Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0756

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 29ης Ιουνίου 2023.
X κατά International Protection Appeals Tribunal κ.λπ.
Αίτηση του High Court (Irlande) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου και της επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2004/83/ΕΚ – Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος – Συνεργασία του κράτους μέλους με τον αιτούντα για την αξιολόγηση των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς του – Περιεχόμενο – Γενική αξιοπιστία του αιτούντος – Άρθρο 4, παράγραφος 5, στοιχείο εʹ – Κριτήρια αξιολογήσεως – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2005/85/ΕΚ – Δέουσα εξέταση – Άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3 – Δικαστικός έλεγχος – Άρθρο 39 – Περιεχόμενο – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Εύλογη προθεσμία για την έκδοση αποφάσεως – Άρθρο 23, παράγραφος 2, και άρθρο 39, παράγραφος 4 – Συνέπειες ενδεχόμενης παραβάσεως.
Υπόθεση C-756/21.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:523

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 29ης Ιουνίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου και της επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2004/83/ΕΚ – Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος – Συνεργασία του κράτους μέλους με τον αιτούντα για την αξιολόγηση των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς του – Περιεχόμενο – Γενική αξιοπιστία του αιτούντος – Άρθρο 4, παράγραφος 5, στοιχείο εʹ – Κριτήρια αξιολογήσεως – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2005/85/ΕΚ – Δέουσα εξέταση – Άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3 – Δικαστικός έλεγχος – Άρθρο 39 – Περιεχόμενο – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Εύλογη προθεσμία για την έκδοση αποφάσεως – Άρθρο 23, παράγραφος 2, και άρθρο 39, παράγραφος 4 – Συνέπειες ενδεχόμενης παραβάσεως»

Στην υπόθεση C‑756/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Δεκεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

X

κατά

International Protection Appeals Tribunal,

Minister for Justice and Equality,

Ireland,

Attorney General,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb, T. von Danwitz, A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Νοεμβρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο X, εκπροσωπούμενος από τους B. Burns, solicitor, H. Hofmann, Rechtsanwalt, και P. O’Shea, BL,

οι International Protection Appeals Tribunal, Minister for Justice and Equality, Ireland, και The Attorney General, εκπροσωπούμενοι από την M. Browne, τον A. Joyce και τον C. Aherne, επικουρούμενους από την C. Donnelly, SC, και τις E. Doyle και A. McMahon, BL,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller και την A. Hoesch,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K. Bulterman και τον J. M. Hoogveld,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Azéma και L. Grønfeldt,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1 και παράγραφος 5, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12), καθώς και του άρθρου 8, παράγραφοι 2 και 3, του άρθρου 23, παράγραφος 2, και του άρθρου 39, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (ΕΕ 2005, L 326, σ. 13).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του X και, αφετέρου, πρώτον, του International Protection Appeals Tribunal (δικαστηρίου αρμόδιου επί προσφυγών σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας, Ιρλανδία) (στο εξής: IPAT), δεύτερον, του Minister for Justice and Equality (Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας, Ιρλανδία), τρίτον της Ιρλανδίας και, τέταρτον, του Attorney General (γενικού εισαγγελέα, Ιρλανδία) (στο εξής, από κοινού: IPAT κ.λπ.), με αντικείμενο την απόρριψη από το IPAT των προσφυγών του Χ κατά των αποφάσεων περί απορρίψεως των αιτήσεών του ασύλου και επικουρικής προστασίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2004/83

3

Η οδηγία 2004/83 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9). Εντούτοις, δεδομένου ότι η Ιρλανδία δεν μετέσχε στην έκδοση της τελευταίας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτή, η οδηγία 2004/83 εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στο εν λόγω κράτος μέλος.

4

Το άρθρο 2, στοιχεία αʹ, δʹ, εʹ, στʹ, ζʹ και ιαʹ, της οδηγίας 2004/83 περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)

“διεθνής προστασία”, το καθεστώς πρόσφυγα και το καθεστώς επικουρικής προστασίας, όπως ορίζονται στα στοιχεία δʹ και στʹ·

[…]

δ)

“καθεστώς πρόσφυγα”, η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα·

ε)

“πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2, και [ο οποίος] δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας·

στ)

“καθεστώς επικουρικής προστασίας”, η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία·

ζ)

“αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας”, η αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας και ο οποίος δεν αιτείται ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, δυναμένη να ζητηθεί αυτοτελώς·

[…]

ια)

“χώρα καταγωγής”, η χώρα ή οι χώρες της ιθαγένειας ή, για τους ανιθαγενείς, της προηγούμενης συνήθους διαμονής.»

5

Το άρθρο 4 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του.

2.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτούντος και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την (τις) ιθαγένεια(-ες), τη (τις) χώρα(-ες) και το (τα) μέρος(-η) προηγούμενης διαμονής του, προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, τα δρομολόγια που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία.

3.   Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α)

όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·

β)

των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

γ)

την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

[…]

4.   Το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κανείς ότι η εν λόγω δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.

5.   Οσάκις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

ο αιτών έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του·

β)

έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία τα οποία έχει ο αιτών στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων·

γ)

οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του·

δ)

ο αιτών αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το νωρίτερο δυνατόν, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει και

ε)

η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη.»

6

Το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η σοβαρή βλάβη συνίσταται σε:

[…]

γ)

σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

Η οδηγία 2005/85

7

Η οδηγία 2005/85 αντικαταστάθηκε και καταργήθηκε με την οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60). Εντούτοις, δεδομένου ότι η Ιρλανδία δεν μετέσχε στην έκδοση της τελευταίας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτή, η οδηγία 2005/85 εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στο εν λόγω κράτος μέλος.

8

Η αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2005/85 έχει ως εξής:

«Είναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων άσυλο να λαμβάνεται απόφαση επί των αιτήσεων ασύλου το συντομότερο δυνατόν. Η οργάνωση της επεξεργασίας των αιτήσεων αυτών θα πρέπει να επαφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, ούτως ώστε, ανάλογα με τις εθνικές ανάγκες, να δίδουν προτεραιότητα ή να επισπεύδουν την επεξεργασία οιασδήποτε αίτησης, λαμβάνοντας υπόψη τις προδιαγραφές της παρούσας οδηγίας.»

