Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0568

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 21ης Σεπτεμβρίου 2023.
    Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά E. κ.λπ.
    Αίτηση του Raad van State για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Σύστημα του Δουβλίνου – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Κριτήρια και μηχανισμοί προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Ευθύνη του κράτους μέλους που χορήγησε τίτλο διαμονής στον αιτούντα – Άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ – Έννοια του “τίτλου διαμονής” – Δελτίο ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου το οποίο έχει εκδοθεί από κράτος μέλος – Σύμβαση της Βιέννης περί των διπλωματικών σχέσεων.
    Υπόθεση C-568/21.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:683

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 21ης Σεπτεμβρίου 2023 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Σύστημα του Δουβλίνου – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Κριτήρια και μηχανισμοί προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Ευθύνη του κράτους μέλους που χορήγησε τίτλο διαμονής στον αιτούντα – Άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ– Έννοια του “τίτλου διαμονής” – Δελτίο ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου το οποίο έχει εκδοθεί από κράτος μέλος – Σύμβαση της Βιέννης περί των διπλωματικών σχέσεων»

    Στην υπόθεση C‑568/21,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 25ης Αυγούστου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

    Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid

    κατά

    E.,

    S.,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb, T. von Danwitz, A. Kumin (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    οι E. και S., εκπροσωπούμενοι από τον M. F. Wijngaarden, advocaat,

    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Bulterman και A. Hanje,

    η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Schmoll και V. Strasser,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την L. Grønfeldt και τον W. Wils, στη συνέχεια δε από τον W. Wils,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου 2023,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31) (στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο III).

    2

    Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, Κάτω Χώρες) (στο εξής: Υφυπουργός) και των E. και S., ενεργούντων ιδίω ονόματι και εξ ονόματος των ανήλικων τέκνων τους, σχετικά με την απόρριψη των αιτήσεών τους για διεθνή προστασία.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το διεθνές δίκαιο

    3

    Κατά το άρθρο 2 της Συμβάσεως της Βιέννης περί των διπλωματικών σχέσεων, η οποία συνήφθη στη Βιέννη στις 18 Απριλίου 1961 και τέθηκε σε ισχύ στις 24 Απριλίου 1964 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 500, σ. 95, στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης):

    «Η καθιέρωσις διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Κρατών και η αποστολή μονίμων διπλωματικών αποστολών γίνονται δι’ αμοιβαίας συναινέσεως.»

    4

    Το άρθρο 4 της Συμβάσεως ορίζει τα εξής:

    «1.   Το διαπιστεύον Κράτος δέον να αποκτήση την βεβαιότητα ότι το πρόσωπον, το οποίον έχει εν όψει να διαπιστεύση ως αρχηγόν της αποστολής παρά τω Κράτει παρ’ ω η διαπίστευσις, έτυχε της ευαρέστου αποδοχής του Κράτους τούτου.

    2.   Το παρ’ ω η διαπίστευσις Κράτος δεν υποχρεούται να διατυπώση προς το διαπιστεύον Κράτος του λόγους αρνήσεως ευαρέστου αποδοχής.»

    5

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως προβλέπει τα εξής:

    «Το διαπιστεύον Κράτος, μετά δέουσαν κοινοποίησιν προς τα ενδιαφερόμενα παρ’ οις η διαπίστευσις Κράτη, δύναται να διαπιστεύση ένα αρχηγόν της αποστολής ή να τοποθετήση μέλος του διπλωματικού προσωπικού, αναλόγως της περιπτώσεως, εις πλείονα Κράτη, πλήν εάν εν των παρ’ ω η διαπίστευσις Κρατών ήθελε ρητώς αντιταχθή εις τούτο.»

    6

    Το άρθρο 9 της Συμβάσεως προβλέπει τα εξής:

    «1.   Το παρ’ ω η διαπίστευσις Κράτος δύναται ανά πάσαν στιγμήν και χωρίς να υποχρεούται εις αιτιολόγησιν της αποφάσεώς του να πληροφορή το διαπιστεύον Κράτος ότι ο αρχηγός ή παν άλλο μέλος του διπλωματικού προσωπικού της αποστολής είναι πρόσωπον μη αρεστόν, ή ότι παν άλλο μέλος του προσωπικού της αποστολής δεν είναι παραδεκτόν. Το διαπιστεύον Κράτος εν τοιαύτη περιπτώσει θα ανακαλή το εν λόγω πρόσωπον ή θα το απαλλάσση των καθηκόντων του εν τη αποστολή αναλόγως της περιπτώσεως. Πρόσωπόν τι δύναται να κηρυχθή μη αρεστόν ή μη παραδεκτόν προ της αφίξεως εις το έδαφος του παρ’ ω η διαπίστευσις Κράτους.

