Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0054

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Αιμιλίου της 5ης Οκτωβρίου 2023.
    Ρουμανία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Θεσμικό δίκαιο – Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών – Κανονισμός (ΕΕ) 211/2011 – Καταχώριση της πρότασης πρωτοβουλίας πολιτών – Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Πρόταση που δεν ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να υποβάλλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των συνθηκών – Βάρος αποδείξεως – Ευχέρεια της Επιτροπής να προβεί σε μερική καταχώριση.
    Υπόθεση C-54/22 P.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:744

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

    της 5ης Οκτωβρίου 2023 ( 1 )

    Υπόθεση C‑54/22 P

    Ρουμανία

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών (ΕΠΠ) – ΕΠΠ με τίτλο “Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους” – Ευχέρεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προβεί σε μερική καταχώριση υπό το καθεστώς του κανονισμού (ΕΕ) 211/2011»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών (στο εξής: ΕΠΠ), ήδη αρκετά γνωστή προσθήκη στο θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης, αποτελεί εργαλείο συμμετοχικής δημοκρατίας, μολονότι η μέχρι τώρα επίδρασή του φαίνεται μάλλον περιορισμένη ( 2 ). Υπενθυμίζεται ότι ο μηχανισμός αυτός θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας προκειμένου να δοθεί στους πολίτες της Ένωσης η δυνατότητα να επηρεάζουν την έννομη τάξη της Ένωσης με τρόπο άμεσο, καλώντας την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης. Όπως έχει τονίσει το Δικαστήριο, η προστιθέμενη αξία του μηχανισμού αυτού «έγκειται όχι στη βεβαιότητα του αποτελέσματος, αλλά στους διαύλους και στις ευκαιρίες που δημιουργεί για τους πολίτες της Ένωσης να ενεργοποιήσουν τον πολιτικό διάλογο εντός των θεσμικών οργάνων της Ένωσης» ( 3 ).

    2.

    Προκειμένου να ευδοκιμήσει μια ΕΠΠ θα πρέπει να περάσει επιτυχώς από διάφορα στάδια, με πρώτο εξ αυτών το στάδιο της «καταχώρισης». Κατά το εν λόγω στάδιο ελέγχου, τρόπον τινά, του «παραδεκτού», η Επιτροπή εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν το ζήτημα επί του οποίου καλείται να αναλάβει δράση ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης. Κατάληξη του πρώτου αυτού σταδίου αποτελεί, καταρχήν, η έκδοση απόφασης με την οποία η Επιτροπή καταχωρίζει την ΕΠΠ ή, αντίθετα, απορρίπτει την καταχώρισή της.

    3.

    Η υπό κρίση υπόθεση αφορά το συγκεκριμένο στάδιο και αποτελεί τη συνέχεια προηγούμενης αντιδικίας ενώπιον του ενωσιακού δικαστή με αντικείμενο την ΕΠΠ με τίτλο «Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους». Η ΕΠΠ επεδίωκε, κατ’ ουσίαν, την έκδοση νομικών πράξεων που θα προβλέπουν ότι οι περιφέρειες με εθνικά, εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά που διαφέρουν από τα χαρακτηριστικά των γύρω περιοχών θα έχουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης σε κονδύλια της Ένωσης.

    4.

    Η παρούσα αντιδικία ξεκίνησε με την εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη της καταχώρισης της ΕΠΠ, για τον λόγο ότι το αντικείμενό της ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της βάσει των οποίων μπορούσε να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξεως. Κατά της απορριπτικής απόφασης της Επιτροπής ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως η οποία απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο. Όμως, κατόπιν αναιρέσεως που άσκησαν οι διοργανωτές της εν λόγω ΕΠΠ, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.

    5.

    Εν συνεχεία, η Επιτροπή εξέδωσε νέα απόφαση διά της οποίας καταχώρισε την επίμαχη ΕΠΠ, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη συγκέντρωση δηλώσεων υποστήριξης μεταξύ των πολιτών της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή περιόρισε το πεδίο της ΕΠΠ σε εκείνα μόνο από τα αρχικά στοιχεία της τα οποία δεν ήταν, κατά την άποψη της Επιτροπής, καταφανώς «απαράδεκτα».

    6.

    Ωστόσο, εκ πρώτης όψεως, οι εφαρμοστέες διατάξεις που ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο προέβλεπαν ότι η ευχέρεια της Επιτροπής όσον αφορά την καταχώριση ΕΠΠ είχε τη μορφή «δυοίν θάτερον», ήτοι ότι η Επιτροπή υποχρεούνταν είτε να καταχωρίσει την ΕΠΠ ως είχε είτε να απορρίψει την καταχώρισή της. Το ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι αν η δυαδική αυτή λογική σήμαινε ότι η Επιτροπή δεν επιτρεπόταν να καταχωρίσει την επίμαχη ΕΠΠ «εξειδικεύοντας» ταυτόχρονα το αντικείμενό της κατ’ αυτόν τον τρόπο.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    7.

    Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών (στο εξής: κανονισμός του 2011 για τις ΕΠΠ) ( 4 ), ο κανονισμός αυτός θέσπιζε τις λεπτομερείς διαδικασίες και τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν για την υποβολή πρωτοβουλίας πολιτών όπως προέβλεπε το άρθρο 11 ΣΕΕ και το άρθρο 24 ΣΛΕΕ ( 5 ).

    8.

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, ως ΕΠΠ οριζόταν «[η] πρωτοβουλία η οποία υποβάλλεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τον [κανονισμό του 2011 για τις ΕΠΠ], με την οποία η Επιτροπή καλείται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, να υποβάλει οποιαδήποτε κατάλληλη πρόταση επί θεμάτων στα οποία οι πολίτες θεωρούν ότι απαιτείται νομική πράξη της Επιτροπής για την εφαρμογή των συνθηκών και την οποία υποστηρίζουν έγκυρα τουλάχιστον ένα εκατομμύριο υπογράφοντες προερχόμενοι από το ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών μελών».

    9.

    Το άρθρο 4 του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ όριζε τα εξής:

    «1.   Πριν από την έναρξη της συγκέντρωσης των δηλώσεων υποστήριξης από τους υπογράφοντες σχετικά με προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών, οι διοργανωτές οφείλουν να καταχωρίσουν την πρωτοβουλία στην Επιτροπή, παρέχοντας τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το παράρτημα II, ιδίως σχετικά με το αντικείμενο και τους στόχους της προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών.

    […]

    2.   Εντός δύο μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών στις οποίες αναφέρεται το παράρτημα II, η Επιτροπή καταχωρίζει προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με μοναδικό αριθμό μητρώου και αποστέλλει βεβαίωση της καταχώρισης στους διοργανωτές, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    […]

    (β)

    η προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών δεν ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να υποβάλλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης για την εφαρμογή των συνθηκών·

    […]

    3.   Η Επιτροπή απορρίπτει την καταχώριση εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2.

    Εφόσον αρνηθεί την καταχώριση προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών, η Επιτροπή αναφέρει στους διοργανωτές τους λόγους της άρνησης, καθώς και όλα τα πιθανά ένδικα και εξώδικα μέσα που τίθενται στη διάθεσή τους.

    […]»

    10.

    Το παράρτημα II του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ αφορούσε τις «απαιτούμενες πληροφορίες για την καταχώριση μιας προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών» και προέβλεπε ότι «οι ακόλουθες πληροφορίες παρέχονται με σκοπό την καταχώριση μιας προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών στο επιγραμμικό μητρώο της Επιτροπής:

    1.

    Ο τίτλος της προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών, ο οποίος δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 100 χαρακτήρες.

    2.

    Το αντικείμενο, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 200 χαρακτήρες.

    3.

    Περιγραφή των στόχων της προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών για την οποία καλείται να αναλάβει δράση η Επιτροπή, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 500 χαρακτήρες.

    4.

    Οι διατάξεις των συνθηκών που θεωρούνται από τους διοργανωτές σχετικές με την προτεινόμενη δράση.

    […]».

    Το ίδιο παράρτημα όριζε επίσης ότι «[ο]ι διοργανωτές δύνανται να παραθέσουν σε παράρτημα περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο, τους στόχους και το πλαίσιο της προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών. Μπορούν επίσης, αν το επιθυμούν, να υποβάλουν σχέδιο νομικής πράξης».

    III. Το ιστορικό της διαφοράς, η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    11.

    Στις 18 Ιουνίου 2013, υποβλήθηκε στην Επιτροπή προς καταχώριση η ΕΠΠ με τίτλο «Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους».

    12.

    Οι διοργανωτές της ΕΠΠ προσκόμισαν τις κατ’ ελάχιστον απαιτούμενες πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ (στο εξής: απαιτούμενες πληροφορίες), καθώς και λεπτομερέστερες πληροφορίες κατά την έννοια του ίδιου παραρτήματος (στο εξής: συμπληρωματικές πληροφορίες).

    13.

    Από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν ως απαιτούμενες πληροφορίες προέκυπτε ότι σκοπός της πρωτοβουλίας ήταν να δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής, ιδιαίτερη προσοχή στις περιφέρειες με εθνικά, εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά που διαφέρουν από τα χαρακτηριστικά των γύρω περιοχών ( 6 ).

    14.

    Οι στόχοι της πρωτοβουλίας, οι οποίοι επίσης περιγράφονταν ως μέρος των απαιτούμενων πληροφοριών, αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Για τις περιφέρειες αυτές, στις οποίες περιλαμβάνονται γεωγραφικές περιοχές που δεν διαθέτουν δομές με διοικητικές αρμοδιότητες, η πρόληψη της οικονομικής καθυστέρησης, η υποστήριξη της ανάπτυξης και η διατήρηση των συνθηκών για οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή θα πρέπει να γίνονται κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι τα χαρακτηριστικά τους παραμένουν αμετάβλητα. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι εν λόγω περιφέρειες πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης σε διάφορα κονδύλια της ΕΕ και πρέπει να εξασφαλίζεται η διατήρηση των χαρακτηριστικών τους και η κατάλληλη οικονομική τους ανάπτυξη, ούτως ώστε να υποστηριχθεί η ανάπτυξη της ΕΕ και να διατηρηθεί η πολιτιστική ποικιλομορφία της» ( 7 ).

    15.

