Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0438

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 16ης Μαρτίου 2023.
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή κ.λπ. κατά Pharmaceutical Works Polpharma S.A.
    Αίτηση αναιρέσεως – Δημόσια υγεία – Φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση – Οδηγία 2001/83/ΕΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 726/2004 – Αίτηση χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας γενόσημης εκδοχής του φαρμάκου Tecfidera – Απορριπτική απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) επί της αιτήσεως χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας – Προγενέστερη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία είχε κριθεί ότι το Tecfidera δεν καλυπτόταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm – Φαρμακευτικός συνδυασμός για τον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κατά το παρελθόν – Μεταγενέστερη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας για ένα από τα συστατικά του φαρμακευτικού συνδυασμού – Εκτίμηση της υπάρξεως γενικής άδειας κυκλοφορίας.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-438/21 P έως C-440/21 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:213

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 16ης Μαρτίου 2023 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Δημόσια υγεία – Φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση – Οδηγία 2001/83/ΕΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 726/2004 – Αίτηση χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας γενόσημης εκδοχής του φαρμάκου Tecfidera – Απορριπτική απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) επί της αιτήσεως χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας – Προγενέστερη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία είχε κριθεί ότι το Tecfidera δεν καλυπτόταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm – Φαρμακευτικός συνδυασμός για τον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κατά το παρελθόν – Μεταγενέστερη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας για ένα από τα συστατικά του φαρμακευτικού συνδυασμού – Εκτίμηση της υπάρξεως γενικής άδειας κυκλοφορίας»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑438/21 P έως C‑440/21 P,

    με αντικείμενο τρεις αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 14 Ιουλίου 2021 (C‑438/21 P και C‑439/21 P) και στις 15 Ιουλίου 2021 (C‑440/21 P),

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την S. Bourgois, την L. Haasbeek και τον A. Sipos και στη συνέχεια από την L. Haasbeek και τον A. Sipos,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

    Pharmaceutical Works Polpharma S.A., με έδρα το Starogard Gdański (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον N. Carbonnelle, avocat, την S. Faircliffe, solicitor, και τον M. Martens, advocaat,

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

    Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA), εκπροσωπούμενος από τον Σ. Δρόσο, την H. Kerr και τον S. Marino,

    καθού πρωτοδίκως,

    Biogen Netherlands BV, με έδρα το Badhoevedorp (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από την C. Schoonderbeek, advocaat,

    παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως (C‑438/21 P),

    και

    Biogen Netherlands BV, με έδρα το Badhoevedorp, εκπροσωπούμενη από την C. Schoonderbeek, advocaat,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

    Pharmaceutical Works Polpharma S.A., με έδρα το Starogard Gdański, εκπροσωπούμενη από τον N. Carbonnelle, avocat, την S. Faircliffe, solicitor, και τον M. Martens, advocaat,

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

    Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA), εκπροσωπούμενος από τον Σ. Δρόσο και τον S. Marino,

    καθού πρωτοδίκως,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την S. Bourgois, την L. Haasbeek και τον A. Sipos και στη συνέχεια από την L. Haasbeek και τον A. Sipos,

    παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως (C‑439/21 P),

    και

    Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA), εκπροσωπούμενος από τον Σ. Δρόσο, την H. Kerr και τον S. Marino,

    αναιρεσείων,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

    Pharmaceutical Works Polpharma S.A., με έδρα το Starogard Gdański, εκπροσωπούμενη από τον N. Carbonnelle, avocat, την S. Faircliffe, solicitor, και τον M. Martens, advocaat,

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την S. Bourgois, την L. Haasbeek και τον A. Sipos και στη συνέχεια από την L. Haasbeek και τον A. Sipos,

    Biogen Netherlands BV, με έδρα το Badhoevedorp, εκπροσωπούμενη από την C. Schoonderbeek, advocaat,

    παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως (C‑440/21 P),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και O. Spineanu‑Matei (εισηγήτρια), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: L. Medina

    γραμματέας: R. Stefanova Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιουνίου 2022,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 2022,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με τις αντίστοιχες αιτήσεις αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (C‑438/21 P), η Biogen Netherlands BV (στο εξής: Biogen) (C‑439/21 P) και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) (C‑440/21 P) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 5ης Μαΐου 2021, Pharmaceutical Works Polpharma κατά EMA (T‑611/18, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:241), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την από 30 Ιουλίου 2018 απορριπτική απόφαση του EMA επί της αιτήσεως της Pharmaceutical Works Polpharma S.A. (στο εξής: Polpharma) για χορήγηση άδειας κυκλοφορίας γενόσημης εκδοχής του φαρμάκου Tecfidera (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Το νομικό πλαίσιο

    Η οδηγία 2001/83/ΕΚ

    2

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 9 και 12 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ 2001, L 311, σ. 67), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2012/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012 (ΕΕ 2012, L 299, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2001/83), έχουν ως εξής:

    «(9)

    Η πείρα που έχει αποκτηθεί έδειξε ότι είναι σκόπιμο να καθοριστούν σαφέστερα οι περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι αναγκαίο να προσκομίζονται τα αποτελέσματα των τοξικολογικών, φαρμακολογικών ή κλινικών δοκιμών προκειμένου να χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας για φάρμακο που είναι ουσιαστικά παρεμφερές με άλλο φάρμακο που έχει εγκριθεί, χωρίς ωστόσο να θίγονται τα συμφέροντα των καινοτομουσών εταιρειών.

    […]

    (12)

    Με εξαίρεση τα φάρμακα που υπάγονται στην κεντρική κοινοτική διαδικασία εγκρίσεως που καθιερώνεται με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2309/93 του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 1993 για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών έγκρισης και εποπτείας των φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη και κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για την αξιολόγηση των φαρμακευτικών προϊόντων [(ΕΕ 1993, L 214, σ. 1)], η άδεια για την κυκλοφορία φαρμάκου που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους πρέπει να αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που στηρίζουν την άποψη ότι η έγκριση του συγκεκριμένου φαρμάκου μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους για τη δημόσια υγεία· σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ κρατών μελών ως προς την ποιότητα, την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα φαρμάκου, πρέπει να γίνεται επιστημονική αξιολόγηση του θέματος σε κοινοτικό επίπεδο, για την έκδοση μιας ενιαίας απόφασης όσον αφορά τα σημεία της διαφωνίας, η οποία είναι δεσμευτική για τα οικεία κράτη μέλη. Η απόφαση αυτή πρέπει να λαμβάνεται με ταχεία διαδικασία που διασφαλίζει τη στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.»

    3

    Το άρθρο 1 της οδηγίας 2001/83 προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοείται ως:

    «[…]

    2)

    Φάρμακο:

    α)

    κάθε ουσία ή συνδυασμός ουσιών που χαρακτηρίζεται ως έχουσα θεραπευτικές ή προληπτικές ιδιότητες έναντι ασθενειών ανθρώπων, ή

    β)

    κάθε ουσία ή συνδυασμός ουσιών δυναμένη να χρησιμοποιηθεί ή να χορηγηθεί σε άνθρωπο, με σκοπό είτε να αποκατασταθούν, να διορθωθούν ή να τροποποιηθούν φυσιολογικές λειτουργίες με την άσκηση φαρμακολογικής, ανοσολογικής ή μεταβολικής δράσης, είτε να γίνει ιατρική διάγνωση.

    […]

    3α. Δραστική ουσία:

    κάθε ουσία ή μείγμα ουσιών που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή ενός φαρμάκου και η οποία, όταν χρησιμοποιείται στην παραγωγή του, γίνεται ενεργό συστατικό του εν λόγω προϊόντος που προορίζεται να ασκήσει φαρμακολογική, ανοσολογική ή μεταβολική δράση με σκοπό να αποκατασταθούν, να διορθωθούν ή να τροποποιηθούν φυσιολογικές λειτουργίες ή να συντελέσει ώστε να γίνει ιατρική διάγνωση.

    […]»

    4

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «Κανένα φάρμακο δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά σε κράτος μέλος αν δεν έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αυτού σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή εάν δεν έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΕ 2004, L 136, σ. 1)] […]

    Όταν έχει χορηγηθεί αρχική άδεια κυκλοφορίας σε φάρμακο σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, χορηγείται επίσης άδεια σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο ή περιλαμβάνεται στην αρχική άδεια κυκλοφορίας για οιεσδήποτε πρόσθετες δοσολογίες, φαρμακοτεχνικές μορφές, οδούς χορήγησης και παρουσιάσεις, καθώς και για κάθε τροποποίηση και επέκταση. Όλες αυτές οι άδειες κυκλοφορίας θεωρούνται ότι ανήκουν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, ιδίως για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 1.»

    5

    Το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο θ) και με την επιφύλαξη της νομοθεσίας περί βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, ο αιτών δεν υποχρεούται να προσκομίζει τα αποτελέσματα των προκλινικών και κλινικών δοκιμών αν μπορεί να αποδείξει ότι το φάρμακο είναι γενόσημο φάρμακο ενός φαρμάκου αναφοράς για το οποίο έχει ή είχε εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 6, πριν από οκτώ τουλάχιστον έτη σε ένα κράτος μέλος ή στην [Ένωση].