    2.   Εάν το διαπιστεύον Κράτος αρνήται να εκτελέση ή δεν εκτελή εντός ευλόγου προθεσμίας ας υποχρεώσεις, δι’ ων επιβαρύνεται συμφώνως προς την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου, το παρ’ ω η διαπίστευσις Κράτος δύναται να αρνηθή όπως αναγνωρίση εις το εν λόγω πρόσωπον την ιδιότητα του μέλους της αποστολής.»

    7

    Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βιέννης ορίζει τα εξής:

    «Εις το Υπουργείον των Εξωτερικών του παρ’ ω η διαπίστευσις Κράτους, ή εις οίον άλλο Υπουργείον ήθελε συμφωνηθή, κοινοποιούνται:

    α)

    Ο διορισμός των μελών της αποστολής, η άφιξις και οριστική αναχώρησις ή η λήξις των καθηκόντων των εν τη αποστολή.

    β)

    Η άφιξις και οριστική αναχώρησις προσώπου ανήκοντος εις την οικογένειαν μέλους της αποστολής, ως και, εάν συντρέχη λόγος, το γεγονός ότι πρόσωπόν τι καθίσταται ή παύει να είναι μέλος της οικογενείας μέλους τινός της αποστολής.

    […]»

    Το δίκαιο της Ένωσης

    8

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχουν ως εξής:

    «(4)

    Τα συμπεράσματα του Τάμπερε προσδιόρισαν επίσης ότι το [κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου] θα πρέπει να περιλαμβάνει, σε μία βραχυχρόνια προοπτική, ένα σαφή και λειτουργικό καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων ασύλου.

    (5)

    Μια τέτοια μέθοδος θα πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Θα πρέπει, ιδίως, να επιτρέπει τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες χορήγησης διεθνούς προστασίας και να μην διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας.»

    9

    Το άρθρο 2 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

    […]

    γ)

    “αιτών”: ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο άπατρις που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για την οποία δεν έχει ακόμη ληφθεί οριστική απόφαση,

    […]

    ιβ)

    “τίτλος διαμονής”: άδεια εκδιδόμενη από τις αρχές κράτους μέλους που επιτρέπει τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας ή απάτριδος στο έδαφός του, καθώς και όσα έγγραφα του επιτρέπουν να διαμένει στο κράτος αυτό δυνάμει συμφωνιών προσωρινής προστασίας ή μέχρις ότου αρθούν τα κωλύματα εκτέλεσης μέτρου απομάκρυνσης. Εξαιρούνται οι θεωρήσεις και οι άδειες διαμονής που εκδίδονται κατά τη χρονική περίοδο που απαιτείται για τον καθορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού ή κατά τη διάρκεια της εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας ή αίτησης άδειας διαμονής,

    […]».

    10

    Τα άρθρα 7 έως 15 του κανονισμού περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο III, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κριτήρια για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους». Το άρθρο 7 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ιεράρχηση των κριτηρίων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους εφαρμόζονται με τη σειρά με την οποία παρατίθενται στο παρόν κεφάλαιο.»

    11

    Το άρθρο 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έκδοση τίτλων διαμονής ή θεωρήσεων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

    «Εάν ο αιτών είναι κάτοχος εν ισχύ τίτλου διαμονής, το κράτος μέλος που εξέδωσε τον τίτλο είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας.»

    12

    Το άρθρο 21 του κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Υποβολή αιτήματος αναδοχής», ορίζει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

    «Εάν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρεί ότι άλλο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέτασή της, μπορεί να απευθύνει σε αυτό αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος, το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης κατά την έννοια του άρθρου 20 παράγραφος 2.»

    13

    Το άρθρο 29 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λεπτομέρειες και προθεσμίες», ορίζει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

    «Η μεταφορά του αιτούντος ή άλλου προσώπου όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) από το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που υπέβαλε το αίτημα, ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατόν και το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή του αιτήματος περί αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου από άλλο κράτος μέλος ή από την έκδοση οριστικής απόφασης επί ενδίκου [βοηθήματος] ή [αίτησης] επανεξέτασης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    14

    Οι E. και S., καθώς και τα ανήλικα τέκνα τους, είναι υπήκοοι τρίτης χώρας. Ο πατέρας ήταν μέλος της διπλωματικής αποστολής της χώρας του στο κράτος μέλος Χ, στο έδαφος του οποίου κατοικούσε με τη σύζυγό του και τα τέκνα τους. Κατά την εκεί διαμονή τους, τους είχαν χορηγηθεί δελτία ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου από το Υπουργείο Εξωτερικών του κράτους μέλους Χ.