    Περαιτέρω, από τις συμπληρωματικές πληροφορίες (όπως αυτές συνοψίστηκαν αργότερα από το Δικαστήριο) προέκυπτε ότι, κατά τους διοργανωτές της επίμαχης ΕΠΠ, «η πολιτική συνοχής κατά τα άρθρα 174 έως 178 ΣΛΕΕ πρέπει, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις θεμελιώδεις αξίες τις οποίες ορίζουν τα άρθρα 2 και 3 ΣΕΕ, να συμβάλλει στη διατήρηση των ιδιαίτερων εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών των περιφερειών με εθνικές μειονότητες, που απειλούνται από την ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση, και στην άρση των μειονεκτημάτων και των δυσμενών διακρίσεων που πλήττουν την οικονομική ανάπτυξη των περιφερειών αυτών. Κατά συνέπεια, η προτεινόμενη πράξη θα έπρεπε να παρέχει στις περιφέρειες με εθνικές μειονότητες ίσες δυνατότητες προσβάσεως στα ταμεία, στους πόρους και στα προγράμματα της ενωσιακής πολιτικής συνοχής με εκείνες των νυν επιλέξιμων περιφερειών, όπως αυτές παρατίθενται στον κατάλογο του παραρτήματος I του [κανονισμού 1059/2003] [ ( 8 )]. Οι εγγυήσεις αυτές μπορούσαν, κατά τους [διοργανωτές], να συμπεριλάβουν την εγκαθίδρυση αυτόνομων περιφερειακών οργάνων με επαρκείς εξουσίες ώστε να συνδράμουν τις περιφέρειες με εθνικές μειονότητες για τη διατήρηση των εθνικών, γλωσσικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους καθώς και της ταυτότητάς τους» ( 9 ).

    16.

    Με απόφασή της της 25ης Ιουλίου 2013, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση καταχώρισης της επίμαχης ΕΠΠ με την αιτιολογία ότι ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής βάσει των οποίων αυτή μπορεί να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης προς εφαρμογή των Συνθηκών (κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ) ( 10 ).

    17.

    Η προσφυγή διά της οποίας οι διοργανωτές της ΕΠΠ, υποστηριζόμενοι από την Ουγγαρία, ζήτησαν την ακύρωση της προαναφερθείσας απόφασης απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο ( 11 ). Η απόφαση όμως αυτή αναιρέθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε οριστικά επί της διαφοράς και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 2013 ( 12 ). Όπως προκύπτει, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή ερμήνευσε κατά τρόπο υπερβολικά περιοριστικό τις σχετικές με την πολιτική συνοχής της Ένωσης διατάξεις της Συνθήκης που εξέτασε ως πιθανή νομική βάση των νομικών πράξεων των οποίων την έκδοση κλήθηκε να δρομολογήσει ( 13 ).

    18.

    Στις 30 Απριλίου 2019, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία καταχωρίσθηκε η επίμαχη ΕΠΠ ( 14 ).

    19.

    Ωστόσο, και ενώ δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης πραγματοποιήθηκε η καταχώριση, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της ίδιας απόφασης προέβλεπε ότι «[δ]ηλώσεις υποστήριξης της εν λόγω προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών μπορούν να συγκεντρώνονται, με βάση την παραδοχή ότι η πρωτοβουλία αποσκοπεί στην υποβολή προτάσεων της Επιτροπής για την έκδοση νομικών πράξεων που ορίζουν τα καθήκοντα, τους πρωταρχικούς στόχους και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων και υπό την προϋπόθεση ότι οι χρηματοδοτούμενες δράσεις θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης» ( 15 ).

    20.

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 8 Ιουλίου 2019, η Ρουμανία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλοντας δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορούσε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ, διότι, κατά την άποψή της, η επίμαχη ΕΠΠ ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης κατά την έννοια της ως άνω διάταξης. Ο δεύτερος λόγος της προσφυγής της Ρουμανίας αφορούσε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

    21.

    Με απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2021 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ( 16 ).

    IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

    22.

    Κατά της απόφασης αυτής η Ρουμανία άσκησε αναίρεση στις 27 Ιανουαρίου 2022 ζητώντας από το Δικαστήριο να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς ή να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου. Ζητεί επίσης να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    23.

    Η Ρουμανία προβάλλει έναν και μόνο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ (το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της δοτής αρμοδιότητας) ( 17 ). Ο μοναδικός αυτός λόγος αναιρέσεως έχει δύο σκέλη.

    24.

    Το πρώτο σκέλος αφορά τις σκέψεις 105 και 106 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή «δύναται να μην προβεί στην καταχώριση προτάσεως ΕΠΠ μόνον εάν […] καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατόν να αποκλειστεί εξ ολοκλήρου το ενδεχόμενο να υποβάλει πρόταση εκδόσεως νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών» και ότι, συνεπώς, οφείλει να καταχωρίσει την ΕΠΠ «ακόμη και όταν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες» ως προς το κατά πόσον η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της.

    25.

    Το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως που προβάλλει η Ρουμανία αφορά τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπου κρίθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση της Επιτροπής να καταχωρίσει την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ με βάση συγκεκριμένη παραδοχή όσον αφορά το πεδίο που μπορεί να καλύπτει η καταχώρισή της συνάδει με τον κανονισμό για τις ΕΠΠ του 2011, όπως αυτός έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με την απόφασή του στην απόφαση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής.

    26.

    Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, με το οποίο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τη Ρουμανία στα δικαστικά έξοδα.

    27.

    Οι διάδικοι κατέθεσαν επίσης υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως. Η Ουγγρική Κυβέρνηση παρενέβη υπέρ της Επιτροπής και κατέθεσε υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και υπόμνημα ανταπαντήσεως.

    V. Εκτίμηση

    28.

    Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στις αιτιάσεις που προβάλλει η Ρουμανία προς στήριξη του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά το ζήτημα αν η Επιτροπή είχε την ευχέρεια να καταχωρίσει την επίμαχη ΕΠΠ προβαίνοντας σε «εξειδίκευση» (και περιορισμό) του πεδίου που καλύπτει η καταχώρισή της.

    29.

    Για την εκτίμηση του ζητήματος αυτού, θα αναλύσω τα χαρακτηριστικά στοιχεία του μηχανισμού της ΕΠΠ (1) και θα περιγράψω την (εφαρμοσθείσα και στην περίπτωση της επίμαχης ΕΠΠ) πρακτική της Επιτροπής η οποία συνίσταται στην καταχώριση ορισμένων ΕΠΠ με βάση συγκεκριμένες παραδοχές όσον αφορά το πεδίο που μπορεί να καλύπτει η καταχώρισή τους (2). Μετά την επεξήγηση των εν λόγω στοιχείων του γενικότερου πλαισίου, θα εξετάσω τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ρουμανία στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως και θα εκθέσω τους λόγους που με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή μπορούσε να καταχωρίσει ΕΠΠ περιορίζοντας ταυτόχρονα το πεδίο που καλύπτει η καταχώρισή της σε ορισμένα μόνο από τα αρχικά της στοιχεία (3).

    1.   Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του μηχανισμού της ΕΠΠ που ασκούν επιρροή εν προκειμένω

    30.

    Ο μηχανισμός της ΕΠΠ, τον οποίο εισήγαγε στην έννομη τάξη της Ένωσης το άρθρο 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ, διαμορφώθηκε με τον κανονισμό του 2011 για τις ΕΠΠ, ο οποίος αργότερα καταργήθηκε από τον κανονισμό του 2019 για τις ΕΠΠ, που είναι πλέον σε ισχύ. Αμφότεροι οι κανονισμοί ορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να υποβληθεί στην Επιτροπή μια πρωτοβουλία, καθώς και τη διαδικασία που οφείλει να ακολουθήσει η Επιτροπή κατά την εξέτασή της.

    31.

    Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, προκειμένου μια πρωτοβουλία να ενεργοποιήσει τον πολιτικό διάλογο εντός των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, θα πρέπει να περάσει από τρία, κατά σειράν, βασικά στάδια.

    32.

    Πρώτον, θα πρέπει να πληροί τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις καταχώρισης (ενίοτε καλούμενες προϋποθέσεις «παραδεκτού» ( 18 )) που απαριθμούνται στον κανονισμό. Δεύτερον, μετά την καταχώριση της ΕΠΠ, οι διοργανωτές της θα πρέπει να συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες δηλώσεις υποστήριξης (από τουλάχιστον ένα εκατομμύριο υπογράφοντες, προερχόμενους από το ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών μελών) ( 19 ). Τρίτον, η Επιτροπή θα πρέπει, κατ’ ουσίαν, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι πράγματι αναγκαία η έκδοση νομικής πράξης επί του ζητήματος που αφορά η πρωτοβουλία –και να δρομολογήσει τη σχετική διαδικασία–, κάτι το οποίο, εντούτοις, εμπίπτει στην απόλυτη διακριτική της ευχέρεια ( 20 ).

    33.

    Όσον αφορά το στάδιο της καταχώρισης, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, ο ισχύων κανονισμός του 2019 για τις ΕΠΠ εξαρτά την καταχώριση, μεταξύ άλλων, από την (αρνητική) προϋπόθεση να μη βρίσκεται κανένα μέρος της υποβληθείσας πρωτοβουλίας καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών ( 21 ).

    34.

    Όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η Επιτροπή οφείλει να ενημερώσει συναφώς τους διοργανωτές και να τους παράσχει το περιθώριο να τροποποιήσουν την πρωτοβουλία. Αν οι διοργανωτές διατηρήσουν την αρχική πρωτοβουλία, και εφόσον διαπιστώνεται, παράλληλα, ότι μέρος της πρωτοβουλίας αυτής δεν ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των σχετικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, ο κανονισμός του 2019 για τις ΕΠΠ προβλέπει ότι η Επιτροπή καταχωρίζει την πρωτοβουλία εν μέρει ( 22 ).

    35.