    Γενόσημο φάρμακο για το οποίο έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας δυνάμει της παρούσας διάταξης δεν κυκλοφορεί στην αγορά πριν παρέλθει δεκαετία από την αρχική άδεια κυκλοφορίας του προϊόντος αναφοράς.

    […]

    Η δεκαετής περίοδος που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο αυξάνεται σε ένδεκα έτη, κατ’ ανώτατο όριο, εάν ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας λάβει, κατά τη διάρκεια των οκτώ πρώτων ετών της εν λόγω δεκαετούς περιόδου, άδεια για μία ή περισσότερες νέες θεραπευτικές ενδείξεις που κρίνεται, κατά την επιστημονική αξιολόγηση η οποία διενεργείται πριν την έγκρισή τους, ότι συνεπάγονται σημαντικό κλινικό όφελος σε σύγκριση με τις υπάρχουσες θεραπευτικές μεθόδους.

    2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

    α)

    ως “φάρμακο αναφοράς” νοείται ένα φάρμακο το οποίο εγκρίνεται δυνάμει του άρθρου 6, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8,

    β)

    ως “γενόσημο φάρμακο” νοείται ένα φάρμακο με την ίδια ποιοτική και ποσοτική σύνθεση σε δραστικές ουσίες, την ίδια φαρμακευτική μορφή όπως το φάρμακο αναφοράς και του οποίου η βιοϊσοδυναμία με το φάρμακο αναφοράς έχει αποδειχθεί βάσει των κατάλληλων μελετών βιοδιαθεσιμότητας. Τα διάφορα άλατα, εστέρες, αιθέρες, ισομερή, μείγματα ισομερών, σύμπλοκα ή παράγωγα μιας δραστικής ουσίας θα θεωρούνται ως μία και η αυτή δραστική ουσία, εκτός εάν οι ιδιότητές τους διαφέρουν σημαντικά από απόψεως ασφαλείας ή/και αποτελεσματικότητας· στην περίπτωση αυτή πρέπει να παρασχεθούν από τον αιτούντα συμπληρωματικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ασφάλεια ή/και την αποτελεσματικότητα των διαφόρων αλάτων, εστέρων ή παραγώγων επιτρεπομένης δραστικής ουσίας. Οι διάφορες φαρμακοτεχνικές μορφές που λαμβάνονται από το στόμα και είναι άμεσης απελευθέρωσης θεωρούνται ως μία και η αυτή φαρμακοτεχνική μορφή. Ο αιτών μπορεί να απαλλαγεί από τις μελέτες βιοδιαθεσιμότητας αν μπορεί να αποδείξει ότι το γενόσημο φάρμακο πληροί τα σχετικά κριτήρια, όπως ορίζονται στους οικείους λεπτομερείς προσανατολισμούς.»

    6

    Το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 προβλέπει τα εξής:

    «Αν για συγκεκριμένο φάρμακο έχουν υποβληθεί, σύμφωνα με το άρθρο 8 και τα άρθρα 10, 10α, 10β, 10γ και 11, δύο ή περισσότερες αιτήσεις για άδεια κυκλοφορίας και τα κράτη μέλη λάβουν διαφορετικές αποφάσεις για την έγκριση, την αναστολή ή την ανάκλησή της, κάθε κράτος μέλος ή η Επιτροπή ή ο αιτών ή ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας στην αγορά μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην επιτροπή φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση, στο εξής καλούμενη “επιτροπή”, για να εφαρμοσθεί η διαδικασία των άρθρων 32, 33 και 34.»

    7

    Το άρθρο 31, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «Σε ειδικές περιπτώσεις που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την [Ευρωπαϊκή] Ένωση, τα κράτη μέλη, η Επιτροπή, ο αιτών ή ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας παραπέμπουν το θέμα στην Επιτροπή για την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στα άρθρα 32, 33 και 34, προτού ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας κυκλοφορίας ή αναστολή ή ανάκληση άδειας κυκλοφορίας ή για οποιαδήποτε άλλη τροποποίηση της άδειας κυκλοφορίας που φαίνεται αναγκαία.

    […]»

    Ο κανονισμός 726/2004

    8

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 17 και 19 του κανονισμού 726/2004 έχουν ως εξής:

    «(17)

    Η [Ένωση] θα πρέπει να διαθέτει τα μέσα επιστημονικής αξιολόγησης των φαρμάκων που υποβάλλονται σύμφωνα με τις αποκεντρωμένες […] διαδικασίες χορήγησης άδειας. Εξάλλου, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ουσιαστική εναρμόνιση των διοικητικών αποφάσεων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη όσον αφορά φάρμακα που υποβάλλονται σύμφωνα με τις αποκεντρωμένες διαδικασίες χορήγησης άδειας, είναι ανάγκη να διαθέτει η [Ένωση] μέσα επίλυσης διαφωνιών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την ποιότητα, την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων.

    […]

    (19)

    Το κυριότερο καθήκον του [EMA] θα πρέπει να είναι η παροχή επιστημονικών γνωμών του υψηλότερου δυνατού επιπέδου στα θεσμικά όργανα της [Ένωσης] καθώς και στα κράτη μέλη, προκειμένου να ασκούν τις εξουσίες που τους ανατίθενται από την [ενωσιακή] νομοθεσία στον τομέα των φαρμάκων, όσον αφορά τη χορήγηση άδειας και την εποπτεία των φαρμάκων. Μόνον ύστερα από μια ενιαία επιστημονική αξιολόγηση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου ποιότητας, ασφάλειας και αποτελεσματικότητας των φαρμάκων υψηλής τεχνολογίας, πραγματοποιούμενη από τον [EMA], θα πρέπει να χορηγείται από την [Ένωση] άδεια κυκλοφορίας με ταχεία διαδικασία που να εξασφαλίζει τη στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.»

    9

    Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

    «Σε γενόσημο φάρμακο, ενός φαρμάκου αναφοράς για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια από την [Ένωση], είναι δυνατόν να χορηγηθεί άδεια από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με την οδηγία 2001/83/ΕΚ και με την οδηγία 2001/82/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα (ΕΕ 2001, L 311, σ. 1),] υπό τους ακόλουθους όρους:

    α)

    η αίτηση χορήγησης άδειας υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ ή το άρθρο 13 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ,

    β)

    η συνοπτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του προϊόντος συμφωνεί, σε κάθε συναφές σημείο, με τη συνοπτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του προϊόντος στο οποίο η [Ένωση] έχει χορηγήσει άδεια εκτός από τα μέρη της συνοπτικής περιγραφής των χαρακτηριστικών του προϊόντος που αναφέρονται σε ενδείξεις ή μορφές δοσολογίας που εξακολουθούν να καλύπτονται από το δίκαιο περί ευρεσιτεχνίας κατά τη στιγμή της διάθεσης του γενόσημου φαρμάκου στην αγορά, και

    γ)

    στα γενόσημα φάρμακα χορηγείται άδεια με την ίδια ονομασία σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία έχει υποβληθεί η αίτηση. Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, η απόδοση της ΙΝΝ (Διεθνούς Κοινής Ονομασίας) σε όλες τις γλώσσες θεωρείται ως ίδια ονομασία.»

    10

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «Για τη χορήγηση της άδειας κυκλοφορίας κατ’ άρθρο 3, υποβάλλεται αίτηση στον [EMA].»

    11

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «Συνιστάται Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση. Η επιτροπή αυτή υπάγεται στον [EMA].»

    12

    Το άρθρο 57, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 726/2004 προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Ο [EMA] παρέχει στα κράτη μέλη και στα όργανα της [Ένωσης] τις καλύτερες δυνατές επιστημονικές συμβουλές για κάθε θέμα σχετικό με την αξιολόγηση της ποιότητας, της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση ή των κτηνιατρικών φαρμάκων, το οποίο παραπέμπεται σε αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις της [ενωσιακής] νομοθεσίας για τα φάρμακα.»

    13

    Το άρθρο 60 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, ο [EMA] συλλέγει, προκειμένου περί εγκεκριμένων φαρμάκων, κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με τις μεθόδους που εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της προστιθεμένης θεραπευτικής αξίας κάθε νέου φαρμάκου.»

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 1234/2008

    14

    Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2008 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εξέταση των τροποποιήσεων όσον αφορά τους όρους των αδειών κυκλοφορίας φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και κτηνιατρικών φαρμάκων (ΕΕ 2008, L 334, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 712/2012 της Επιτροπής, της 3ης Αυγούστου 2012 (ΕΕ 2012, L 209, σ. 4) (στο εξής: κανονισμός 1234/2008), ορίζει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

    […]

    4)

    “επέκταση άδειας κυκλοφορίας” ή “επέκταση”: τροποποίηση που παρατίθεται στο παράρτημα I και ικανοποιεί τους όρους που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα·

    […]».

    15

    Το παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επέκταση αδειών κυκλοφορίας», περιλαμβάνει το ακόλουθο χωρίο:

    «1. Μεταβολές της (των) δραστικής(‑ών) ουσίας(‑ών):

    α)

    αντικατάσταση της δραστικής χημικής ουσίας από διαφορετικό σύμπλοκο/παράγωγο άλατος/εστέρος (με την ίδια θεραπευτική ποσότητα), όπου τα χαρακτηριστικά αποτελεσματικότητας/ασφαλείας δεν διαφέρουν σημαντικά·

    […]».