    15

    Οι E. και S., αφού εγκατέλειψαν το κράτος μέλος Χ, υπέβαλαν αιτήσεις διεθνούς προστασίας στις Κάτω Χώρες.

    16

    Στις 31 Ιουλίου 2019, ο Υφυπουργός έκρινε ότι, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, υπεύθυνο για την εξέταση των ανωτέρω αιτήσεων ήταν το κράτος μέλος Χ, δεδομένου ότι τα δελτία ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου που είχαν εκδώσει οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους αποτελούσαν τίτλους διαμονής. Στις 25 Σεπτεμβρίου 2019 το κράτος μέλος Χ έκανε δεκτά τα αιτήματα αναδοχής.

    17

    Με αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2020, ο Υφυπουργός αρνήθηκε να εξετάσει τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που υπέβαλαν οι E. και S., με την αιτιολογία ότι υπεύθυνο για την εξέτασή τους ήταν το κράτος μέλος Χ.

    18

    Οι E. και S. προσέφυγαν κατά των ανωτέρω αποφάσεων ενώπιον του Rechtbank Den Haag (πρωτοδικείου Χάγης, Κάτω Χώρες). Προς στήριξη των προσφυγών τους, υποστήριξαν ότι το κράτος μέλος Χ δεν ήταν υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεών τους, διότι οι αρχές του κράτους μέλους αυτού ουδέποτε τους είχαν χορηγήσει τίτλο διαμονής. Προέβαλαν ότι είχαν αποκτήσει δικαίωμα διαμονής βάσει του διπλωματικού καθεστώτος τους, το δε δικαίωμα αυτό απέρρεε απευθείας από τη Σύμβαση της Βιέννης.

    19

    Με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2020, το Rechtbank Den Haag (πρωτοδικείο Χάγης) έκανε δεκτές τις προσφυγές, κρίνοντας ότι ο Υφυπουργός εσφαλμένως θεώρησε ότι το κράτος μέλος Χ ήταν υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Το εν λόγω δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα δελτία ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου που εξέδωσαν οι αρχές του κράτους μέλους Χ δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως άδεια διαμονής, διότι οι E. και S. είχαν ήδη δικαίωμα διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος δυνάμει της Συμβάσεως της Βιέννης.

    20

    Ο Υφυπουργός άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Κάτω Χώρες), υποστηρίζοντας ότι τα δελτία ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου που χορηγήθηκαν στους E. και S. από το κράτος μέλος Χ εμπίπτουν στην έννοια του «τίτλου διαμονής» του άρθρου 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

    21

    Το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) διευκρινίζει ότι δεν αμφισβητείται ότι οι αρχές του κράτους μέλους Χ χορήγησαν δελτία ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου στους E. και S. και ότι η ισχύς των δελτίων αυτών δεν είχε λήξει κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων διεθνούς προστασίας στις Κάτω Χώρες. Εξάλλου, το κράτος μέλος Χ εξέδωσε τα δελτία ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης, στην οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και το κράτος μέλος Χ.

    22

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας που υπέβαλαν οι E. και S. προϋποθέτει την επίλυση του ζητήματος αν δελτίο ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου το οποίο έχει εκδοθεί από κράτος μέλος βάσει της Συμβάσεως της Βιέννης αποτελεί τίτλο διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

    23

    Η απάντηση όμως στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να συναχθεί ευθέως ούτε από την ως άνω διάταξη ούτε από το σύστημα που θεσπίστηκε με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ ούτε και από τους σχετικούς κανόνες του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Επιπλέον, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον εν λόγω κανονισμό δεν παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις συναφώς και φαίνεται ότι οι πρακτικές των κρατών μελών διαφέρουν ως προς το ζήτημα αυτό.