    Εντούτοις, οι προϋποθέσεις καταχώρισης που ορίζει ο κανονισμός του 2019 για τις ΕΠΠ δεν έχουν εφαρμογή ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία διέπεται, όσον αφορά το ζήτημα αυτό, από τον κανονισμό του 2011 για τις ΕΠΠ ( 23 ). Μολονότι στην τελευταία αυτή πράξη περιλαμβανόταν παρόμοια αρνητική προϋπόθεση για την καταχώριση, η προϋπόθεση αυτή διέφερε κατά τη διατύπωσή της, καθόσον έλειπε η ειδικότερη πρόβλεψη ότι κανένα μέρος της προτεινόμενης πρωτοβουλίας δεν έπρεπε να ευρίσκεται εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ απλώς προέβλεπε ότι η προτεινόμενη πρωτοβουλία (συνολικά) δεν έπρεπε να ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής ( 24 ). Είναι δε σημαντικό ότι ο κανονισμός του 2011 για τις ΕΠΠ δεν ρύθμιζε ειδικώς την περίπτωση κατά την οποία η προτεινόμενη ΕΠΠ πληρούσε την εν λόγω αρνητική προϋπόθεση μόνον εν μέρει. Με άλλα λόγια, δεν προέβλεπε συγκεκριμένες συνέπειες για την περίπτωση που μια πρόταση περιείχε συνδυασμό στοιχείων, ορισμένα εκ των οποίων ευρίσκονταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής ενώ ορισμένα άλλα όχι.

    36.

    Η υπό κρίση υπόθεση εγείρει το ερώτημα αν το γεγονός ότι ο κανονισμός του 2011 για τις ΕΠΠ σιωπoύσε ως προς το ζήτημα αυτό σήμαινε ότι απαγορευόταν να εκδώσει η Επιτροπή την προσβαλλόμενη απόφαση διά της οποίας η επίμαχη ΕΠΠ καταχωρίστηκε βάσει συγκεκριμένης παραδοχής όσον αφορά το πεδίο που μπορεί να καλύπτει η καταχώρισή της. Προτού εξετάσω το ζήτημα αυτό λεπτομερέστερα, θα αναφερθώ στην πρακτική την οποία είχε αναπτύξει συναφώς η Επιτροπή (και η οποία, στην πραγματικότητα, ενέπνευσε, κατά τα φαινόμενα, κατόπιν το νυν ισχύον σύστημα της μερικής καταχώρισης).

    2.   Η πρακτική της καταχώρισης με ταυτόχρονο περιορισμό του πεδίου της εκάστοτε προτεινόμενης πρωτοβουλίας υπό το καθεστώς του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ

    37.

    Η επίμαχη ΕΠΠ δεν είναι η πρώτη που καταχωρίστηκε, υπό το καθεστώς του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ, με ταυτόχρονη «εξειδίκευση» του αντικειμένου της –ήτοι, με την Επιτροπή να περιλαμβάνει στην απόφαση καταχώρισης διευκρινίσεις ως προς το πεδίο που μπορεί να καλύπτει η καταχώριση της πρωτοβουλίας εν όψει των επόμενων σταδίων της διαδικασίας.

    38.

    Εξ όσων γνωρίζω, κατά το χρονικό διάστημα εφαρμογής του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ η Επιτροπή είχε εφαρμόσει την πρακτική αυτή σε άλλες εννιά περιπτώσεις ( 25 ), οι οποίες αντιστοιχούν περίπου στο 14 % των επιτυχών καταχωρίσεων που έγιναν υπό το καθεστώς του κανονισμού εκείνου ( 26 ).

    39.

    Με μία εξαίρεση, σε όλες τις περιπτώσεις αυτές, η αντίστοιχη απόφαση καταχώρισης που εκδόθηκε περιλαμβάνει διάταξη ανάλογη με εκείνη του άρθρου 1, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δηλώσεις υποστήριξης μπορούν να συγκεντρώνονται «με βάση την παραδοχή» ότι η εκάστοτε πρωτοβουλία αποσκοπεί στην υποβολή πρότασης για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης που θα επιδιώκει συγκεκριμένο σκοπό, αδρά περιγραφόμενο στην ίδια διάταξη ( 27 ). Η πρακτική αυτή διαφέρει από εκείνη που εφαρμόζεται όσον αφορά τις αποφάσεις «πλήρους» καταχώρισης, οπότε το άρθρο 1 της εκάστοτε απόφασης απλώς ορίζει ότι καταχωρίζεται η αντίστοιχη ΕΠΠ ( 28 ).

    40.

    Εξ όσων γνωρίζω, το ζήτημα του κατά πόσον η Επιτροπή μπορούσε, υπό το καθεστώς του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ, να προβεί σε μερική καταχώριση μιας «υπέρμετρα ευρείας» ΕΠΠ (αντί να την απορρίψει στο σύνολό της) εξετάστηκε από τον ενωσιακό δικαστή μόνον σε μία περίπτωση, και δη κατά τρόπο μάλλον περιορισμένο.

    41.

    Ειδικότερα, η ΕΠΠ με τον τίτλο «Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe» επεδίωκε τη θέσπιση 11 νομικών πράξεων προκειμένου, κατά βάση, να ενισχυθεί η προστασία των εθνικών και γλωσσικών μειονοτήτων ( 29 ).

    42.

    Αρχικά, η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω πρωτοβουλία ευρίσκετο καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης και απέρριψε την καταχώρισή της ( 30 ). Εκδικάζοντας τη διαφορά που ανέκυψε, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απορριπτική απόφαση με το σκεπτικό ότι –μεταξύ άλλων– η Επιτροπή παρέλειψε να παραθέσει αιτιολογία σχετικά με το ποιες από τις προτεινόμενες νομικές πράξεις προδήλως δεν ενέπιπταν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, μολονότι την ίδια στιγμή επισήμαινε ότι, για ορισμένες εξ αυτών, ενδεχομένως να ήταν αρμόδια να υποβάλει πρόταση για την έκδοση πράξεως της Ένωσης ( 31 ).

    43.

    Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέδωσε νέα απόφαση περί καταχώρισης της εν λόγω ΕΠΠ όσον αφορά τις 9 από τις 11 νομικές πράξεις των οποίων την έκδοση είχε κληθεί να δρομολογήσει ( 32 ).

    44.

    Η Ρουμανία προσέφυγε –ανεπιτυχώς– κατά της νέας αυτής απόφασης περί καταχώρισης, επικαλούμενη, πρώτον, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ και, δεύτερον, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

    45.

    Στο πλαίσιο εξέτασης του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, μεταξύ άλλων, την αιτίαση της Ρουμανίας ότι η μερική καταχώριση έθιγε την αυτονομία των διοργανωτών της ΕΠΠ και τροποποιούσε κατά τρόπο αθέμιτο το εξαγγελθέν αντικείμενό της. Το Γενικό Δικαστήριο τόνισε ότι οι ίδιοι οι διοργανωτές είχαν εκφράσει την επιθυμία να προβεί η Επιτροπή σε μερική καταχώριση εφόσον έκρινε ότι ορισμένα από τα επίμαχα μέτρα προδήλως δεν ενέπιπταν στις αρμοδιότητές της ( 33 ).

    46.

    Στο πλαίσιο εξέτασης του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αιτιάσεις περί έλλειψης αιτιολογίας της απόφασης για μερική καταχώριση της ΕΠΠ και παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στις εξηγήσεις της Επιτροπής ως προς τη μεταβολή της πρακτικής της (και την απομάκρυνσή της από την προηγούμενη θέση της ότι η μερική καταχώριση δεν ήταν δυνατή υπό το καθεστώς του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ).

    47.

    Στην αναίρεση που άσκησε η Ρουμανία, επίσης ανεπιτυχώς, τα συγκεκριμένα αυτά ζητήματα δεν τέθηκαν ( 34 ).

    48.

    Επισημαίνω ότι ούτε στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ούτε σε εκείνη του Δικαστηρίου εξετάζεται ρητώς το υποκείμενο ζήτημα αν ο κανονισμός του 2011 για τις ΕΠΠ παρείχε στην Επιτροπή την ευχέρεια να καταχωρίσει μια ΕΠΠ μόνον εν μέρει ( 35 ). Τούτου λεχθέντος, είμαι της γνώμης ότι υπάρχουν πράγματι βάσιμοι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της πρακτικής της Επιτροπής. Αυτό το ζήτημα θα αναλύσω ευθύς αμέσως, στο πλαίσιο της εκτίμησης των αιτιάσεων που προβάλλει η Ρουμανία προς στήριξη του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου της υπό κρίση αναιρέσεώς της.

    3.   Η υπό κρίση υπόθεση

    49.

    Στην ενότητα αυτή, θα εξετάσω, καταρχάς, πιο εμπεριστατωμένα τις αιτιάσεις που προβάλλει η Ρουμανία (α) και θα αποσαφηνίσω την ορολογία την οποία χρησιμοποιεί το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να περιγράψει την επίμαχη πρακτική της Επιτροπής (β). Στη συνέχεια, θα υπεισέλθω στο ζήτημα που θεωρώ ότι συνιστά την αιχμή του δόρατος του δεύτερου σκέλους του λόγου αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η Ρουμανία, ήτοι στην αιτίαση ότι, υπό το καθεστώς του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ, δεν ήταν δυνατόν η Επιτροπή να καταχωρίσει ΕΠΠ «εξειδικεύοντας» ταυτόχρονα το αντικείμενό της (γ).

    α) Οι λεπτομέρειες του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως

    50.

    Υπενθυμίζω ότι με το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου της αναιρέσεώς της (το μόνο σκέλος που εξετάζεται στις παρούσες προτάσεις, όπως εξήγησα ήδη) η Ρουμανία βάλλει κατά των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου που διαλαμβάνονται στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπου το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αιτίαση της Ρουμανίας ότι η ύπαρξη «επιφυλάξεων» στην προσβαλλόμενη απόφαση αντέβαινε, κατ’ ουσίαν, προς τον κανονισμό του 2011 για τις ΕΠΠ ( 36 ).

    51.

    Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη σκέψη της αποφάσεώς του το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση της Επιτροπής να καταχωρίσει την επίμαχη ΕΠΠ με βάση συγκεκριμένη παραδοχή ως προς το πεδίο που μπορεί να καλύπτει η καταχώρισή της συνάδει με τον κανονισμό του 2011 για τις ΕΠΠ και με τη νομολογία του Δικαστηρίου ( 37 ), με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή οφείλει να ερμηνεύει και να εφαρμόζει την επίμαχη προϋπόθεση καταχώρισης κατά τρόπον που να διασφαλίζει ευχερή πρόσβαση στην ΕΠΠ.

    52.

