Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0484

    Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 25ης Απριλίου 2024.
    F C C και M A B κατά Caixabank SA, πρώην Bankia SA.
    Αίτηση του Juzgado de Primera Instancia de Barcelona για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου – Ρήτρα βάσει της οποίας ο καταναλωτής βαρύνεται με τα έξοδα της σύμβασης – Τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής και την ακυρώνει – Αξίωση επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει της καταχρηστικής ρήτρας – Χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής.
    Υπόθεση C-484/21.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:360

    Προσωρινό κείμενο

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

    της 25ης Απριλίου 2024 (*)

    «Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου – Ρήτρα βάσει της οποίας ο καταναλωτής βαρύνεται με τα έξοδα της σύμβασης – Τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής και την ακυρώνει – Αξίωση επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει της καταχρηστικής ρήτρας – Χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής»

    Στην υπόθεση C‑484/21,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de Primera Instancia n° 20 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 20 Βαρκελώνης, Ισπανία) με απόφαση της 22ας Ιουλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Αυγούστου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

    F C C,

    M A B

    κατά

    Caixabank SA, πρώην Bankia SA,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

    συγκείμενο από τους O. Spineanu‑Matei, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin (εισηγητή) και L. S. Rossi, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

    γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Οκτωβρίου 2023,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        οι F C C και M A B, εκπροσωπούμενοι από τους I. Fernández Grañeda, F. Gómez Hidalgo Terán και J. Zaera Herrera, abogados,

    –        η Caixabank SA, εκπροσωπούμενη από τους J. Gutiérrez de Cabiedes Hidalgo de Caviedes, J. Rodríguez Cárcamo και E. Valencia Ortega, abogados,

    –        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Ballesteros Panizo και την A. Pérez-Zurita Gutiérrez,

    –        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Rocchitta, avvocato dello Stato,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Baquero Cruz και N. Ruiz García,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

    2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των F C C και M A B, δύο καταναλωτών, και της Caixabank SA, πρώην Bankia SA, πιστωτικού ιδρύματος, με αντικείμενο αγωγή για ην επιστροφή ποσών καταβληθέντων δυνάμει συμβατικής ρήτρας ο καταχρηστικός χαρακτήρας της οποίας διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

     Το νομικό πλαίσιο

     Το δίκαιο της Ένωσης

    3        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

    4        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

    «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

     Το ισπανικό δίκαιο

    5        Το άρθρο 121-20 του Ley 29/2002, primera Ley del Código Civil de Cataluña (νόμου 29/2002, πρώτου νόμου του αστικού κώδικα της Καταλονίας), της 30ής Δεκεμβρίου 2002 (BOE αριθ. 32, της 6ης Φεβρουαρίου 2003, στο εξής: καταλανικός αστικός κώδικας), προβλέπει τα εξής:

    «Οι πάσης φύσεως αξιώσεις παραγράφονται μετά την πάροδο δέκα ετών, εκτός αν κάποιος έχει αποκτήσει προηγουμένως το δικαίωμα με χρησικτησία ή αν ο παρών Κώδικας ή οι ειδικοί νόμοι ορίζουν άλλως.»

    6        Το άρθρο 121-23, παράγραφος 1, του καταλανικού αστικού κώδικα ορίζει τα εξής:

    «Η παραγραφή αρχίζει όταν, επί γεννηθείσας και δικαστικώς επιδιώξιμης αξιώσεως, ο δικαιούχος γνωρίζει ή δύναται ευλόγως να γνωρίζει τις περιστάσεις επί των οποίων ερείδεται η αξίωση και το πρόσωπο κατά του οποίου αυτή μπορεί να προβληθεί.»