9

Το άρθρο 2, στοιχεία βʹ έως εʹ, της οδηγίας αυτής περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

β)

“αίτηση ή αίτηση ασύλου”: η αίτηση την οποία υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας από κράτος μέλος σύμφωνα με τη [Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων που υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 [1954]), όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967]. Κάθε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας τεκμαίρεται ως αίτηση ασύλου εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος ζητεί ρητά άλλο είδος προστασίας που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής αίτησης·

γ)

“αιτών” ή “αιτών άσυλο” υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση ασύλου επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη [απρόσβλητη] απόφαση·

δ)

“[απρόσβλητη] απόφαση”: η απόφαση που ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας δυνάμει της οδηγίας 2004/83/ΕΚ και η οποία δεν υπόκειται πλέον σε [μέσο παροχής έννομης προστασίας] στο πλαίσιο του κεφαλαίου V της παρούσας οδηγίας, ασχέτως εάν με την άσκηση τέτοιου [μέσου παροχής έννομης προστασίας] οι αιτούντες αποκτούν τη δυνατότητα να παραμένουν στα εν λόγω κράτη μέλη μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική απόφαση, με την επιφύλαξη του παραρτήματος ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας·

ε)

“αποφαινόμενη αρχή”: κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις, με την επιφύλαξη του παραρτήματος Ι».

10

Το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις της αποφαινόμενης αρχής επί των αιτήσεων ασύλου να λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

α)

οι αιτήσεις να εξετάζονται και οι αποφάσεις να λαμβάνονται σε ατομική βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα·

β)

να λαμβάνονται συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες καταγωγής των αιτούντων άσυλο και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν και να προβλέπεται ότι το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων και τη λήψη των αποφάσεων έχει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες·

γ)

το προσωπικό που εξετάζει αιτήσεις και λαμβάνει αποφάσεις να γνωρίζει τις συναφείς προδιαγραφές που εφαρμόζονται στον τομέα της νομοθεσίας περί ασύλου και προσφύγων.

3.   Οι αρχές που αναφέρονται στο κεφάλαιο V έχουν, μέσω της αποφαινόμενης αρχής ή του αιτούντος ή άλλως, πρόσβαση στις γενικές πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.»

11

Το άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξετάζουν τις αιτήσεις ασύλου στο πλαίσιο διαδικασίας εξέτασης σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του κεφαλαίου ΙΙ.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής, με την επιφύλαξη κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν δεν μπορεί να ληφθεί απόφαση εντός εξαμήνου, ο ενδιαφερόμενος αιτών:

α)

είτε ενημερώνεται σχετικά με την καθυστέρηση·

β)

είτε λαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως, πληροφορίες σχετικά με το χρόνο κατά τον οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αιτήσεώς του. Η ενημέρωση αυτή δεν θεμελιώνει υποχρέωση των κρατών έναντι του αιτούντος να λάβουν απόφαση εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας.»

12

Το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85 προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 19 και 20, τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίψουν αίτηση ασύλου ως αβάσιμη μόνο εάν η αποφαινόμενη αρχή αποδείξει ότι ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως πρόσφυγας δυνάμει της οδηγίας 2004/83/ΕΚ.»

13

Το άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/85 ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες άσυλο να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:

α)

απόφαση επί της αιτήσεως ασύλου την οποία υπέβαλαν […]

[…]

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν προθεσμίες για την εξέταση της απόφασης της αποφαινόμενης αρχής από το δικαστήριο σύμφωνα με την παράγραφο 1.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14

Ο X είναι Πακιστανός υπήκοος ο οποίος εισήλθε στην Ιρλανδία την 1η Ιουλίου 2015, αφού είχε διαμείνει κατά την περίοδο από το 2011 έως το 2015 στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου δεν υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

15

Στις 2 Ιουλίου 2015 ο X υπέβαλε στην Ιρλανδία αίτηση για τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα. Η αίτηση αυτή, η οποία αρχικώς στηρίχθηκε σε αναληθές στοιχείο το οποίο ο Χ ανακάλεσε κατά την πρώτη του συνέντευξη, στηριζόταν στο γεγονός ότι βίωσε σε άμεση εγγύτητα τρομοκρατική βομβιστική επίθεση η οποία έλαβε χώρα σε κηδεία στο Πακιστάν και η οποία προκάλεσε τον θάνατο 40 περίπου ατόμων, μεταξύ των οποίων δύο γνωστών του. Ο Χ υποστηρίζει ότι επηρεάστηκε βαθύτατα από το γεγονός αυτό, με αποτέλεσμα να φοβάται να ζήσει στο Πακιστάν και να θεωρεί ότι θα υποστεί σοβαρή βλάβη, αν επιστρέψει εκεί. Υποστηρίζει ότι πάσχει από άγχος, κατάθλιψη και διαταραχές ύπνου. Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε από τον Refugee Applications Commissioner (επίτροπο αρμόδιο για αιτήσεις προσφύγων, Ιρλανδία) με απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2016.

16

Στις 2 Δεκεμβρίου 2016 ο Χ άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Refugee Appeals Tribunal (δικαστηρίου αρμόδιου επί προσφυγών σε υποθέσεις που αφορούν το καθεστώς του πρόσφυγα, Ιρλανδία). Η διαδικασία επί της εν λόγω προσφυγής ανεστάλη εξαιτίας τροποποιήσεων της νομοθεσίας που επήλθαν στις 31 Δεκεμβρίου 2016, λόγω της έναρξης ισχύος του International Protection Act 2015 (νόμου του 2015 περί διεθνούς προστασίας) ο οποίος ενοποίησε τις προϊσχύσασες επιμέρους διαδικασίες παροχής διεθνούς προστασίας και συνέστησε, μεταξύ άλλων, το International Protection Office (Γραφείο διεθνούς προστασίας, Ιρλανδία, στο εξής: IPO) και το IPAT.

17

Στις 13 Μαρτίου 2017 ο Χ υπέβαλε αίτηση για την παροχή επικουρικής προστασίας. Η απόρριψη της αιτήσεως αυτής από το IPO, στις 29 Φεβρουαρίου 2018, αποτέλεσε ομοίως το αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του IPAT.

18

Με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, το IPAT απέρριψε αμφότερες τις προσφυγές.

19

Στις 7 Απριλίου 2019 ο Χ άσκησε ένδικο μέσο ενώπιον του High Court (ανωτέρου δικαστηρίου) με αίτημα την εξαφάνιση της ως άνω αποφάσεως του IPAT.

20

Προς στήριξη του ενδίκου μέσου, ο Χ υποστηρίζει, πρώτον, ότι οι πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής που έλαβε υπόψη το IPAT ήταν ελλιπείς και παρωχημένες, δεδομένου ότι χρονολογούνται μεταξύ 2015 και 2017, με αποτέλεσμα το IPAT να μη λάβει υπόψη την κατάσταση που επικρατούσε στο Πακιστάν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 2019. Επιπλέον, το IPAT δεν εξέτασε δεόντως τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του.

21

Δεύτερον, το χρονικό διάστημα που παρήλθε μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως της 2ας Ιουλίου 2015 είναι προδήλως μη εύλογο και συνιστά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας, παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και παράβαση των ελάχιστων κανόνων σχετικά με τη διαδικασία τους οποίους θεσπίζει η οδηγία 2005/85.