    Εκ των ανωτέρω το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε –στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης– το συμπέρασμα ότι, «[ω]ς εκ τούτου, η Επιτροπή δύναται να προβεί, αναλόγως της περιπτώσεως, σε “οριοθέτηση”, σε “εξειδίκευση” ή ακόμη και σε μερική καταχώριση της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ προκειμένου να διασφαλίσει την ευχερή πρόσβαση σε αυτήν, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει και ότι δεν αλλοιώνεται το περιεχόμενο της επίμαχης προτάσεως».

    53.

    Στην ίδια σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, χάρη στην ευχέρεια αυτή, «παρέχε[ται] στην Επιτροπή τη δυνατότητα, αντί να απορρίψει την καταχώριση προτάσεως ΕΠΠ, να καταχωρίσει την πρόταση, προβαίνοντας στην εξειδίκευσή της, προκειμένου να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του σκοπού που επιδιώκει [ο κανονισμός του 2011 για τις ΕΠΠ]». Προσέθεσε δε ότι «[τ]ο συμπέρασμα αυτό είναι κατά μείζονα λόγο επιβεβλημένο καθόσον οι διοργανωτές μιας τέτοιας προτάσεως δεν είναι κατ’ ανάγκην νομικοί, με την ικανότητα να εκφράζονται με ακρίβεια στον γραπτό τους λόγο και να γνωρίζουν τις αρμοδιότητες της Ένωσης και της Επιτροπής» ( 38 ).

    54.

    Με το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου της αναιρέσεώς της, η Ρουμανία ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο, επιβεβαιώνοντας την απόφαση της Επιτροπής να καταχωρίσει την ΕΠΠ προβαίνοντας σε «εξειδίκευσή» της, παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ (σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ), διότι δεν έλαβε υπόψη –όπως άλλωστε και η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφασή της– το σύνολο των πληροφοριών που προσκόμισαν στην Επιτροπή οι διοργανωτές της επίμαχης ΕΠΠ.

    55.

    Στο πλαίσιο αυτό, η Ρουμανία επικαλείται ορισμένα από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις «συμπληρωματικές» πληροφορίες (κατά την έννοια του παραρτήματος II του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ) τις οποίες είχαν προσκομίσει οι διοργανωτές της επίμαχης ΕΠΠ. Ειδικότερα, επικαλείται το γεγονός ότι οι διοργανωτές απηύθυναν έκκληση στην Επιτροπή: πρώτον, να ορίσει, μέσω νομικής πράξης, την έννοια των «περιφερειών με εθνοτική ή εθνική μειονότητα»· δεύτερον, να επεκτείνει την εφαρμογή του ορισμού αυτού και στην περίπτωση περιφερειών που δεν διαθέτουν δομές με διοικητικές αρμοδιότητες αλλά που έχουν ρητώς εκφράσει την επιθυμία τους για αυτονομία· και, τρίτον, να περιλάβει κατάλογο των περιφερειών αυτών σε παράρτημα της εκδοθησομένης νομικής πράξεως. Επιπλέον, η Ρουμανία ισχυρίζεται ότι δεν ελήφθη υπόψη ούτε η αναφορά στον κανονισμό 1059/2003 ( 39 ).

    56.

    Κατά τη Ρουμανία, αν είχε ληφθεί υπόψη το σύνολο των ως άνω πληροφοριών, η επίμαχη ΕΠΠ δεν θα είχε καταχωρισθεί διότι η Επιτροπή θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έκδοση πράξεως με βάση τα άρθρα 174 έως 178 ΣΛΕΕ (τα οποία αφορούν την πολιτική συνοχής της Ένωσης) δεν θα καθιστούσε εφικτή την επιδίωξη των σκοπών της εν λόγω ΕΠΠ.

    57.

    Τέλος, η Ρουμανία υποστηρίζει ότι η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου βασίζεται σε γενικές εκτιμήσεις σχετικά με την ανάγκη να διασφαλίζεται η ευχερής πρόσβαση στην ΕΠΠ. Εντούτοις, κατά την άποψη της Ρουμανίας, τέτοιες γενικές εκτιμήσεις δεν επαρκούν, per se, ώστε να καταχωρισθεί μια ΕΠΠ που δεν πληροί τις προϋποθέσεις καταχώρισης.

    58.

    Σε απάντηση των ανωτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι κατέληξε στην απόφαση να καταχωρίσει την επίμαχη ΕΠΠ προβαίνοντας σε «εξειδίκευσή» της ακριβώς διότι έλαβε υπόψη το σύνολο των πληροφοριών που προσκόμισαν οι διοργανωτές.

    59.

    Σημειώνω ότι, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Ρουμανία, το Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι εφόσον οι διοργανωτές προσκομίζουν στην Επιτροπή, πέρα από τις «απαιτούμενες» πληροφορίες για το αντικείμενο και τον σκοπό της εκάστοτε πρωτοβουλίας, και «συμπληρωματικές πληροφορίες», κατά την έννοια του παραρτήματος II του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ, σχετικές με το αντικείμενο, τους σκοπούς και το πλαίσιο της πρότασης, η Επιτροπή οφείλει να τις εξετάζει ( 40 ).

    60.

    Είμαι της γνώμης ότι, κατά την εξέταση των πληροφοριών που έλαβε υπόψη η Επιτροπή πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο συνεκτίμησε πράγματι τα στοιχεία που περιγράφει η Ρουμανία. Όπως αναγνωρίζει το ίδιο το κράτος μέλος, αυτά είναι τα στοιχεία στα οποία αναφερόταν, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 113 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κρίνοντας ότι συνιστούσαν, κατά τους διοργανωτές, μέσα για την επίτευξη των δεδηλωμένων σκοπών της επίμαχης ΕΠΠ. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν διακρίνω παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη τα εν λόγω στοιχεία –συμφωνώ δε, ως προς το σημείο αυτό, με την άποψη που διατυπώνει η Ουγγαρία (ως παρεμβαίνουσα) στο υπόμνημά της επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

    61.

    Ωστόσο, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου της αναιρέσεώς της, η Ρουμανία μάλλον βάλλει κυρίως κατά της κρίσης του Γενικού Δικαστηρίου ότι καλώς η Επιτροπή επέλεξε να καταχωρίσει την επίμαχη ΕΠΠ «εξειδικεύοντάς» την. Πράγματι, επειδή κατά την άποψη του αναιρεσείοντος κράτους μέλους η καταχώριση της ΕΠΠ συνιστούσε αυτομάτως, λόγω της ύπαρξης των προαναφερθέντων στοιχείων, παραβίαση της αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η επιχειρηματολογία του, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η επιλογή της Επιτροπής να προχωρήσει σε καταχώριση «με εξειδίκευση», η οποία επικυρώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν αποτελούσε λύση επιτρεπτή κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ.

    62.

    Προτού εκθέσω τους λόγους για τους οποίους καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς το ζήτημα αυτό, θα εκθέσω μερικές σύντομες παρατηρήσεις σχετικά με τις διατυπώσεις που χρησιμοποίησε το Γενικό Δικαστήριο κατά την περιγραφή της επίμαχης περίπτωσης.

    β) Εξειδίκευση, οριοθέτηση ή μερική καταχώριση;

    63.

    Όπως έχω ήδη επισημάνει, στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την ανάγκη να διασφαλίζεται ευχερής πρόσβαση στην ΕΠΠ, έκρινε ότι η Επιτροπή δύναται να προβεί σε οριοθέτηση, σε εξειδίκευση, ακόμη και σε μερική καταχώριση της προτεινόμενης ΕΠΠ ( 41 ). Φαινομενικά, πρόκειται για όρους και διατυπώσεις που αναφέρονται σε διαφορετικές καταστάσεις.

    64.

    Εκ πρώτης όψεως, ενδέχεται πράγματι να υπάρχουν ορισμένες διαφορές, ιδίως μεταξύ μερικής καταχώρισης και καταχώρισης με ταυτόχρονη εξειδίκευση. Εκτιμώ ότι η πρώτη διατύπωση αντιστοιχεί απολύτως στην περίπτωση που εξετάστηκε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Ρουμανία κατά Επιτροπής – Minority SafePack. Η απόφαση εκείνη αφορούσε, όπως έχει ήδη εκτεθεί, ΕΠΠ η οποία εν τέλει καταχωρίστηκε όσον αφορά τις 9 από τις 11 νομικές πράξεις που προτάθηκαν αρχικώς. Οι προτεινόμενες πράξεις παρουσιάζονταν σε κατάλογο από τον οποίο η Επιτροπή επέλεξε εκείνες που δεν ευρίσκονταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της.

    65.

    Αντιθέτως, η επίμαχη ΕΠΠ επιδιώκει, ως ευρύτερο και βασικό στόχο, την ανάληψη δράσης προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι περιφέρειες που χαρακτηρίζονται ως «περιφέρειες με εθνοτική ή εθνική μειονότητα» θα έχουν ισότιμη πρόσβαση σε κονδύλια της Ένωσης. Στις συμπληρωματικές πληροφορίες, και σε διάφορες ενότητες του κειμένου της πρότασης, γίνεται λόγος για την ανάγκη ενός νέου κανονιστικού πλαισίου που θα ρυθμίζει συγκεκριμένες πτυχές σχετικές με τις περιφέρειες αυτές, χωρίς ωστόσο να περιλαμβάνεται παρόμοιος κατάλογος νομικών πράξεων των οποίων την έκδοση θα έπρεπε να δρομολογήσει η Επιτροπή. Με την επίμαχη ΕΠΠ φαίνεται να απευθύνεται έκκληση, τρόπον τινά, για την ανάληψη δράσης προκειμένου να διασφαλιστεί η ανάπτυξη και η διατήρηση των «περιφερειών με εθνοτική ή εθνική μειονότητα», γίνεται δε λόγος για τη λήψη σχετικών μέτρων, τα οποία περιγράφονται κατά τρόπο γενικό. Στην περίπτωση αυτή, η επακόλουθη επιλογή από την Επιτροπή των στοιχείων εκείνων που, κατά την άποψή της, ήταν δυνατόν να εμπίπτουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξεως δείχνει λιγότερο προφανής, τουλάχιστον από τυπική σκοπιά, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίπτωση της ΕΠΠ «Minority SafePack» ( 42 ).

    66.