    16

    Ο ως άνω κανονισμός κατήργησε τον κανονισμό (ΕΚ) 1085/2003 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 2003, σχετικά με την εξέταση των τροποποιήσεων των όρων της άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση και κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2309/93 (ΕΕ 2003, L 159, σ. 24).

    Το ιστορικό της διαφοράς

    17

    Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας.

    18

    Στις 9 Αυγούστου 1994 το Bundesinstitut für Arzneimittel und Medizinprodukte (Ομοσπονδιακό ινστιτούτο φαρμάκων και ιατροτεχνολογικών προϊόντων, Γερμανία) (στο εξής: BfArM) χορήγησε στη Fumapharm AG δύο άδειες κυκλοφορίας (στο εξής: ΑΚ) για δύο περιεκτικότητες φαρμάκου με την ονομασία Fumaderm, το οποίο ενδείκνυται για τη θεραπεία της ψωρίασης. Το Fumaderm εγκρίθηκε ως σταθερός φαρμακευτικός συνδυασμός φουμαρικού διμεθυλίου (στο εξής: DMF) και διαφόρων αλάτων του όξινου φουμαρικού αιθυλεστέρα (άλατα φουμαρικού μονοαιθυλεστέρα, στο εξής: MEF). Σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, η περίοδος νόμιμης προστασίας των δεδομένων (στο εξής: ΝΠΔ) του Fumaderm έληξε εντός του 2004. Οι ως άνω ΑΚ μεταβιβάστηκαν εν τέλει στην Biogen Idec Ltd.

    19

    Στις 28 Φεβρουαρίου 2012 η Biogen Idec υπέβαλε αίτηση στον EMA, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 726/2004, για ΑΚ του φαρμάκου για ανθρώπινη χρήση Tecfidera – φουμαρικού διμεθυλεστέρα (στο εξής: Tecfidera).

    20

    Στις 30 Ιανουαρίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση C(2014) 601 final για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του Tecfidera δυνάμει του κανονισμού 726/2004 (στο εξής: εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014). Σύνοψη της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 28 Φεβρουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, C 59, σ. 1).

    21

    Με την ως άνω απόφαση, το Tecfidera εγκρίθηκε ως φάρμακο το οποίο είχε ένα μόνο συστατικό στη σύνθεσή του, το DMF, και το οποίο ενδείκνυτο για τη θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι το Tecfidera και το Fumaderm δεν υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω αποφάσεως έχει ως εξής:

    «[Το DMF], η δραστική ουσία του “[Tecfidera]”, είναι μέρος της σύνθεσης του εγκεκριμένου φαρμάκου Fumaderm, το οποίο αποτελείται από DMF και άλας του φουμαρικού αιθυλεστέρα με ασβέστιο, άλας του όξινου φουμαρικού αιθυλεστέρα με μαγνήσιο και άλας του όξινου φουμαρικού αιθυλεστέρα με ψευδάργυρο ([MEF]), τα οποία ανήκουν στον ίδιο κάτοχο άδειας κυκλοφορίας. Η επιτροπή φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα […] MEF και DMF είναι αμφότερα δραστικά και ότι δεν συνιστούν την ίδια δραστική ουσία, δεδομένου ότι δεν έχουν κοινό θεραπευτικό τμήμα στο μόριό τους. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι το Tecfidera που περιέχει DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm, το άλλο ήδη εγκεκριμένο φάρμακο το οποίο αποτελείται από DMF και […] MEF. Επομένως, το “[Tecfidera]”, η αίτηση για το οποίο συντάχθηκε βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας [2001/83], και το ήδη εγκεκριμένο φάρμακο Fumaderm δεν υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας [αυτής].»

    22

    Στις 27 Νοεμβρίου 2017 η Polpharma υπέβαλε αίτηση ενώπιον του EMA με την οποία ζητούσε να επιβεβαιωθεί ότι ήταν επιλέξιμη για την υποβολή αιτήσεως ΑΚ σύμφωνα με την κεντρική διαδικασία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 726/2004 για γενόσημο φάρμακο με την ονομασία Dimethyl Fumarate Pharmaceutical Works Polpharm, παράγωγο του φαρμάκου αναφοράς Tecfidera.

    23

    Με την επίδικη απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 30 Ιουλίου 2018, ο EMA ενημέρωσε την Polpharma ότι δεν ήταν σε θέση να εγκρίνει την αίτησή της. Ο EMA υπογράμμισε ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 3 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, το Tecfidera και το ήδη εγκεκριμένο φάρμακο Fumaderm δεν υπάγονταν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83, για τον λόγο ότι ο MEF και το DMF ήταν αμφότερα δραστικά και δεν αντιστοιχούσαν στην ίδια δραστική ουσία, διότι η θεραπευτική τους ποσότητα δεν ήταν η ίδια και στα δύο φάρμακα. Ο EMA έκρινε ότι το Tecfidera διέθετε δική του ΝΠΔ οκτώ ετών και ότι η περίοδος αυτή προστασίας δεν είχε ακόμη λήξει. Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων αυτών, ο EMA επισήμανε ότι δεν επιτρεπόταν η αναφορά στα δεδομένα σχετικά με τις προκλινικές και τις κλινικές δοκιμές, τα οποία περιλαμβάνονται στον φάκελο του Tecfidera, προς τον σκοπό της υποβολής αιτήσεως ΑΚ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    24

    Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Οκτωβρίου 2018, η Polpharma άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

    25

    Με διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2019, επετράπη στην Biogen, ήτοι στην εταιρία στην οποία είχε μεταβιβαστεί η ΑΚ του Tecfidera, και στην Επιτροπή να παρέμβουν υπέρ του EMA.

    26

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η Polpharma προέβαλε έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, στηριζόμενο στην έλλειψη νομιμότητας της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014. Κατ’ ουσίαν, υποστήριξε ότι η εν λόγω απόφαση, η οποία αποτελεί τη νομική βάση της επίδικης αποφάσεως, έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, να κηρυχθεί ανεφάρμοστη ως παράνομη, καθόσον η Επιτροπή είχε κρίνει ότι το Tecfidera και το Fumaderm ήταν διαφορετικά και, κατά συνέπεια, δεν υπάγονταν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας. Συναφώς, η Polpharma υποστήριξε ότι, σε περίπτωση αιτήσεως ΑΚ δραστικής ουσίας περιεχόμενης σε σταθερό φαρμακευτικό συνδυασμό για τον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κατά το παρελθόν, η εκτίμηση της υπάρξεως τυχόν διαφοράς μεταξύ του συνδυασμού αυτού και της μεμονωμένης δραστικής ουσίας εξαρτάται από το ζήτημα αν οι επιμέρους δραστικές ουσίες του συνδυασμού έχουν τεκμηριωμένη και κρίσιμη θεραπευτική συμβολή εντός του εν λόγω συνδυασμού. Η Polpharma συνήγαγε εξ αυτού ότι η επίδικη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ΑΚ γενόσημου φαρμάκου του Tecfidera, στερούνταν νομικής βάσεως και έπρεπε να ακυρωθεί, ιδίως λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

    27

    Κατά πρώτον, στις σκέψεις 85 έως 149 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προβληθείσα από την Polpharma ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 ήταν παραδεκτή. Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, χαρακτήρισε την εν λόγω απόφαση ως «πράξη γενικής ισχύος», στο μέτρο που με αυτή διαπιστώθηκε ότι το Tecfidera δεν καλυπτόταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm, για το οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας κατά το παρελθόν. Περαιτέρω, επισήμανε ότι η Επιτροπή είχε στηριχθεί ρητώς στις εκτιμήσεις της Επιτροπής Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση, συσταθείσας με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 726/2004 και υπαγόμενης στον EMA (στο εξής: CHMP), προκειμένου να συναγάγει ότι το Tecfidera και το Fumaderm δεν καλύπτονταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας. Έκρινε ότι, επομένως, προκειμένου η Polpharma να αποδείξει την έλλειψη νομιμότητας της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, μπορούσε να αμφισβητήσει την ορθότητα των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονταν στα έγγραφα της CHMP σχετικά με το Tecfidera, επί των οποίων στηριζόταν η εν λόγω εκτελεστική απόφαση και τα οποία αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα της αιτιολογίας της. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο, αφού εξέτασε τα στοιχεία της δικογραφίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Polpharma δεν μπορούσε να έχει ασκήσει παραδεκτώς ευθεία προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι το έννομο συμφέρον της Polpharma να ζητήσει την ακύρωση της προαναφερθείσας αποφάσεως δεν ήταν γεγενημένο και ενεστώς, αλλά μελλοντικό και αβέβαιο κατά τον χρόνο κατά τον οποίο θα είχε δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως.

    28

    Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας και έκρινε ότι η επίδικη απόφαση, η οποία στηριζόταν στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, στερούνταν έννομης βάσεως και έπρεπε να ακυρωθεί.