22

Τρίτον, το IPAT ενημερώθηκε για την κατάσταση της ψυχικής υγείας του X, πλην όμως ουδέν έπραξε προκειμένου να διασφαλίσει ότι είχε στη διάθεσή του όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία που θα του επέτρεπαν να αποφανθεί ορθώς επί των αιτήσεων. Ειδικότερα, το IPAT θα έπρεπε να είχε ζητήσει ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, η οποία χρησιμοποιείται γενικώς προς στήριξη αιτήσεων ασύλου προσώπων που έχουν υποστεί βασανιστήρια, ή και άλλη πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την κατάσταση της ψυχικής του υγείας.

23

Τέταρτον, όσον αφορά άλλα συναφή στοιχεία της αιτήσεώς του, στον X δεν αναγνωρίστηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, μολονότι η κατάσταση της ψυχικής του υγείας δεν είχε διαπιστωθεί και δεν είχε ληφθεί υπόψη δεόντως. Επομένως, συναφή στοιχεία της επιχειρηματολογίας του είτε δεν εξακριβώθηκαν είτε δεν ελήφθησαν υπόψη, ενώ δεν υπήρξε συνεργασία μεταξύ αυτού και των αρμόδιων αρχών, ιδίως όσον αφορά την εν λόγω ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη.

24

Πέμπτον, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως, που χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι ο αιτών παραδέχθηκε ότι η προηγούμενη εκδοχή των προβαλλόμενων γεγονότων ήταν ψευδής και ότι είναι τουλάχιστον πιθανό να πάσχει από προβλήματα ψυχικής υγείας, δεν θα ήταν εύλογο να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο Χ δεν είναι αξιόπιστος όσον αφορά βασικές πτυχές των επιχειρημάτων του.

25

Το High Court (ανώτερο δικαστήριο) παρατηρεί, κατ’ αρχάς, ότι το IPAT παρέβη το καθήκον συνεργασίας που υπέχει, καθόσον δεν αναζήτησε επικαιροποιημένες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής ούτε ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη. Ωστόσο, διερωτάται αν το IPAT όφειλε, βάσει του δικαίου της Ένωσης, να λάβει τέτοια πραγματογνωμοσύνη και αν είναι συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης να απαιτείται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, από τον Χ να αποδείξει επιπλέον, προκειμένου να επιτύχει την εξαφάνιση της αποφάσεως του IPAT, την ύπαρξη ζημίας η οποία να απορρέει από την ως άνω παράβαση.

26

Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ποιες συνέπειες πρέπει να συναγάγει από το γεγονός ότι από την κατάθεση της αιτήσεως στις 2 Ιουλίου 2015 έως την έκδοση της αποφάσεως του IPAT στις 7 Φεβρουαρίου 2019 μεσολάβησε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών και έξι μηνών, το οποίο θα μπορούσε να θεωρήσει μη εύλογο.

27

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον μία και μόνη αναληθής δήλωση, ως προς την οποία ο Χ παρέσχε διευκρινίσεις πριν την ανακαλέσει μόλις του δόθηκε η ευκαιρία, αρκεί για να δικαιολογήσει την αμφισβήτηση της γενικής αξιοπιστίας του X.

28

Υπό τις συνθήκες αυτές, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Σε περίπτωση πλήρους παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας, όπως αυτή περιγράφεται στη σκέψη 66 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2012, M. (C‑277/11, EU:C:2012:744), στο πλαίσιο αιτήσεως παροχής επικουρικής προστασίας, καθίσταται η εξέταση της οικείας αιτήσεως «άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας» υπό την έννοια της αποφάσεως της 15ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑137/14, EU:C:2015:683);

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει η προαναφερθείσα παράβαση της υποχρεώσεως συνεργασίας να παρέχει, άνευ ετέρου, στον αιτούντα το δικαίωμα να ζητήσει την εξαφάνιση της αποφάσεως;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, ποιος υποχρεούται να αποδείξει ότι η απορριπτική απόφαση θα ήταν διαφορετική εάν το αρμόδιο για τη λήψη της αποφάσεως όργανο είχε συνεργαστεί δεόντως;

4)

Σε περίπτωση μη εκδόσεως αποφάσεως επί της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας εντός ευλόγου χρόνου, έχει ο αιτών δικαίωμα να ζητήσει την εξαφάνιση της [απορριπτικής] αποφάσεως όταν αυτή εκδοθεί;

5)

Απαλλάσσει η καθυστέρηση στην τροποποίηση του εφαρμοστέου, εντός κράτους μέλους, νομοθετικού πλαισίου για την προστασία των αιτούντων άσυλο το κράτος μέλος από την υποχρέωση εφαρμογής ενός συστήματος διεθνούς προστασίας το οποίο θα διασφάλιζε την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως παροχής προστασίας εντός ευλόγου χρόνου;

6)

Στην περίπτωση που τα σχετικά με την κατάσταση της ψυχικής υγείας του αιτούντος αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται ενώπιον οργάνου αρμόδιου για τη λήψη αποφάσεως σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας δεν είναι επαρκή, πλην όμως συντρέχουν ορισμένες ενδείξεις ότι ο αιτών ενδέχεται να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους προβλήματα, έχει το εν λόγω όργανο λήψης αποφάσεων, σύμφωνα με την υποχρέωση συνεργασίας που μνημονεύεται στην απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, M. (C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 66), ή κατ’ άλλο τρόπο, υποχρέωση να προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση ή οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση προτού καταλήξει στην έκδοση οριστικής απόφασης;

7)

Στην περίπτωση που κράτος μέλος εκπληρώνει την κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [2004/83] υποχρέωση αξιολογήσεως των συναφών στοιχείων μιας αιτήσεως, επιτρέπεται να διαπιστώσει, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι η γενική αξιοπιστία του αιτούντος δεν αποδείχθηκε λόγω ενός και μόνον αναληθούς στοιχείου, το οποίο, στη συνέχεια, διευκρινίστηκε και ανακλήθηκε με την πρώτη εύλογη ευκαιρία;»

Επί της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου

29

Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεση με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία η οποία προβλέπεται στο άρθρο 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

30

Στις 17 Δεκεμβρίου 2021, το Δικαστήριο αποφάσισε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, ότι δεν συνέτρεχε λόγος να γίνει δεκτό το αίτημα αυτό, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο το οποίο να καθιστά δυνατό να διαπιστωθεί ότι επείγει η έκδοση αποφάσεως επί της υπό κρίση υποθέσεως. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο δεν είχε αναφέρει ότι ο Χ βρισκόταν υπό κράτηση, ούτε, κατά μείζονα λόγο, είχε εκθέσει τους λόγους για τους οποίους οι απαντήσεις του Δικαστηρίου θα μπορούσαν να είναι καθοριστικές προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

31

Πρώτον, το IPAT κ.λπ. επισημαίνουν ότι, αντιθέτως προς ό,τι αφήνει να εννοηθεί η διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο δεν διαπίστωσε πλήρη παράβαση του καθήκοντος συνεργασίας που υπέχουν οι αρμόδιες αρχές ούτε ήταν σε θέση να προβεί σε τέτοια διαπίστωση βάσει των πραγματικών περιστατικών της εκκρεμούς ενώπιόν του υποθέσεως. Επομένως, το ερώτημα αυτό είναι υποθετικό, ενώ, εξάλλου, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπερ δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του. Οι εκτιμήσεις αυτές επηρεάζουν εξίσου το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, λόγω της στενής σχέσης τους με το πρώτο ερώτημα.

