Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0508

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 2023.
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Interessengemeinschaft der Grenzhändler (IGG) κατά Dansk Erhverv.
    Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Πώληση ποτών σε μεταλλικά κουτιά στους κατοίκους του Βασιλείου της Δανίας – Πώληση χωρίς είσπραξη εγγύησης υπό τον όρο της εξαγωγής των αγορασθέντων ποτών – Μη επιβολή προστίμου – Έννοια της “κρατικής ενίσχυσης” – Έννοια των “κρατικών πόρων” – Απόφαση με την οποία κρίνεται ότι δεν υφίσταται ενίσχυση – Προσφυγή ακυρώσεως.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-508/21 P και C-509/21 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:669

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 14ης Σεπτεμβρίου 2023 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Πώληση ποτών σε μεταλλικά κουτιά στους κατοίκους του Βασιλείου της Δανίας – Πώληση χωρίς είσπραξη εγγύησης υπό τον όρο της εξαγωγής των αγορασθέντων ποτών – Μη επιβολή προστίμου – Έννοια της “κρατικής ενίσχυσης” – Έννοια των “κρατικών πόρων” – Απόφαση με την οποία κρίνεται ότι δεν υφίσταται ενίσχυση – Προσφυγή ακυρώσεως»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑508/21 P και C‑509/21 P,

    με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 18 Αυγούστου 2021,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους T. Maxian Rusche και B. Strοmsky,

    αναιρεσείουσα (C‑508/21 P)

    καθής πρωτοδίκως (C‑509/21 P),

    Interessengemeinschaft der Grenzhändler (IGG), με έδρα το Flensburg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους M. Bauer και F. von Hammerstein, Rechtsanwälte,

    αναιρεσείουσα (C‑509/21 P)

    παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως (C‑508/21 P),

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

    Dansk Erhverv, με έδρα την Κοπεγχάγη (Δανία), εκπροσωπούμενη αρχικά από τους T. Mygind και H. Peytz, advokaten, στη συνέχεια από τον H. Peytz, advokat,

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως (C‑508/21 P και C‑509/21 P),

    Danmarks Naturfredningsforening, με έδρα την Κοπεγχάγη,

    Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,

    παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως (C‑508/21 P και C‑509/21 P),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Δ. Γρατσία, M. Ilešič, I. Jarukaitis και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

    γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2022,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2023,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Interessengemeinschaft der Grenzhändler (IGG), ένωση εκπροσωπούσα τα συμφέροντα των μεθοριακών εμπορικών καταστημάτων του βόρειου τμήματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ζητούν, η καθεμία με την αίτησή της αναιρέσεως, την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Ιουνίου 2021, Dansk Erhverv κατά Επιτροπής (T‑47/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:331), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση C(2018) 6315 final της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44865 (2016/FC) – Γερμανία – Εικαζόμενη ενίσχυση προς καταστήματα πώλησης ποτών τα οποία βρίσκονται πλησίον των γερμανικών συνόρων (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Η οδηγία 94/62/ΕΚ

    2

    Το άρθρο 7 της οδηγίας 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ 1994, L 365, σ. 10), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2015/720/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2015 (ΕΕ 2015, L 115, σ. 11) (στο εξής: οδηγία 94/62), το οποίο φέρει τον τίτλο «Συστήματα επιστροφής, συλλογής και ανάκτησης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι καθιερώνονται συστήματα προκειμένου να επιτυγχάνεται:

    α)

    η επιστροφή ή/και η συλλογή χρησιμοποιημένων συσκευασιών ή/και απορριμμάτων συσκευασίας από τον καταναλωτή ή άλλο τελικό χρήστη ή από το ρεύμα των απορριμμάτων, προκειμένου να διοχετεύονται προς τις πλέον ενδεδειγμένες εναλλακτικές λύσεις διαχείρισης απορριμμάτων·

    β)

    η επαναχρησιμοποίηση ή η ανάκτηση, συμπεριλαμβανομένης της ανακύκλωσης, των συλλεγομένων συσκευασιών ή/και απορριμμάτων συσκευασίας

    για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

    Τα συστήματα αυτά πρέπει να επιτρέπουν τη συμμετοχή των οικονομικών παραγόντων των συγκεκριμένων τομέων καθώς και των αρμόδιων δημόσιων αρχών. Τα συστήματα αυτά εφαρμόζονται επίσης για τα εισαγόμενα προϊόντα, υπό συνθήκες που δεν εισάγουν διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών που ισχύουν και των τυχόν τελών που επιβάλλονται για την πρόσβαση στα συστήματα, και σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται εμπόδια στο εμπόριο ή στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, σύμφωνα με τη Συνθήκη [ΛΕΕ].»

    Η οδηγία 2008/98/ΕΚ

    3

    Η οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ 2008, L 312, σ. 3), ορίζει στο άρθρο 3, σημείο 1, ως «απόβλητα»«κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει».

    Το γερμανικό δίκαιο

    4

    Η Verordnung über die Vermeidung und Verwertung von Verpackungsabfällen (Verpackungsverordnung) (κανονιστική απόφαση περί περιορισμού και αξιοποίησης των απορριμμάτων συσκευασιών), της 21ης Αυγούστου 1998 (BGBl. 1998 I, σ. 2379, στο εξής: VerpackV), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, μεταφέρει στη γερμανική έννομη τάξη την οδηγία 94/62.

    5

    Κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 1, η VerpackV εφαρμόζεται σε κάθε συσκευασία που τίθεται σε κυκλοφορία εντός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του Gesetz zur Förderung der Kreislaufwirtschaft und Sicherung der umweltverträglichen Bewirtschaftung von Abfällen (Kreislaufwirtschaftsgesetz – KrWG) (νόμου για την προώθηση της κυκλικής οικονομίας και τη διασφάλιση της περιβαλλοντικά ορθής διαχείρισης των αποβλήτων), της 24ης Φεβρουαρίου 2012 (BGBl. 2012 I, σ. 212, στο εξής: νόμος για την προώθηση της κυκλικής οικονομίας και τη διασφάλιση της περιβαλλοντικά ορθής διαχείρισης των αποβλήτων).

    6

    Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της VerpackV καθιερώνει σύστημα επιστροφής εγγύησης για ορισμένες συσκευασίες ποτών μίας χρήσεως (στο εξής: σύστημα επιστροφής εγγύησης). Το άρθρο αυτό προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    «Οι διανομείς οι οποίοι διαθέτουν στο εμπόριο ποτά σε συσκευασίες ποτών μίας χρήσεως χωρητικότητας 0,1 λίτρων έως 3 λίτρων υποχρεούνται να χρεώνουν στους πελάτες τους ποσό εγγυήσεως τουλάχιστον 0,25 ευρώ ανά συσκευασία, περιλαμβανομένου του φόρου προστιθεμένης αξίας [(ΦΠΑ)]. Το πρώτο εδάφιο ανωτέρω δεν εφαρμόζεται όσον αφορά συσκευασίες που πωλούνται στους τελικούς καταναλωτές εκτός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της VerpackV. Το ποσό αυτό πρέπει να χρεώνεται από όλες τις επιχειρήσεις διανομής, σε όλα τα στάδια εμπορίας μέχρι τη διάθεση της συσκευασίας στον τελικό καταναλωτή. […] [Το ποσό της εγγυήσεως] αποδίδεται με την επιστροφή της συσκευασίας. Δεν μπορεί να αποδοθεί σε περίπτωση μη επιστροφής της συσκευασίας […]».

    7

    Από το άρθρο 15, παράγραφος 1, σημείο 14, της VerpackV προκύπτει ότι η μη είσπραξη του ποσού της εγγύησης, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 1, της VerpackV, συνιστά διοικητική παράβαση (Ordnungswidrigkeit).

    8

    Το άρθρο 69, παράγραφος 3, του νόμου για την προώθηση της κυκλικής οικονομίας και τη διασφάλιση της περιβαλλοντικά ορθής διαχείρισης των αποβλήτων προβλέπει ότι για το συγκεκριμένο είδος παράβασης μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο μέχρι 100000 ευρώ.

    9

    Το σύστημα επιστροφής εγγύησης άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003.

    Το ιστορικό της διαφοράς

    10

    Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 27 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

    11

    Στις 14 Μαρτίου 2016, η Dansk Erhverv, επαγγελματική ένωση εκπροσωπούσα τα συμφέροντα δανικών επιχειρήσεων, υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά με παράβαση των προβλεπόμενων στα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων.

