EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021TJ0402

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα) της 17ης Ιουλίου 2024 (Αποσπάσματα).
UniCredit Bank AG κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.
Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Δικαίωμα ακρόασης – Ασφάλεια δικαίου – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της δικαστικής απόφασης.
Υπόθεση T-402/21.

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2024:484

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 8ης Μαΐου 2024 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Δικαίωμα ακρόασης – Ασφάλεια δικαίου – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της δικαστικής απόφασης»

Στην υπόθεση T‑402/21,

UniCredit Bank AG, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον F. Schäfer, την H. Großerichter, τον F. Kruis και τον N. Bartmann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τους J. Kerlin, C. Flynn και D. Ceran, επικουρούμενους από τις G. Coppo, S. Reinart και K. Bongs, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους U. Rösslein και M. Menegatti και την G. Bartram,

και από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J. Bauerschmidt και τις J. Haunold και A. Westerhof Löfflerová,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1) 

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα UniCredit Bank AG ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που την αφορά.

[παραλειπόμενα]

III. Αιτήματα των διαδίκων

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, κατά το μέρος που την αφορά·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

20      Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

21      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά το μέρος που στηρίζεται στην ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014 και της οδηγίας 2014/59·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

22      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV.    Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Β.      Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

[παραλειπόμενα]

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση ουσιώδους τύπου κατά την έννοια του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη κατά τα επιτασσόμενα από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη

80      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε επτά σκέλη.

[παραλειπόμενα]

β)      Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με τον αποκλεισμό ορισμένων δεικτών κινδύνου

95      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ δεν εξέθεσε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους δεν εφάρμοσε, για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2021, τους δείκτες κινδύνου «καθαρής σταθερής χρηματοδότησης» (στο εξής: δείκτης NSFR) και «ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που κατέχει το ίδρυμα πέραν των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων» (στο εξής: δείκτης MREL και ελάχιστη απαίτηση MREL), καθώς και τους υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης» που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

96      Το ΕΣΕ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

97      Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι, «[ό]ταν οι πληροφορίες που απαιτούνται για έναν συγκεκριμένο δείκτη, όπως αναφέρεται στο παράρτημα II [του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού], δεν περιλαμβάνονται στην εφαρμοστέα εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων που αναφέρεται στο άρθρο 14 [του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού] για το έτος αναφοράς, ο εν λόγω δείκτης κινδύνου δεν εφαρμόζεται έως ότου τεθεί σε εφαρμογή η εν λόγω εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων».

98      Εν προκειμένω, το ΕΣΕ επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 29 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν είχε εφαρμόσει τους δείκτες NSFR και MREL ούτε τους υποδείκτες «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης» για τον λόγο ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, οι πληροφορίες που απαιτούνταν σε σχέση με τους εν λόγω δείκτες και υποδείκτες κινδύνου δεν ήταν διαθέσιμες υπό εναρμονισμένη μορφή ως προς όλα τα ιδρύματα.

99      Ειδικότερα, όσον αφορά τον δείκτη NSFR, το ΕΣΕ επισήμανε ότι «κανένα εναρμονισμένο δεσμευτικό πρότυπο για τον NSFR δεν [ίσχυε] στην [Ένωση] και [ότι] κατά συνέπεια δεν [είχε] μπορέσει να προσδιορίσει δείκτες σε εθνικό επίπεδο». Σε σχέση με τον δείκτη MREL, το ΕΣΕ διευκρίνισε ότι, «επειδή οι απαιτήσεις για τον MREL [είχαν] στο σύνολό τους εφαρμοστεί σταδιακά, δεν [διέθετε] στοιχεία που να του παρέχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσει τον δείκτη αυτόν ως προς κάθε ίδρυμα που συνεισφέρει στο [ΕΤΕ]». Όσον αφορά τους υποδείκτες «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης», το ΕΣΕ εξέθεσε ότι «τα στοιχεία που απαιτούντ[αν] σε σχέση με [τους εν λόγω υποδείκτες] δεν [ήταν] διαθέσιμα υπό εναρμονισμένη μορφή ως προς όλα τα ιδρύματα των συμμετεχόντων κρατών μελών για το έτος αναφοράς 2019».

100    Μια τέτοια αιτιολογία παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το ΕΣΕ δεν εφάρμοσε τους εν λόγω δείκτες και υποδείκτες κινδύνου και πληροί ως εκ τούτου τις απαιτήσεις της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 82 και 83 ανωτέρω.

101    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

102    Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ΕΣΕ έπρεπε να είχε εξηγήσει με την προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι είχε τη διακριτική ευχέρεια να μην εφαρμόσει τους δείκτες NSFR και MREL καθώς και τους υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης», διότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη. Ειδικότερα, από αυτό καθεαυτό το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι το ΕΣΕ δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια να μην εφαρμόζει ορισμένο δείκτη κινδύνου, διότι, άπαξ και πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή, οφείλει να μη λάβει υπόψη έναν τέτοιο δείκτη.

103    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ορισμένα «γενικόλογα επιχειρήματα» σχετικά με τη μη εφαρμογή των εν λόγω δεικτών και υποδεικτών κινδύνου, την ορθότητα των οποίων δεν είναι σε θέση να ελέγξουν η προσφεύγουσα και τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Πλην όμως η προσφεύγουσα δεν εκθέτει για ποιον λόγο οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ακόμη και αν θεωρηθούν «γενικόλογες», την εμποδίζουν να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους δεν εφαρμόστηκαν οι εν λόγω δείκτες και υποδείκτες κινδύνου, αφού μάλιστα, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 98 και 99 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει επαρκείς εξηγήσεις ως προς το σημείο αυτό.

104    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ΕΣΕ δεν εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους δεν είχε λάβει υπόψη τους δείκτες κινδύνου που ήταν διαθέσιμοι στη Γερμανία προκειμένου να υπολογίσει το ποσοστό της εκ των προτέρων εισφοράς της που καθορίζεται σε εθνική βάση. Τέτοιες εξηγήσεις είναι όμως αναγκαίες, διότι, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφοι 3 και 6, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ένας δείκτης κινδύνου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη εφόσον εφαρμόζεται εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων σχετικά με τον δείκτη αυτόν, βάσει του εθνικού δικαίου.

105    Συναφώς, από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 83 ανωτέρω προκύπτει ότι το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα και ιδίως το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων τα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη.