    24

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει το άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ την έννοια ότι δελτίο ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου που έχει εκδοθεί από κράτος μέλος βάσει της [Συμβάσεως της Βιέννης] αποτελεί τίτλο διαμονής κατά την έννοια της διατάξεως αυτής;»

    Επί του παραδεκτού της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως

    25

    Η Αυστριακή Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως για τον λόγο ότι η ζητούμενη από το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ στερείται πραγματικής χρησιμότητας για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει καταστεί υπεύθυνο για την εξέταση των επίμαχων αιτήσεων διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι, μολονότι το κράτος μέλος Χ έκανε δεκτά τα αιτήματα αναδοχής των εφεσίβλητων της κύριας δίκης, η μεταφορά των αιτούντων στο εν λόγω κράτος μέλος δεν πραγματοποιήθηκε εντός της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού.

    26

    Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο ερωτημάτων. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    27

    Ως εκ τούτου, υπέρ των ερωτημάτων που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον αν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    28

    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο III, η μεταφορά του αιτούντος από το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που υπέβαλε το αίτημα, ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατόν και το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή του αιτήματος περί αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου από άλλο κράτος μέλος ή από την έκδοση οριστικής απόφασης επί ενδίκου βοηθήματος ή αίτησης επανεξέτασης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

    29

    Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, όταν ο Υφυπουργός άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ζήτησε, λαμβάνοντας υπόψη την επικείμενη εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς, τη λήψη προσωρινών μέτρων και η σχετική αίτηση έγινε δεκτή.

    30

    Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται ότι στην έφεση που άσκησε ο Υφυπουργός αναγνωρίστηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την έννοια του άρθρου 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και, ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη προθεσμία των έξι μηνών θα αρχίσει να τρέχει μόνο μετά την έκδοση της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου που περατώνει τη δίκη επί της εφέσεως.

    31

    Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι, ως εκ τούτου, παραδεκτή.

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    32

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με την πράξη της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, Pankki S, C‑579/21, EU:C:2023:501, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    33

    Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η έννοια του «τίτλου διαμονής» ορίζεται ως «άδεια εκδιδόμενη από τις αρχές κράτους μέλους που επιτρέπει τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας ή απάτριδος στο έδαφός του». Επιπλέον, κατά την ίδια διάταξη, μολονότι στην εν λόγω έννοια περιλαμβάνονται «όσα έγγραφα του επιτρέπουν να διαμένει στο κράτος αυτό δυνάμει συμφωνιών προσωρινής προστασίας ή μέχρις ότου αρθούν τα κωλύματα εκτέλεσης μέτρου απομάκρυνσης», εντούτοις, εξαιρούνται από αυτή «οι θεωρήσεις και οι άδειες διαμονής που εκδίδονται κατά τη χρονική περίοδο που απαιτείται για τον καθορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους κατά την έννοια του [εν λόγω] κανονισμού ή κατά τη διάρκεια της εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας ή αίτησης άδειας διαμονής».

    34

    Οι εφεσίβλητοι της κύριας δίκης και η Αυστριακή Κυβέρνηση συνάγουν, κατ’ ουσίαν, από τη διατύπωση που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης της Ένωσης ότι στην έννοια του «τίτλου διαμονής» εμπίπτουν μόνον πράξεις τις οποίες εκδίδει τυπικώς η εθνική διοικητική αρχή και οι οποίες αποτελούν έγγραφα συστατικά του δικαιώματος υπηκόων τρίτης χώρας ή απατρίδων να διαμένουν στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους. Αντιθέτως, μολονότι αποτελούν έγγραφα τα οποία εκδίδονται τυπικώς από εθνική διοικητική αρχή, τα δελτία ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, απλώς αποτυπώνουν, κατ’ αρχήν, τα δικαιώματα και τα προνόμια των οποίων απολαύουν οι κάτοχοί τους δυνάμει της Συμβάσεως της Βιέννης. Επομένως, έχουν αμιγώς αναγνωριστικό χαρακτήρα και δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην έννοια του «τίτλου διαμονής» κατά το άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

    35

    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη χρήση του όρου «άδεια» στο άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η έννοια του «τίτλου διαμονής» κατά τη διάταξη αυτή έχει ευρεία έννοια. Ειδικότερα, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του, στον ορισμό της έννοιας αυτής στη συγκεκριμένη διάταξη δεν γίνεται μνεία του αν η άδεια έχει συστατικό ή αναγνωριστικό χαρακτήρα ούτε εξαιρούνται ρητώς από τον ως άνω ορισμό τα δελτία ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου που εκδίδονται βάσει της Συμβάσεως της Βιέννης.