    12

    Στο πλαίσιο της καταγγελίας αυτής, η Dansk Erhverv υποστήριξε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας χορήγησε σε όμιλο επιχειρήσεων λιανικής πώλησης της Βόρειας Γερμανίας (στο εξής: μεθοριακά εμπορικά καταστήματα) ο οποίος απευθύνεται αποκλειστικά στους καταναλωτές που κατοικούν σε όμορες χώρες, ιδίως στη Δανία, παράνομη ενίσχυση, μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, η οποία συνίσταται σε απαλλαγή από την προβλεπόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της VerpackV γενική υποχρέωση είσπραξης της εγγύησης για τις συσκευασίες ποτών μίας χρήσεως.

    13

    Ειδικότερα, η Dansk Erhverv προέβαλε ότι τα ως άνω μεθοριακά εμπορικά καταστήματα πωλούσαν στους Δανούς και Σουηδούς καταναλωτές ποτά συσκευασμένα σε συσκευασίες μίας χρήσεως χωρίς να εισπράττουν το ποσό της εγγύησης, ήτοι 0,25 ευρώ συμπεριλαμβανομένων όλων των φόρων για κάθε κουτί, με τη συναίνεση των αρχών των δύο οικείων ομόσπονδων κρατών, δηλαδή του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν και του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας (Γερμανία). Συγκεκριμένα, οι εν λόγω αρχές δεν επιβάλλουν πρόστιμα στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα όταν αυτά δεν εισπράττουν το ποσό της εγγύησης. Η Dansk Erhverv επισήμανε επίσης ότι η απαλλαγή από την υποχρέωση είσπραξης της εγγύησης συνεπάγεται απαλλαγή από τον ΦΠΑ για το ποσό της εν λόγω εγγύησης.

    14

    Δεδομένου ότι οι τιμές της μπίρας και άλλων ποτών είναι υψηλότερες σε όμορες χώρες, όπως η Δανία, απ’ ό,τι στη Γερμανία, λόγω, μεταξύ άλλων, διαφορών ως προς τις τιμές χονδρικής, τον ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, αναπτύχθηκε εξειδικευμένο μεθοριακό εμπόριο, στο πλαίσιο του οποίου έμποροι λιανικής πώλησης που είναι εγκατεστημένοι στα δύο οικεία ομόσπονδα κράτη απευθύνονται στους μεθοριακούς πελάτες, ιδίως τους Δανούς. Η μπίρα, τα μεταλλικά νερά και τα αναψυκτικά πωλούνται στα εν λόγω σημεία πώλησης αποκλειστικά σε μεγάλες συσκευασίες, συγκεκριμένα σε «κιβώτια», ιδίως σε κιβώτια 24 μεταλλικών κουτιών που συσκευάζονται με πλαστική μεμβράνη. Είκοσι περίπου επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν εξήντα περίπου καταστήματα ασκούν τέτοιο μεθοριακό εμπόριο. Οι μεθοριακές αυτές επιχειρήσεις απασχολούν περίπου 3000 άτομα και ίδρυσαν την IGG, ένωση εκπροσωπούσα τα συμφέροντά τους, η οποία άσκησε την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑509/21 P.

    15

    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν αμφισβητείται ότι, κατόπιν της διάταξης του Schleswig-Holsteinisches Verwaltungsgericht (διοικητικού πρωτοδικείου του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, Γερμανία), της 7ης Ιουλίου 2003 (12 B 30/03), η οποία επικυρώθηκε με διάταξη του Schleswig-Holsteinisches Oberverwaltungsgericht (διοικητικού εφετείου του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, Γερμανία), της 23ης Ιουλίου 2003 (4 MB 58/03, 12 B 30/03) (στο εξής: διατάξεις των γερμανικών δικαστηρίων του 2003), οι αρχές εκτέλεσης των δύο οικείων ομόσπονδων κρατών (στο εξής: αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές) αποφάσισαν να μη λάβουν νέα αναγκαστικά μέτρα διοικητικής φύσεως κατά των μεθοριακών εμπορικών καταστημάτων τα οποία δεν εισέπρατταν την εγγύηση.

    16

    Οι αρχές αυτές έκριναν ότι η υποχρέωση είσπραξης της εγγύησης δεν εφαρμοζόταν στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα εφόσον τα ποτά πωλούνταν αποκλειστικά σε πελάτες που κατοικούν, μεταξύ άλλων, στη Δανία και οι πελάτες δεσμεύονταν εγγράφως, υπογράφοντας «δήλωση εξαγωγής», να καταναλώσουν τα ποτά και να απορρίψουν από τις συσκευασίες τους εκτός του γερμανικού εδάφους.

    17

    Στις 4 Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση κατά το πέρας της προκαταρκτικής διαδικασίας εξέτασης των ενισχύσεων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Στην απόφαση αυτή, το θεσμικό όργανο περιορίστηκε στην εξέταση της διαλαμβανόμενης στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προϋπόθεσης σχετικά με τους κρατικούς πόρους. Συναφώς, εξέτασε διαδοχικώς τα τρία μέτρα που ενδεχομένως συνιστούν πλεονέκτημα χρηματοδοτούμενο με κρατικούς πόρους (στο εξής: επίμαχα μέτρα), δηλαδή τη μη είσπραξη της εγγύησης αυτής καθεαυτήν, τη μη είσπραξη του ΦΠΑ επί του ποσού της εγγύησης και τη μη επιβολή προστίμου στις επιχειρήσεις που δεν εισπράττουν την εγγύηση.

    18

    Όσον αφορά, πρώτον, τη μη είσπραξη της εγγύησης, η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 32 και 33 της επίδικης απόφασης, ότι το μέτρο αυτό δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, δεδομένου ότι το σύστημα επιστροφής εγγύησης δεν χρηματοδοτήθηκε με κρατικούς πόρους.

    19

    Δεύτερον, επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 41 και 42 της επίδικης απόφασης, ότι η μη είσπραξη του αναλογούντος στο ποσό της εγγύησης ΦΠΑ ήταν η φυσιολογική συνέπεια της εφαρμογής των γενικών κανόνων περί ΦΠΑ και συνήγαγε εξ αυτού ότι η μη είσπραξη του ΦΠΑ δεν απέβλεπε, λόγω του σκοπού και της οικονομίας της, στη δημιουργία πλεονεκτήματος το οποίο θα συνιστούσε πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο και ότι ούτε το μέτρο αυτό αποτελούσε, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση.

    20

    Όσον αφορά, τρίτον, τη μη επιβολή προστίμου στις επιχειρήσεις που δεν εφάρμοζαν το σύστημα επιστροφής εγγύησης, η Επιτροπή υπενθύμισε στις αιτιολογικές σκέψεις 45 και 47 της επίδικης απόφασης ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής προστίμου μπορούσε, κατ’ αρχήν, να συνιστά πλεονέκτημα χορηγούμενο μέσω κρατικών πόρων. Διευκρίνισε ωστόσο ότι, όταν πρόκειται να κριθεί αν πληρούται η σχετική με τους κρατικούς πόρους προϋπόθεση, πρέπει, κατ’ αρχήν, να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι εθνικές αρχές είχαν προβλέψει τη δυνατότητα να μην καταβληθεί πρόστιμο το οποίο κανονικά οφειλόταν και των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι εθνικές αρχές δεν επέβαλαν κύρωση διότι είχαν ρητώς επιτρέψει ορισμένη συμπεριφορά.

    21

    Η Επιτροπή προσέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 48 και 49 της επίδικης απόφασης, ότι, όταν οι εθνικές αρχές αντιμετωπίζουν σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες ως προς το πεδίο εφαρμογής και την ερμηνεία εθνικού κανόνα ο οποίος θεσπίζει υποχρέωση, η μη επιβολή προστίμου δεν είναι κατ’ ανάγκην το αποτέλεσμα απόφασης των εν λόγω αρχών να μην εισπράξουν τα πρόστιμα που είναι απαιτητά, αλλά οφείλεται σε ερμηνευτικές δυσχέρειες που είναι εγγενείς σε κάθε νομικό σύστημα. Συνεπώς, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε επίσης να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες οι αρχές αντιμετώπιζαν δυσχέρειες ερμηνείας του εφαρμοστέου κανόνα, στο πλαίσιο της συνήθους άσκησης των προνομιών δημόσιας εξουσίας που διαθέτουν, και των περιπτώσεων στις οποίες αποφάσιζαν να μην εισπράξουν τα πρόστιμα που ήταν ωστόσο απαιτητά ή παρείχαν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να μην τα καταβάλουν.