106    Όσον αφορά την εφαρμογή του δείκτη NSFR, το ΕΣΕ εξήγησε, με την αιτιολογική σκέψη 23 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το σημείο 31 του παραρτήματος III της εν λόγω απόφασης, ότι «δεν [είχε] μπορέσει να προσδιορίσει δείκτες σε εθνικό επίπεδο», διότι είχε κρίνει ότι η εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων σχετικά με τον εν λόγω δείκτη ήταν ανεπαρκής. Ομοίως, από την αιτιολογική σκέψη 25 της απόφασης αυτής, σε συνδυασμό με τα σημεία 32 και 33 του παραρτήματος III της εν λόγω απόφασης, προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι το ΕΣΕ δεν διέθετε στοιχεία συλλεγέντα σε εθνικό επίπεδο που να του παρέχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσει τον δείκτη MREL, λόγω της σταδιακής εφαρμογής εκ μέρους των ΕΑΕ της σχετικής με τον εν λόγω δείκτη απαίτησης.

107    Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΕΣΕ παρέσχε επαρκή στοιχεία αιτιολογίας για να εξηγήσει ότι τα δεδομένα που απαιτούνταν για την εφαρμογή των δεικτών NSFR και MREL δεν ήταν διαθέσιμα σε εθνικό επίπεδο.

108    Περαιτέρω, στο σημείο 32 του παραρτήματος ΙΙΙ της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθεται ότι ο προσδιορισμός των υποδεικτών κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον σχεδιασμό της εξυγίανσης για τα ιδρύματα, το οποίο σημαίνει ότι οι εν λόγω υποδείκτες κινδύνου συνδέονται με την κατάρτιση των σχεδίων εξυγίανσης.

109    Πλην όμως η προσφεύγουσα, ως συνετός επιχειρηματίας, όφειλε να γνωρίζει ότι οι ΕΑΕ δεν είχαν καταρτίσει τέτοια σχέδια για όλα τα ιδρύματα που υποχρεούνται σε καταβολή εκ των προτέρων εισφορών, όπως επισημαίνει, χωρίς να αντικρούεται, το ΕΣΕ με το υπόμνημα αντίκρουσης και με το υπόμνημα ανταπάντησης, και ότι, ως εκ τούτου, τα σχέδια αυτά δεν είχαν ολοκληρωθεί για όλα τα ιδρύματα που είχαν την έδρα τους στη Γερμανία. Επομένως, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι, λόγω του ότι δεν υπήρχαν σχέδια εξυγίανσης που να έχουν καταρτισθεί για το σύνολο των γερμανικών ιδρυμάτων, το ΕΣΕ δεν διέθετε επαρκή δεδομένα που να έχουν συλλεγεί σε εθνικό επίπεδο με σκοπό την εφαρμογή των υποδεικτών κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης».

110    Τέλος, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ΕΣΕ όφειλε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν είχε προσαρμόσει σε συγκρίσιμο επίπεδο τα δεδομένα που δεν είχαν συλλεγεί κατά τρόπο ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ένωση πρέπει να απορριφθεί καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη. Ειδικότερα, από το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν προκύπτει ότι το ΕΣΕ έχει οποιαδήποτε υποχρέωση προσαρμογής των δεδομένων που έχουν συλλεγεί κατά μη ομοιόμορφο τρόπο.

111    Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

γ)      Επί του δευτέρου σκέλους, σχετικά με την αιτιολόγηση του ετήσιου επιπέδου-στόχου

112    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία την οποία παραθέτει το ΕΣΕ δεν καθιστά δυνατό να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους το ΕΣΕ καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο στο ένα όγδοο του 1,35 % των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά το έτος 2020. Συγκεκριμένα, το ΕΣΕ δεν εξήγησε πώς είχε εξετάσει το οικονομικό μοντέλο που είχε εκπονήσει το Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) της Επιτροπής με σκοπό να προβλέψει τον ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων και του συνόλου των καταθέσεων στην τραπεζική ένωση κατά την αρχική περίοδο. Ομοίως, το ΕΣΕ δεν παρέσχε εξηγήσεις όσον αφορά τη χρήση του μοντέλου προσομοίωσης σε σχέση με διάφορες υποθετικές περιπτώσεις αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων και του τελικού επιπέδου-στόχου.

113    Το ΕΣΕ υποστηρίζει ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 48 της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και στα σημεία 46 έως 84 του παραρτήματος III της απόφασης αυτής, τα βήματα που ακολουθήθηκαν για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου και οι παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη για τον σκοπό αυτό περιγράφονται κατά τρόπο σαφή και ακριβή. Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 40 της εν λόγω απόφασης προκύπτει ότι η ανάπτυξη οικονομετρικών μοντέλων εκ μέρους του JRC στηριζόταν –όπως και η εκτίμηση εκ μέρους του ΕΣΕ– σε ιστορικά δεδομένα σχετικά με το σύνολο των καταθέσεων και των καλυπτόμενων καταθέσεων και ότι επιβεβαιώνεται η τάση για συνεχή αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων. Εξάλλου, το μοντέλο προσομοίωσης που χρησιμοποιήθηκε από το ΕΣΕ κάλυπτε τόσο ευρύ φάσμα ώστε να είναι προφανές ότι το μοντέλο αυτό δεν αποτελούσε παρά ένα στάδιο στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.

114    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, έως το τέλος της αρχικής περιόδου, τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν στο τελικό επίπεδο‑στόχο, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

115    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, στην αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προαναφερθέν στη σκέψη 114 τελικό επίπεδο‑στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

116    Το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζει ότι, κάθε έτος, οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου.

117    Όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ καθορίζει το ύψος τους με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, λαμβάνοντας υπόψη το τελικό επίπεδο-στόχο, και με βάση το μέσο ποσό, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους όσον αφορά όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

118    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου‑στόχου, ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2021, σε 11 287 677 212,56 ευρώ.

119    Στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 37 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε εν συνόψει ότι το ετήσιο επίπεδο-στόχος έπρεπε να καθορίζεται βάσει ανάλυσης που να εστιάζει στην εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα προηγούμενα έτη, σε οποιαδήποτε σχετική εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης καθώς και στους δείκτες που αφορούν τη φάση του οικονομικού κύκλου και στα αποτελέσματα φιλοκυκλικών συνεισφορών για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ έκρινε σκόπιμο να καθορίσει συντελεστή ο οποίος στηριζόταν στην ανάλυση αυτή και στα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα (στο εξής: συντελεστής). Το ΕΣΕ εφάρμοσε τον συντελεστή στο ένα όγδοο του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, προκειμένου να υπολογίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο.

