2019, σημείο 1348, σ. 1288 έως 1289.


13      Οι δυσχέρειες αυτές τέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα.


14      Ειδικότερα, καμία τέτοια διάταξη δεν έχει θεσπιστεί στη Φινλανδία (βλ. σκέψεις 16 επ. της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως).


15      Όπως φαίνεται να συνέβη στη Γαλλία, όπου το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) έθεσε τέρμα στις υφιστάμενες (προγενέστερες) νομολογιακές αποκλίσεις αρνούμενο να δεχθεί την ενεργητική νομιμοποίηση των ΟΣΔ σε ένδικες διαφορές σχετικές με την προάσπιση των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών που δεν είναι μέλη τους (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, αριθ. 12-17.795, FR:CCASS:2013:C100905).


16      Παραδείγματος χάριν, τούτο μπορεί να ισχύει στην Πολωνία, όπου οι διευρυμένοι δικαστικοί σχηματισμοί του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) έχουν  την  εξουσία  να  εκδίδουν «αποφάσεις  που  έχουν  ισχύ  νομικής  αρχής», σύμφωνα  με  το  άρθρο 87, παράγραφος 1, του  ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου).


17      Η εν λόγω νομολογία μπορεί να εφαρμοστεί στην κύρια δίκη μόνον κατ’ αναλογίαν και όχι ευθέως, καθόσον η αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποίησης των ΟΣΔ κατά το εθνικό δίκαιο δεν απορρέει, κατά τη γνώμη μου, από τις απαιτήσεις της οδηγίας 2004/48. Οι λόγοι για τους οποίους καταλήγω στο συμπέρασμα αυτό θα εκτεθούν στο τμήμα της αναλύσεως που αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.


18      Βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑530/11, EU:C:2014:67, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


19      Βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑530/11, EU:C:2014:67, σκέψεις 34 έως 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


20      Απόφαση SNB-REACT (σκέψη 38).


21      Απόφαση SNB-REACT (σκέψη 33).


22      Απόφαση SNB-REACT (σκέψη 34).


23      Βλ., ιδίως, απόφαση SNB-REACT (σκέψη 38).


24      Απόφαση SNB-REACT (σκέψη 28).


25      Απόφαση SNB-REACT (σκέψη 31).


26      Το άρθρο 5 της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα μέτρα και τις διαδικασίες που αποσκοπούν στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας [COM(2003) 46 τελικό], το οποίο έφερε τον τίτλο «Πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων και διαδικασιών», προέβλεπε, στην παράγραφο 2, ότι τα «κράτη μέλη αναγνωρίζουν στους οργανισμούς διαχείρισης δικαιωμάτων ή προάσπισης επαγγελματικών συμφερόντων, στο μέτρο που εκπροσωπούν δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ή άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να χρησιμοποιούν τα δικαιώματα αυτά σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία, το δικαίωμα να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων και διαδικασιών που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο, περιλαμβανομένου του δικαιώματος να παρίστανται επί δικαστηρίου για την προάσπιση των δικαιωμάτων ή των συλλογικών ή ατομικών συμφερόντων την προστασία των οποίων έχουν αναλάβει» (η υπογράμμιση δική μου).


27      Υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 8 και 9 της οδηγίας 2014/26, σκοπός της οδηγίας είναι ο συντονισμός των εθνικών κανόνων που αφορούν την πρόσβαση στη διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων από ΟΣΔ, τους όρους διακυβέρνησής τους και το εποπτικό πλαίσιό τους, καθώς και η διασφάλιση υψηλού επιπέδου διακυβέρνησης, οικονομικής διαχείρισης, διαφάνειας και λογοδοσίας για τους εν λόγω οργανισμούς.


28      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά και την τροποποίηση των οδηγιών 96/9/ΕΚ και 2001/29/ΕΚ (ΕΕ 2019, L 130, σ. 92). Όπως επισήμανε η Επιτροπή, η οδηγία αυτή δεν ασκεί επιρροή στην απάντηση που πρέπει να δοθεί εν προκειμένω στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, καθόσον δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης rationae temporis. Κρίνω, ωστόσο, σκόπιμο να επανέλθω στην ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της προμνησθείσας οδηγίας την οποία δέχθηκε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της.


29      Το άρθρο 12, υπό τον τίτλο «Χορήγηση συλλογικών αδειών με διευρυμένη ισχύ», της οδηγίας 2019/790, προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:


      «Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, όσον αφορά τη χρήση που λαμβάνει χώρα εντός της επικράτειάς τους και με την επιφύλαξη των διασφαλίσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, ότι όταν ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, ο οποίος υπόκειται στους εθνικούς κανόνες εφαρμογής της οδηγίας [2014/26], σύμφωνα με τις συμβάσεις ανάθεσης με τους δικαιούχους, συνάπτει συμφωνία για τη χορήγηση άδειας για την εκμετάλλευση έργων ή άλλων αντικειμένων προστασίας,


      α) η εφαρμογή της συμφωνίας αυτής μπορεί να επεκταθεί στα δικαιώματα των δικαιούχων που δεν έχουν εξουσιοδοτήσει τον εν λόγω οργανισμό συλλογικής διαχείρισης να τους εκπροσωπεί μέσω εκχώρησης, άδειας ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας· ή,


      β) όσον αφορά την εν λόγω συμφωνία, ο οργανισμός εκπροσωπεί ή τεκμαίρεται ότι εκπροσωπεί δικαιούχους οι οποίοι δεν έχουν εξουσιοδοτήσει τον οργανισμό αναλόγως».


30      Σημεία 24 και 26 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.


31      Για μια τυπολογία των μηχανισμών χορήγησης αδειών με διευρυμένη ισχύ και των χαρακτηριστικών τους, βλ. μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής, Study on Emerging Issues on Collective Licensing Practices in the Digital Environment, Publications Office of the European Union, Λουξεμβούργο, 2021, σ. 132.


32      Για τον ίδιο λόγο, φρονώ ότι η ενεργητική νομιμοποίηση του Kopiosto στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν μπορεί να συναχθεί από τις διατάξεις της οδηγίας 93/83, στον βαθμό που το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει έναν μηχανισμό υποχρεωτικής συλλογικής διαχείρισης στον τομέα της αναμετάδοσης εκπομπής μέσω καλωδίου.


33      Επί παραδείγματι, αυτό ισχύει στην Πολωνία, όπου η ενεργητική νομιμοποίηση των ΟΣΔ που απολαύουν του εκ του νόμου τεκμηρίου εκπροσώπησης κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του ustawa o zbiorowsteuerzarządzaniu prawami autorskimi i prawami pokrewnymi (νόμου περί συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων), της 15ης Ιουνίου 2018.


34      Βλ. σκέψεις 16 έως 19 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

Top