    22

    Η Επιτροπή εν συνεχεία επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 50 της επίδικης απόφασης, ότι οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές θεωρούσαν ότι αυτοδικαίως τα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα δεν ήταν υποχρεωμένα να εισπράξουν την εγγύηση, οπότε η μη είσπραξή της δεν συνιστούσε, κατά την εκτίμησή τους, παράβαση και η μη επιβολή προστίμου αποτελούσε απλώς συνέπεια της μη διάπραξης παράβασης.

    23

    Η Επιτροπή κατέληξε εντούτοις στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 69 της επίδικης απόφασης, ότι οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές αντιμετώπιζαν, στο πλαίσιο της συνήθους άσκησης των προνομιών δημόσιας εξουσίας που διαθέτουν, σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες ως προς το πεδίο εφαρμογής και την ερμηνεία της υποχρέωσης είσπραξης της εγγύησης και ότι, κατά συνέπεια, η μη επιβολή προστίμου δεν συνιστούσε πλεονέκτημα χορηγούμενο μέσω κρατικών πόρων.

    24

    Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε στην αιτιολογική σκέψη 51 της επίδικης απόφασης ότι, βεβαίως, λαμβανομένου υπόψη του γράμματός του, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της VerpackV, καθόσον εφαρμόζεται στο «γερμανικό έδαφος» και στη «θέση σε κυκλοφορία του ποτού», φαίνεται ότι πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα την υποχρέωση είσπραξης της εγγύησης.

    25

    Εκτίμησε ωστόσο, στις αιτιολογικές σκέψεις 52 και 53 της επίδικης απόφασης, ότι η μη επιβολή τέτοιας υποχρέωσης στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα, εφόσον πωλούσαν ποτά σε μεταλλικά κουτιά αποκλειστικά σε καταναλωτές «κατοίκους αλλοδαπής» οι οποίοι δεσμεύονταν να καταναλώσουν τα ποτά αυτά εκτός του γερμανικού εδάφους, μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με τον επιδιωκόμενο από τη VerpackV σκοπό, που συνίστατο στην ενθάρρυνση της επιστροφής των συσκευασιών ποτών μίας χρήσεως στη Γερμανία.

    26

    Η Επιτροπή διευκρίνισε συναφώς ότι, σύμφωνα με την ερμηνεία των αρμόδιων γερμανικών περιφερειακών αρχών, ο σκοπός αυτός δεν απαιτούσε την εφαρμογή του συστήματος επιστροφής εγγύησης για τα συσκευασμένα σε μεταλλικά κουτιά ποτά τα οποία καταναλώνονταν στην αλλοδαπή και των οποίων οι συσκευασίες δεν επιστρέφονταν στη Γερμανία. Προσέθεσε ότι, πάντοτε σύμφωνα με την ερμηνεία των εν λόγω αρχών, τα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με τους εξαγωγείς ποτών σε μεταλλικά κουτιά, οι οποίοι πωλούσαν προϊόντα τα οποία δεν προορίζονταν να καταναλωθούν στη Γερμανία και των οποίων οι συσκευασίες προορίζονταν για διάθεση σε μακρινή απόσταση σε σχέση με τις εντεταγμένες στο γερμανικό σύστημα εγκαταστάσεις ανακύκλωσης. Η VerpackV όμως δεν επέβαλλε στους εν λόγω εξαγωγείς την υποχρέωση να εισπράττουν την εγγύηση.

    27

    Η Επιτροπή υπογράμμισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 60 της επίδικης απόφασης, ότι η θέση των αρμόδιων γερμανικών περιφερειακών αρχών τεκμηριωνόταν, αφενός, με έκθεση καταρτισθείσα το 2005, κατόπιν αιτήματος των μεθοριακών εμπορικών καταστημάτων, από καθηγητή νομικής και, αφετέρου, αναιρούνταν από άλλη έκθεση, συνταχθείσα επίσης κατά το ίδιο έτος, κατόπιν αιτήματος της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης.

    28

    Στην αιτιολογική σκέψη 61 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή προσέθεσε ότι οι διατάξεις των γερμανικών δικαστηρίων του 2003, όπως μνημονεύονται στη σκέψη 15 της παρούσας απόφασης, τείνουν υπέρ της ερμηνείας που υιοθέτησαν οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές.

    29

    Η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 67 της επίδικης απόφασης, ότι, δεδομένου ότι η οδηγία 94/62 δεν ρυθμίζει την εν λόγω εξαίρεση περί «εξαγωγής» από τον καταναλωτή, τα κράτη μέλη ήταν ελεύθερα να αποφασίσουν αν θα εισπράττεται ή δεν θα εισπράττεται εγγύηση, υπό την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.

    30

    Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι μπορούσε να γίνει δεκτό ότι, όταν ένας καταναλωτής αγοράσει ποτό στη Γερμανία για να το χρησιμοποιήσει σε άλλο κράτος μέλος, η συσκευασία του ποτού αυτού δεν θα επιστραφεί στη Γερμανία, αλλά θα καταλήξει στο σύστημα διαχείρισης των αποβλήτων του άλλου κράτους μέλους, επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 65 της επίδικης απόφασης, ότι ήταν εύλογο να μην απαιτείται η είσπραξη της εγγύησης εφόσον ο καταναλωτής υπέγραφε δήλωση εξαγωγής. Το εν λόγω θεσμικό όργανο τόνισε, στην αιτιολογική σκέψη 68 της επίδικης απόφασης, ότι η ερμηνεία που υιοθέτησαν οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές αποτελούσε εύλογο συμβιβασμό μεταξύ του σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος που επιδιώκει η οδηγία 94/62 και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

    31

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στις αιτιολογικές σκέψεις 69 έως 71 της επίδικης απόφασης, ότι, δεδομένου ότι οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές αντιμετώπιζαν επομένως, στο πλαίσιο της συνήθους άσκησης των προνομιών δημόσιας εξουσίας που διαθέτουν, σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες ως προς το πεδίο εφαρμογής και την ερμηνεία της υποχρέωσης είσπραξης της εγγύησης, η μη επιβολή προστίμου, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι θα έπρεπε να έχει επιβληθεί πρόστιμο στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα δυνάμει της VerpackV, δεν συνιστούσε πλεονέκτημα χορηγούμενο μέσω κρατικών πόρων και, συνεπώς, το μέτρο αυτό δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κρατική ενίσχυση».

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    32

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιανουαρίου 2019, η Dansk Erhverv άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

    33

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η Dansk Erhverv προέβαλε έναν και μοναδικό λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο υποστήριξε ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρά τις σοβαρές δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εξέταση των επίμαχων μέτρων, παραβίασε τα διαδικαστικά δικαιώματα που διέθετε η Dansk Erhverv, δυνάμει της ίδιας διάταξης, ως ενδιαφερόμενο μέρος. Ο μοναδικός αυτός λόγος ακυρώσεως διαιρούνταν σε τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η Dansk Erhverv υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε επαρκώς το ζήτημα αν η απαλλαγή από την υποχρέωση είσπραξης εγγύησης ήταν συμβατή με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, την οδηγία 94/62, την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» καθώς και ορισμένες διατάξεις του γερμανικού δικαίου. Με το δεύτερο σκέλος, προέβαλε ανεπαρκή εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής της μη είσπραξης εσόδων από ΦΠΑ, καθόσον το μέτρο αυτό χορηγήθηκε με κρατικούς πόρους. Τέλος, με το τρίτο σκέλος, η Dansk Erhverv προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε επαρκώς το μέτρο που συνίστατο στη μη επιβολή προστίμου, καθόσον το μέτρο αυτό χορηγήθηκε επίσης με κρατικούς πόρους.

    34

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση.

    35

    Στις σκέψεις 57 έως 75 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αλυσιτελές το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, διαπιστώνοντας ότι το γεγονός ότι ένα εθνικό μέτρο αντιβαίνει σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πέραν των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις και, κατά μείζονα λόγο, σε διατάξεις του δικαίου κράτους μέλους δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς, αυτό καθεαυτό, προκειμένου να αποδειχθεί ότι το ως άνω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση.