    7        Το άρθρο 121-11 του ως άνω κώδικα έχει ως εξής:

    «Λόγοι διακοπής της παραγραφής είναι:

    a)      Η άσκηση αγωγής ενώπιον των δικαστηρίων, ακόμη και αν αυτή απορριφθεί για δικονομικούς λόγους.

    b)      Η κίνηση της διαδικασίας διαιτησίας σχετικά με την απαίτηση ή η υποβολή της αίτησης για τον εκ μέρους του δικαστή διορισμό διαιτητών.

    c)      Η εξώδικη όχληση για την ικανοποίηση της απαιτήσεως.

    d)      Η αναγνώριση του δικαιώματος ή η παραίτηση από την παραγραφή από το πρόσωπο έναντι του οποίου μπορεί να προβληθεί η αξίωση εντός της προθεσμίας παραγραφής.»

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    8        Μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης συνάφθηκε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου το 2007. Δεδομένου ότι η ρήτρα της σύμβασης αυτής που υποχρέωνε τους ενάγοντες της κύριας δίκης να καταβάλουν το σύνολο των εξόδων για τη σύσταση υποθήκης (στο εξής: ρήτρα περί εξόδων) ακυρώθηκε με απόφαση του Juzgado de Primera Instancia n° 50 de Barcelona (πρωτοδικείου υπ’ αριθ. 50 Βαρκελώνης, Ισπανία) της 2ας Μαΐου 2019, τα ποσά που καταβλήθηκαν για τα συμβολαιογραφικά έξοδα επιστράφηκαν στους ενάγοντες της κύριας δίκης.

    9        Στις 23 Φεβρουαρίου 2021 οι ενάγοντες της κύριας δίκης άσκησαν αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Juzgado de Primera Instancia n° 20 de Barcelona (πρωτοδικείου υπ’ αριθ. 20 Βαρκελώνης, Ισπανία), με αίτημα την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει της ρήτρας περί εξόδων για τέλη εγγραφής και αμοιβή υπηρεσιών διαχείρισης, ύψους 295,36 ευρώ.

    10      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου η Caixabank υποστηρίζει ότι η αξίωση των εναγόντων της κύριας δίκης έχει παραγραφεί. Κατ’ αυτήν, η προθεσμία παραγραφής, η οποία σύμφωνα με τον καταλανικό αστικό κώδικα είναι δεκαετής, άρχισε από το χρονικό σημείο της σύστασης της υποθήκης το 2007, όταν καταβλήθηκαν τα ποσά των οποίων η επιστροφή αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης.

    11      Από την πλευρά τους, οι ενάγοντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι, βάσει του συμπεράσματος που συνάγεται από την απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Profi Credit Slovakia (C‑485/19, EU:C:2021:313), η παραγραφή άρχισε από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διαπιστώθηκε η ακυρότητα της ρήτρας περί εξόδων από το Juzgado de Primera Instancia n° 50 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 50 Βαρκελώνης). Οι ενάγοντες της κύριας δίκης προσθέτουν ότι, με την απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance (C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η παραγραφή δεν δύναται να άρχεται από τον χρόνο σύναψης της σύμβασης.

    12      Κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται το ζήτημα του ακριβούς χρονικού σημείου κατά το οποίο ο καταναλωτής θεωρείται ότι γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η αξίωση επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει της ακυρωθείσας ρήτρας. Κατά το δικαστήριο αυτό, δεν χωρεί αμφιβολία ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς επίσης, κατά συνέπεια, η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης τηρούνται αν ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής ορισθεί ο χρόνος της αναγνώρισης της ακυρότητας της ρήτρας περί εξόδων. Θα μπορούσε όμως επίσης να πρόκειται, μολονότι τούτο είναι πιο αμφίβολο κατά το αιτούν δικαστήριο, είτε για την ημερομηνία κατά την οποία ο συγκεκριμένος καταναλωτής κατέβαλε τα εν λόγω ποσά είτε για την ημερομηνία κατά την οποία το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) εξέδωσε απόφαση με την οποία κηρύσσεται καταχρηστική τυποποιημένη ρήτρα αντίστοιχου περιεχομένου με εκείνο της ρήτρας περί εξόδων.