120    Το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο που ακολούθησε για τον καθορισμό του συντελεστή στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 47 της προσβαλλόμενης απόφασης.

121    Στην αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ διαπίστωσε μια σταθερή ανοδική τάση των καλυπτόμενων καταθέσεων ως προς όλα τα ιδρύματα των συμμετεχόντων κρατών μελών. Ειδικότερα, το μέσο ποσό των καταθέσεων αυτών, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, ανερχόταν για το έτος 2020 σε 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ.

122    Στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα τρία εναπομένοντα έτη της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Εκτίμησε ότι οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων έως το τέλος της αρχικής περιόδου θα κυμαίνονταν μεταξύ 4 % και 7 %.

123    Στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε μια αξιολόγηση της φάσης του οικονομικού κύκλου και του δυνητικού φιλοκυκλικού αποτελέσματος που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές για την οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Επισήμανε ότι προς τούτο είχε λάβει υπόψη διάφορους δείκτες, όπως η πρόβλεψη της Επιτροπής για την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και οι σχετικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ή η πιστωτική ροή του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

124    Στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν μεν εύλογο να αναμένεται περαιτέρω αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων εντός της τραπεζικής ένωσης, αλλά ο ρυθμός της εν λόγω αύξησης θα ήταν χαμηλότερος από ό,τι το 2020. Συναφώς, το ΕΣΕ επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι είχε υιοθετήσει «συνετή προσέγγιση» όσον αφορά τους ρυθμούς αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα επόμενα έτη έως και το 2023.

125    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΣΕ καθόρισε, στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ύψος του συντελεστή στο 1,35 %. Στη συνέχεια, υπολόγισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πολλαπλασιάζοντας το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 με τον ως άνω συντελεστή και διαιρώντας το γινόμενο διά του οκτώ, σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της εν λόγω απόφασης:

«Στόχος0 [ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου] = Άθροισμα των καλυπτόμενων καταθέσεων2020 * 0,0135 * ⅛ = EUR 11 287 677 212,56».

126    Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι είχε καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021 ως εξής.

127    Πρώτον, βάσει ανάλυσης προοπτικών, το ΕΣΕ καθόρισε το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, το οποίο προβλεπόταν για το τέλος της αρχικής περιόδου, σε περίπου 7,5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Για να καταλήξει στο ως άνω ποσό, το ΕΣΕ έλαβε υπόψη το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, ήτοι 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ, έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % καθώς και τον αριθμό των περιόδων συνεισφοράς που υπολείπονταν μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, δηλαδή τρεις.

128    Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ υπολόγισε το 1 % του ως άνω ποσού των 7,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να καταλήξει στο εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου που έπρεπε να έχει επιτευχθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2023, ήτοι περίπου 75 δισεκατομμύρια ευρώ.

129    Τρίτον, το ΕΣΕ αφαίρεσε από το τελευταίο αυτό ποσό τους οικονομικούς πόρους που ήταν ήδη διαθέσιμοι στο πλαίσιο του ΕΤΕ το 2021, ήτοι περίπου 42 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να καταλήξει στο ποσό που απέμενε να εισπραχθεί κατά τις υπολειπόμενες περιόδους συνεισφοράς μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Το ποσό αυτό ανερχόταν σε περίπου 33 δισεκατομμύρια ευρώ.

130    Τέταρτον, το ΕΣΕ διαίρεσε το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία προκειμένου να το κατανείμει ομοιόμορφα μεταξύ των τριών υπολειπόμενων περιόδων συνεισφοράς. Κατά τον τρόπο αυτόν, το ετήσιο επίπεδο-στόχος για την περίοδο συνεισφοράς 2021 καθορίστηκε στο προαναφερθέν στη σκέψη 118 ανωτέρω ύψος, ήτοι περίπου 11,287 δισεκατομμύρια ευρώ.

131    Το ΕΣΕ υποστήριξε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι είχε δημοσιοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η μέθοδος που περιγράφεται στις σκέψεις 127 έως 130 ανωτέρω και τα οποία παρείχαν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τη μέθοδο με την οποία καθορίστηκε το ετήσιο επίπεδο-στόχος. Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι είχε δημοσιεύσει στον ιστότοπό του, τον Μάιο του 2021, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ενημερωτικό δελτίο με την ονομασία «Fact Sheet 2021» (στο εξής: ενημερωτικό δελτίο), στο οποίο αναγραφόταν το εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου. Ομοίως, το ΕΣΕ υποστήριξε ότι η πληροφορία σχετικά με το ύψος των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων ήταν επίσης προσβάσιμη μέσω του ιστότοπού του καθώς και μέσω άλλων δημόσιων πηγών, και μάλιστα πολύ πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

132    Προκειμένου να εξεταστεί αν το ΕΣΕ τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί και μάλιστα οφείλει να λάβει υπόψη και άλλες πλημμέλειες της αιτιολογίας πέραν εκείνων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που οι πλημμέλειες αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

133    Προς τον σκοπό αυτό, οι διάδικοι ανέπτυξαν κατά την προφορική διαδικασία τις απόψεις τους ως προς όλες τις πλημμέλειες της αιτιολογίας από τις οποίες ενδεχομένως πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου. Ειδικότερα, έχοντας ερωτηθεί ρητώς και επανειλημμένως ως προς το ζήτημα αυτό, το ΕΣΕ περιέγραψε τα επιμέρους βήματα της μεθόδου που είχε πράγματι ακολουθήσει προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021, όπως αυτή εκτίθεται στις σκέψεις 127 έως 130 ανωτέρω.

134    Όσον αφορά, εν συνεχεία, το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολόγησης, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία απόφασης την οποία λαμβάνει θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης πρέπει, ιδίως, να μην περιέχει αντιφάσεις, ούτως ώστε να παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της απόφασης προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 20 και 45 έως 47, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑241/13, EU:T:2015:982, σκέψη 56).

135    Ομοίως, όταν το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με το σκεπτικό της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, οι εξηγήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 45 έως 47, και της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑95/15, EU:T:2016:722, σκέψεις 54 και 55).