    36

    Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως κρίνοντας, ιδίως στις σκέψεις 96 και 97 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα, παραπέμποντας στη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, Sloman Neptun (C‑72/91 και C‑73/91, EU:C:1993:97), ότι δεν πληρούνταν η προϋπόθεση σχετικά με τους κρατικούς πόρους όσον αφορά τη μη είσπραξη του ΦΠΑ επί του ποσού της εγγύησης, δεδομένου ότι η εν λόγω μη είσπραξη δεν ήταν παρά έμμεση συνέπεια του μηχανισμού απαλλαγής από την υποχρέωση είσπραξης εγγύησης, συμφυής με τη μη είσπραξη του ποσού της εγγύησης, και δεν αποδείκνυε ότι το επίμαχο μέτρο αποσκοπούσε, συναφώς, στη χορήγηση πλεονεκτήματος σε ορισμένες επιχειρήσεις μέσω κρατικών πόρων.

    37

    Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως με την αιτιολογία ότι η επίδικη απόφαση ενείχε σφάλματα και ότι από άλλες ενδείξεις μπορούσε να συναχθεί ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες κατά την εξέταση του επίμαχου μέτρου το οποίο συνίστατο στη μη επιβολή προστίμου στις επιχειρήσεις που δεν εισπράττουν την εγγύηση.

    38

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς, στη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στη συλλογιστική της όταν εκτίμησε ότι, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν κρατικοί πόροι σε σχέση με μέτρο συνιστάμενο στη μη επιβολή προστίμου εκ μέρους δημόσιας αρχής, έπρεπε, σε περίπτωση όπως αυτή της υπό κρίση υπόθεσης, να εφαρμόσει ένα νέο κριτήριο, που αφορά την ύπαρξη δυσχερειών ως προς την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα τις οποίες αντιμετωπίζουν οι εθνικές αρχές κατά την άσκηση των προνομιών δημόσιας εξουσίας που διαθέτουν.

    39

    Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο εν συνεχεία έκρινε, ιδίως στις σκέψεις 157 και 163 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως, εν προκειμένω, το κριτήριο που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη. Συναφώς, έκρινε, αφενός, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προϋπόθεση σχετικά με τους κρατικούς πόρους δεν πληρούνταν, χωρίς να εξετάσει αν οι ερμηνευτικές δυσχέρειες στις οποίες στηριζόταν ήταν προσωρινές και αναπόσπαστα συνυφασμένες με τη βαθμιαία αποσαφήνιση των κανόνων. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι μπορούσε να εφαρμόσει εν προκειμένω το κριτήριο που αφορά την ύπαρξη δυσχερειών ως προς την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα ενώ οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές δεν στηρίχθηκαν στην ύπαρξη τέτοιων δυσχερειών για να δικαιολογήσουν την πρακτική τους να μην επιβάλλουν πρόστιμα στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα όταν αυτά δεν εισπράττουν την εγγύηση.

    40

    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης, στις σκέψεις 169 έως 235 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι υπήρχε σύνολο ενδείξεων από τις οποίες προέκυπτε ότι υφίσταντο σοβαρές δυσχέρειες, δυνάμενες να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της VerpackV που δέχονταν οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές. Συναφώς, διευκρίνισε, στη σκέψη 203 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι από τις ενδείξεις αυτές μπορούσε, τουλάχιστον, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση της κατάστασης επί της οποίας κλήθηκε να αποφανθεί δεν ήταν πλήρης, γεγονός το οποίο, αυτό καθεαυτό, συνιστούσε ένδειξη από την οποία προέκυπτε η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών.

    Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    Υπόθεση C‑508/21 P

    41

    Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης·

    να αποφανθεί επί της υπόθεσης T‑47/19, Dansk Erhverv κατά Επιτροπής, ακυρώνοντας το τμήμα 3.3 της επίδικης απόφασης·

    να καταδικάσει την Dansk Erhverv στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και

    να καταδικάσει κάθε διάδικο, καθώς και κάθε παρεμβαίνοντα, στα δικαστικά έξοδά τους που αφορούν την πρωτόδικη διαδικασία.

    42

    Η Dansk Erhverv ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως αντικαθιστώντας ορισμένα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ή, εν πάση περιπτώσει, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Dansk Erhverv στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας και στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας και

    επικουρικώς, εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Dansk Erhverv στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

    43

    Η IGG ζητεί από το Δικαστήριο:

    να δεχθεί το αίτημα περί αναιρέσεως του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης·

    να δεχθεί το αίτημα περί καταδίκης της Dansk Erhverv στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

    Υπόθεση C‑509/21 P

    44

    Με την αίτησή της αναιρέσεως, η IGG ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να απορρίψει την προσφυγή και

    να καταδικάσει την Dansk Erhverv στα δικαστικά έξοδα.

    45

    Η Dansk Erhverv ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως αντικαθιστώντας ορισμένα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης·

    εν πάση περιπτώσει, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει την IGG στα δικαστικά έξοδα.

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    46

    Στις 24 Αυγούστου 2021, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κάλεσε τους διαδίκους να λάβουν θέση επί της ενδεχόμενης συνεκδίκασης των υποθέσεων C‑508/21 P και C‑509/21 P προς διευκόλυνση της συνέχισης της διαδικασίας.

    47

    Με έγγραφα της 25ης και της 27ης Αυγούστου 2021, η Επιτροπή ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι δεν είχε καμία αντίρρηση για τη συνεκδίκαση των υποθέσεων. Με έγγραφα της 27ης Αυγούστου 2021, η Dansk Erhverv ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι δεν ήταν σκόπιμη η συνεκδίκαση των υποθέσεων σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας.

    48

    Με απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2021, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε ότι δεν συνέτρεχε λόγος συνεκδίκασης των υποθέσεων σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας.

    49

    Με απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2022, το Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑508/21 P και C‑509/21 P προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας.

    Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

    50

    Λόγω της συνάφειάς τους, οι υπό κρίση υποθέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν προς έκδοση κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑509/21 P

    51

    Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑509/21 P, η οποία πρέπει να εξεταστεί πρώτη, η IGG προβάλλει έξι λόγους αναιρέσεως.

    52

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας εσφαλμένως το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον δεν ερμήνευσε ορθώς την έννοια της «αρκούντως άμεσης σχέσης» μεταξύ ενός πλεονεκτήματος και του κρατικού προϋπολογισμού κατά την εκτίμηση του κριτηρίου των «κρατικών πόρων». Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας εσφαλμένως τη διάταξη αυτή, καθόσον δεν εφάρμοσε ορθό κανόνα όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση του κριτηρίου των «κρατικών πόρων» σε περίπτωση δυσχερειών ως προς την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας, όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση του κριτηρίου των «κρατικών πόρων», κανόνα που βαίνει πέραν του νέου κριτηρίου, το οποίο αφορά την ύπαρξη δυσχερειών ως προς την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος υποδιαιρείται σε επτά σκέλη, προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η εξέταση που πραγματοποίησε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση ενείχε πλείονα σφάλματα και ότι υπήρχαν και άλλες ενδείξεις ικανές να στηρίξουν το συμπέρασμα ότι υφίσταντο «σοβαρές δυσχέρειες» όσον αφορά την κρίση επί του ζητήματος αν είχαν χρησιμοποιηθεί κρατικοί πόροι. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απέρριψε τα πρόσθετα επιχειρήματα που προέβαλε η IGG προς στήριξη του συμπεράσματος ότι η Επιτροπή δεν αντιμετώπιζε «σοβαρές δυσχέρειες». Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον ακύρωσε το σύνολο της επίδικης απόφασης, συμπεριλαμβανομένου του μέρους που αφορά τη μη είσπραξη του ΦΠΑ επί του ποσού της εγγύησης.

    53

    Πρέπει να εξεταστούν αρχικά ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    54

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η IGG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, ιδίως στις σκέψεις 140 έως 146 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον δεν ερμήνευσε ορθώς την έννοια της «αρκούντως άμεσης σχέσης» μεταξύ ενός πλεονεκτήματος και του κρατικού προϋπολογισμού κατά την εκτίμηση του κριτηρίου των κρατικών πόρων. Αρκούντως άμεση σχέση μεταξύ της μη επιβολής προστίμου και του κρατικού προϋπολογισμού θα μπορούσε να υφίσταται μόνον εάν η επιβολή προστίμου ήταν νομικώς δυνατή.