32

Δεύτερον, κατά το IPAT κ.λπ., το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα είναι ομοίως υποθετικά, δεδομένου ότι το High Court (ανώτερο δικαστήριο) δεν διαπίστωσε παράβαση της υποχρεώσεως εκδόσεως αποφάσεως εντός εύλογης προθεσμίας.

33

Τρίτον, κατά το IPAT κ.λπ., η απάντηση στο έκτο προδικαστικό ερώτημα δεν είναι αναγκαία, δεδομένου ότι το IPAT είχε λάβει υπόψη τα ιατρικής φύσεως αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει ο Χ, χωρίς να τα θέσει εν αμφιβόλω.

34

Τέταρτον, το IPAT κ.λπ. υποστηρίζουν ότι το έβδομο προδικαστικό ερώτημα είναι υποθετικό, δεδομένου ότι ο X διευκρίνισε ότι δεν βάλλει κατά των σχετικών με την αξιοπιστία του συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε το IPAT και ότι η αναληθής δήλωση, στην οποία αυτός παραδέχθηκε ότι προέβη, δεν ήταν, αντίθετα με ό,τι αφήνει να εννοηθεί το εν λόγω ερώτημα, το μόνο στοιχείο το οποίο οδήγησε το IPAT να θεωρήσει ότι η αξιοπιστία του δεν είχε αποδειχθεί. Συγκεκριμένα, ο Χ ανέφερε βασικά στοιχεία που αφορούσαν γεγονότα του παρελθόντος μόνο σε πολύ προχωρημένο στάδιο και δεν ζήτησε διεθνή προστασία με την αρχική του αίτηση.

35

Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας που θεσπίζεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδιος να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και αν τα ερωτήματα τα οποία υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο είναι κατ’ αρχήν υποχρεωμένο να αποφανθεί (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2022, VD και SR, C‑339/20 και C‑397/20, EU:C:2022:703, σκέψη 56).

36

Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα τα οποία του υποβάλλονται (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2022, VD και SR, C‑339/20 και C‑397/20, EU:C:2022:703, σκέψη 57).

37

Εξάλλου, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, στο Δικαστήριο απόκειται να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως το εξειδικεύει η απόφαση περί παραπομπής [απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2022, Centre public d’action sociale de Liège (Ανάκληση ή αναστολή αποφάσεως επιστροφής), C‑825/21, EU:C:2022:810, σκέψη 35].

38

Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο προσδιόρισε το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει, το Δικαστήριο δεν οφείλει να ελέγξει την ακρίβεια του πλαισίου αυτού (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar,C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 50).

39

Εν προκειμένω, πρώτον, από το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει συνιστούν παράβαση της υποχρεώσεως συνεργασίας και ποιες συνέπειες πρέπει, ενδεχομένως, να συναγάγει από τη διαπίστωση αυτή, λαμβανομένων υπόψη των ορίων που επιβάλλει το εθνικό δίκαιο στις αρμοδιότητες του αιτούντος δικαστηρίου. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι IPAT κ.λπ., τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν τίποτε το υποθετικό, δεδομένου ότι βρίσκονται στο επίκεντρο της διαφοράς της κύριας δίκης. Επιπλέον, το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά ερμηνεύοντας το δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, μπορεί να πράξει τούτο χωρίς να αποφανθεί επί των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης.

40

Δεύτερον, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι το High Court (ανώτερο δικαστήριο) προτίθεται να διαπιστώσει παράβαση της υποχρεώσεως εκδόσεως αποφάσεως εντός εύλογης προθεσμίας, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα δεν μπορούν να θεωρηθούν υποθετικά για τον λόγο και μόνον ότι το ως άνω δικαστήριο δεν έχει ακόμη προβεί σε αυτή τη διαπίστωση.

41

Τρίτον, το γεγονός ότι το IPAT έλαβε υπόψη τα ιατρικής φύσεως αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο Χ, χωρίς να τα θέσει εν αμφιβόλω, ουδόλως αναιρεί τη λυσιτέλεια του έκτου προδικαστικού ερωτήματος που αφορά την ενδεχόμενη υποχρέωση διενέργειας συμπληρωματικής ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης.

42

Τέταρτον, με τις αντιρρήσεις τους ως προς το παραδεκτό του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος, οι IPAT κ.λπ. αμφισβητούν τις πραγματικές διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου καθώς και την εκτίμησή του όσον αφορά τη λυσιτέλεια του εν λόγω ερωτήματος για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν δύναται να υποκαταστήσει το αιτούν δικαστήριο ούτε ως προς τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών ούτε ως προς την ανωτέρω εκτίμηση.

43

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι ενστάσεις που προέβαλαν οι IPAT κ.λπ. κατά του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

Επί του πρώτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος, σχετικά με το καθήκον συνεργασίας

44

Με το πρώτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη υποχρέωση συνεργασίας επιβάλλει στην αποφαινόμενη αρχή να λαμβάνει, αφενός, επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο και διεθνή προστασία και, αφετέρου, ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη για την ψυχική υγεία του αιτούντος, όταν υπάρχουν ενδείξεις για προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία ενδέχεται να οφείλονται σε τραυματικό γεγονός που συνέβη στη χώρα καταγωγής.

45

Επισημαίνεται εξαρχής ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/83 αφορά, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, την «αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων».

46

Κατά την παράγραφο 1 της εν λόγω διατάξεως, αφενός, τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αφετέρου, αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αιτήσεώς του.

47

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια. Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 64).

48

Μολονότι δε, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83, εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει, το ταχύτερο δυνατόν, όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την τεκμηρίωση της αιτήσεώς του διεθνούς προστασίας, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι οι αρχές των κρατών μελών οφείλουν, κατά περίπτωση, να συνεργαστούν ενεργώς με τον αιτούντα προκειμένου να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός και η συλλογή όλων των συναφών στοιχείων που τεκμηριώνουν την αίτηση, δεδομένου, εξάλλου, ότι οι εν λόγω αρχές έχουν συνήθως καλύτερη πρόσβαση από τον αιτούντα σε ορισμένα είδη εγγράφων (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψεις 65 και 66).

49

Όσον αφορά την έκταση της συνεργασίας αυτής, από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ως άνω διάταξη, και ιδίως, αφενός, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/85, προκύπτει ότι η αποφαινόμενη αρχή είναι υπεύθυνη για τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων κατόπιν της οποίας θα αποφανθεί επ’ αυτών (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 40).

