EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0395

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 12ης Ιανουαρίου 2023.
D.V. κατά M.A.
Αίτηση του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών – Εξαίρεση των ρητρών που αφορούν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως – Συμβατική ρήτρα που καθορίζει το ύψος της δικηγορικής αμοιβής σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Εξουσίες του εθνικού δικαστή σε περίπτωση ρήτρας που κρίνεται καταχρηστική.
Υπόθεση C-395/21.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:14

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Ιανουαρίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών – Εξαίρεση των ρητρών που αφορούν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως – Συμβατική ρήτρα που καθορίζει το ύψος της δικηγορικής αμοιβής σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Εξουσίες του εθνικού δικαστή σε περίπτωση ρήτρας που κρίνεται καταχρηστική»

Στην υπόθεση C‑395/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας) με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιουνίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

D.V.

κατά

M.A.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και O. Spineanu-Matei (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η D.V., εκπροσωπούμενη από την A. Kakoškina, advokatė,

η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους K. Dieninis, S. Grigonis και την V. Kazlauskaitė-Švenčionienė,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, U. Bartl και M. Hellmann,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Jokubauskaitė και τον N. Ruiz García,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του άρθρου 4, παράγραφος 2, του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011 (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64) (στο εξής: οδηγία 93/13).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της D.V., η οποία είναι δικηγόρος, και του M.A., ο οποίος είναι εντολέας της.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

«Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.»

4

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.   Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

5

Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. […]»

6

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

7

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

8

Το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη [Συνθήκη ΛΕΕ], για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.»

Το λιθουανικό δίκαιο

Ο αστικός κώδικας

9

Υπό τον τίτλο «Καταχρηστικές ρήτρες των καταναλωτικών συμβάσεων», το άρθρο 6.2284 του Lietuvos Respublikos civilinio kodekso patvirtinimo, įsigaliojimo ir įgyvendinimo įstatymas Nr. VIII‑1864 (νόμου VIII‑1864 για την έγκριση, θέση σε ισχύ και εφαρμογή του λιθουανικού αστικού κώδικα), της 18ης Ιουλίου 2000 (Žin., 2000, αριθ. 74-2262), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: αστικός κώδικας), μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 93/13. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει τα εξής:

«[…]

2.   Κρίνονται καταχρηστικές οι ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, οι οποίες δεν συζητήθηκαν ατομικά από τους συμβαλλομένους και με τις οποίες αμφισβητήθηκε στην πραγματικότητα η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων εις βάρος του καταναλωτή λόγω παραβάσεως της απαιτήσεως καλής πίστεως.

[…]

6.   Κάθε γραπτή ρήτρα συμβάσεως που συνάπτεται με καταναλωτή πρέπει να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Οι ρήτρες που αντιβαίνουν στην απαίτηση αυτή θεωρούνται καταχρηστικές.

7.   Οι ρήτρες που περιγράφουν το αντικείμενο της συμβάσεως καταναλωτή καθώς και εκείνες που συνδέονται με τη νομιμότητα των προδιαγραφών ενός πωλούμενου αγαθού ή μιας παρεχόμενης υπηρεσίας και την τιμή του δεν πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τον καταχρηστικό χαρακτήρα, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.

8.   Όταν το δικαστήριο κηρύσσει καταχρηστική (καταχρηστικές) συμβατική ρήτρα (ρήτρες), η ρήτρα αυτή (οι ρήτρες) είναι άκυρη από της συνάψεως της συμβάσεως, αλλά οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως παραμένουν υποχρεωτικές για τους συμβαλλομένους, εφόσον είναι δυνατή η συνέχιση της εκτελέσεως της συμβάσεως μετά την ακύρωση των καταχρηστικών ρητρών.»

Ο νόμος ΙΧ-2066 περί του δικηγορικού επαγγέλματος

10

Το άρθρο 50 του Lietuvos Respublikos advokatūros įstatymas Nr. IX‑2066 (νόμου IX‑2066 περί του δικηγορικού επαγγέλματος), της 18ης Μαρτίου 2004 (Žin., 2004, αριθ. 50-1632), το οποίο φέρει τον τίτλο «Αμοιβή των νομικών υπηρεσιών που παρέχονται από δικηγόρο», προβλέπει τα εξής:

«1.   Οι εντολείς καταβάλλουν στον δικηγόρο την αμοιβή που συμφωνείται συμβατικώς για τις νομικές υπηρεσίες που παρέχονται βάσει της συμβάσεως.

[…]

3.   Για τον καθορισμό του ύψους της αμοιβής που οφείλεται στον δικηγόρο για την παροχή νομικών υπηρεσιών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ο βαθμός πολυπλοκότητας της υπόθεσης, τα προσόντα και η επαγγελματική πείρα του δικηγόρου, η οικονομική κατάσταση του εντολέα, καθώς και άλλες σχετικές περιστάσεις.»