    55

    Όπως όμως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές αποφάσισαν, κατόπιν των διατάξεων των γερμανικών δικαστηρίων του 2003, να μη λάβουν αναγκαστικά μέτρα διοικητικής φύσεως κατά των μεθοριακών εμπορικών καταστημάτων τα οποία δεν εισέπρατταν την εγγύηση, εφόσον οι αγοραστές υπέγραφαν δήλωση εξαγωγής. Επομένως, από τα ίδια τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η επιβολή προστίμων είναι νομικώς αδύνατη και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί, λογικά, να υφίσταται αρκούντως άμεση σχέση μεταξύ ενός πλεονεκτήματος και του κρατικού προϋπολογισμού.

    56

    Συναφώς, η IGG διευκρινίζει ότι, όπως αναγνώρισε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 140 έως 142 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν σε πρόσωπα μόνον εάν αυτά, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παρέβησαν σαφώς καθορισμένη υποχρέωση. Στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αναφέρεται στην αρχή του «ευλόγως προβλέψιμου» αποτελέσματος μιας νομολογιακής ερμηνείας, αρκεί, κατά την IGG, να επισημανθεί ότι, αφενός, τούτο ισχύει κυρίως βάσει της ερμηνείας που δίδει στη διάταξη η σχετική νομολογία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και ότι, αφετέρου, η υφιστάμενη εν προκειμένω νομολογία υποστήριζε τη νομική θέση των δύο οικείων ομόσπονδων κρατών.

    57

    Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η IGG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, ιδίως στις σκέψεις 140 έως 158 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον επέβαλε πρόσθετο κριτήριο, ήτοι την ανάγκη βαθμιαίας αποσαφήνισης των κανόνων.

    58

    Αφενός, το πρόσθετο αυτό κριτήριο δεν δικαιολογείται, δεδομένου ότι η αναφορά του Γενικού Δικαστηρίου στην αρχή της ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές στερείται νοήματος, καθώς η αρχή αυτή αποσκοπεί μόνο στην προστασία των προσώπων από τις κυρώσεις που επιβάλλει το κράτος, ενώ, εν προκειμένω, εφαρμόζεται για να δικαιολογήσει εν τέλει μια απόφαση βλαπτική για τους φερόμενους ως δικαιούχους. Αντιθέτως, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δικαιολογεί το αντίθετο συμπέρασμα, κατά το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκαν κρατικοί πόροι, όπως καταδείχθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, δεδομένου ότι η επιβολή προστίμων είναι αδύνατη.

    59

    Αφετέρου, κατά την IGG, η διοικητική πρακτική που συνίσταται στο να μην επιβάλλεται στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα η υποχρέωση είσπραξης εγγύησης όταν οι αγοραστές υπογράφουν τη δήλωση εξαγωγής προσεγγίζει, τουλάχιστον, σε μεγάλο βαθμό την περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ρητή άδεια, όπως συνέβαινε στην υπόθεση Eventech (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech,C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 16).

    60

    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή κατέδειξε, στην επίδικη απόφαση, ότι σκοπός της διοικητικής πρακτικής δεν ήταν η απαλλαγή των μεθοριακών εμπορικών καταστημάτων από τα πρόστιμα, αλλά ότι οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές έκριναν ότι τα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα δεν υποχρεούνται να εισπράττουν εγγύηση. Το Γενικό Δικαστήριο συμφώνησε με την ερμηνεία αυτή στη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τη μη είσπραξη του ΦΠΑ. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, δεν εξήγησε γιατί η ίδια λογική δεν ίσχυε και για τη μη επιβολή προστίμων, πράγμα που αρκεί, από μόνο του, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν κρατικοί πόροι καθώς δεν υπήρχε «αρκούντως άμεση σχέση».

    61

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η IGG προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 166 έως 203 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον επέβαλε την απαίτηση πλήρους ανάλυσης του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου από την Επιτροπή. Συναφώς, η IGG υποστηρίζει ότι η απαίτηση αυτή, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ισοδυναμεί με την υιοθέτηση εσφαλμένης ερμηνείας της έννοιας της «αρκούντως άμεσης σχέσης».

    62

    Η Dansk Erhverv φρονεί ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, αφενός, καθόσον η IGG επιχειρεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης, κατά παράβαση του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ισχυριζόμενη ότι το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε με τη δική του αιτιολογία την αιτιολογία του οργάνου που εξέδωσε την επίδικη απόφαση. Αφετέρου, ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος καθόσον η IGG προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εκτίμησε το περιεχόμενο της επίμαχης γερμανικής νομοθεσίας σε βαθμό που δεν ενέπιπτε στην αρμοδιότητά του, χωρίς να προβάλλει ούτε να αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το εφαρμοστέο γερμανικό δίκαιο. Επιπλέον, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής ή αβάσιμος, καθόσον «αρκούντως άμεση σχέση» υφίσταται και όταν το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στον δικαιούχο συνεπάγεται «επαρκώς συγκεκριμένο οικονομικό κίνδυνο επιβάρυνσης» του κρατικού προϋπολογισμού (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ.,C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175, σκέψη 109).

    63

    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Dansk Erhverv αντιτείνει, αφενός, ότι χωρίς το πρόσθετο κριτήριο που επιβάλλεται με τη σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ήτοι την ανάγκη βαθμιαίας αποσαφήνισης των κανόνων, οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές μπορούν να επικαλούνται ερμηνευτικές δυσχέρειες προκειμένου να συνεχίσουν να επιφυλάσσουν επ’ αόριστον, κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, ευνοϊκότερη μεταχείριση σε ορισμένες επιχειρήσεις.

    64

    Αφετέρου, η Dansk Erhverv υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της IGG κατά το οποίο ο προβαλλόμενος σκοπός του μέτρου ενίσχυσης έπρεπε να είναι καθοριστικός για την εκτίμηση της μη επιβολής προστίμων είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι δεν διαλαμβάνεται στην επίδικη απόφαση και έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή του αντικειμένου της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης, κατά παράβαση του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Επιπλέον, το επιχείρημα αυτό ερμηνεύει εσφαλμένως την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑279/08 P, EU:C:2011:551), από την οποία προκύπτει ότι το Δικαστήριο έκρινε ως καθοριστικό όχι τον σκοπό του σχετικού μέτρου ενίσχυσης, αλλά το αποτέλεσμα του μέτρου αυτού.

    65

    Όσον αφορά τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Dansk Erhverv επισημαίνει ότι η ερμηνεία και ο προσδιορισμός του περιεχομένου του εθνικού δικαίου αποτελούν μέρος της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, με την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Portovesme κατά Επιτροπής (C‑606/14 P, EU:C:2017:75, σκέψεις 62 και 63), το Δικαστήριο έκρινε ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του εθνικού δικαίου ενέπιπτε στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ότι το Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να ελέγξει μόνον αν είχαν παραμορφωθεί τα αποδεικτικά στοιχεία.

    66

    Επιπλέον, η Dansk Erhverv ζητεί την αντικατάσταση του σκεπτικού όσον αφορά τις σκέψεις 135 έως 138 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, η Dansk Erhverv υποστηρίζει ότι ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η IGG είναι αλυσιτελείς, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στις ως άνω σκέψεις καθόσον απέρριψε το πρώτο μέρος του τρίτου σκέλους του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, δεχόμενο ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να εισαγάγει νέο κριτήριο, σχετικό με την ύπαρξη δυσχερειών ως προς την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα. Η Dansk Erhverv διευκρινίζει ότι η μη επιβολή προστίμων ήταν συγκρίσιμη με τις καταστάσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1998, Ecotrade (C‑200/97, EU:C:1998:579, σκέψεις 42 και 43), της 17ης Ιουνίου 1999, Piaggio (C‑295/97, EU:C:1999:313, σκέψεις 41 έως 43), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑279/08 P, EU:C:2011:551).