50

Ειδικότερα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 59 των προτάσεών του, η εκτίμηση του κατά πόσον οι τεκμηριωμένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να φοβάται δικαιολογημένα, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι στόχο πράξεων διώξεως, πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να γίνεται με προσοχή και σύνεση, δεδομένου ότι διακυβεύονται οι ατομικές ελευθερίες και η ακεραιότητα του ανθρώπου, ζητήματα που άπτονται των θεμελιωδών αξιών της Ένωσης (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Salahadin Abdulla κ.λπ., C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 και C‑179/08, EU:C:2010:105, σκέψεις 89 και 90).

51

Αφετέρου, από το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ έως γʹ, και παράγραφος 5, της οδηγίας 2004/83 προκύπτει ότι η εξέταση της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας πρέπει να περιλαμβάνει εξατομικευμένη αξιολόγηση της αιτήσεως αυτής συνεκτιμωμένων ιδίως όλων των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών σχετικά με τη χώρα καταγωγής του ενδιαφερομένου κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως σχετικά με την αίτηση, των συναφών στοιχείων και εγγράφων που προσκόμισε ο αιτών και της ατομικής καταστάσεως και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος. Εφόσον συντρέχει λόγος, η αρμόδια αρχή οφείλει επίσης να λάβει υπόψη τις εξηγήσεις που παρέχονται για την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και τη γενική αξιοπιστία του αιτούντος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 41).

52

Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 58 των προτάσεών του, κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίψουν αίτηση ασύλου ως αβάσιμη μόνον εάν η αποφαινόμενη αρχή αποδείξει ότι ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως πρόσφυγας δυνάμει της οδηγίας 2004/83.

53

Επομένως, όταν ένα πρόσωπο πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 ώστε να του χορηγηθεί διεθνής προστασία, τα κράτη μέλη οφείλουν, υπό την επιφύλαξη των λόγων αποκλεισμού που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία, να χορηγήσουν τη ζητηθείσα διεθνή προστασία, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν συναφώς καμία διακριτική ευχέρεια (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov, C‑556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54

Από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 48 έως 53 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 υποχρέωση συνεργασίας συνεπάγεται ότι η αποφαινόμενη αρχή, εν προκειμένω το IPO, δεν δύναται να προβεί σε δέουσα εξέταση των αιτήσεων ούτε, ως εκ τούτου, να κηρύξει μια αίτηση αβάσιμη, χωρίς να συνεκτιμήσει, κατά τον χρόνο λήψεως αποφάσεως σχετικά με την αίτηση, αφενός, όλα τα συναφή στοιχεία σχετικά με τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής και, αφετέρου, το σύνολο των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος.

55

Όσον αφορά τα συναφή στοιχεία σχετικά με τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, από τον συνδυασμό του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 και του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες καταγωγής των αιτούντων άσυλο και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 67).

56

Όσον αφορά τα συναφή στοιχεία που σχετίζονται με την ατομική κατάσταση και με τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2005/85 δεν περιορίζουν τα μέσα τα οποία μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους οι αρμόδιες αρχές και, ιδίως, δεν αποκλείουν τη διενέργεια πραγματογνωμοσυνών στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως των γεγονότων και των περιστάσεων προκειμένου να προσδιοριστούν ακριβέστερα οι πραγματικές ανάγκες διεθνούς προστασίας του αιτούντος, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος διενέργειας τυχόν πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο αυτό πρέπει να είναι σύμφωνος προς τις λοιπές κρίσιμες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και ιδίως τα κατοχυρούμενα από τον Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψεις 34 και 35).

57

Επομένως, η απαιτούμενη, κατά τα προαναφερθέντα, εξατομικευμένη αξιολόγηση μπορεί, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει τη χρήση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, εφόσον η πραγματογνωμοσύνη αυτή είναι αναγκαία ή κρίσιμη για την αξιολόγηση, με την απαιτούμενη επιμέλεια και σύνεση, των πραγματικών αναγκών διεθνούς προστασίας του αιτούντος, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης είναι σύμφωνος, μεταξύ άλλων, προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.

58

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η αποφαινόμενη αρχή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον αναγκαίο και τον πρόσφορο χαρακτήρα μιας τέτοιας πραγματογνωμοσύνης και ότι, όταν διαπιστώνει ότι η πραγματογνωμοσύνη είναι αναγκαία ή πρόσφορη, οφείλει να συνεργάζεται με τον αιτούντα για την απόκτησή της, εντός των ορίων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη.

59

Τέλος, στο μέτρο που από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το High Court (ανώτερο δικαστήριο) διερωτάται, ειδικότερα, αν οι διαπιστώσεις που περιέχονται στις σκέψεις 54 έως 58 της παρούσας αποφάσεως ισχύουν και για το IPAT, επισημαίνεται ότι το εν λόγω δικαστήριο, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, διευκρίνισε ότι από την εφαρμοστέα ιρλανδική νομοθεσία προκύπτει ότι το IPAT καλείται να προβεί σε πλήρη και ex nunc έλεγχο των αποφάσεων του IPO, ότι έχει, ειδικότερα, την εξουσία να απαιτήσει από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Ισότητας να διενεργήσει έρευνες ή να του παράσχει πληροφορίες και ότι το IPAT μπορεί, βάσει ιδίως των στοιχείων αυτών, να επικυρώσει τις αποφάσεις του IPO ή να τις ακυρώσει και να εισηγηθεί, κατά τρόπο δεσμευτικό, τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας.

60

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να επισημανθεί ότι οι εν λόγω διαπιστώσεις ισχύουν και ως προς το IPAT. Πράγματι, ένας τέτοιος έλεγχος του βασίμου της αιτιολογίας της αποφάσεως του IPO προϋποθέτει, αφενός, τη λήψη και την εξέταση ακριβών και επικαιροποιημένων πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος, κατάσταση στην οποία, μεταξύ άλλων, στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, και, αφετέρου, τη δυνατότητα να διαταχθεί η διεξαγωγή αποδείξεων, προκειμένου να είναι δυνατή η έκδοση αποφάσεως ex nunc. Επομένως, ενδέχεται το IPAT να οφείλει να λάβει και να εξετάσει τέτοιες ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης η οποία κρίνεται πρόσφορη ή αναγκαία.

61

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη υποχρέωση συνεργασίας επιβάλλει στην αποφαινόμενη αρχή να λαμβάνει, αφενός, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο και διεθνή προστασία και, αφετέρου, ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη για την ψυχική υγεία του αιτούντος, όταν υπάρχουν ενδείξεις για προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία ενδέχεται να οφείλονται σε τραυματικό γεγονός που συνέβη στη χώρα καταγωγής και όταν η διενέργεια μιας τέτοιας πραγματογνωμοσύνης είναι αναγκαία ή πρόσφορη για την αξιολόγηση των πραγματικών αναγκών διεθνούς προστασίας του αιτούντος, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος διενέργειας της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης είναι σύμφωνος, μεταξύ άλλων, προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.

Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, σχετικά με τις δικονομικές συνέπειες της παραβάσεως του καθήκοντος συνεργασίας

62

Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η διαπίστωση, στο πλαίσιο της ασκήσεως προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο δευτεροβάθμιου δικαστικού ελέγχου, παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη πρέπει να επισύρει, αφ’ εαυτής, την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, ή αν μπορεί να απαιτηθεί από τον αιτούντα διεθνή προστασία να αποδείξει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση.

63

Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως καθώς και με την απάντησή του σε ερώτηση του Δικαστηρίου, το IPAT πρέπει να θεωρηθεί πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα δικαστικού ελέγχου που προβλέπονται στο άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85. Υπό την ιδιότητα ακριβώς αυτή καλείται να προβεί στον πλήρη έλεγχο περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, όπερ σημαίνει ότι είναι αρμόδιο να εκδώσει απόφαση ex nunc βάσει των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, ενδεχομένως αφού ζητήθηκαν από το ίδιο, και ότι έχει την εξουσία να επικυρώσει ή να ακυρώσει, βάσει των εν λόγω στοιχείων, τις αποφάσεις του IPO και, κατά περίπτωση, να εισηγηθεί, κατά τρόπο δεσμευτικό, τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας. Περαιτέρω επισημαίνεται ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υποστηρίχθηκε, ούτε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει, ότι ο δικαστικός έλεγχος τον οποίο καλείται κατά τα ανωτέρω να ασκήσει το IPAT επί των αποφάσεων του IPO περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 39.

64

Όσον αφορά το αιτούν δικαστήριο, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και την προαναφερθείσα απάντηση σε ερώτηση του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτό πρέπει να θεωρηθεί δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιφορτισμένο, όπως το ίδιο διευκρίνισε, με τον έλεγχο των αποφάσεων του IPAT ο οποίος περιορίζεται, αφενός, στην υπέρβαση εξουσίας, στην πλάνη περί το δίκαιο ή στην ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα, στον μη εύλογο ή δυσανάλογο χαρακτήρα μιας τέτοιας αποφάσεως και στην παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης ή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, αφετέρου, σε περίπτωση διαπίστωσης τέτοιας παρανομίας, στην εξαφάνιση των αποφάσεων του IPAT και στην αναπομπή των υποθέσεων ενώπιον του τελευταίου.

65

Εντούτοις, όπως επίσης διευκρίνισε το αιτούν δικαστήριο, αυτό οφείλει να μην προβεί σε εξαφάνιση της αποφάσεως του IPAT και αναπομπή σε περίπτωση που προκύπτει ότι, ακόμη και αν δεν υφίστατο η διαπιστωθείσα παρανομία, η απόφαση του IPAT δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Συγκεκριμένα, το ιρλανδικό δίκαιο επιβάλλει στον διάδικο που ζητεί την εξαφάνιση της αποφάσεως του IPAT το βάρος αποδείξεως ότι η εν λόγω απόφαση θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν δεν υφίστατο η παρανομία.

66

Δεδομένου, ωστόσο, ότι η οδηγία 2005/85 δεν περιλαμβάνει κανέναν κανόνα ο οποίος να αφορά τη δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως κατά της αποφάσεως επί της προσφυγής που έχει ασκηθεί κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή ο οποίος να διέπει ρητώς το καθεστώς ενδεχόμενης εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προστασία την οποία παρέχει το εν λόγω άρθρο 39, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 18 και 47 του Χάρτη, περιορίζεται στην ύπαρξη ενός και μόνον ενδίκου βοηθήματος και δεν απαιτεί τη θέσπιση πλειόνων βαθμών δικαιοδοσίας [πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψη 33].

67

Ελλείψει σχετικής ρύθμισης του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται επομένως, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να αποφασίσει για την ενδεχόμενη θέσπιση δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί επί ένδικου βοηθήματος ασκηθέντος κατά αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση διεθνούς προστασίας και να ρυθμίσει, ενδεχομένως, τους ειδικότερους δικονομικούς κανόνες αυτού του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι οι εν λόγω κανόνες δεν είναι, στις περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες περιπτώσεις διεπόμενες από το εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) [πρβλ. αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψεις 34 και 35, και της 15ης Απριλίου 2021, État belge (Στοιχεία μεταγενέστερα της απόφασης μεταφοράς), C‑194/19, EU:C:2021:270, σκέψη 42].

68

Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, από την απάντηση του αιτούντος δικαστηρίου στην ερώτηση που του έθεσε το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι δικονομικοί κανόνες που μνημονεύονται στις σκέψεις 64 και 65 της παρούσας αποφάσεως εφαρμόζονται πάντοτε στον δευτεροβάθμιο έλεγχο που ασκεί το αιτούν δικαστήριο, τόσο όταν η περίπτωση εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης όσο και όταν εμπίπτει στο εσωτερικό δίκαιο.

69

Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, δεν προκύπτει ότι το βάρος αποδείξεως του ότι η απόφαση του IPO και/ή εκείνη του IPAT θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές, αν δεν υφίστατο η διαπιστωθείσα παράβαση της υποχρεώσεως συνεργασίας, θα καθιστούσε πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης, όπερ απόκειται, ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

70

Πράγματι, αφενός, το εν λόγω βάρος αποδείξεως δεν σημαίνει ότι ο αιτών διεθνή προστασία πρέπει να αποδείξει ότι η απόφαση θα ήταν διαφορετική αν δεν υφίστατο η παράβαση, αλλά μόνον ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η απόφαση θα μπορούσε να είναι διαφορετική.

71

Αφετέρου, σε περίπτωση που προκύπτει εξαρχής ή σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κατορθώσει να αποδείξει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε απάντηση, ενδεχομένως, στους ισχυρισμούς του αιτούντος διεθνή προστασία, ότι η απόφαση δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι διαφορετική, ακόμη και αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση, δεν προκύπτει ότι υφίστανται παρεχόμενα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα των οποίων η άσκηση θα καθίστατο πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο ασκεί το ίδιο, όπως αναφέρει, έλεγχο του βασίμου της εν λόγω αποφάσεως, οπότε, σε μια τέτοια περίπτωση, η εξαφάνιση της αποφάσεως και η αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του IPAT θα ενείχαν τον κίνδυνο απλής επανάληψης του ελέγχου και άσκοπης παράτασης της διαδικασίας.

72

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η διαπίστωση, στο πλαίσιο της ασκήσεως προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο δευτεροβάθμιου δικαστικού ελέγχου, παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν απαιτείται να επισύρει οπωσδήποτε, αφ’ εαυτής, την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τον αιτούντα διεθνή προστασία να αποδείξει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση.