    29

    Προκειμένου να καταλήξει στο ανωτέρω συμπέρασμα, πρώτον, στις σκέψεις 173 έως 180 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την έννοια της «γενικής άδειας κυκλοφορίας» και τους σκοπούς της. Διευκρίνισε συναφώς ότι η εν λόγω έννοια, η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83, αποτελεί λογική συνέχεια της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου που ανέπτυξε την έννοια αυτή ιδίως προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο σκοπός της «συνοπτικής» διαδικασίας, ο οποίος συνίσταται στην εξοικονόμηση του χρόνου και του κόστους που απαιτούνται για τη συλλογή των αποτελεσμάτων των φαρμακολογικών, τοξικολογικών και κλινικών δοκιμών καθώς και στην αποφυγή επαναλήψεως των δοκιμών στον άνθρωπο ή στα ζώα. Επίσης ανέφερε, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 10 της οδηγίας 2001/83, τον σκοπό που συνίσταται στο «να διευκολυνθεί η έρευνα νέων θεραπευτικών ενδείξεων που παρουσιάζουν σημαντικό κλινικό όφελος και οι οποίες βελτιώνουν την ευημερία και την ποιότητα ζωής του ασθενούς» μεριμνώντας ώστε «να διατηρηθεί η απαραίτητη ισορροπία μεταξύ της προώθησης τέτοιων καινοτομιών και της ανάγκης να τονωθεί η παραγωγή φαρμάκων κοινόχρηστης ονομασίας».

    30

    Δεύτερον, στις σκέψεις 181 έως 218 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης και την εξέλιξη των επιστημονικών γνώσεων κατά τα έτη από το 1994 έως το 2014. Συναφώς, διαπίστωσε ότι, εκδίδοντας την εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή αντιμετώπισε, για πρώτη φορά στο επίπεδο της Ένωσης, το ζήτημα αν ένας εγκεκριμένος σταθερός φαρμακευτικός συνδυασμός και ένα συστατικό του συνδυασμού αυτού υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας. Έκρινε, εξάλλου, ότι, απαντώντας στο ερώτημα αν η ΑΚ του Tecfidera, του οποίου η μόνη δραστική ουσία ήταν συστατικό του Fumaderm, υπαγόταν ή όχι στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τους φαρμακευτικούς συνδυασμούς, καθώς και οι επιστημονικές γνώσεις, είχαν σημαντικά μεταβληθεί σε σχέση με τα ισχύοντα κατά το έτος 1994, όταν η εθνική αρχή είχε χορηγήσει την ΑΚ για το Fumaderm. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ορθώς η Επιτροπή είχε ζητήσει από την CHMP να εξετάσει αν το DMF, από το οποίο αποτελείται το Tecfidera, είναι διαφορετικό από το Fumaderm, το οποίο αποτελείται από DMF και MEF.

    31

    Τρίτον, και χωρίς να αποφανθεί επί της δυνατότητας εφαρμογής εν προκειμένω του άρθρου 31 της οδηγίας 2001/83, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε στις σκέψεις 219 έως 238 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι, στο πλαίσιο των διαδικασιών χορηγήσεως ΑΚ οι οποίες κινούνται στο επίπεδο της Ένωσης ή στα κράτη μέλη, ο EMA και η Επιτροπή επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία, μη δυνάμενη να συγκριθεί με εκείνη των εθνικών αρχών. Έκρινε ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως δεν μπορεί συνεπώς να εμποδίσει την CHMP να εξετάσει, κατόπιν υποβολής αιτήσεως ΑΚ στο πλαίσιο της κεντρικής διαδικασίας, τις προγενέστερες αξιολογήσεις στις οποίες προέβη εθνική αρχή ή να προβεί η ίδια σε ανεξάρτητη αξιολόγηση.

    32

    Τέταρτον, στις σκέψεις 239 έως 273 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο EMA και η Επιτροπή διέθεταν ή μπορούσαν να διαθέτουν, κατά την έκδοση της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, στοιχεία ικανά να ανατρέψουν την υπόθεση ότι ο MEF παίζει ρόλο στη σύνθεση του Fumaderm.

    33

    Πέμπτον, αφού εξέθεσε το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων, στη σκέψη 281 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι από την αιτιολογική σκέψη 3 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 προκύπτει σαφώς ότι η εκτίμηση ότι το Tecfidera είναι διαφορετικό από το Fumaderm και δεν υπάγεται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας με το Fumaderm στηριζόταν στη διαπίστωση της CHMP ότι ο MEF και το DMF είναι αμφότερα δραστικά και δεν αντιστοιχούν στην ίδια δραστική ουσία καθώς και στη διαπίστωση ότι είχε ήδη χορηγηθεί ΑΚ στο Fumaderm ως φαρμακευτικό συνδυασμό αποτελούμενο από DMF και MEF.

    34

    Πλην όμως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι διαπιστώσεις αυτές δεν επαρκούσαν για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Tecfidera υπάγεται σε χωριστή γενική άδεια κυκλοφορίας από εκείνη του Fumaderm. Στη σκέψη 282 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έκρινε συναφώς ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών μιας τέτοιας άδειας κυκλοφορίας, του εφαρμοστέου κατά το έτος 1994 στους φαρμακευτικούς συνδυασμούς δικαίου της Ένωσης και της εξελίξεως των επιστημονικών γνώσεων κατά τα έτη από το 1994 έως το 2014, της ειδικής λειτουργίας που επιτελούν ο EMA και η Επιτροπή, καθώς και των στοιχείων τα οποία ο ΕΜΑ και η Επιτροπή διέθεταν ή μπορούσαν να διαθέτουν και τα οποία ήταν ικανά να ανατρέψουν την υπόθεση ότι ο MEF παίζει ρόλο στη σύνθεση του Fumaderm, η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Tecfidera υπάγεται σε διαφορετική γενική άδεια κυκλοφορίας από εκείνη του Fumaderm για το οποίο είχε χορηγηθεί ΑΚ κατά το παρελθόν, χωρίς να έχει επαληθεύσει ή χωρίς να έχει ζητήσει από την CHMP να επαληθεύσει αν και, ενδεχομένως, πώς το BfArM είχε εκτιμήσει τον ρόλο του MEF στη σύνθεση του Fumaderm και χωρίς επίσης να έχει ζητήσει από την CHMP να εκτιμήσει τον εν λόγω ρόλο.

    35

    Στις σκέψεις 289 και 293 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Tecfidera και το Fumaderm δεν υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 ενείχε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Στις σκέψεις 295 και 296 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, έκανε δεκτή την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλε η Polpharma και, κατά συνέπεια, έκρινε ότι η επίδικη απόφαση, η οποία στηριζόταν στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, στερούνταν έννομης βάσεως και έπρεπε να ακυρωθεί.

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

    36

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Μαΐου 2022, η Biogen ζήτησε την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υποθέσεως C‑439/21 P δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε στις 6 Μαΐου 2022 ότι δεν συνέτρεχε λόγος να εκδικαστεί η εν λόγω υπόθεση κατά προτεραιότητα.

    37

    Με απόφαση της 10ης Μαΐου 2022, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑438/21 P έως C‑440/21 P προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    38

    Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑438/21 P, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Biogen, ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να απορρίψει την προσφυγή και

    να καταδικάσει την Polpharma στα δικαστικά έξοδα.

    39

    Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P, η Biogen, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να απορρίψει την προσφυγή ή, εφόσον είναι αναγκαίο, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και

    να καταδικάσει την Polpharma στα δικαστικά έξοδα.

    40

    Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑440/21 P, ο EMA, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή και την Biogen, ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να απορρίψει την προσφυγή και

    να καταδικάσει την Polpharma στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της αναιρετικής διαδικασίας.

    41

    Στις υποθέσεις C‑438/21 P έως C‑440/21 P, η Polpharma ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως·

    να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

    να καταδικάσει την Επιτροπή, την Biogen και τον EMA στα δικαστικά έξοδα στο πλαίσιο των αντίστοιχων αιτήσεων αναιρέσεώς τους.

    Επί των αιτήσεων επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

    42

    Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα, η Polpharma ζήτησε, με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Νοεμβρίου 2022 και στις 20 Ιανουαρίου 2023, την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    43

    Κατά την ως άνω διάταξη, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου ή ακόμη όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων.

    44

    Προς στήριξη των αιτημάτων της, η Polpharma ισχυρίζεται ότι, όσον αφορά τη διαδικασία ανανέωσης της ΑΚ του Fumaderm κατά το έτος 2013, οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέα στηρίζονται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι η θεραπευτική συμβολή του MEF επιβεβαιώθηκε από το BfArM.

    45

    Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσίως, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του. Επομένως, δεν πρόκειται για διατύπωση γνώμης απευθυνόμενης προς τους δικαστές ή τους διαδίκους η οποία να προέρχεται από αρχή εκτός του Δικαστηρίου, αλλά για ατομική και αιτιολογημένη γνώμη, την οποία διατυπώνει δημοσίως ένα μέλος του ίδιου του θεσμικού οργάνου. Υπό τις συνθήκες αυτές, επί των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα δεν διεξάγεται συζήτηση μεταξύ των διαδίκων. Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Κατά συνέπεια, η διαφωνία οποιουδήποτε ενδιαφερομένου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του, δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, λόγο που δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Préfet du Gers και Institut national de la statistique et des études économiques, C‑673/20, EU:C:2022:449, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    46

    Εν προκειμένω, από τις αιτήσεις επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας προκύπτει ότι η Polpharma επιδιώκει με αυτές, στην πραγματικότητα, να τοποθετηθεί επί της εκ μέρους της γενικής εισαγγελέα ερμηνείας των πραγματικών και νομικών περιστάσεων επί των οποίων στηρίζεται ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑438/21 P, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑440/21 P. Πλην όμως, όπως προκύπτει από το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας και από τη μνημονευόμενη στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως νομολογία, ένας τέτοιος λόγος δεν περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που μπορούν να δικαιολογήσουν την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι ως άνω περιστάσεις συζητήθηκαν διεξοδικώς μεταξύ των διαδίκων της αναιρετικής δίκης τόσο κατά την έγγραφη διαδικασία όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο κρίνει, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως και ότι, προς επίλυση της διαφοράς, δεν χρειάζεται να λάβει υπόψη νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεώς του ή επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση ενώπιόν του.