Η υπουργική απόφαση της 2ας Απριλίου 2004

11

Με την Lietuvos Respublikos teisingumo ministro įsakymas Nr. 1R‑85 „Dėl Rekomendacijų dėl civilinėse bylose priteistino užmokesčio už advokato ar advokato padėjėjo teikiamą teisinę pagalbą (paslaugas) maksimalaus dydžio patvirtinimo“ (απόφαση αριθ. IR‑85 του Υπουργού Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί εγκρίσεως των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με το μέγιστο ύψος της δικηγορικής αμοιβής στις υποθέσεις αστικού δικαίου για νομική αρωγή –παροχή υπηρεσιών– από δικηγόρο ή ασκούμενο δικηγόρο), της 2ας Απριλίου 2004 (Žin., 2004, no 54-1845) ως είχε από 20ής Μαρτίου 2015 (στο εξής: υπουργική απόφαση της 2ας Απριλίου 2004), διατυπώθηκαν συστάσεις σχετικά με το μέγιστο ύψος για την παροχή νομικών υπηρεσιών από δικηγόρο ή ασκούμενο δικηγόρο στις υποθέσεις αστικού δικαίου. Οι συστάσεις αυτές εγκρίθηκαν από τον λιθουανικό δικηγορικό σύλλογο στις 26 Μαρτίου 2004 και αποτελούν τη βάση για την εφαρμογή των κανόνων του κώδικα πολιτικής δικονομίας περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Ο M.A. συνήψε ως καταναλωτής, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 11 Απριλίου και 29 Αυγούστου 2018, πέντε συμβάσεις παροχής νομικών υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας με την D.V., υπό την ιδιότητά της ως δικηγόρου, και συγκεκριμένα, στις 11 Απριλίου 2018, δύο συμβάσεις σε αστικές υποθέσεις που αφορούσαν, αντιστοίχως, τη συγκυριότητα ακινήτων και τον τόπο διαμονής ανηλίκων τέκνων, τον τρόπο επικοινωνίας και τον καθορισμό διατροφής, στις 12 Απριλίου και στις 8 Μαΐου 2018, δύο συμβάσεις για την εκπροσώπηση του M.A. ενώπιον των αστυνομικών αρχών και της εισαγγελίας Kaunas (Λιθουανία), και, στις 29 Αυγούστου 2018, σύμβαση με αντικείμενο την υπεράσπιση των συμφερόντων του Μ.Α. στο πλαίσιο διαδικασίας διαζυγίου.

13

Κατά το άρθρο 1 καθεμίας από τις εν λόγω συμβάσεις, ο δικηγόρος αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει νομικές συμβουλές προφορικώς ή/και γραπτώς, να προετοιμάζει σχέδια νομικών εγγράφων, να μελετά νομικά έγγραφα και να εκπροσωπεί τον εντολέα του ενώπιον διαφόρων φορέων, προβαίνοντας στις σχετικές πράξεις.

14

Σε καθεμία από τις εν λόγω συμβάσεις, οι αμοιβές καθορίζονταν στα 100 ευρώ «για κάθε ώρα συμβουλευτικών ή νομικών υπηρεσιών στον εντολέα» (στο εξής: ρήτρα περί τιμής). Οι συμβάσεις όριζαν ότι «μέρος της αναγραφόμενης αμοιβής […] θα πρέπει να καταβληθεί άμα τη εμφανίσει από τον δικηγόρο τιμολογίου νομικών υπηρεσιών, λαμβανομένων υπόψη των ωρών παροχής συμβουλευτικών ή νομικών υπηρεσιών» (στο εξής: ρήτρα περί του τρόπου εξοφλήσεως).

15

Επιπλέον, ο M.A. κατέβαλε προκαταβολές αμοιβής συνολικού ύψους 5600 ευρώ.

16

Η D.V. παρέσχε νομικές υπηρεσίες μεταξύ Απριλίου και Δεκεμβρίου 2018 καθώς και μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 2019, και στις 21 και 26 Μαρτίου 2019 εξέδωσε τιμολόγια για το σύνολο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν.

17

Δεδομένου ότι δεν έλαβε το σύνολο της ζητηθείσας αμοιβής, η D.V. άσκησε στις 10 Απριλίου 2019 αγωγή ενώπιον του Kauno apylinkės teismas (πρωτοδικείου Kaunas, Λιθουανία) με αίτημα να υποχρεωθεί ο M.A. να καταβάλει το ποσό των 9900 ευρώ για τις παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες και το ποσό των 194,30 ευρώ για δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβάσεων, πλέον ετήσιων τόκων ανερχόμενων στο 5 % των οφειλομένων ποσών, υπολογιζομένων από την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εκτέλεση της συμβάσεως.

18

Με απόφαση της 5ης Μαρτίου 2020, το εν λόγω δικαστήριο ικανοποίησε εν μέρει το αίτημα της D.V.. Έκρινε ότι, δυνάμει των συναφθεισών συμβάσεων, είχαν παρασχεθεί νομικές υπηρεσίες συνολικού ύψους 12900 ευρώ. Πλην όμως, απεφάνθη ότι οι ρήτρες περί τιμής στο σύνολο των πέντε συμβάσεων ήταν καταχρηστικές και μείωσε κατά το ήμισυ τις ζητηθείσες αμοιβές, καθορίζοντας το ύψος τους σε 6450 ευρώ. Κατόπιν τούτου, το Kauno apylinkės teismas (πρωτοδικείο Kaunas) υποχρέωσε τον M.A. να καταβάλει ποσό ύψους 1044,33 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη το ποσό που είχε ήδη καταβληθεί, πλέον τόκων με επιτόκιο 5 %, υπολογιζομένων από της ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εκτέλεση της αποφάσεως, και ποσού 12 ευρώ ως δικαστικά έξοδα. Η D.V. υποχρεώθηκε να καταβάλει στον M.A. 360 ευρώ ως δικαστικά έξοδα.

19

Η έφεση που άσκησε η D.V. στις 30 Απριλίου 2020 απορρίφθηκε με διάταξη της 15ης Ιουνίου 2020 από το Kauno apygardos teismas (εφετείο Kaunas, Λιθουανία).

20

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2020 η D.V. άσκησε αναίρεση κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Λιθουανίας), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

21

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, ως προς δύο ζητήματα που αφορούν, το πρώτο, την απαίτηση περί διαφάνειας των ρητρών που αφορούν το κύριο αντικείμενο των συμβάσεων παροχής νομικών υπηρεσιών και, το δεύτερο, τα αποτελέσματα της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας καθορίζουσας την τιμή των υπηρεσιών αυτών.