136    Ειδικότερα, εάν οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχούν προς τις εν λόγω εξηγήσεις που παρέχονται κατά την ένδικη διαδικασία, η αιτιολογία της απόφασης δεν εκπληρώνει τις λειτουργίες που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 82 και 83 ανωτέρω. Ιδίως, μια τέτοια αναντιστοιχία εμποδίζει τους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν από την άσκηση της προσφυγής, και να προετοιμάσουν την άμυνά τους υπό το πρίσμα του σκεπτικού αυτού, τον δε δικαστή της Ένωσης να εντοπίσει τις αιτιολογίες που αποτέλεσαν το πραγματικό νομικό έρεισμα της απόφασης και να εξετάσει τη συμμόρφωσή τους προς τους εφαρμοστέους κανόνες.

137    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση που το ΕΣΕ εκδίδει απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, οφείλει να γνωστοποιεί στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών αυτών (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

138    Το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι το ύψος του έχει ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της απόφασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 15 ανωτέρω, ο τρόπος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται στον επιμερισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων και επομένως η αύξηση ή η μείωση του ύψους του συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της εκ των προτέρων εισφοράς καθενός από τα ιδρύματα αυτά.

139    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον το ΕΣΕ υποχρεούται να παράσχει στα ιδρύματα, μέσω της προσβαλλόμενης απόφασης, εξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν προς τις εξηγήσεις τις οποίες παρέχει το ΕΣΕ κατά την ένδικη διαδικασία και οι οποίες αφορούν την πράγματι εφαρμοσθείσα μέθοδο.

140    Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

141    Ειδικότερα, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι ο μαθηματικός τύπος που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης παρουσιάζεται ως η βάση για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Αποδεικνύεται όμως ότι ο τύπος αυτός δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία της μεθόδου που πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 127 έως 130 ανωτέρω, το ΕΣΕ προσδιόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής, αφαιρώντας από το τελικό επίπεδο-στόχο τα χρηματοδοτικά μέσα που ήταν διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, προκειμένου να υπολογίσει το ποσό που απέμενε να εισπραχθεί μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, και διαιρώντας το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία. Πλην όμως, τα δύο αυτά βήματα του υπολογισμού ουδόλως αποτυπώνονται στον εν λόγω μαθηματικό τύπο.

142    Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα του ΕΣΕ το οποίο συνίσταται στο ότι δημοσίευσε, τον Μάιο του 2021, το ενημερωτικό δελτίο, το οποίο περιείχε εύρος τιμών όσον αφορά το πιθανό ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου, καθώς και, στον ιστότοπό του, το ποσό των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως του αν η προσφεύγουσα γνώριζε πράγματι τα ποσά αυτά, δεν μπορούσε βάσει των εν λόγω ποσών και μόνον να διαγνώσει ότι οι δύο προαναφερθείσες στη σκέψη 141 ανωτέρω μαθηματικές πράξεις είχαν όντως εκτελεστεί από το ΕΣΕ, διευκρινιζομένου επιπλέον ότι ο μαθηματικός τύπος που εκτίθετο στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε καν τις ανέφερε.

143    Παρόμοιες ανακολουθίες χαρακτηρίζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε ο συντελεστής του 1,35 %, ο οποίος διαδραματίζει ωστόσο βασικό ρόλο στον προαναφερθέντα στη σκέψη 142 ανωτέρω μαθηματικό τύπο. Ειδικότερα, ο συντελεστής αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βασίζεται, μεταξύ άλλων παραμέτρων, στην προβλεπόμενη αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα υπολειπόμενα έτη της αρχικής περιόδου. Όπως όμως δέχθηκε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο συντελεστής αυτός καθορίστηκε κατά τρόπον ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα του υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ήτοι αφού το ΕΣΕ υπολόγισε το ύψος αυτό κατ’ εφαρμογήν των τεσσάρων βημάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 127 έως 130 ανωτέρω και, ιδίως, με διαίρεση διά του τρία του ποσού που προκύπτει από την αφαίρεση των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων από το τελικό επίπεδο-στόχο. Πλην όμως ο συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

144    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του ενημερωτικού δελτίου, το ύψος του εκτιμώμενου τελικού επιπέδου-στόχου εντασσόταν σε εύρος τιμών μεταξύ 70 και 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το εν λόγω εύρος τιμών τελεί σε αναντιστοιχία με το εμφαινόμενο στην αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης απόφασης εύρος τιμών όσον αφορά τον ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 4 % και 7 %. Ειδικότερα, το ΕΣΕ δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο‑στόχο, είχε λάβει υπόψη ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % –δηλαδή τη χαμηλότερη τιμή του δεύτερου εύρους τιμών– και είχε καταλήξει κατά τον τρόπο αυτό σε εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο ύψους 75 δισεκατομμυρίων ευρώ –το οποίο αποτελούσε την υψηλότερη τιμή του πρώτου εύρους τιμών. Προκύπτει επομένως μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο εύρος τιμών. Ειδικότερα, αφενός, το εύρος τιμών που αφορά τον ρυθμό μεταβολής των καλυπτόμενων καταθέσεων περιλαμβάνει επίσης τιμές υψηλότερες του συντελεστή 4 %, οι οποίες όμως, αν είχαν εφαρμοστεί, θα συνεπάγονταν εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου υψηλότερο από εκείνα που περιλαμβάνονται στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου. Αφετέρου, είναι αδύνατο για την προσφεύγουσα να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο το ΕΣΕ περιέλαβε στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου ποσά χαμηλότερα των 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ειδικότερα, για να προκύψουν τέτοια ποσά, θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος του 4 %, ο οποίος ωστόσο δεν περιλαμβάνεται στο εύρος τιμών του ρυθμού αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ είχε χρησιμοποιήσει το σχετικό με τον ρυθμό μεταβολής των καταθέσεων αυτών εύρος τιμών προκειμένου να υπολογίσει το εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο.

145    Επομένως, όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, η μέθοδος την οποία πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αντιστοιχεί στη μέθοδο που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και ως εκ τούτου το πραγματικό σκεπτικό βάσει του οποίου καθορίστηκε το εν λόγω επίπεδο-στόχος δεν μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε από τα ιδρύματα ούτε από το Γενικό Δικαστήριο.