    47

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

    Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

    48

    Προς στήριξη των αντίστοιχων αιτήσεων αναιρέσεώς τους στις υποθέσεις C‑438/21 P, C‑439/21 P και C‑440/21 P, η Επιτροπή, η Biogen και ο EMA (στο εξής: αναιρεσείοντες) προβάλλουν τέσσερις παρόμοιους λόγους αναιρέσεως.

    49

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑438/21 P, τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P και τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑440/21 P, η Επιτροπή, η Biogen και ο EMA προβάλλουν αντιστοίχως, κατ’ ουσίαν, την εκ μέρους του BfArM μη συνεκτίμηση της αξιολόγησης του Fumaderm κατά την ανανέωση της ΑΚ του κατά το έτος 2013 καθώς και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

    50

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην απόφαση C‑438/21 P, τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑440/21 P, η Επιτροπή, η Biogen και ο EMA προβάλλουν αντιστοίχως, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 και εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της «γενικής άδειας κυκλοφορίας».

    51

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑438/21 P, τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑440/21 P, η Επιτροπή, η Biogen και ο EMA προβάλλουν αντιστοίχως, κατ’ ουσίαν, παράβαση του συστήματος αποκεντρωμένης εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης για τα φαρμακευτικά προϊόντα, το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό 726/2004 και την οδηγία 2001/83, καθώς και παραβίαση των αρχών της δοτής αρμοδιότητας και της επικουρικότητας, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 5 ΣΕΕ, και της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

    52

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑438/21 P, τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑440/21 P, η Επιτροπή, η Biogen και ο EMA προβάλλουν αντιστοίχως, κατ’ ουσίαν, υπέρβαση των ορίων του δικαστικού ελέγχου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε την επιστημονική αξιολόγηση των αρμόδιων ρυθμιστικών αρχών με τη δική του.

    53

    Τέλος, πέραν των ως άνω τεσσάρων παρόμοιων λόγων αναιρέσεως, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P, η Biogen προβάλλει εσφαλμένη εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εφαρμογή του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προβληθείσα από την Polpharma ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    54

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P, η Biogen προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε παραδεκτή την προβληθείσα κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, ενώ η συγκεκριμένη απόφαση μπορούσε να έχει προσβληθεί απευθείας από την Polpharma το 2014.

    55

    Συναφώς, ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, κακώς έκρινε, στη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι για την εφαρμογή της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 απαιτούνταν εκτελεστικά μέτρα και ότι η επίδικη απόφαση αποτελούσε ένα εκ των μέτρων αυτών. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως στηρίχθηκε στη διατυπωθείσα στη σκέψη 136 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως διαπίστωση ότι, δεδομένου ότι η Polpharma δεν ήταν σε θέση να καταδείξει ότι η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 μπορούσε να παραγάγει άμεσο αποτέλεσμα, επηρεάζον τη νομική κατάστασή της, παρά μόνον με την υποβολή αιτήσεως για γενόσημο φάρμακο, η επίδικη απόφαση αποτελούσε αναγκαίο εκτελεστικό μέτρο.

    56

    Η Polpharma υποστηρίζει ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    57

    Επισημαίνεται ότι, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P, η Biogen βάλλει κατά των σκέψεων 136 και 137 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε με αυτές, κατ’ ουσίαν, ότι για την εφαρμογή της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 απαιτούνταν εκτελεστικά μέτρα και ότι η επίδικη απόφαση αποτελούσε ένα εκ των μέτρων αυτών.

    58

    Πλην όμως, από την εκτίμηση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 138 έως 147 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το συμπέρασμά του, στη σκέψη 148 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Polpharma δεν μπορούσε να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 στηριζόταν, εν πάση περιπτώσει, στη διαπίστωση ότι αυτή δεν είχε γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον να προσβάλει την εν λόγω απόφαση.

    59

    Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑438/21 P, του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P και του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑440/21 P

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    60

    Με τους αντίστοιχους λόγους αναιρέσεώς τους, οι οποίοι βάλλουν κατά των σκέψεων 173 έως 180, 236 έως 238, 274, 275, 280 έως 282, 288, 289 και 292 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή, η Biogen και ο EMA προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83. Ειδικότερα, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της διαλαμβανόμενης στην εν λόγω διάταξη έννοιας της «γενικής άδειας κυκλοφορίας».

    61

    Συναφώς, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την ως άνω διάταξη, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, κρίνοντας ότι ο EMA και η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του κατά πόσον το Fumaderm και το Tecfidera υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, έπρεπε να προβούν σε επαναξιολόγηση της ποιοτικής σύνθεσης σε δραστικές ουσίες του αρχικού φαρμάκου, ήτοι του Fumaderm, το οποίο αποτελεί φαρμακευτικό συνδυασμό, προκειμένου να εξακριβώσουν αν ο MEF και το DMF έχουν, το καθένα, θεραπευτική συμβολή εντός του εν λόγω συνδυασμού.

    62

    Το κριτήριο το οποίο χρησιμοποίησε κατά τα άνω το Γενικό Δικαστήριο δεν δικαιολογείται ούτε από το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 ούτε από τους νομοθετικούς σκοπούς στους οποίους στηρίζεται η έννοια της «γενικής άδειας κυκλοφορίας».

    63

    Συγκεκριμένα, αφενός, κατά τους αναιρεσείοντες, με τη σαφή διατύπωσή του, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό όλες τις πιθανές μεταγενέστερες εξελίξεις ενός φαρμάκου οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής υφιστάμενης γενικής άδειας κυκλοφορίας. Οι εξελίξεις αυτές περιλαμβάνουν άλλες δοσολογίες, φαρμακοτεχνικές μορφές, οδούς χορήγησης και παρουσιάσεις ενός αρχικού φαρμάκου καθώς και τις τροποποιήσεις και τις επεκτάσεις της ΑΚ του εν λόγω φαρμάκου. Οι έννοιες της «τροποποίησης» και της «επέκτασης» ορίζονται ρητώς στον κανονισμό 1234/2008 και δεν χωρεί αμφιβολία ότι η απόσυρση της δραστικής ουσίας ενός προϊόντος για το οποίο είχε χορηγηθεί αρχικώς άδεια ή η αντικατάστασή της από διαφορετική δραστική ουσία δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως ανάπτυξη καλυπτόμενη από τη γενική άδεια κυκλοφορίας του αρχικώς εγκριθέντος προϊόντος.

    64

    Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 προκύπτει ότι δύο φάρμακα τα οποία αποτελούνται από δραστικές ουσίες οι οποίες δεν περιέχουν την ίδια θεραπευτική ποσότητα, και τα οποία είναι επομένως διαφορετικά, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι καλύπτονται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας. Η σημασία της θεραπευτικής ποσότητας προκειμένου ουσίες ή προϊόντα να θεωρούνται ότι είναι διαφορετικά έχει επίσης αναγνωριστεί στην απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, SmithKline Beecham (C‑74/03, EU:C:2005:39). Ως εκ τούτου, πρέπει να συγκριθεί η ποιοτική σύνθεση σε δραστικές ουσίες του αρχικού φαρμάκου, όπως αυτή τεκμηριώθηκε στην ΑΚ του, με την ποιοτική σύνθεση σε δραστικές ουσίες του δεύτερου φαρμάκου.

    65

    Το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως περιέλαβε στην εκτίμηση της υπάρξεως γενικής άδειας κυκλοφορίας αξιολόγηση σχετικά με τη σχέση οφέλους/κινδύνου του αρχικού φαρμάκου, η οποία εμπίπτει στη διαδικασία χορηγήσεως της ΑΚ του εν λόγω φαρμάκου. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι η διαπίστωση της ποιοτικής σύνθεσης ενός φαρμάκου σε δραστικές ουσίες εμπίπτει στις αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής, σε εθνικό επίπεδο ή σε επίπεδο Ένωσης, η οποία χορηγεί την ΑΚ του αρχικού φαρμάκου, περιλαμβάνει δε, στην περίπτωση σταθερού φαρμακευτικού συνδυασμού, την αξιολόγηση του κατά πόσον οι δύο δραστικές ουσίες έχουν τεκμηριωμένη θεραπευτική συμβολή εντός του εν λόγω συνδυασμού. Αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, ένα προϊόν θα πρέπει να εγκρίνεται ως φάρμακο το οποίο περιέχει μία μόνο δραστική ουσία. Αντιθέτως, η αξιολόγηση της ποιοτικής σύνθεσης του αρχικού φαρμάκου σε δραστικές ουσίες δεν περιλαμβάνεται στην αξιολόγηση της γενικής άδειας κυκλοφορίας. Η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου προτρέπει σε μια συστηματική επαναξιολόγηση αποφάσεων που εκδόθηκαν προγενέστερα.