22

Όσον αφορά το πρώτο από τα ανωτέρω ζητήματα, το αιτούν δικαστήριο εξετάζει, αφενός, αν εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και η οποία αφορά την τιμή των εν λόγω υπηρεσιών και τον τρόπο υπολογισμού της, όπως η ρήτρα περί τιμής.

23

Εκτιμώντας ότι η εν λόγω ρήτρα όντως εμπίπτει στην ως άνω διάταξη, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, αφετέρου, ως προς την απαίτηση διαφάνειας που πρέπει να πληροί ρήτρα η οποία αφορά το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι η ρήτρα περί τιμής είναι διατυπωμένη σαφώς από γραμματικής απόψεως, δεν είναι βέβαιο ότι γίνεται κατανοητή, διότι ο μέσος καταναλωτής δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τις οικονομικές της συνέπειες, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι λοιπές ρήτρες των οικείων συμβάσεων, ήτοι η ρήτρα περί του τρόπου εξοφλήσεως, η οποία δεν προβλέπει ούτε την υποβολή τιμολογίων για τις παρεχόμενες υπηρεσίες από τον δικηγόρο ούτε την περιοδική εξόφλησή τους.

24

Παράλληλα, το εν λόγω δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η πληροφόρηση, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες της συνάψεως είναι ουσιώδους σημασίας για τον καταναλωτή, διότι ιδίως βάσει της πληροφορήσεως αυτής ο καταναλωτής αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμευθεί από τους όρους που έχει διατυπώσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, RWE Vertrieb, C‑92/11, EU:C:2013:180, σκέψη 44).

25

Μολονότι αναγνωρίζει την ειδική φύση των επίμαχων στην κύρια δίκη συμβάσεων και τη δυσχέρεια προβλέψεως του αριθμού των ωρών που θα απαιτηθούν για την παροχή νομικών υπηρεσιών, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν είναι ευλόγως δυνατό να απαιτηθεί από επαγγελματία να αναφέρει ενδεικτική τιμή για τις υπηρεσίες αυτές και αν η συγκεκριμένη πληροφορία πρέπει να περιλαμβάνεται σε τέτοιου είδους συμβάσεις. Τίθεται επίσης το ζήτημα αν η έλλειψη προσυμβατικών πληροφοριών μπορούσε να αντισταθμιστεί κατά την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων και αν το γεγονός ότι το τίμημα καθίσταται βέβαιο μόνο μετά την εκπροσώπηση από τον δικηγόρο σε συγκεκριμένη υπόθεση δύναται να αποτελέσει χρήσιμο στοιχείο για την ανάλυση αυτή.

26

Όσον αφορά το δεύτερο από τα ανωτέρω ζητήματα, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το άρθρο 6.2284, παράγραφος 6, του αστικού κώδικα διασφαλίζει προστασία μεγαλύτερη από εκείνη που εγγυάται η οδηγία 93/13, καθόσον η έλλειψη διαφάνειας μιας συμβατικής ρήτρας αρκεί για να κριθεί η εν λόγω ρήτρα καταχρηστική, χωρίς να απαιτείται η εξέτασή της υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τα αποτελέσματα που το δίκαιο της Ένωσης προσδίδει στη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας.

27

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι η ακύρωση της ρήτρας περί τιμής θα έπρεπε να επιφέρει την ακυρότητα των συμβάσεων παροχής νομικών υπηρεσιών και την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής αν οι ρήτρες αυτές δεν είχαν υπάρξει. Πλην όμως, εν προκειμένω, τούτο θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο πλουτισμό του καταναλωτή και στη δημιουργία μιας άδικης καταστάσεως έναντι του επαγγελματία που έχει παράσχει στο ακέραιο τις επίμαχες υπηρεσίες. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν τυχόν μείωση της τιμής των εν λόγω παροχών θα έθιγε το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

28

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 την έννοια ότι η φράση “κύριο αντικείμενο της σύμβασης” καλύπτει ρήτρα η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και περιλαμβάνεται σε σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών που συνήφθη μεταξύ επαγγελματία (δικηγόρου) και καταναλωτή σχετικά με το κόστος και τον τρόπο υπολογισμού του;

2)

Πρέπει η μνεία που γίνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, περί διατυπώσεως των συμβατικών ρητρών κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στη συμβατική ρήτρα που αφορά το κόστος (κατά την οποία το κόστος των υπηρεσιών που πράγματι παρέχονται καθορίζεται σε ωριαία βάση) αρκεί να αναφέρεται το ύψος της ωριαίας αποζημίωσης που είναι καταβλητέα στον δικηγόρο;

3)