    67

    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 149 έως 155 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η νομική κατάσταση ήταν αρκούντως σαφής καθόσον εγγύηση έπρεπε να εισπράττουν και τα μεθοριακά καταστήματα και, επομένως, η μη επιβολή προστίμων συνιστούσε πρακτική contra legem. Επιπλέον, η Dansk Erhverv υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, για να αποκλείσει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, έπρεπε να αποδείξει ότι η πρακτική της δήλωσης εξαγωγής ήταν νόμιμη κατά το γερμανικό δίκαιο, πράγμα το οποίο η Επιτροπή δεν επιχείρησε καν να αποδείξει στην επίδικη απόφαση.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    68

    Για την εκτίμηση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑509/21 P, πρέπει να υπομνησθεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις υποχρεώσεις που υπέχει η Επιτροπή στο πλαίσιο της κατ’ άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης, δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση που αποτελεί αντικείμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης εκδόθηκε κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής και, ως εκ τούτου, χωρίς να κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    69

    Η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθίσταται απαραίτητη εφόσον η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να κρίνει αν μια ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να αρκεστεί στο κατ’ άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης προκειμένου να λάβει ευνοϊκή απόφαση για μια ενίσχυση μόνον αν είναι σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση, μετά από μια πρώτη εξέταση, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Αντιθέτως, αν, από την πρώτη αυτή εξέταση, η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη γνώμη ή δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τούτο τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Irish Wind Farmers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑578/21 P, EU:C:2022:898, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    70

    Δεδομένου ότι η έννοια των «σοβαρών δυσχερειών» έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, η απόδειξη της ύπαρξης τέτοιων δυσχερειών, η οποία πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις περιστάσεις της έκδοσης της απόφασης κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης όσο και στο περιεχόμενό της, πρέπει να προσκομιστεί από τον αιτούντα την ακύρωση της απόφασης αυτής, βάσει δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Irish Wind Farmers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑578/21 P, EU:C:2022:898, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    71

    Ως εκ τούτου, εναπόκειται στον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν επιλαμβάνεται αιτήματος ακυρώσεως τέτοιας απόφασης, να κρίνει αν η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων τα οποία διέθετε η Επιτροπή, κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης του επίμαχου εθνικού μέτρου, θα έπρεπε αντικειμενικά να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του μέτρου αυτού ως ενίσχυσης, δεδομένου ότι τέτοιες αμφιβολίες πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Irish Wind Farmers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑578/21 P, EU:C:2022:898, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    72

    Όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση απόφασης περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων, αμφισβητεί κυρίως το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής για την επίμαχη ενίσχυση εκδόθηκε χωρίς το εν λόγω θεσμικό όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα ακυρώσεως, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει οποιονδήποτε λόγο δυνάμενο να αποδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά. Πάντως, η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια ούτε τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής ούτε την τροποποίηση των προϋποθέσεων του παραδεκτού της. Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη συμβατότητα του μέτρου συνιστά ακριβώς το αποδεικτικό στοιχείο που πρέπει να προσκομιστεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής,C‑647/19 P, EU:C:2021:666, σκέψη 115, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής,C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    73

    Εν προκειμένω, η επιχειρηματολογία της IGG, όπως συνοψίζεται στις σκέψεις 54 έως 61 της παρούσας απόφασης, θέτει το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση του κριτηρίου των «κρατικών πόρων», που διαλαμβάνεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ικανή να αποδείξει ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες κατά την εξέταση του επίμαχου μέτρου, το οποίο συνίστατο στη μη επιβολή προστίμου στις επιχειρήσεις που δεν εισπράττουν την εγγύηση, δυσχέρειες οι οποίες θα έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή στην κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    74

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.

    75

    Επομένως, μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα από κρατικούς πόρους ή συνιστούν πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο πρέπει να θεωρούνται ως «ενισχύσεις», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πράγματι, από το ίδιο το γράμμα της διάταξης αυτής και από τους διαδικαστικούς κανόνες του άρθρου 108 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται με άλλους τρόπους, και όχι από κρατικούς πόρους, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ.,C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    76

    Ως προς την προϋπόθεση ότι πρέπει να εμπλέκονται κρατικοί πόροι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της «ενίσχυσης» περιλαμβάνει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και κάθε είδους μέτρο το οποίο, ανεξαρτήτως της μορφής του, ελαφρύνει τις οικονομικές υποχρεώσεις που υπό κανονικές συνθήκες βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης και, ως εκ τούτου, χωρίς να συνιστά επιδότηση υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως και έχει τα ίδια αποτελέσματα (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech,C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    77

    Κατά συνέπεια, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι υφίσταται κρατική ενίσχυση, πρέπει να αποδειχθεί ότι υπάρχει αρκούντως άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, του πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στον δικαιούχο και, αφετέρου, μιας μείωσης των κρατικών πόρων ή, έστω, ενός αρκούντως συγκεκριμένου οικονομικού κινδύνου επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech,C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    78

    Προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη του συνδέσμου αυτού, πρέπει, μεταξύ άλλων, να εξακριβωθεί αν το μέτρο, όπως συνάγεται από τον σκοπό και την εν γένει οικονομία του, αποβλέπει στη δημιουργία πλεονεκτήματος που συνεπάγεται πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο (απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, Sloman Neptun,C‑72/91 και C‑73/91, EU:C:1993:97, σκέψη 21).

    79

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 131 έως 135 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές θεωρούν ότι, στην περίπτωση αγοράς ποτών με δήλωση εξαγωγής, δεν υφίσταται παράβαση της κανονιστικής ρύθμισης για την οποία θα επιβαλλόταν πρόστιμο, οπότε, δεδομένου ότι η μη είσπραξη της εγγύησης είναι σύμφωνη με τη ρύθμιση αυτή, όπως την ερμηνεύουν οι εν λόγω αρχές, αποκλείεται κατ’ ανάγκην η επιβολή προστίμου στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένα τέτοιο πλαίσιο, στο οποίο η μη επιβολή προστίμου συνδέεται άρρηκτα με τη μη είσπραξη της εγγύησης και, επομένως, με την ερμηνεία της σχετικής κανονιστικής ρύθμισης, δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις περιπτώσεις που έχουν μέχρι τώρα εξεταστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, η απαλλαγή από την υποχρέωση είσπραξης εγγύησης και, συνακόλουθα, η μη επιβολή προστίμου δεν προκύπτει ούτε από ρητή απαλλαγή την οποία έχει θεσπίσει ο συντάκτης της επίμαχης εθνικής κανονιστικής ρύθμισης ούτε από προηγούμενη και διαφανή άδεια, θεσπισθείσα με διάταξη, αλλά προκύπτει απλώς από πρακτική των αρμόδιων γερμανικών περιφερειακών αρχών. Συνεπώς, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε σε νέο νομικό κριτήριο, το οποίο αφορά τις δυσχέρειες ως προς την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα.

    80

    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 38 έως 40 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε εντούτοις στο συμπέρασμα, στις σκέψεις 157, 163 και 203 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του νέου αυτού κριτηρίου.

    – Επί της ύπαρξης πλάνης περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση του κριτηρίου των «κρατικών πόρων»

    81

    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το παραδεκτό της επιχειρηματολογίας της IGG, πρέπει να απορριφθεί, αφενός, ο ισχυρισμός της Dansk Erhverv ότι η IGG επιχειρεί, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, να μεταβάλει, κατά παράβαση του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης ισχυριζόμενη ότι το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε με τη δική του αιτιολογία την αιτιολογία της Επιτροπής. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η IGG δεν προβάλλει τέτοιο επιχείρημα, αλλά υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η νομική αδυναμία επιβολής προστίμων απορρέει από τα ίδια τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου. Ως προς τον ισχυρισμό της IGG ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του εθνικού δικαίου που, κατά τα προβαλλόμενα, εκφεύγει της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου, αρκεί η διαπίστωση ότι, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η IGG δεν επιδιώκει να αμφισβητήσει την ερμηνεία του εθνικού δικαίου στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, αλλά τις συνέπειες που το τελευταίο συνήγαγε από την ερμηνεία αυτή προκειμένου να εξετάσει το ζήτημα αν το επίμαχο μέτρο συνεπαγόταν τη χορήγηση πλεονεκτήματος μέσω κρατικών πόρων, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Μια τέτοια επιχειρηματολογία, με την οποία επιδιώκεται να αποδειχθεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης του δικαίου της Ένωσης, είναι παραδεκτή στο στάδιο της αναιρετικής δίκης.