146    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

147    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των νομικών και οικονομικών ζητημάτων που θέτει η υπό κρίση υπόθεση, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να συνεχιστεί η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

[παραλειπόμενα]

θ)      Συμπέρασμα επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

242    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό. Αντιθέτως, τα λοιπά σκέλη του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

[παραλειπόμενα]

4.      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των άρθρων 6, 7 και 20 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

251    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στα άρθρα 6 και 7 καθώς και στο άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στο μέτρο που το ΕΣΕ δεν έλαβε υπόψη, για τον υπολογισμό του πολλαπλασιαστή προσαρμογής, τους δείκτες NSFR και MREL και τους υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης». Ειδικότερα, τα άρθρα 6 και 7 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δεν απονέμουν στο ΕΣΕ διακριτική ευχέρεια να αγνοεί ορισμένους δείκτες κινδύνου. Επιπλέον, ούτε το άρθρο 20, παράγραφος 1, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για τη μη συνεκτίμηση των εν λόγω δεικτών κινδύνου. Ειδικότερα, το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 εφαρμόζεται μόνον ως προς τις πληροφορίες που παρατίθενται στο παράρτημα II του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Πλην όμως, τουλάχιστον όσον αφορά τον δείκτη MREL και τους υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης», ουδεμία σχετική μνεία γίνεται στο παράρτημα αυτό.

252    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

253    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το ΕΣΕ οφείλει, κατ’ αρχήν, να λαμβάνει υπόψη τους δείκτες MREL και NFSR και τους υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης» προκειμένου να προσδιορίσει το προφίλ κινδύνου των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων.

254    Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις», ο δείκτης κινδύνου δεν εφαρμόζεται εφόσον οι πληροφορίες που απαιτούνται για τον συγκεκριμένο δείκτη κινδύνου, ο οποίος μνημονεύεται στο παράρτημα II του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, δεν περιλαμβάνονται στην εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων την οποία αναφέρει το άρθρο 14 του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ήτοι στην εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων που καθορίζεται από τον εκτελεστικό κανονισμό 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό 575/2013 (ΕΕ 2014, L 191, σ. 1), ή, κατά περίπτωση, από το εθνικό δίκαιο.

255    Επομένως, το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, του οποίου η νομιμότητα δεν αμφισβητήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση, εξαρτά τη δυνατότητα μη εφαρμογής ενός δείκτη κινδύνου από τη διττή προϋπόθεση ότι, πρώτον, οι πληροφορίες που απαιτούνται για τον εν λόγω δείκτη δεν περιλαμβάνονται στην εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων που αναφέρεται στο άρθρο 14 του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού και, δεύτερον, ο δείκτης αυτός μνημονεύεται στο παράρτημα II του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δεδομένα που υποβάλλονται στις αρχές εξυγίανσης» και περιλαμβάνει δεκαπέντε κατηγορίες δεδομένων.

256    Σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση, επισημαίνεται ότι, προκειμένου να κριθεί αν, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, οι πληροφορίες που απαιτούνται για συγκεκριμένο δείκτη κινδύνου περιλαμβάνονται στην εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων, το ΕΣΕ οφείλει να ελέγξει αν τα ιδρύματα υποχρεούνταν να δηλώσουν, για λόγους προληπτικής εποπτείας, τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή για το επίμαχο έτος αναφοράς κατ’ εφαρμογήν του εκτελεστικού κανονισμού 680/2014 ή κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου. Από τον συνδυασμό του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 14, παράγραφοι 1 έως 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι το έτος αναφοράς είναι το έτος το οποίο αφορούν οι εγκεκριμένες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις που είναι διαθέσιμες στις 31 Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της περιόδου συνεισφοράς. Επομένως, σε ό,τι αφορά την υπό κρίση υπόθεση, το έτος αναφοράς είναι το έτος το οποίο αφορούν οι εγκεκριμένες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις που ήταν διαθέσιμες στις 31 Δεκεμβρίου 2020 (στο εξής: επίμαχο έτος αναφοράς). Όπως υποστηρίζει το ΕΣΕ, χωρίς τούτο να αμφισβητείται εκ μέρους της προσφεύγουσας, έτος αναφοράς είναι το έτος 2019.

257    Σχετικά με τη δεύτερη προϋπόθεση που μνημονεύεται στη σκέψη 254 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μεταξύ άλλων όταν τα δεδομένα που μνημονεύονται στο παράρτημα II του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού συνιστούν αυτά καθεαυτά δείκτες κινδύνου.

258    Πλην όμως, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση κατά την οποία το παράρτημα II του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού μνημονεύει τα δεδομένα τα οποία, χωρίς να συνιστούν αυτά καθεαυτά δείκτες κινδύνου, είναι κρίσιμα για τον υπολογισμό των εν λόγω δεικτών κινδύνου, οι οποίοι δεν μνημονεύονται στο ως άνω παράρτημα. Ο δείκτης κινδύνου μπορεί δηλαδή να μην εφαρμόζεται όταν τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό του περιλαμβάνονται στο εν λόγω παράρτημα.

259    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1983, Merck, 292/82, EU:C:1983:335, σκέψη 12, και της 19ης Ιουλίου 2012, ebookers.com Deutschland, C‑112/11, EU:C:2012:487, σκέψη 12). Πρέπει ακόμη να ληφθεί υπόψη η πρακτική αποτελεσματικότητα της διάταξης (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, BLV Wohn- und Gewerbebau, C‑395/11, EU:C:2012:799, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

260    Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και τους σκοπούς που επιδιώκει το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, η εν λόγω διάταξη λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η διαδικασία θέσπισης των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και των αντίστοιχων απαιτήσεων πληροφόρησης είναι σταδιακή και κατανέμεται σε βάθος χρόνου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2014/59, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 εκδόθηκε σε χρονικό σημείο κατά το οποίο οι απαιτήσεις αυτές δεν είχαν ακόμη καθοριστεί οριστικά ή τελούσαν ακόμη υπό προσαρμογή. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε σοβαρά τη δήλωση του ΕΣΕ κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν σταδιακά ορισμένες από τις εν λόγω απαιτήσεις οι οποίες, με τη σειρά τους, επηρεάζουν τα δεδομένα που πρέπει να είναι διαθέσιμα για τον υπολογισμό των δεικτών κινδύνου που προβλέπονται από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63. Επομένως, τέτοια δεδομένα τα οποία ήταν αναγκαία για τον υπολογισμό ορισμένων από τους εν λόγω δείκτες κινδύνου μπορούσαν να μην είναι διαθέσιμα για το σύνολο των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων ή, τουλάχιστον, για το σύνολο των ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε ένα κράτος μέλος, κατά τη διάρκεια τουλάχιστον ενός μέρους της αρχικής περιόδου, διευκρινιζομένου ότι τα δεδομένα αυτά μπορούσαν να μη δηλώνονται ως πληροφορίες προληπτικής εποπτείας κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Ένωσης ή, ενδεχομένως, του εθνικού δικαίου.