Στην περίπτωση που η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι αρνητική: πρέπει η απαίτηση περί διαφάνειας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει την υποχρέωση του δικηγόρου να αναφέρει στη σύμβαση το κόστος των υπηρεσιών των οποίων οι τιμές μπορούν να καθοριστούν με σαφήνεια και να εξειδικευθούν εκ των προτέρων, ή πρέπει επίσης να αναφέρεται ένα ενδεικτικό κόστος των υπηρεσιών (ένας αρχικός προϋπολογισμός για τις υπηρεσίες που πρόκειται να παρασχεθούν) στην περίπτωση που είναι αδύνατον να προβλεφθεί ο αριθμός (ή η διάρκεια) συγκεκριμένων ενεργειών και οι αμοιβές που αντιστοιχούν σε αυτές κατά τη σύναψη της συμβάσεως, καθώς και να επισημαίνονται οι πιθανοί κίνδυνοι που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση ή τη μείωση του κόστους; Κατά την εξέταση του ζητήματος αν η σχετική με το κόστος συμβατική ρήτρα συνάδει με την απαίτηση περί διαφάνειας, είναι κρίσιμο το αν οι πληροφορίες σχετικά με το κόστος των νομικών υπηρεσιών και ο τρόπος με τον οποίον αυτό υπολογίζεται παρέχονται στον καταναλωτή με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο ή αν προβλέπονται από την ίδια τη σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών; Μπορεί η έλλειψη ενημερώσεως κατά το προσυμβατικό στάδιο να καλυφθεί με την παροχή πληροφοριών κατά την εκτέλεση της συμβάσεως; Επηρεάζεται η εκτίμηση σχετικά με το αν η συμβατική ρήτρα συνάδει με την απαίτηση περί διαφάνειας από το γεγονός ότι το τελικό κόστος των παρεχόμενων νομικών υπηρεσιών μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς μόνο μετά την παροχή τους; Κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν η σχετική με το κόστος συμβατική ρήτρα συνάδει με την απαίτηση περί διαφάνειας, είναι κρίσιμο το ότι η σύμβαση δεν προβλέπει την περιοδική σύνταξη εκθέσεων του δικηγόρου όσον αφορά τις παρασχεθείσες υπηρεσίες ή την ανά τακτά διαστήματα παρουσίαση αναλυτικών λογαριασμών για τον καταναλωτή, τα οποία θα επέτρεπαν στον καταναλωτή να αποφασίσει εγκαίρως να μην αποδεχθεί τις νομικές υπηρεσίες ή τυχόν αλλαγή της συμβατικής τιμής;

4)

Στην περίπτωση που ο εθνικός δικαστής αποφανθεί ότι η συμβατική ρήτρα που καθορίζει το κόστος για τις πράγματι παρεχόμενες υπηρεσίες με βάση την ωριαία χρέωση δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, όπως επιτάσσει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, πρέπει να εξετάσει αν η ρήτρα αυτή είναι καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας (ήτοι, κατά την εξέταση του ζητήματος αν η συμβατική ρήτρα είναι καταχρηστική, πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον η εν λόγω ρήτρα δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή “σημαντική ανισορροπία” ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών) ή, αντίθετα, λαμβανομένου υπόψη του ότι η εν λόγω ρήτρα καλύπτει ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως, αρκεί απλώς και μόνο το γεγονός ότι η σχετική με το κόστος ρήτρα δεν είναι διαφανής, ώστε να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική;

5)

Στην περίπτωση που κριθεί ότι η σχετική με το κόστος συμβατική ρήτρα είναι καταχρηστική, το γεγονός ότι η σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών δεν είναι δεσμευτική, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σημαίνει ότι είναι απαραίτητη η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής αν εξέλιπε η ρήτρα που κρίθηκε καταχρηστική; Συνεπάγεται η επαναφορά των πραγμάτων σε αυτήν την κατάσταση ότι ο καταναλωτής δεν υπέχει την υποχρέωση να πληρώσει για τις ήδη παρασχεθείσες υπηρεσίες;

6)

Εφόσον ο χαρακτήρας των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας καθιστά αδύνατη την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής αν εξέλιπε η ρήτρα που κρίθηκε καταχρηστική (οι υπηρεσίες έχουν ήδη παρασχεθεί), αντίκειται στον σκοπό του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ο καθορισμός αμοιβής για τις υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί από τον δικηγόρο; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ως άνω ερώτημα, επιτυγχάνεται η πραγματική εξισορρόπηση με την οποία αποκαθίσταται η ισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών: i) αν ο δικηγόρος πληρωθεί για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες με βάση την ωριαία χρέωση που καθορίζεται από τη σύμβαση, ii) αν ο δικηγόρος λάβει το ελάχιστο αντίτιμο για τις νομικές υπηρεσίες (για παράδειγμα, αυτό που προβλέπεται από εθνικό νομοθετικό μέτρο, δηλαδή από τις συστάσεις περί του ανώτατου ύψους της αμοιβής για την παροχή συνδρομής από δικηγόρους), iii) αν ο δικηγόρος λάβει ένα εύλογο ποσό για τις υπηρεσίες του, το οποίο θα καθοριστεί από το δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υποθέσεως, των προσόντων και της εμπειρίας του δικηγόρου, της οικονομικής καταστάσεως του πελάτη και άλλων σχετικών περιστάσεων;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

29

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο «κύριο αντικείμενο της συμβάσεως», κατά τη διάταξη αυτή, ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και η οποία καθορίζει την τιμή των παρεχόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως.

30

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 εισάγει εξαίρεση από τον μηχανισμό ουσιαστικού ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών, όπως προβλέπεται στο πλαίσιο του συστήματος προστασίας των καταναλωτών που καθιερώνει η οδηγία αυτή, και ότι, ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Εξάλλου, ο όρος «κύριο αντικείμενο της σύμβασης» που περιλαμβάνεται στην προαναφερθείσα διάταξη πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και του σκοπού ο οποίος επιδιώκεται με την οικεία νομοθεσία (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ., C‑186/16, EU:C:2017:703, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Όσον αφορά την κατηγορία των συμβατικών ρητρών που εμπίπτουν στην έννοια του «κυρίου αντικειμένου της σύμβασης» κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τις ρήτρες που καθορίζουν τις ουσιώδεις παροχές της οικείας συμβάσεως και οι οποίες, ως τέτοιες, καθορίζουν την ίδια την ουσία της συμβατικής σχέσεως. Αντιθέτως, οι ρήτρες που έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με εκείνες που καθορίζουν την ίδια την ουσία της συμβατικής σχέσεως δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην έννοια του «κύριου αντικειμένου της σύμβασης» [βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ., C‑186/16, EU:C:2017:703, σκέψεις 35 και 36, καθώς και απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Vicente (Διαδικασία για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής), C‑335/21, EU:C:2022:720, σκέψη 78].