    66

    Αφετέρου, κατά τους αναιρεσείοντες, οι σκοποί που επιδιώκει και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έννοια της «γενικής άδειας κυκλοφορίας» στηρίζουν τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83. Κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω έννοια και η συνδεόμενη με αυτή περίοδος ΝΠΔ σκοπούν στη διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της προστασίας των καινοτομουσών επιχειρήσεων και των συμφερόντων του ανταγωνισμού που εξυπηρετεί η διάθεση γενόσημων φαρμάκων στην αγορά. Σκοπός της έννοιας της «γενικής άδειας κυκλοφορίας» είναι να επιτύχει αυτήν την ισορροπία, παρέχοντας ταυτόχρονα ένα πρακτικό κριτήριο για τη διαπίστωση του κατά πόσον δύο φάρμακα υπάγονται ή όχι στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2001/83. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Fumaderm εγκρίθηκε ως σταθερός φαρμακευτικός συνδυασμός που περιέχει δύο δραστικές ουσίες, το εν λόγω φάρμακο και το Tecfidera μπορούν να καλύπτονται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας μόνον εφόσον οι δύο αυτές ουσίες δεν είναι διαφορετικές. Πλην όμως, η CHMP κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τούτο δεν ίσχυε, δεδομένου ότι οι ως άνω ουσίες δεν έχουν την ίδια θεραπευτική ποσότητα.

    67

    Εξάλλου, ο EMA θεωρεί ότι το κριτήριο που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο αντιβαίνει επίσης στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/83, καθόσον θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση κατά την οποία χρησιμοποιείται de facto ως φάρμακο αναφοράς για γενόσημο φάρμακο, για τους σκοπούς του υπολογισμού της λήξης της ΝΠΔ, προϊόν του οποίου η ποιοτική σύνθεση σε δραστικές ουσίες είναι διαφορετική.

    68

    Τέλος, η Biogen προσθέτει ότι, αν βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/83 οι δραστικές ουσίες δύο υπό σύγκριση φαρμάκων είναι διαφορετικές, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απλές παραλλαγές του ίδιου προϊόντος και να καλύπτονται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας. Επιπλέον, εκφράζοντας αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η θεραπευτική συμβολή του MEF αξιολογήθηκε ορθώς στο πλαίσιο της ΑΚ του Fumaderm, το Γενικό Δικαστήριο εξέφρασε στην πραγματικότητα αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η εν λόγω ΑΚ είχε ορθώς χορηγηθεί σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές απαιτήσεις της Ένωσης. Πλην όμως, μόνο τα φάρμακα στα οποία έχει χορηγηθεί ΑΚ σύμφωνα με τις ως άνω απαιτήσεις μπορούν να είναι φάρμακα αναφοράς και να αποτελέσουν το σημείο αφετηρίας γενικής άδειας κυκλοφορίας.

    69

    Η Polpharma αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων.

    70

    Υποστηρίζει ότι τα δημοσίως διαθέσιμα επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία στηρίζουν το συμπέρασμα ότι το συστατικό MEF, το οποίο αποσύρθηκε από τον σταθερό φαρμακευτικό συνδυασμό προκειμένου να επιτευχθεί η μονοθεραπεία, δεν έχει καμία σημαντική ή κρίσιμη θεραπευτική συμβολή εντός του εν λόγω συνδυασμού. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 δεν αντιμετωπίζει ειδικά την περίπτωση αυτή, αφού το γράμμα του δεν παρέχει σαφή απάντηση όσον αφορά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της γενικής άδειας κυκλοφορίας του Fumaderm.

    71

    Είναι απαραίτητο να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της προστασίας που προσφέρει η ΝΠΔ και της ανάγκης δημιουργίας ενός αποτελεσματικού συστήματος το οποίο να καθιστά δυνατή τη διάθεση στην αγορά γενόσημων εκδοχών καινοτόμων φαρμάκων οι οποίες, μετά τη λήξη κατάλληλης περιόδου προστασίας της αγοράς υπέρ των καινοτόμων επιχειρήσεων, κοστίζουν φθηνότερα.

    72

    Συναφώς, πρώτον, η Polpharma δέχεται ότι οι μνημονευόμενες στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 τροποποιήσεις δεν περιλαμβάνουν τροποποιήσεις στο προφίλ της δραστικής ουσίας. Ωστόσο, οι δραστικές ουσίες του Fumaderm και του Tecfidera έχουν το ίδιο προφίλ και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται το ζήτημα «τροποποίησης» των δραστικών ουσιών, η δε ανάλυση του κανονισμού 1085/2003 είναι εν προκειμένω άνευ σημασίας.

    73

    Όταν δύο φάρμακα περιέχουν μία ή περισσότερες πανομοιότυπες ή θεωρούμενες ως πανομοιότυπες, όσον αφορά τη ΝΠΔ, δραστικές ουσίες και ανήκουν στον ίδιο κάτοχο ΑΚ, αποτελούν απλούστατα το «ίδιο» φάρμακο για τους σκοπούς της γενικής άδειας κυκλοφορίας. Η παρουσία ή η απουσία ενός αδρανούς «έκδοχου» συστατικού σε ένα φάρμακο ή ενός συστατικού του οποίου η δράση δεν είναι σημαντική ή κρίσιμη από κλινικής απόψεως δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Μόνον αφού αποδειχθεί ότι το Tecfidera και το Fumaderm είναι το ίδιο προϊόν για τους σκοπούς της γενικής άδειας κυκλοφορίας καθίσταται κρίσιμο το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83, προκειμένου να επιβεβαιωθεί το γεγονός ότι οι διαφορές, παραδείγματος χάριν όσον αφορά τις ενδείξεις, ουδόλως μεταβάλλουν το συμπέρασμα ότι τα δύο φάρμακα υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας.

    74

    Κατά συνέπεια, η επαλήθευση της θεραπευτικής συμβολής του MEF στη σύνθεση του Fumaderm αποτελούσε ορθή και αναλογική μέθοδο για την επιβεβαίωση της ύπαρξης διαφοράς μεταξύ του Fumaderm και του Tecfidera για τους σκοπούς της ΝΠΔ.

    75

    Αντιθέτως, κατά την Polpharma, το κριτήριο κατά το οποίο η σύγκριση των εγκεκριμένων ποιοτικών συνθέσεων του Tecfidera και του Fumaderm όσον αφορά τις δραστικές ουσίες αρκεί προκειμένου να διαπιστωθεί κρίσιμη διαφορά η οποία δικαιολογεί δικαίωμα στη ΝΠΔ είναι υπεραπλουστευτικό για τη διασφάλιση του ορθού προσδιορισμού ενός τέτοιου δικαιώματος. Η Polpharma υποστηρίζει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 292 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι μια τέτοια προσέγγιση ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξει, εν προκειμένω, σε ΝΠΔ αντίθετη προς τους επιδιωκόμενους από την έννοια της «γενικής άδειας κυκλοφορίας» σκοπούς.

    76

    Συναφώς, η Polpharma συμμερίζεται επίσης την άποψη του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η κατάσταση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Ιουνίου 2017, Novartis Europharm κατά Επιτροπής (C‑629/15 P και C‑630/15 P, EU:C:2017:498, σκέψη 72), ήταν διαφορετική από αυτή της παρούσας υπόθεσης.

    77

    Ομοίως, η μνημονευθείσα από την Επιτροπή απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, SmithKline Beecham (C‑74/03, EU:C:2005:39), στηρίχθηκε σε πολύ διαφορετικό ιστορικό. Καθιερώνει ωστόσο μια θεμελιώδη αρχή κατά την οποία η «ομοιότητα» των δραστικών ουσιών για τους σκοπούς της ΝΠΔ πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του σκοπού των διατάξεων που αφορούν τη ΝΠΔ, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή του γράμματος της νομοθεσίας.

    78

    Δεύτερον, η Polpharma ισχυρίζεται ότι, στην περίπτωση σταθερού φαρμακευτικού συνδυασμού, η σχέση οφέλους/κινδύνου δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην ένδειξη για τη συγκεκριμένη θεραπευτική δράση ή τους συγκεκριμένους θεραπευτικούς κινδύνους των ουσιών εάν αυτές χορηγούνταν μεμονωμένα. Ως εκ τούτου, είναι παραπλανητικό να υποστηριχθεί ότι η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου συνίσταται στο να περιλάβει στην έννοια της γενικής άδειας κυκλοφορίας αξιολόγηση η οποία αφορά την εκτίμηση της σχέσης οφέλους/κινδύνου του αρχικού φαρμάκου, διότι η εκτίμηση της κρίσιμης θεραπευτικής συμβολής του MEF στη σύνθεση του Fumaderm, για τους σκοπούς της ΝΠΔ, δεν αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο της αξιολόγησης της αίτησης ΑΚ του εν λόγω φαρμάκου. Η Polpharma διευκρινίζει ότι δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι το BfArM ορθώς χορήγησε ΑΚ στο Fumaderm, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο επικεντρώθηκε στην ανάγκη να επαληθεύσει αν, για τους σκοπούς της γενικής άδειας κυκλοφορίας, τα συστατικά του Fumaderm έχουν κρίσιμη και σημαντική θεραπευτική συμβολή.