Επί του τετάρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος, που αφορούν την εύλογη προθεσμία

73

Με το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 23, παράγραφος 2, και το άρθρο 39, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/85, έχει την έννοια ότι τα χρονικά διαστήματα που μεσολάβησαν μεταξύ, αφενός, της υποβολής της αιτήσεως ασύλου και, αφετέρου, της εκδόσεως των αποφάσεων της αποφαινόμενης αρχής και του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, μπορούν να δικαιολογηθούν από νομοθετικές τροποποιήσεις που επήλθαν στο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των εν λόγω διαστημάτων και, στην αντίθετη περίπτωση, αν ο τυχόν μη εύλογος χαρακτήρας κάποιου από τα εν λόγω χρονικά διαστήματα μπορεί, αφ’ εαυτού, να οδηγήσει στην εξαφάνιση της αποφάσεως του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

74

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 89 έως 93 των προτάσεών του, από τη δομή, την οικονομία και τους σκοπούς της οδηγίας 2005/85 προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των προθεσμιών που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 23, παράγραφος 2, και στο άρθρο 39, παράγραφος 4, της οδηγίας, δεδομένου ότι η πρώτη εφαρμόζεται στη διοικητική διαδικασία, ενώ η δεύτερη αφορά την ένδικη διαδικασία.

75

Εν συνεχεία, όπως προκύπτει ομοίως από το γράμμα των ως άνω διατάξεων, οι εν λόγω προθεσμίες δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τη λήψη αποφάσεως.

76

Τέλος, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ανωτέρω διατάξεις προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας, ότι η δεύτερη από αυτές επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη να ορίζουν προθεσμίες για την εξέταση από το αρμόδιο δικαστήριο της αποφάσεως της αποφαινόμενης αρχής και ότι η αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2005/85 αναφέρει ότι είναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων άσυλο να λαμβάνεται απόφαση επί των αιτήσεων ασύλου το συντομότερο δυνατόν, η οδηγία επιβάλλει την ταχεία εξέταση τόσο των αιτήσεων διεθνούς προστασίας όσο και των προσφυγών που ασκούνται, μεταξύ άλλων, κατά των αποφάσεων περί απορρίψεως τέτοιων αιτήσεων.

77

Πράγματι, η αποτελεσματική πρόσβαση στο καθεστώς της διεθνούς προστασίας επιτάσσει η αίτηση να εξετάζεται εντός εύλογης προθεσμίας (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, C‑604/12 N., EU:C:2014:302, σκέψη 45). Επιπλέον, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 47 του Χάρτη προκύπτει ότι η αποτελεσματική δικαστική προστασία απαιτεί η υπόθεση ενός προσώπου να δικασθεί, μεταξύ άλλων, εντός εύλογης προθεσμίας από δικαστήριο.

78

Επομένως, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν οι αποφάσεις που ελήφθησαν, αντιστοίχως, από το IPO κατά το πέρας του διοικητικού σταδίου και από το IPAT κατά το πέρας της πρωτοβάθμιας ένδικης διαδικασίας ελήφθησαν εντός εύλογης προθεσμίας, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.

79

Όσον αφορά τις περιστάσεις αυτές, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν η διάρκεια της διαδικασίας δεν καθορίζεται από διάταξη του δικαίου της Ένωσης, ο «εύλογος» χαρακτήρας της προθεσμίας που τηρήθηκε για την έκδοση της επίμαχης πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ιδίως, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, CSUE/KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80

Πλην όμως, μεταξύ των ιδιαίτερων αυτών περιστάσεων κάθε υπόθεσης δεν περιλαμβάνονται οι νομοθετικές τροποποιήσεις που επήλθαν σε ένα κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των διοικητικών ή ενδίκων σταδίων εξέτασης μιας υπόθεσης. Πράγματι, από τα στοιχεία που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 76 και 77 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεριμνούν ώστε οι εν λόγω διαδικασίες να ολοκληρώνονται το συντομότερο δυνατόν και, εν πάση περιπτώσει, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται περιστάσεις για τις οποίες είναι τα ίδια υπεύθυνα, όπως οι νομοθετικές τροποποιήσεις, προκειμένου να δικαιολογήσουν ενδεχόμενη μη συμμόρφωση με την ως άνω απαίτηση.

81

Τούτου λεχθέντος, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 103 έως 105 των προτάσεών του, ενδεχόμενη μη συμμόρφωση με την απαίτηση εξέτασης των υποθέσεων διεθνούς προστασίας εντός εύλογης προθεσμίας, τόσο κατά το διοικητικό όσο και κατά το ένδικο στάδιο, δεν δύναται να έχει, αφ’ εαυτής, ως συνέπεια την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε με αίτημα την ακύρωση αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, εκτός αν η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας είχε ως συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

82

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι αποφάσεις σχετικά με το βάσιμο ή μη των αιτήσεων διεθνούς προστασίας πρέπει να λαμβάνονται κατόπιν συνεκτίμησης των προβλεπόμενων από την οδηγία 2004/83 ουσιαστικών κριτηρίων για την παροχή τέτοιας προστασίας, η μη τήρηση εύλογης προθεσμίας δεν είναι δυνατό να έχει ως συνέπεια, όταν δεν υφίσταται καμία ένδειξη ότι η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, την ακύρωση της προσβαλλομένης διοικητικής αποφάσεως ή την εξαφάνιση της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, Bolloré κατά Επιτροπής, C‑414/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:301, σκέψη 84).

83

Αντιθέτως, όταν υφίστανται ενδείξεις ότι η υπερβολική διάρκεια μιας διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας είναι δυνατόν να επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, η μη τήρηση εύλογης προθεσμίας μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης διοικητικής αποφάσεως ή την εξαφάνιση της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως, ιδίως όταν η μη τήρηση αυτή έχει ως συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, τα οποία είναι θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, C‑110/10 P, EU:C:2011:687, σκέψεις 47 έως 52).

84

Ως εκ τούτου, έστω και αν η υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι ο τυχόν μη εύλογος χαρακτήρας κάποιας από τις δύο επίμαχες στην κύρια δίκη προθεσμίες είχε ως συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του Χ, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει την εν λόγω περίσταση.

85

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 23, παράγραφος 2, και το άρθρο 39, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/85, έχει την έννοια ότι:

τα χρονικά διαστήματα που μεσολάβησαν μεταξύ, αφενός, της υποβολής της αιτήσεως ασύλου και, αφετέρου, της εκδόσεως των αποφάσεων της αποφαινόμενης αρχής και του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από εθνικές νομοθετικές τροποποιήσεις που επήλθαν κατά τη διάρκεια των εν λόγω διαστημάτων και

ο μη εύλογος χαρακτήρας κάποιου από τα εν λόγω χρονικά διαστήματα δεν δύναται, αφ’ εαυτού και ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως περί του ότι η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, να δικαιολογήσει την εξαφάνιση της αποφάσεως του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

Επί του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος, που αφορά τη γενική αξιοπιστία αιτούντος

86

Με το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 5, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι μια αναληθής δήλωση, που περιέχεται στην αρχική αίτηση διεθνούς προστασίας, για την οποία ο αιτών άσυλο παρέσχε διευκρινίσεις και την οποία ανακάλεσε με την πρώτη δυνατή ευκαιρία, μπορεί, αφ’ εαυτής, να εμποδίσει τη διαπίστωση της γενικής αξιοπιστίας του, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

87

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2004/83, οσάκις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι όροι που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως εʹ της εν λόγω διατάξεως.