261    Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 σκοπό έχει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να επιβάλλονται στα ιδρύματα, κατά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, επιβαρύνσεις δυσανάλογες ή εισάγουσες διακρίσεις ακριβώς εξαιτίας της σταδιακής εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και των σχετικών απαιτήσεων πληροφόρησης. Ειδικότερα, ο υπολογισμός αυτός προϋποθέτει συγκριτική εξέταση. Συναφώς, το ΕΣΕ εξήγησε, κατ’ ουσίαν, χωρίς να αντικρουστεί, ότι, αν τα δεδομένα που ήταν απαραίτητα για τον υπολογισμό ορισμένων δεικτών κινδύνου δεν δηλώνονταν ως πληροφορίες προληπτικής εποπτείας από το σύνολο των ιδρυμάτων ή, τουλάχιστον, από το σύνολο των ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε ένα κράτος μέλος, το ΕΣΕ θα ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη δεδομένα σχετικά με τέτοιους δείκτες τα οποία δεν είναι όμως συγκρίσιμα.

262    Τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται μόνον όταν τα εν λόγω δεδομένα συνιστούν αυτά καθεαυτά δείκτες κινδύνου, αλλά και όταν τα δεδομένα αυτά, χωρίς να συνιστούν αυτά καθεαυτά δείκτες κινδύνου, είναι πάντως αναγκαία για τον υπολογισμό των δεικτών κινδύνου.

263    Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται όχι μόνον όταν τα δεδομένα που μνημονεύονται στο παράρτημα II του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού συνιστούν αυτά καθεαυτά δείκτες κινδύνου, αλλά και όταν τα δεδομένα που μνημονεύονται στο παράρτημα αυτό είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό των δεικτών κινδύνου.

264    Υπό το πρίσμα των ως άνω εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί μήπως, κατά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2021, το ΕΣΕ, μη εφαρμόζοντας δύο δείκτες κινδύνου, ήτοι τους δείκτες NFSR και MREL, και δύο υποδείκτες κινδύνου, ήτοι τους υποδείκτες «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης», υπέπεσε σε παράβαση των άρθρων 6 και 7 καθώς και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

265    Σχετικά με τον δείκτη NFSR, κατά πρώτον, από το άρθρο 17 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/451 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2020, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εφαρμογή του κανονισμού 575/2013 όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 680/2014 (ΕΕ 2021, L 97, σ. 1), σε συνδυασμό με το άρθρο 23, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου εκτελεστικού κανονισμού, προκύπτει ότι τα ιδρύματα υποχρεούνταν να δηλώσουν στην αρμόδια αρχή τα δεδομένα σχετικά με τον δείκτη NFSR για λόγους προληπτικής εποπτείας και σε εναρμονισμένη βάση μόνον από τις 28 Ιουνίου 2021, δηλαδή μετά το επίμαχο έτος αναφοράς.

266    Επιπλέον, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί το ζήτημα αν, λόγω μιας ενδεχομένως υφιστάμενης υποχρέωσης δήλωσης των πληροφοριών που απαιτούνται για τον δείκτη NFSR ως πληροφοριών προληπτικής εποπτείας βάσει του εθνικού δικαίου, το ΕΣΕ όφειλε να λάβει υπόψη τις πληροφορίες αυτές για τον καθορισμό του εν λόγω δείκτη, τουλάχιστον στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς σε εθνική βάση, το ΕΣΕ κατέστησε σαφές, χωρίς να αντικρουστεί, τόσο με το υπόμνημα αντίκρουσης και με το υπόμνημα ανταπάντησης όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, εν πάση περιπτώσει, τέτοια υποχρέωση δεν απέρρεε, σε ό,τι αφορούσε το επίμαχο έτος αναφοράς, από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο ήταν εγκατεστημένη η προσφεύγουσα και συγκεκριμένα από το γερμανικό δίκαιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο δεν αποδεικνύεται ότι, για το επίμαχο έτος αναφοράς, η εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων βάσει του γερμανικού δικαίου περιελάμβανε τα σχετικά με τον δείκτη NFSR δεδομένα.

267    Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δήλωσε τα δεδομένα αυτά στη Γερμανία, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν βάσει εποπτικής απαίτησης υποβολής εκθέσεων κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 680/2014 ή του γερμανικού δικαίου.

268    Κατά δεύτερον, ο δείκτης NFSR περιλαμβάνεται μεταξύ των δεδομένων που απαριθμούνται ρητώς στο παράρτημα II του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

269    Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΕΣΕ δεν παρέβη τα άρθρα 6, 7 και 20 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 μη λαμβάνοντας υπόψη τον δείκτη NFSR κατά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2021.

270    Όσον αφορά τον δείκτη MREL, καμία διάταξη του εκτελεστικού κανονισμού 680/2014 δεν απαιτούσε από τα ιδρύματα να παρέχουν στην αρμόδια αρχή, για το επίμαχο έτος αναφοράς, πληροφορίες σχετικά με τις επιλέξιμες υποχρεώσεις τους ως πληροφορίες προληπτικής εποπτείας. Τέτοια υποχρέωση θεσπίστηκε μόλις στις 28 Ιουνίου 2021, όπως προκύπτει από τον τίτλο I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/763 της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 2021, σχετικά με τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εφαρμογή του κανονισμού 575/2013 και της οδηγίας 2014/59 όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών και τη δημοσιοποίηση της MREL (ΕΕ 2021, L 168, σ. 1), σε συνδυασμό με το άρθρο 17, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού.

271    Το άρθρο 45, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/59, το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, δεν θέτει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση αυτή. Η διάταξη αυτή υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα πληρούν ανά πάσα στιγμή τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων όταν απαιτείται από το εν λόγω άρθρο ή από άλλες διατάξεις της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη δεν περιλαμβάνει υποχρέωση προς δήλωση των επιλέξιμων υποχρεώσεων ως πληροφοριών προληπτικής εποπτείας, κατά τη διάρκεια του επίμαχου έτους αναφοράς.