    13      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, αν ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής ορισθεί ο χρόνος καταβολής των εξόδων, τότε η αξίωση έχει παραγραφεί και οι καταναλωτές δεν θα μπορούν να τύχουν επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Αντιθέτως, αν ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής ορισθεί η ημερομηνία της προμνημονευθείσας αποφάσεως του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ήτοι η 23η Δεκεμβρίου 2015, ή η ημερομηνία κατά την οποία αναγνωρίστηκε, με δικαστική απόφαση, η ακυρότητα της ρήτρας περί εξόδων, εν προκειμένω η 2α Μαΐου 2019, τότε η δεκαετής παραγραφή δεν έχει ακόμη συμπληρωθεί και οι καταναλωτές εξακολουθούν να μπορούν να αποζημιωθούν για τη ζημία που υπέστησαν.

    14      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de Primera Instancia n° 20 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 20 Βαρκελώνης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Συνάδει με το άρθρο 38 του [Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης], με την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, καθώς και με το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της [οδηγίας 93/13], το γεγονός ότι η παραγραφή της αξιώσεως προς επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν βάσει καταχρηστικής ρήτρας, όπως η ρήτρα περί εξόδων, αρχίζει πριν από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η εν λόγω ρήτρα κηρύσσεται άκυρη λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της;

    2)      Συνάδει με το άρθρο 38 του [Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης], με την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, καθώς και με το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το γεγονός ότι η εν λόγω παραγραφή αρχίζει κατά την ημερομηνία κατά την οποία δικαστήριο οι αποφάσεις του οποίου δημιουργούν δεσμευτικό νομολογιακό προηγούμενο, όπως το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), διαπιστώνει με απόφασή του τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένης ρήτρας, ανεξαρτήτως του αν ο οικείος καταναλωτής έχει λάβει γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως;

    3)      Συνάδει με το άρθρο 38 του [Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης], με την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, καθώς και με το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το γεγονός ότι, σε σύμβαση μακροχρόνιας διάρκειας, η παραγραφή της αξιώσεως επιστροφής εξόδων που καταβλήθηκαν για τη σύσταση υποθήκης αρχίζει κατά το χρονικό σημείο καταβολής των εξόδων αυτών, λαμβανομένου υπόψη ότι η καταχρηστική ρήτρα εξάντλησε τα αποτελέσματά της κατά το εν λόγω χρονικό σημείο και δεν υφίσταται κίνδυνος εκ νέου εφαρμογής της;»

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    15      Εν πρώτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα η οποία κρίνεται καταχρηστική πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα και, επομένως, δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση με δικαστική απόφαση της καταχρηστικότητας μιας τέτοιας ρήτρας πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνεπάγεται την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 61, και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 57].

    16      Εντεύθεν συνάγεται ότι η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αποκλείσει την εφαρμογή καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, η οποία επιβάλλει την πληρωμή ποσών που κρίνονται μη οφειλόμενα, έχει, κατ’ αρχήν, αντίστοιχο αποτέλεσμα συνιστάμενο στην επιστροφή των ποσών αυτών [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 62, και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 58].

    17      Συγκεκριμένα, η απουσία αποτελέσματος επιστροφής θα ήταν ικανή να διακυβεύσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει να προσδώσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, στη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις συναπτόμενες από επαγγελματία με καταναλωτές [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 63, και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 58].

    18      Βεβαίως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 επιτάσσει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν θα δεσμεύουν τους καταναλωτές, «τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας» (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones, C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 57, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 64).

    19      Παρά ταύτα, η διαμόρφωση από το εθνικό δίκαιο του πλαισίου για την προστασία την οποία εγγυάται στους καταναλωτές η οδηγία 93/13 δεν επιτρέπεται να τροποποιήσει την έκταση ούτε, επομένως, την ουσία της προστασίας αυτής ούτε και να υπονομεύσει την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εν λόγω προστασίας με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων για τις καταχρηστικές ρήτρες, σκοπό τον οποίο επιδίωξε ο νομοθέτης της Ένωσης, όπως επισημαίνεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 65, και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 60].