    Εξετάζοντας όμως το ζήτημα προσεκτικότερα, θεωρώ ότι, εν τέλει, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών περιπτώσεων. Ο τρόπος κατά τον οποίο η Επιτροπή περιόρισε, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το πεδίο των ΕΠΠ αντικατοπτρίζει, σε καθεμία από τις δύο αυτές περιπτώσεις, τον τρόπο με τον οποίο είχαν συνταχθεί οι συγκεκριμένες προτάσεις. Κατά τα λοιπά, το κοινό βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο των δύο αυτών αποφάσεων καταχώρισης είναι ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η Επιτροπή προέβη σε περιορισμό του πεδίου που καλύπτει η καταχώριση της αντίστοιχης πρωτοβουλίας σε σχέση με την αρχική πρόταση των διοργανωτών.

    67.

    Για τον λόγο αυτό, δεν θεωρώ ιδιαιτέρως επωφελή –τουλάχιστον στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης– τυχόν διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες η Επιτροπή προβαίνει σε «οριοθέτηση», σε «εξειδίκευση», ή «ακόμη και σε μερική καταχώριση» μιας πρωτοβουλίας.

    68.

    Κατά τη γνώμη μου, οι διαφορετικοί αυτοί όροι χρησιμοποιούνται αδιακρίτως προκειμένου να περιγραφεί η ίδια υποκείμενη κατάσταση, κατά την οποία η Επιτροπή αποφασίζει να περιορίσει το πεδίο που καλύπτει η καταχώριση της εκάστοτε πρωτοβουλίας διότι θεωρεί ότι ορισμένα μέρη αυτής ευρίσκονται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της βάσει των οποίων μπορεί να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξεως. Θεωρώ, επομένως, ότι για λόγους απλούστευσης είναι σκόπιμη η χρήση ενός μόνον από τους όρους αυτούς προκειμένου να περιγραφεί η κατάσταση συνολικά. Από την άποψη αυτή, ο όρος «μερική καταχώριση» αποτελεί την προφανή επιλογή, δεδομένου ότι πρόκειται ακριβώς για τον όρο που απαντά στον κανονισμό του 2019 για τις ΕΠΠ, διά του οποίου ο νομοθέτης της Ένωσης κωδικοποίησε, όπως προκύπτει, την πρακτική που ήδη εφάρμοζε η Επιτροπή (όπως θα εξηγήσω με περισσότερες λεπτομέρειες στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων).

    69.

    Έχοντας κατά νου τις παρατηρήσεις αυτές, θα εξετάσω τώρα το ζήτημα του αν η πρακτική αυτή ήταν όντως επιτρεπτή και προτού επέλθει η νομοθετική αυτή μεταβολή.

    γ) Περί των αποφάσεων καταχώρισης που περιόριζαν το πεδίο των προτεινόμενων πρωτοβουλιών υπό το καθεστώς του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ

    70.

    Όπως έχω ήδη σημειώσει, σε αντίθεση με το κανονιστικό πλαίσιο που ισχύει πλέον, καμία διάταξη του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ δεν προέβλεπε την καταχώριση με βάση συγκεκριμένη παραδοχή όσον αφορά το πεδίο της εκάστοτε ΕΠΠ. Πράγματι, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ προέβλεπε απλώς ότι η Επιτροπή όφειλε να «απορρί[ψει] την καταχώριση» εάν δεν πληρούνταν οι αντίστοιχες προϋποθέσεις. Επομένως, και υπό το πρίσμα αυτό, μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι το κανονιστικό εκείνο πλαίσιο δέσμευε την Επιτροπή, η οποία όφειλε να επιλέξει μεταξύ των εξής δύο επιλογών και μόνον: είτε να καταχωρίσει την εκάστοτε ΕΠΠ είτε να αρνηθεί την καταχώρισή της, χωρίς να υφίσταται «μέση οδός».

    71.

    Καταρχάς, μολονότι στην προαναφερθείσα νομολογία σχετικά με την ΕΠΠ «Minority SafePack» δεν εξετάστηκε ρητώς το ζήτημα αν η Επιτροπή διέθετε την ευχέρεια να καταχωρίσει μια ΕΠΠ εν μέρει, θα μπορούσε ωστόσο, όπως έχω ήδη παρατηρήσει ( 43 ), να συναχθεί εμμέσως ότι η απάντηση στο ερώτημα πρέπει να είναι καταφατική. Πράγματι, αν γινόταν δεκτό ότι η Επιτροπή δεν διέθετε αυτή την ευχέρεια, θα ήταν μάλλον αλυσιτελές να επικρίνεται η Επιτροπή διότι δεν διευκρίνισε, στην αρχική της απορριπτική απόφαση, ποιες από τις έντεκα προτεινόμενες πράξεις ευρίσκονταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης. Είναι πάντως γεγονός ότι η παράθεση επαρκούς αιτιολογίας αποτελεί τη βάση για τον μεταγενέστερο δικαστικό έλεγχο και, επιπλέον, καθιστά εφικτό για τους διοργανωτές να επανέλθουν με νέα πρόταση, πλήρως «παραδεκτή» ( 44 ).

    72.

    Ανεξαρτήτως της πτυχής αυτής, είμαι της γνώμης ότι η εξέταση του γράμματος του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού για τις ΕΠΠ, της «εσωτερικής οικονομίας» του (συγκείμενου από άλλες διατάξεις του ίδιου κανονισμού) και, ιδίως, των ειδικών σκοπών που επιδιώκονταν με τον κανονισμό αυτόν συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η μερική καταχώριση πράγματι συνάδει με τον κανονισμό ( 45 ).

    73.

    Πρώτον, μολονότι από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ προκύπτει ότι ο νομοθέτης σιωπούσε όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα του επιτρεπτού της μερικής καταχώρισης, εκτιμώ ότι η χρήση του όρου «καταφανώς» (ως προσδιορισμού που περιγράφει την έλλειψη της αντίστοιχης αρμοδιότητας της Επιτροπής, η οποία επιφέρει την έκδοση απορριπτικής απόφασης) υποδεικνύει ότι το κριτήριο που έπρεπε να εφαρμόζεται αφορούσε το αν η πρόταση ήταν «δεόντως συγκρατημένη» ( 46 ).

    74.

    Στο πλαίσιο αυτό, έχει επισημανθεί ότι η χρήση του ως άνω επιρρήματος υποδηλώνει ότι η Επιτροπή μπορεί να καταχωρίσει μια ΕΠΠ που ενδέχεται να μην εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης, εκτός και αν η διαπίστωση περί έλλειψης αρμοδιότητας είναι «καταφανής» ( 47 ). Συμφωνώ ότι η άποψη αυτή φαίνεται να αποτελεί λογική συνέπεια της συγκεκριμένης διατύπωσης. Υπό το πρίσμα αυτό, ωστόσο, φαίνεται κάπως ανακόλουθη η άποψη ότι θα έπρεπε να απορρίπτεται η καταχώριση σε περίπτωση που η προτεινόμενη πρωτοβουλία ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής μόνον εν μέρει, ενώ άλλα μέρη της πρωτοβουλίας (πιθανόν η πλειονότητα) ενδεχομένως ενέπιπταν στις αρμοδιότητες αυτές.

    75.

    Δεύτερον, η άποψη ότι από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ προκύπτει το επιτρεπτό της μερικής καταχώρισης επιρρωννύεται από την εξέταση της (εσωτερικής) οικονομίας του συστήματος, και δη από το αντίστοιχο περιθώριο εκτιμήσεως που διέθετε η Επιτροπή σε καθένα από τα δύο άκρα της όλης διαδικασίας.

    76.

    Επ’ αυτού, οι διατάξεις του κανονισμού του 2011 οι οποίες αφορούσαν το τελικό στάδιο, όπου η Επιτροπή λάμβανε θέση επί της «ουσίας» της εκάστοτε ΕΠΠ, καθιστούσαν σαφές ότι το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής, στο στάδιο εκείνο, ήταν ιδιαιτέρως ευρύ. Ειδικότερα, το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ προέβλεπε την υποχρέωση της Επιτροπής να εκθέτει σε ανακοίνωση «τα νομικά και πολιτικά συμπεράσματά της σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών, τις ενδεχόμενες ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί και τους λόγους για τους οποίους θα προβεί ή δεν θα προβεί στις εν λόγω ενέργειες» ( 48 ). Εξ αυτού προκύπτει, όπως έχει επιβεβαιώσει και το Δικαστήριο, ότι το γεγονός ότι μια ΕΠΠ είχε διέλθει επιτυχώς τα στάδια της καταχώρισης και της συλλογής των απαιτούμενων δηλώσεων υποστήριξης δεν συνεπαγόταν αναγκαίως ότι η Επιτροπή θα αναλάβει περαιτέρω δράση, καθώς η εισαγωγή του μηχανισμού της ΕΠΠ από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν έθιγε το «οιονεί μονοπώλιο» της Επιτροπής όσον αφορά τη νομοθετική πρωτοβουλία ( 49 ).

    77.

    Το ευρύ αυτό περιθώριο εκτιμήσεως διέφερε θεμελιωδώς από εκείνο το οποίο διέθετε η Επιτροπή κατά το στάδιο της καταχώρισης και το οποίο, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο, ήταν στενό, υπό την έννοια ότι η Επιτροπή όφειλε να προβεί στην καταχώριση κάθε πρότασης ΕΠΠ που πληρούσε το σύνολο των προβλεπόμενων προϋποθέσεων ( 50 ).

    78.

    Λαμβάνοντας ακριβώς υπόψη το στενό αυτό περιθώριο εκτιμήσεως, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη εν προκειμένω προϋπόθεση καταχώρισης δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να επιβάλλεται, κατ’ ουσίαν, υπέρμετρο βάρος στους διοργανωτές. Ειδικότερα, το Δικαστήριο απέρριψε τη συλλογιστική που ανέπτυξε σχετικά με το ζήτημα αυτό το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση στην υπόθεση εκείνη, δηλαδή ότι η εν λόγω προϋπόθεση καταχώρισης αναγόταν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που όφειλαν να προσκομίσουν οι διοργανωτές ( 51 ). Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί η τήρηση της προϋπόθεσης καταχώρισης του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ, η Επιτροπή όφειλε να περιοριστεί «στο να εξετάσει […] αν, από αντικειμενική άποψη, τέτοια μέτρα, εξεταζόμενα in abstracto, θα μπορούσαν να ληφθούν βάσει των Συνθηκών» ( 52 ).

    79.