    79

    Τρίτον, η Polpharma θεωρεί ότι το κριτήριο που έκανε δεκτό το Γενικό Δικαστήριο δεν αντιβαίνει στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/83, δεδομένου ότι μπορεί να απαιτείται να εντοπιστούν περισσότερες από μία εκδοχές του προϊόντος αναφοράς. Εν προκειμένω, το Tecfidera είναι το φάρμακο αναφοράς που μνημονεύεται στην αίτηση ΑΚ γενόσημου φαρμάκου, ενώ το Fumaderm είναι το φάρμακο αναφοράς που χρησιμοποιείται προκειμένου να καταδειχθεί ότι η ΝΠΔ είχε λήξει. Εξάλλου, εάν τα δύο αυτά φάρμακα υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, τότε η ποιοτική σύνθεση του Fumaderm σε δραστικές ουσίες για τους σκοπούς της εν λόγω γενικής άδειας κυκλοφορίας και της ΝΠΔ θεωρείται ότι είναι πανομοιότυπη με αυτή του Tecfidera.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    80

    Με τους αντίστοιχους λόγους αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του κατά πόσον δύο φάρμακα που υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83, είχε την υποχρέωση να επαληθεύσει την αξιολόγηση της ποιοτικής σύνθεσης σε δραστικές ουσίες του πρώτου φαρμάκου το οποίο εγκρίθηκε από την αρμόδια εθνική αρχή ως σταθερός φαρμακευτικός συνδυασμός, προκειμένου να διαπιστώσει ότι καθεμία από τις εν λόγω ουσίες έχει θεραπευτική συμβολή εντός του εν λόγω συνδυασμού.

    81

    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 καθιερώνει την έκδοση ΑΚ ως προϋπόθεση που πρέπει να πληρούται πριν από τη διάθεση οποιουδήποτε φαρμάκου στην αγορά σε κράτος μέλος. Η ΑΚ μπορεί να χορηγείται είτε από τις εθνικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την οδηγία 2001/83, είτε από την Επιτροπή, δυνάμει του κανονισμού 726/2004.

    82

    Εξάλλου, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2001/83, παραθέτει εξαντλητικώς τις μεταγενέστερες αναπτύξεις οι οποίες είναι δυνατόν να γίνουν σε ένα φάρμακο στο οποίο έχει χορηγηθεί αρχική ΑΚ και των οποίων οι αντίστοιχες ΑΚ θεωρούνται ότι υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, και δη, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 28ης Ιουνίου 2017, Novartis Europharm κατά Επιτροπής (C‑629/15 P και C‑630/15 P, EU:C:2017:498, σκέψη 72), ανεξάρτητα από τις διαδικασίες εγκρίσεως καθεμίας από αυτές τις μεταγενέστερες αναπτύξεις, είτε πρόκειται για την τροποποίηση της αρχικής ΑΚ του εν λόγω φαρμάκου είτε για τη χορήγηση χωριστής ΑΚ. Οι αναπτύξεις αυτές είναι οποιεσδήποτε πρόσθετες δοσολογίες, φαρμακοτεχνικές μορφές, οδοί χορήγησης και παρουσιάσεις, καθώς και κάθε τροποποίηση ή επέκταση του φαρμάκου στο οποίο χορηγήθηκε αρχική ΑΚ.

    83

    Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της αιτιάσεως που προσάπτουν οι αναιρεσείοντες στο Γενικό Δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί αν μια διαφορά στην ποιοτική σύνθεση ενός εγκεκριμένου φαρμάκου, όσον αφορά τις δραστικές ουσίες, κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 3α, της οδηγίας 2001/83, συγκαταλέγεται στις μεταγενέστερες αναπτύξεις που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

    84

    Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι μια τέτοια διαφορά στην ποιοτική σύνθεση εγκεκριμένου φαρμάκου δεν συνιστά πρόσθετη δοσολογία, φαρμακοτεχνική μορφή, οδό χορήγησης ή παρουσίαση.

    85

    Δεύτερον, όσον αφορά τη φράση «κάθε τροποποίηση και επέκταση» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η φράση αυτή αφορά την τροποποίηση των όρων της ΑΚ ή την επέκταση της ΑΚ, κατά την έννοια του κανονισμού 1085/2003 (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2017, Novartis Europharm κατά Επιτροπής,C‑629/15 P και C‑630/15 P, EU:C:2017:498, σκέψη 66).

    86

    Ο κανονισμός 1085/2003 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 1234/2008, ο οποίος αναφέρεται, αφενός, στις «τροποποιήσεις» ή «τροποποιήσεις των όρων [ΑΚ]» και, αφετέρου, στις «επεκτάσεις», οι οποίες αντιστοιχούν, υπό την επιφύλαξη των επειγόντων περιορισμών ασφαλείας, στις πιο σημαντικές τροποποιήσεις. Κατά το άρθρο 2 του προαναφερθέντος κανονισμού, ως επέκταση ΑΚ νοείται κάθε τροποποίηση που παρατίθεται στο παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού και πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα. Ειδικότερα, το σημείο 1, στοιχείο αʹ, του ως άνω παραρτήματος I προβλέπει ότι η επέκταση ΑΚ προκύπτει από την «αντικατάσταση της δραστικής χημικής ουσίας από διαφορετικό σύμπλοκο/παράγωγο άλατος/εστέρος (με την ίδια θεραπευτική ποσότητα), όπου τα χαρακτηριστικά αποτελεσματικότητας/ασφαλείας δεν διαφέρουν σημαντικά».

    87

    Επομένως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στα σημεία 55 και 56 των προτάσεών της, η διαφορά στην ποιοτική σύνθεση ενός φαρμάκου που οφείλεται στην αντικατάσταση της δραστικής ουσίας ή των δραστικών ουσιών του εν λόγω φαρμάκου από άλλη ή άλλες δραστικές ουσίες με διαφορετική θεραπευτική ποσότητα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «τροποποίηση και επέκταση», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83.

    88

    Εν προκειμένω, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 16 έως 38 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πριν από την έκδοση της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 η CHMP αξιολόγησε το ζήτημα κατά πόσον το DMF ήταν διαφορετικό από το Fumaderm, το οποίο αποτελείται από DMF και MEF. Η CHMP κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Fumaderm, το οποίο αποτελείται από DMF και MEF, αφενός, και το Tecfidera, το οποίο αποτελείται από DMF ως μεμονωμένη ουσία, αφετέρου, είναι διαφορετικά, διότι το DMF και ο MEF δεν έχουν την ίδια θεραπευτική ποσότητα και δεν αντιστοιχούν επομένως στην ίδια δραστική ουσία.

    89

    Λαμβανομένου υπόψη του ρυθμιστικού πλαισίου που υπενθυμίστηκε ανωτέρω, μια τέτοια αξιολόγηση της CHMP αρκούσε, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να καθοριστεί αν τα επίμαχα φάρμακα υπάγονται ή όχι στην «ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83. Ως εκ τούτου, κρίνοντας στις σκέψεις 280 έως 289 και 293 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι η Επιτροπή ήταν επιπλέον υποχρεωμένη να επαληθεύσει την ύπαρξη «θεραπευτικής συμβολής» της δραστικής ουσίας που περιλαμβάνεται στο πρώτο εγκριθέν φάρμακο, αλλά δεν περιλαμβάνεται στη σύνθεση του δεύτερου εγκριθέντος φαρμάκου, και ότι όφειλε να επαληθεύσει τον «ρόλο» της εν λόγω ουσίας στη σύνθεση του πρώτου φαρμάκου, εξετάζοντας αν και πώς ο ρόλος αυτός είχε αναλυθεί από την εθνική αρχή η οποία χορήγησε ΑΚ στο εν λόγω φάρμακο ή ζητώντας από την CHMP να επαληθεύσει τον ρόλο του MEF στη σύνθεση του Fumaderm, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το εν λόγω ρυθμιστικό πλαίσιο.

    90

    Εξάλλου, από τη συνεκτίμηση των σκοπών που επιδιώκει το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 δεν προκύπτει υποχρέωση της Επιτροπής να προβεί στη μνημονευόμενη στη σκέψη 89 της παρούσας αποφάσεως επαλήθευση.

    91

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83, η αρχική ΑΚ καθώς και οι ΑΚ που αφορούν αναπτύξεις του αρχικού φαρμάκου θεωρούνται ότι υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, ιδίως για τους σκοπούς της χρήσης της συνοπτικής διαδικασίας κατά τη λήξη της εφαρμοστέας ΝΠΔ, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας. Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη του συνδέσμου που καθιερώνει το ως άνω άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, μεταξύ της ΝΠΔ και της γενικής άδειας κυκλοφορίας, η τελευταία αυτή έννοια είναι ουσιώδης για τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι αιτούντες δύνανται, στο πλαίσιο της συνοπτικής διαδικασίας, να αναφέρονται στα δεδομένα που περιλαμβάνονται στον φάκελο του φαρμάκου αναφοράς.