    82

    Αφετέρου, πρέπει επίσης να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Dansk Erhverv κατά την οποία η IGG επιδιώκει, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, να μεταβάλει, κατά παράβαση του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης υποστηρίζοντας ότι ο προβαλλόμενος σκοπός του μέτρου ενίσχυσης έπρεπε να είναι καθοριστικός για την εκτίμηση της μη επιβολής προστίμων. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία της IGG δεν συνιστά μεταβολή του αντικειμένου της δίκης, αλλά στηρίζεται στην ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου, ιδίως στη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία, «προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη [της αρκούντως άμεσης σχέσης], πρέπει να εξακριβωθεί, μεταξύ άλλων, αν το μέτρο, όπως συνάγεται από τον σκοπό και την εν γένει οικονομία του, αποβλέπει στη δημιουργία πλεονεκτήματος που θα συνεπαγόταν πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο».

    83

    Όσον αφορά το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της IGG, κατά την οποία αρκούντως άμεση σχέση μεταξύ της μη επιβολής προστίμου και του κρατικού προϋπολογισμού θα μπορούσε να υφίσταται μόνον εάν η επιβολή προστίμου ήταν νομικώς δυνατή, πρέπει να επισημανθεί ότι αποτελεί εγγενή αρχή κάθε δικαιικού συστήματος ότι δεν επιβάλλονται στα υποκείμενα δικαίου κυρώσεις όταν είναι εκ των προτέρων δεδομένο ότι συγκεκριμένη συμπεριφορά τους είναι νόμιμη και θεμιτή (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech,C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 36).

    84

    Από τη σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όμως, προκύπτει ότι οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές αποφάσισαν, κατόπιν των διατάξεων των γερμανικών δικαστηρίων του 2003, όπως μνημονεύονται στη σκέψη 15 της παρούσας απόφασης, να μη λάβουν νέα αναγκαστικά μέτρα διοικητικής φύσεως κατά των μεθοριακών εμπορικών καταστημάτων τα οποία δεν εισέπρατταν την εγγύηση. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι εν λόγω αρχές θεωρούν ότι, στην περίπτωση αγοράς ποτών με δήλωση εξαγωγής, δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, της VerpackV, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της VerpackV, για την οποία θα επιβαλλόταν πρόστιμο και ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η μη είσπραξη της εγγύησης είναι σύμφωνη με την κανονιστική αυτή ρύθμιση, αποκλείεται κατ’ ανάγκην η επιβολή προστίμου στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα.

    85

    Όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 160 έως 164 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η ως άνω εφαρμογή του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνη με την ερμηνεία που έχει δοθεί στο εθνικό δίκαιο από την εθνική νομολογία με τις διατάξεις των γερμανικών δικαστηρίων του 2003, όπως αυτές μνημονεύονται στη σκέψη 15 της παρούσας απόφασης. Επομένως, από τις ίδιες τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές εφάρμοσαν την εθνική ρύθμιση χωρίς να αντιμετωπίσουν δυσχέρειες ως προς την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα.

    86

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της νομιμότητας των ποινών κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εν λόγω αρχή επιτάσσει να καθορίζει ο νόμος σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές με τις οποίες αυτές τιμωρούνται. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο διοικούμενος έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει, με βάση το κείμενο της οικείας διάταξης και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στη διάταξη αυτή από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις επάγονται την ποινική ευθύνη του (αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2015, AC‑Treuhand κατά Επιτροπής, C‑194/14 P, EU:C:2015:717, σκέψη 40, και της 24ης Μαρτίου 2021, Prefettura Ufficio territoriale del governo di Firenze,C‑870/19 και C‑871/19, EU:C:2021:233, σκέψη 49).

    87

    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η σαφήνεια του νόμου εκτιμάται υπό το πρίσμα όχι μόνον του γράμματος της σχετικής διάταξης, αλλά και των διευκρινίσεων που έχουν παρασχεθεί με πάγια και δημοσιευμένη νομολογία (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2008, Evonik Degussa κατά Επιτροπής,C‑266/06 P, EU:C:2008:295, σκέψεις 40 και 46).

    88

    Στο πλαίσιο αυτό, τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 157 και 203 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπως υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 39 και 40 της παρούσας απόφασης, κατά τα οποία με την επίδικη απόφαση εξετάστηκε ανεπαρκώς και ελλιπώς η μη επιβολή προστίμων στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα, ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο.

    89

    Συναφώς, από τις σκέψεις 146 έως 157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ειδικότερα ότι το Γενικό Δικαστήριο προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε αν οι ερμηνευτικές δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπισαν οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές ήταν προσωρινές και εντάσσονταν σε διαδικασία βαθμιαίας αποσαφήνισης των κανόνων.

    90

    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 83 και 86 της παρούσας απόφασης, είναι δυνατόν να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις μόνο για συμπεριφορά η οποία έχει σαφώς οριστεί –εν ανάγκη με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στη συμπεριφορά αυτή από τα δικαστήρια– ως παράβαση η οποία στοιχειοθετεί την ευθύνη του ενδιαφερομένου.

    91

    Επομένως, ακόμη και αν υπήρχαν δυσχέρειες διαρκούς χαρακτήρα ως προς την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα, η διαπίστωση αυτή δεν θα αρκούσε για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πληρούνταν η προϋπόθεση περί κρατικών πόρων. Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 57 έως 60 των προτάσεών του, η απαίτηση βαθμιαίας αποσαφήνισης δεν λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 86 της παρούσας απόφασης.

    92

    Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, βεβαίως, στη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, AC-Treuhand κατά Επιτροπής (C‑194/14 P, EU:C:2015:717, σκέψη 41), η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα τη βαθμιαία αποσαφήνιση των κανόνων περί ποινικής ευθύνης διά της νομολογιακής ερμηνείας από τη μία υπόθεση στην άλλη. Εντούτοις, εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί, όπως έπραξε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 146 και 157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι πρέπει πάντοτε να υφίσταται διαδικασία βαθμιαίας αποσαφήνισης.

    93

    Η εκτίμηση αυτή δεν κλονίζεται από τα όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 143 και 145 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά τις οποίες, κατά τη μεταφορά οδηγίας στην έννομη τάξη κράτους μέλους, είναι απαραίτητο το οικείο εθνικό δίκαιο να διασφαλίζει πράγματι την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας και οι οποίες υποδηλώνουν ότι μια εθνική ρύθμιση της οποίας η έννοια δεν έχει διευκρινιστεί θα έδινε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη, τα οποία τη θέσπισαν, να αποφεύγουν, χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό, τις υποχρεώσεις τους στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

    94

    Πράγματι, εν προκειμένω, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/62 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαιτούν την είσπραξη εγγύησης από τους αγοραστές συσκευασιών μίας χρήσεως σε καταστήματα λιανικής πώλησης όταν η αγορά γίνεται με σκοπό την κατανάλωση των ποτών εκτός του εδάφους του οικείου κράτους μέλους, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 63, 65 και 70 της επίδικης απόφασης, διαπίστωση την οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    95

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν για την καθιέρωση συστημάτων επιστροφής ή/και συλλογής χρησιμοποιημένων συσκευασιών ή/και απορριμμάτων συσκευασίας από τον καταναλωτή. Όταν οι καταναλωτές που κατοικούν σε ένα κράτος μέλος αγοράζουν συσκευασίες ποτών σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να καταναλώσουν το περιεχόμενό τους στο κράτος μέλος κατοικίας τους, οι κενές συσκευασίες καθίστανται απόβλητα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

    96

    Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 49 έως 51 των προτάσεών του, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/62 δεν απαιτεί την είσπραξη εγγύησης υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τις οποίες η πώληση ποτών σε μεταλλικά κουτιά, εντός μεθοριακών εμπορικών καταστημάτων, σε καταναλωτές που υπογράφουν δήλωση εξαγωγής προσομοιάζει με την πώληση εμπορευμάτων σε επιχειρηματίες με σκοπό την εξαγωγή, για την οποία ο πωλητής δεν υποχρεούται να εισπράξει εγγύηση.

    97

    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ένα σύστημα επιστροφής εγγύησης μπορεί να επιτύχει τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 94/62 μόνον όταν οι καταναλωτές που έχουν καταβάλει το ποσό της εγγύησης μπορούν εύκολα να το ανακτήσουν χωρίς να πρέπει να επιστρέψουν στο αρχικό σημείο αγοράς (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2004, Radlberger Getränkegesellschaft και S. Spitz, C‑309/02, EU:C:2004:799, σκέψη 46). Κατά συνέπεια, ο σκοπός της οδηγίας 94/62 που συνίσταται στην αποτελεσματική συλλογή των απορριμμάτων δεν απαιτεί να εισπράττεται εγγύηση για συσκευασίες μίας χρήσεως που δεν διατίθενται στο έδαφος του κράτους εξαγωγής, τούτο δε ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 200 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν επετράπη στα μεθοριακά καταστήματα, παρά τις προσπάθειές τους και κατόπιν των αντιρρήσεων της Dansk Erhverv, να ενταχθούν στο δανικό σύστημα επιστροφής εγγύησης.