88

Οι σωρευτικές αυτές προϋποθέσεις είναι ότι ο αιτών αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το συντομότερο δυνατόν, ότι έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του, ότι έχει υποβάλει όλα τα συναφή στοιχεία τα οποία έχει στη διάθεσή του, ότι έχει παράσχει ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων, ότι οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του και ότι η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη.

89

Επομένως, από το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2004/83 προκύπτει ότι, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως εʹ της εν λόγω διατάξεως, οι δηλώσεις των αιτούντων άσυλο οι οποίες δεν τεκμηριώνονται με αποδεικτικά στοιχεία ενδέχεται να χρειάζονται επιβεβαίωση (πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ., C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψη 51).

90

Κατά συνέπεια, η γενική αξιοπιστία του αιτούντος άσυλο είναι ένα, μεταξύ άλλων, στοιχείο το οποίο πρέπει να συνεκτιμάται, κατά το πρώτο στάδιο της αξιολόγησης, που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 και αφορά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεως, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον οι δηλώσεις των αιτούντων άσυλο χρήζουν επιβεβαίωσης.

91

Πάντως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διαπιστώσεις που διατυπώνονται, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, σχετικά με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 5, στοιχεία αʹ έως δʹ, της οδηγίας 2004/83 μπορούν να επηρεάσουν την αξιολόγηση της γενικής αξιοπιστίας του αιτούντος στην οποία αναφέρεται το στοιχείο εʹ της εν λόγω διατάξεως.

92

Τούτου λεχθέντος, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 109 των προτάσεών του, η αξιολόγηση της γενικής αξιοπιστίας του αιτούντος άσυλο δεν μπορεί να περιορίζεται στην εξέταση των εν λόγω προϋποθέσεων του άρθρου 4, παράγραφος 5, στοιχεία αʹ έως δʹ, της οδηγίας 2004/83, αλλά πρέπει, όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση, να πραγματοποιείται συνεκτιμώντας, στο πλαίσιο μιας σφαιρικής και εξατομικευμένης αξιολόγησης, κάθε άλλο συναφές εν προκειμένω στοιχείο.

93

Ασφαλώς, στο πλαίσιο μιας τέτοιας ανάλυσης, μια αναληθής δήλωση που περιέχεται στην αρχική αίτηση διεθνούς προστασίας αποτελεί συναφές στοιχείο το οποίο πρέπει να συνεκτιμάται. Εντούτοις, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να εμποδίσει τη διαπίστωση της γενικής αξιοπιστίας του αιτούντος. Πράγματι, εξίσου κρίσιμα στοιχεία αποτελούν το γεγονός ότι ο αιτών άσυλο παρέσχε διευκρινίσεις για την εν λόγω αναληθή δήλωση και την ανακάλεσε με την πρώτη δυνατή ευκαιρία, καθώς και οι ισχυρισμοί που αντικατέστησαν την εν λόγω αναληθή δήλωση και η μεταγενέστερη συμπεριφορά του αιτούντος άσυλο.

94

Τέλος, αν από την αξιολόγηση του συνόλου των συναφών στοιχείων της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν καταστεί δυνατόν να αποδειχθεί η γενική αξιοπιστία του αιτούντος άσυλο, οι δηλώσεις του που δεν τεκμηριώνονται με αποδεικτικά στοιχεία ενδέχεται, συνεπεία αυτού, να χρήζουν επιβεβαίωσης, οπότε το οικείο κράτος μέλος ενδέχεται να οφείλει να συνεργαστεί με τον αιτούντα, όπως υπομνήσθηκε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 47 και 48 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συλλογή όλων των στοιχείων που μπορούν να τεκμηριώσουν την αίτηση ασύλου.

95

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι μια αναληθής δήλωση, που περιέχεται στην αρχική αίτηση διεθνούς προστασίας, για την οποία ο αιτών άσυλο παρέσχε διευκρινίσεις και την οποία ανακάλεσε με την πρώτη δυνατή ευκαιρία, δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να εμποδίσει τη διαπίστωση της γενικής αξιοπιστίας του αιτούντος, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

96

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους,

έχει την έννοια ότι:

η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη υποχρέωση συνεργασίας επιβάλλει στην αποφαινόμενη αρχή να λαμβάνει, αφενός, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο και διεθνή προστασία και, αφετέρου, ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη για την ψυχική υγεία του αιτούντος, όταν υπάρχουν ενδείξεις για προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία ενδέχεται να οφείλονται σε τραυματικό γεγονός που συνέβη στη χώρα καταγωγής και όταν η διενέργεια μιας τέτοιας πραγματογνωμοσύνης είναι αναγκαία ή πρόσφορη για την αξιολόγηση των πραγματικών αναγκών διεθνούς προστασίας του αιτούντος, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος διενέργειας της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης είναι σύμφωνος, μεταξύ άλλων, προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

η διαπίστωση, στο πλαίσιο της ασκήσεως προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο δευτεροβάθμιου δικαστικού ελέγχου, παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν απαιτείται να επισύρει οπωσδήποτε, αφ’ εαυτής, την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τον αιτούντα διεθνή προστασία να αποδείξει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση.

 

2)

Το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, το άρθρο 23, παράγραφος 2, και το άρθρο 39, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, έχει την έννοια ότι:

τα χρονικά διαστήματα που μεσολάβησαν μεταξύ, αφενός, της υποβολής της αιτήσεως ασύλου και, αφετέρου, της εκδόσεως των αποφάσεων της αποφαινόμενης αρχής και του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από εθνικές νομοθετικές τροποποιήσεις που επήλθαν κατά τη διάρκεια των εν λόγω διαστημάτων και

ο μη εύλογος χαρακτήρας κάποιου από τα εν λόγω χρονικά διαστήματα δεν δύναται, αφ’ εαυτού και ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως περί του ότι η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, να δικαιολογήσει την εξαφάνιση της αποφάσεως του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

 

3)

Το άρθρο 4, παράγραφος 5, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2004/83

έχει την έννοια ότι:

μια αναληθής δήλωση, που περιέχεται στην αρχική αίτηση διεθνούς προστασίας, για την οποία ο αιτών άσυλο παρέσχε διευκρινίσεις και την οποία ανακάλεσε με την πρώτη δυνατή ευκαιρία, δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να εμποδίσει τη διαπίστωση της γενικής αξιοπιστίας του αιτούντος, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top