    Φρονώ ότι το στενό περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά το στάδιο της καταχώρισης είναι ο λόγος για τον οποίο δεν θα έπρεπε να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα παρόμοιο εμπόδιο ούτε οι διοργανωτές της επίμαχης ΕΠΠ, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Τούτο θα συνέβαινε αν απαιτούνταν από τους διοργανωτές να παραμένουν αυστηρώς εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, με συνέπεια το παραμικρό σφάλμα όσον αφορά την έκταση των αρμοδιοτήτων αυτών να επισύρει τη συνολική απόρριψη της ΕΠΠ.

    80.

    Το τρίτο και τελευταίο σημείο αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονταν με τον κανονισμό του 2011 για τις ΕΠΠ, οι οποίοι εκτιμώ ότι συνηγορούν σαφώς υπέρ της ερμηνείας ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ δεν απέκλειε τη μερική καταχώριση.

    81.

    Οι σκοποί αυτοί εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 του κανονισμού και συνίστανται, «μεταξύ άλλων, στην ενθάρρυνση της συμμετοχής των πολιτών και στο να καταστεί η Ένωση πιο προσιτή» ( 53 ). Στη δε αιτιολογική σκέψη 2 διαλαμβάνεται, ειδικότερα, ότι οι εφαρμοστέες διαδικασίες και προϋποθέσεις έπρεπε να είναι «σαφείς, απλές, εύχρηστες και ανάλογες με τον χαρακτήρα της [ΕΠΠ]» ( 54 ).

    82.

    Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο και όπως υπενθύμισε ουσιαστικά το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, είναι εύλογο ότι η εκτίμηση της επίμαχης προϋπόθεσης καταχώρισης θα πρέπει επίσης να γίνεται υπό το πρίσμα των σκοπών αυτών.

    83.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επισημαίνω, πρώτον, ότι ο μηχανισμός της ΕΠΠ σχεδιάστηκε ως εργαλείο συμμετοχικής δημοκρατίας το οποίο τέθηκε στη διάθεση των πολιτών της Ένωσης που επιθυμούν να προωθήσουν την έκδοση πράξεως επί οποιουδήποτε ζητήματος εμπίπτει στις αντίστοιχες κατά περίπτωση αρμοδιότητες της Επιτροπής ( 55 ).

    84.

    Στο πλαίσιο αυτό, αναγκαίο επακόλουθο της απόφασης να επιτραπεί στο ευρύ κοινό η πρόσβαση στις διαδικασίες καθορισμού της πολιτικής ατζέντας –όπως παρατηρεί κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης– αποτελεί το ενδεχόμενο τα κείμενα των προτάσεων που υποβάλλονται στην Επιτροπή προς καταχώριση να μην έχουν κατ’ ανάγκην συνταχθεί από πρόσωπα ιδιαιτέρως εξοικειωμένα με την πολυπλοκότητα του δικαίου της Ένωσης, με το εύρος των αρμοδιοτήτων της Ένωσης γενικά ή με τα όρια των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης ειδικότερα.

    85.

    Λαμβάνοντας υπόψη τους σκοπούς που περιγράφονται στο σημείο 81 των παρουσών προτάσεων, αλλά και τον γενικότερο σκοπό του μηχανισμού της ΕΠΠ να αποτελέσει σημείο διασύνδεσης μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των πολιτών της, είμαι της γνώμης ότι η υπερβολικά αυστηρή εφαρμογή της προϋπόθεσης καταχώρισης του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ θα αναιρούσε την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού, καθώς θα είχε σαν αποτέλεσμα πολλές ΕΠΠ να απορρίπτονται ήδη κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας.

    86.

    Με άλλα λόγια, η εμμονή στην άποψη ότι η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να καταχωρίζει, υπό το καθεστώς του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ, μόνον τις ΕΠΠ των οποίων το περιεχόμενο ενέπιπτε στο σύνολό του εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης, και ότι όφειλε να απορρίπτει τις ΕΠΠ που περιείχαν στοιχεία ευρισκόμενα εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων αυτών, θα κατέληγε σε υπερβολική τυπολατρία και θα επέφερε δυσανάλογα αποτελέσματα.

    87.

    Κάτι τέτοιο θα σήμαινε, παραδείγματος χάριν, ότι μια ΕΠΠ αποτελούμενη τόσο από παραδεκτά όσο και από απαράδεκτα στοιχεία θα απορριπτόταν οπωσδήποτε, ενώ για το παραδεκτό μέρος μιας τέτοιας πρωτοβουλίας το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό αν υποβάλλονταν τυπικώς δύο ξεχωριστές πρωτοβουλίες με το ίδιο αντικείμενο: μία με τα στοιχεία εκείνα του αντικειμένου που θα ευρίσκονταν «εντελώς εκτός» του πεδίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και μία με τα στοιχεία που θα ευρίσκονταν «εντελώς εντός». Στο ίδιο πνεύμα, η ύπαρξη ενός ήσσονος σημασίας απαράδεκτου στοιχείου σε μια κατά τα λοιπά παραδεκτή ΕΠΠ θα κατέληγε και πάλι σε συνολική απόρριψή της. Επιπλέον, το ίδιο αποτέλεσμα θα προέκυπτε ακόμη και αν το «αποφασιστικής σημασίας ελάττωμα» εντοπιζόταν στις «συμπληρωματικές πληροφορίες» οι οποίες είναι, ωστόσο, εντελώς προαιρετικές, σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ.

    88.

    Φαίνεται ότι το υψηλό ποσοστό απορρίψεων αποτέλεσε ακριβώς τον παράγοντα που ενέπνευσε την Επιτροπή να εφαρμόσει την πρακτική της μερικής καταχώρισης (στην οποία έχω ήδη αναφερθεί) ( 56 ) και να εγκαταλείψει την αρχική της θέση, κατά την οποία τέτοια πρακτική ήταν ασύμβατη με τις διατάξεις του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ ( 57 ). Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται ότι η Επιτροπή προσπάθησε να αμβλύνει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι διοργανωτές κατά την προσπάθειά τους να προτείνουν ΕΠΠ το αντικείμενο των οποίων να πληροί τη συγκεκριμένη προϋπόθεση καταχώρισης του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ.

    89.

    Θεωρώ, επομένως, προφανές ότι η μερική καταχώριση συνάδει με τους σκοπούς που επιδιώκει ο μηχανισμός της ΕΠΠ, υπό την έννοια ότι προάγει τη δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών επιτρέποντας σε περισσότερες ΕΠΠ να προχωρήσουν στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. Εξάλλου, αυτούς τους σκοπούς έλαβε μάλλον υπόψη και ο νομοθέτης της Ένωσης κατά την κωδικοποίηση, στον ήδη ισχύοντα κανονισμό του 2019 για τις ΕΠΠ, της εν λόγω πρακτικής της μερικής καταχώρισης που είχε εφαρμόσει η Επιτροπή ( 58 ).

    90.

    Ταυτόχρονα, και εφόσον το ζητούμενο είναι να προάγεται η ευχερής πρόσβαση στην ΕΠΠ, η πρακτική αυτή αποτελεί τον μοναδικό ίσως τρόπο αντιμετώπισης του προσκόμματος τυχόν επιμέρους απαράδεκτων στοιχείων (σε μια κατά τα λοιπά παραδεκτή ΕΠΠ), εφόσον, αφενός, αποτρέπει το ενδεχόμενο να διατηρούν οι δυνητικοί υποστηρικτές μη ρεαλιστικές προσδοκίες και, αφετέρου, εξασφαλίζει, από την αρχή της διαδικασίας, την τήρηση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας.

    91.

    Επομένως, η πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή όχι μόνο δεν παραβιάζει την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, όπως υποστηρίζει η Ρουμανία, αλλά συνάδει απολύτως με την αρχή αυτή αφού έχει σαν αποτέλεσμα την καταχώριση της εκάστοτε ΕΠΠ μόνον στο μέτρο ακριβώς που δεν φαίνεται να ευρίσκεται εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης.

    92.

    Συναφώς, οι δυνητικοί υπογράφοντες ενημερώνονται για το πεδίο το οποίο καλύπτει η καταχώριση της πρωτοβουλίας, καθώς και για το γεγονός ότι η συγκέντρωση των δηλώσεων υποστήριξης γίνεται μόνον σε σχέση με το στενότερο πεδίο που καλύπτει η καταχώριση ( 59 ). Συνοψίζοντας, η απόφαση περί μερικής καταχώρισης μιας (υπέρμετρα ευρείας) πρωτοβουλίας συνιστά αποτελεσματικό μέσο ώστε να επιτύχει η Επιτροπή τον σκοπό της διασφάλισης ευχερούς πρόσβασης στον μηχανισμό της ΕΠΠ, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν θα συλλέγονται δηλώσεις υποστήριξης μεταξύ των πολιτών της Ένωσης ούτε θα εμπλέκονται οι τελευταίοι σε διάλογο επί θεμάτων για τα οποία η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να αναλάβει δράση.

    93.

    Στο πλαίσιο αυτό, προσθέτω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σε συνέχεια της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, από την οποία προκύπτει, κατ’ ουσίαν, και όπως έχω ήδη επισημάνει, ότι η αρχική απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει την καταχώριση της επίμαχης ΕΠΠ εδραζόταν σε εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με την πολιτική συνοχής της Ένωσης τις οποίες επικαλούνταν οι διοργανωτές ως πιθανή βάση της νομικής πράξης (ή των νομικών πράξεων) που καλούσαν την Επιτροπή να δρομολογήσει προς έκδοση.

    94.