    20      Κατά συνέπεια, καίτοι εναπόκειται στα κράτη μέλη, μέσω του εθνικού δικαίου τους, να καθορίζουν το λεπτομερές πλαίσιο για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση και για την υλοποίηση των συγκεκριμένων έννομων αποτελεσμάτων της διαπίστωσης αυτής, γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω διαπίστωση πρέπει να καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η καταχρηστική ρήτρα, ιδίως με τη θεμελίωση δικαιώματος για επιστροφή του οφέλους που αποκόμισε αχρεωστήτως, εις βάρος του, ο επαγγελματίας κατ’ εφαρμογήν της καταχρηστικής ρήτρας [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 66, και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 61].

     Επί του πρώτου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    21      Με το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς και το άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, κατά τον χρόνο σύναψης σύμβασης με επαγγελματία, δυνάμει συμβατικής ρήτρας της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδοθείσα μετά την καταβολή των εξόδων αυτών, να αρχίζει από την ημερομηνία της ως άνω καταβολής ή, εν πάση περιπτώσει, πριν από την αναγνώριση της ακυρότητας της ρήτρας αυτής με την εν λόγω απόφαση.

    22      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικής ειδικής νομοθεσίας της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες περί ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Profi Credit Slovakia, C‑485/19, EU:C:2021:313, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    23      Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία είναι η μόνη επίμαχη στην παρούσα διαδικασία, επισημαίνεται ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσης της διατάξεως αυτής στην όλη διαδικασία ενώπιον των διαφόρων εθνικών οργάνων, της εξέλιξης της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εφόσον παρίσταται ανάγκη, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    24      Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ενέχει, μεταξύ άλλων για τα δικαιώματα που απορρέουν από την οδηγία 93/13, απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη, ισχύουσα ιδίως ως προς τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που βασίζονται σε τέτοια δικαιώματα (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    25      Όσον αφορά την ανάλυση των χαρακτηριστικών προθεσμίας παραγραφής όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η ανάλυση αυτή πρέπει να αφορά τη διάρκεια της προθεσμίας και τις ρυθμίσεις εφαρμογής της, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος που λαμβάνεται υπόψη για την κίνηση της εν λόγω προθεσμίας (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    26      Το Δικαστήριο, μολονότι έχει κρίνει ότι δεν επιτρέπεται να προβλεφθεί οποιαδήποτε προθεσμία παραγραφής για την άσκηση αγωγής από καταναλωτή με σκοπό τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αυτού και επαγγελματία (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), διευκρίνισε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία ορίζει προθεσμία παραγραφής για την άσκηση αγωγής του καταναλωτή με την οποία ζητείται να εφαρμοσθούν τα αποτελέσματα της διαπίστωσης αυτής που συνίστανται στην επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    27      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το να αντιτάσσεται προθεσμία παραγραφής σε αγωγές με αντικείμενο την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, τις οποίες ασκούν καταναλωτές προκειμένου να ζητήσουν την προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν από την οδηγία 93/13, δεν αντιβαίνει, αυτό καθεαυτό, στην αρχή της αποτελεσματικότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή της εν λόγω προθεσμίας δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία αυτή (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    28      Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και το επίπεδο πληροφόρησης, και, ως εκ τούτου, είναι υποχρεωμένος να προσχωρήσει στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους. Ομοίως, υπενθυμίζεται ότι είναι δυνατόν οι καταναλωτές να αγνοούν τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου ή να μην αντιλαμβάνονται την έκταση των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από την οδηγία 93/13 (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    29      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εφαρμογή προθεσμίας παραγραφής η οποία αρχίζει να τρέχει μετά την υπογραφή της σύμβασης αυτής, στο μέτρο που συνεπάγεται ότι ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε σε εκτέλεση συμβατικής ρήτρας η οποία κρίθηκε καταχρηστική μόνον εντός ορισμένης προθεσμίας μετά την υπογραφή της σύμβασης, ανεξαρτήτως του αν γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει την καταχρηστικότητα της ρήτρας αυτής, δύναται να καταστήσει υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που ο καταναλωτής αντλεί από την οδηγία 93/13 και, ως εκ τούτου, να παραβιάσει την αρχή της αποτελεσματικότητας, σε συνδυασμό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Caixabank και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria, C‑224/19 και C‑259/19, EU:C:2020:578, σκέψη 91· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Profi Credit Slovakia, C‑485/19, EU:C:2021:313, σκέψη 63).