32

Εν προκειμένω, η ρήτρα περί τιμής αφορά την αμοιβή για νομικές υπηρεσίες, η οποία καθορίζεται βάσει ωριαίας χρεώσεως. Μια τέτοια ρήτρα, η οποία καθορίζει την υποχρέωση του εντολέα να καταβάλει την αμοιβή του δικηγόρου και παραθέτει τον σχετικό πίνακα, περιλαμβάνεται στις ρήτρες που καθορίζουν την ίδια την ουσία της συμβατικής σχέσεως, η οποία χαρακτηρίζεται ακριβώς από την αμειβόμενη παροχή νομικών υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, εμπίπτει στην έννοια του «κύριου αντικειμένου της σύμβασης» κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13. Η εκτίμησή της δύναται, επιπροσθέτως, να αφορά «το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών […] που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου», κατά την εν λόγω διάταξη.

33

Η ερμηνεία αυτή ισχύει ανεξαρτήτως του στοιχείου που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ήτοι ότι η εν λόγω ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής διαπραγματεύσεως. Πράγματι, όταν μια συμβατική ρήτρα συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που καθορίζουν την ίδια την ουσία της συμβατικής σχέσεως, τούτο ισχύει τόσο στην περίπτωση κατά την οποία η ρήτρα αυτή αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως όσο και στην περίπτωση κατά την οποία δεν έλαβε χώρα τέτοια διαπραγμάτευση.

34

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στην εν λόγω διάταξη ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή η οποία καθορίζει την τιμή των παρεχόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως.

Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

35

Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι ανταποκρίνεται στην απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως, κατά τη διάταξη αυτή, ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή η οποία καθορίζει την τιμή των εν λόγω υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως, χωρίς να περιλαμβάνει άλλες διευκρινίσεις ή πληροφορίες πέραν της εφαρμοζόμενης ωριαίας χρεώσεως. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί ποιες είναι οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στον καταναλωτή όταν είναι αδύνατον να προβλεφθεί ο πραγματικός αριθμός ωρών που θα απαιτηθούν για την παροχή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας συμβάσεως και αν η έλλειψη τέτοιων πληροφοριών στο πλαίσιο της προσυμβατικής σχέσεως μπορεί να αντισταθμιστεί κατά την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως.

36

Όσον αφορά, καταρχάς, την απορρέουσα εκ του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 απαίτηση περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η απαίτηση αυτή, η οποία περιλαμβάνεται και στο άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, δεν μπορεί να περιορίζεται απλώς στον σαφή και κατανοητό χαρακτήρα τους από τυπικής και γραμματικής απόψεως, αλλά ότι, αντιθέτως, δεδομένου ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το επίπεδο πληροφορήσεως, η απαίτηση αυτή περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως των συμβατικών ρητρών και, ως εκ τούτου, περί διαφάνειας, την οποία τάσσει η ίδια οδηγία, πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch, C‑125/18, EU:C:2020:138, σκέψεις 46 και 50 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Επομένως, η απαίτηση μια συμβατική ρήτρα να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό έχει την έννοια ότι επιτάσσει επίσης να εκτίθεται στη σύμβαση κατά τρόπο εναργή η συγκεκριμένη λειτουργία του μηχανισμού τον οποίο αφορά η οικεία ρήτρα, καθώς και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και εκείνου που προβλέπουν άλλες ρήτρες, έτσι ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις ως προς αυτόν οικονομικές συνέπειες (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ., C‑186/16, EU:C:2017:703, σκέψη 45, καθώς και της 16ης Ιουλίου 2020, Caixabank και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria, C‑224/19 και C‑259/19, EU:C:2020:578, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν ρήτρα όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι «σαφής και κατανοητή» κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων. Ειδικότερα, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται, κατά την εξέταση του συνόλου των περιστάσεων σχετικά με τη σύναψη της συμβάσεως, να ελέγξει αν στην υπό κρίση υπόθεση ο καταναλωτής πληροφορήθηκε όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση της δεσμεύσεως που αναλάμβανε, ώστε να μπορεί να υπολογίσει τις οικονομικές συνέπειές της (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch, C‑125/18, EU:C:2020:138, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Όσον αφορά, δεύτερον, το χρονικό σημείο κατά το οποίο τα στοιχεία αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται στον καταναλωτή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η παροχή, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, της πληροφορήσεως σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες της συνάψεως αυτής είναι ουσιώδους σημασίας για τους καταναλωτές. Βάσει ιδίως της πληροφορήσεως αυτής ο καταναλωτής αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμευθεί από τους όρους που έχει διατυπώσει προηγουμένως ο επαγγελματίας (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Ibercaja Banco, C‑452/18, EU:C:2020:536, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, η ρήτρα περί τιμής αναφέρει απλώς ότι η αμοιβή που εισπράττει ο επαγγελματίας ανέρχεται στο ποσό των 100 ευρώ ανά ώρα παροχής νομικών υπηρεσιών. Τέτοιος μηχανισμός καθορισμού της τιμής δεν παρέχει στον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, τη δυνατότητα, ελλείψει οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας εκ μέρους του επαγγελματία, να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από την εν λόγω ρήτρα, ήτοι το συνολικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί για τις επίμαχες υπηρεσίες.

41

Βεβαίως, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών, είναι συχνά δυσχερές, αν όχι αδύνατον, να προβλέψει ο επαγγελματίας, ήδη από τη σύναψη της συμβάσεως, τον ακριβή αριθμό των ωρών που θα απαιτηθούν για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών και, κατά συνέπεια, το συνολικό πραγματικό κόστος τους.

42

Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η τήρηση από επαγγελματία της απαιτήσεως περί διαφάνειας, την οποία προβλέπουν το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τα στοιχεία που ο οικείος επαγγελματίας διέθετε κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως με τον καταναλωτή (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Ibercaja Banco, C‑452/18, EU:C:2020:536, σκέψη 49).