    92

    Η ύπαρξη γενικής άδειας κυκλοφορίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 συνεπάγεται, κατ’ ουσίαν, ότι εφαρμόζεται μία μόνον περίοδος ΝΠΔ, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, για τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο 6 αναπτύξεις ήδη εγκριθέντος φαρμάκου, και δη από την ημερομηνία έγκρισής του. Ως εκ τούτου, εμποδίζοντας την παράταση της ΝΠΔ υφιστάμενου προϊόντος βάσει απλών παραλλαγών οι οποίες δεν δικαιολογείται να υπαχθούν στην παράταση αυτή, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 σκοπεί να διασφαλίσει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας των καινοτομουσών επιχειρήσεων και των γενικών συμφερόντων που εξυπηρετεί η διάθεση γενόσημων φαρμάκων στην αγορά.

    93

    Ωστόσο, στο μέτρο που το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η συγκεκριμένη διάταξη δεν συνεπάγονται την εφαρμογή της έννοιας της «γενικής άδειας κυκλοφορίας» σε φάρμακα τα οποία διαφέρουν ως προς την ποιοτική τους σύνθεση, υπό τη διαλαμβανόμενη στη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως έννοια, οι σκοποί που επιδιώκει η εν λόγω διάταξη δεν μπορούν αφ’ εαυτών να δικαιολογήσουν, πέραν μιας ποιοτικής σύγκρισης των εν λόγω προϊόντων προκειμένου να εκτιμηθεί αν υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, την ανάγκη επαλήθευσης της θεραπευτικής συμβολής της δραστικής ουσίας ή των δραστικών ουσιών του πρώτου φαρμάκου στο οποίο χορηγήθηκε ΑΚ.

    94

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του κατά πόσον δύο φάρμακα υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποχρεούται να επαληθεύσει την ύπαρξη θεραπευτικής συμβολής της δραστικής ουσίας η οποία περιλαμβάνεται στο πρώτο φάρμακο στο οποίο χορηγήθηκε ΑΚ σε εθνικό επίπεδο, αλλά δεν περιλαμβάνεται στη σύνθεση του φαρμάκου που εγκρίθηκε στη συνέχεια από την ίδια.

    95

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνουν δεκτοί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑438/21 P, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/21 P και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑440/21 P.

    96

    Δεδομένου ότι διαπιστωθείσα κατά τα ανωτέρω πλάνη περί το δίκαιο μπορεί να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις αναιρέσεως χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των λοιπών λόγων που προβάλλονται με αυτές.

    Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    97

    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    98

    Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο ένας και μόνος λόγος της προσφυγής με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως αποτέλεσε αντικείμενο κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η εξέτασή του δεν απαιτεί τη λήψη κανενός συμπληρωματικού μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ., C‑119/19 P και C‑126/19 P, EU:C:2020:676, σκέψη 130).

    99

    Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός της, η Polpharma προβάλλει έναν και μόνο λόγο, ο οποίος αφορά την έλλειψη νομιμότητας της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, κατά το μέρος που η Επιτροπή έκρινε με αυτήν ότι το Tecfidera δεν υπάγεται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας με το Fumaderm. Κατ’ ουσίαν, η Polpharma υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόφαση, η οποία αποτελεί τη μοναδική νομική βάση της επίδικης αποφάσεως, στερείται νομιμότητας και πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, να κηρυχθεί ανεφάρμοστη. Κατά συνέπεια, η επίδικη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ΑΚ γενόσημου φαρμάκου για το Tecfidera, στερείται νομικής βάσεως και πρέπει να ακυρωθεί, ιδίως λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

    100

    Η Polpharma υποστηρίζει ότι, στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένο κριτήριο και υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι το Tecfidera και το Fumaderm ήταν διαφορετικά και ότι επομένως το Tecfidera δεν καλυπτόταν από τη γενική άδεια κυκλοφορίας του Fumaderm. Συγκεκριμένα, πρώτον, με το εφαρμοσθέν κριτήριο δεν ελήφθησαν υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες. Δεύτερον, αν η CHMP και η Επιτροπή είχαν εφαρμόσει το ενδεδειγμένο κριτήριο και είχαν λάβει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες, δεν θα αποφάσιζαν ότι το Tecfidera δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της γενικής άδειας κυκλοφορίας του Fumaderm.

    101

    Ως εκ τούτου, με αμφότερες τις ως άνω αιτιάσεις προβάλλεται ότι η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως για τον λόγο ότι, κατά την έκδοσή της, η Επιτροπή στηρίχθηκε μόνο σε ορισμένα στοιχεία και όχι στο σύνολο των διαθέσιμων και κρίσιμων δεδομένων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Ειδικότερα, η Polpharma ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση αιτήσεως ΑΚ δραστικής ουσίας περιεχόμενης σε φαρμακευτικό συνδυασμό για τον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κατά το παρελθόν, η εκτίμηση της υπάρξεως τυχόν διαφοράς μεταξύ του συνδυασμού αυτού και της μεμονωμένης δραστικής ουσίας εξαρτάται από το ζήτημα αν οι επιμέρους δραστικές ουσίες του συνδυασμού έχουν τεκμηριωμένη και κρίσιμη θεραπευτική συμβολή εντός του εν λόγω συνδυασμού. Ως εκ τούτου, κατά την Polpharma, η σύγκριση που απαιτείται προκειμένου να διαπιστωθεί αν το Fumaderm και το Tecfidera είναι «διαφορετικά» για τους σκοπούς της γενικής άδειας κυκλοφορίας δεν έγκειται αποκλειστικά στη σύγκριση δύο δραστικών ουσιών μεταξύ τους.

    102

    Ο EMA, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή και την Biogen, αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία.

    103

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την επίδικη απόφαση, ο EMA ενημέρωσε την Polpharma ότι δεν ήταν σε θέση να εγκρίνει την αίτηση χορήγησης ΑΚ γενόσημου φαρμάκου, παραγώγου του φαρμάκου αναφοράς Tecfidera. Υπογράμμισε ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 3 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, το Tecfidera και το ήδη εγκεκριμένο φάρμακο Fumaderm δεν υπάγονταν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, για τον λόγο ότι ο MEF και το DMF, από τα οποία αποτελείται το Fumaderm, ήταν αμφότερα δραστικά και δεν αντιστοιχούσαν στην ίδια δραστική ουσία, διότι η θεραπευτική τους ποσότητα δεν ήταν η ίδια. Διευκρίνισε ότι εξ αυτού προέκυπτε ότι το Tecfidera που περιέχει DMF ήταν διαφορετικό από το Fumaderm, το άλλο φάρμακο το οποίο είχε ήδη εγκριθεί.

    104

    Από την εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 προκύπτει επομένως ότι η CHMP συνέκρινε τα δύο συγκεκριμένα φάρμακα ως προς τις δραστικές ουσίες προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, λόγω του γεγονότος ότι η θεραπευτική ποσότητα των δραστικών ουσιών από τις οποίες αποτελείται το πρώτο φάρμακο δεν ήταν η ίδια, το εν λόγω φάρμακο ήταν διαφορετικό από το δεύτερο φάρμακο, το οποίο αποτελείται από μία εκ των ουσιών του πρώτου και, ως εκ τούτου, τα δύο φάρμακα δεν υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83.

    105

    Καθόσον η Polpharma αμφισβητεί την ορθότητα του κριτηρίου εξέτασης που εφάρμοσε η Επιτροπή εν προκειμένω, από τις σκέψεις 86 έως 89 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο, προκειμένου να αποφασίσει αν τα δύο φάρμακα υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83, μπορούσε να στηριχθεί σε μια τέτοια σύγκριση του Fumaderm και του Tecfidera και δεν ήταν υποχρεωμένο να επαληθεύσει τη θεραπευτική συμβολή του MEF στη σύνθεση του Fumaderm ούτε και, κατά μείζονα λόγο, την κρισιμότητα της εν λόγω συμβολής.

    106

    Ως εκ τούτου, στηριζόμενη, με την εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, στη διαπίστωση ότι ο MEF και το DMF, από τα οποία αποτελείται το Fumaderm, ήταν δύο δραστικές ουσίες με διαφορετικές θεραπευτικές ποσότητες και ότι η σύνθεση του Tecfidera και η σύνθεση του Fumaderm ήταν διαφορετικές ως προς τις δραστικές ουσίες, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το Tecfidera δεν υπαγόταν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83, με το Fumaderm.

    107

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο ένας και μόνος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    108

    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αναίρεση είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

    109

    Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, ορίζει ότι o ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    110

    Δεδομένου ότι η Polpharma ηττήθηκε, αφού οι αιτήσεις αναιρέσεως έγιναν δεκτές, η δε Επιτροπή, η Biogen και ο EMA ζήτησαν την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα, η Polpharma πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή, η Biogen και ο EMA τόσο πρωτοδίκως στην υπόθεση T‑611/18 όσο και στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας επί των υποθέσεων C‑438/21 P έως C‑440/21 P.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 5ης Μαΐου 2021, Pharmaceutical Works Polpharma κατά EMA (T‑611/18, EU:T:2021:241).

     

    2)

    Απορρίπτει την προσφυγή της Pharmaceutical Works Polpharma S.A. στην υπόθεση T‑611/18.

     

    3)

    Η Pharmaceutical Works Polpharma S.A. φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Biogen Netherlands BV και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA).

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top