272    Επιπλέον, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί το ζήτημα αν, λόγω μιας ενδεχομένως υφιστάμενης υποχρέωσης δήλωσης των επιλέξιμων υποχρεώσεων ως πληροφοριών προληπτικής εποπτείας βάσει του εθνικού δικαίου, το ΕΣΕ όφειλε να λάβει υπόψη τις επιλέξιμες υποχρεώσεις για τον καθορισμό του δείκτη MREL όσον αφορά τουλάχιστον τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς σε εθνική βάση, το ΕΣΕ κατέστησε σαφές, χωρίς να αντικρουστεί από την προσφεύγουσα, τόσο με το υπόμνημα αντίκρουσης και με το υπόμνημα ανταπάντησης όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, εν πάση περιπτώσει, τέτοια υποχρέωση δεν απέρρεε από το γερμανικό δίκαιο σε ό,τι αφορούσε το επίμαχο έτος αναφοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο δεν αποδεικνύεται ότι κατά τη διάρκεια του επίμαχου έτους αναφοράς υπήρχε, βάσει του γερμανικού δικαίου, εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων ως προς τις πληροφορίες σχετικά με τον δείκτη MREL.

273    Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δήλωσε στη Γερμανία, από το 2017, πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τον δείκτη MREL δεν συνιστά απόδειξη περί του αντιθέτου, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 271 ανωτέρω, δεν αποδεικνύεται ότι, βάσει του εθνικού δικαίου, τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία δηλώνονταν ως πληροφορίες προληπτικής εποπτείας.

274    Εξάλλου, μολονότι ο δείκτης MREL δεν μνημονεύεται αυτός καθεαυτόν στο παράρτημα II του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, πάντως το εν λόγω παράρτημα μνημονεύει τις «επιλέξιμες υποχρεώσεις» μεταξύ των δεδομένων που υποβάλλονται στις αρχές εξυγίανσης. Οι υποχρεώσεις αυτές συνιστούν άλλωστε δεδομένα καθοριστικά για τον υπολογισμό του ως άνω δείκτη κινδύνου. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 1», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ο εν λόγω δείκτης στηρίζεται σε δεδομένα όπως, μεταξύ άλλων, τα ίδια κεφάλαια, οι επιλέξιμες υποχρεώσεις και η ελάχιστη απαίτηση MREL, για τον δε υπολογισμό του δείκτη αυτού το ΕΣΕ οφείλει να προσδιορίσει το πλεόνασμα των ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων σε σχέση με την ελάχιστη απαίτηση MREL.

275    Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΕΣΕ δεν υπέπεσε σε παράβαση των άρθρων 6, 7 και 20 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 λόγω του ότι δεν εφάρμοσε τον δείκτη MREL.

276    Όσον αφορά τους υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης», από το άρθρο 6, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο iv, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του υποδείκτη κινδύνου «πολυπλοκότητα», το ΕΣΕ οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον βαθμό κατά τον οποίο, σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ, κεφάλαιο ΙΙ, της οδηγίας 2014/59, το επιχειρηματικό μοντέλο και η οργανωτική διάρθρωση του ενδιαφερόμενου ιδρύματος θεωρούνται πολύπλοκα. Ομοίως, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, κατά τον προσδιορισμό του υποδείκτη κινδύνου «δυνατότητα εξυγίανσης», το ΕΣΕ οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον βαθμό κατά τον οποίο, σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ, κεφάλαιο ΙΙ, της ίδιας οδηγίας, το ίδρυμα αυτό μπορεί να εξυγιανθεί αμέσως και χωρίς νομικά κωλύματα.

277    Το ΕΣΕ οφείλει επομένως να προσδιορίζει τους υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης» λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις που απορρέουν από το κεφάλαιο II του τίτλου II της οδηγίας 2014/59, το οποίο επιγράφεται «Δυνατότητα εξυγίανσης» και περιλαμβάνει τα άρθρα 15 έως 18.

278    Συναφώς, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59, η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος γίνεται από την αρχή εξυγίανσης ταυτόχρονα με την κατάρτιση και την επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης και για τους σκοπούς τους, σύμφωνα με το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας.

279    Ομοίως, όπως κατέστησε σαφές το ΕΣΕ, χωρίς να αντικρουστεί, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκειμένου να εκτιμηθεί η δυνατότητα εξυγίανσης ενός ιδρύματος, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η πολυπλοκότητά του, όσο δε πιο πολύπλοκη είναι η δομή του ιδρύματος τόσο επαχθέστερες είναι οι επιπτώσεις για τη δυνατότητα εξυγίανσής του. Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένης υπόψη της παραπομπής του άρθρου 6, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο iv, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 στα άρθρα 15 έως 18 της οδηγίας 2014/59, συμπεριλαμβανομένου επομένως του άρθρου 15, παράγραφος 3, αυτής, κατά την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης εκτιμάται επίσης η πολυπλοκότητα.

280    Επομένως, η κατάρτιση των σχεδίων εξυγίανσης συνιστά προαπαιτούμενο για τον προσδιορισμό από το ΕΣΕ των υποδεικτών κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης».

281    Εξάλλου, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59, για την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης των ιδρυμάτων, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τα θέματα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος της οδηγίας αυτής. Μεταξύ των θεμάτων αυτών, πρέπει να λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με το τμήμα Γ, σημείο 17, του παραρτήματος, τον αριθμό των υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων του ιδρύματος καθώς και το είδος τους, ο δε ορισμός των υποχρεώσεων αυτών διατυπώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 71, της οδηγίας 2014/59 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/879, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019 (ΕΕ 2019, L 150, σ. 296).

282    Όπως όμως προκύπτει από το άρθρο 3, σημείο 17, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 71, της οδηγίας 2014/59, οι ως άνω υποχρεώσεις αντιστοιχούν στις «επιλέξιμες υποχρεώσεις» κατά την έννοια του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

283    Εξ αυτού προκύπτει ότι οι επιλέξιμες υποχρεώσεις αποτελούν στοιχείο αναγκαίο προκειμένου το ΕΣΕ να είναι σε θέση να καθορίσει τους υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης».