43

Ωστόσο, καίτοι δεν μπορεί να απαιτηθεί από έναν επαγγελματία να ενημερώσει τον καταναλωτή για τις τελικές οικονομικές συνέπειες της δεσμεύσεώς του, οι οποίες εξαρτώνται από μελλοντικά, απρόβλεπτα και ανεξάρτητα από τη θέληση του επαγγελματία γεγονότα, οι πληροφορίες τις οποίες υποχρεούται να γνωστοποιεί πριν από τη σύναψη της συμβάσεως πρέπει να παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να λάβει την απόφασή του με σύνεση και με πλήρη επίγνωση, αφενός, της πιθανότητας να προκύψουν τέτοια γεγονότα και, αφετέρου, των συνεπειών που ενδέχεται να προκύψουν από αυτά όσον αφορά τη διάρκεια της επίμαχης παροχής νομικών υπηρεσιών.

44

Οι πληροφορίες αυτές, οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν, αφενός, ανάλογα με το αντικείμενο και τη φύση των παροχών που προβλέπονται στη σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών και, αφετέρου, ανάλογα με τους εφαρμοστέους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες, πρέπει να περιλαμβάνουν στοιχεία που να παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να εκτιμήσει κατά προσέγγιση το συνολικό κόστος των οικείων υπηρεσιών. Τέτοια στοιχεία είναι μια εκτίμηση του προβλέψιμου ή ελάχιστου αριθμού ωρών που απαιτούνται για την παροχή ορισμένης υπηρεσίας ή την ανάληψη υποχρεώσεως αποστολής, ανά εύλογα χρονικά διαστήματα, τιμολογίων ή περιοδικών εκθέσεων που αναφέρουν τον αριθμό των ωρών παρασχεθείσας εργασίας. Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που αφορούν τη σύναψη της οικείας συμβάσεως, αν οι πληροφορίες που παρέσχε ο επαγγελματίας πριν από τη σύναψη της συμβάσεως έδωσαν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να λάβει την απόφασή του με σύνεση και πλήρη επίγνωση των οικονομικών συνεπειών που συνεπαγόταν η σύναψη της συμβάσεως.

45

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν πληροί την απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως, κατά τη διάταξη αυτή, ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή η οποία καθορίζει την τιμή των επίμαχων υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως, χωρίς να γνωστοποιούνται στον καταναλωτή, πριν από τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως, πληροφορίες που του επιτρέπουν να λάβει την απόφασή του με σύνεση και πλήρη επίγνωση των οικονομικών συνεπειών που συνεπάγεται η σύναψη της συμβάσεως.

Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

46

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή με την οποία καθορίζεται, σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως, η τιμή των επίμαχων υπηρεσιών και η οποία εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο κύριο αντικείμενο της οικείας συμβάσεως, πρέπει να θεωρείται καταχρηστική απλώς και μόνο για τον λόγο ότι δεν πληροί την απαίτηση περί διαφάνειας του άρθρου 4, παράγραφος 2, της ανωτέρω οδηγίας.

47

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13, ότι ο διαφανής χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής, στην οποία οφείλει να προβεί ο εθνικός δικαστής δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, εναπόκειται στον εν λόγω δικαστή να αξιολογήσει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως, πρώτον, την ενδεχόμενη μη συμμόρφωση προς την απαίτηση καλής πίστης και, δεύτερον, την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Kiss και CIB Bank, C‑621/17, EU:C:2019:820, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, η απαίτηση περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών έχει το ίδιο περιεχόμενο βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 και βάσει του άρθρου 5 αυτής (πρβλ. επίσης απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 69). Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος διαφορετικής αντιμετωπίσεως των συνεπειών της ελλείψεως διαφάνειας συμβατικής ρήτρας αναλόγως του αν αυτή αφορά το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως ή κάποια άλλη πτυχή της.

49

Μολονότι από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας συμβάσεως συναφθείσας με καταναλωτή στηρίζεται, καταρχήν, σε συνολική αξιολόγηση η οποία δεν λαμβάνει υπόψη μόνον την τυχόν έλλειψη διαφάνειας της επίμαχης ρήτρας, επισημαίνεται ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να διασφαλίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13, υψηλότερο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

50

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής και τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Λιθουανική Κυβέρνηση, η Δημοκρατία της Λιθουανίας επέλεξε να διασφαλίσει υψηλότερο επίπεδο προστασίας, καθόσον το άρθρο 6.2284, παράγραφος 6, του αστικού κώδικα ορίζει ότι οι ρήτρες που αντιβαίνουν στην απαίτηση περί διαφάνειας θεωρούνται καταχρηστικές.

51

Στο μέτρο που τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να προβλέπουν στο εσωτερικό τους δίκαιο ένα τέτοιο επίπεδο προστασίας, η οδηγία 93/13, χωρίς να απαιτεί η έλλειψη διαφάνειας ρήτρας συμβάσεως συναφθείσας με καταναλωτή να συνεπάγεται αυτομάτως τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της, δεν αντιτίθεται στο να απορρέει μια τέτοια συνέπεια από το εθνικό δίκαιο.

52

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή με την οποία καθορίζεται, σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως, η τιμή των επίμαχων υπηρεσιών και η οποία εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο κύριο αντικείμενο της οικείας συμβάσεως δεν πρέπει να θεωρείται καταχρηστική απλώς και μόνο για τον λόγο ότι δεν πληροί την απαίτηση περί διαφάνειας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της ανωτέρω οδηγίας, εκτός αν το κράτος μέλος το δίκαιο του οποίου εφαρμόζεται στην επίμαχη σύμβαση έχει ρητώς προβλέψει, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας, ότι ο χαρακτηρισμός «καταχρηστική ρήτρα» απορρέει εκ μόνου του γεγονότος αυτού.