    Ειδικότερα, ενώ η αρχική διαπίστωση της Επιτροπής ήταν ότι ο κατάλογος των μειονεκτημάτων που επιβάλλουν ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά συγκεκριμένες περιφέρειες, όπως προβλέπεται από το άρθρο 174 ΣΛΕΕ, είναι εξαντλητικός, με την προαναφερθείσα απόφασή του το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εν λόγω κατάλογος έχει ενδεικτικό χαρακτήρα. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτή την κρίση του Δικαστηρίου έλαβε υπόψη η Επιτροπή όταν αποφάσισε να προβεί στην καταχώριση της επίμαχης ΕΠΠ ( 60 ), διαπιστώνοντας παράλληλα ότι ορισμένα από τα υποβληθέντα στοιχεία της ευρίσκονταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης. Κατά συνέπεια, η απόφασή της να συνοδεύσει την καταχώριση της επίμαχης πρωτοβουλίας με την επιφύλαξη της παραδοχής ότι «η πρωτοβουλία αποσκοπεί στην υποβολή προτάσεων […] για την έκδοση νομικών πράξεων που ορίζουν τα καθήκοντα, τους πρωταρχικούς στόχους και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων και υπό την προϋπόθεση ότι οι χρηματοδοτούμενες δράσεις θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης» ( 61 ) χρησίμευε ως διευκρίνιση, απευθυνόμενη στους δυνητικούς υπογράφοντες της πρωτοβουλίας, σχετικά με το πιθανό αντικείμενο τυχόν σχετικών δράσεων της Επιτροπής. Κατά τον τρόπο αυτό, και όπως έχω ήδη επισημάνει, η Επιτροπή προφανώς σκοπούσε να εξασφαλίσει ότι οι πολίτες της Ένωσης θα είχαν την ευκαιρία να υποστηρίξουν την πρωτοβουλία και, εφόσον συλλέγονταν οι απαιτούμενες δηλώσεις υποστήριξης ( 62 ), να ενεργοποιήσουν τον πολιτικό διάλογο επί του προαναφερθέντος ζητήματος. Παράλληλα, όπως έχω επίσης ήδη σημειώσει, φαίνεται ότι η Επιτροπή, οριοθετώντας την πρωτοβουλία κατά τον τρόπο αυτόν, επεδίωξε να αποτρέψει το ενδεχόμενο να αναζητηθούν δηλώσεις υποστήριξης και να γεννηθούν προσδοκίες στη βάση εσφαλμένων παραδοχών όσον αφορά τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, ειδικότερα, στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της επίμαχης προτεινόμενης πρωτοβουλίας.

    95.

    Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προεκτεθέντων, καταλήγω ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ κρίνοντας, στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή μπορούσε να προβεί με την προσβαλλόμενη απόφαση στην καταχώριση της επίμαχης ΕΠΠ βάσει συγκεκριμένης παραδοχής όσον αφορά το πεδίο που μπορεί να καλύπτει η καταχώρισή της.

    VI. Πρόταση

    96.

    Με την επιφύλαξη της κρίσης του Δικαστηρίου σχετικά με την ουσία του έτερου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως που προβάλλει η Ρουμανία, καθώς και σχετικά με την επιδίκαση των δικαστικών εξόδων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑54/22 ως αβάσιμο.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Τούτο δε με γνώμονα τα αριθμητικά στοιχεία: από τον ειδικό ιστότοπο που έχει δημιουργήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις ΕΠΠ προκύπτει ότι από το 2012, οπότε και θεσπίστηκε το εν λόγω εργαλείο, εννέα πρωτοβουλίες έφτασαν μέχρι το στάδιο κατά το οποίο η Επιτροπή είχε πλέον τη δυνατότητα να τοποθετηθεί όσον αφορά το αποτέλεσμά τους. Βλ. https://europa.eu/citizens-initiative/find-initiative/eci-lifecycle-statistics_en.

    ( 3 ) Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Puppinck κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑418/18 P, EU:C:2019:1113, στο εξής: απόφαση Puppinck, σκέψη 70).

    ( 4 ) ΕΕ 2011, L 65, σ. 1. Ο κανονισμός αυτός αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/788 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών (ΕΕ 2019, L 130, σ. 55, στο εξής: κανονισμός του 2019 για τις ΕΠΠ), ο οποίος, δυνάμει του άρθρου του 28, εφαρμόζεται, καταρχήν, από την 1η Ιανουαρίου 2020, ενώ η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση ΕΠΠ είχε καταχωρισθεί στις 30 Απριλίου 2019.

    ( 5 ) Διατάξεις εκ των οποίων η μεν πρώτη εισάγει στην έννομη τάξη της Ένωσης τον θεσμό της ΕΠΠ, η δε δεύτερη αποτελεί τη νομική βάση του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ.

    ( 6 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 1 της απόφασης (ΕΕ) 2019/721 της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2019, σχετικά με την προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο «Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους» (ΕΕ 2019, L 122, σ. 55, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Βλ., επίσης, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177, στο εξής: απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, σκέψη 9).

    ( 7 ) Αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλόμενης απόφασης. Βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Μαΐου 2016, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (T‑529/13, EU:T:2016:282, στο εξής: απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, σκέψη 3).

    ( 8 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1059/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τη θέσπιση μιας κοινής ονοματολογίας των εδαφικών στατιστικών μονάδων (NUTS) (ΕΕ 2003, L 154, σ. 1). Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, σκοπός του είναι η θέσπιση μιας κοινής στατιστικής ονοματολογίας των εδαφικών μονάδων, στο εξής αναφερόμενης ως «NUTS», προκειμένου να καταστεί δυνατή η συλλογή, η κατάρτιση και η διάδοση εναρμονισμένων περιφερειακών στατιστικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

    ( 9 ) Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (σκέψεις 11 και 56). Για μια πληρέστερη περιγραφή των συμπληρωματικών αυτών πληροφοριών, βλ. την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (σκέψεις 3 και 5 έως 8). Το πλήρες περιεχόμενο των απαιτούμενων, καθώς και των συμπληρωματικών πληροφοριών είναι προσβάσιμο στη διεύθυνση https://europa.eu/citizens-initiative/initiatives/details/2019/000007_en.

    ( 10 ) Απόφαση C(2013) 4975 τελικό. Οι λόγοι απόρριψης της καταχώρισης παρατίθενται στη σκέψη 12 της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής. Βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (σκέψη 9).

    ( 11 ) Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, στην οποία παραπέμπει η υποσημείωση 7 των παρουσών προτάσεων.

    ( 12 ) Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, στην οποία παραπέμπει η υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων.

    ( 13 ) Όπως προκύπτει από τη σκέψη 64 της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, στην αρχική απορριπτική απόφαση διαπιστωνόταν ότι ο διαλαμβανόμενος στο άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κατάλογος των προβλημάτων από τα οποία ενδέχεται να πλήττονται διάφορες περιφέρειες και των οποίων η αντιμετώπιση μπορεί, κατά βάση, να αποτελέσει αντικείμενο της πολιτικής συνοχής της Ένωσης είναι εξαντλητικός (και επομένως, κατά την αντίληψή μου, δεν περιλαμβάνει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των «περιφερειών με εθνικές μειονότητες» στα οποία αναφέρονταν οι διοργανωτές της επίμαχης ΕΠΠ ως πηγή των ανησυχιών που έπρεπε να αντιμετωπιστούν). Αντιθέτως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο κατάλογος αυτός έχει ενδεικτικό και όχι εξαντλητικό χαρακτήρα. Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (σκέψη 69).

    ( 14 ) Βλ. προσβαλλόμενη απόφαση στην οποία παραπέμπει η υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων.

    ( 15 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 16 ) Απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2021, Ρουμανία κατά Επιτροπής (T‑495/19, EU:T:2021:781).

    ( 17 ) Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ ορίζει ότι, «[σ]ύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν. Κάθε αρμοδιότητα η οποία δεν απονέμεται στην Ένωση με τις Συνθήκες ανήκει στα κράτη μέλη».

    ( 18 ) Βλ., για παράδειγμα, Dougan, M., «What are we to make of the citizens’ initiative?», Common Market Law Review, τόμος 48, τεύχος 6, 2011, σ. 1839.

    ( 19 ) Άρθρο 2, παράγραφος 1, και άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ, καθώς και άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού του 2019 για τις ΕΠΠ.

    ( 20 ) Πρβλ. άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ και άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού του 2019 για τις ΕΠΠ. Βλ., επίσης, απόφαση Puppinck (σκέψη 70). Ως παράδειγμα ανακοίνωσης όπου εκτίθενται τα πολιτικά και νομικά συμπεράσματα της Επιτροπής, βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών «Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe» [COM(2021) 171 final], σημείο 3, σ. 21 έως 25.

    ( 21 ) Άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού του 2019 για τις ΕΠΠ. Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 22 ) Άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού του 2019 για τις ΕΠΠ.

    ( 23 ) Υπενθυμίζω ότι η επίμαχη ΕΠΠ καταχωρίστηκε στις 30 Απριλίου 2019, ενώ ο κανονισμός του 2019 για τις ΕΠΠ εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου του 28, από την 1η Ιανουαρίου 2020.

    ( 24 ) Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του 2011 για τις ΕΠΠ.

    ( 25 ) Απόφαση (ΕΕ) 2017/599 της Επιτροπής, της 22ας Μαρτίου 2017, σχετικά με την προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο «Ιθαγένεια της ΕΕ για τους Ευρωπαίους: ενωμένοι στην πολυμορφία παρά το δίκαιο του εδάφους και το δίκαιο του αίματος» (ΕΕ 2017, L 81, σ. 18)· απόφαση (ΕΕ) 2017/652 της Επιτροπής, της 29ης Μαρτίου 2017, σχετικά με την πρόταση πρωτοβουλίας πολιτών με τίτλο «Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe» (ΕΕ 2017, L 92, σ. 100)· απόφαση (ΕΕ) 2017/877 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2017, σχετικά με την προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο «Let us reduce the wage and economic differences that tear the EU apart!» (ΕΕ 2017, L 134, σ. 38)· απόφαση (ΕΕ) 2017/1002 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2017, σχετικά με την προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο «Stop Extremism» (ΕΕ 2017, L 152, σ. 1)· απόφαση (ΕΕ) 2017/1254 της Επιτροπής, της 4ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο «Stop TTIP» (ΕΕ 2017, L 179, σ. 16)· απόφαση (ΕΕ) 2018/1222 της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 2018, σχετικά με την προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο «End the Cage Age» (ΕΕ 2018, L 227, σ. 7)· απόφαση (ΕΕ) 2018/1471 της Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, σχετικά με την προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο «ΤΕΡΜΑ ΣΤΗΝ ΑΠΑΤΗ και την κατάχρηση ΚΟΝΔΥΛΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ – με καλύτερο έλεγχο των αποφάσεων, της εφαρμογής και των κυρώσεων» (ΕΕ 2018, L 246, σ. 46)· απόφαση (ΕΕ) 2019/435 της Επιτροπής, της 12ης Μαρτίου 2019, σχετικά με την προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο «Housing for All» («Στέγη για όλους») (ΕΕ 2019, L 75, σ. 105)· και απόφαση (ΕΕ) 2019/569 της Επιτροπής, της 3ης Απριλίου 2019, σχετικά με την προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο «Σεβασμός του κράτους δικαίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (ΕΕ 2019, L 99, σ. 39).