    30      Ειδικότερα, εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι η ρήτρα περί εξόδων παρήγαγε τα αποτελέσματά της κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης, ο οποίος συμπίπτει με τον χρόνο καταβολής των εξόδων, το να ορισθεί ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής της αξίωσης για την επιστροφή των εν λόγω εξόδων ο χρόνος της ως άνω σύναψης και της ως άνω καταβολής θα συνεπαγόταν ότι, κατά την ημερομηνία άσκησης της αγωγής αποζημιώσεως των εναγόντων της κύριας δίκης, η αξίωση αυτή θα έχει ήδη παραγραφεί ανεξαρτήτως του αν οι καταναλωτές γνώριζαν ή, τουλάχιστον, μπορούσαν ευλόγως να γνωρίζουν τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας περί εξόδων.

    31      Υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 28 και 29 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ημερομηνία σύναψης της σύμβασης που περιέχει την καταχρηστική ρήτρα και καταβολής των σχετικών εξόδων δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να αποτελέσει το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής.

    32      Αντιθέτως, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, κατά την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται τελεσίδικη η απόφαση που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα της οικείας συμβατικής ρήτρας και κηρύσσει, ως εκ τούτου, την ακυρότητά της, ο καταναλωτής γνωρίζει μετά βεβαιότητας το παράνομο της ρήτρας. Επομένως, κατ’ αρχήν, από την ημερομηνία αυτή ο καταναλωτής είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα δικαιώματα που του παρέχει η οδηγία 93/13 και, ως εκ τούτου, μπορεί να αρχίσει η προθεσμία παραγραφής της αξίωσης επιστροφής, η οποία αποσκοπεί πρωτίστως στην αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 15 και 20 της παρούσας αποφάσεως.

    33      Πράγματι, κατά το χρονικό αυτό σημείο, λόγω του ότι πρόκειται για δικαστική απόφαση με ισχύ δεδικασμένου της οποίας αποδέκτης είναι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής, έχει παρασχεθεί στον καταναλωτή η δυνατότητα να λάβει γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας και να εκτιμήσει ο ίδιος τη σκοπιμότητα άσκησης αγωγής για την επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει της ως άνω ρήτρας ποσών εντός της προθεσμίας που τάσσει το εθνικό δίκαιο.

    34      Επομένως, μια προθεσμία παραγραφής αρχόμενη από την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται τελεσίδικη η απόφαση που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα συμβατικής ρήτρας και, ως εκ τούτου, την ακυρώνει συνάδει προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, διότι ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση των δικαιωμάτων του πριν από την έναρξη ή την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    35      Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, καίτοι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία 93/13 αντιτίθεται στην έναρξη της παραγραφής της αξίωσης για την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε ο οικείος καταναλωτής δυνάμει καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής αυτός γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας, η οδηγία δεν αποκλείει, ωστόσο, την ευχέρεια του επαγγελματία να αποδείξει ότι ο εν λόγω καταναλωτής γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει το γεγονός αυτό πριν από την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της εν λόγω ρήτρας.

    36      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν απαιτείται ερμηνεία του άρθρου 38 του Χάρτη προκειμένου να κριθεί αν εθνική πρακτική όπως εκείνη που αποτελεί αντικείμενο του παρόντος προδικαστικού ερωτήματος αντιβαίνει προς τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στην ως άνω διάταξη.

    37      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων τα οποία καταβλήθηκαν από καταναλωτή, κατά τον χρόνο σύναψης σύμβασης με επαγγελματία, δυνάμει συμβατικής ρήτρας της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδοθείσα μετά την καταβολή των εξόδων αυτών, να αρχίζει από την ημερομηνία της ως άνω καταβολής, ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει την καταχρηστικότητα της ρήτρας αυτής ήδη κατά την εν λόγω καταβολή ή πριν η ακυρότητα της ρήτρας διαπιστωθεί με την εν λόγω απόφαση.

     Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    38      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, να αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία το ανώτατο εθνικό δικαστήριο εξέδωσε προγενέστερη απόφαση, σε διαφορετική υπόθεση, με την οποία κηρύχθηκε καταχρηστική τυποποιημένη ρήτρα αντίστοιχη με την εν λόγω ρήτρα της σύμβασης αυτής.

    39      Όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 15 και 20 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία 93/13 αποσκοπεί στην αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η καταχρηστική ρήτρα, ιδίως με τη θεμελίωση δικαιώματος για επιστροφή του οφέλους που αποκόμισε αχρεωστήτως, εις βάρος του, ο επαγγελματίας κατ’ εφαρμογήν της καταχρηστικής ρήτρας.

    40      Πλην όμως, ο καθορισμός, ως χρονικού σημείου έναρξης της παραγραφής της αξίωσης για επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή βάσει καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, της ημερομηνίας κατά την οποία το ανώτατο εθνικό δικαστήριο εξέδωσε απόφαση κηρύσσουσα καταχρηστική την τυποποιημένη ρήτρα που αντιστοιχεί στη ρήτρα της επίδικης σύμβασης θα παρείχε, σε πολλές περιπτώσεις, τη δυνατότητα στον επαγγελματία να κρατήσει τα ποσά που αποκόμισε αχρεωστήτως εις βάρος του εν λόγω καταναλωτή βάσει της καταχρηστικής ρήτρας, όπερ θα αντέβαινε προς την απαίτηση που απορρέει από την υπομνησθείσα στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, κατά την οποία το ως άνω χρονικό σημείο έναρξης δεν μπορεί να καθορίζεται ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της τελευταίας αυτής ρήτρας, ο οποίος θεμελιώνει το δικαίωμα επιστροφής, και χωρίς να επιβάλλεται στον επαγγελματία υποχρέωση επιμέλειας και πληροφόρησης έναντι του καταναλωτή, με αποτέλεσμα να καθίσταται ακόμη ασθενέστερη η θέση του καταναλωτή την οποία αποσκοπεί να βελτιώσει η οδηγία 93/13.

    41      Επιπλέον, αν ο επαγγελματίας δεν υπέχει σχετική υποχρέωση πληροφόρησης, δεν πρέπει να τεκμαίρεται ότι ο καταναλωτής μπορεί ευλόγως να γνωρίζει ότι ρήτρα περιλαμβανόμενη στη σύμβασή του έχει περιεχόμενο ισοδύναμο με τυποποιημένη ρήτρα η οποία έχει κριθεί καταχρηστική από το ανώτατο εθνικό δικαστήριο.

    42      Πράγματι, μολονότι η νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου κράτους μέλους μπορεί να παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα, υπό την προϋπόθεση της επαρκούς δημοσιότητας, να λάβει γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα τυποποιημένης ρήτρας περιλαμβανόμενης στη σύμβασή του με επαγγελματία, εντούτοις δεν είναι δυνατόν να αναμένεται από τον καταναλωτή αυτόν, του οποίου η προστασία επιδιώκεται με την οδηγία 93/13 λόγω της ασθενέστερης θέσης του σε σχέση με τον επαγγελματία, να προβεί σε ενέργειες που εμπίπτουν στο πεδίο της νομικής έρευνας [πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 60].

    43      Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς ότι μια τέτοια εθνική νομολογία δεν επιτρέπει κατ’ ανάγκην να κηρυχθούν αυτοδικαίως καταχρηστικές όλες οι ρήτρες αυτού του είδους που περιλαμβάνονται σε οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή στην έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους. Όταν μια τυποποιημένη ρήτρα έχει κηρυχθεί καταχρηστική από το ανώτατο εθνικό δικαστήριο, πρέπει επίσης, κατ’ αρχήν, να καθορίζεται, κατά περίπτωση, σε ποιο βαθμό ρήτρα συγκεκριμένης σύμβασης είναι ισοδύναμη με την ως άνω τυποποιημένη ρήτρα και πρέπει, όπως και η τελευταία, να θεωρείται καταχρηστική.