Επί του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

53

Με το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, όταν σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται μετά την απαλοιφή ρήτρας η οποία κρίθηκε καταχρηστική και η οποία καθορίζει την τιμή των υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως, και εφόσον αυτές οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν, εμποδίζουν τον εθνικό δικαστή να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής ελλείψει της επίμαχης ρήτρας, ακόμα κι αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο επαγγελματίας να μη λάβει καμία αμοιβή για τις υπηρεσίες του, ή να αντικαταστήσει την επίμαχη ρήτρα με διάταξη του εθνικού δικαίου σχετικά με το μέγιστο ποσό αμοιβής για τη συνδρομή που παρέσχε ο δικηγόρος ή με δική του εκτίμηση για ορισμένη αμοιβή που θεωρεί εύλογη για τις επίμαχες υπηρεσίες.

54

Για να δοθεί απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας πρέπει να επιτρέπει την επαναφορά της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής ελλείψει αυτής της καταχρηστικής ρήτρας (πρβλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Sziber, C‑483/16, EU:C:2018:367, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55

Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει τις καταχρηστικές ρήτρες, προκειμένου αυτές να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός αν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό. Εντούτοις, η οικεία σύμβαση πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει, καταρχήν, χωρίς καμία άλλη τροποποίηση πέραν εκείνης που προκύπτει από την απαλοιφή των καταχρηστικών ρητρών, κατά το μέτρο που, βάσει των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, η διατήρηση σε ισχύ της συμβάσεως είναι νομικώς εφικτή (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Banca B., C‑269/19, EU:C:2020:954, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56

Όταν σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται μετά την απαλοιφή καταχρηστικής ρήτρας, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν απαγορεύει στο εθνικό δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν των αρχών του δικαίου των συμβάσεων, να απαλείψει την καταχρηστική ρήτρα υποκαθιστώντας την με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ακύρωση της καταχρηστικής ρήτρας θα υποχρέωνε τον δικαστή να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Banca B., C‑269/19, EU:C:2020:954, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την ενδεχόμενη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας περί τιμής. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, αφενός, ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη συμβάσεις δεν μπορούν να εξακολουθήσουν να ισχύουν ελλείψει της ρήτρας αυτής και, αφετέρου, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει επαναφορά στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής ελλείψει της επίμαχης ρήτρας, δεδομένου ότι αυτός επωφελήθηκε από τις νομικές υπηρεσίες που προβλέπουν οι οικείες συμβάσεις.

58

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 54 έως 56 της παρούσας αποφάσεως, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας περί τιμής συνεπάγεται την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να μην εφαρμόσει την εν λόγω ρήτρα, εκτός αν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό. Η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής ελλείψει της ρήτρας αυτής μεταφράζεται καταρχήν, ακόμη και στην περίπτωση που παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες, στην απαλλαγή του από την υποχρέωση καταβολής της αμοιβής που καθορίστηκε βάσει της εν λόγω ρήτρας.

59

Επομένως, στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι, κατ’ εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, οι συμβάσεις δεν θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να ισχύουν μετά την απαλοιφή της ρήτρας περί τιμής, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν αντιτίθεται στην ακύρωσή τους, έστω και αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη λάβει ο επαγγελματίας καμία αμοιβή για τις υπηρεσίες του.

60

Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ακύρωση των συμβάσεων στο σύνολό τους θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, με αποτέλεσμα να περιάγεται αυτός σε δυσμενή θέση, δύναται κατ’ εξαίρεση το αιτούν δικαστήριο να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα καταχρηστική ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή εθνική διάταξη που εφαρμόζεται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων στην επίμαχη σύμβαση.

61

Όσον αφορά τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για τον καταναλωτή η ακύρωση των επίμαχων στην κύρια δίκη συμβάσεων, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά δανειακή σύμβαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ακύρωση στο σύνολό της θα καθιστούσε καταρχήν αμέσως απαιτητό το εναπομένον ποσό του δανείου σε βαθμό που θα μπορούσε να υπερβεί τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή και θα μπορούσε να έχει ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες γι’ αυτόν (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch, C‑125/18, EU:C:2020:138, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ωστόσο, ο ιδιαίτερα επιζήμιος χαρακτήρας της ακυρώσεως μιας συμβάσεως δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στις αμιγώς χρηματικές συνέπειες.

62

Πράγματι, όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 74 και 76 των προτάσεών του, η ακύρωση συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών που έχουν ήδη παρασχεθεί δεν αποκλείεται να περιαγάγει τον καταναλωτή σε κατάσταση ανασφάλειας δικαίου, ιδίως στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο παρέχει στον επαγγελματία τη δυνατότητα να αξιώσει αμοιβή για τις υπηρεσίες αυτές βάσει διαφορετικής βάσεως από εκείνη της ακυρωθείσας συμβάσεως. Επιπλέον, και βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, η ακυρότητα της συμβάσεως θα μπορούσε ενδεχομένως να επηρεάσει το κύρος και την αποτελεσματικότητα των πράξεων που διενεργήθηκαν δυνάμει αυτής.