284    Συναφώς, αφενός, από τις σκέψεις 269 έως 271 ανωτέρω προκύπτει ότι τα ιδρύματα δεν υποχρεούνταν να δηλώσουν στην αρμόδια αρχή, για το επίμαχο έτος αναφοράς, τις επιλέξιμες υποχρεώσεις για λόγους προληπτικής εποπτείας, δυνάμει του εκτελεστικού κανονισμού 680/2014. Αφετέρου, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί το ζήτημα αν, λόγω μιας ενδεχομένως υφιστάμενης τέτοιας υποχρέωσης προς δήλωση των επιλέξιμων υποχρεώσεων, το ΕΣΕ όφειλε να λάβει υπόψη τις επιλέξιμες υποχρεώσεις για τον καθορισμό των υποδεικτών κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης» σε ό,τι αφορούσε τουλάχιστον τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς σε εθνική βάση, από κανένα στοιχείο το οποίο έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο δεν αποδεικνύεται ότι τέτοια υποχρέωση υφίστατο βάσει του γερμανικού δικαίου.

285    Κατά συνέπεια, η πρώτη προϋπόθεση που προβλέπεται από το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 πληρούται όσον αφορά τους υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης».

286    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση που προβλέπεται από το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, μολονότι οι υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης» δεν περιλαμβάνονται αυτοί καθεαυτούς στο παράρτημα II του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, οι επιλέξιμες υποχρεώσεις, οι οποίες αποτελούν στοιχείο αναγκαίο για τον προσδιορισμό τους, μνημονεύονται ρητώς στο εν λόγω παράρτημα.

287    Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΕΣΕ δεν παρέβη τα άρθρα 6, 7 και 20 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 μη λαμβάνοντας υπόψη τους υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης» για την περίοδο συνεισφοράς 2021.

288    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

289    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ΕΣΕ έπρεπε να είχε αντλήσει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την έκδοση απόφασης περί καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών κατ’ άλλον τρόπο πλην της γνωστοποίησης των πληροφοριών αυτών μέσω των δηλώσεων του κάθε ιδρύματος για λόγους προληπτικής εποπτείας, αρκεί να διαπιστωθεί ότι τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει από καμία διάταξη της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

290    Ως προς το σημείο αυτό, η προσφεύγουσα δεν μπορεί ιδίως να υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ ήταν υποχρεωμένο να εφαρμόσει τον δείκτη NFSR χρησιμοποιώντας τα εθνικά δεδομένα των ΕΑΕ, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 265 ανωτέρω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον εν λόγω δείκτη κινδύνου έπρεπε να δηλώνονται ως πληροφορίες προληπτικής εποπτείας δυνάμει του γερμανικού δικαίου.

291    Δεύτερον, το επιχείρημα που αντλεί η προσφεύγουσα από τη σκέψη 137 της απόφασης της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ (C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601), πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι ούτε η σκέψη αυτή ούτε η εν λόγω απόφαση περιέχουν κρίση σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

292    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσέγγιση του ΕΣΕ σε σχέση την εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 είναι εσφαλμένη όσον αφορά το μέρος της εκ των προτέρων εισφοράς που υπολογίζεται σε εθνική βάση, διότι αναμφισβήτητα οι δείκτες NFSR και MREL καθώς και οι υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης» ήταν διαθέσιμοι για τα γερμανικά ιδρύματα. Επομένως, το ΕΣΕ έπρεπε να είχε να λάβει υπόψη τους δείκτες αυτούς για να υπολογίσει την εισφορά που καθορίζεται σε εθνική βάση. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο, κατά την προσφεύγουσα, διότι η μη εφαρμογή των εν λόγω δεικτών και υποδεικτών κινδύνου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την αρχή της ίσης μεταχείρισης δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/59, μπορεί να γίνεται σύγκριση μόνο μεταξύ των ιδρυμάτων του ίδιου κράτους μέλους. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι οι πληροφορίες σχετικά με τους εν λόγω δείκτες που είναι διαθέσιμες σε καθένα από τα κράτη μέλη δεν είναι πανομοιότυπες για καθένα από τα κράτη αυτά δεν συνεπάγεται παραβίαση της ως άνω αρχής.

293    Συναφώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί το ζήτημα αν, λόγω μιας ενδεχομένως υφιστάμενης υποχρέωσης προς δήλωση των δεδομένων σχετικά με τους δείκτες NFSR και MREL και τους υποδείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης» βάσει του εθνικού δικαίου, το ΕΣΕ όφειλε να λάβει υπόψη τους εν λόγω δείκτες και υποδείκτες κινδύνου σε ό,τι αφορούσε τουλάχιστον τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς σε εθνική βάση, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 265, 271 και 283 ανωτέρω, η ύπαρξη στη Γερμανία τέτοιας υποχρέωσης για το επίμαχο έτος αναφοράς δεν αποδείχθηκε. Υπό τις συνθήκες αυτές, από τη δικογραφία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν προκύπτει η ύπαρξη νομικής βάσης που να επέτρεπε στο ΕΣΕ ή να το υποχρέωνε να λάβει υπόψη τα δεδομένα αυτά σε ό,τι αφορούσε αποκλειστικώς την εθνική βάση.

294    Τέταρτον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι ήταν πράγματι δυνατό και συνακόλουθα υποχρεωτικό να ληφθούν υπόψη όλοι οι δείκτες και υποδείκτες κινδύνου, δεδομένου ότι το ΕΣΕ όφειλε να μεριμνήσει για τη συλλογή των κατάλληλων δεδομένων ή για την εκ των υστέρων προσαρμογή των δεδομένων που είχαν υποβληθεί κατά μη ομοιόμορφο τρόπο ούτως ώστε να τους προσδοθεί ο απαιτούμενος βαθμός ομοιομορφίας. Το ΕΣΕ μπορούσε ακόμη να συμπληρώσει τα ελλείποντα δεδομένα μέσω κατά προσέγγιση εκτίμησης ή πραγματογνωμοσύνης.

295    Ως προς το σημείο αυτό, αρκεί να επισημανθεί ότι η εφαρμοστέα νομοθεσία δεν απαιτεί από το ΕΣΕ να συμπληρώσει τα ελλείποντα δεδομένα στο πλαίσιο της εποπτικής απαίτησης υποβολής εκθέσεων ούτε να προβεί σε οποιαδήποτε προσαρμογή των δεδομένων που συνελέγησαν κατά μη ομοιόμορφο τρόπο.

296    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021, κατά το μέρος που αφορά την UniCredit Bank AG.

2)      Τα αποτελέσματα της απόφασης SRB/ES/2021/22, κατά το μέρος που αφορά την UniCredit Bank AG, διατηρούνται σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, νέας απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς του ιδρύματος αυτού προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για την περίοδο συνεισφοράς 2021.

3)      Το ΕΣΕ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η UniCredit Bank AG.

4)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Μαΐου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας απόφασης των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.

Top