    98

    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν έκρινε, στις σκέψεις 157 και 203 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή, με την επίδικη απόφαση, προέβη σε ανεπαρκή και ελλιπή εξέταση της μη επιβολής προστίμων στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα, καθόσον το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν εξακρίβωσε αν οι ερμηνευτικές δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπισαν οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές ήταν προσωρινές και εντάσσονταν σε διαδικασία βαθμιαίας αποσαφήνισης των κανόνων, με αποτέλεσμα το όργανο αυτό να μην ήταν σε θέση να υπερβεί, κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης, όλες τις σοβαρές δυσχέρειες που αντιμετώπισε προκειμένου να κρίνει αν η μη επιβολή προστίμου συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

    99

    Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως και, κατά συνέπεια, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑508/21 P

    100

    Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση του άρθρου 264 ΣΛΕΕ και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, επειδή έγινε δεκτό το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, έπρεπε να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση στο σύνολό της. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά πλημμελή και αντιφατική αιτιολογία. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά πλάνη περί το δίκαιο η οποία έγκειται στη διαπίστωση ότι τα τρία επίμαχα μέτρα συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.

    101

    Ωστόσο, δεδομένου ότι έγινε δεκτή η αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑509/21 P και, κατά συνέπεια, αναιρέθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι πλέον αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή στην υπόθεση C‑508/21 P.

    Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    102

    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναίρεσης της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    103

    Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της προσφυγής με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης αποτέλεσαν αντικείμενο κατ’ αντιμωλίαν συζήτησης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η εξέτασή τους δεν απαιτεί τη λήψη περαιτέρω μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων ως προς τη δικογραφία.

    104

    Η Dansk Erhverv προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έναν και μοναδικό λόγο ακυρώσεως, με σκοπό να αποδείξει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρά τις σοβαρές δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εξέταση των επίμαχων μέτρων, παραβίασε τα διαδικαστικά δικαιώματα που διαθέτει η Dansk Erhverv, δυνάμει της ίδιας διάταξης, ως ενδιαφερόμενο μέρος.

    105

    Με το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, η Dansk Erhverv υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε επαρκώς το μέτρο που συνίσταται στη μη επιβολή προστίμου, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό χορηγήθηκε με κρατικούς πόρους.

    106

    Συναφώς, από τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 83 έως 99 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι, με την επίδικη απόφαση, προέβη σε ανεπαρκή και ελλιπή εξέταση της μη επιβολής προστίμων στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα.

    107

    Ειδικότερα, από τους λόγους που εκτίθεται στις σκέψεις 83 έως 85 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 50 της επίδικης απόφασης, ότι οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές δεν απάλλαξαν τα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα από τις διοικητικές κυρώσεις και από την καταβολή των προστίμων που κανονικά θα οφείλονταν στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά θεώρησαν, χωρίς να αντιμετωπίσουν δυσχέρειες ως προς την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα, ότι, στην περίπτωση αγοράς ποτών με δήλωση εξαγωγής, δεν υφίσταται παράβαση της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης για την οποία θα επιβαλλόταν πρόστιμο και ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η μη είσπραξη της εγγύησης είναι σύμφωνη με τη ρύθμιση αυτή, αποκλείεται κατ’ ανάγκην η επιβολή προστίμου στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα.

    108

    Μολονότι η Επιτροπή επισήμανε, βεβαίως, στην αιτιολογική σκέψη 51 της επίδικης απόφασης, ότι από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, της VerpackV μπορούσε να συναχθεί, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 24 της παρούσας απόφασης, ότι η διάταξη αυτή επέβαλλε στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα την υποχρέωση είσπραξης της εγγύησης, έκρινε εντούτοις, στις αιτιολογικές σκέψεις 52 και 53 της επίδικης απόφασης, οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 25 της παρούσας απόφασης, ότι η μη επιβολή τέτοιας υποχρέωσης στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα, εφόσον πωλούσαν ποτά σε μεταλλικά κουτιά αποκλειστικά σε καταναλωτές «κατοίκους αλλοδαπής» οι οποίοι δεσμεύονταν να καταναλώσουν τα ποτά αυτά εκτός του γερμανικού εδάφους, μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με τον επιδιωκόμενο από τη VerpackV σκοπό, που συνίστατο στην ενθάρρυνση της επιστροφής των συσκευασιών ποτών μίας χρήσεως στη Γερμανία.

    109

    Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη συλλογιστική που εκτίθεται στις σκέψεις 93 έως 96 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή ορθώς επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 63, 65 και 70 της επίδικης απόφασης, ότι οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές δεν όφειλαν, επίσης, να ακολουθήσουν διαφορετική προσέγγιση λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων των κρατών μελών να διασφαλίζουν, κατά τη μεταφορά μιας οδηγίας στην έννομη τάξη τους, την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας, δεδομένου ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/62 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαιτούν την είσπραξη εγγύησης από τους αγοραστές συσκευασιών μίας χρήσεως σε καταστήματα λιανικής πώλησης όταν η αγορά γίνεται με σκοπό την κατανάλωση των ποτών εκτός του εδάφους του οικείου κράτους μέλους.

    110

    Μολονότι είναι αληθές ότι, όπως συνάγεται ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 69 και 70 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε εξάλλου ότι, «ακόμη και αν» το εθνικό δίκαιο ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι τα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα υποχρεούνται εν πάση περιπτώσει να εισπράττουν την εγγύηση, η μη επιβολή προστίμου θα απέρρεε παρά ταύτα, σε μια τέτοια περίπτωση, από εύλογη ερμηνεία του εθνικού δικαίου, προκύπτει, υπό το πρίσμα των σκέψεων 107, 108 και 109 της παρούσας απόφασης, ότι οι εκτιμήσεις αυτές παρατίθενται επαλλήλως σε σχέση με τη συλλογιστική που εκτίθεται, ιδίως, στις αιτιολογικές σκέψεις 50, 52, 53, 63, 65 και 70 της επίδικης απόφασης.

    111

    Καθόσον η πρακτική των μεθοριακών εμπορικών καταστημάτων να μην εισπράττουν εγγύηση συνιστά, επομένως, συμπεριφορά η οποία έχει εκ των προτέρων οριστεί ως νόμιμη και θεμιτή και για την οποία δεν μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις στα καταστήματα αυτά, η μη επιβολή προστίμου δεν αποτελεί, κατά συνέπεια, μέτρο χορηγούμενο με κρατικούς πόρους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech,C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 36).

    112

    Κατόπιν των ανωτέρω, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Dansk Erhverv ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    113

    Επομένως, η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η Dansk Erhverv ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    114

    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

    115

    Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    116

    Εν προκειμένω, όσον αφορά την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑509/21 P, δεδομένου ότι η IGG νίκησε, η Dansk Erhverv πρέπει, σύμφωνα με το αίτημα της πρώτης, να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η IGG.

    117

    Όσον αφορά την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑508/21 P, κατά το άρθρο 149 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 190 του κανονισμού αυτού, σε περίπτωση κατάργησης της δίκης, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 142 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184 του ίδιου κανονισμού, το Δικαστήριο κανονίζει στην περίπτωση αυτή τα έξοδα κατά την κρίση του. Εν προκειμένω, η Dansk Erhverv πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας στην υπόθεση C‑508/21 P.

    118

    Εξάλλου, δεδομένου ότι η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου απορρίφθηκε, η Dansk Erhverv καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Συνεκδικάζει τις υποθέσεις C‑508/21 P και C‑509/21 P προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

     

    2)

    Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Ιουνίου 2021, Dansk Erhverv κατά Επιτροπής (T‑47/19, EU:T:2021:331).

     

    3)

    Απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η Dansk Erhverv ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

     

    4)

    Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑508/21 P.

     

    5)

    Καταδικάζει την Dansk Erhverv στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Interessengemeinschaft der Grenzhändler (IGG) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόσο πρωτοδίκως όσο και στο πλαίσιο των αναιρετικών διαδικασιών.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top