    ( 26 ) Ο κανονισμός του 2011 για τις ΕΠΠ παρέμεινε σε ισχύ από την 1η Απριλίου 2012 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2019. Στον σχετικό με τις ΕΠΠ ιστότοπο της Επιτροπής απαριθμούνται 70 καταχωρίσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος.

    ( 27 ) Η εξαίρεση αφορά την απόφαση (ΕΕ) 2017/877 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2017, σχετικά με την προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο «Let us reduce the wage and economic differences that tear the EU apart!» (ΕΕ 2017, L 134, σ. 38), η οποία έχει ελαφρώς διαφορετική διατύπωση.

    ( 28 ) Κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας του θεσμού της ΕΠΠ, το περιεχόμενο των σχετικών αποφάσεων δεν ήταν οργανωμένο σε επιμέρους διατάξεις. Αντ’ αυτού, οι αποφάσεις είχαν τη μορφή επιστολής απευθυνόμενης προς τους εκάστοτε διοργανωτές.

    ( 29 ) Βλ. https://europa.eu/citizens-initiative/initiatives/details/2017/000004_en. Πρόκειται για μία από τις εννέα ΕΠΠ επί του αποτελέσματος των οποίων έχει τοποθετηθεί η Επιτροπή. Βλ. υποσημειώσεις 2 και 20 των παρουσών προτάσεων.

    ( 30 ) Απόφαση C(2013) 5969 τελικό, της 13ης Σεπτεμβρίου 2013.

    ( 31 ) Απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2017, Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe κατά Επιτροπής (T‑646/13, EU:T:2017:59, σκέψεις 27, 28 και 34).

    ( 32 ) Απόφαση (ΕΕ) 2017/652 της Επιτροπής, της 29ης Μαρτίου 2017, σχετικά με την πρόταση πρωτοβουλίας πολιτών με τίτλο «Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe» (ΕΕ 2017, L 92, σ. 100).

    ( 33 ) Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Ρουμανία κατά Επιτροπής (T‑391/17, EU:T:2019:672, σκέψη 58).

    ( 34 ) Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Ρουμανία κατά Επιτροπής (C‑899/19 P, EU:C:2022:41).

    ( 35 ) Επισημαίνω ότι στην απόφασή του της 3ης Φεβρουαρίου 2017, Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe κατά Επιτροπής (T‑646/13, EU:T:2017:59), το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 29, ότι η Επιτροπή είχε πράγματι παραβεί την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως «ακόμα κι αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμη η θέση την οποία κατ’ ουσίαν υποστηρίζει η Επιτροπή, κατά την οποία μια πρόταση ΕΠΠ δεν μπορεί, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της, να καταχωρισθεί εάν κριθεί εν μέρει απαράδεκτη».

    ( 36 ) Σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    ( 37 ) Το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει ειδικότερα στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsak και Dabis κατά Επιτροπής, στην οποία παραπέμπουν επίσης η υποσημείωση 6 και το σημείο 17 των παρουσών προτάσεων.

    ( 38 ) Στην κατακλείδα της σκέψης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει ότι «ο ισχυρισμός της Ρουμανίας ότι η ύπαρξη “επιφυλάξεως” στην εκτίμηση της Επιτροπής υποδηλώνει την ύπαρξη αμφιβολιών και ερωτηματικών […] όχι μόνο δεν αποδεικνύεται αλλά είναι και αλυσιτελής, καθόσον, όπως ήδη σημειώθηκε, η ύπαρξη τέτοιων αμφιβολιών και ερωτηματικών δεν θα έπρεπε να αποτελέσει τροχοπέδη στην απόφαση της Επιτροπής να καταχωρίσει την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ». Επισημαίνω ότι, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου της αναιρέσεώς της, η Ρουμανία δεν βάλλει κατά της κρίσης αυτής, η οποία σχετίζεται με τις αιτιάσεις που προβάλλει στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους.

    ( 39 ) Μολονότι η Ρουμανία δεν αναπτύσσει περαιτέρω τον ισχυρισμό αυτόν, αντιλαμβάνομαι ότι αναφέρεται σε όσα είχε τονίσει μετ’ επιτάσεως στο πλαίσιο της δίκης που κατέληξε στην έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ήτοι στο γεγονός ότι η επίμαχη ΕΠΠ περιείχε πρόταση για την εκ νέου διαμόρφωση του στατιστικού συστήματος που προβλέπεται στον κανονισμό 1059/2003 (στον οποίο παραπέμπει η υποσημείωση 8 των παρουσών προτάσεων) ώστε να λαμβάνεται υπόψη το εθνοτικό, θρησκευτικό, γλωσσικό και πολιτιστικό κριτήριο. Βλ. σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    ( 40 ) Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής (C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 35), και, επίσης, πρβλ. την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (σκέψη 54). Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού για τις ΕΠΠ του 2011, στην κατακλείδα της οποίας διαλαμβάνεται ότι «[η] Επιτροπή θα πρέπει να επιλαμβάνεται της καταχώρισης σύμφωνα με τις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης». Επί του ζητήματος αυτού, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Mengozzi στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2018:816, σημείο 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 41 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 42 ) Βλ., επίσης, την περιγραφή των εν λόγω συμπληρωματικών στοιχείων στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (σκέψη 11), σε αντιπαραβολή με την αντίστοιχη περιγραφή στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (σκέψεις 5 έως 8).

    ( 43 ) Βλ. σημείο 48 των παρουσών προτάσεων.

    ( 44 ) Απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2017, Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe κατά Επιτροπής (T‑646/13, EU:T:2017:59, σκέψη 29).

    ( 45 ) Υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, «για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος». Βλ. για παράδειγμα, προσφάτως, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Mensing (C‑180/22, EU:C:2023:565, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 46 ) Dougan, M., «What are we to make of the citizens’ initiative?», Common Market Law Review, τόμος 48, τεύχος 6, 2011, σ. 1840. Πρβλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Mengozzi στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2018:816, σημείο 36).

    ( 47 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Mengozzi στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2018:816, σημεία 38 και 57).

    ( 48 ) Βλ., επίσης, άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού του 2019 για τις ΕΠΠ. Βλ., επίσης, σκέψεις 101 έως 105 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    ( 49 ) Απόφαση Puppinck (σκέψη 70, που παρατίθεται στο σημείο 1 των παρουσών προτάσεων, καθώς και σκέψεις 57 έως 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση Puppinck κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑418/18 P, EU:C:2019:640, σημεία 34 έως 42).

    ( 50 ) Βλ. τη διατύπωση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 20ής Ιανουαρίου 2022, Ρουμανία κατά Επιτροπής (C‑899/19 P, EU:C:2022:41, σκέψη 71).

    ( 51 ) Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (σκέψεις 57 έως 60). Ειδικότερα, το Δικαστήριο διαφώνησε με την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι διοργανωτές της επίμαχης ΕΠΠ «δεν είχαν αποδείξει ότι η εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής συνοχής […] απειλούσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες», ούτε ότι «τα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως σοβαρό και μόνιμο δημογραφικό μειονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ».

    ( 52 ) Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (σκέψη 62).

    ( 53 ) Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 54 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 55 ) Βλ. την Πράσινη Βίβλο σχετικά με την πρωτοβουλία ευρωπαίων πολιτών [COM(2009) 622 τελικό], σ. 3.

    ( 56 ) Πρβλ. έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011 σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών [COM(2018) 157 final], σ. 2. Επιπλέον, στην πρότασή της που κατέληξε στη θέσπιση του κανονισμού του 2019 για τις ΕΠΠ, η Επιτροπή επισήμανε, κατά την εξέταση των πτυχών που απαιτούσαν βελτιώσεις, ότι «[είχε] εφαρμόσει […] μια σειρά μη νομοθετικών μέτρων για να διευκολύνει τη χρήση του μέσου [της ΕΠΠ] από τους διοργανωτές και τους πολίτες […] συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας μερικής καταχώρισης των πρωτοβουλιών». Βλ. πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών [COM(2017) 482 final], σ. 3 και 10.

    ( 57 ) Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Ρουμανία κατά Επιτροπής (T‑391/17, EU:T:2019:672, σκέψη 90, σε συνδυασμό με την απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2017, Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe κατά Επιτροπής, T‑646/13, EU:T:2017:59, σκέψεις 14, 21, 28 και 29).

    ( 58 ) Στην αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού του 2019 για τις ΕΠΠ διαλαμβάνεται ότι «ενδείκνυται η μερική καταχώριση μιας πρωτοβουλίας σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μόνο μέρος ή μέρη της πρωτοβουλίας πληρούν τις απαιτήσεις για καταχώριση», προκειμένου «να διασφαλιστεί ότι καταχωρούνται όσο το δυνατόν περισσότερες πρωτοβουλίες».

    ( 59 ) Είναι γεγονός ότι, με βάση την πρακτική που εφαρμοζόταν στο παρελθόν, η μερική καταχώριση δεν συνοδευόταν πάντοτε από αντίστοιχη προσαρμογή του υποβληθέντος κειμένου της πρότασης, φαίνεται όμως ότι το ελάττωμα αυτό αντιμετωπίζεται πλέον στο άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού του 2019 για τις ΕΠΠ. Πρβλ., επίσης, Athanasiadou, N., «The European citizens’ initiative: Lost in admissibility?», Maastricht Journal of European and Comparative Law, τόμος 26, τεύχος 2, 2019, σ. 269.

    ( 60 ) Βλ., επίσης, σκέψεις 117, 125 και 129 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    ( 61 ) Όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης απόφασης, βλ. σημείο 19 των παρουσών προτάσεων.

    ( 62 ) Με βάση τις πληροφορίες του σχετικού με τις ΕΠΠ ιστοτόπου της Επιτροπής, φαίνεται ότι έχει ολοκληρωθεί η συλλογή των απαιτούμενων δηλώσεων υποστήριξης και η διαδικασία βρίσκεται στο στάδιο επαλήθευσης των υπογραφών. Βλ. https://europa.eu/citizens-initiative/initiatives/details/2019/000007_en.

    Top