    36

    Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη, επισημαίνεται ότι η έννοια του «τίτλου διαμονής» είναι καθοριστική για την εφαρμογή του άρθρου 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι, εάν ο αιτών είναι κάτοχος εν ισχύι τίτλου διαμονής, το κράτος μέλος που εξέδωσε τον τίτλο είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας.

    37

    Το άρθρο 12 περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο αφορά τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους. Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι η εφαρμογή των διαφόρων κριτηρίων που διατυπώνονται στα άρθρα 12 έως 14 του κανονισμού αυτού, πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να καθιστά δυνατή την ανάθεση στο κράτος μέλος όπου σημειώθηκε η πρώτη είσοδος ή άρχισε η διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος των κρατών μελών της ευθύνης να εξετάσει την αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο υπήκοος αυτός, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου που διαδραμάτισε το κράτος μέλος αυτό στην παρουσία του εν λόγω υπηκόου στην επικράτεια των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Jafari, C‑646/16, EU:C:2017:586, σκέψεις 87 και 91).

    38

    Εν προκειμένω, οι εφεσίβλητοι της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι ο ρόλος που διαδραμάτισε το κράτος μέλος Χ στην παρουσία τους στο έδαφος των κρατών μελών είναι αμελητέος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης, το κράτος προς το οποίο γίνεται η διαπίστευση δεν είναι ελεύθερο, πλην ορισμένων ειδικών περιπτώσεων, να αρνείται την είσοδο και τη διαμονή στο έδαφός του στα μέλη διπλωματικής αποστολής τα οποία ορίζει το διαπιστεύον κράτος.

    39

    Συναφώς, μολονότι είναι αληθές ότι, κατά το άρθρο 2 της Συμβάσεως της Βιέννης, η αποστολή μονίμων διπλωματικών αποστολών γίνεται με αμοιβαία συναίνεση, εντούτοις αναγνωρίζονται στο κράτος προς το οποίο γίνεται η διαπίστευση ορισμένα προνόμια όσον αφορά την είσοδο στο έδαφός του προσώπων ως μελών του διπλωματικού προσωπικού μιας αποστολής.

    40

    Ειδικότερα, το άρθρο 9 της Συμβάσεως της Βιέννης προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι το κράτος προς το οποίο γίνεται η διαπίστευση μπορεί ανά πάσα στιγμή –και χωρίς να υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του– να πληροφορήσει το διαπιστεύον κράτος ότι ο αρχηγός ή οποιοδήποτε άλλο μέλος του διπλωματικού προσωπικού της αποστολής είναι πρόσωπο μη αρεστό ή ότι οποιοδήποτε άλλο μέλος του προσωπικού της αποστολής δεν είναι αποδεκτό, ενώ ένα πρόσωπο μπορεί να κηρυχθεί μη αρεστό ή μη αποδεκτό ακόμη και πριν από την άφιξη στο έδαφος του κράτους προς το οποίο γίνεται η διαπίστευση. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 προβλέπεται περαιτέρω ότι εάν το διαπιστεύον κράτος αρνείται να εκτελέσει ή δεν εκτελεί εντός εύλογης προθεσμίας τις υποχρεώσεις που υπέχει από την παράγραφο 1, το κράτος προς το οποίο γίνεται η διαπίστευση δύναται να αρνηθεί να αναγνωρίσει στο εν λόγω πρόσωπο την ιδιότητα του μέλους της αποστολής.

    41

    Επιπλέον, από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της Συμβάσεως της Βιέννης προκύπτει ότι το διαπιστεύον κράτος οφείλει να βεβαιωθεί ότι το πρόσωπο το οποίο προτίθεται να διαπιστεύσει ως αρχηγό της αποστολής στο κράτος προς το οποίο γίνεται η διαπίστευση έτυχε της ευαρέστου αποδοχής του κράτους αυτού, το εν λόγω δε κράτος δεν υποχρεούται να εξηγήσει στο διαπιστεύον κράτος τους λόγους αρνήσεως της ευαρέστου αποδοχής.

    42

    Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βιέννης, μολονότι το διαπιστεύον κράτος, κατόπιν δέουσας κοινοποίησης προς τα ενδιαφερόμενα κράτη προς τα οποία γίνεται η διαπίστευση, μπορεί να διαπιστεύσει αρχηγό της αποστολής ή να τοποθετήσει μέλος του διπλωματικού προσωπικού, αναλόγως της περιπτώσεως, σε πλείονα κράτη, οποιοδήποτε από τα κράτη προς τα οποία γίνεται η διαπίστευση μπορεί να αντιταχθεί ρητώς σε αυτό.