63

Κατά συνέπεια, αν, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η ακύρωση των επίμαχων συμβάσεων στο σύνολό τους θα είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν εμποδίζει το δικαστήριο αυτό να αντικαταστήσει τη ρήτρα περί τιμής με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή εφαρμοστέα σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων στις εν λόγω συμβάσεις. Ωστόσο, η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμόζεται ειδικά στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή και να μην έχει τόσο γενική ισχύ ώστε η εφαρμογή της να επιτρέπει, κατ’ ουσίαν, στον εθνικό δικαστή να καθορίζει βάσει δικής του εκτιμήσεως την αμοιβή που οφείλεται για τις παρεχόμενες υπηρεσίες [πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, D.B.P. κ.λπ. (Ενυπόθηκο δάνειο σε ξένο νόμισμα), C‑80/21 έως C‑82/21, EU:C:2022:646, σκέψεις 76 και 77 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

64

Υπό την προϋπόθεση ότι η υπουργική απόφαση της 2ας Απριλίου 2004, που μνημονεύεται στην απόφαση περί παραπομπής, περιέχει τέτοια διάταξη, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η εν λόγω απόφαση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση της ρήτρας σχετικά περί τιμής με αμοιβή καθοριζόμενη από το δικαστήριο.

65

Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να συμπληρώσει τις επίμαχες στην κύρια δίκη συμβάσεις με τη δική του εκτίμηση σχετικά με το ύψος της αμοιβής που θεωρεί εύλογο για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες.

66

Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν ο εθνικός δικαστής διαπιστώνει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, ο δικαστής αυτός δεν μπορεί να συμπληρώσει τη σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της επίμαχης ρήτρας (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Banca B., C‑269/19, EU:C:2020:954, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εάν το εθνικό δικαστήριο είχε την εξουσία να αναθεωρεί το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε τέτοιες συμβάσεις, η ευχέρεια αυτή θα καθιστούσε ενδεχομένως δυσχερέστερη την επίτευξη του μακροπρόθεσμου σκοπού του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13. Η ευχέρεια αυτή θα συνέβαλλε στην εκμηδένιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που ασκεί στους επαγγελματίες η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής τέτοιων καταχρηστικών ρητρών έναντι των καταναλωτών, στο μέτρο που οι επαγγελματίες θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, γνωρίζοντας ότι, ακόμη και αν αυτές κηρύσσονταν άκυρες, η σύμβαση θα μπορούσε παρά ταύτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλιστεί το συμφέρον των εν λόγω επαγγελματιών (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, A. S.A., C‑212/20, EU:C:2021:934, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πέμπτο και στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, όταν σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται μετά την απαλοιφή ρήτρας η οποία κρίθηκε καταχρηστική και με την οποία καθορίζεται η τιμή των υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως, και εφόσον αυτές οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν, δεν εμποδίζουν τον εθνικό δικαστή να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής ελλείψει της επίμαχης ρήτρας, ακόμα κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο επαγγελματίας να μη λάβει καμία αμοιβή για τις υπηρεσίες του. Στην περίπτωση κατά την οποία η ακύρωση της συμβάσεως στο σύνολό της θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν τον εθνικό δικαστή να θεραπεύσει την ακυρότητα της εν λόγω ρήτρας αντικαθιστώντας την με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή εθνική διάταξη που εφαρμόζεται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων στην εν λόγω σύμβαση. Αντιθέτως, οι διατάξεις αυτές δεν επιτρέπουν στον εθνικό δικαστή να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα καταχρηστική ρήτρα με δικαστική εκτίμηση του ύψους της αμοιβής που οφείλεται για τις επίμαχες υπηρεσίες.

Επί των δικαστικών εξόδων

69

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011,

έχει την έννοια ότι:

εμπίπτει στην εν λόγω διάταξη ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή η οποία καθορίζει την τιμή των παρεχόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως.

 

2)

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83,

έχει την έννοια ότι:

δεν πληροί την απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως, κατά τη διάταξη αυτή, ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή η οποία καθορίζει την τιμή των επίμαχων υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως, χωρίς να γνωστοποιούνται στον καταναλωτή, πριν από τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως, πληροφορίες που του επιτρέπουν να λάβει την απόφασή του με σύνεση και πλήρη επίγνωση των οικονομικών συνεπειών που συνεπάγεται η σύναψη της συμβάσεως.

 

3)

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83,

έχει την έννοια ότι:

έχει την έννοια ότι ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή με την οποία καθορίζεται, σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως, η τιμή των επίμαχων υπηρεσιών και η οποία εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο κύριο αντικείμενο της οικείας συμβάσεως δεν πρέπει να θεωρείται καταχρηστική απλώς και μόνο για τον λόγο ότι δεν πληροί την απαίτηση περί διαφάνειας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της ανωτέρω οδηγίας, εκτός αν το κράτος μέλος το δίκαιο του οποίου εφαρμόζεται στην επίμαχη σύμβαση έχει ρητώς προβλέψει, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας, ότι ο χαρακτηρισμός «καταχρηστική ρήτρα» απορρέει εκ μόνου του γεγονότος αυτού.

 

4)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83,

έχουν την έννοια ότι:

όταν σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται μετά την απαλοιφή ρήτρας η οποία κρίθηκε καταχρηστική και με την οποία καθορίζεται η τιμή των υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως, και εφόσον αυτές οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν, δεν εμποδίζουν τον εθνικό δικαστή να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής ελλείψει της επίμαχης ρήτρας, ακόμα κι αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο επαγγελματίας να μη λάβει καμία αμοιβή για τις υπηρεσίες του. Στην περίπτωση κατά την οποία η ακύρωση της συμβάσεως στο σύνολό της θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν τον εθνικό δικαστή να θεραπεύσει την ακυρότητα της εν λόγω ρήτρας αντικαθιστώντας την με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή εθνική διάταξη που εφαρμόζεται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων στην εν λόγω σύμβαση. Αντιθέτως, οι διατάξεις αυτές δεν επιτρέπουν στον εθνικό δικαστή να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα καταχρηστική ρήτρα με δικαστική εκτίμηση του ύψους της αμοιβής που οφείλεται για τις επίμαχες υπηρεσίες.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.

Top