    44      Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ο έλεγχος για ενδεχόμενη καταχρηστικότητα ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, ο οποίος συνεπάγεται ότι πρέπει να διαπιστωθεί αν η ρήτρα αυτή δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, πρέπει να διενεργείται λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, όλων των περιστάσεων που πλαισιώνουν τη σύναψή της. Ο ως άνω κατά περίπτωση έλεγχος αποκτά ιδιαίτερη σημασία διότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας ρήτρας ενδέχεται να απορρέει από την έλλειψη διαφάνειας της ρήτρας αυτής. Επομένως, κατ’ αρχήν, ο καταχρηστικός χαρακτήρας συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας δεν μπορεί να τεκμαίρεται, δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να εξαρτάται από τις ειδικές περιστάσεις που προσιδιάζουν στη σύναψη της εκάστοτε σύμβασης και, ιδίως, από τις συγκεκριμένες πληροφορίες που παρέχει ο εκάστοτε επαγγελματίας στον εκάστοτε καταναλωτή.

    45      Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι δεν μπορεί να απαιτείται από τον ευλόγως επιμελή και συνετό μέσο καταναλωτή, όχι μόνον να ενημερώνεται σε τακτική βάση, με δική του πρωτοβουλία, για τις αποφάσεις του ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου σχετικά με τις τυποποιημένες ρήτρες συμβάσεων του ίδιου είδους με εκείνες που ενδεχομένως έχει συνάψει με επαγγελματίες, αλλά και να καθορίζει, βάσει αποφάσεως ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου, αν ρήτρα όπως η περιλαμβανόμενη σε συγκεκριμένη σύμβαση είναι καταχρηστική.

    46      Επιπλέον, θα ήταν αντίθετο προς την οδηγία 93/13 να αντλεί όφελος ο επαγγελματίας από την αδράνειά του ως προς την ως άνω παρανομία που διαπίστωσε το ανώτατο εθνικό δικαστήριο. Πράγματι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, ο επαγγελματίας, ως τραπεζικό ίδρυμα, διαθέτει, κατ’ αρχήν, νομική υπηρεσία ειδικευμένη στον σχετικό τομέα, η οποία έχει συντάξει την επίμαχη στη συγκεκριμένη υπόθεση σύμβαση και η οποία είναι σε θέση να παρακολουθεί την εξέλιξη της νομολογίας του δικαστηρίου αυτού και να συνάγει εξ αυτής τα συμπεράσματα που αφορούν τις συναφθείσες από το εν λόγω ίδρυμα συμβάσεις. Ένα τέτοιο τραπεζικό ίδρυμα διαθέτει επίσης, κατ’ αρχήν, υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών η οποία διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να επικοινωνεί ευχερώς με τους ενδιαφερόμενους πελάτες.

    47      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, να αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία το ανώτατο εθνικό δικαστήριο εξέδωσε προγενέστερη απόφαση, σε διαφορετική υπόθεση, με την οποία κηρύχθηκε καταχρηστική τυποποιημένη ρήτρα αντίστοιχη με την εν λόγω ρήτρα της σύμβασης αυτής.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

    1)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,

    έχουν την έννοια ότι:

    δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, κατά τον χρόνο σύναψης σύμβασης με επαγγελματία, δυνάμει συμβατικής ρήτρας της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδοθείσα μετά την καταβολή των εξόδων αυτών, να αρχίζει από την ημερομηνία της ως άνω καταβολής, ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει την καταχρηστικότητα της ρήτρας αυτής ήδη κατά την εν λόγω καταβολή ή πριν η ακυρότητα της ρήτρας διαπιστωθεί με την εν λόγω απόφαση.

    2)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13

    έχουν την έννοια ότι:

    δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, να αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία το ανώτατο εθνικό δικαστήριο εξέδωσε προγενέστερη απόφαση, σε διαφορετική υπόθεση, με την οποία κηρύχθηκε καταχρηστική τυποποιημένη ρήτρα αντίστοιχη με την εν λόγω ρήτρα της σύμβασης αυτής.

    (υπογραφές)


    *      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

    Top