    43

    Τέλος, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βιέννης προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι ο διορισμός των μελών της αποστολής, η άφιξη και οριστική αναχώρηση ή η λήξη των καθηκόντων τους στην αποστολή, καθώς και η άφιξη και οριστική αναχώρηση προσώπου ανήκοντος στην οικογένεια μέλους της αποστολής κοινοποιούνται στο αρμόδιο Υπουργείο του κράτους προς το οποίο γίνεται η διαπίστευση.

    44

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η χορήγηση από κράτος μέλος δελτίου ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου σε ορισμένο πρόσωπο εκφράζει την εκ μέρους του αποδοχή της διαμονής του εν λόγω προσώπου στο έδαφός του ως μέλους του διπλωματικού προσωπικού μιας αποστολής και αποδεικνύει ως εκ τούτου τον ρόλο που διαδραμάτισε το εν λόγω κράτος μέλος στην παρουσία του συγκεκριμένου προσώπου στο έδαφος των κρατών μελών.

    45

    Η ερμηνεία του όρου «τίτλος διαμονής» υπό την έννοια ότι καλύπτει δελτίο ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου το οποίο έχει εκδοθεί βάσει της Συμβάσεως της Βιέννης ανταποκρίνεται επίσης στη γενική οικονομία των κριτηρίων των άρθρων 12 έως 14 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το άρθρο 12 του κανονισμού εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα.

    46

    Όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ, στις αιτιολογικές του σκέψεις 4 και 5 υπογραμμίζεται η σπουδαιότητα μιας σαφούς και λειτουργικής μεθόδου για τον καθορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους, η οποία να θεμελιώνεται σε κριτήρια αντικειμενικά και δίκαια τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και να καθιστά δυνατό τον ταχύ προσδιορισμό του εν λόγω κράτους μέλους.

    47

    Εν προκειμένω, το γεγονός ότι, για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, λαμβάνεται υπόψη η έκδοση δελτίου ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου συμβάλλει στον σκοπό της ταχύτητας κατά την εξέταση μιας τέτοιας αιτήσεως.

    48

    Εξάλλου, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του, ο υπομνησθείς στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως σκοπός του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ θα αναιρούνταν, αν οι υπήκοοι τρίτων χωρών που απολαύουν προνομίων και ασυλιών δυνάμει της Συμβάσεως της Βιέννης είχαν τη δυνατότητα να επιλέγουν οι ίδιοι το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλουν αίτηση διεθνούς προστασίας.

    49

    Εν πάση περιπτώσει, ο χαρακτηρισμός του δελτίου ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου ως «τίτλου διαμονής», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, αφορά μόνον τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας και δεν ασκεί επιρροή στο δικαίωμα διαμονής των διπλωματικών υπαλλήλων. Επιπλέον, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός ουδόλως προδικάζει τη μεταγενέστερη απόφαση του εν λόγω κράτους μέλους σχετικά με τη χορήγηση διεθνούς προστασίας.

    50

    Τέλος, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 51 των προτάσεών του, δεν ασκεί επιρροή η εκ μέρους των εφεσιβλήτων της κύριας δίκης μνεία της εξαίρεσης των προσώπων των οποίων το νομικό καθεστώς διέπεται από τη Σύμβαση της Βιέννης από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44).

    51

    Πράγματι, αφενός, ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ δεν περιέχει τέτοια εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του, ούτε και κανόνες που εισάγουν παρέκκλιση όσον αφορά τα αποτελέσματα που πρέπει να έχει η έκδοση δελτίου ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας.

    52

    Αφετέρου, μολονότι η οδηγία 2003/109 δεν αφορά τα πρόσωπα που δεν προτίθενται να εγκατασταθούν επί μακρόν στο έδαφος των κρατών μελών, τούτο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να τους χορηγούν τίτλους διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

    53

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι δελτίο ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου το οποίο έχει εκδοθεί από κράτος μέλος βάσει της Συμβάσεως της Βιέννης αποτελεί «τίτλο διαμονής» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    54

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα,

     

    έχει την έννοια ότι:

     

    δελτίο ταυτότητας διπλωματικού υπαλλήλου το οποίο έχει εκδοθεί από κράτος μέλος βάσει της Συμβάσεως της Βιέννης περί των διπλωματικών σχέσεων, η οποία συνήφθη στη Βιέννη στις 18 Απριλίου 1961 και τέθηκε σε ισχύ στις 24 Απριλίου 1964, αποτελεί «τίτλο διαμονής» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top